Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11320-11340]


  • γεωπληροφορία γε-ω-πλη-ρο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. γεωγραφική πληροφορία η οποία προκύπτει από την ψηφιακή αξιοποίηση γεωγραφικών δεδομένων. [< αγγλ. geoinformation]
  • γεωπληροφορική γε-ω-πλη-ρο-φο-ρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΠΛΗΡΟΦ. κλάδος με αντικείμενο την ανάπτυξη και αξιοποίηση τεχνολογιών πληροφορικής για τη συλλογή, διαχείριση, μοντελοποίηση και οπτικοποίηση χωροχρονικών δεδομένων, με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων της γεωγραφίας, των γεωεπιστημών και των σχετικών κλάδων της μηχανολογίας: Εφαρμοσμένη ~. Βλ. ανθρωπογεωγραφία, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ακρ. ΓΣΠ), τζι πι ες. [< αγγλ. geoinformatics]
  • γεωπληροφορικός , ή, ό γε-ω-πλη-ρο-φο-ρι-κός επίθ.: ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τη γεωπληροφορική: ~ός: σταθμός. ~ές: τεχνικές. ~ά: δεδομένα/συστήματα. ● Ουσ.: γεωπληροφορικός (ο/η): ειδικός στη γεωπληροφορική: ~-Τοπογράφος.
  • γεωπολιτική γε-ω-πο-λι-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΠΟΛΙΤ. ο συνδυασμός των γεωγραφικών, δημογραφικών, οικονομικών και πολιτικών παραγόντων που επηρεάζουν μια περιοχή ή ένα έθνος και διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική του· η μελέτη της σχέσης τους· η σχετική κυβερνητική πολιτική: η ~ του πετρελαίου. Άμυνα/διεθνείς ανταγωνισμοί και ~. Η ~ των ακριτικών περιοχών. Βλ. γεω-οικονομία, -στρατηγική. [< γερμ. Geopolitik, 1924, γαλλ. géopolitique, 1924, αγγλ. geopolitics, 1904]
  • γεωπολιτικός , ή, ό γε-ω-πο-λι-τι-κός επίθ.: ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με τη γεωπολιτική: ~ός: κίνδυνος/ρόλος/χάρτης. ~ή: ανάλυση/αστάθεια/διάσταση/θέση/σημασία/στρατηγική. ~ό: παιχνίδι. ~οί: συσχετισμοί. ~ές: ανακατατάξεις/ανατροπές/εντάσεις/θεωρίες/ισορροπίες. ~ά: οφέλη/παιχνίδια/συμφέροντα. ● επίρρ.: γεωπολιτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. géopolitique,1924, αγγλ. geopolitical, 1902]
  • γεωπονία γε-ω-πο-νί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΠ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο όλες τις θεωρητικές γνώσεις και πρακτικές μεθόδους που απαιτούνται για τη συστηματική καλλιέργεια της γης, με σκοπό την παραγωγή και βελτίωση των φυτικών και ζωικών προϊόντων: ~ και αγροτική ανάπτυξη. Εφαρµογές βιοτεχνολογίας στη ~. Βλ. ζωοτεχνία. ΣΥΝ. Γεωπονική (2) [< μτγν. γεωπονία 'καλλιέργεια της γης', γαλλ. géoponie, αγγλ. geoponics]
  • γεωπονικός , ή, ό γε-ω-πο-νι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που σχετίζεται με τη γεωπονία: ~ός: κλάδος. ~ή: βιοτεχνολογία/επιστήμη. ~ό: Πανεπιστήμιο. ~ές: επιχειρήσεις. ~οί και κτηνιατρικοί έλεγχοι. ● Ουσ.: Γεωπονική (η) 1. ενν. Σχολή. 2. γεωπονία. [< μτγν. γεωπονικός, γαλλ. géoponique, αγγλ. geoponic]
  • γεωπόνος γε-ω-πό-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη γεωπονία: Τεχνολόγος ~. Αγρότες και ~οι. [< μτγν. γεωπόνος 'γεωργός', γαλλ. géopone]
  • γεώραμα βλ. γαιόραμα
  • γεωραντάρ γε-ω-ρα-ντάρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΓΕΩΦ. μέθοδος ανίχνευσης του υπεδάφους βασισμένη στην εκπομπή και λήψη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, με σκοπό τον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση υπόγειων δικτύων και γεωλογικών ή ανθρωπογενών δομών καθώς και τον μη καταστροφικό έλεγχο δομικών στοιχείων κατασκευών: κεραίες (του) ~. Προσδιορισμός του βάθους του υδροφόρου ορίζοντα με ~. Το οδόστρωμα ερευνήθηκε με ~. Βλ. διασκόπηση. [< αγγλ. georadar]
