Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [8620-8640]


  • αυθαίρετος , η, ο [αὐθαίρετος] αυ-θαί-ρε-τος επίθ.: που δεν συμφωνεί με ισχύοντες κανόνες, νόμους ή με ισχύουσες αρχές, συνήθειες, αλλά διαμορφώνεται σύμφωνα με την προσωπική αντίληψη, βούληση ή προαίρεση: ~ος: ισχυρισμός/ορισμός/χαρακτηρισμός. ~η: απόφαση/άποψη (= αθεμελίωτη, αναπόδεικτη, ατεκμηρίωτη, ΑΝΤ. αποδεδειγμένη, θεμελιωμένη, τεκμηριωμένη)/ερμηνεία/χρήση. ~ο: συμπέρασμα (= αβάσιμο, ανυπόστατο, ΑΝΤ. βάσιμο). ~οι: έλεγχοι/όροι (= καταχρηστικοί). ~ες: κρίσεις. Επιλογή με ~α κριτήρια.|| (ως ουσ.-λόγ.) (ΓΛΩΣΣ.) Το ~ο του γλωσσικού σημείου (πβ. αυθαιρεσία, συμβατικότητα).|| ~η: δόμηση (= παράνομη). ~α: κτίσματα (= αυθαίρετα). ~ες: κατασκευές. Νομιμοποιούνται ~οι οικισμοί. ● επίρρ.: αυθαίρετα & (λόγ.) αυθαιρέτως [< αρχ. αὐθαίρετος, γαλλ. arbitraire]
  • αυθαιρετούχος [αὐθαιρετοῦχος] αυ-θαι-ρε-τού-χος ουσ. (αρσ.) (επίσ.): κάτοχος αυθαιρέτου. Βλ. -ούχος1.
  • αυθαιρετώ [αὐθαιρετῶ] αυ-θαι-ρε-τώ ρ. (αμτβ.) {αυθαιρετ-είς ... | αυθαιρέτ-ησε, -ήσει, -ώντας}: διαπράττω αυθαιρεσίες: ~ούν ατιμωρητί/ατιμώρητοι σε βάρος των πολιτών.
  • αυθεντία [αὐθεντία] αυ-θε-ντί-α ουσ. (θηλ.) 1. αδιαμφισβήτητο κύρος, γόητρο, το αλάθητο: αμφισβήτηση/άρνηση της ~ας. Επίκληση στην ~. 2. (συνεκδ.) πρόσωπο με αναγνωρισμένο κύρος, ειδικός: επιστημονική/νομική ~. Θεωρείται ~ στα μαθηματικά. Είναι ~ες στο είδος/στον τομέα τους. Πβ. ειδήμων, εξπέρ, σπεσιαλίστας. [< μτγν. αὐθεντία ‘εξουσία, κυριαρχία’, γαλλ. autorité]
  • αυθεντικοποίηση [αὐθεντικοποίηση] αυ-θε-ντι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΔΙΑΔΙΚΤ. -ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία επαλήθευσης της ταυτότητας ενός χρήστη που συνδέεται στο διαδίκτυο ή σε κάποια εφαρμογή: ψηφιακή ~ (των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, βλ. ηλεκτρονική διακυβέρνηση). ~ αποστολέα.|| (κατ' επέκτ.) ~ μηνύματος. Πβ. πιστο-, ταυτο-ποίηση. Βλ. ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή. [< αγγλ. authentication, γαλλ. ~, 1933]
