Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11300-11320]


  • γεωμαγνητισμός γε-ω-μα-γνη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΦ. το μαγνητικό πεδίο της Γης, γήινος μαγνητισμός. [< γαλλ. géomagnétisme, 1953, αγγλ. geomagnetism, 1938]
  • γεωμαθηματικά γε-ω-μα-θη-μα-τι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΛ. χρήση μαθηματικών και υπολογιστικών τεχνικών στην επιστήμη της γεωλογίας. Βλ. γεωεπιστήμες. [< αγγλ. geomathematics, 1963]
  • γεωμαντεία γε-ω-μα-ντεί-α ουσ. (θηλ.): είδος μαντικής που πραγματοποιείται με την τυχαία δημιουργία σχημάτων πάνω στο έδαφος και την προσπάθεια ερμηνείας τους: κινέζικη ~. Βλ. -μαντεία. [< μτγν. γεωμαντεία, γαλλ. géomancie, αγγλ. geomancy]
  • γεωμεμβράνη γε-ω-μεμ-βρά-νη ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. λεπτό, αδιαπέραστο από υγρά, συμπαγές φύλλο από συνθετικό υλικό, που χρησιμοποιείται ως μέσο στεγανοποίησης (σε δεξαμενές, τεχνητές λίμνες) ή προστασίας των υδάτων από μόλυνση (σε ΧΥΤΑ, ΧΑΔΑ): ~ πολυαιθυλενίου. Βλ. γεωσυνθετικά (υλικά). [< αγγλ. geomembrane]
  • γεωμέτρης γε-ω-μέ-τρης ουσ. (αρσ.): μαθηματικός που ειδικεύεται στη γεωμετρία. Βλ. -μέτρης. [< αρχ. γεωμέτρης ‘αυτός που εφαρμόζει τη γεωμετρία’, γαλλ. géomètre, αγγλ. geometer]
  • γεωμετρία γε-ω-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΜ. επιστήμη η οποία ερευνά τις ιδιότητες και τις σχέσεις που έχουν τα σημεία, οι γραμμές, τα σχήματα ή τα στερεά στον χώρο· συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό ή πανεπιστημιακό μάθημα και το σχετικό βιβλίο: αλγεβρική/διαφορική/ελλειπτική/επίπεδη/ευκλείδεια/μετρική/προβολική ~. Βλ. επιπεδο-, στερεο-μετρία. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτική γεωμετρία: που μελετά τα γεωμετρικά σχήματα με τη βοήθεια της άλγεβρας., παραστατική γεωμετρία: που εξετάζει τις ιδιότητες ενός στερεού σώματος βάσει της απεικόνισής του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα. [< αρχ. γεωμετρία, γαλλ. géométrie, αγγλ. geometry]
  • γεωμετρικός , ή, ό γε-ω-με-τρι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που σχετίζεται με τη γεωμετρία: ~ή: απεικόνιση/διάταξη/παράσταση/περιγραφή/σειρά. ~ές: κατασκευές/σχέσεις. ~ά: όργανα (γνώμονας, διαβήτης, μοιρογνωμόνιο, χάρακας)/σχήματα (κύκλος, ορθογώνιο, τετράγωνο, τραπέζιο, τρίγωνο)/σώματα (κύβος, κύλινδρος, κώνος, πυραμίδα). Βλ. μαθηματικός. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. που σχετίζεται με τη γεωμετρική τέχνη: ~ά: αγγεία/είδωλα. Βλ. πρωτο~. 3. (κατ' επέκτ.) συμμετρικός: ~ός: σχεδιασμός. ~ή: διάταξη. ● επίρρ.: γεωμετρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμετρική εποχή/περίοδος & γεωμετρικοί χρόνοι: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. περίοδος που εκτείνεται από τον 11ο μέχρι τον 8ο αι. π.Χ.· κατ' επέκτ. ο πολιτισμός της συγκεκριμένης εποχής., γεωμετρική τέχνη: ΑΡΧΑΙΟΛ. η τέχνη της γεωμετρικής περιόδου, η οποία χαρακτηρίζεται από αυστηρές μορφές, γεωμετρικά και γραμμικά σχέδια καθώς και αρμονική διαίρεση των μερών των αγγείων., γεωμετρική πρόοδος βλ. πρόοδος, γεωμετρικός τόπος βλ. τόπος ● ΦΡ.: με γεωμετρική πρόοδο βλ. πρόοδος [< 1: αρχ. γεωμετρικός 2,3: γαλλ. géometrique]
