Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18300-18320]


  • επενδύσιμος , η, ο [ἐπενδύσιμος] ε-πεν-δύ-σι-μος επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που μπορεί να επενδυθεί: ~α: κεφάλαια.
  • επενδύτης [ἐπενδύτης] ε-πεν-δύ-της ουσ. (αρσ.) (επίσ.): πανωφόρι: (ΣΤΡΑΤ.) ~ες εκστρατείας (: τζάκετ παραλλαγής). Βλ. αμπέχονο, ζιπούνι, μπουφάν, χιτώνιο. [< αρχ. ἐπενδύτης]
  • επενδυτής [ἐπενδυτής] ε-πεν-δυ-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. επενδύτρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κάνει επενδύσεις με σκοπό το κέρδος: ιδιώτες/ξένοι/υποψήφιοι ~ές. Οι ~ές του Χρηματιστηρίου. Η προστασία των ~ών (: με διατάξεις, μέτρα, νόμους).|| (ως επίθ.) ~τρια: εταιρεία/χώρα. Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: στρατηγικός επενδυτής: που έχει αποκτήσει μεγάλο μερίδιο μετοχών επιχείρησης και τη διοικεί. [< αγγλ. strategic investor] , θεσμικός επενδυτής βλ. θεσμικός [< αγγλ. investor, γαλλ. investisseur, 1960]
  • επενδυτικός , ή, ό [ἐπενδυτικός] ε-πεν-δυ-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τον επενδυτή ή τις επενδύσεις: ~ός: κίνδυνος/νόμος/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: δραστηριότητα/θέση (της χώρας)/πολιτική/στρατηγική. ~ό: ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/κοινό/πρόγραμμα. Επιχορηγήσεις για ~ούς σκοπούς. ● ΣΥΜΠΛ.: επενδυτικά αγαθά: αυτά που καθιστούν δυνατή την παραγωγή (κυρ. εγκαταστάσεις, εξοπλισμός, μηχανήματα). Πβ. κεφαλαιουχικά αγαθά. [< γαλλ. biens d'investissement]
  • επενδύω [ἐπενδύω] ε-πεν-δύ-ω ρ. (μτβ.) {επένδυ-σα, επενδύ-θηκε, -οντας, -όμενος, -μένος (λόγ. επενδεδυμένος)} 1. ΟΙΚΟΝ. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) κάνω επένδυση: ~σε σε ακίνητα/αμοιβαία κεφάλαια/μετοχές/ομόλογα. Εταιρείες που ~ουν σε προγράμματα περιβαλλοντικής δράσης. ~σαν ... εκατομμύρια ευρώ για τη δημιουργία νέων καταστημάτων/στην υγεία. Ξένοι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται να ~σουν στη χώρα μας. Έχει ~σει (= τοποθετήσει) τις οικονομίες του στο χρηματιστήριο. Το ελληνικό ~μένο κεφάλαιο στο γειτονικό κράτος ανέρχεται στα ... ευρώ. 2. επιστρώνω, καλύπτω: Το τζάκι έχει ~θεί με τούβλα. Η πόρτα ~θηκε εσωτερικά με φύλλο μολύβδου. Το κράνος είναι ~μένο με αντιαλλεργικό και απορροφητικό υλικό. Πβ. ντουμπλάρω, φοδράρω.|| (μτφ.) Η εκδήλωση ~θηκε με ζωντανή μουσική (ΣΥΝ. ντύνω). Επιθετικότητα που ~εται ιδεολογικά (πβ. καμουφλάρω, συγκαλύπτω). 3. (μτφ.) δαπανώ χρόνο, δυνάμεις, με σκοπό το μακροπρόθεσμο όφελος ή στηρίζομαι σε κάποιον ή κάτι: ~ει συναισθηματικά στη σχέση του. ~ουμε το μέλλον μας στους νέους. Πβ. εναποθέτω. [< πβ. μτγν. ἐπενδύω ‘βάζω πάνω μου, ντύνομαι’ 1: αγγλ. invest, γαλλ. investir, 1922, 2: γαλλ. revêtir]
  • επενέβη βλ. επεμβαίνω
