Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11060-11080]


  • γειτονεύω γει-το-νεύ-ω ρ. (αμτβ.) {κυρ. σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.}: είμαι γείτονας, μένω στην ίδια γειτονιά με κάποιον: ~ουμε με έναν γιατρό.γειτονεύει: συνορεύει: Οικισμός που ~ (προς τα ανατολικά) με τη θάλασσα. Χώρες που ~ουν (= είναι όμορες) με την Ελλάδα. Πβ. γειτνιάζει. [< αρχ. γειτονεύω]
  • γειτονία γει-το-νί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη: ~ ειρήνης και συνεργασίας. Βλ. ΕΠΓ. ● ΣΥΜΠΛ.: γειτονία του σημείου & γειτονιά του σημείου: ΜΑΘ. σύνολο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς. [< γαλλ. voisinage d'un point ] ● ΦΡ.: καλής γειτονίας: ΠΟΛΙΤ. για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ όμορων κρατών: αρχές/κλίμα/πολιτική/συνθήκες ~ ~. Η χώρα μας δημιουργεί/καλλιεργεί σχέσεις ~ ~ με ... [< αρχ. γειτονία, γαλλ. voisinage]
  • γειτονιά γει-το-νιά ουσ. (θηλ.) 1. τμήμα συνοικίας αποτελούμενο από περιορισμένο αριθμό σπιτιών, κτισμένων σε κοντινή απόσταση: ήσυχη/ιστορική/κακόφημη/λαϊκή/παραδοσιακή ~. Μένουμε στην ίδια ~. Βλ. φτωχο~. 2. (κατ' επέκτ., περιληπτ.) γείτονες: Σηκώθηκε όλη η ~ στο πόδι από τη φασαρία. Δεν με νοιάζει τι θα πει η ~ (: τι γνώμη θα σχηματίσει). 3. (μτφ.-προφ.) όμορες χώρες: Διαφύλαξη της ειρήνης στη ~ μας (: στα Βαλκάνια). ● ΦΡ.: η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων (ευφημ.): για να δηλωθεί ο θάνατος συνήθ. γνωστού καλλιτέχνη: Πήγε/ταξίδεψε στη/έφυγε για τη ~ ~., της γειτονιάς: συνοικιακός: το μαγαζάκι/ο φούρνος ~ ~. [< μεσν. γειτονιά]
  • γειτονικός , ή, ό γει-το-νι-κός επίθ.: που γειτονεύει, συνορεύει με κάποιον· διπλανός ή κοντινός: ~ός: νομός. ~ή: πόλη. ~ό: χωριό. ~οί: δήμοι. ~ά: κτίρια/σπίτια. Πβ. παρακείμενος.|| ~οί: λαοί. ~ές: χώρες. ~ά: κράτη. Πβ. όμορος.|| ~ά: γράμματα (αλφαβήτου). [< μεσν. γειτονικός]
  • γειτονόπουλο, γειτονοπούλα γει-το-νό-που-λο ουσ. (ουδ. + θηλ.) (λαϊκό): ο νεαρός γιος ή κόρη του γείτονα. Βλ. -οπούλα.γειτονόπουλα (τα): παιδιά της ίδιας γειτονιάς (αγόρια και κορίτσια): Κάναμε παρέα/παίζαμε με τα ~.
  • γείτσες [γεῖτσες] γεί-τσες επιφών.: ως ευχή σε κάποιον που μόλις φτερνίστηκε: -Αψού! -~! ΣΥΝ. γεια σου!
  • γείτων γεί-των επίθ./ουσ. (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γείτων (χώρα): γειτονική, όμορη χώρα· ειδικότ. για την Ελλάδα κυρ. η Τουρκία. [< αρχ. γείτων]