  • γεωμετρικότητα γε-ω-με-τρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): συμμετρία: αυστηρή/λιτή ~. ~ του χώρου. Βλ. -ότητα.
  • γεώμηλο γε-ώ-μη-λο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ΒΟΤ. πατάτα. [< γαλλ. pomme de terre]
  • γεωμορφές γε-ω-μορ-φές ουσ. (θηλ.) (οι): ΓΕΩΜΟΡΦ. φυσικοί σχηματισμοί της γήινης επιφάνειας. Βλ. βουνό, λόφος.
  • γεωμορφολογία γε-ω-μορ-φο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. κλάδος που μελετά το γήινο ανάγλυφο, καθώς και τις ενδογενείς (ηφαιστειότητα, τεκτονισμός) και εξωγενείς (επίδραση αέρα, νερού) δυνάμεις που επιδρούν στη διαμόρφωσή του: εφαρμοσμένη/παράκτια/περιβαλλοντική/υποθαλάσσια ~. 2. (κατ΄επέκτ.) η μορφολογία μιας περιοχής: ~ του εδάφους. H ~ του τόπου ορίζεται από λίμνες και ψηλά βουνά. [< αγγλ. geomorphology, γαλλ. géomorphologie, 1939]
  • γεωμορφολογικός , ή, ό γε-ω-μορ-φο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΜΟΡΦ. που σχετίζεται με τη γεωμορφολογία: ~ός: χάρτης (πβ. γεωφυσικός). ~ή: εξέλιξη. ~ό: ανάγλυφο. ~οί: σχηματισμoí (λιθόσφαιρας). ~ά: χαρακτηριστικά (= γεωμορφές). [< αγγλ. geomorphological, γαλλ. geomorphologique]
  • γεωοικονομία γε-ω-οι-κο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. κλάδος που μελετά τη δυναμική σχέση της οικονομικής δραστηριότητας με το γεωγραφικό περιβάλλον σε τοπική ή διεθνή κλίμακα: πολιτική ~. Βλ. γεω-πολιτική, -στρατηγική. [< αγγλ. geo-economics, 1981]
  • γεωοικονομικός , ή, ό γε-ω-οι-κο-νο-μι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη γεωοικονομία: ~ά: συμφέροντα. [< αγγλ. geoeconomic]
  • γεωπαθητικός , ή, ό γε-ω-πα-θη-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την γεωπαθολογία: ~ή: ακτινοβολία (= γεωακτινοβολία)/ένταση. ~ό: στρες. ~ά: πεδία. Βλ. -παθητικός. ΣΥΝ. γεωπαθογόνος [< αγγλ. geopathic]
  • γεωπαθογόνος , ος, ο γε-ω-πα-θο-γό-νος επίθ.: γεωπαθητικός: ~οι: κόμβοι. ~ες: ακτινοβολίες/ζώνες. Βλ. -γόνος, γεω-.
  • γεωπαθολογία γε-ω-πα-θο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ): μελέτη της γήινης και της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και του τρόπου που αυτές επηρεάζουν τον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Βλ. γεω-, ραδιαισθησία, φενγκ σούι. [< αγγλ. geopathology]
  • γεωπάρκο γε-ω-πάρ-κο ουσ. (ουδ.) & γεωλογικό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. οριοθετημένη και προστατευμένη περιοχή που περικλείει σημαντικό αριθμό γεωτόπων με γεωλογικό και ενίοτε αρχαιολογικό, οικολογικό, ιστορικό ή πολιτιστικό ενδιαφέρον, μέσα στην οποία είναι δυνατόν να αναπτυχθούν οικονομικές δραστηριότητες στα πλαίσια της αειφόρου ανάπτυξης: ~ απολιθωμένου δάσους. ~α και γεωτουρισμός/περιβαλλοντική εκπαίδευση. Βλ. δρυμός. [< αγγλ. geopark]
  • γεωπεριβάλλον γε-ω-πε-ρι-βάλ-λον ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΛ. το ανώτερο τμήμα της λιθόσφαιρας με το οποίο έρχεται σε άμεση επαφή ο άνθρωπος και το οποίο επηρεάζει τις συνθήκες ύπαρξης και ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. [< αγγλ. geoenvironment]
  • γεωπεριβαλλοντικός , ή, ό γε-ω-πε-ρι-βαλ-λο-ντι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με το γεωπεριβάλλον: Γεωτεχνική και ~ή Μηχανική. [< αγγλ. geoenvironmental]

