Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [8600-8620]


  • ατυχής , ής, ές [ἀτυχής] α-τυ-χής επίθ. {ατυχ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· ατυχέστ-ερος, -ατος} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. ακατάλληλος, άστοχος: ~ής: χαρακτηρισμός. ~ής: διατύπωση/επιλογή/σύγκριση. ~ές: παράδειγμα (= ανεπιτυχές)/σχόλιο (ΑΝΤ. εύστοχο, πετυχημένο). Σειρά από ~είς χειρισμούς. Πβ. απρόσφορος. 2. που δεν έχει επιτυχία, αίσιο τέλος, αποτυχημένος: ~ής: γάμος/έρωτας (: που δεν βρίσκει ανταπόκριση). ~ής: απόπειρα/έκβαση/προσπάθεια. ΣΥΝ. ανεπιτυχής, άτυχος (3) ΑΝΤ. επιτυχημένος (1) 3. δυσάρεστος, κακός ή λυπηρός: ~ής: εξέλιξη/συγκυρία/σύμπτωση. ~ές: περιστατικό/συμβάν. ΣΥΝ. δυστυχής (2) ΑΝΤ. ευχάριστος 4. που δεν έχει τύχη, κακότυχος. ΣΥΝ. άτυχος (1) ΑΝΤ. ευτυχής (3), καλότυχος, τυχερός (1) ● επίρρ.: ατυχώς (λόγ.): δυστυχώς. ΑΝΤ. ευτυχώς [< αρχ. ἀτυχής]
  • ατυχία [ἀτυχία] α-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. κακή τύχη: Με δέρνει/με κυνηγάει μεγάλη ~ τελευταία (= γκαντεμιά, γκίνια, γρουσουζιά)! Η ~ χτύπησε την πόρτα του. Τι ~! τον καημένο, τι του ΄μελε να πάθει! Έχασε το χρυσό μετάλλιο από καθαρή ~. Είχαμε την ~ να ... ΣΥΝ. κακοτυχία ΑΝΤ. καλοτυχία 2. δυσάρεστο γεγονός: Με βρήκαν πολλές ~ες τα τελευταία χρόνια. Βλ. αποτυχία, ήττα.|| Η ~ (= το ατύχημα) ήταν ότι ... ΣΥΝ. αναποδιά (1) ● ΦΡ.: τυχερός (μέσα) στην ατυχία του βλ. τυχερός [< αρχ. ἀτυχία]
  • άτυχος , η, ο [ἄτυχος] ά-τυ-χος επίθ. 1. (για πρόσ. σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο) που δεν έχει τύχη, κακότυχος: Στάθηκε ~ στη ζωή/στον έρωτα/με τον τραυματισμό του. Εξέπνευσε τελικά ο ~ πυροσβέστης. ΣΥΝ. ατυχής (4) ΑΝΤ. καλότυχος, τυχερός (1) 2. δυσάρεστος, κακός: ~η: μέρα/στιγμή. ~ο: τέλος (ΑΝΤ. αίσιος). ΣΥΝ. ατυχής (3) 3. που δεν έχει επιτυχία, αποτυχημένος: ~ος: γάμος. ~η: εξέλιξη/παρέμβαση (= άκαιρη, άστοχη)/προσπάθεια (= ανεπιτυχής). ΑΝΤ. επιτυχημένος (1), επιτυχής [< μεσν. άτυχος]
  • ατυχώ [ἀτυχῶ] α-τυ-χώ ρ. (αμτβ.) {ατυχείς ...| ατύχ-ησα (λόγ. μτχ. ατυχή-σας, -σασα, -σαν), συνήθ. στο γ' πρόσ.}: έχω ατυχία, αποτυγχάνω σε κάτι: ~ησε (= δεν είχε τύχη, στάθηκε άτυχος) στον γάμο της/του. ~σας υποψήφιος. ~σασα γυναίκα (: χήρα ή χωρισμένη). ΑΝΤ. ευτυχώ, πετυχαίνω.|| Αν κάποιοι περιμένουν ν' απαντήσω στις κατηγορίες, έχουν ~ήσει (: έχουν πέσει έξω). [< αρχ. ἀτυχῶ]
  • αυγ- & αυγο- & αυγό- βλ. αβγ- & αβγο- & αβγό-
  • Αυγείας [Αὐγείας] Αυ-γεί-ας κύριο όν. (αρσ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: η κόπρος του Αυγεία βλ. κόπρος [< αρχ. Αὐγείας]
  • Αυγερινός [Αὐγερινός] Αυ-γε-ρι-νός ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο πλανήτης Αφροδίτη που εμφανίζεται λίγο πριν την ανατολή του Ήλιου: η Πούλια κι ο ~. ΣΥΝ. Εωσφόρος. Πβ. Αποσπερίτης.|| (ως επίθ., λογοτ.) ~ό: φως (= αυγινό, εωθινό). [< μεσν. Αυγερινός]
  • αυγή [αὐγή] αυ-γή ουσ. (θηλ.) 1. το πρώτο φως της μέρας, προτού ξημερώσει· συνεκδ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, χάραμα: άστρο (βλ. Αυγερινός)/φως (βλ. λυκαυγές) της ~ής. Από την ~ (= ανατολή, ξημέρωμα) μέχρι το βράδυ. Λίγο πριν/μόλις (ξε)προβάλει/ξημερώσει/ροδίσει/φέξει/χαράξει η ~. Μας βρήκε η ~ διασκεδάζοντας. Θα φύγουμε αύριο με την ~ (= νωρίς το πρωί). Πβ. ηώς, χαρ~. Βλ. ροδ~, χρυσ~. ΑΝΤ. δειλινό, σούρουπο 2. (μτφ.) απαρχή, ξεκίνημα: η ~ της νέας χιλιετίας. Στην ~ του 21ου αιώνα. Βλ. ανατολή, αφετηρία. ● Υποκ.: αυγούλα (η) (λογοτ.): Πρωί πρωί με την ~. ● ΦΡ.: η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη βλ. νύχτα [< 1: αρχ. αὐγή ‘φως του ήλιου’, μτγν. ~ ‘ξημέρωμα’]