  • επενεργεί [ἐπενεργεῖ] ε-πε-νερ-γεί ρ. (μτβ.) {επενέργ-ησε (σπάν.-λόγ.) επενήργ-ησε, επενεργ-ήσει, -ώντας} (απαιτ. λεξιλόγ.): επιδρά: Φάρμακο που ~ στο νευρικό σύστημα. Εξελίξεις που θα ~ήσουν θετικά στην αγορά. [< γερμ. einwirken]
  • επενέργεια [ἐπενέργεια] ε-πε-νέρ-γει-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): επίδραση: η ~ του ανθρώπου στο περιβάλλον. (στη φωτοσύνθεση:) Η ~ του ηλιακού φωτός. (λόγ.) Υπό την ~ πολλών παραγόντων. Ουσίες με δυσμενείς ~ες στην υγεία. Πβ. δράση, ενέργεια. || Θεϊκή ~. [< γερμ. Einwirkung]
  • επεξεργάζομαι [ἐπεξεργάζομαι] ε-πε-ξερ-γά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {επεξεργά-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος} 1. υποβάλλω κάτι σε μια σειρά νοητικών διαδικασιών, προκειμένου να το αναλύσω, να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα ή να του δώσω νέα και βελτιωμένη ή τελική μορφή: Η Αστυνομία ~εται διάφορα σενάρια. Θα ~στώ την ιδέα/την πρόταση/το σχέδιο και θα σου πω. ΣΥΝ. εξετάζω, μελετώ.|| ~στηκα το κείμενο/τη μετάφραση. ~σμένες: πληροφορίες. ~σμένα: στοιχεία. Πβ. δουλεύω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ο υπολογιστής ~εται (: αναλύει) τεράστιο όγκο δεδομένων. Ψηφιακά ~σμένες εικόνες (: με χρήση επεξεργαστή). 2. επεμβαίνω σε πρώτη ύλη με τη χρήση τεχνητών ή (σπανιότ.) φυσικών μεθόδων, προκειμένου να τροποποιήσω και να βελτιώσω τη μορφή, τη σύσταση και τις ιδιότητές της και να δημιουργήσω ένα τελικό προϊόν: Μονάδα που ~εται βαμβάκι (βλ. εκκοκκιστήριο)/δέρματα (βλ. βυρσοδεψείο). Πβ. δουλεύω, κατεργάζομαι. Βλ. μεταποιώ.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~σμένες: τροφές (: με συντηρητικά). ~σμένα: προϊόντα. [< μτγν. ἐπεξεργάζομαι ‘πραγματοποιώ επιπλέον, ολοκληρώνω, διερευνώ’, αγγλ. process]
  • επεξεργασία [ἐπεξεργασία] ε-πε-ξερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. διαδικασία κατά την οποία ερευνάται κάτι στις λεπτομέρειές του, συμπληρώνεται ή βελτιώνεται, ώστε να προκύψει η τελική μορφή του: ~ νομοσχεδίου/πολιτικών θέσεων. Στατιστική ~ αποτελεσμάτων. Έχει υποστεί ~. Αποτελεί αντικείμενο ~ας. Από την ~ των στοιχείων, προκύπτει ότι ... Πβ. εξέταση, μελέτη.|| ~ του άρθρου. Πβ. δούλεμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ (πβ. τηλ~). ~ δεδομένων/εγγράφου/εικόνας/φωτογραφίας. Βλ. μετα~. 2. σειρά από ενέργειες με τις οποίες μεταβάλλεται με φυσικά ή τεχνητά μέσα κάτι ως προς τη μορφή, την υφή ή τα γνωρίσματά του: βιομηχανική/θερμική/μηχανική ~. ~ γυαλιού/μετάλλων/νημάτων/ξύλου/υδάτων/υφασμάτων/χαρτιού. Μονάδα ~ας λυμάτων. Δυνατότητα ~ας (= επεξεργασιμότητα). || (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ και τυποποίηση ελαιολάδου/ζάχαρης/ξηρών καρπών/οσπρίων. Βιομηχανία ~ας γάλακτος/κρέατος. Πβ. δούλεμα, κατεργασία. Βλ. επαν~. ● ΣΥΜΠΛ.: επεξεργασία αποβλήτων βλ. απόβλητα, κεντρική μονάδα επεξεργασίας βλ. μονάδα [< μτγν. ἐπεξεργασία ‘πραγματοποίηση, διερεύνηση’, αγγλ. processing]