  • γεωργία γε-ωρ-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΡΓ. πρωτογενής τομέας της οικονομίας ο οποίος συνδέεται με τη συστηματική καλλιέργεια της γης για την παραγωγή προϊόντων, με σκοπό την κάλυψη κυρ. διατροφικών αναγκών των ανθρώπου: αρδευόμενη/εντατική/επιστημονική/επιχειρηματική/ολοκληρωμένη/παραδοσιακή/συμβατική/συμβολαιακή ~. Εκ(βιο)μηχάνιση της ~ας. Βλ. αλιεία, δασοπονία, δενδροκομία, κηπουρική, κτηνοτροφία. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογική/βιώσιμη/οικολογική/οργανική γεωργία/καλλιέργεια: ΓΕΩΠ. μέθοδος παραγωγής προϊόντων που αποκλείει ή αποφεύγει τη χρήση συνθετικών ουσιών (φυτοφαρμάκων) και τις γενετικές τροποποιήσεις και ακολουθεί παραδοσιακές γεωργικές πρακτικές (αμειψισπορά) ή σύγχρονες που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον. Πβ. βιο-δυναμική, -καλλιέργεια. Βλ. αειφορία, φυσική καλλιέργεια. [< αγγλ. organic farming] [< αρχ. γεωργία ‘καλλιέργεια, αγροτική εκμετάλλευση’]
  • γεωργικός , ή, ό γε-ωρ-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΡΓ. που σχετίζεται με τη γεωργία: ~ός: εκσυγχρονισμός/οικισμός/πληθυσμός/συνεταιρισμός. ~ή: ανάπτυξη/απόδοση/βιομηχανία/βιοποικιλότητα/δραστηριότητα/εντομολογία/ζώνη/επανάσταση (πβ. νεολιθική ~)/μετεωρολογία/μηχανική/οικονομία/παραγωγή/περιοχή/πολιτική/τεχνολογία/υδραυλική (βλ. άρδευση)/χημεία. ~ό: εισόδημα. ~οί: δασμοί/σύμβουλοι. ~ές: εκμεταλλεύσεις/εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: απόβλητα/εργαλεία/μηχανήματα/προϊόντα/φάρμακα. ~ και κηπουρικός/φυτοκομικός εξοπλισμός. Πβ. αγροτικός. Βλ. κτηνοτροφικός. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωργικά φάρμακα βλ. φάρμακο, γεωργικός ελκυστήρας βλ. ελκυστήρας [< αρχ. γεωργικός, αγγλ. agricultural]
  • γεωργοκτηνοτροφικός , ή, ό γε-ωρ-γο-κτη-νο-τρο-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Βλ. αγροτικός.
  • γεωργοκτηνοτρόφος γε-ωρ-γο-κτη-νο-τρό-φος ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασκεί παράλληλα το επάγγελμα του γεωργού και του κτηνοτρόφου. Βλ. αγρότης.
  • γεωργοοικονομολόγος γε-ωρ-γο-οι-κο-νο-μο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΟΙΚΟΝ. επιστήμονας ειδικευμένος στον τομέα της αγροτικής οικονομίας: γεωπόνος-~.
  • γεωργός γε-ωρ-γός ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη γεωργία: Ο ~ θερίζει/καλλιεργεί/σπέρνει το χωράφι. Πβ. αγρότης, καλλιεργητής. Βλ. κτηνοτρόφος. [< αρχ. γεωργός] ΓΕΩΡΓΟΣ
  • γεωσκώληκας γε-ω-σκώ-λη-κας ουσ. (αρσ.) & γαιοσκώληκας: ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (επιστ. ονομασ. Oligochaeta lumbricus) με μακρόστενο σώμα χωρισμένο σε δακτυλίους, το οποίο ζει στο χώμα και τρέφεται με νεκρή οργανική ύλη, συντελώντας στην ανανέωση και τον εμπλουτισμό του εδάφους. Πβ. σκουληκαντέρα. Βλ. αποικοδομητής, κομποστοποίηση. [< γαλλ. ver de terre]
  • γεωστατική γε-ω-στα-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΛ. κλάδος που μελετά τη στατική της Γης. [< γαλλ. géostatique, αγγλ. geostatics]
  • γεωστατικός , ή, ό γε-ω-στα-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΛ. που σχετίζεται με την πίεση που ασκείται από το βάρος υπερκείμενου βράχου ή παρεμφερούς μάζας: ~ή: καταπόνηση (πρανών). ~ό: πεδίο. ~ά: φορτία. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωστατική τροχιά: ΑΣΤΡΟΝ. κυκλική τροχιά στο επίπεδο του Ισημερινού, στην οποία ένας τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος που περιστρέφεται με την ίδια γωνιακή ταχύτητα με τη Γη, φαίνεται πως παραμένει ακίνητος. [< αγγλ. geostationary orbit, 1961]
  • γεωστατιστική γε-ω-στα-τι-στι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΣΤΑΤΙΣΤ. εφαρμογή στατιστικών τεχνικών σε γεωχωρικά δεδομένα: εφαρμοσμένη ~. [< αγγλ. geostatistics, γαλλ. géostatistique]

