Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11100-11120]


  • γεμιστήρας γε-μι-στή-ρας ουσ. (αρσ.) & (προφ.) γεμιστήρα (η): ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλική συνήθ. θήκη τροφοδότησης επαναληπτικών ή αυτόματων όπλων με σφαίρες, βλήματα ή φυσίγγια· κατ' επέκτ. τροφοδοτικό εξάρτημα: ~ καλάσνικοφ. ~ και θαλάμη πιστολιού. Βλ. φυσιγγιοθήκη.|| ~ καρφωτικού (εργαλείου) με χωρητικότητα ... καρφιών. Βλ. -τήρας. [< γαλλ. chargeoir]
  • γεμιστής γε-μι-στής ουσ. (αρσ.) 1. (παλαιότ.) εργάτης υπεύθυνος για την πλήρωση μηχανήματος ή περιέκτη (δεξαμενής, δοχείου), κυρ. με πετρελαιοειδή ή για τον εφοδιασμό οχήματος με καύσιμα: ~ές βυτιοφόρων/φιαλών υγραερίου.|| (ειδικότ.) ~ές των πιτ στοπ. 2. ΣΤΡΑΤ. στρατιώτης που τροφοδοτεί πυροβόλο ή πολυβόλο όπλο με βλήματα. Βλ. πυροβολητής. [< γαλλ. chargeur]
  • γεμιστός , ή, ό γε-μι-στός επίθ.: ΜΑΓΕΙΡ. που περιέχει γέμιση: ~ή: γαλοπούλα/μπαγκέτα. ~ό: αρνί/κοτόπουλο/μπιφτέκι/τσουρέκι. ~ές: σουπιές. Πάπια ~ή. Καλαμαράκια/μανιτάρια ~ά. Μπισκότα ~ά με σοκολάτα. Πβ. παρα~. ● Ουσ.: γεμιστά (τα): ΜΑΓΕΙΡ. λαχανικά, κυρ. ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, με βασική γέμιση ρυζιού ή/και κιμά, ψημένα στον φούρνο με λάδι. [< μτγν. γεμιστός]
  • γεμοθεραπεία γε-μο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): φυτοθεραπευτική μέθοδος βασισμένη στη χρήση φυτικών ιστών (βλαστών, ανθέων) που βρίσκονται σε ανάπτυξη. Βλ. -θεραπεία. [< αγγλ. gemmotherapy]
  • γεμολογία γε-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): ΟΡΥΚΤ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την αναγνώριση, εκτίμηση και πιστοποίηση της γνησιότητας των πολύτιμων λίθων. Βλ. χρυσοχοΐα, -λογία. [< γαλλ. gemmologie, 1950, αγγλ. gemmology]
  • γεμολογικός , ή, ό γε-μο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που σχετίζεται με τη γεμολογία: ~ή: ανάλυση (διαμαντιού) ~ό: εργαστήριο.
  • γεμολόγος γε-μο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη γεμολογία. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. gemmologue, 1953, gemmologiste, 1975]
  • γεν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιεν: ΟΙΚΟΝ. η ιαπωνική νομισματική μονάδα (σύμβ. ¥). [< αγγλ. yen]
  • ΓΕΝ (το): Γενικό Επιτελείο Ναυτικού.
  • ΓΕΝ.Ο.Π.-ΔΕΗ (η): Γενική Ομοσπονδία Προσωπικού ΔΕΗ.
  • Γενάρης Γε-νά-ρης ουσ. (αρσ.) (προφ.): Ιανουάριος. ● ΦΡ.: Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις/και μη ρωτάς φεγγάρι βλ. φεγγάρι [< μεσν. Γενάρης]
  • γεναριάτικος , η, ο γε-να-ριά-τι-κος επίθ. (λαϊκό): που σχετίζεται με τον Γενάρη, που εκδηλώνεται ή συμβαίνει κατά τη διάρκειά του: ~ο: κρύο (: τσουχτερό). Παγωμένη ~η νύχτα. Βροχερό ~ο πρωινό. Βλ. -ιάτικος. ● επίρρ.: γεναριάτικα
  • γενάρχης γε-νάρ-χης ουσ. (αρσ.) 1. ο θεωρούμενος ως πρώτος πρόγονος μιας φυλής, ενός έθνους, λαού, στον οποίο ανάγεται η καταγωγή της/του: (ΜΥΘ.) ο ~ των Ελλήνων/των Ρωμαίων. Πβ. προπάτορας. Βλ. -άρχης. 2. (μτφ.) ιδρυτής, θεμελιωτής, πρωτεργάτης: ο ~ της (αμερικανικής) λογοτεχνίας. Οι ~ες (και δάσκαλοι) της νεοελληνικής ζωγραφικής.|| (ΙΣΤ.) Ο ~ της δυναστείας των ... [< 1: αρχ. γενάρχης]
