Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [7620-7640]


  • αρματο- & αρματ- α' συνθετικό κυρ. ουσιαστικών που αναφέρονται 1. ΑΡΧ. στο άρμα: αρματο-δρομία. Αρματ-ηλάτης. 2. ΣΤΡΑΤ. στα άρματα μάχης: αρματ-αγωγό.
  • αρματοδρομία [ἁρματοδρομία] αρ-μα-το-δρο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΑΡΧ. αγώνας δρόμου με άρματα: ιπποδρομίες και ~ες. Βλ. -δρομία. [< μτγν. ἁρματοδρομία]
  • αρματοδρόμος [ἁρματοδρόμος] αρ-μα-το-δρό-μος ουσ. (αρσ.): αθλητής αρματοδρομίας. Πβ. αρματηλάτης. Βλ. -δρόμος. [< μτγν. ἁρματοδρόμος]
  • αρματολίκι [ἀρματολίκι] αρ-μα-το-λί-κι ουσ. (ουδ.) ΙΣΤ. 1. περιοχή που ανήκε στη δικαιοδοσία των αρματολών. Βλ. -ίκι. 2. (περιληπτ.) αρματολοί.
  • αρματολός [ἀρματολός] αρ-μα-το-λός ουσ. (αρσ.): ΙΣΤ. (κατά την Τουρκοκρατία) ένοπλος χριστιανός, μέλος άτακτου σώματος στρατού, στο οποίο η οθωμανική κυβέρνηση ανέθετε την επιβολή της τάξης στην περιοχή της δικαιοδοσίας του: κλέφτες και ~οί. [< *αρματολόγος – παλαιότ. ορθογρ. αρματωλός]
  • αρματομαχία [ἁρματομαχία] αρ-μα-το-μα-χί-α ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. πολεμική σύγκρουση με άρματα μάχης. Βλ. -μαχία.
  • αρμάτωμα [ἀρμάτωμα] αρ-μά-τω-μα ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αρματώνω. ΑΝΤ. ξαρμάτωμα [< μεσν. αρμάτωμα]
  • αρματώνω [ἀρματώνω] αρ-μα-τώ-νω ρ. (μτβ.) {αρμάτω-σα, αρματώ-θηκα, -μένος} (λαϊκό): εξοπλίζω· (για πλεούμενο) τοποθετώ εξαρτισμό: ~σαν τα δίχτυα (: έβαλαν σχοινιά, φελλούς, βαρίδια)/το καράβι. Το φαράγγι ~θηκε (: τοποθετήθηκαν ασφάλειες και άλλος εξοπλισμός για ασφαλή διέλευση).|| (μτφ.) ~θηκε λες και πήγαινε για πόλεμο. Πβ. οπλίζω. ΑΝΤ. ξαρματώνω ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός [< μεσν. αρματώνω, ιταλ. armare]
  • αρματωσιά [ἀρματωσιά] αρ-μα-τω-σιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): οπλισμός· κατ' επέκτ. εξαρτισμός: ~ πολεμιστή.|| ~ ιστιοφόρου.|| (για ψάρεμα) Συρμάτινη ~. ~ καλαμιού (: πετονιά, αγκίστρι, βαρίδι, φελλός). [< μεσν. αρματωσιά]
  • άρμεγμα [ἄρμεγμα] άρ-μεγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. η ενέργεια του αρμέγω: ~ των προβάτων. ~ με θήλαστρο/μηχανή (= αμελκτική)/τα χέρια. 2. (μτφ.) απομύζηση: ~ της πατρικής περιουσίας. ΣΥΝ. αφαίμαξη (1), μάδημα, ξεζούμισμα, ξεπουπούλιασμα
  • αρμέγω [ἀρμέγω] αρ-μέ-γω ρ. (μτβ.) {άρμε-ξα, αρμέ-χτηκε, -γμένος, αρμέγ-οντας} 1. βγάζω το γάλα από τους μαστούς γαλακτοφόρου ζώου, τραβώντας τις θηλές του προς τα κάτω: ~ει τις αγελάδες/κατσίκες. 2. (μτφ.) αποσπώ χρηματικά ποσά από κάποιον, τον εκμεταλλεύομαι: Τους ~ουν οι κερδοσκόποι. ΣΥΝ. απομυζώ (1), αφαιμάσσω, μαδώ (2), ξεζουμίζω (1), ξεπουπουλιάζω (2) ● ΦΡ.: άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες: για αδιέξοδες, άσκοπες ή αναποτελεσματικές καταστάσεις. Πβ. πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το. [< μεσν. αρμέγω]
  • αρμεκτήριο [ἀρμεκτήριο] αρ-με-κτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.): μηχάνημα ή εγκατάσταση για το άρμεγμα των ζώων: περιστροφικά ~α. Βλ. -τήριο. ΣΥΝ. αμελκτήριο
  • αρμεκτικός , ή, ό [ἀρμεκτικός] αρ-με-κτι-κός επίθ. & (προφ.) αρμεχτικός: που αναφέρεται ή χρησιμοποιείται στο άρμεγμα: ~ές: μηχανές. ΣΥΝ. αμελκτικός
  • άρμενα [ἄρμενα] άρ-με-να ουσ. (ουδ.) (τα): ΝΑΥΤ. πανιά ιστιοφόρου πλοίου και γενικότ. τα εξαρτήματά του (ιστοί, σχοινιά, κεραίες)· συνεκδ. τα ίδια τα ιστιοφόρα. [< μεσν. άρμενον]
  • αρμενίζω [ἀρμενίζω] αρ-με-νί-ζω ρ. (αμτβ.) {αρμένι-σα, αρμενίζ-οντας} (λογοτ.) 1. (συνήθ. για ιστιοφόρα και τους επιβάτες τους) πλέω στη θάλασσα. 2. (μτφ.) ταξιδεύω νοερά, ονειροπολώ: ~ει σε πελάγη ευτυχίας. Πού ~ει ο νους σου; Πβ. ρεμβάζω. ● ΦΡ.: εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός [< μτγν. ἀρμενίζω]
  • αρμενικός , ή, ό [ἀρμενικός] αρ-με-νι-κός επίθ. & (προφ.) αρμένικος: που σχετίζεται με την Αρμενία ή/και τους Αρμένιους. ● ΣΥΜΠΛ.: αρμένικη βίζιτα (προφ.): επίσκεψη μεγάλης διάρκειας και, συνεπώς, κουραστική. [< μεσν. αρμενικός]
  • αρμένισμα [ἀρμένισμα] αρ-μέ-νι-σμα ουσ. (ουδ.) (λογοτ.): πλεύση, ταξίδι.
  • άρμη βλ. άλμη
  • αρμίδι [ἁρμίδι] αρ-μί-δι ουσ. (ουδ.) ΝΑΥΤ. 1. λεπτό νήμα με πυκνή πλέξη, στο άκρο του οποίου δένεται το αγκίστρι. Πβ. πετονιά. ΣΥΝ. ορμιά 2. λεπτό σκοινί που χρησιμοποιείται για να σέρνει τον βαρύ κάβο για την πρόσδεση του πλοίου στην αποβάθρα. Βλ. -ίδι. [< μεσν. ορμίδι]
  • αρμογή [ἁρμογή] αρ-μο-γή ουσ. (θηλ.) (επιστ.): σύνδεση δύο επιφανειών· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το σημείο της ένωσης: ~ των πλακών (= συν~).|| Οι ~ές (= αρμοί) των δοκαριών. Βλ. προσ~. [< μτγν. ἁρμογή]

