Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1480-1500]


  • αγριεμένος , η, ο [ἀγριεμένος] α-γρι-ε-μέ-νος επίθ. 1. (για πρόσ. ή ζώο) οργισμένος, εξαγριωμένος: ~η: όψη. ~ο: πρόσωπο. ~α: μάτια. Τον κυνηγάει ένας ~ σκύλος. 2. (μτφ.) που έχει επιδεινωθεί (λόγω καιρικών φαινομένων): ~ος: καιρός. ~η: θάλασσα (ΑΝΤ. γαληνεμένη). ~α: κύματα. Ο βοριάς σφυρίζει ~. 3. (σπανιότ.) (για πρόσ. ή ζώο) φοβισμένος, αναστατωμένος: Ξύπνησε ~ (= τρομαγμένος) από τον εφιάλτη. ● επίρρ.: αγριεμένα [< μεσν. αγριεμένος]
  • αγριεύω [ἀγριεύω] α-γρι-εύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγρί-εψα, -εύτηκα, -εμένος} 1. εξαγριώνω, εξοργίζω· θυμώνω πολύ, γίνομαι επιθετικός: Μην ~εις τον σκύλο και σου ορμήξει! Οι κακουχίες ~ουν τον άνθρωπο. ΑΝΤ. ημερεύω.|| Τον φοβάμαι, όταν ~ει. Το μάτι/η όψη του ~εψε. Πβ. γίνομαι θηρίο/Τούρκος. 2. φοβίζω κάποιον: Μην τον ~εις τον μικρό, πιάστον με το καλό.|| Η απόλυτη ησυχία με ~ει.|| (+ γεν. προσ. αντων.) Μη μου ~εις εμένα, γιατί δεν σηκώνω πολλά πολλά (πβ. φοβερίζω). ΣΥΝ. τρομάζω (1) 3. (για κάτι) γίνεται άγριο, τραχύ, κυρ. ως προς την όψη ή την αφή: Όταν φυσάει βοριάς, το τοπίο ~ει.|| Καθαρίζει τις πλαστικές επιφάνειες, χωρίς να τις ~ει (ΑΝΤ. εξομαλύνει, λειαίνει). ~εψαν τα χέρια μου από τις δουλειές (πβ. ξηράθηκαν, έσκασαν).αγριεύει (μτφ.): επιδεινώνεται, εντείνεται: ~εψε ο άνεμος (ΣΥΝ. δυνάμωσε. ΑΝΤ. καταλάγιασε, εξασθένησε, ημέρωσε, κόπασε)/η θάλασσα (ΣΥΝ. φουρτούνιασε. ΑΝΤ. γαλήνεψε, ημέρεψε)/ο καιρός (ΣΥΝ. χάλασε, χειροτέρευσε. ΑΝΤ. γλύκανε, μαλάκωσε.)/ο ποταμός (πβ. φούσκωσε).|| ~ η κομματική αντιπαράθεση/η μάχη (ΣΥΝ. φουντώνει). Τα πράγματα ~εψαν (ΑΝΤ. ηρέμησαν).|| ~εψε το παιχνίδι (: σε τυχερά παιχνίδια, όταν αρχίζουν να παίζονται μεγάλα ποσά, ή στο ποδόσφαιρο, όταν γίνονται σκληρά μαρκαρίσματα). ● Παθ.: αγριεύομαι: τρομάζω, φοβάμαι: ~ μόνη μου στο σπίτι/όταν βλέπω θρίλερ. ~εύτηκα κλεισμένος στο ασανσέρ τόση ώρα. [< μεσν. αγριεύω]
  • αγρικώ βλ. γρικώ
  • αγριλιά βλ. αγριελιά
  • αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]
  • Αγρινιώτης, Αγρινιώτισσα [Ἀγρινιώτης] Α-γρι-νιώ-της επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής το Αγρίνιο.
  • αγρινό [ἀγρινό] α-γρι-νό ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. ενδημικό είδος άγριου προβάτου (επιστ. ονομασ. Οvis ammon musimom) της κυπριακής πανίδας. Βλ. αγρίμι, αίγαγρος, μουφλόν.
  • αγριο- & αγριό- & αγρι- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει: 1. μη εξημερωμένο ή αδέσποτο ζώο: αγριο-γούρουνο/~κάτσικο/~περίστερο. Αγριό-γατα/~παπια/~χηνα/~χοιρος. 2. αυτοφυές φυτό: αγριο-βότανο/~λούλουδο/~ράδικο/~συκιά/~φράουλα. Αγριό-χορτα. Αγρι-ελιά.|| Αγριο-κέρασο. 3. (μτφ., για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) απολίτιστη, επιθετική συμπεριφορά, βλοσυρότητα στην όψη: αγρι-άνθρωπος (βλ. χοντρ-).|| Αγριό-φατσα. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυστηρό ή απειλητικό τρόπο: αγριο-κοίταγμα/~κοιτάζω. 5. άγονο, δύσβατο ή αφιλόξενο μέρος: αγριό-τοπος. Βλ. ξερο-. 6. ανυπόφορη ένταση: αγριο-φωνάρα.