  • αυθεντικός , ή, ό [αὐθεντικός] αυ-θε-ντι-κός επίθ. ΣΥΝ. γνήσιος 1. που αποτελεί το πρωτότυπο, δεν είναι απομίμηση ή παραλλαγή: ~ή: δημιουργία/εκτέλεση (τραγουδιού). ~ό: λογισμικό/χειρόγραφο. ~ά: προϊόντα (ΑΝΤ. ιμιτασιόν, μαϊμού)/χαρτονομίσματα (ΑΝΤ. πλαστά, ψεύτικα). Αντικαταστάθηκε ο ~ πίνακας με αντίγραφο (βλ. ρεπλίκα). Πβ. ορίτζιναλ. 2. αληθινός, ανεπιτήδευτος: ~ή: αγάπη/ιστορία/ομορφιά/πίστη/φιλία. ~ό: ταλέντο. ~ές: μαρτυρίες/πληροφορίες (= έγκυρες). ~ά: αισθήματα. Πβ. ατόφιος, πηγαίος.|| (για πρόσ.) ~ός: καλλιτέχνης/χαρακτήρας. Πβ. πατεντάτος. [< μτγν. αὐθεντικός, γαλλ. authentique, αγγλ. authentic]
  • αυθεντικότητα [αὐθεντικότητα] αυ-θε-ντι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αυθεντικού· γνησιότητα ή εγκυρότητα, αλήθεια: ~ της διαθήκης (= το γνήσιο)/του εγγράφου. Έλεγχος/πιστοποιητικό ~ας. Αμφισβητείται/επιβεβαιώνεται η ~ του έργου.|| ~ των αισθημάτων/της μαρτυρίας. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. authenticité, αγγλ. authenticity]
  • αυθημερόν [αὐθημερόν] αυ-θη-με-ρόν επίρρ. (λόγ.): μέσα στην ίδια μέρα: ~ παράδοση (= άμεση). Αποστολή ~. Έρχεται αύριο και αναχωρεί ~. [< αρχ. αὐθημερόν]
  • αυθορμησία [αὐθορμησία] αυ-θορ-μη-σί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): αυθορμητισμός. Πβ. πηγαιότητα.
  • αυθορμητισμός [αὐθορμητισμός] αυ-θορ-μη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ενστικτώδης αντίδραση, ανεπιτήδευτη συμπεριφορά και (συνεκδ. στον πληθ.) η αντίστοιχη πράξη: παιδικός ~. Έλλειψη ~ού, αμεσότητας και φυσικότητας στην επικοινωνία. Σε μια στιγμή ~ού και ειλικρίνειας. Χάνω τον ~ό μου. Βλ. παρορμητισμός.|| Εξάρσεις και ~οί. Παρασύρεται σε ~ούς. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. spontanéité]
  • αυθόρμητος , η, ο [αὐθόρμητος] αυ-θόρ-μη-τος επίθ.: που εκδηλώνεται ενστικτωδώς, με τρόπο πηγαίο και φυσικό, χωρίς προηγούμενη λογική διεργασία ή εξωτερική παρέμβαση: ~ος: ενθουσιασμός/λόγος (= απροσχεδίαστος)/τρόπος (= ανεπιτήδευτος)/χαρακτήρας. ~η: αντίδραση (ΑΝΤ. κατευθυνόμενη, υποκινούμενη)/απάντηση/εκδήλωση/έκφραση (αγάπης)/ενέργεια/ευγένεια (= έμφυτη, φυσική)/κίνηση. ~ο: γέλιο/ξέσπασμα/χαμόγελο (= αβίαστο). ~ες: δραστηριότητες (ΑΝΤ. προγραμματισμένες).|| (για πρόσ.) ~ και αυθεντικός/παρορμητικός.|| (ως ουσ.) Το ~ο είναι πάντα αληθινό (ΑΝΤ. στημένο). ● επίρρ.: αυθόρμητα & (σπάν.-λόγ.) αυθορμήτως [< μεσν. αυθόρμητος, γαλλ. spontané]
  • αυθύπαρκτος , η, ο [αὐθύπαρκτος] αυ-θύ-παρ-κτος επίθ. (λόγ.): που υπάρχει αυτοτελώς, που η ύπαρξή του δεν εξαρτάται από άλλον: ~η: οντότητα/προσωπικότητα/υπόσταση. ~ο: ον. ~η και αυτόνομη λειτουργία. Η τέχνη έχει ~η αξία (= αυταξία). Βλ. ανεξάρτητος, αυτοδύναμος, αυτοτελής.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι αιώνιος και ~. ΣΥΝ. αυθυπόστατος ● επίρρ.: αυθύπαρκτα & (λόγ.) αυθυπάρκτως [< μτγν. αὐθύπαρκτος]