βουνό

βουνό βου-νό ουσ. (ουδ.) 1. φυσικό ύψωμα γης που ξεπερνά τα τριακόσια μέτρα σε ύψος (είναι δηλ. μεγαλύτερο από τον λόφο): απόκρημνο/ιερό/κακοτράχαλο/καταπράσινο/χιονισμένο/ψηλό ~. Γυμνό/φαλακρό ~ (: χωρίς δέντρα). (ΜΥΘ.) Το ~ των θεών (: ο Όλυμπος). Κορυφή/μονοπάτια/πλαγιά/πρόποδες (παρυφές/ρίζες/υπώρειες) ~ού. Τσάι/χόρτα του ~ού. Απάτητα/δασωμένα/δύσβατα/πετρώδη ~ά. ~ά με απότομα φαράγγια/βαθιές χαράδρες/πλούσια βλάστηση. ~ά και πεδιάδες. ~ που υψώνεται στα βόρεια του νομού. Διασχίζω/κατεβαίνω το ~. Ανεβαίνω στο/το ~. Ο ήλιος έδυσε πίσω από τα ~ά. Περιοχή που περιβάλλεται από ~ά. Πβ. όρος. Βλ. παγόβουνο, πρόβουνο.|| (Αθλήματα/σπορ ~ού:) Ποδηλασία/σκι ~ού. Ανάβαση/αναρρίχηση/ορειβασία/πεζοπορία σε ~. 2. (κατ΄επέκτ.) ορεινή περιοχή: άνθρωπος του ~ού (= βουνίσιος). Διακοπές/ταξίδι στο ~ (βλ. στη θάλασσα). Ζει στα ~ά. 3. (μτφ.-εμφατ.) πληθώρα, σωρός· ειδικότ. για κάτι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο ή μεγάλο, ογκώδες: ~ από άπλυτα (= ίσα με το ταβάνι)! ~ά σκουπιδιών/από σκουπίδια. Σκυμμένος πάνω από ένα ~ βιβλία. Πβ. πλήθος, στοίβα, σωρεία.|| ~ οι δυσκολίες/τα εμπόδια/τα προβλήματα/τα χρέη. Η υπόθεση μού φαίνεται/φαντάζει ~! Πβ. σκόπελος, τροχοπέδη, φραγμός.|| Κύματα ~ά (= τεράστια). ● Υποκ.: βουναλάκι & (λαϊκό-λογοτ.) βουνάκι & βουνί (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ποδήλατο βουνού βλ. ποδήλατο ● ΦΡ.: (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά!: ευχή για υγεία και μακροζωία: Να 'σαι γερός ~ ~!|| Έργο αθάνατο σαν ~ ~., από το βουνό κατέβηκε; (ειρων.-μειωτ.): για άνθρωπο ανίδεο ή αγροίκο, αγενή. ΣΥΝ. κατέβηκε/ήρθε/είναι από τα Γκράβαρα, βουνά και λαγκάδια: δύσβατες περιοχές, συνήθ. μακρινές: Περάσαμε μέσα από ~ ~., βουνό με βουνό δεν σμίγει: για να δηλωθεί ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι. Βλ. καλώς τα μάτια μου τα δυο!, σαν τα χιόνια!, η τρέλα δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους) (παροιμ.): λέγεται για πράξεις παράλογες, απερίσκεπτες., μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια (παροιμ.): όποιος έχει συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στο παρελθόν, αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις αντιξοότητες. ΣΥΝ. ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά (μτφ.): μπορεί να πετύχει ακόμα και κάτι θεωρητικά ανέφικτο., παίρνω τα (όρη και τα) βουνά (μτφ.) 1. φεύγω μακριά, συνήθ. επειδή βρίσκομαι σε κίνδυνο ή/και σε απόγνωση. 2. (σπάν.) τρελαίνομαι, παραφρονώ., στα όρη, στ' άγρια βουνά & στα όρη και στα βουνά (προφ.): πάρα πολύ μακριά (και απόκρημνα): Τι γύρευαν ~ ~ μες στα μεσάνυχτα; Ήταν ανάγκη να τρέχεις ~ ~;, τύχη βουνό (προφ.): (συνήθ. σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος) πολύ μεγάλη, εξαιρετική τύχη: ~ ~ είχε ο οδηγός του ΙΧ που έπεσε στον γκρεμό και σώθηκε., βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) βλ. κρατώ, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ [< μεσν. βουνό(ν)]