  • αγριοβότανο [ἀγριοβότανο] α-γρι-ο-βό-τα-νο ουσ. (ουδ.) & αγριοβοτάνι: ΒΟΤ. ονομασία άγριων βοτάνων με φαρμακευτικές ιδιότητες: βουνίσια ~α (: θυμάρι, μέντα, φλισκούνι). Αιθέρια έλαια από ~α.
  • αγριοβούβαλο [ἀγριοβούβαλο] α-γρι-ο-βού-βα-λο ουσ. (ουδ.) & αγριοβούβαλος (ο): ΖΩΟΛ. άγριο βουβάλι. Πβ. βίσονας.
  • αγριόγαλος [ἀγριόγαλος] α-γρι-ό-γα-λος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. είδος άγριου πουλιού που ζει σε αγέλες (επιστ. ονομασ. ωτίς η βραδεία, Otis tarda). Βλ. λυροπετεινός.
  • αγριόγατα, αγριόγατος [ἀγριόγατα] α-γρι-ό-γα-τα ουσ. (θηλ.+ αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. μικρόσωμο σαρκοφάγο αιλουροειδές (επιστ. ονομασ. Felis silvestris), παρόμοιο με γάτα και κατ' επέκτ. κατοικίδια γάτα που είναι άγρια λόγω απομάκρυνσης από τον άνθρωπο: ασιατική/αφρικανική/ευρωπαϊκή ~α. Πβ. αίλουρος. 2. (μτφ., συνήθ. για γυναίκα) επιθετικό, ατίθασο άτομο: Ξεγλίστρησε/πήδηξε/χύμηξε σαν ~α. [< μεσν. αγριόκατα, αγριόκατος]
  • αγριόγιδα [ἀγριόγιδα] α-γρι-ό-γι-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. άγρια γίδα (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra) και κατ' επέκτ. ατίθαση γίδα του κοπαδιού. Βλ. αγριοκάτσικο. [< μεσν. αγριογίδα]
  • αγριόγιδο [ἀγριόγιδο] α-γρι-ό-γι-δο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριας γίδας (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra balcanica) με όρθια αγκιστροειδή κέρατα και καφέ τρίχωμα, το οποίο απαντάται σε βραχώδη ορεινά συγκροτήματα της βαλκανικής χερσονήσου. Βλ. αγριοκάτσικο.
  • αγριογούρουνο [ἀγριογούρουνο] α-γρι-ο-γού-ρου-νο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριου γουρουνιού (επιστ. ονομασ. Sus scrofa) με μεγάλο κεφάλι και προεξέχοντες κυνόδοντες, που ζει στα δάση ή εκτρέφεται σε φάρμες για το κρέας του. ΣΥΝ. αγριόχοιρος [< μεσν. αγριογούρουνον]
  • αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι). 2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.
  • αγριοκερασιά [ἀγριοκερασιά] α-γρι-ο-κε-ρα-σιά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. άγρια κερασιά και συνεκδ. το ξύλο της. Βλ. μαχλέπι.
  • αγριοκοίταγμα [ἀγριοκοίταγμα] α-γρι-ο-κοί-ταγ-μα ουσ. (ουδ.): άγριο, αυστηρό, βλοσυρό βλέμμα.
  • αγριοκοιτάζω [ἀγριοκοιτάζω] α-γρι-ο-κοι-τά-ζω ρ. (μτβ.) {αγριοκοίτα-ξα} & αγριοκοιτώ & αγριοκοιτάω: κοιτάζω με άγριο, αυστηρό, βλοσυρό βλέμμα: Έκανε μια ζημιά και όλοι τον ~ούσαν.
  • αγριόκοτα [ἀγριόκοτα] α-γρι-ό-κο-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. άγριο πτηνό (επιστ. ονομασ. Bonasa bonasia) με ξανθοκόκκινο φτέρωμα που μοιάζει με κότα και ζει στα ευρωπαϊκά δάση.