  • γενεά γε-νε-ά ουσ. (θηλ.) (λόγ.): γενιά: αλληλεγγύη μεταξύ των ~ών. Διαδοχή/σύγκρουση (των) ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλαγή των γενεών: ΒΙΟΛ. η διαδοχική εμφάνιση δύο ή περισσοτέρων τρόπων αναπαραγωγής στον βιολογικό κύκλο ενός φυτού ή ζώου. Βλ. αμφι-, μονο-γονία. [< γαλλ. alternance de générations] , χάσμα (των) γενεών βλ. χάσμα ● ΦΡ.: γενεές (επί) γενεών & (επί) γενεές γενεών & επί γενεάς γενεών (λόγ.): για πάρα πολύ καιρό: Με το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έζησαν γενεές ~ (πβ. ανέκαθεν). Παράδοση που συνεχίζεται επί ~ ~.|| Παραμύθια που έχουν γαλουχήσει γενεές ~ (: ολόκληρες γενιές)., περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις (λαϊκό): τον βρίζω άσχημα: Με πήρε τηλέφωνο και με πέρασε ~ ~. [< αρχ. γενεά]
  • γενεαλογία γε-νε-α-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. γενεαλογικό δέντρο: η ~ (και οι ρίζες) μιας οικογένειας.|| Καταγωγή και ~ ενός έθνους. Πβ. καταβολές.|| (για ζώα ράτσας:) Πιστοποιητικό ~ας. Κουτάβια άριστης/καλής ~ας. Βλ. πεντιγκρί. 2. ΙΣΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή και τις συγγενικές σχέσεις προσώπων και οικογενειών. Βλ. εραλδική, -λογία. 3. (μτφ.) προέλευση και εξελικτική πορεία: η ~ ενός κινήματος. [< αρχ. γενεαλογία, γαλλ. généalogie, αγγλ. genealogy]
  • γενεαλογικός , ή, ό γε-νε-α-λο-γι-κός επίθ. & (προφ.) γενεολογικός: που σχετίζεται με τη γενεαλογία: ~ός: πίνακας/χάρτης ζώου (= πεντιγκρί). ~ή: εξέλιξη/έρευνα. ~ό: διάγραμμα. ~ά: βιβλία/μητρώα (βοοειδών/ιπποειδών).|| ~ή: γραμμή/καταγωγή/προέλευση/σειρά. Βλ. ρίζα. ● επίρρ.: γενεαλογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γενεαλογικό δέντρο βλ. δέντρο [< μτγν. γενεαλογικός, γαλλ. généalogique, αγγλ. genealogical]
  • γενεαλόγος γε-νε-α-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ειδικός στη διερεύνηση και μελέτη της καταγωγής και του γενεαλογικού δέντρου προσώπων ή οικογενειών. Βλ. -λόγος. [< μτγν. γενεαλόγος, γαλλ. généalogiste, αγγλ. genealogist]
  • γενεαλογώ γε-νε-α-λο-γώ ρ. (μτβ.) {γενεαλογεί | -είται, -ήθηκε, -ημένος} (σπάν.): ανάγω την καταγωγή προσώπου σε συγκεκριμένο πρόγονο, ερευνώ τη γενεαλογία του: ~ούνται από τον .../ως απόγονοι του ... Βλ. -λογώ. [< αρχ. γενεαλογῶ]
  • γενέθλια γε-νέ-θλι-α ουσ. (τα) {γενεθλί-ων}: η επέτειος της γέννησης κάποιου· συνεκδ. η γιορτή των γενεθλίων: δώρο/κάρτα/τούρτα ~ων. (ευχετ.) Ευτυχισμένα/χαρούμενα ~! Πότε έχεις ~;|| Ήρθε στα ~ά μου (= στο πάρτι ~ων μου). Βλ. ονομαστική εορτή.|| (κατ΄επέκτ.) Το κατάστημα γιόρτασε τα πρώτα του ~. Τα χρυσά ~ της εταιρείας (: το χρυσό ιωβηλαίο, τα πενήντα χρόνια από την ίδρυσή της). [< αρχ. γενέθλια]
  • γενέθλιος , α/ος, ο γε-νέ-θλι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με τη γέννηση ενός προσώπου: ~ος: τόπος. ~α/ος: ημέρα (= τα γενέθλια)/χώρα. ~ο: έτος/πάρτι. ~α: δώρα.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) ~ος: χάρτης. ~ο: ωροσκόπιο. ● Ουσ.: γενέθλιο (το): ΕΚΚΛΗΣ. εορτή της γέννησης: το ~ της Θεοτόκου. Βλ. κοίμηση. ● ΣΥΜΠΛ.: γενέθλια γη: γενέτειρα: επιστροφή στη ~ ~. [< αρχ. γενέθλιος]

