Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [7640-7660]


  • αρμόδιος , α, ο [ἁρμόδιος] αρ-μό-δι-ος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ. -ίου)}: υπεύθυνος σε συγκεκριμένο τομέα: ~ος: οργανισμός/υπάλληλος/υπουργός. ~α: Αρχή/επιτροπή/υπηρεσία. ~ο: γραφείο/όργανο. Είναι ο πλέον ~ να ... (πβ. ειδικός, κατάλληλος). Σύσκεψη των ~ων φορέων. Ενώπιον παντός -ίου δικαστηρίου. Βλ. συν~.|| (ως ουσ.) Ο ~ για/σε θέματα ... Οι ~οι της εταιρείας/κυβέρνησης. Απευθυνθείτε στους ~ίους. ΑΝΤ. αναρμόδιος ● επίρρ.: αρμοδίως (λόγ.) ● ΦΡ.: ο καθ΄ύλην αρμόδιος (επίσ.): ειδικός σε ορισμένο τομέα: Είναι ~ ~ να μιλήσει. [< αρχ. ἁρμόδιος, γαλλ. compétent]
  • αρμοδιότητα [ἁρμοδιότητα] αρ-μο-δι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): νόμιμη εξουσία, δικαιοδοσία που εκπορεύεται από τη θέση ή την ειδικότητα κάποιου· καταλληλότητα για κάτι: αποκλειστική/γενική/γνωμοδοτική/διαιτητική/ελεγκτική/κύρια/πειθαρχική/συλλογική/συντρέχουσα ~. Υπηρεσίες και φορείς ~ας του Υπουργείου. Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός αποτελεί ~ του κράτους. Λόγω ~ας. Είναι (εκτός) της ~ός μου. Δεν έχω ~ για/σε κάτι (ή να κάνω κάτι). Υπερβαίνει την ~ά μου. (Ένα θέμα) ανήκει/εμπίπτει/παραμένει/περιλαμβάνεται/υπάγεται στην ~ κάποιου. Βλ. -ότητα, συν~. ΑΝΤ. αναρμοδιότητα ● αρμοδιότητες (οι): καθήκοντα, υποχρεώσεις: ορισμένες/συγκεκριμένες ~. ~ του Γενικού Γραμματέα/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου/προέδρου. Ανάθεση/ανάληψη/άσκηση/αφαίρεση/διαχωρισμός/διεύρυνση/εκχώρηση/καθορισμός/κατανομή/μεταβίβαση/σύγχυση ~ήτων. Οι ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας οριοθετούνται ρητά από το Σύνταγμα. Στο πεδίο/στο πλαίσιο/στη σφαίρα των ~ήτων του. Βλ. υπερ-. ● ΣΥΜΠΛ.: δέσμια αρμοδιότητα: ΝΟΜ. υποχρέωση διοικητικού οργάνου να εκδώσει σχετική πράξη: Η κήρυξη αναδάσωσης αποτελεί ~ ~ του Δήμου. ΑΝΤ. διακριτική ευχέρεια, σύγκρουση αρμοδιοτήτων/δικαιοδοσίας βλ. σύγκρουση ● ΦΡ.: καθ' ύλη(ν) αρμοδιότητα (λόγ.) & υλική αρμοδιότητα: ΝΟΜ. δικαιοδοσία δικαστηρίου ή φορέα, που καθορίζεται από τη φύση υπόθεσης ή ζητήματος: ~ ~ πολυμελούς πρωτοδικείου/τριμελούς εφετείου/υπηρεσιών., κατά λόγο αρμοδιότητας: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. σύμφωνα με την αρμοδιότητα κάποιου: Κατόπιν των προαναφερθέντων, παρακαλείστε για τις ~ ~ ενέργειές σας., κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα (λόγ.) & τοπική αρμοδιότητα: ΝΟΜ. δικαιοδοσία δικαστηρίου ή φορέα, που καθορίζεται από τον τόπο στον οποίο εδρεύει: ~ ~ αστυνομικής διεύθυνσης/υποκαταστημάτων του ΙΚΑ. Πβ. δωσιδικία. [< μεσν. αρμοδιότης, γαλλ. compétence, γερμ. Zuständigkeit]
  • αρμόζει [ἁρμόζει] αρ-μό-ζει ρ. (μτβ.) {λόγ. μτχ. αρμόζων, -ουσα, -ον, αρμο-σμένος} 1. συμβαδίζει, ταιριάζει: Τέτοια λόγια δεν ~ουν στην (= συνάδουν με την) ανατροφή σου.|| Πήρε τη θέση που της ~ (= αξίζει). Τον τίμησε, όπως του άρμοζε (= έπρεπε). Πβ. προσήκει, προσιδιάζει. 2. εφαρμόζει: Λαξευτές, καλά ~σμένες πέτρες. Πβ. μοντάρω, συναρμόζω. Βλ. προσαρμόζω. [< αρχ. ἁρμόζει, ἁρμόττει]
