Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1540-1560]


  • αγρολήπτης [ἀγρολήπτης] α-γρο-λή-πτης ουσ. (αρσ.) (συνήθ. παλαιότ.): ΝΟΜ. πρόσωπο που αναλαμβάνει με ειδική συμφωνία την καλλιέργεια ξένης αγροτικής έκτασης: επίμορτος ~. Μισθωτής ή ~ της γεωργικής εκμετάλλευσης. Κολίγοι και ~ες. Βλ. -λήπτης. ΣΥΝ. σέμπρος
  • αγροληψία [ἀγροληψία] α-γρο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΝΟΜ. εκμετάλλευση ξένων αγροτικών εκτάσεων κατόπιν ειδικής συμφωνίας. Βλ. αγρομίσθωση, -ληψία. ● ΣΥΜΠΛ.: επίμορτη/επίμορτος αγροληψία: ΝΟΜ. συμφωνία για μίσθωση αγροκτήματος, κατά την οποία το ετήσιο μίσθωμα ορίζεται σε ποσοστό επί των παραγόμενων καρπών.
  • αγρολογία [ἀγρολογία] α-γρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. η επιστήμη που μελετά τη διαμόρφωση, τη σύσταση και τις ιδιότητες της καλλιεργήσιμης γης. Βλ. -λογία. [< γαλλ. agrologie, αγγλ. agrology, 1916]
  • αγρομετεωρολογία [ἀγρομετεωρολογία] α-γρο-με-τε-ω-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος της εφαρμοσμένης μετεωρολογίας που ασχολείται με τον καιρό και το κλίμα αναφορικά με την αγροτική δραστηριότητα· γεωργική μετεωρολογία. Βλ. κλιματολογία. [< αγγλ. agrometeorology, 1925, γαλλ. agrométéorologie]
  • αγρομετεωρολογικός , ή, ό [ἀγρομετεωρολογικός] α-γρο-με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στην αγρομετεωρολογία. [< αγγλ. agrometeorological, 1962]
  • αγρομίσθωση [ἀγρομίσθωση] α-γρο-μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. μίσθωση αγροτικής έκτασης για εκμετάλλευση με καταβολή χρηματικού ποσού. Βλ. αγροληψία.
  • αγρονομείο [ἀγρονομεῖο] α-γρο-νο-μεί-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. τμήμα της αγροφυλακής, με επικεφαλής τον αγρονόμο· συνεκδ. το σχετικό οίκημα: άδεια γεώτρησης από το ~.
  • αγρονομία [ἀγρονομία] α-γρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. οι νόμοι και οι διατάξεις που αναφέρονται στην αγροκαλλιέργεια· (συνήθ. συνεκδ.) η σχετική δημόσια υπηρεσία ή/και οι υπάλληλοί της. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τη γεωπονία) η επιστήμη που μελετά ζητήματα βιολογικής, χημικής ή άλλης φύσεως που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης. Πβ. αγροτεχνική. Βλ. αγροχημεία, -νομία. [< 1: μεσν. αγρονομία 'το αξίωμα του αγρονόμου' 2: γαλλ. agronomie, αγγλ. agronomy]
  • αγρονομικός , ή, ό [ἀγρονομικός] α-γρο-νο-μι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την αγρονομία: ~ές: διατάξεις/παραβάσεις. [< γαλλ. agronomique, αγγλ. agronomic]
  • αγρονομισματικός , ή, ό [ἀγρονομισματικός] α-γρο-νο-μι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την προσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών των αγροτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ή: αντιστάθμιση. ~ό: σύστημα. [< αγγλ. agri-monetary, 1976]