  • επεξεργάσιμος , η, ο [ἐπεξεργάσιμος] ε-πε-ξερ-γά-σι-μος επίθ.: που μπορεί να υποστεί επεξεργασία: ~ες: μορφές αρχείων/ψηφιακές εικόνες. ~α: δεδομένα/στοιχεία. Μερικώς/μηχανογραφικά/πλήρως ~ες πληροφορίες. Εύκολα ~ο υλικό. [< αγγλ. processable, 1954]
  • επεξεργασιμότητα [ἐπεξεργασιμότητα] ε-πε-ξερ-γα-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): δυνατότητα, διαδικασία και αποτέλεσμα επεξεργασίας: ~ αποβλήτων με βιολογικές διεργασίες. υλικά με άριστη/καλή ~. [< αγγλ. processability]
  • επεξεργαστής [ἐπεξεργαστής] ε-πε-ξερ-γα-στής ουσ. (αρσ.) ΠΛΗΡΟΦ. 1. η κεντρική μονάδα ηλεκτρονικού υπολογιστή, η οποία εκτελεί τις εντολές των προγραμμάτων: ταχύτητα/ψύκτρα ~ή. ΣΥΝ. CPU. Βλ. μικρο~, συν~. 2. πρόγραμμα για τη δημιουργία και επεξεργασία αρχείου δεδομένων: ~ γραφικών/εικόνας/ήχου. Βλ. μετα~. ● ΣΥΜΠΛ.: επεξεργαστής κειμένου: πρόγραμμα δημιουργίας και επεξεργασίας εγγράφων που παρέχει πολλές δυνατότητες μορφοποίησης του κειμένου και επιτρέπει την εισαγωγή εικόνων, πινάκων και άλλων γραφικών στοιχείων. Βλ. κειμενογράφος. [< αμερικ. word processor, 1968] [< μεσν. επεξεργαστής, αμερικ. processor, 1934, γαλλ. processeur, 1957]
  • επεξεργαστικός , ή, ό [ἐπεξεργαστικός] ε-πε-ξερ-γα-στι-κός επίθ.: συνήθ. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με την επεξεργασία ή τον επεξεργαστή: ~ή: ισχύς. ~ό: φορτίο. ~ές: δυνατότητες (υπολογιστή). ● ΣΥΜΠΛ.: κεντρική μονάδα επεξεργασίας βλ. μονάδα [<πβ. μτγν. ἐπεξεργαστικός ‘αποτελεσματικός’]
  • επεξηγηματικός , ή, ό [ἐπεξηγηματικός] ε-πε-ξη-γη-μα-τι-κός επίθ.: που επεξηγεί κάτι: ~ή: αναφορά/υποσημείωση. ~ό: σχόλιο/υπόμνημα. ~ές: πινακίδες/πληροφορίες. ~ά: διαγράμματα/παραδείγματα. Συμπληρωματική και ~ή δήλωση. ΣΥΝ. διασαφηνιστικός, διευκρινιστικός ● επίρρ.: επεξηγηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἐπεξηγηματικός]
  • επεξήγηση [ἐπεξήγηση] ε-πε-ξή-γη-ση ουσ. (θηλ.) 1. διευκρίνιση, εξήγηση: ~ συμβόλων/συντομογραφιών. ~ του κειμένου. Γλωσσάρι με ~ εννοιών/όρων. Ο αστερίσκος παραπέμπει στην ~ της λέξης. Θα δοθούν περαιτέρω ~ήσεις. Παροχή ~ήσεων και οδηγιών. ΣΥΝ. αποσαφήνιση, διασαφήνιση 2. ΓΡΑΜΜ. ομοιόπτωτος προσδιορισμός ο οποίος επεξηγεί τον προσδιοριζόμενο όρο, που είναι γενικός και αόριστος· τίθεται ανάμεσα σε κόμματα και αποδίδεται με το "δηλαδή": π.χ. το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, ο Όλυμπος, ... [< μτγν. ἐπεξήγησις ‘λεπτομερής εξήγηση’, αγγλ. epexegesis]
  • επεξηγώ [ἐπεξηγῶ] ε-πε-ξη-γώ ρ. (μτβ.) {επεξηγείς ... | επεξήγ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας}: παρέχω επεξήγηση: Μέσα σε παρενθέσεις ~ τι εννοώ. Λεξικό πληροφορικής, που ~εί αναλυτικά τον κάθε όρο. Οι διατάξεις ~ούνται λεπτομερώς. Πβ. απο-, δια-σαφηνίζω. ΣΥΝ. διευκρινίζω [< μτγν. ἐπεξηγοῦμαι ‘εξηγώ αναλυτικά’]
  • επέπλευσε βλ. επιπλέω
  • επέπληξα : βλ. επιπλήττω
  • επέπρωτο βλ. πέπρωται

