αγριελιά [ἀγριελιά] α-γρι-ε-λιά ουσ. (θηλ.) & αγρελιά & αγριλιά: άγρια ελιά (επιστ. ονομασ. Olea oleaster) και συνεκδ. ο καρπός, το κλαδί ή το ξύλο της: στεφάνι από ~ (= κότινος). [< μεσν. αγριελία]
αγρίμι [ἀγρίμι] α-γρί-μι ουσ. (ουδ.) {αγριμ-ιού | -ιών} 1. ΖΩΟΛ. άγριο ζώο και ειδικότ. το αγριοκάτσικο της Κρήτης, κρι-κρι: κυνηγημένο/λαβωμένο/πεινασμένο ~. Σπηλιά ~ιού. ~ια του βουνού/του δάσους/του λόγγου. Βρυχηθμοί/κραυγές ~ιών. Πβ. θηρίο. || Σαν πληγωμένο ~. 2. (μτφ.) άνθρωπος ακοινώνητος, αγροίκος, ατίθασος: Στη φυλακή έγινε ~. Σωστό ~, δεν ακούει κανέναν (: πολύ ζωηρός, για παιδιά). Έχει το βλέμμα ~ιού. ● Υποκ.: αγριμάκι (το) ● ΦΡ.: σαν αγρίμι/θηρίο/λιοντάρι στο κλουβί: για κάποιον που δυσανασχετεί έντονα, που φαίνεται εξαγριωμένος, επειδή αναγκάζεται να μένει περιορισμένος σε έναν χώρο ή αδρανής: Αισθάνεται/κάνει/νιώθει/συμπεριφέρεται ~ ~. [< μεσν. αγρίμιν]
αγριοκάτσικο [ἀγριοκάτσικο] α-γρι-ο-κά-τσι-κο ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγρια κατσίκα, αίγαγρος, αγρίμι: το ~ της Κρήτης (= κρι-κρι). 2. (μτφ.) (για νεαρά κυρ. άτομα) ατίθασος, ζωηρός ή άτακτος: Πηδάει/σκαρφαλώνει/τρέχει σαν ~.
γρικώ [γρικῶ] γρι-κώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {γρικ-άς, -ά κ. -άει | (σπάν.) γρίκ-ησα | γρικ-ιέται} & γρικάω & αγρικώ (λαϊκό-λογοτ.): ακούω και κατ' επέκτ. καταλαβαίνω. Πβ. νογώ, σκαμπάζω, χαμπαριάζω. [< μεσν. γροικώ]
λυροπετεινός λυ-ρο-πε-τει-νός ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγάλος αγριόγαλος (επιστ. ονομασ. Lyrurus/Tetrao tetrix), του οποίου το αρσενικό έχει μαύρο-κυανό φτέρωμα και γυριστή ουρά σε σχήμα λύρας, ενώ το θηλυκό έχει συνήθ. καστανοκόκκινο φτέρωμα και διχαλωτή ουρά. Βλ. αγριόκουρκος.
μαχλέπι μα-χλέ-πι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μπαχαρικό από αποξηραμένους και αλεσμένους σπόρους ενός είδους αγριοκερασιάς (επιστ. ονομασ. Prunus mahaleb) που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική. [< τουρκ. mahlep]
ξερο- & ξερό- & ξερ- α' συνθετικό λέξεων για δήλωση: 1. ξήρανσης, έλλειψης βλάστησης, ανυδρίας: ξερό-κλαδο/~φυλλο/~χορτο.|| Ξερο-νήσι. Ξερό-τοπος. Ξερ-άγκαθο. 2. ξηρής ή στεγνής τροφής: ξερο-ψημένος.|| Ξερο-φαγία (πβ. ξηρο-).|| (κατ' επέκτ.) Ούζο ξερο-σφύρι. 3. (μτφ.-εμφατ.) αμηχανίας ή λαχτάρας: ξερο-βήχω/~καταπίνω (βλ. στραβο-).|| Ξερο-γλείφομαι. 4. (μτφ.) ισχυρογνωμοσύνης: ξερο-κέφαλος (βλ. στενο-, χοντρο-).
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