  • αυγινός , ή, ό [αὐγινός] αυ-γι-νός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που σχετίζεται με την αυγή: ~ό: φως. Πβ. εωθ-, πρω-ινός.
  • αυγίτης [αὐγίτης] αυ-γί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτός κρύσταλλος που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλουμινίου, σιδήρου και μαγνησίου, έχει χρώμα από σκούρο πράσινο έως μαύρο και συναντάται κυρ. σε εκρηξιγενή πετρώματα. Βλ. βασάλτης, -ίτης1. [< μτγν. αὐγίτης, αγγλ. augite]
  • αυγό βλ. αβγό
  • αυγουστιάτικος , η, ο [αὐγουστιάτικος] αυ-γου-στιά-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με ή γίνεται τον Αύγουστο: ~ος: ήλιος. ~ο: φεγγάρι. Ζεστό/καυτό ~ο μεσημέρι. Βλ. -ιάτικος. ● επίρρ.: αυγουστιάτικα [< μεσν. αυγουστιάτικος]
  • Αύγουστος [Aὔγουστος] Αύ-γου-στος ουσ. (αρσ.) {Αυγούστου}: ο όγδοος μήνας του χρόνου και ο τρίτος του καλοκαιριού. Βλ. δεκαπεντ~. ● ΦΡ.: Αύγουστε, καλέ μου μήνα, να 'σουν δυο φορές τον χρόνο & (σπάν.) μακάρι σαν τον Αύγουστο να 'ταν οι μήνες όλοι (παροιμ.): για να δηλωθεί πόσο αγαπητός είναι ο μήνας αυτός, παλαιότ. για την παραγωγή και κατανάλωση άφθονων φρούτων και τα τελευταία ιδ. χρόνια για την ξεγνοιασιά των διακοπών., από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα βλ. Μάρτης, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός [< μτγν. Aὔγουστος]
  • αυθ- βλ. αυτο-
  • αυθάδεια [αὐθάδεια] αυ-θά-δει-α ουσ. (θηλ.): αγενής, προσβλητική, ανάρμοστη συμπεριφορά: προκλητική ~. ~ και αλαζονεία. Δείχνω ~ απέναντι σε/προς κάποιον/κάτι. Είχε την ~ να με προσβάλει. Του μίλησε με ~. Με περισσή ~ είπε ότι ... Πβ. προπέτεια. ΣΥΝ. αναίδεια, θράσος, θρασύτητα [< αρχ. αὐθάδεια]
  • αυθάδης , ης, ες [αὐθάδης] αυ-θά-δης επίθ. {(ουδ. αύθαδες) αυθάδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: αγενής, προσβλητικός: ~ης: απάντηση/στάση/συμπεριφορά. Προκλητικός και ~ (πβ. ανάγωγος, προπέτης). ΣΥΝ. αναιδής, θρασύς [< αρχ. αὐθάδης]
  • αυθαδιάζω [αὐθαδιάζω] αυ-θα-δι-ά-ζω ρ. (αμτβ.) {αυθαδία-σα} (λόγ.): συμπεριφέρομαι προσβλητικά, με αναίδεια: Τολμάς να ~εις κι από πάνω. Μην ~εις στη μητέρα σου! ΣΥΝ. αντιμιλώ, βγάζει γλώσσα, έχει μεγάλη γλώσσα (1) [< μτγν. αὐθαδιάζομαι]
  • αυθάδικος , η, ο [αὐθάδικος] αυ-θά-δι-κος επίθ. (προφ.): αυθάδης.
  • αυθαιρεσία [αὐθαιρεσία] αυ-θαι-ρε-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του αυθαίρετου και συνεκδ. η αντίστοιχη πράξη: διοικητική/προκλητική ~. ~ και ασυδοσία. Πβ. ετσιθελισμός.|| Πολεοδομικές ~ες. ~ες και παρανομίες. 2. ΓΛΩΣΣ. & το αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου: απουσία αιτιακής σχέσης μεταξύ των δύο πλευρών του γλωσσικού σημείου, του σημαίνοντος (της ακουστικής εικόνας και μορφής) και του σημαινόμενου (της σημασίας). [< γαλλ. arbitraire]
  • αυθαίρετο [αὐθαίρετο] αυ-θαί-ρε-το ουσ. (ουδ.) {αυθαιρέτ-ου}: παράνομο κτίσμα που έχει οικοδομηθεί κατά παράβαση ή καθ' υπέρβαση των όρων δόμησης (εκτός σχεδίου πόλεως, σε προστατευόμενη περιοχή, χωρίς άδεια): κατεδάφιση/νομιμοποίηση/πρόστιμα/τακτοποίηση ~ων.