γεω- & γεώ-

γεω- & γεώ-: λεξικό πρόθημα επιστημονικών τομέων και όρων με αναφορά στη γη: γεω-γραφία/~δαισία/~θερμία/~λογία/~μαγνητισμός/~μορφολογία/~οικονομία/~πολιτική/~πονία/~ραντάρ/~στρατηγική/~φυσική/~χημεία. Γεώ-φυτα. Βλ. γαιο-, γη-.|| Γεω-τεμάχιο (πβ. αγρο-).

γεωεπιστήμες

γεωεπιστήμες [γεωεπιστῆμες] γε-ω-ε-πι-στή-μες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στο θηλ. γεωεπιστήμη}: επιστήμες που έχουν ως αντικείμενο μελέτης τον πλανήτη Γη. Βλ. γεω-δαισία, -λογία, -φυσική, -χημεία. [< αγγλ. geoscience, 1942, γαλλ. géosciences, 1972]

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

δρυμός

δρυμός δρυ-μός ουσ. (αρσ.) (επίσ.): δάσος με ψηλά και πυκνά δέντρα: φυσικός ~. ΣΥΝ. δρυμώνας ● ΣΥΜΠΛ.: εθνικός δρυμός: μεγάλη δασική έκταση που προστατεύεται από το κράτος λόγω του σπάνιου φυσικού πλούτου της., μέλανας δρυμός βλ. μέλας [< αρχ. δρυμός]

μαθηματικός

μαθηματικός μα-θη-μα-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τα μαθηματικά· ειδικότ. καθηγητής μαθηματικών. [< αρχ. μαθηματικός, γαλλ. mathématicien, αγγλ. mathematician, γερμ. Μathematiker]

-μαντεία

-μαντεία: το ουσιαστικό μαντεία ως β' συνθετικό λέξεων: αριθμο~ (βλ. -λογία)/γεω~/καφε~/νεκρο~ (= νεκυο~)/ονειρο~/πυρο~/χαρτο~/χειρο~.