άλμη

άλμη [ἅλμη] άλ-μη ουσ. (θηλ.) & άρμη 1. αλατισμένο νερό για τη συντήρηση τροφίμων: ξηρή/υγρή ~. Τυρί ~ης. Αμπελόφυλλα/ελιές/κάππαρη/ψάρια σε ~. Βλ. οξ~. ΣΥΝ. γάρος (1), σαλαμούρα 2. στρώμα αλατιού που απομένει σε επιφάνεια (π.χ. στις αλυκές) ύστερα από εξάτμιση του θαλασσινού νερού. Πβ. αλμύρα. [< αρχ. ἅλμη]

αστακός

αστακός [ἀστακός] α-στα-κός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο εδώδιμο θαλασσινό οστρακόδερμο (επιστ. ονομασ. Palinurus vulgaris) με μακρόστενο σώμα, δέκα πόδια και κεραίες: αγκαθωτός (: χωρίς δαγκάνες, σε αντιδιαστολή με την αστακοκαραβίδα)/μπλε ~. Βλ. μαλακόστρακα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός/με μακαρόνια (= αστακομακαρονάδα)/σχάρας. ● Υποκ.: αστακουδάκι (το) ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός & οπλισμένος μέχρι τα δόντια: για κάποιον ή κάτι που έχει εφοδιαστεί με πολύ βαρύ (εξ)οπλισμό: Άνδρες των ΜΑΤ ~οι ~.|| Πήγε για σκι ~ ~., σαν αστακός: σε υπερβολικό βαθμό: κόκκινος (= κατακόκκινος) από τον ήλιο/ντυμένος (: με πολλά και βαριά ρούχα) ~ ~. [< αρχ. ἀστακός]