αβγ- & αβγο- & αβγό-

αβγ- & αβγο- & αβγό- & αυγ- & αυγο- & αυγό-: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται στο αβγό.

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

ανατολή

ανατολή [ἀνατολή] α-να-το-λή ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. εμφάνιση του ήλιου στον ορίζοντα και κατ' επέκτ. κάθε ουράνιου σώματος· συνεκδ. η συγκεκριμένη ώρα: ~ των αστέρων/της σελήνης.|| Θ' ανοίξουν οι κάλπες με την ~ του ήλιου. Πβ. αυγή, ξημέρωμα, φέξιμο, χάραμα. ΑΝΤ. δύση (1), ηλιοβασίλεμα 2. (κατ' επέκτ., με κεφαλ. το αρχικό Α, συντομ. Α.) σημείο του ορίζοντα, από όπου παρατηρείται η ανατολή του Ηλίου· κατ' επέκτ. το δεξιό τμήμα σε χάρτη και το αντίστοιχο σημείο της πυξίδας απέναντι από τη δύση: Το δωμάτιο βλέπει προς την ~. Βλ. βορράς, νότος. 3. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το ανατολικό τμήμα γεωγραφικής περιοχής (κυρ. χώρας ή ηπείρου)· οι χώρες της Ασίας: Στα βάθη της ~ής.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το σχίσμα ~ής και Δύσης (= ορθόδοξης και ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας). 4. (μτφ.) αρχή, ξεκίνημα: Στην ~ του 21ου αιώνα. Με την ~ του νέου έτους. Πβ. απαρχή, αυγή, αφετηρία.|| (ΙΑΤΡ.) ~ δοντιού. ● ΣΥΜΠΛ.: Άπω Ανατολή: οι χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ασίας (Ανατολική Ρωσία, Ιαπωνία, οι χώρες της Ινδοκίνας, Ινδονησία, Κίνα, Κορέα, Φιλιππίνες). [< γαλλ. Extrême-Orient] , η Εγγύς Ανατολή: (κυρ. στην ΑΡΧΑΙΟΛ., ΙΣΤ., ΓΕΩΓΡ.) η Μέση Ανατολή. [< γαλλ. Proche-Orient] , Μέση Ανατολή: τα μέρη που εκτείνονται μεταξύ ΝΔ Ασίας και ΒΑ Αφρικής (Ιορδανία, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Σαουδική Αραβία, Συρία). [< γαλλ. Moyen-Orient] ● ΦΡ.: εξ Ανατολών (λόγ.): από ανατολικά: ~ ~ απειλή/γείτονες. ~ ~ προς δυσμάς., η καθ' ημάς Ανατολή (λόγ.): οι περιοχές της Ασίας όπου άκμασε ο ελληνισμός, κυρ. η Μικρά Ασία: η ορθόδοξη καθ' ~., προς ανατολάς (λόγ.): προς τα ανατολικά: επέκταση/πορεία ~ ~. Από δυσμάς ~ ~. [< 1,2: αρχ. ἀνατολή 3: γαλλ. Orient, Est 4: κατά τη σημ. 2 του ανατέλλει]