  • αρμόζων , ουσα, ον [ἁρμόζων] αρ-μό-ζων επίθ. (λόγ.): που πρέπει ή ταιριάζει: η ~ουσα στάση/συμπεριφορά. Το ~ον ύφος. ΣΥΝ. δέων, πρέπων, προσήκων ΑΝΤ. ανάρμοστος [< αρχ. ἁρμόζων]
  • αρμοκάλυπτρο [ἁρμοκάλυπτρο] αρ-μο-κά-λυ-πτρο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. κατασκευή (π.χ. πηχάκι, πλάκα) από ποικίλα υλικά που χρησιμοποιείται για την κάλυψη αρμών: ~ πάγκου. Κάσα αλουμινίου με ενσωματωμένο ~. Διακοσμητικά ~α. Οι βίδες καλύπτονται με μεταλλικό ~. Βλ. σοβατεπί. [< γαλλ. couvre-joint]
  • αρμοκόπτης [ἁρμοκόπτης] αρ-μο-κό-πτης & (προφ.) αρμοκόφτης: ΤΕΧΝΟΛ. κοπτικό μηχάνημα για δημιουργία αρμών σε άσφαλτο, σκυρόδεμα ή άλλες επιφάνειες οδοστρωμάτων. Βλ. πριόνι.
  • αρμολόγημα [ἁρμολόγημα] αρ-μο-λό-γη-μα ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΔ. αρμολόγηση. Βλ. ένεμα.
  • αρμολόγηση [ἁρμολόγηση] αρ-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΔ. έγχυση κονιάματος στους αρμούς μεταξύ δομικών στοιχείων: ~ πέτρας/πλακιδίων. Βλ. στοκάρισμα, τσιμεντένεση. ΣΥΝ. αρμολόγημα 2. (λόγ.) συναρμολόγηση. ΣΥΝ. άρμοση [< μεσν. αρμολόγησις]
  • αρμολογώ [ἁρμολογῶ] αρ-μο-λο-γώ ρ. (μτβ.) {αρμολογ-εί | αρμολόγ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. ΟΙΚΟΔ. κάνω αρμολόγηση: Οι τοίχοι σοβατίζονται και ~ούνται. ~ημένες: πλάκες. Βλ. στοκάρω, -λογώ. 2. (λόγ.) συναρμολογώ. [< μτγν. ἁρμολογῶ]
  • αρμονία [ἁρμονία] αρ-μο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. συμμετρία, ισορροπία, αναλογία μεταξύ των στοιχείων ενός συνόλου, αντιθετικών ή μη: αισθητική/πνευματική/σωματική/ψυχική ~. Η ~ του Σύμπαντος/της φύσης (πβ. ευρυθμία). ~ του πνεύματος και της ύλης/της ψυχής και του σώματος. ~ του προσώπου (πβ. ομορφιά). ~ κινήσεων (πβ. ρυθμός). Χρωματικές ~ες. ΑΝΤ. δυσαρμονία 2. ομόνοια: η ~ της οικογενειακής ζωής (: οικογενειακή ~). ~ στις σχέσεις. Επικρατεί ~. Η ~ αποκαθίσταται/διαταράσσεται/καταστρέφεται. Πβ. σύμπνοια. 3. ΜΟΥΣ. συνήχηση φθόγγων· συνεκδ. μελέτη της διαδοχής και της σχέσης των συγχορδιών σε μια σύνθεση: ~ και μελωδία. Βλ. παραφωνία. ● ΦΡ.: σε αρμονία με ...: σε συμφωνία με: ~ ~ το περιβάλλον. Για να είναι κανείς ~ ~ τους άλλους, πρέπει να βρίσκεται ~ ~ τον εαυτό του. [< γαλλ. en harmonie avec] [< αρχ. ἁρμονία, γαλλ. harmonie, αγγλ. harmony]
  • αρμόνικα [ἁρμόνικα] αρ-μό-νι-κα ουσ. (θηλ.): φυσαρμόνικα. [< ιταλ. armonica]
  • αρμονικός , ή, ό [ἁρμονικός] αρ-μο-νι-κός επίθ. 1. συμμετρικός, ισόρροπος: ~ός: κόσμος/συνδυασμός. ~ή: σχέση. ~ό: σύνολο/σχήμα. ~ές: αναλογίες. Πβ. κανονικός.|| (ΜΑΘ.) ~ή: ανάλυση/διαίρεση (ευθύγραμμου τμήματος)/πρόοδος/σειρά.|| (ΦΥΣ.) ~ός: ταλαντωτής (π.χ. απλό εκκρεμές). ~ή: κίνηση/παραμόρφωση. ~ές: συχνότητες. 2. που διέπεται από ομόνοια, σύμπνοια: ~ός: γάμος. ~ή: ένταξη/συμβίωση/συνύπαρξη/σχέση μεταξύ των συντρόφων (πβ. ειρηνική, εύρυθμη, ισόρροπη). ~ό: ζευγάρι/περιβάλλον. 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με την αρμονία· γενικότ. ευχάριστος στο άκουσμα: ~ή: κλίμακα.|| ~ός: ρυθμός. ~ή: μελωδία/μουσική. ● Ουσ.: αρμονική (η): ΦΥΣ. ενν. συχνότητα: ~ ρεύματος/τάσης. ● επίρρ.: αρμονικά ● ΣΥΜΠΛ.: αρμονική ταλάντωση: ΦΥΣ. κατά την οποία η τροχιά είναι ευθύγραμμη και το πλάτος της ταλάντωσης ημιτονοειδής συνάρτηση του χρόνου: απλή/γραμμική/ελεύθερη ~ ~. [< αρχ. ἁρμονικός, γαλλ. harmonique, αγγλ. harmonic, γερμ. harmonisch]
