αρμολόγηση [ἁρμολόγηση] αρ-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΔ. έγχυση κονιάματος στους αρμούς μεταξύ δομικών στοιχείων: ~ πέτρας/πλακιδίων. Βλ. στοκάρισμα, τσιμεντένεση. ΣΥΝ. αρμολόγημα 2. (λόγ.) συναρμολόγηση. ΣΥΝ. άρμοση [< μεσν. αρμολόγησις]
ένεμα [ἔνεμα] έ-νε-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΟΙΚΟΔ. ρευστό μείγμα ανόργανων ή οργανικών ουσιών που εισάγεται σε ρωγμές τοίχων ή οδοστρωμάτων για την αποκατάστασή τους. Βλ. τσιμεντένεση. ΣΥΝ. ρευστοκονίαμα 2. ΙΑΤΡ. κλύσμα. [< 1: αγγλ. grout 2: μτγν. ἔνεμα]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παραφωνία πα-ρα-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. ήχοι, φθόγγοι που παρεκκλίνουν από την αρμονία, την τονικότητα ενός μουσικού έργου και έχουν άσχημο ακουστικό αποτέλεσμα. Πβ. κακοφωνία, παρατονία, φάλτσο. Βλ. -φωνία. ΑΝΤ. ευφωνία 2. (μτφ.) ασυμβατότητα, δυσαρμονία κάποιου στοιχείου σε σχέση με το σύνολο στο οποίο εντάσσεται: αισθητική/θλιβερή ~. Μοναδική ~ στην εκδήλωση ήταν η απουσία κάποιων καλεσμένων. Το κόμμα κατεβαίνει στις εκλογές ενωμένο, χωρίς ~ες. [< 1: μτγν. παραφωνία 'αρμονία', γαλλ. paraphonie, αγγλ. paraphonia]
πριόνι πρι-ό-νι ουσ. (ουδ.) {πριον-ιού}: εργαλείο ή συσκευή με μεταλλική οδοντωτή λεπίδα, που τίθεται σε συνεχή κίνηση και χρησιμοποιείται για την κοπή κυρ. ξύλου ή μετάλλου: ηλεκτρικό/μηχανικό/σπαστό/συρμάτινο ~. ~ επιβίωσης/κλαδέματος/χειρός (= χειροπρίονο). Λάμες ~ιού.|| Χειρουργικό ~. Βλ. σέγα, σιδηροπρίονο.● ΣΥΜΠΛ.: μουσικό πριόνι: ΜΟΥΣ. ευλύγιστο πριόνι που παίζεται με δοξάρι βιολιού ή σφυρί [< αγγλ. musical saw, 1910, γαλλ.scie musicale, 1928] ● Υποκ.: πριονάκι (το) [< μτγν. πριόνιον < αρχ. πρίων, γεν. πρίονος]
προσαρμόζω προ-σαρ-μό-ζω ρ. (μτβ.) {προσάρμο-σα, -σει, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, προσαρμόζ-οντας, -όμενος, προσαρμο-σμένος} 1. (μτφ.) αλλάζω, μεταβάλλω κάτι, ώστε να ταιριάξει, να εναρμονιστεί ή να ευθυγραμμιστεί με κάτι άλλο καινούργιο ή διαφορετικό: ~ το πρόγραμμά/τη στάση/τη συμπεριφορά μου. ~εται γρήγορα στις αλλαγές. Έχει ~στεί στα καινούργια δεδομένα/πρότυπα (πβ. εξοικειώνομαι). ~στηκε πλήρως στον ρόλο του/στη νέα πραγματικότητα. Βλ. ανα~. Το παιδί ~στηκε εύκολα στο σχολικό περιβάλλον. ~σμένη: αναζήτηση/λύση/τιμή. ~σμένο: κείμενο. 2. εφαρμόζω ή ρυθμίζω κάτι, ώστε να ταιριάξει με κάτι άλλο, συνδέω, στερεώνω: Βάση που ~εται σταθερά στο τιμόνι. Προσαρμόστε την οθόνη του υπολογιστή στο ύψος των ματιών σας. ~σμένος: μοχλός αλλαγής ταχυτήτων. ~σμένο: κάθισμα αυτοκινήτου. [< αρχ. προσαρμόζω ‘συνδέω, ταιριάζω, συσχετίζω’, γαλλ. adapter]
σοβατεπί σο-βα-τε-πί ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ιά} & (σπάν.) σοβαντεπί: ΟΙΚΟΔ. στενή λωρίδα, συνήθ. από ξύλο ή μάρμαρο, στη βάση εσωτερικού τοίχου, στον αρμό του με το πάτωμα. ~ αλουμινίου. Πβ. περίζωμα. [< τουρκ. sιva dibi]
σύγκρουση σύ-γκρου-ση ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. για όχημα) δυνατό και συνήθ. καταστροφικό χτύπημα κινούμενου σώματος πάνω σε άλλο που κινείται ή είναι ακίνητο: θανατηφόρα/ισχυρή/μετωπική/μοιραία/πλαγιομετωπική/πλευρική/πολύνεκρη/φονική ~. ~ πολεμικών αεροσκαφών/αμαξοστοιχιών/πλοίων/τρένων. ~ στον αέρα (= εναέρια ~). ~ λεωφορείου με ΙΧ χωρίς θύματα. Από τη ~ προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές. Αισθητήρας/εξομοίωση/κίνδυνος ~ης. Ο έμπειρος οδηγός απέφυγε τη ~ (= τρακάρισμα). Πβ. πρόσκρουση.|| Γαλαξιακές/κοσμικές ~ούσεις. Αστεροειδής βρίσκεται σε πορεία/τροχιά ~ης με τη Γη.|| (ΦΥΣ.) (Αν)ελαστική ~. ~ούσεις σωματιδίων (βλ. επιταχυντής). 