αποτυχία

αποτυχία [ἀποτυχία] α-πο-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) {αποτυχιών} 1. μη επιθυμητή κατάληξη, ανεπιτυχής έκβαση: εισπρακτική/εμπορική/επαγγελματική/επική/επιχειρησιακή/καλλιτεχνική/οικονομική/οικτρή/ολοκληρωτική/παταγώδης/ταπεινωτική ~ (πβ. φιάσκο). ~ του εγχειρήματος/της προσπάθειας (πβ. αστοχία). ~ στην εκπλήρωση των στόχων. Σε πλήρη ~ κατέληξε η διάσκεψη. Απόπειρα καταδικασμένη σε ~. Σε ~ οδεύουν/οδηγούνται οι διαπραγματεύσεις (πβ. ναυάγιο). Υπήρξε μεγάλη ~ στις εξετάσεις (: οι μαθητές δεν έγραψαν καλά). Γνώρισε/δοκίμασε/είχε πολλές ~ες. Ύστερα από μια σειρά ~ών (πβ. ατυχία, ήττα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εγγραφής/εγκατάστασης.|| (ΙΑΤΡ.) ~ νεφρών (: αδυναμία εκτέλεσης της βασικής λειτουργίας τους). ΑΝΤ. επιτυχία (1) 2. (συνεκδ.) καθετί που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες κάποιου: Το γλυκό/η ταινία ήταν (μια) σκέτη ~ (πβ. τζίφος). Είναι ~ να πάρουμε τη δεύτερη θέση. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτυχία της αγοράς: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η αγορά δεν οδηγεί σε αποτελεσματική και δίκαιη κατανομή πόρων και υπηρεσιών: παγκόσμια/τοπική ~ ~., σχολική αποτυχία: αδυναμία του μαθητή, που προέρχεται κυρ. από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις του σχολείου, με αποτέλεσμα να έχει χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα ή να εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο: ~ ~ και κοινωνικός αποκλεισμός/λειτουργικός αναλφαβητισμός. Μαθησιακές δυσκολίες και ~ ~. [< γαλλ. échec scolaire] [< αρχ. ἀποτυχία, γαλλ. échec, αγγλ. failure]

αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ-

αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ-: λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στον ίδιο τον εαυτό, σε ό,τι γίνεται από μόνο του ή στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις: (έκφρ. αυτοπάθειας:) αυτο-ειρωνεία/~εξορία/~καταστροφή/~μάθηση/~προβολή/~συγκράτηση. Αυτο-συγκεντρώνομαι. Αυτο-επιβάλλομαι.|| Aυτο-γενής/~φυής. Αυτ-απόδεικτος. Αυθ-ύπαρκτος.|| Aυτο-δίδακτος/~δύναμος/~νομος/~φωτος (ΑΝΤ. ετερό-). Αυτ-εξούσιος.

βασάλτης

βασάλτης βα-σάλ-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πολύ σκληρό, σκουρόχρωμο και υαλώδες ηφαιστειογενές πέτρωμα: μαύρος ~. Βλ. γάββρος, γρανίτης. [< γαλλ. basalte] ΒΑΣΑΛΤΗΣ