  • αρμονικότητα [ἁρμονικότητα] αρ-μο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αρμονικού: ~ των ήχων/χρωμάτων. ~ στις σχέσεις. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αρμονία (1)
  • αρμόνιο [ἁρμόνιο] αρ-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΜΟΥΣ. φορητό πληκτροφόρο όργανο που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο και το οποίο παράγει μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων: πιάνο και ~. Βλ. συνθεσάιζερ. [< ιταλ. armonio, γαλλ.-αγγλ. harmonium]
  • αρμονίστας [ἁρμονίστας] αρ-μο-νί-στας ουσ. (αρσ.): μουσικός που παίζει αρμόνιο. [< γαλλ. harmoniste, αγγλ. harmonist]
  • αρμός [ἁρμός] αρ-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΟΙΚΟΔ. μικρό κενό που αφήνεται ηθελημένα μεταξύ των τμημάτων επιφάνειας ή των δομικών στοιχείων κατασκευής, με σκοπό την αποτροπή πρόκλησης βλαβών, κυρ. εξαιτίας συστολών και διαστολών, και συνήθ. γεμίζεται με κονίαμα: αντισεισμικός ~. Κατασκευαστικοί ~οί. ~οί γεφυρών/πλακιδίων. ~οί μεταξύ κουφώματος και τοίχου. Κάλυψη/πλήρωση/στεγανοποίηση/στοκάρισμα/σφράγιση ~ών (: με αρμόστοκο). 2. σημείο σύνδεσης των μερών ενός συνόλου· γενικότ. συνδετικό στοιχείο: Έτριζαν οι ~οί του κρεβατιού/σκάφους. Πβ. σύνδεσμος.|| (μτφ.) Οι ~οί του κορμιού (= κλειδώσεις)/συστήματος. Συνεκτικοί (κοινωνικοί) ~οί. Πβ. δεσμός, κρίκος. [< αρχ. ἁρμός, γαλλ. joint]
  • άρμοση [ἅρμοση] άρ-μο-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συναρμολόγηση. [< μτγν. ἅρμοσις]
  • αρμοστεία [ἁρμοστεία] αρ-μο-στεί-α ουσ. (θηλ.) & αρμοστία (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΙΣΤ. διοίκηση προστατευόμενης ή υποτελούς περιοχής· συνεκδ. το αντίστοιχο αξίωμα: ~ των Ιονίων Νήσων/της Σμύρνης. Συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Ύπατη Αρμοστεία (του ΟΗΕ): ΠΟΛΙΤ. ανώτατος διπλωματικός θεσμός· συνεκδ. το αντίστοιχο αξίωμα ή το κτίριο όπου στεγάζονται οι σχετικές υπηρεσίες: ~ ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/τους Πρόσφυγες. [< γαλλ. Haut-Commissariat (des Nations Unies)] ΑΡΜΟΣΤΕΙΑ
  • αρμοστής [ἁρμοστής] αρ-μο-στής ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. Α): ΙΣΤ. διοικητής αρμοστείας. Συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: Ύπατος/Ύπατη Αρμοστής: ΠΟΛΙΤ. ανώτατος διπλωματικός αξιωματούχος διεθνούς οργανισμού: ~ ~ του ΟΑΣΕ για τις Εθνικές Μειονότητες. ~ ~ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< αγγλ. High Commissioner] [< αρχ. ἁρμοστής]
  • αρμόστοκος [ἁρμόστοκος] αρ-μό-στο-κος ουσ. (αρσ.): στόκος για γέμισμα αρμών. Βλ. αρμολόγηση.