  • γείωμα γεί-ω-μα ουσ. (ουδ.) (αργκό): αδιαφορία, απόρριψη, περιφρόνηση: Έφαγα ~. Πβ. γράψιμο, χυλόπιτα.
  • γειώνω γει-ώ-νω ρ. (μτβ.) {γείω-σα, -θηκα, -μένος} (αργκό): προσγειώνω, ισοπεδώνω: Η καθημερινότητα μάς ~σε. ~θηκα (άσχημα), όταν έμαθα ότι ... (= έπεσα απ' τα σύννεφα). ΑΝΤ. απο~.|| Του τηλεφώνησα, αλλά με ~σε (= μ' έγραψε κανονικά).|| (για κοπέλα) Τον ~σε (: τον έστησε ή του έριξε χυλόπιτα). ● Μτχ.: γειωμένος , η, ο: ΗΛΕΚΤΡ. που έχει υποστεί γείωση: ~η: συσκευή. ~α: καλώδια. [< αγγλ. earthed, grounded]
  • γείωση γεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡ. σύνδεση αγώγιμου στοιχείου με τη γη για προστασία από ηλεκτροπληξία, πυρκαγιά ή άλλες καταστροφές: θεμελιακή ~ (: κατά μήκος των θεμελίων). ~ λειτουργίας (: ~ των μετασχηματιστών)/προστασίας (: ~ των μεταλλικών περιβλημάτων, πινάκων, καλωδίων). Αγωγός/ακροδέκτης/βρόχος/διατάξεις/ηλεκτρόδια/σύστημα ~ης. Βλ. αλεξικέραυνο, ρελέ. [< αγγλ. earthing]
  • γειωτής γει-ω-τής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. αγωγός ή σύνολο αγωγών (ηλεκτροδίων) που είναι τοποθετημένοι στο έδαφος για την εξασφάλιση γείωσης: ~ (σε μορφή) πλάκας/πλέγματος/ράβδου/ταινίας. ~ τύπου "Ε". ~ές λειτουργίας/προστασίας. Αποζεύκτες και ~ές. Βλ. αλεξικέραυνο.
  • γελάδα βλ. αγελάδα
  • γελάδι γε-λά-δι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αγελάδι (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. (μικρής ηλικίας) αγελάδα ή ταύρος: ~ια και μοσχάρια. 2. (υβριστ.) βλάκας, ανόητος: Τι κοιτάς σαν ~; Πβ. βόδι, μοσχάρι, χάνος. [< μεσν. γελάδιν]
  • γέλασμα γέ-λα-σμα ουσ. (ουδ.) 1. κοροϊδία, εμπαιγμός. Πβ. ξε~. 2. (σπάν.-λογοτ.) γέλιο. [< μτγν. γέλασμα]
  • γελασμένος , η, ο γε-λα-σμέ-νος επίθ.: που έχει εσφαλμένη άποψη ή πλήρη άγνοια για κάτι ή που έχει πέσει θύμα εξαπάτησης: Είσαι πολύ ~ αν νομίζεις ότι ... Πβ. νυχτωμένος. ● βλ. γελώ
  • γελαστικός , ή, ό γε-λα-στι-κός επίθ. (προφ.): που προξενεί γέλιο· αστείος, περιπαικτικός. Πβ. περι~. ● επίρρ.: γελαστικά [< μτγν. γελαστικός 'γελαστός']
  • γελαστός , ή, ό γε-λα-στός επίθ.: που γελά, χαρούμενος: ~ά: παιδιά. Αισιόδοξος/ανοιχτόκαρδος/κεφάτος και ~ (τύπος). Πβ. ευδιάθετος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαμο~, χαρωπός. Βλ. περιγέλαστος.|| (κατ' επέκτ.) ~ά: μάτια. Ευχάριστα και ~ά πρόσωπα. ΑΝΤ. αγέλαστος ● επίρρ.: γελαστά [< αρχ. γελαστός 'γελοίος']
  • γελάω βλ. γελώ
  • γελέκο βλ. γιλέκο
  • γέλη γέ-λη ουσ. (θηλ.) (επίσ.): τζελ.