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

καιρός

καιρός και-ρός ουσ. (αρσ.) 1. η κατάσταση της ατμόσφαιρας πάνω από μια περιοχή για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα, η οποία χαρακτηρίζεται από τις τιμές των διαφόρων μετεωρολογικών στοιχείων (δηλ. ηλιοφάνεια, νεφώσεις, βροχή, χαλάζι, χιόνι, θερμοκρασία, άνεμος, υγρασία, ορατότητα): άστατος/άσχημος (βλ. βρομόκαιρος)/βροχερός/γλυκός/ζεστός/μουντός/υγρός ~. Ο ~ στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αλλαγή/βελτίωση/επιδείνωση/μεταβολή του ~ού. Πρόβλεψη/πρόγνωση (του) ~ού. Αγρίεψε (= χειροτέρεψε)/έφτιαξε/ζέστανε/χάλασε/ψύχρανε ο ~. Αναμένεται καλός ~ για το τριήμερο. Γενικά αίθριος ~ και μόνο κατά τόπους νεφελώδης. Tι ~ό έχετε/θα κάνει αύριο; Δεν πάω πουθενά με τέτοιον ~ό! Μας τα χάλασε ο ~ (: ματαιώθηκαν τα σχέδιά μας λόγω κακοκαιρίας). Βλ. κλίμα.|| ~ για μπάνιο/σκι (: κατάλληλες καιρικές συνθήκες). Ταξιδεύουν με όλους τους ~ούς.|| Λέει τον ~ό (= το δελτίο ~ού) στην τηλεόραση. 2. χρόνος· ειδικότ. μεγάλο χρονικό διάστημα ή ελεύθερος χρόνος: Κύλησε γρήγορα/πώς περνάει ο ~! Πάει πολύς ~ από τότε! Πού χάθηκες τόσον ~ό; Πόσο ~ό γνωρίζεστε;|| Μετά/ύστερα από ~ό. ~ό είχαμε να τα πούμε! Θα κάνει ~ό να το ξεχάσει! Οι προσπάθειες για ~ό έμειναν άκαρπες. Ήθελα από/εδώ και ~ό να το κάνω. (για ζευγάρι:) Είναι ~ό μαζί.|| Δεν του μένει ~ ούτε να φάει (βλ. ευκαιρώ). Πού ~ για ξεκούραση! Δεν έχω ~ό για χάσιμο! Μόλις τώρα βρήκα ~ό να γράψω. Χάνεις τον ~ό σου μαζί του (= ματαιοπονείς)! Μη χάνεις ~ό (= βιάσου)! Περνάει τον ~ό (= τις ώρες) του άσκοπα/ζωγραφίζοντας/με αγαθοεργίες. 3. εποχή, περίοδος: απ' τον ~ό της Επανάστασης/της Κατοχής/των παππούδων μας. Tον παλιό καλό ~ό. Σε ~ό/(λόγ.) εν ~ώ ειρήνης/πολέμου. Τον ~ό που ήταν παιδί/στρατιώτης. Υπήρξε μια απ' τις πιο χειραφετημένες γυναίκες του ~ού της. Στον ~ό μου (= όταν ήμουν νέος), τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τον ~ό της ακμής του, ο οικισμός είχε χίλιους κατοίκους. 4. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία: ~ για αλλαγές/δράση! Μήπως είναι ~ να το ξανασκεφτούμε; Έφτασε/ήρθε ο ~ για κάτι διαφορετικό. ΣΥΝ. ώρα. 5. ΝΑΥΤ. (λαϊκό) ισχυρός άνεμος και φουρτούνα: Τι ~ φυσάει; Το μνημείο το δέρνουν οι ~οί και η εγκατάλειψη. ● Ουσ.: καιροί (οι): εποχή, ιδ. κοινωνικές συνθήκες, περιστάσεις: κρίσιμοι/μοντέρνοι/σκληροί/σύγχρονοι ~. Ωραίοι ~! Οι ~ άλλαξαν, δεν είναι όπως τα 'ξερες. Βρε πώς αλλάζουν οι ~! Οι ~ απαιτούν/επιβάλλουν νέες προσεγγίσεις. Οι αυξημένες απαιτήσεις των καιρών. Οι ~ μας δεν επιτρέπουν καθυστερήσεις. Έρχονται καλύτεροι ~! Διανύουμε/ζούμε σε/περνάμε δύσκολους/χαλεπούς καιρούς. ● Υποκ.: καιρούλης ● ΣΥΜΠΛ.: παντός καιρού (επίσ.): κατάλληλος για κάθε είδους καιρικές ή άλλες συνθήκες: ελαστικά/ελικόπτερο ~ ~. Βλ. παντός εδάφους.|| (μτφ.-συχνά ειρων.) Άνθρωπος ~ ~ (= ευέλικτος, ευπροσάρμοστος)., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο, μηνύματα των καιρών βλ. μήνυμα, σημεία των καιρών βλ. σημείο ● ΦΡ.: ανοίγει ο καιρός (προφ.): υποχωρεί η κακοκαιρία, διαλύονται τα σύννεφα: ~ ~ και πάλι, με ήλιο και άνοδο της θερμοκρασίας. Βλ. ανοίγει ο ουρανός., από καιρό σε καιρό & (λόγ.) από καιρού εις καιρόν: πότε πότε: Η κατάσταση επαναλαμβάνεται ~ ~.