αμφι- & αμφί-

αμφι- & αμφί- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που σημαίνει 1. από τη μία και από την άλλη μεριά και κατ' επέκτ. δύο διαφορετικές ή αντίθετες πλευρές: (κυρ. επιστ.) αμφί-κυρτος. Αμφι-κλινής.|| (μτφ.) Αμφι-ταλαντεύομαι.|| Aμφί-θυμος. 2. διπλή ιδιότητα: αμφί-χειρας (= αμφιδέξιος). Αμφί-βια.|| Αμφι-θαλής. ΑΝΤ. ετερο-.|| (μτφ.) Αμφί-σημος. Πβ. δί-.

-άρχης

-άρχης {-άρχη (λόγ.) -άρχου, κλητ. (λόγ.) -άρχα | -αρχών} επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τον επικεφαλής, τον προϊστάμενο: επιτελ~/ομαδ~.|| Λιμεν~/λυκει~/νομ~/περιφερει~/φροντιστηρι~.|| (τον ηγεμόνα:) Μον~. Πλανητ~. 2. το πρώτο στην τάξη μέλος ή τον παλαιότερο πρόγονο: πατρι~.|| Γεν~. 3. τον ιδιοκτήτη: εργοστασι~/καναλ~/λεσχι~/μιντι~

δέντρο

δέντρο δέ-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) δένδρο 1. κάθε ξυλώδες, πολυετές φυτό με σταθερό κορμό, που σχηματίζει κλαδιά σε αρκετό ύψος από το έδαφος: αειθαλές/αιωνόβιο/κωνοφόρο/οπωροφόρο/τροπικό/φυλλοβόλο ~. Η κουφάλα/η σκιά/ο φλοιός/τα φύλλα ενός ~ου. Απολιθωμένα/καμένα ~α. Ασθένειες των ~ων. Καλλιεργώ/κλαδεύω/κόβω/ξεριζώνω/ποτίζω/φυτεύω ένα ~. Ανθίζει/μεγαλώνει ένα ~. ~ ελιάς. Θάμνοι και ~α. ~-μινιατούρα/νάνος (βλ. μπονσάι).|| (μτφ.) Το ~ της ειρήνης/ελευθερίας/(ΠΔ) ζωής (: που χαρίζει αθανασία). Βλ. ευκάλυπτος, καστανιά, κέδρος, μηλιά, οξιά, πεύκο, πορτοκαλιά, χαμόδεντρο. 2. δενδροδιάγραμμα. ● Υποκ.: δεντράκι (το): ΣΥΝ. δενδρύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: γενεαλογικό δέντρο: το σύνολο των προγόνων κάποιου ανθρώπου ή ζωικού είδους, καθώς και το διάγραμμα που τους εμφανίζει σε δενδρική δομή μέχρι κάποιο όριο στο παρελθόν: ~ ~ οικογένειας (= οικογενειακό δέντρο)/τριών γενεών/... χρόνων. Βλ. ρίζες.|| ~ ~ αιλουροειδών/θηλαστικών. ~ ~ καθαρόαιμου σκύλου (βλ. πεντιγκρί).|| (μτφ.) ~ ~ χειρογράφου. [< γαλλ. arbre généalogique] , το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) (ΠΔ): ΘΕΟΛ. το δέντρο με τον απαγορευμένο από τον Θεό καρπό, τον οποίο έφαγαν οι Πρωτόπλαστοι και εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο., χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων: έλατο με διακοσμητικά αντικείμενα ή/και φωτάκια που τοποθετείται σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους κατά την περίοδο των Χριστουγέννων: Στολίζω το ~ ~. [< γερμ. Weihnachtsbaum] , βρογχικό δέντρο βλ. βρογχικός, οικογενειακό δέντρο βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος (μτφ.): για κάποιον που ασχολείται με τις λεπτομέρειες και όχι με την ουσία ενός θέματος. [< 1: μεσν. δέντρο(ν)]