αγριελιά

αγριελιά [ἀγριελιά] α-γρι-ε-λιά ουσ. (θηλ.) & αγρελιά & αγριλιά: άγρια ελιά (επιστ. ονομασ. Olea oleaster) και συνεκδ. ο καρπός, το κλαδί ή το ξύλο της: στεφάνι από ~ (= κότινος). [< μεσν. αγριελία]

αγρίμι

αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]

αγριοκάτσικο

αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι). 2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.

γρικώ

γρικώ [γρικῶ] γρι-κώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γρικ-άς, -ά κ. -άει | (σπάν.) γρίκ-ησα | γρικ-ιέται} & γρικάω & αγρικώ (λαϊκό-λογοτ.): ακούω και κατ' επέκτ. καταλαβαίνω. Πβ. νογώ, σκαμπάζω, χαμπαριάζω. [< μεσν. γροικώ]

λυροπετεινός

λυροπετεινός λυ-ρο-πε-τει-νός ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγάλος αγριόγαλος (επιστ. ονομασ. Lyrurus/Tetrao tetrix), του οποίου το αρσενικό έχει μαύρο-κυανό φτέρωμα και γυριστή ουρά σε σχήμα λύρας, ενώ το θηλυκό έχει συνήθ. καστανοκόκκινο φτέρωμα και διχαλωτή ουρά. Βλ. αγριόκουρκος.

μαχλέπι

μαχλέπι μα-χλέ-πι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μπαχαρικό από αποξηραμένους και αλεσμένους σπόρους ενός είδους αγριοκερασιάς (επιστ. ονομασ. Prunus mahaleb) που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. [< τουρκ. mahlep]

ξερο- & ξερό- & ξερ-

ξερο- & ξερό- & ξερ- α' συνθετικό λέξεων για δήλωση: 1. ξήρανσης, έλλειψης βλάστησης, ανυδρίας: ξερό-κλαδο/~φυλλο/~χορτο.|| Ξερο-νήσι. Ξερό-τοπος. Ξερ-άγκαθο. 2. ξηρής ή στεγνής τροφής: ξερο-ψημένος.|| Ξερο-φαγία (πβ. ξηρο-).|| (κατ' επέκτ.) Ούζο ξερο-σφύρι. 3. (μτφ.-εμφατ.) αμηχανίας ή λαχτάρας: ξερο-βήχω/~καταπίνω (βλ. στραβο-).|| Ξερο-γλείφομαι. 4. (μτφ.) ισχυρογνωμοσύνης: ξερο-κέφαλος (βλ. στενο-, χοντρο-).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.