αγροτικός

αγροτικός, ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]

αειφορία

αειφορία [ἀειφορία] α-ει-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. αρχή και μοντέλο διαχείρισης όλων των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων που επιδιώκει να εναρμονίσει την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς με την προστασία του περιβάλλοντος, βάσει ενός μακροπρόθεσμου, ολιστικού και διεπιστημονικού σχεδιασμού· βιωσιμότητα: κοινωνική/οικονομική/περιβαλλοντική ~. ~ και ποιότητα ζωής. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος/αξιοβίωτη ανάπτυξη. Βλ. διατηρησιμότητα. 2. (σπάν.-κατ' επέκτ.) διαρκής ανάπτυξη: λογοτεχνική ~. Βλ. -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων βλ. κάρπωση [< αγγλ. sustainability, 1972]

αλιεία

αλιεία [ἁλιεία] α-λι-εί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) δραστηριότητα που αποσκοπεί στην εκμετάλλευση του ζωικού και φυτικού πλούτου της θάλασσας, ψάρεμα: βιομηχανική/διεθνής/εμπορική/επαγγελματική/θαλάσσια/λαθραία (= λαθρ~)/παράκτια/παράνομη/πελαγική/υπερπόντια/υποβρύχια ~. ~ ανοιχτής θάλασσας/εσωτερικών υδάτων (: σε ποταμούς και λίμνες). ~ γαύρου/μαργαριταριών/οστρακοειδών/σφουγγαριών (: σπογγ~). ~ βυθού/επιφανείας. Άδεια/απαγόρευση/ζώνη/προϊόντα ~ας. Πβ. αλίευση, ψαρική. Βλ. γεωργία, κτηνοτροφία, κυνήγι, ναρκ~, υπερ~. 2. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) συστηματική αναζήτηση και συγκέντρωση ή προσέλκυση: ~ ψήφων. Πβ. άγρα, κυνήγι, συλλογή. [< αρχ. ἁλιεία]

ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία [ἀνθρωπογεωγραφία] αν-θρω-πο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού στη Γη καθώς και την αλληλεπίδραση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου: ~ της φτώχειας/των φυσικών καταστροφών. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. anthropogéographie, αγγλ. anthropogeography]

αποικοδομητής

αποικοδομητής [ἀποικοδομητής] α-ποι-κο-δο-μη-τής ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ. μικροοργανισμός, βακτήριο ή μύκητας, που προκαλεί αποικοδόμηση. [< αγγλ. decomposer]

γαιόραμα

γαιόραμα γαι-ό-ρα-μα ουσ. (ουδ.) & γεώραμα: απεικόνιση της επιφάνειας της Γης σε χάρτη μεγάλης κλίμακας. [< γαλλ. géorama, αγγλ. georama]

διασκόπηση

διασκόπηση δι-α-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ΤΕΧΝΟΛ. επιστημονική μέθοδος ανίχνευσης στοιχείων στο έδαφος: γεωφυσική/ηλεκτρική/ηχητική/μαγνητική ~. ~ και χαρτογράφηση πυθμένα. ~ για τον εντοπισμό ορυκτών πρώτων υλών. Αρχαιομετρικές ~ήσεις. Βλ. γεωραντάρ, -σκόπηση. [< μεσν. διασκόπησις 'εξέταση με προσοχή', γαλλ. prospection]