εραλδική

εραλδική [ἑραλδική] ε-ραλ-δι-κή ουσ. (θηλ.): επιστημονική μελέτη των οικοσήμων και εμβλημάτων: Η ~ και η Γενεαλογία αποτελούν βοηθητικούς κλάδους της ιστορικής επιστήμης. ΣΥΝ. οικοσημολογία [< γαλλ. héraldique]

-θεραπεία

-θεραπεία: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν θεραπεία με βάση συγκεκριμένη τεχνική ή μέθοδο: αντιβιο~/ορμονο~/φαρμακο~. Αερο~/ακτινο~/βελονο~/ηλεκτρο~/θαλασσο~/θερμο~/κινησιο~/κρυο~/λουτρο~/μεσο~/οζονο~/ραδιο~/υδρο~/φυσικο~/φωτο~/χημειο~. Aρωματο~/βοτανο~/γεμο~/κρυσταλλο~/σοκολατο~/φυτο~/χρωματο~. Δραματο~/εργασιο~/εργο~/μουσικο~/χορο~. Λογο~/ψυχο~. Ιππο~.|| Απο~.

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

κοίμηση

κοίμηση κοί-μη-ση ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. Κ): ΕΚΚΛΗΣ. θάνατος Αγίου, κληρικού ή μοναχού: η ~ του γέροντα/οσίου ... Πβ. αποδημία εις Κύριον, εκδημία.|| (κυρ.) Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (: στις 15 Αυγούστου· ο Δεκαπενταύγουστος). Βλ. ανάληψη, μετάσταση. [< μτγν. κοίμησις]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-λογώ

-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.

ονομαστική

ονομαστική [ὀνομαστική] ο-νο-μα-στι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. η πτώση στην οποία τίθενται το υποκείμενο, το κατηγορούμενο και οι ονοματικοί προσδιορισμοί σε μία πρόταση: ~ ενικού/πληθυντικού αριθμού. Βλ. αιτιατική, γενική, κλητική. [< μτγν. ὀνομαστική]

πεντιγκρί

πεντιγκρί πε-ντι-γκρί ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: έγγραφο που πιστοποιεί το γενεαλογικό δέντρο ενός καθαρόαιμου ζώου: σκύλος με/χωρίς ~. [< γαλλ.-αγγλ. pedigree]

πυροβολητής

πυροβολητής πυ-ρο-βο-λη-τής ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. (ως ειδικότητα) χειριστής πυροβόλου: ~ ασυρματιστής. Πβ. κανονιέρης.

ριζά

ριζά ρι-ζά ουσ. (ουδ.) (τα) (λαϊκό): πρόποδες: στα ~ του βουνού. Πβ. ρίζα, υπώρεια. ΣΥΝ. ριζοβούνια [< ρίζα, με κατέβασμα του τόνου κατά το χαμηλά]

-τήρας

-τήρας (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. αντικείμενο, συσκευή ή όργανο με συγκεκριμένη χρήση: αναπνευσ~/ανεμισ~/απορροφη~/βρασ~/καυσ~/λαμπ~/χρωσ~. Βλ. -τήρι, -τήριο.|| Μαση~/μυζη~. 2. αυτόν που ενεργεί· ειδικότ. υπάλληλο, επαγγελματία: σω~.|| Κλη~/μαιευ~.

φεγγάρι

φεγγάρι φεγ-γά-ρι ουσ. (ουδ.) {φεγγαρ-ιού} 1. σελήνη: λαμπρό/μισό (= μισοφέγγαρο)/στρογγυλό ~. Γεμάτο/(λογοτ.) ολόγιομο ~ (= πανσέληνος). Το αυγουστιάτικο ~. Στη γέμιση/φέξη/χάση του ~ιού. Διαστημική αποστολή στο ~. Ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στο ~.|| (λογοτ.) Ασημένιο/χλομό ~. Η θάλασσα λουσμένη στο φως του ~ιού. 2. (συνεκδ.) φεγγαρόφωτο: νύχτα με (= φεγγαρόλουστη)/χωρίς ~. Έχει ~ απόψε. 3. (κατ' επέκτ.) δορυφόρος πλανήτη: τα ~ια του Δία/Κρόνου. ● Υποκ.: φεγγαράκι (το) ● ΦΡ.: ανάλογα με τα φεγγάρια του (προφ.): ανάλογα με την ψυχολογική του διάθεση., Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην κοιτάζεις/και μη ρωτάς φεγγάρι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο Ιανουάριος είναι ο καταλληλότερος μήνας για κλάδεμα., είναι με τα φεγγάρια του (προφ.): για άτομο κυκλοθυμικό, με έντονες αλλαγές στη συμπεριφορά., ένα φεγγάρι (προφ.): κάποτε: Είχα βρεθεί κι εγώ (για) ~ ~ στη θέση σου. [< μεσν. φεγγάρι < αρχ. φέγγος]