αμπέχονο

αμπέχονο [ἀμπέχονο] α-μπέ-χο-νο ουσ. (ουδ.): ΣΤΡΑΤ. κοντό πανωφόρι με πολλά κουμπιά: χακί ~. Ντυμένος με ~ (= στρατιωτικό μπουφάν) και άρβυλα. Βλ. επενδύτης, χιτώνιο. [< αρχ. ἀμπέχονον ‘λεπτό πανωφόρι’, γαλλ. vareuse]

απόβλητα

απόβλητα [ἀπόβλητα] α-πό-βλη-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων κ. -ήτων | σπανιότ. στον εν. απόβλητο} (επίσ.): άχρηστα υπολείμματα προερχόμενα από βιομηχανικές, αγροτικές ή οικιακές εγκαταστάσεις, συνήθ. ρυπογόνα, που απορρίπτονται στο περιβάλλον ή ανακυκλώνονται: αδρανή/αέρια/αστικά/βιοαποικοδομήσιμα/βιοδιασπάσιμα/βιολογικά (= βιοαπόβλητα)/βιομηχανικά/γεωργικά/δημοτικά/εξορυκτικά/ επικίνδυνα/ζωικά/θερμικά/ιατρικά/νοσοκομειακά (: που παράγονται σε υγειονομικές μονάδες, συνήθ. μολυσματικά)/μεταλλευτικά/οικοδομικά/οργανικά/τοξικά/υγρά (= λύματα)/φυτικά/χημικά ~. Θαλάσσια ~. Ανακύκλωση/αποτέφρωση ~ων. Πβ. απορρίμματα, σκουπίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: επεξεργασία αποβλήτων & απορριμμάτων: ΤΕΧΝΟΛ. οι φυσικές, θερμικές, χημικές ή βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, που μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων, προκειμένου να περιοριστούν ο όγκος ή οι επικίνδυνες ιδιότητές τους, να διευκολυνθεί η διακίνησή τους ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρήσιμων υλών: θερμική ~ ~ (= αποτέφρωση). ~ ~ βυρσοδεψείων/ελαιουργείων/χαρτοποιίας. ~ ~ τροφίμων. [< αγγλ. waste treatment] , ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα: ΤΕΧΝΟΛ. παλιές ή/και χαλασμένες ηλεκτρικές και ιδ. ηλεκτρονικές συσκευές που καταλήγουν στα σκουπίδια: ανακύκλωση ~ών και ~ών ~ων. [< αγγλ. e-waste, 1999] , μηδενικά απόβλητα/απορρίμματα: ΟΙΚΟΛ. περιορισμός των αποβλήτων στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα. [< αγγλ. zero waste, 1970, γαλλ. zéro déchet] , διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός [< γαλλ. déchets, αγγλ. waste]