|| Οι οδηγίες τροποποιούνται από καιρού εις καιρόν (= ενίοτε) ανάλογα με τα νέα δεδομένα. Πβ. κατά καιρούς., για δες καιρό που διάλεξε ... (συνήθ. χιουμορ.): για κάτι που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή: ~ ~ η εξεταστική ν' αρχίσει!|| ~ ~ που διάλεξα ν' αρρωστήσω!, εν καιρώ (επίσ.): αργότερα, σε εύθετο χρόνο: Το πρόγραμμα θα ανακοινωθεί ~ ~., έναν καιρό (προφ.): κάποτε, στο παρελθόν: Θυμάσαι ~ ~ που διαβάζαμε μαζί; Πβ. άλλοτε, παλιά., έχει ο καιρός γυρίσματα (προφ.): για τις ξαφνικές αλλαγές, το ευμετάβλητο της ζωής ή της τύχης: Τώρα γελάς, όμως ~ ~ (= θα αλλάξουν κάποια στιγμή τα πράγματα)!, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) (παροιμ.): για όλα υπάρχει η κατάλληλη στιγμή: Μη βιάζεσαι κι όλα θα γίνουν· ~ ~! ΣΥΝ. κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του, καιρός ήταν! (ειρων.): για κάτι που άργησε να γίνει: -Γύρισα! -~ ~!|| ~ ~ ν' ασχοληθεί λίγο και με την υπόθεσή μας!, καιρός παντί πράγματι (ΠΔ) (αρχαιοπρ.): κάθε πράγμα στον καιρό του., κατά καιρούς: σε διάφορες χρονικές περιστάσεις: τα ~ ~ δημοσιεύματα. Λόγια που έχουν ~ ~ ειπωθεί. Συνεργάστηκε ~ ~ με διάφορα περιοδικά. Πβ. από καιρό σε καιρό., με τον καιρό: με το πέρασμα του χρόνου: ~ ~ θα συνηθίσει. Πβ. στην πορεία/στον δρόμο., μια φορά κι έναν καιρό ...: στερεότυπη φράση με την οποία ξεκινά η αφήγηση παραμυθιού: ~ ~, ζούσε ένα βασιλόπουλο ...|| (ειρων.) ~ ~ (= άλλοτε, κάποτε), ήταν εύκολο να βρεις δουλειά, τώρα ..., ο καιρός είναι γιατρός (παροιμ.): με το πέρασμα του χρόνου αμβλύνονται επώδυνες αναμνήσεις και συναισθήματα., προ καιρού (λόγ.): πριν από κάμποσο καιρό: Το θέμα είχε απασχολήσει ~ ~ την κοινή γνώμη., του καλού καιρού (προφ.): πάρα πολύ: Βρέχει ~ ~! Κοιμάται/τρώει ~ ~!, του παλιού καιρού: που ανήκει σε περασμένη εποχή· (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) ξεπερασμένος, παρωχημένος: έθιμα/ιστορίες ~ ~.|| Αντιλήψεις/έπιπλα ~ ~., τω καιρώ εκείνω (ΚΔ) (αρχαιοπρ.-ειρων.): για κάτι που συνέβη ή συνηθιζόταν παλαιότερα: ~ ~, είχε άλλες προτεραιότητες., χειμώνα/καλοκαίρι καιρό (προφ., συχνά ως έκφρ. δυσαρέσκειας): μες στο κρύο ή τη ζέστη: Πού πας χειμώνα ~;|| Καλοκαίρι ~ χωρίς κλιματιστικό!, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη: απαξιωτική αντιμετώπιση μιας νέας τάσης, ενός σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου. [< λατ. o tempora! o mores!] , από τον καιρό της Tουρκοκρατίας βλ. τουρκοκρατία, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, δύσκολοι καιροί για ... βλ. δύσκολος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια βλ. παραπούλι, κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό βλ. κοιτάζω, κρύο, καιρός για δύο βλ. κρύο, οι καιροί είναι πονηροί/οι μέρες είναι πονηρές βλ. πονηρός, οι καιροί ου μενετοί βλ. μενετός, σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου βλ. σκοτώνω, τον κακό σου τον καιρό/τον φλάρο! βλ. φλάρος, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1: μεσν. καιρός 2-4: αρχ. ~, μτγν. ~]