ελκυστήρας

ελκυστήρας [ἑλκυστήρας] ελ-κυ-στή-ρας ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. μηχανοκίνητο όχημα ειδικά σχεδιασμένο για να έλκει ή να θέτει σε κίνηση εργαλεία, μηχανές ή ρυμουλκούμενα: δασικός/ερπυστριοφόρος/οδικός ~. Πβ. ρυμουλκό, τράκτορας. Βλ. αν~, επικαθήμενο, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωργικός ελκυστήρας: τρακτέρ. [< αρχ. ἑλκυστήρ ‘εμβρυουλκός’, γαλλ. tracteur]

ζωοτεχνία

ζωοτεχνία ζω-ο-τε-χνί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ζ): ΖΩΟΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των συνηθειών και των μεθόδων αναπαραγωγής των κατοικίδιων κυρ. ζώων, καθώς και με τα μέσα βελτίωσης του είδους και των συνθηκών εκτροφής τους. Βλ. -τεχνία. [< γαλλ. zootechnie, αγγλ. zootechny]

κτηνοτροφικός

κτηνοτροφικός, ή, ό κτη-νο-τρο-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την κτηνοτροφία: ~ός: κλάδος/συνεταιρισμός. ~ή: δραστηριότητα/εκμετάλλευση/ζώνη/μονάδα/παραγωγή. ~ές: εγκαταστάσεις/εκτάσεις (= βοσκότοποι)/επιχειρήσεις. ~ά: είδη/προϊόντα (π.χ. κρέας, μαλλί, γάλα και γαλακτοκομικά)/φυτά (: κατάλληλα για ζωοτροφή, π.χ. βίκος, τριφύλλι, σανός· πβ. χορτονομή). Πβ. ζωοτροφικός. Βλ. πτηνο-, χοιρο-τροφικός. ● ΣΥΜΠΛ.: κτηνοτροφικό πάρκο: κτηνοτροφική περιοχή οργανωμένη με βάση χωροταξική μελέτη η οποία προβλέπει τη δημιουργία των απαραίτητων υποδομών και την οριοθέτηση συγκεκριμένου αριθμού εκτάσεων για την κτηνοτροφία.

κτηνοτρόφος

κτηνοτρόφος κτη-νο-τρό-φος ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ.}: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την κτηνοτροφία: μετακινούμενοι/νομάδες ~οι. Πβ. ζωοτρόφος. Βλ. αγρότης, γεωργός, -τρόφος. [< μτγν. κτηνοτρόφος]

φάρμακο

φάρμακο φάρ-μα-κο ουσ. (ουδ.) {φαρμάκ-ου | -ων} 1. ΦΑΡΜΑΚ. -ΙΑΤΡ. χημικό παρασκεύασμα με θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανακούφιση ή αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών ή παθήσεων του οργανισμού: αντιβιοτικό/δραστικό/εικονικό (πβ. πλασέμπο, ψευδο~)/ηρεμιστικό/υγρό (: σε υγρή μορφή)/φυσικό ~. Αναλγητικά (: παυσίπονα)/αντιγριπικά/αντικαταθλιπτικά/βιολογικά/γενόσημα/καταπραϋντικά/κτηνιατρικά/μαλακτικά/ομοιοπαθητικά/υπνωτικά/φυτικά ~α. Βιομηχανία/συνταγολόγιο ~ων. ~α ευρείας κυκλοφορίας. Νέο ~ κατά της νόσου του Πάρκινσον. Εμβόλια και ~α κατά των ιών. Αντοχή στα ~α (βλ. φαρμακοανθεκτικός). Εθνικός Οργανισμός ~ων (ακρ. ΕΟΦ). Πβ. γιατρικό, δισκίο, ταμπλέτα, χάπι. Βλ. παραφάρμακα, ραδιο~, ψυχοφάρμακα. 2. (μτφ.) καθετί που απαλλάσσει από δυσάρεστη κατάσταση: Το ~ για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι ... Βλ. πανάκεια. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε κάνει καλό, συμβάλλει στην ανθρώπινη υγεία: Η άσκηση είναι το καλύτερο ~. Πβ. βάλσαμο. 4. χημική ουσία για τον καθαρισμό ταπήτων, υφασμάτων και την απολύμανση χώρων: οικολογικά ~α. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωργικά φάρμακα: ΓΕΩΠ. φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών των φυτών ή για την προστασία τους από μικροοργανισμούς. Βλ. εντομο-, ζιζανιο-, μυκητο-κτόνο, φυτοφάρμακο., μη συνταγογραφούμενα φάρμακα βλ. συνταγογραφούμενος, ορφανό φάρμακο βλ. ορφανός [< 1,2: αρχ. φάρμακον, γαλλ. médicine, αγγλ. medicine, medicament]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.