  • αγρονόμος [ἀγρονόμος] α-γρο-νό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (παλαιότ.) ανώτερος υπάλληλος της αγροφυλακής με διοικητικά καθήκοντα: Δασοφύλακας-~. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τον γεωπόνο) επιστήμονας ειδικευμένος στην αγρονομία: ~-τοπογράφος μηχανικός. Βλ. -νόμος. [< 1: αρχ. ἀγρονόμος ‘επιστάτης των αγρών’ 2: γαλλ. agronome, αγγλ. agronomist]
  • αγροοικολογία [ἀγροοικολογία] α-γρο-οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. η επιστήμη της οικολογίας, όπως αυτή εφαρμόζεται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και οργάνωση της γεωργίας. [< αγγλ. agroecology, 1967, γαλλ. agroécology, 1986]
  • αγροοικολόγος [ἀγροοικολόγος] α-γρο-οι-κο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΟΙΚΟΛ. επιστήμονας ειδικευμένος στην αγροοικολογία. [< αγγλ. agroecologist]
  • αγροοικοσύστημα [ἀγροοικοσύστημα] α-γρο-οι-κο-σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.): τεχνητό οικοσύστημα που δημιουργείται με την άσκηση της γεωργίας, για να ικανοποιήσει τις διατροφικές ανάγκες του ανθρώπου: ~ βιολογικής/συμβατικής καλλιέργειας. Τα ~ήματα εναλλάσσονται με νησίδες φυσικών οικοσυστημάτων (δάση, θαμνώνες, παραλίμνιες συστάδες). [< αγγλ. agroecosystem, 1968]
  • αγρόπολη [ἀγρόπολη ] α-γρό-πο-λη ουσ. (θηλ.): πόλη χτισμένη σε αγροτική περιοχή. Βλ. κηπούπολη.
  • αγρός [ἀγρός] α-γρός ουσ. (αρσ.) (επίσ.): καλλιεργήσιμη συνήθ. έκταση, χωράφι: ανοιχτός (ΑΝΤ. θερμοκήπιο)/ποτιστικός/χέρσος ~. ~ σε αγρανάπαυση. Πβ. κτήμα. ● ΦΡ.: αγρόν ηγόραζε/ηγόρασε βλ. αγοράζω [< αρχ. ἀγρός]
  • αγροτεμάχιο [ἀγροτεμάχιο] α-γρο-τε-μά-χι-ο ουσ. (ουδ.): τμήμα καλλιεργήσιμου αγρού: Πωλείται ~ υπό ένταξη στο σχέδιο πόλεως. Πβ. γεωτεμάχιο.
  • αγροτεχνική [ἀγροτεχνική] α-γρο-τε-χνι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. η εφαρμογή των πορισμάτων των γεωργικών επιστημών στις καλλιέργειες: παραγωγική ~. Πβ. αγρονομία.
  • αγροτεχνικός , ή, ό [ἀγροτεχνικός] α-γρο-τε-χνι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που σχετίζεται με την αγροτεχνική: ~ός: εξοπλισμός/συνεταιρισμός. ~ή: εταιρεία. ~ές: γνώσεις. ~ά: έργα. ● Ουσ.: αγροτεχνικός (ο/η): ειδικός στην αγροτεχνική.
  • αγρότης, αγρότισσα [ἀγρότης] α-γρό-της ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αγροτών}: γεωργός, πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την καλλιέργεια της γης (ή και την κτηνοτροφία). Βλ. (αγρο)καλλιεργητής, ξωμάχος, παραγωγός, χωρικός, μικρο~. [< αρχ. ἀγρότης ‘αγροτικός, χωριάτικος, κυνηγός’]