κόπρος

κόπρος κό-προς ουσ. (αρσ.) (μειωτ.): κοπρόσκυλο, κοπρίτης.

Μάρτης

Μάρτης Μάρ-της ουσ. (αρσ.) (προφ.) 1. Μάρτιος. 2. (κ. με πεζό μ) βραχιολάκι πλεγμένο από λευκά και κόκκινα νήματα που, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, προστατεύει από τον μαρτιάτικο ήλιο. ● ΦΡ.: από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα (παροιμ.): για τις αλλαγές του καιρού που παρατηρούνται τους συγκεκριμένους μήνες, προμηνύοντας τη μετάβαση στο καλοκαίρι και τον χειμώνα, αντίστοιχα., λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή; (παροιμ.): συνήθ. για πρόσωπο που επιδιώκει να εμφανίζεται παντού., Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) (παροιμ.): για τις κακές καιρικές συνθήκες του Μαρτίου (κυρ. απότομο και δυνατό κρύο)., αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω [< μεσν. Μάρτης]

νύχτα

νύχτα νύ-χτα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) νύκτα & (λαϊκό-λογοτ.) νυχτιά & (αρχαιοπρ.) νυξ {νυκτός, νυκτί} 1. η χρονική διάρκεια ανάμεσα στη δύση και την ανατολή του ήλιου, κατά την οποία επικρατεί σκοτάδι, επειδή στον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο δεν φτάνουν οι ηλιακές ακτίνες: βαθιά/έναστρη/ζεστή/κρύα/μαύρη ~. ~ με πανσέληνο/χωρίς φεγγάρι. Έχει παγωνιά τη ~. Η ~ της Πρωτοχρονιάς. Κρέμα ~ας/νυκτός. Πουλί της ~ας (= νυχτοπούλι). Μετά/πριν τις έντεκα τη ~. Η ~ (= το σκοτάδι) έπεσε/σκέπασε την πόλη. Ήρθε (αργά) τη ~. Ξύπνησε μες στην (άγρια) ~ (= τα μεσάνυχτα). Δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη (τη) ~. (ως επίρρ.) Σηκώνεται ~ (= ξημερώματα), για να πάει στη δουλειά. Μην οδηγήσεις ~! Το νομοσχέδιο πέρασε ~ (: γρήγορα και ξαφνικά, για να αποφευχθούν αντιδράσεις). Πβ. βράδυ. ΑΝΤ. ημέρα (1) 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, οι ώρες του βραδινού ύπνου ή ό,τι γίνεται κατά τη διάρκειά του: μοιραία ~. ~ αγωνίας/βομβαρδισμών/τρόμου. Μια ~ στην εξοχή/του χειμώνα. ~ες κεφιού/μοναξιάς (πβ. βραδιά). Είχα ανήσυχη/άσχημη ~ χθες. Η πρώτη ~ του γάμου ~. Καλή σου ~ (= καληνύχτα)! Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~, έχω αϋπνίες. Πέρασε μια/τη ~ άγρυπνος/στο κρατητήριο. Μεγάλη ~ η χθεσινή (: συνέβησαν κρίσιμα, σημαντικά γεγονότα)! Άνθρωπος της ~ας. Οι νονοί της ~ας. Δουλεύει στη ~. 3. (μτφ.) περίοδος οπισθοδρόμησης, απαισιοδοξίας, θλίψης: η ~ της Κατοχής/του Μεσαίωνα. Πβ. ζοφερότητα, σκοτάδι. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγια Νύχτα: η νύχτα των Χριστουγέννων· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο χριστουγεννιάτικο τραγούδι., η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου: για περιπτώσεις που έλαβε ή πρόκειται να λάβει χώρα ένα αποτρόπαιο, φρικαλέο ή συνταρακτικό συμβάν: Θα γίνει ~ ~! [< γαλλ. la nuit de la Saint Barthélémy] , λευκές νύχτες: που οφείλονται στο φαινόμενο του ήλιου του μεσονυχτίου, είναι ορατές στις περιοχές που βρίσκονται ελάχιστα εκτός των ορίων των αρκτικών κύκλων και χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη φωτός στον ουρανό, ακόμα και μετά τη δύση του ήλιου: οι ~ ~ της Αγίας Πετρούπολης., λευκή νύχτα 1. βράδυ αϋπνίας: ~ ~ σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (: όταν τα μπαρ, τα μουσεία, τα εστιατόρια, τα μαγαζιά μένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες). 2. (κυρ. για συζύγους) χωρίς σεξουαλική επαφή. [< γαλλ. nuit blanche] , δοχείο νυκτός βλ. δοχείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας βλ. πεταλούδα ● ΦΡ.: (μέσα) σε μια νύχτα: μέσα σε ένα βράδυ, δηλ. πολύ γρήγορα, με συνοπτικές διαδικασίες: Έγινε πλούσιος ~ ~. Πβ. μέσα σε μια στιγμή, στο άψε σβήσε. ΣΥΝ. εν μία νυκτί, διά νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας: φυγή ~ ~., έγινε η νύχτα μέρα/έκαναν τη(ν) νύχτα μέρα: φωτίστηκε/φώτισαν πολύ το μέρος (σαν να ήταν μέρα): Έγινε ~ με τα πυροτεχνήματα. Οι φωτοβολίδες έκαναν ~., έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα (προφ.) 1. κοιμάται τη μέρα και εργάζεται ή διασκεδάζει τη νύχτα. 2. εργάζεται ακατάπαυστα πρωί βράδυ. , εν μία νυκτί (λόγ.): μέσα σε μια νύχτα, ξαφνικά., εν τω μέσω της νυκτός (λόγ.): κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσα στη νύχτα: ληστεία ~ ~., η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη (παροιμ.): για μη αναμενόμενη εξέλιξη σε χρονοβόρες παρασκηνιακές ενέργειες ανάδειξης προσώπων σε αξιώματα., θα φύγει/έφυγε νύχτα (αργκό): θα αποχωρήσει κακήν κακώς. Πβ. σαν τον κλέφτη/σαν κλέφτης., μας πήρε/μας έπιασε/μας βρήκε η νύχτα/το βράδυ & το πρωί/το ξημέρωμα: νύχτωσε, βράδιασε· για δήλωση πολύωρης διάρκειας ή καθυστέρησης: Θα μας βρει/πάρει ~ μέχρι να φτάσουμε (: θα πέσει το σκοτάδι). Με πήρε ~ διαβάζοντας.|| (ως έκφρ. δυσαρέσκειας) Μας πήρε ~ μέχρι να ετοιμαστεί (= βραδιάσαμε, νυχτώσαμε)!, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) (προφ.) 1. για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου σε έναν τομέα: Του ζήτησα βοήθεια, αλλά ~ ~! 2. για δήλωση απαισιοδοξίας: -Πώς πάνε τα πράγματα; -~ ~! 3. σε περιπτώσεις που επικρατεί το μαύρο χρώμα ή σκοτάδι. Πβ. μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα., νύχτα (το) πήρες το δίπλωμα; (ειρων.): προς κάποιον που αποδεικνύεται ανάξιος κάτοχος ενός διπλώματος, συνήθ. οδήγησης., ο κόσμος της νύχτας: άνθρωποι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της νυχτερινής διασκέδασης (π.χ. τραγουδιστές, ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων και οι εργαζόμενοι σε αυτά) ή/και ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες (π.χ. προστασία, εμπόριο ναρκωτικών): ο επικίνδυνος/σκληρός ~ ~. Κυκλώματα που σχετίζονται με τον ~ο ~., όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί (παροιμ.): όποιος κινείται σε ύποπτους χώρους ή εμπλέκεται σε επικίνδυνες υποθέσεις, υφίσταται τις συνέπειες., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, η μέρα με τη νύχτα βλ. μέρα, η νύχτα των κρυστάλλων βλ. κρύσταλλο, μέρα-νύχτα βλ. μέρα, όνειρο θερινής νυκτός βλ. όνειρο, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, χίλιες και μια νύχτες βλ. χίλιοι [< μεσν. νύχτα < αρχ. νύξ, γαλλ. nuit, αγγλ. night, γερμ. Nacht]