αρμολόγηση

αρμολόγηση [ἁρμολόγηση] αρ-μο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΔ. έγχυση κονιάματος στους αρμούς μεταξύ δομικών στοιχείων: ~ πέτρας/πλακιδίων. Βλ. στοκάρισμα, τσιμεντένεση. ΣΥΝ. αρμολόγημα 2. (λόγ.) συναρμολόγηση. ΣΥΝ. άρμοση [< μεσν. αρμολόγησις]

ένεμα

ένεμα [ἔνεμα] έ-νε-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΟΙΚΟΔ. ρευστό μείγμα ανόργανων ή οργανικών ουσιών που εισάγεται σε ρωγμές τοίχων ή οδοστρωμάτων για την αποκατάστασή τους. Βλ. τσιμεντένεση. ΣΥΝ. ρευστοκονίαμα 2. ΙΑΤΡ. κλύσμα. [< 1: αγγλ. grout 2: μτγν. ἔνεμα]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραφωνία

παραφωνία πα-ρα-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. ήχοι, φθόγγοι που παρεκκλίνουν από την αρμονία, την τονικότητα ενός μουσικού έργου και έχουν άσχημο ακουστικό αποτέλεσμα. Πβ. κακοφωνία, παρατονία, φάλτσο. Βλ. -φωνία. ΑΝΤ. ευφωνία 2. (μτφ.) ασυμβατότητα, δυσαρμονία κάποιου στοιχείου σε σχέση με το σύνολο στο οποίο εντάσσεται: αισθητική/θλιβερή ~. Μοναδική ~ στην εκδήλωση ήταν η απουσία κάποιων καλεσμένων. Το κόμμα κατεβαίνει στις εκλογές ενωμένο, χωρίς ~ες. [< 1: μτγν. παραφωνία 'αρμονία', γαλλ. paraphonie, αγγλ. paraphonia]

πριόνι

πριόνι πρι-ό-νι ουσ. (ουδ.) {πριον-ιού}: εργαλείο ή συσκευή με μεταλλική οδοντωτή λεπίδα, που τίθεται σε συνεχή κίνηση και χρησιμοποιείται για την κοπή κυρ. ξύλου ή μετάλλου: ηλεκτρικό/μηχανικό/σπαστό/συρμάτινο ~. ~ επιβίωσης/κλαδέματος/χειρός (= χειροπρίονο). Λάμες ~ιού.|| Χειρουργικό ~. Βλ. σέγα, σιδηροπρίονο.● ΣΥΜΠΛ.: μουσικό πριόνι: ΜΟΥΣ. ευλύγιστο πριόνι που παίζεται με δοξάρι βιολιού ή σφυρί [< αγγλ. musical saw, 1910, γαλλ.scie musicale, 1928] ● Υποκ.: πριονάκι (το) [< μτγν. πριόνιον < αρχ. πρίων, γεν. πρίονος]