επεμβαίνω

επεμβαίνω [ἐπεμβαίνω] ε-πεμ-βαί-νω ρ. (αμτβ.) {επενέβαινα, (λόγ.) επενέβ-η, -ησαν, επεμβαίν-οντας} 1. συμμετέχω σε ξένες υποθέσεις, χωρίς να μου έχει ζητηθεί· ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι: Συγγνώμη που ~ στα προσωπικά σας. Μην ~εις σε θέματα που δεν σε αφορούν. Δεν θέλω να επέμβω στη δουλειά σας.|| Χώρες που ~ουν στα εσωτερικά άλλων κρατών. 2. αναλαμβάνω δράση ώστε να μεταβάλω, να διορθώσω μια κατάσταση ή να βοηθήσω κάποιον: Η Αστυνομία ~η, για να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Οι πυροσβέστες είναι έτοιμοι να επέμβουν. Πβ. μεσολαβώ, παρεμβαίνω, μπαίνω στη μέση. [< πβ. αρχ. ἐπεμβαίνω ‘ανεβαίνω επάνω, ποδοπατώ’, γαλλ. intervenir]

επιπλέω

επιπλέω [ἐπιπλέω] ε-πι-πλέ-ω ρ. (αμτβ.) {επέπλευ-σε, επιπλεύ-σει, επιπλέ-οντας, λόγ. μτχ. -ων, -ουσα, -ον, συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. (για κάτι που) παραμένει στην επιφάνεια υγρού, χωρίς να βυθίζεται: το πλοίο ~ει. Το λάδι ~ει στο νερό. Ουσίες που δεν ~ουν, αλλά κατακάθονται στον πυθμένα (βλ. ίζημα, κατακάθι). Ένα ξύλο/μία σακούλα επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας/λίμνης. Κομμάτι/πλάκα ~οντος πάγου. Καθαρισμός του κόλπου από ~οντα αντικείμενα. Πβ. πλέω. 2. (μτφ.) καταφέρνω να επιβιώσω παρά τις δυσκολίες: Η εταιρεία ~σε στον χώρο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ελίσσονται, για να ~σουν. ● ΦΡ.: οι φελλοί (πάντα) επιπλέουν βλ. φελλός [< 1: αρχ. ἐπιπλέω]

επιπλήττω

επιπλήττω [ἐπιπλήττω] ε-πι-πλήτ-τω ρ. (μτβ.) {επέπλη-ξα, επιπλή-χθηκε, επιπλήττ-οντας, -ων, -όμενος}: κάνω επίπληξη, αυστηρές συστάσεις: Τον ~ξε (αυστηρά/δριμύτατα/έντονα) για την αναίδειά του. ~χθηκε από τους ανωτέρους του. Πβ. επιτιμώ, μαλώνω, παρατηρώ. [< αρχ. ἐπιπλήττω]

θεσμικός

θεσμικός, ή, ό θε-σμι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους θεσμούς: ~ός: εκπρόσωπος (ενός κλάδου)/έλεγχος/μηχανισμός/ρόλος (πβ. θεσμοθετημένος)/σύμβουλος/φορέας. ~ή: αναγκαιότητα/αναδιάρθρωση/ανασυγκρότηση/αρμοδιότητα/διαδικασία/εκτροπή/ενίσχυση/εξουσία/ευθύνη/θωράκιση (της χώρας)/κατάρρευση/κατοχύρωση/μεταρρύθμιση/οργάνωση/προστασία/πρωτοβουλία/στήριξη/συμφωνία. ~ό: καθεστώς/περιβάλλον/πλαίσιο/σύστημα. ~οί: εταίροι/οργανισμοί/παράγοντες/χορηγοί. ~ές: αδυναμίες/αλλαγές/διατάξεις/δομές/λειτουργίες/παρεμβάσεις/ρυθμίσεις. ~ά: όργανα (της Πολιτείας). Κοινωνική και ~ή κρίση. Βιώσιμη ανάπτυξη σε ~ό επίπεδο. Απεργία με ~ά αιτήματα. Βλ. αντι~, εξω~. ● ΣΥΜΠΛ.: θεσμικός επενδυτής & (προφ.) θεσμικός: ΟΙΚΟΝ. οικονομικός οργανισμός, όπως τράπεζα, ασφαλιστική ή επενδυτική εταιρεία, συνταξιοδοτικό ταμείο, που διαχειρίζεται μεγάλο όγκο κεφαλαίων και πραγματοποιεί επενδύσεις, συνήθ. σε χρηματιστηριακές αξίες και ακίνητα. [< αγγλ. institutional investor] , οργανικός/θεσμικός νόμος βλ. νόμος [< γαλλ. institutionnel, 1933]