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

αλεξικέραυνο

αλεξικέραυνο [ἀλεξικέραυνο] α-λε-ξι-κέ-ραυ-νο ουσ. (ουδ.) 1. μηχανισμός προστασίας από κεραυνούς, αποτελούμενος συνήθ. από μία ή περισσότερες γειωμένες μεταλλικές ράβδους που τοποθετούνται στο υψηλότερο σημείο κτιρίου, πλοίου ή γέφυρας: Τα ~α δημιουργούν εύκολη δίοδο του κεραυνού προς τη γη. 2. (μτφ.) πρόσωπο που γίνεται αποδέκτης των συνεπειών μιας αρνητικής κατάστασης, χωρίς να ευθύνεται: επικοινωνιακό ~. ~ της λαϊκής οργής. Βλ. αποδιοπομπαίος τράγος. [< γαλλ. paratonnerre, βλ. και parafoudre]

γελώ

γελώ [γελῶ] γε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γελ-άς, -ά κ. -άει | γέλ-ασα, -ιέμαι, -άστηκα, -ώντας, -ασμένος} & γελάω 1. εκφράζω ευχάριστο συναίσθημα, χαρούμενη διάθεση με γέλιο, παράγοντας συνήθ. χαρακτηριστικό ήχο: ~ αυθόρμητα/δυνατά/νευρικά. ~ με το ανέκδοτο/τα αστεία του. ~ πολύ με αυτόν τον ηθοποιό. Με κάνεις να/και ~άω! Καιρό είχα να ~άσω έτσι/τόσο (πολύ). ~άει με το παραμικρό. Κρατήθηκα να μη ~άσω με αυτά που άκουγα. Πώς να μη ~άει κανείς με τα καμώματά του; Ακόμα ~ με το πάθημά μας! ~ούσε ολόκληρος (: ήταν πολύ χαρούμενος).|| (Μου/του) ~ασε με νόημα. ΣΥΝ. χαμο~.|| Ο κόσμος θέλει να ~άσει (= να διασκεδάσει).|| Δεν ~ (= αστειεύομαι), το θέμα είναι σοβαρό. Πβ. παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι.|| ~ με κάποιον/εις(/σε) βάρος του. ~ από μέσα μου (: συνήθ. για χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση που δεν εκδηλώνεται φανερά. Πβ. περι~). Βλ. χαζο~. ΑΝΤ. κλαίω (1) 2. ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Είναι πολύ έξυπνος και δεν τον ~άς εύκολα. Το νου σου/πρόσεξε μη σε ~άσουν! (Φαίνεται να) σε απασχολεί κάτι, δε με ~άς εμένα. Πίστευα ότι θα μου δώσουν τη θέση, αλλά ~άστηκα.|| Αν νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι, ~άστηκες (= πέφτεις έξω, σφάλλεις). Αν πιστεύετε ότι θα υποχωρήσουμε, σας ~άσανε. Αν δεν ~ιέμαι, αυτός είναι ο ... (πβ. αν δεν κάνω λάθος). ● ΦΡ.: ας γελάσω (προφ.): ως ειρων. σχόλιο για κάτι: Αν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο; ~ ~ (= δεν έχω καθόλου)!, ας μη γελιόμαστε (προφ.): ας μην έχουμε αυταπάτες, ας είμαστε ρεαλιστές: ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να πούμε πως πετύχαμε., γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος (παροιμ.): στο τέλος φαίνεται ποιος είναι σε πλεονεκτική θέση. [< γερμ. Wer zuletzt lacht, lacht am besten] , γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του: είναι εμφανώς πολύ χαρούμενος., γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων (προφ.-εμφατ.): γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι., είναι να γελάς/να γελάει κανείς ... (προφ.): για κάτι γελοίο: ~ ~ με τις δικαιολογίες/την μεγαλομανία του., θα σε γελάσω (προφ.): για να δηλώσει κάποιος άγνοια ή αβεβαιότητα: Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο δρόμο μένει, ~ ~., με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου (προφ.): για κάτι αξιοπερίεργο που ακούει ή βλέπει κάποιος, όμως δυσκολεύεται να το πιστέψει: Μη/μήπως ~ ~; Άκουσα/βλέπω καλά ή ~ ~; Αν δεν με ~ τα μάτια μου, αυτός είναι ο ..., μην το γελάς!/το γελάς; (προφ.): για κάτι που δεν είναι απίθανο να συμβαίνει ή να συμβεί: Μην το γελάς, αυτός είναι ικανός για τα πάντα!, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, γαργάλησέ με να γελάσω βλ. γαργαλώ, γελάει κάτω από τα μουστάκια του βλ. μουστάκι, γελάνε και τα τσιμέντα βλ. τσιμέντο, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, δεν είναι παίξε-γέλασε βλ. παίζω, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει βλ. τύχη, θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος βλ. πικραμένος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός, θα γελάσουν και οι κότες βλ. κότα, να κλάψω ή να γελάσω; βλ. κλαίω, ούτε κλαίει ούτε γελάει βλ. κλαίω, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα ● βλ. γελασμένος [< αρχ. γελῶ, γαλλ. rire, αγγλ. laugh]

γιλέκο

γιλέκο γι-λέ-κο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) γελέκο: αμάνικο ανδρικό κυρ. ένδυμα με λαιμόκοψη, το οποίο καλύπτει την πλάτη και το(ν) θώρακα μέχρι το ύψος της μέσης και φέρει κούμπωμα στο μπροστινό του μέρος: βελούδινο/δερμάτινο ~. Επίσημο κουστούμι με ~. Βλ. ζιλέ.|| Δημοσιογραφικό/κυνηγετικό ~.|| Προστατευτικό ~. Κίτρινο/φωσφοριζέ/φωσφορούχο ~ (ασφαλείας). ~ βαρών (: για δύτες)/εργασίας/ψύχους. Μπουφάν/σωσίβιο-~. ● Υποκ.: γιλεκάκι & (λαϊκό) γελεκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αλεξίσφαιρο (γιλέκο) βλ. αλεξίσφαιρος [< τουρκ. yelek]

ΕΠΓ

ΕΠΓ (η): Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτονίας.

-οπούλα

-οπούλα: υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν κυρ. μικρό, νεαρό κορίτσι με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: βασιλ~/βοσκ~/γειτον~/νησιωτ~/τσιγγαν~.

περιγέλαστος

περιγέλαστος, η, ο πε-ρι-γέ-λα-στος επίθ.: καταγέλαστος. [< μτγν. περιγέλαστος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.