-μέτρης

-μέτρης (λόγ.): επίθημα αρσενικών κυρ. ουσιαστικών που δηλώνουν τον ειδικό σε συγκεκριμένες μετρήσεις: οπτο~/χρονο~/χωρο~. Bλ. -μετρητής, -μετρο.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-παθητικός

-παθητικός, ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο υφίσταται μία κατάσταση ή προκαλεί συγκεκριμένα συναισθήματα: τηλε~.|| (σπανιότ. ουσιαστικοπ., για ειδικό θεραπευτή) Ο/η ομοιο~/οστεο~.|| Aντι~/συμ~. Πβ. -παθής.

πρόοδος

πρόοδος πρό-ο-δος ουσ. (θηλ.) {προόδ-ου} 1. σταδιακή εξέλιξη προς το καλύτερο, βαθμιαία βελτίωση· γενικότ. ανάπτυξη: επαγγελματική/επιστημονική/κοινωνική/ουσιαστική/πνευματική/πολιτική/σημαντική/σταθερή/συνεχής/τεχνολογική/ψηφιακή ~. Η ~ των εργασιών/του έργου/του προγράμματος. ~ της γενετικής/της πληροφορικής/της τεχνολογίας/της χώρας (πβ. προκοπή). ~ στην ιατρική. Αναφορά/δελτίο/έκθεση/παρακολούθηση/πορεία/ρυθμός/στοιχεία ~ου. Άλμα ~ου. Επιτεύχθηκε/σημειώθηκε ~ στην αντιμετώπιση της νόσου. Έχει συντελεστεί αλματώδης/θεαματική ~ σε όλους τους τομείς. ~ στις διαπραγματεύσεις/σχέσεις των δύο χωρών. Έχουν γίνει μεγάλα βήματα ~ου στην οικονομία. Έχει κάνει μεγάλη ~ο. Πραγματική ~ θα υπάρξει μόνο αν συνεργαστούν όλοι. Νέα ~ στην εξωσωματική γονιμοποίηση. || Βαθμός ετήσιας ~ου μαθητή. 2. (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) εξέταση σε ένα μέρος της ύλης πριν από την εξεταστική περίοδο: ~ στην οργανική χημεία. Αποτελέσματα/τεστ ~ου. ~οι μαθημάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμητική πρόοδος: ΜΑΘ. ακολουθία αριθμών στην οποία κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενό του με πρόσθεση του ίδιου σταθερού αριθμού: διαδοχικοί όροι ~ής ~ου. [< γαλλ. progression arithmétique] , γεωμετρική πρόοδος: ΜΑΘ. ακολουθία αριθμών στην οποία κάθε όρος προκύπτει από τον προηγούμενό του με πολλαπλασιασμό επί τον ίδιο σταθερό αριθμό: αύξουσα/φθίνουσα ~ ~. [< γαλλ. progression géométrique] , απαλλακτική εργασία/πρόοδος βλ. απαλλακτικός, έλεγχος (της) προόδου βλ. έλεγχος ● ΦΡ.: καλή πρόοδο!: ευχή κυρ. σε μαθητή, για να πάει καλά στις σπουδές του: Σας εύχομαι καλή σχολική χρονιά και ~ ~!, με γεωμετρική πρόοδο & με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου (μτφ.): με γρήγορους, ταχύτατους ρυθμούς: Τα κρούσματα της νόσου αυξάνονται ~ ~. Ο πληθυσμός της Γης αυξάνεται ~ ~. [< 1: μτγν. πρόοδος, γαλλ. progrès, αγγλ. progress]