προσαρμόζω

προσαρμόζω προ-σαρ-μό-ζω ρ. (μτβ.) {προσάρμο-σα, -σει, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, προσαρμόζ-οντας, -όμενος, προσαρμο-σμένος} 1. (μτφ.) αλλάζω, μεταβάλλω κάτι, ώστε να ταιριάξει, να εναρμονιστεί ή να ευθυγραμμιστεί με κάτι άλλο καινούργιο ή διαφορετικό: ~ το πρόγραμμά/τη στάση/τη συμπεριφορά μου. ~εται γρήγορα στις αλλαγές. Έχει ~στεί στα καινούργια δεδομένα/πρότυπα (πβ. εξοικειώνομαι). ~στηκε πλήρως στον ρόλο του/στη νέα πραγματικότητα. Βλ. ανα~. Το παιδί ~στηκε εύκολα στο σχολικό περιβάλλον. ~σμένη: αναζήτηση/λύση/τιμή. ~σμένο: κείμενο. 2. εφαρμόζω ή ρυθμίζω κάτι, ώστε να ταιριάξει με κάτι άλλο, συνδέω, στερεώνω: Βάση που ~εται σταθερά στο τιμόνι. Προσαρμόστε την οθόνη του υπολογιστή στο ύψος των ματιών σας. ~σμένος: μοχλός αλλαγής ταχυτήτων. ~σμένο: κάθισμα αυτοκινήτου. [< αρχ. προσαρμόζω ‘συνδέω, ταιριάζω, συσχετίζω’, γαλλ. adapter]

σοβατεπί

σοβατεπί σο-βα-τε-πί ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ιά} & (σπάν.) σοβαντεπί: ΟΙΚΟΔ. στενή λωρίδα, συνήθ. από ξύλο ή μάρμαρο, στη βάση εσωτερικού τοίχου, στον αρμό του με το πάτωμα. ~ αλουμινίου. Πβ. περίζωμα. [< τουρκ. sιva dibi]

σύγκρουση

σύγκρουση σύ-γκρου-ση ουσ. (θηλ.) 1. (συνήθ. για όχημα) δυνατό και συνήθ. καταστροφικό χτύπημα κινούμενου σώματος πάνω σε άλλο που κινείται ή είναι ακίνητο: θανατηφόρα/ισχυρή/μετωπική/μοιραία/πλαγιομετωπική/πλευρική/πολύνεκρη/φονική ~. ~ πολεμικών αεροσκαφών/αμαξοστοιχιών/πλοίων/τρένων. ~ στον αέρα (= εναέρια ~). ~ λεωφορείου με ΙΧ χωρίς θύματα. Από τη ~ προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές. Αισθητήρας/εξομοίωση/κίνδυνος ~ης. Ο έμπειρος οδηγός απέφυγε τη ~ (= τρακάρισμα). Πβ. πρόσκρουση.|| Γαλαξιακές/κοσμικές ~ούσεις. Αστεροειδής βρίσκεται σε πορεία/τροχιά ~ης με τη Γη.|| (ΦΥΣ.) (Αν)ελαστική ~. ~ούσεις σωματιδίων (βλ. επιταχυντής). 2. (μτφ.) οξεία αντιπαράθεση, ρήξη: αναπόφευκτη/ανελέητη/ανοιχτή/βίαιη/δημόσια/ενδεχόμενη/θρησκευτική/ιδεολογική/ιστορική/κατά μέτωπο(ν)/πολιτική/πολιτισμική/ταξική ~. Διαπροσωπικές/εργασιακές/κοινωνικές ~ούσεις. ~ απόψεων (ΣΥΝ. αντίθεση, διάσταση, διαφωνία)/γενεών (πβ. χάσμα)/γονέων και εφήβων/θέσεων/στόχων. Νέα/σφοδρή ~ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για το ασφαλιστικό. Αίτια/αντιμετώπιση/διαχείριση/διευθέτηση/ειρηνική επίλυση των ~ούσεων στην οικογένεια/στο σχολείο. Αποφεύγει τις ~ούσεις. Προετοιμασίες για την τελική ~ με ... Το συνέδριο μετατράπηκε σε πεδίο ~ης. Ενέργεια που έρχεται σε (ευθεία) ~ με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Πβ. αντιδικία, διαμάχη, διένεξη, έριδα, κόντρα, πάλη, προστριβή, φιλονικία. Βλ. ομο-, συμ-φωνία.|| (ΝΟΜ.) ~ νόμων (: όταν οι διατάξεις του ενός αντιτίθενται στις διατάξεις του άλλου και συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν). 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} συμπλοκή, σύρραξη, πόλεμος: αιματηρές/βίαιες/εθνικές/εθνοτικές/εμφύλιες/ένοπλες/εχθρικές/ναυτικές/(εμφατ.) πολεμικές/στρατιωτικές/φυλετικές ~ούσεις. ~ ΜΑΤ-κουκουλοφόρων στην πορεία. ~ούσεις οπαδών/συμμοριών. Στα πρόθυρα ~ης τα δύο κράτη. Γενίκευση των ~ούσεων στην ευρύτερη περιοχή. Κλιμακώνονται/μαίνονται/συνεχίζονται οι ~ούσεις.|| (μτφ.) ~ γιγάντων στον τελικό του μουντιάλ. Πβ. αναμέτρηση, μάχη. 4. ΨΥΧΟΛ. κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο βιώνει αντιφατικά συναισθήματα, διακατέχεται από αντίθετες τάσεις και παρορμήσεις: ~ επιθυμιών. Οι εσωτερικές/ηθικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ούσεις του ήρωα του βιβλίου. ● ΣΥΜΠΛ.: σύγκρουση αρμοδιοτήτων/δικαιοδοσίας: ΝΟΜ. αντιπαράθεση μεταξύ φορέων αρμόδιων για το ίδιο θέμα: ~ ~ μεταξύ υπουργείων. [< γαλλ. conflit d'attribution/de juridiction] , σύγκρουση των πολιτισμών: ΠΟΛΙΤ. θεωρία σύμφωνα με την οποία βασική αιτία των διενέξεων στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο θα αποτελούν οι πολιτισμικές και θρησκευτικές διαφορές των λαών. [< αμερικ. clash of civilizations, 1993] , γνωστική σύγκρουση βλ. γνωστικός1, σύγκρουση καθηκόντων βλ. καθήκον, σύγκρουση ρόλων βλ. ρόλος, σύγκρουση συμφερόντων/συγκρουόμενα συμφέροντα βλ. συμφέρον [< μτγν. σύγκρουσις ‘αμοιβαία πρόσκρουση, φιλονικία’, γαλλ. conflit]