  • αυθυπαρξία [αὐθυπαρξία] αυ-θυ-παρ-ξί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αυθύπαρκτου: η ~ του Θεού/της ύλης. Το έργο αποκτά/διατηρεί/χάνει την ~ του. Βλ. αυτοτέλεια. [< μεσν. αυθυπαρξία]
  • αυθυπέρβαση [αὐθυπέρβαση] αυ-θυ-πέρ-βα-ση ουσ. (θηλ.): η υπέρβαση του εαυτού, των προσωπικών περιορισμών, των φυσικών, γνωστικών ή ψυχικών αδυναμιών, του ατομικού συμφέροντος: αυτοπραγμάτωση/αυτοσυνειδησία και ~. [< αγγλ. self-exceeding]
  • αυθυποβολή [αὐθυποβολή] αυ-θυ-πο-βο-λή ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΟΛ. κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο υποβάλλει στον εαυτό του ορισμένη ιδέα, σκέψη ή συμπεριφορά. Βλ. αυτοΰπνωση. [< γαλλ. autosuggestion]
  • αυθυπόστατος , η, ο [αὐθυπόστατος] αυ-θυ-πό-στα-τος επίθ.: που έχει δική του, αυτοτελή υπόσταση, ανεξάρτητος: ~η: οντότητα/ύπαρξη. ΣΥΝ. αυθύπαρκτος [< μτγν. αὐθυπόστατος]
  • αυθωρεί [αὐθωρεί] αυ-θω-ρεί επίρρ. (αρχαιοπρ.): ευθύς αμέσως, την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί. Βλ. -εί. Κυρ. στη ● ΦΡ.: αυθωρεί και παραχρήμα (επιτατ.): χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: Συγκλήθηκε συνέλευση ~ ~. ΣΥΝ. πάραυτα [< μτγν. αὐθωρεί]
  • αυλαία [αὐλαία] αυ-λαί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΑΤΡ. βαριά κουρτίνα, παραπέτασμα που κλείνει και χωρίζει τη σκηνή θεάτρου από την πλατεία και συνεκδ. αρχή ή τέλος παράστασης: βελούδινη/κατακόκκινη ~. Άνοιγμα/κλείσιμο/πέσιμο της ~ας. Πβ. ριντό.|| Αυλαία (: στο τέλος θεατρικού κειμένου). ● ΦΡ.: κλείνει/πέφτει η αυλαία & ρίχνει/κατεβάζει (την) αυλαία 1. για το τέλος παράστασης ή σειράς παραστάσεων: (κατ' επέκτ., για τον θάνατο δημοσίου προσώπου, κυρ. καλλιτέχνη, συνήθ. στον δημοσιογραφικό λόγο) (Έπεσε η) ~ για τη μεγάλη ηθοποιό. Πβ. τίτλοι τέλους. 2. (γενικότ.) για λήξη θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Πέφτει απόψε η ~ για το/στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Έριξε/κατέβασε ~ η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά.|| Κλείνει αύριο η ~ της προεκλογικής περιόδου. [< γαλλ. baisser le rideau] , σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω [< μτγν. αὐλαία]