τυχερός

τυχερός, ή, ό τυ-χε-ρός επίθ. 1. που ευνοείται από την τύχη: ~ή: ακροάτρια (: σε κλήρωση ραδιοφωνικού σταθμού). ~ό: κορίτσι. ~οί: παίκτες. Είναι ~ στον έρωτα/στη ζωή/στα χαρτιά. Είμαι/νιώθω/στάθηκα πολύ ~ή. Είμαι ~ που με εμπιστεύτηκε.|| (ως ουσ.) O ~ της βασιλόπιτας/της κλήρωσης. Ο ~ της χρονιάς (: αυτός που κέρδισε τον πρώτο αριθμό του λαχείου). Μεγάλη ~ή του διαγωνισμού αναδείχθηκε η ... Ο μοναδικός ~ που κέρδισε ... ευρώ στο Τζόκερ. Βλ. υπερ~. ΣΥΝ. καλότυχος ΑΝΤ. άμοιρος (1), ατυχής (4), άτυχος (1), κακότυχος 2. που πιστεύεται ότι φέρνει τύχη: ~ός: αριθμός. ~ή: ημέρα (: σε αστρολογικές προβλέψεις)/πέτρα/χρονιά. ~ό: αστέρι/νόμισμα/χρώμα.|| ~ός: λαχνός/συνδυασμός. ~ό: δελτίο. ΣΥΝ. γούρικος. ΑΝΤ. γρουσούζικος.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος (= γουρλής. ΑΝΤ. γρουσούζης). 3. που εξαρτάται από την τύχη ή τις συμπτώσεις: ~ό: γκολ/καλάθι. Πβ. τυχαίος. ΑΝΤ. περίτεχνος.|| ~ός: γάμος. Βλ. -ερός. ● Υποκ.: τυχερούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: τυχερά παιχνίδια βλ. παιχνίδι ● ΦΡ.: τυχερός (μέσα) στην ατυχία του & (λόγ.) εν τη ατυχία του: για ευχάριστη πτυχή σε μια γενικά δυσάρεστη κατάσταση: Ήμουν τυχερή ~ ~ μου: μου έκλεψαν το πορτοφόλι, μα ήταν άδειο., τελευταίος και τυχερός βλ. τελευταίος [< μεσν. τυχερός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.