κειμενογράφος

κειμενογράφος κει-με-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. (κ. θηλ.) πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή σπανιότ. άρθρων: (σε αγγελία) Ζητείται ~. Βλ. -γράφος. 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα για τη δημιουργία αρχείων κειμένου, το οποίο διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες επεξεργασίας και μορφοποίησης: λειτουργία/ρυθμίσεις/χρήση του ~ου. Βλ. επεξεργαστής κειμένου. ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητικός κειμενογράφος: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα δημιουργίας αρχείων κειμένου στον υπολογιστή μέσω υπαγόρευσης. [< 1: αγγλ. copywriter, 1911 2: αγγλ. text editor, 1975]

μεταποιώ

μεταποιώ [μεταποιῶ] με-τα-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {μεταποι-είς ... | μεταποί-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} 1. ΟΙΚΟΝ. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) κάνω μεταποίηση: ~ημένα: (αγροτικά) προϊόντα/τρόφιμα. Η εταιρεία ~εί και εμπορεύεται ... Βλ. εισ-, εξ-, παρ-άγω, τυποποιώ. 2. τροποποιώ, μεταβάλλω: (για παλιά συνήθ. ρούχα) ~εί γούνες και δερμάτινα σύνολα. Βλ. επιδιορθώνω.|| Άχρηστα υλικά μπορούν να ~ηθούν (= μετα-μορφωθούν, -σκευαστούν, -τραπούν) σε χρήσιμα αντικείμενα. Βλ. -ποιώ. [< αρχ. μεταποιῶ ‘δίνω διαφορετικά χαρακτηριστικά’, γαλλ. transformer]