  • αύλακα [αὔλακα] αύ-λα-κα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αύλακας (ο) 1. (επίσ.) αυλάκι: αποστραγγιστικός/αρδευτικός ~ας. Διάνοιξη/επίχωση ~α. ~ες παροχέτευσης (υδάτων).|| (ΩΚΕΑΝ.) Υποθαλάσσια/ωκεάνια ~. Πβ. λεκάνη. Βλ. βύθισμα, τάφρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τομή στην επιφάνεια εξαρτήματος, συσκευής ή κατασκευής που εξυπηρετεί τη λειτουργία του: Οι ~ες της τροχαλίας. Σωλήνας που φέρει ~ες. Βλ. αυλάκωση, εντομή. 3. ΑΝΑΤ. λεπτή ράβδωση στην επιφάνεια του εγκεφάλου, πτύχωση σε μαλακό ιστό: κροταφική/νευρική ~. Ελικοειδείς ~ες.|| Κολποκοιλιακή ~ (: που διαχωρίζει τους κόλπους της καρδιάς). Οι ~ες του δέρματος (βλ. ρυτίδες). [< 1: αρχ. αὖλαξ, αγγλ. trough 3: γαλλ. sillon]
  • αυλάκι [αὐλάκι] αυ-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. στενόμακρο, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα στην επιφάνεια του εδάφους, συνήθ. για διοχέτευση νερού: αρδευτικό/βαθύ/ποτιστικό/υπόγειο ~. ~ απορροής/αποστράγγισης/εκροής (: για την απομάκρυνση υγρών βιομηχανικών αποβλήτων)/σποράς (= αυλακιά)/ύδρευσης/υπερχείλισης (ομβρίων). (Δι)ανοίγω/σκάβω ένα ~. Πβ. κανάλι. Βλ. ρείθρο, χαντάκι. 2. (κατ΄επέκτ.) επιμήκης κοιλότητα ή χάραξη σε επιφάνεια: ~ κεραμιδιού.|| (ΟΙΚΟΔ. εσοχή με κάλυμμα σε τοίχο οικοδομής π.χ. για σωλήνες, σύρματα:) Τα καλώδια τοποθετήθηκαν μέσα στο ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Σπειροειδές ~ (: νοητή γραμμή στην επιφάνεια μαγνητικών μέσων για εγγραφή δεδομένων).|| (μτφ.-λογοτ.) Αναμνήσεις χαραγμένες στα ~ια του μυαλού. ● ΦΡ.: βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι: διευθετώ μια/διευθετήθηκε η κατάσταση, ώστε να έχει ομαλή εξέλιξη: Πέσανε οι υπογραφές και μπήκε ~ ~ για την κατασκευή του έργου., κάτω απ' τ' αυλάκι (λαϊκό, συχνά μειωτ.): στην ή από την Πελοπόννησο (νοτιότερα του Ισθμού της Κορίνθου): Η καταγωγή μου είναι ~ ~., κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι & στο(ν) μύλο: μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα ή θα γίνουν πολλές αλλαγές, θα υπάρξουν εξελίξεις: Από τότε όμως κύλησε ~ ~ (του χρόνου). Μέχρι να υλοποιηθεί ένα τέτοιο μεγαλόπνοο έργο, θα κυλήσει ~ ~ (= θα χρειαστεί να γίνουν πολλά)., όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς [< μεσν. αυλάκι(ν) 2: αγγλ. groove]