φυσιγγιοθήκη

φυσιγγιοθήκη φυ-σιγ-γι-ο-θή-κη ουσ. (θηλ.): δεσμίδα φυσιγγίων, που τροφοδοτεί αυτόματα όπλο· γενικότ. θήκη για φυσίγγια. Πβ. παλάσκα. Βλ. -θήκη. ΣΥΝ. φισεκλίκι [< γαλλ. cartouchière]

χάσμα

χάσμα χά-σμα ουσ. (ουδ.) {χάσμ-ατος | -ατα} 1. (μτφ.) μεγάλη απόκλιση, διαφορά: επικοινωνιακό/ηλικιακό/ιδεολογικό ~. Άμβλυνση/γεφύρωση/διεύρυνση/εξάλειψη/κλείσιμο/μείωση του αναπτυξιακού/κοινωνικού/οικονομικού/πολιτισμικού ~ατος. Υπάρχει αβυσσαλέο/μεγάλο/τεράστιο ~ (πβ. άβυσσος, απόσταση). Αυξάνει/βαθαίνει/γιγαντώνεται/μεγαλώνει/παραμένει το ~ μεταξύ πλούσιων και φτωχών.|| (ΟΙΚΟΝ., απόκλιση ανάμεσα στην τιμή ανοίγματος ενός χρεογράφου και την τιμή κλεισίματός του την προηγούμενη μέρα:) Ο Γενικός Δείκτης άνοιξε με ανοδικό/καθοδικό ~ ... μονάδων. 2. (μτφ.) απουσία ενός στοιχείου ή διακοπή της συνέχειας: νοητικό/χρονικό ~. Λογικά ~ατα (πβ. άλμα). ~ατα (= κενά) μνήμης. Η κατάθεσή του παρουσιάζει ~ατα και αντιφάσεις. Πβ. ασυνέχεια. Βλ. χασμωδία.|| (ΦΥΣ.) Ενεργειακό/φωτονικό ~ (ζώνης).|| (ΦΙΛΟΛ., απουσία λέξης ή λέξεων σε χειρόγραφο, που δυσχεραίνει την κατανόησή του:) ~ατα λόγω φθοράς. 3. ΓΕΩΛ. βαθύ ρήγμα, βάραθρο: εδαφικά/σεισμικά/σπηλαιώδη ~ατα. Πβ. γκρεμός, φαράγγι, χαράδρα, χάος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγεφύρωτο χάσμα & χάσμα αγεφύρωτο (μτφ.): μεγάλη, αξεπέραστη διαφορά: Τους χωρίζει ~ ~. Υπάρχει ~ ~ ανάμεσά τους. [< αγγλ. unbridgeable chasm] , χάσμα (των) γενεών 1. διαφορά στον τρόπο σκέψης και θεώρησης του κόσμου από τη μια γενιά στην άλλη, η οποία προκαλεί προβλήματα επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ τους. 2. ΒΙΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ. (στον γενετικό αλγόριθμο) το ποσοστό των χρωμοσωμάτων που ανανεώνονται σε κάθε γενιά, ως προς το σύνολο του πληθυσμού τους. [< 1: αγγλ. generation gap, 1967] , ψηφιακό χάσμα: κενό, ανισότητα που παρατηρείται μεταξύ περιοχών, χωρών ή κοινωνικών ομάδων, όσον αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες και ιδ. στη χρήση του διαδικτύου. [< αγγλ. digital divide, 1994] [< 1: αγγλ. gap, γαλλ. fossé, 1916, 2: γαλλ. fracture, hiatus, lacune 3: αρχ. χάσμα, πβ. αγγλ. chasm]

χρυσοχοΐα

χρυσοχοΐα χρυ-σο-χο-ΐ-α ουσ. (θηλ.): η τέχνη της κατασκευής αντικειμένων, ιδ. κοσμημάτων, από κατεργασμένο χρυσό: η ελληνική ~. Έκθεση/εργαστήριο ~ας. Βλ. αργυρο~, εφαρμοσμένες/διακοσμητικές τέχνες, κοσμηματοποιία, πυρόχωμα. [< μεσν. χρυσοχοΐα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.