μονάδα

μονάδα μο-νά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. ενιαία και αυτοτελής οντότητα (οικονομική, επιχειρηματική, οργανική) με καθορισμένες λειτουργίες, τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου: βιομηχανική/βιοτεχνική/εκπαιδευτική/εμπορική/ερευνητική/θερμοηλεκτρική/κοινωνική/κτηνοτροφική/ξενοδοχειακή/οικιστική/οργανωμένη/πανεπιστημιακή/πιλοτική/συμβουλευτική/τουριστική/υγειονομική/υδροηλεκτρική ~. ~ ανάπτυξης/αξιολόγησης/εμπορίας (αγαθών)/εξυπηρέτησης (πελατών)/παραγωγής/παρακολούθησης (διαγωνισμών και συμβάσεων)/πληροφόρησης/προγραμματισμού/τεκμηρίωσης/υγείας/υποστήριξης. Δημιουργία/διευθυντής/επέκταση/ίδρυση/λειτουργία ~ας. Το κύτταρο ως θεμελιώδης βιολογική ~. Κόστος εργασίας ανά ~ προϊόντος.|| (ΙΑΤΡ.) Καρδιοχειρουργική/ογκολογική/οφθαλμολογική ~. ~ νοσοκομείου/τεχνητού νεφρού. Κινητή ~ υγείας.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξική ~.|| (για πρόσ.) Υπολογίσιμη ~ στην ομάδα. Οι εργάτες αποτελούν βασικές ~ες στην επιχείρηση. Βλ. μικρο~. 2. ΜΕΤΡΟΛ. προκαθορισμένο και κοινά αποδεκτό μέγεθος ή ποσότητα για τη μέτρηση ομοειδών μεγεθών ή ποσοτήτων: βασική/εκατοστιαία/παράγωγη ~. ~ αξίας/βάρους/δύναμης/ενέργειας/έργου/θερμοκρασίας/ισχύος/μάζας/μήκους (βλ. μέτρο, μίλι)/όγκου/πίεσης/πληροφορίας (βλ. μπιτ)/χρόνου (βλ. λεπτό)/χωρητικότητας. Τιμή ~ας. Σύστημα ~ων.|| (προφ.) Γράφουν/πέφτουν οι ~ες (: ένδειξη καταβαλλόμενου ποσού σε μετρητή τηλεφωνικής επικοινωνίας ή σε ταξί). Έχω/(μου) τελείωσαν οι ~ες στο κινητό. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις ... ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μέρος ηλεκτρονικής συσκευής και κυρ. ηλεκτρονικού υπολογιστή που εκτελεί συγκεκριμένη εργασία: ψηφιακή ~. ~ αναπαραγωγής/απεικόνισης/αποθήκευσης/διαχείρισης/(σκληρού) δίσκου/εγγραφής/εισόδου/ελέγχου/τροφοδοσίας. 4. ΜΑΘ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου προκύπτουν οι άλλοι ακέραιοι αριθμοί· κάθε ακέραιος από το 0 ως το 9: αρνητική/θετική/κλασματική ~. Λύση με αναγωγή στη ~. Σύμβολο της ~ας είναι το 1.|| (ειδικότ.) Ο αριθμός 587 έχει πέντε εκατοντάδες, οκτώ δεκάδες και επτά ~ες. Βλ. -άδα.|| Βαθμολογούμαι με ~ (: με τον μικρότερο βαθμό). Όσοι γράψουν μόνο το όνομά τους στο διαγώνισμα, θα πάρουν ~! 5. ΣΤΡΑΤ. (στον Στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας) το κατώτερο συνήθ. τμήμα όπλου ή σώματος με διοικητική αυτονομία και συνεκδ. ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένο: αεροπορική/ειδική/επίλεκτη/ναυτική ~. Mεγάλη ~ (βλ. μεραρχία, στρατιά). Μικρή ~ (βλ. λόχος, σύνταγμα, τάγμα). ~ πεζικού/πυροβολικού/τεθωρακισμένων. Μάχιμες ~ες. Απόσπαση/επιθεώρηση/μετάθεση/παρουσίαση/υπηρεσία σε ~.|| ~ες Αποκατάστασης (της) Τάξης (ακρ. ΜΑΤ). Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική ~ (ακρ. ΕΚΑΜ). ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετη μονάδα: ΟΙΚΟΝ. βιομηχανία, επιχείρηση που αναλαμβάνει και ελέγχει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από την παραγωγή και την επεξεργασία, μέχρι την πώληση των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών. Βλ. κάθετη παραγωγή. [< αγγλ. vertical union, 1933] , κεντρική μονάδα επεξεργασίας & κεντρική επεξεργαστική μονάδα: ΠΛΗΡΟΦ. κεντρικό εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο όλων των επιμέρους τμημάτων του και την εκτέλεση εντολών. Πβ. μικροεπεξεργαστής. Βλ. μητρική (κάρτα/πλακέτα), περιφερειακή συσκευή/μονάδα. [< αγγλ. Central Processing Unit (CPU), 1956] , Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ακρ. ΜΕΘ.) & Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης/Νοσηλείας & (προφ.) Μονάδα: ΙΑΤΡ. ειδικά εξοπλισμένος χώρος σε νοσοκομείο στον οποίον παρέχεται συνεχής ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Βλ. ΜΑΦ. ΣΥΝ. εντατική [< αγγλ. intensive care unit, 1955] , ακέραιη/ακεραία μονάδα βλ. ακέραιος, αστρονομική μονάδα βλ. αστρονομικός, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, κινητή μονάδα βλ. κινητός, λογιστική μονάδα βλ. λογιστικός, μονάδα εργασίας βλ. εργασία, νομισματική μονάδα βλ. νομισματικός, οικονομική μονάδα βλ. οικονομικός, περιφερειακή συσκευή/μονάδα βλ. περιφερειακός, πιστωτικές μονάδες βλ. πιστωτικός, σχολική μονάδα βλ. σχολικός [< μτγν. μονάς, αγγλ. unit, γαλλ. unité]

πέπρωται

πέπρωται πέ-πρω-ται ρ. (αμτβ.) {παρατ. επέπρωτο} (αρχαιοπρ.): (+ να) έχει οριστεί από τη μοίρα να συμβεί. [< αρχ. πέπρωται]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.