ανεξάρτητος

ανεξάρτητος, η, ο [ἀνεξάρτητος] α-νε-ξάρ-τη-τος επίθ. 1. που είναι ελεύθερος από εξωτερική, ξένη επιρροή, καθοδήγηση, έλεγχο, που δεν έχει εξάρτηση από κάποιον ή κάτι άλλο, στηρίζεται στον εαυτό του: ~ος: παράγοντας. ~η: άποψη/διαβίωση (: για άτομα με ειδικές ανάγκες)/ζωή/πρωτοβουλία/σκέψη (πβ. ελεύθερη). Είναι δυναμική και ~η. Θα πρέπει να δουλέψεις, για να γίνεις οικονομικά ~. Πβ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτόνομος. Βλ. ημι~.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ο: ερέθισμα. ΑΝΤ. εξαρτημένος (1) 2. (ειδικότ.) που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, οργάνωση ή δεν υπάγεται σε ανώτερη Αρχή: ~ος: βουλευτής/δημοτικός σύμβουλος/συνδυασμός. Κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές ως ~ υποψήφιος. Πβ. αδέσμευτος, ανένταχτος.|| ~ος: αξιολογητής/ασφαλιστικός πράκτορας/δημοσιογράφος/εμπειρογνώμονας/επιθεωρητής/παραγωγός/σύμβουλος-συνεργάτης επιχειρήσεων.|| ~ος: οργανισμός (= μη κυβερνητικός)/φορέας. ~ο: νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 3. (+ από/γεν.) που δεν επηρεάζεται, δεν προσδιορίζεται από άλλον παράγοντα, όρο, προϋπόθεση: Χρέωση σταθερή και ~η από τον χρόνο σύνδεσης. Η δικαστική εξουσία είναι ~η από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Λόγοι ~οι από τη θέλησή μου με εμποδίζουν να ... Πβ. άσχετος. ΑΝΤ. αλληλένδετος, συναφής, σχετικός (1) 4. που έχει ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: διακόπτης/εκτυπωτής/καταψύκτης.|| ~η: είσοδος. ~ο: διαμέρισμα. ~ες: κατοικίες/μεζονέτες. 5. ΜΑΘ. που δεν εξαρτάται από άλλες μεταβλητές ή σχετίζεται με ή ανήκει σε σύστημα εξισώσεων, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να προκύψει από άλλη του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή: ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία φορέα, οργάνου, υπηρεσίας: σύσταση ~ης ~ής για την επιλογή προσωπικού (βλ. ΑΣΕΠ). Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική Αρχή. Βλ. ΕΣΡ. [< γαλλ. autorité indépendante] , ανεξάρτητη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή δεν καθορίζεται από τις τιμές των άλλων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. εξαρτημένη μεταβλητή, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος: ΠΟΛΙΤ. που είναι νομικά ισότιμο με τα υπόλοιπα κράτη και δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του. Βλ. προτεκτοράτο., κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος [< γαλλ. indépendant]

αυλάκωση

αυλάκωση [αὐλάκωση] αυ-λά-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. σχηματισμός αυλακιών στην επιφάνεια της γης και ειδικότ. γραμμωτή διαμόρφωση εδάφους με σχισμές λόγω διάβρωσης, ρηγμάτων. 2. {συνήθ. στον πληθ.} ράβδωση, χαραγματιά, αυλακιά: ~ώσεις δίσκων/ελαστικών/κιόνων.|| ~ώσεις του προσώπου (βλ. ρυτίδες). 3. ΒΙΟΛ. σειρά διαδοχικών μιτωτικών διαιρέσεων του γονιμοποιημένου ωαρίου (ζυγωτού) σε μικρότερα κύτταρα. Βλ. οντογένεση. ΣΥΝ. κατάτμηση (2) [< 1,2: γαλλ. cannelure 3: αγγλ. cleavage]

αυτοτέλεια

αυτοτέλεια [αὐτοτέλεια] αυ-το-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.): ανεξαρτησία, αυτονομία: ακαδημαϊκή/δημοσιονομική/διαχειριστική (βλ. αυτοδιαχείριση)/διοικητική (βλ. αυτοδιοίκητο)/εθνική (βλ. αυτεξουσιότητα)/λειτουργική/οικονομική (βλ. αυτάρκεια, αυτοδυναμία)/οργανωτική (βλ. αυτοοργάνωση, αυτορρύθμιση)/πλήρης/πολιτική (βλ. αυτοπροσδιορισμός)/σχετική ~. ~ των δήμων/πανεπιστημίων/ταμείων/χρήσεων (: λογιστική μέθοδος). Περιουσιακή ~ των συζύγων. Πβ. αυτονομία. [< μτγν. αὐτοτέλεια]