τόπος

τόπος τό-πος ουσ. (αρσ.) 1. συγκεκριμένη έκταση γης, τοποθεσία, περιοχή: βραχώδης/γόνιμος/επίπεδος/έρημος/μακρινός ~. Πβ. έδαφος.|| Γενέθλιος/φιλόξενος ~ (πβ. πόλη, χώρα). ~ γέννησης/διαμονής/διεξαγωγής (αγώνων)/εγκατάστασης/έκδοσης/κατοικίας/παραγωγής/παραθερισμού/προορισμού. ~ εισαγωγής/εξαγωγής προϊόντων. Ο ~ του ατυχήματος/του μαρτυρίου/της μάχης. Άγονος, φτωχός ~. Εδώ είναι ο ~ όπου ... Μετακίνηση από ~ο σε ~ο/προς και από τον ~ο εργασίας. Αρχαιολογικοί/ιεροί/ιστορικοί ~οι. ~οι λατρείας. Ανεξερεύνητοι ~οι της Γης. Παραμύθια από ~ους της Ασίας. Έχει ισχυρούς δεσμούς με τον ~ο καταγωγής του. Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύτηκαν να φτάσουν στον ~ο της τραγωδίας. Ιδανικός ~ για ... Η ενότητα του ~ου στο κλασικό θέατρο.|| (ΓΡΑΜΜ.) Επιρρηματικός προσδιορισμός του ~ου. ΣΥΝ. μέρος (2) 2. χώρος: Πιάνει πολύ ~ο. Κάνε ~ο να περάσω. Έχει γεμίσει ο ~ σκουπίδια. 3. η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου: Γύρισε στον ~ο του. Η ιστορία του ~ου μας. 4. ΛΟΓΟΤ. -ΡΗΤΟΡ. παραδοσιακό μοτίβο, λογοτεχνική σύμβαση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Τόποι: ΕΚΚΛΗΣ. οι περιοχές της αρχαίας Παλαιστίνης όπου έζησε και δίδαξε ο Χριστός., γεωμετρικός τόπος: ΜΑΘ. το σύνολο όλων των σημείων που έχουν μόνο αυτά μία κοινή χαρακτηριστική ιδιότητα. [< νεολατ. locus] , αρχαιολογική θέση/αρχαιολογικός τόπος βλ. αρχαιολογικός, δικτυακός τόπος/χώρος βλ. δικτυακός, κοινός τόπος βλ. κοινός, κρανίου τόπος βλ. κρανίο, τόπος αναπαύσεως βλ. ανάπαυση, τόπος του εγκλήματος βλ. έγκλημα ● ΦΡ.: εις τόπον χλοερόν/εν τόπω χλοερώ: ΕΚΚΛΗΣ. (στη νεκρώσιμη ακολουθία) για τον τόπο όπου βρίσκεται ο νεκρός: Απεβίωσεν/αποδήμησε εις ~ ~. Αναπαύεται/βρίσκεται εν ~ ~., επί τόπου (λόγ.): επιτόπου., κατά τόπους: κατά περιοχές, τοπικά: ηλιοφάνεια και λίγη ~ ~ συννεφιά.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ (= τοπικές) διευθύνσεις/υπηρεσίες. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να απευθύνονται στα ~ ~ γραφεία του Οργανισμού., πιάνει τόπο (προφ.): για κάτι που έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά: Οι κόποι/τα λεφτά/οι συμβουλές του έπιασαν ~., τόπο στα νιάτα: για να δηλωθεί ότι πρέπει να παραμερίζουν οι μεγαλύτεροι ή γεροντότεροι, ώστε να δίνονται ευκαιρίες στους νέους: Δώστε ~ ~!, αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο βλ. αδειάζω, ατάκα κι επί τόπου βλ. ατάκα, αφήνω στον τόπο βλ. αφήνω, βρόμησε ο τόπος βλ. βρομώ, δεν με χωρά(ει) ο τόπος βλ. χωρώ, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, έμεινε στον τόπο βλ. μένω, κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη βλ. ζακόνι, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, κατά τόπο(ν) αρμοδιότητα βλ. αρμοδιότητα, κουνήσου από τη θέση σου βλ. κουνώ, ουδείς προφήτης στον τόπο του βλ. προφήτης, παπούτσι απ' τον τόπο σου κι ας είναι (/είν' και) μπαλωμένο βλ. παπούτσι, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. τόπος ‘θέση, μέρος, θέμα’, γαλλ. lieu, γερμ. Topos, αγγλ. topos]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.