συνθεσάιζερ

συνθεσάιζερ συν-θε-σά-ι-ζερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & σινθεσάιζερ & (προφ.) σίνθι: ΜΟΥΣ. ηλεκτρονικό μουσικό όργανο με πλήκτρα που παρέχει τη δυνατότητα τροποποίησης ή σύνθεσης ήχων: αναλογικό/ψηφιακό ~. Βλ. κίμπορντ. ΣΥΝ. συνθετητής [< αμερικ. synthesizer, 1957, γαλλ. synthétiseur, περ. 1960]

υπερ- & υπέρ-

υπερ- & υπέρ- η λόγια πρόθεση υπέρ ως πρόθημα∙ δηλώνει 1. πολύ μεγάλο βαθμό: (επιτατ.) υπερ-αγαπώ (βλ. πολυ-).|| Yπερ-ειδίκευση (βλ. εξ-).|| (κατάχρηση, έλλειψη μέτρου) Υπερ-αρμοδιότητες/~δανεισμός/~κατανάλωση/~τιμολόγηση.|| (παθολογική αύξηση ουσίας) Υπερ-λιπιδαιμία.|| (αυξημένη, μη φυσιολογική λειτουργία) Υπερ-θυρεοειδισμός. Υπερ-αισθησία/~κινησία.|| (διόγκωση) Υπερ-πλασία (ΑΝΤ. υπο-). 2. μέγεθος που ξεπερνά το κανονικό ή το σύνηθες: υπερ-ωκεάνιο. Υπερ-αγορά/~απόσταση (πβ. υπερμαραθώνιος)/~μάρκετ (βλ. μίνι).|| (επιτατ.) Yπερ-θέαμα/~παραγωγή. 3. θέση ή (μετα)κίνηση πάνω, έξω, πέρα (από): υπέρ-γειος (βλ. επί-).|| Yπερ-αστικός (βλ. περι-).|| Υπερ-άκτιος (βλ. παρ-)/~ατλαντικός.|| (μτφ.) Υπερ-κόσμιος (ΑΝΤ. εγ-). 4. ανωτερότητα, κυριαρχία: υπερ-έχω/~ισχύω/~νικώ (πβ. κατα-). 5. (μτφ.) στήριξη, προστασία: υπέρ-μαχος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.