αγοράζω

αγοράζω [ἀγοράζω] α-γο-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {αγόρα-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αγοράζ-οντας, -όμενος, αγορα-σμένος} 1. αποκτώ κάτι με χρήματα: ~ δώρο/εισιτήρια/οικόπεδο/ρούχα/σπίτι/τρόφιμα. ~ άδεια (λ.χ. ταξί)/τα δικαιώματα (ενός βιβλίου)/πακέτο (υπηρεσιών)/το πρόγραμμα (π.χ. του θεάτρου)/χρόνο ομιλίας. Η εταιρεία ~σε το κανάλι/μετοχές/νέα γραφεία/το πλειοψηφικό μερίδιο. ~ (κάτι) ακριβά/από δεύτερο χέρι/επί πιστώσει/λιανικώς/για ένα κομμάτι ψωμί/μισοτιμής/(τοις) μετρητοίς/όσο όσο/νόμιμα/παράνομα/συνεταιρικά/σε τιμή ευκαιρίας/φτηνά/χονδρικώς. ~ με δόσεις/έκπτωση/ευκολίες πληρωμής/κλειστά μάτια. ~ από το ίντερνετ/σε πλειστηριασμό. Πόσο ~σες το πλυντήριο (: πόσο έκανε, κόστισε, στοίχισε); Η μαμά θα μου ~σει πατίνια (βλ. δωρίζω). Ο εξοπλισμός έχει ~στεί με κονδύλια του υπουργείου. ~όμενα είδη. Πβ. παίρνω. Βλ. προ~. ΑΝΤ. πουλώ (1) 2. (αρνητ. συνυποδ.) δωροδοκώ, εξαγοράζω: ~ διαιτητή/μάρτυρα/παίκτη/υπάλληλο (πβ. λαδώνω). ~ συνειδήσεις/ψήφους. Την ~σε με τα λεφτά του (: για ιδιοτελή ερωτική σχέση). Μεταχειρίζεται τους ανθρώπους σαν κάτι που πουλιέται και ~εται. Το μότο τους είναι ότι όλα ~ονται. ● ΦΡ.: αγοράζω χρόνο & (σπανιότ.) εξαγοράζω χρόνο (μτφ.): εξασφαλίζω χρόνο για την επίτευξη ενός στόχου: Η κυβέρνηση προσπαθεί να ~σει ~, για να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. Πβ. κερδίζω χρόνο., αγρόν ηγόραζε/ηγόρασε (λόγ.) & αγόραζε/αγόρασε: για να δηλωθεί αδιαφορία, παραμέληση κάποιων σοβαρών θεμάτων, καταστάσεων: Διαμαρτυρήθηκε στον προϊστάμενό του για την αδικία, αλλά εκείνος ~ ~. Πβ. πέρα βρέχει, ζαμανφού., σε πουλά(ει) και σ' αγοράζει: για άνθρωπο έξυπνο, επιτήδειο που πείθει ή εξαπατά εύκολα κάποιον: ~ ~ με ένα χαμόγελό της/χωρίς να το καταλάβεις. Πβ. είναι διαβόλου κάλτσα., (αγοράζω/παίρνω) γουρούνι στο σακί βλ. γουρούνι [< αρχ. ἀγοράζω]

αγροληψία

αγροληψία [ἀγροληψία] α-γρο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΝΟΜ. εκμετάλλευση ξένων αγροτικών εκτάσεων κατόπιν ειδικής συμφωνίας. Βλ. αγρομίσθωση, -ληψία. ● ΣΥΜΠΛ.: επίμορτη/επίμορτος αγροληψία: ΝΟΜ. συμφωνία για μίσθωση αγροκτήματος, κατά την οποία το ετήσιο μίσθωμα ορίζεται σε ποσοστό επί των παραγόμενων καρπών.

αγρομίσθωση

αγρομίσθωση [ἀγρομίσθωση] α-γρο-μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. μίσθωση αγροτικής έκτασης για εκμετάλλευση με καταβολή χρηματικού ποσού. Βλ. αγροληψία.

αγροχημεία

αγροχημεία [ἀγροχημεία] α-γρο-χη-μεί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. τομέας της εφαρμοσμένης χημείας που μελετά τις χημικές εισροές στη φυτική παραγωγή και κατ' επέκτ. ασχολείται με την παραγωγή λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών και φυτοορμονών: περιβαλλοντική ~. ~ και βιολογικές καλλιέργειες. [< γαλλ. agrochimie, 1960]

κηπούπολη

κηπούπολη κη-πού-πο-λη ουσ. (θηλ.): αστική ή συνήθ. προαστιακή περιοχή που περιλαμβάνει μεγάλες εκτάσεις πρασίνου και έχει χαμηλό συντελεστή δόμησης. Βλ. -ούπολη. [< γαλλ. cité-jardin]

κλιματολογία

κλιματολογία κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. επιστήμη η οποία εξετάζει τη μακρόχρονη στατιστική συμπεριφορά των κλιματικών αλλαγών ενός τόπου, τις αιτίες που τις προκαλούν και την εφαρμογή των κλιματολογικών στοιχείων στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων: γενική/δυναμική/εφαρμοσμένη/φυσική ~. Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Βλ. -λογία, βιο~, παλαιο~. [< γαλλ. climatologie, 1834, αγγλ. climatology, 1813]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-νόμος

-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~. 2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~. 3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~. 4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.