2. (μτφ.) οξεία αντιπαράθεση, ρήξη: αναπόφευκτη/ανελέητη/ανοιχτή/βίαιη/δημόσια/ενδεχόμενη/θρησκευτική/ιδεολογική/ιστορική/κατά μέτωπο(ν)/πολιτική/πολιτισμική/ταξική ~. Διαπροσωπικές/εργασιακές/κοινωνικές ~ούσεις. ~ απόψεων (ΣΥΝ. αντίθεση, διάσταση, διαφωνία)/γενεών (πβ. χάσμα)/γονέων και εφήβων/θέσεων/στόχων. Νέα/σφοδρή ~ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το ασφαλιστικό. Αίτια/αντιμετώπιση/διαχείριση/διευθέτηση/ειρηνική επίλυση των ~ούσεων στην οικογένεια/στο σχολείο. Αποφεύγει τις ~ούσεις. Προετοιμασίες για την τελική ~ με ... Το συνέδριο μετατράπηκε σε πεδίο ~ης. Ενέργεια που έρχεται σε (ευθεία) ~ με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Πβ. αντιδικία, διαμάχη, διένεξη, έριδα, κόντρα, πάλη, προστριβή, φιλονικία. Βλ. ομο-, συμ-φωνία.|| (ΝΟΜ.) ~ νόμων (: όταν οι διατάξεις του ενός αντιτίθενται στις διατάξεις του άλλου και συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν). 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} συμπλοκή, σύρραξη, πόλεμος: αιματηρές/βίαιες/εθνικές/εθνοτικές/εμφύλιες/ένοπλες/εχθρικές/ναυτικές/(εμφατ.) πολεμικές/στρατιωτικές/φυλετικές ~ούσεις. ~ ΜΑΤ-κουκουλοφόρων στην πορεία. ~ούσεις οπαδών/συμμοριών. Στα πρόθυρα ~ης τα δύο κράτη. Γενίκευση των ~ούσεων στην ευρύτερη περιοχή. Κλιμακώνονται/μαίνονται/συνεχίζονται οι ~ούσεις.|| (μτφ.) ~ γιγάντων στον τελικό του μουντιάλ. Πβ. αναμέτρηση, μάχη. 4. ΨΥΧΟΛ. κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο βιώνει αντιφατικά συναισθήματα, διακατέχεται από αντίθετες τάσεις και παρορμήσεις: ~ επιθυμιών. Οι εσωτερικές/ηθικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ούσεις του ήρωα του βιβλίου. ● ΣΥΜΠΛ.: σύγκρουση αρμοδιοτήτων/δικαιοδοσίας: ΝΟΜ. αντιπαράθεση μεταξύ φορέων αρμόδιων για το ίδιο θέμα: ~ ~ μεταξύ υπουργείων. [< γαλλ. conflit d'attribution/de juridiction] , σύγκρουση των πολιτισμών: ΠΟΛΙΤ. θεωρία σύμφωνα με την οποία βασική αιτία των διενέξεων στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο θα αποτελούν οι πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές των λαών. [< αμερικ. clash of civilizations, 1993] , γνωστική σύγκρουση βλ. γνωστικός1, σύγκρουση καθηκόντων βλ. καθήκον, σύγκρουση ρόλων βλ. ρόλος, σύγκρουση συμφερόντων/συγκρουόμενα συμφέροντα βλ. συμφέρον [< μτγν. σύγκρουσις ‘αμοιβαία πρόσκρουση, φιλονικία’, γαλλ. conflit]
συνθεσάιζερ συν-θε-σά-ι-ζερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & σινθεσάιζερ & (προφ.) σίνθι: ΜΟΥΣ. ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα που παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή σύνθεσης ήχων: αναλογικό/ψηφιακό ~. Βλ. κίμπορντ. ΣΥΝ. συνθετητής [< αμερικ. synthesizer, 1957, γαλλ. synthétiseur, περ. 1960]
υπερ- & υπέρ- η λόγια πρόθεση υπέρ ως πρόθημα∙ δηλώνει 1. πολύ μεγάλο βαθμό: (επιτατ.) υπερ-αγαπώ (βλ. πολυ-).|| Yπερ-ειδίκευση (βλ. εξ-).|| (κατάχρηση, έλλειψη μέτρου) Υπερ-αρμοδιότητες/~δανεισμός/~κατανάλωση/~τιμολόγηση.|| (παθολογική αύξηση ουσίας) Υπερ-λιπιδαιμία.|| (αυξημένη, μη φυσιολογική λειτουργία) Υπερ-θυρεοειδισμός. Υπερ-αισθησία/~κινησία.|| (διόγκωση) Υπερ-πλασία (ΑΝΤ. υπο-). 2. μέγεθος που ξεπερνά το κανονικό ή το σύνηθες: υπερ-ωκεάνιο. Υπερ-αγορά/~απόσταση (πβ. υπερμαραθώνιος)/~μάρκετ (βλ. μίνι).|| (επιτατ.) Yπερ-θέαμα/~παραγωγή. 3. θέση ή (μετα)κίνηση πάνω, έξω, πέρα (από): υπέρ-γειος (βλ. επί-).|| Yπερ-αστικός (βλ. περι-).|| Υπερ-άκτιος (βλ. παρ-)/~ατλαντικός.|| (μτφ.) Υπερ-κόσμιος (ΑΝΤ. εγ-). 4. ανωτερότητα, κυριαρχία: υπερ-έχω/~ισχύω/~νικώ (πβ. κατα-). 5. (μτφ.) στήριξη, προστασία: υπέρ-μαχος.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