αυτοΰπνωση

αυτοΰπνωση [αὐτοΰπνωση] αυ-το-ΰ-πνω-ση ουσ. (θηλ.) & αυτοϋπνωτισμός (ο): τεχνική χαλάρωσης, ύπνωσης με αυθυποβολή: διαλογισμός και ~. [< γερμ. Autohypnose, Selbsthypnose]

βύθισμα

βύθισμα βύ-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {βυθίσμ-ατα} 1. & βυθισμός βύθιση σε υγρό: ~ στο νερό.|| (μτφ.) ~βύθισμα του ήλιου στη θάλασσα. Πβ. καταβύθιση. 2. ΝΑΥΤ. το τμήμα σκάφους που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: μέγιστο/πρυμναίο/πρωραίο ~. Ιστιοφόρο με μικρό ~. Βλ. εκτόπισμα, ίσαλος (γραμμή). 3. ΓΕΩΛ. μέρος του φλοιού της Γης που βρίσκεται χαμηλότερα από τις περιοχές που το περιβάλλουν: τεκτονικό ~. Ιζηματογένεση στα ~ατα. Βλ. τάφρος. 4. ΤΕΧΝΟΛ. βύθιση αυτοκινήτου: ~ βαλβίδων. [< 1: μτγν. βυθισμός 2: γαλλ. tirant (d'eau) 3: αγγλ. depression]

-εί

-εί (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων: αυτολεξ~/οιον~/παμψηφ~.|| (κυρ. σε φρ.) Αυθωρ~ (και παραχρήμα)/ωσ~ (παρών). Βλ. -ί3.

ηλεκτρονική

ηλεκτρονική [ἠλεκτρονική] η-λε-κτρο-νι-κή ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. κλάδος της Φυσικής και της Τεχνολογίας που ασχολείται με τη μελέτη της κίνησης των ηλεκτρονίων και με τον σχεδιασμό ηλεκτρικών συσκευών και κυκλωμάτων. Πβ. ηλεκτρονικά (τα). Βλ. μικρο~, νανο~, οπτο~. [< αγγλ. electronics, 1910, γαλλ. électronique, περ. 1930]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

μυλωνάς

μυλωνάς μυ-λω-νάς ουσ. (αρσ.) (λαϊκό): ιδιοκτήτης ή εργάτης μύλου. Βλ. -άς. ● ΦΡ.: από μυλωνάς δεσπότης: για κάποιον που παίρνει τη μια προαγωγή μετά την άλλη σε σύντομο χρονικό διάστημα ή καταλαμβάνει ανώτερη θέση χωρίς να το αξίζει. ΑΝΤ. από δήμαρχος κλητήρας, θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά (παροιμ.): για κάποιον ή κάτι εντυπωσιακό, με ωραία εξωτερική εμφάνιση, αλλά στην πραγματικότητα ασήμαντο., όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι: για να δηλωθεί ότι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του θέματα, αδιαφορώντας για τις υποθέσεις των άλλων. [< μεσν. μυλωνάς]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ούχος1

-ούχος1 (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει αυτόν που (κατ)έχει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκατομμυρι~/κεφαλαι~/οικοπεδ~. Συνταξι~.|| Aδει~/δικαι~.

παρορμητισμός

παρορμητισμός πα-ρορ-μη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): η τάση να ενεργεί κάποιος ενστικτωδώς, αυθόρμητα ή επιπόλαια: νεανικός ~. Οδηγείται συχνά σε λάθος επιλογές λόγω του ~ού του. Προσπάθησε να ελέγξεις τον ~ό σου! Πβ. αυθορμητισμός, παρορμητικότητα. Βλ. -ισμός.

ρείθρο

ρείθρο [ῥεῖθρο] ρεί-θρο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): αυλάκι κυρ. βρόχινου νερού, μεταξύ πεζοδρομίου και δρόμου: ~ απορροής. Βλ. κρασπεδόρειθρο, χαντάκι. [< αρχ. ῥεῖθρον]

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.