άλμη [ἅλμη] άλ-μη ουσ. (θηλ.) & άρμη 1. αλατισμένο νερό για τη συντήρηση τροφίμων: ξηρή/υγρή ~. Τυρί ~ης. Αμπελόφυλλα/ελιές/κάππαρη/ψάρια σε ~. Βλ. οξ~. ΣΥΝ. γάρος (1), σαλαμούρα 2. στρώμα αλατιού που απομένει σε επιφάνεια (π.χ. στις αλυκές) ύστερα από εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Πβ. αλμύρα. [< αρχ. ἅλμη]
αστακός [ἀστακός] α-στα-κός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο εδώδιμο θαλασσινό οστρακόδερμο (επιστ. ονομασ. Palinurus vulgaris) με μακρόστενο σώμα, δέκα πόδια και κεραίες: αγκαθωτός (: χωρίς δαγκάνες, σε αντιδιαστολή με την αστακοκαραβίδα)/μπλε ~. Βλ. μαλακόστρακα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός/με μακαρόνια (= αστακομακαρονάδα)/σχάρας. ● Υποκ.: αστακουδάκι (το) ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός & οπλισμένος μέχρι τα δόντια: για κάποιον ή κάτι που έχει εφοδιαστεί με πολύ βαρύ (εξ)οπλισμό: Άνδρες των ΜΑΤ ~οι ~.|| Πήγε για σκι ~ ~., σαν αστακός: σε υπερβολικό βαθμό: κόκκινος (= κατακόκκινος) από τον ήλιο/ντυμένος (: με πολλά και βαριά ρούχα) ~ ~. [< αρχ. ἀστακός]
γιαλός για-λός ουσ. (αρσ.) (λογοτ.): ακτή, παραλία. Πβ. αιγιαλός. ● ΦΡ.: βάρκα γιαλό (ειρων.): για να δηλωθεί τράνταγμα, ταρακούνημα· πάνω-κάτω: Το αυτοκίνητο πήγαινε ~ ~., γιαλό-γιαλό: κατά μήκος της ακρογιαλιάς, σε ρηχά θαλασσινά νερά: Η βαρκούλα πάει ~ ~. ΣΥΝ. κόστα-κόστα, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε (ειρων.): μοναδικοί υπεύθυνοι για μια δυσάρεστη κατάσταση είμαστε εμείς οι ίδιοι και όχι η κατάσταση., κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό (παροιμ.): ως προτροπή για ανιδιοτελή προσφορά, χωρίς να περιμένει κανείς αντάλλαγμα. [< μεσν. γιαλός]
-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.
-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.
-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.
-ίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. μειωτ. επάγγελμα ή χαρακτηριστικό, κατάσταση: δασκαλ~/υπαλληλ~.|| Τεμπελ~. Πβ. -ιλίκι. ΙΚΙ
καράβι κα-ρά-βι ουσ. (ουδ.) {καραβ-ιού | -ιών} (προφ.): ΝΑΥΤ. πλοίο: εμπορικό/ιστιοφόρο/πειρατικό/πολεμικό ~. Το ~ της γραμμής. Το αμπάρι/το κατάρτι/το κατάστρωμα/η κουπαστή/ο κυβερνήτης (= καπετάνιος)/τα πανιά/το πλήρωμα/η πλώρη/η πρύμνη του ~ιού. Αράζει/βούλιαξε/έρχεται/ναυάγησε/ρίχνει άγκυρα/σαλπάρει/φεύγει το ~. Ταξιδεύω με ~. Έχει ~ια (= είναι εφοπλιστής). Δουλεύει/εργάζεται στα ~ια (= είναι ναυτικός). Έφυγε/πήγε στα ~ια (= μπάρκαρε). (προφ.) Τι ώρα έχει ~ για ...; Πβ. βαπόρι, ναυς. Βλ. βάρκα, σαπιοκάραβο.|| (μτφ., για χώρα:) Ακυβέρνητο ~.|| (ομοίωμα ~ιού:) Ξύλινο/χάρτινο ~. (ΛΑΟΓΡ.) Στολισμός ~ιού (: τα Χριστούγεννα). ● Υποκ.: καραβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αργοκίνητο καράβι (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) αργόστροφος, νωθρός· (για μηχάνημα ή σύστημα) αργός. Πβ. τα ζώα μου αργά. ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο κακόκεφο και σκυθρωπό, χωρίς προφανή αιτία: Τι έπαθες και δεν μιλάς; Σου ~ ~;, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν (παροιμ.): στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις, ενώ εκκρεμούν άλλες πολύ πιο σοβαρές. ΣΥΝ. εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες (παροιμ.): όσο πιο σημαντικές υποθέσεις αναλαμβάνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του., οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι (παροιμ.): όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι: για τη δύναμη της γυναίκας να ασκεί επίδραση στον άνδρα. [< μτγν. καράβιον ‘πλοίο’, μεσν. καράβι < αρχ. κάραβος ‘αστακός ή καραβίδα’ και μεσν. ‘φελούκα’]
-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