γιαλός

γιαλός για-λός ουσ. (αρσ.) (λογοτ.): ακτή, παραλία. Πβ. αιγιαλός. ● ΦΡ.: βάρκα γιαλό (ειρων.): για να δηλωθεί τράνταγμα, ταρακούνημα· πάνω-κάτω: Το αυτοκίνητο πήγαινε ~ ~., γιαλό-γιαλό: κατά μήκος της ακρογιαλιάς, σε ρηχά θαλασσινά νερά: Η βαρκούλα πάει ~ ~. ΣΥΝ. κόστα-κόστα, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε (ειρων.): μοναδικοί υπεύθυνοι για μια δυσάρεστη κατάσταση είμαστε εμείς οι ίδιοι και όχι η κατάσταση., κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό (παροιμ.): ως προτροπή για ανιδιοτελή προσφορά, χωρίς να περιμένει κανείς αντάλλαγμα. [< μεσν. γιαλός]

-δρομία

-δρομία {-δρομιών}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση κυρ. αγωνίσματος δρόμου ή σχεδιασμένης κίνησης σε μία κατεύθυνση, πορείας: λαμπαδη~/σκυταλο~.|| Ιππο~/ποδηλατο~. (ΑΡΧ.) Αρματο~.|| Ορθο~/πλαγιο~.

-δρομος

-δρομος {-δρομου (λόγ.) -δρόμου | -δρομων (λόγ.) -δρόμων, -δρομους (λόγ.) -δρόμους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε δρόμο: αυτοκινητό~/λεωφορειό~/μονό~/πεζό~/ποδηλατό~. Σιδηρό~/τροχιό~.|| Aσφαλτό~/καρό~/χωματό~.|| Ταινιό~.

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

-ίκι

-ίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. μειωτ. επάγγελμα ή χαρακτηριστικό, κατάσταση: δασκαλ~/υπαλληλ~.|| Τεμπελ~. Πβ. -ιλίκι. ΙΚΙ

καράβι

καράβι κα-ρά-βι ουσ. (ουδ.) {καραβ-ιού | -ιών} (προφ.): ΝΑΥΤ. πλοίο: εμπορικό/ιστιοφόρο/πειρατικό/πολεμικό ~. Το ~ της γραμμής. Το αμπάρι/το κατάρτι/το κατάστρωμα/η κουπαστή/ο κυβερνήτης (= καπετάνιος)/τα πανιά/το πλήρωμα/η πλώρη/η πρύμνη του ~ιού. Αράζει/βούλιαξε/έρχεται/ναυάγησε/ρίχνει άγκυρα/σαλπάρει/φεύγει το ~. Ταξιδεύω με ~. Έχει ~ια (= είναι εφοπλιστής). Δουλεύει/εργάζεται στα ~ια (= είναι ναυτικός). Έφυγε/πήγε στα ~ια (= μπάρκαρε). (προφ.) Τι ώρα έχει ~ για ...; Πβ. βαπόρι, ναυς. Βλ. βάρκα, σαπιοκάραβο.|| (μτφ., για χώρα:) Ακυβέρνητο ~.|| (ομοίωμα ~ιού:) Ξύλινο/χάρτινο ~. (ΛΑΟΓΡ.) Στολισμός ~ιού (: τα Χριστούγεννα). ● Υποκ.: καραβάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αργοκίνητο καράβι (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) αργόστροφος, νωθρός· (για μηχάνημα ή σύστημα) αργός. Πβ. τα ζώα μου αργά. ● ΦΡ.: βούλιαξαν/έπεσαν έξω τα καράβια (κάποιου) (προφ.-ειρων.): για πρόσωπο κακόκεφο και σκυθρωπό, χωρίς προφανή αιτία: Τι έπαθες και δεν μιλάς; Σου ~ ~;, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν (παροιμ.): στην περίπτωση που κάποιος ασχολείται με ασήμαντες υποθέσεις, ενώ εκκρεμούν άλλες πολύ πιο σοβαρές. ΣΥΝ. εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες (παροιμ.): όσο πιο σημαντικές υποθέσεις αναλαμβάνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερες είναι οι ευθύνες του., οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι (παροιμ.): όταν ανακατεύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, το νινί/το μουνί σέρνει καράβι: για τη δύναμη της γυναίκας να ασκεί επίδραση στον άνδρα. [< μτγν. καράβιον ‘πλοίο’, μεσν. καράβι < αρχ. κάραβος ‘αστακός ή καραβίδα’ και μεσν. ‘φελούκα’]

-μαχία

-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.

-τήριο

-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.