αμπέχονο [ἀμπέχονο] α-μπέ-χο-νο ουσ. (ουδ.): ΣΤΡΑΤ. κοντό πανωφόρι με πολλά κουμπιά: χακί ~. Ντυμένος με ~ (= στρατιωτικό μπουφάν) και άρβυλα. Βλ. επενδύτης, χιτώνιο. [< αρχ. ἀμπέχονον ‘λεπτό πανωφόρι’, γαλλ. vareuse]
απόβλητα [ἀπόβλητα] α-πό-βλη-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων κ. -ήτων | σπανιότ. στον εν. απόβλητο} (επίσ.): άχρηστα υπολείμματα προερχόμενα από βιομηχανικές, αγροτικές ή οικιακές εγκαταστάσεις, συνήθ. ρυπογόνα, που απορρίπτονται στο περιβάλλον ή ανακυκλώνονται: αδρανή/αέρια/αστικά/βιοαποικοδομήσιμα/βιοδιασπάσιμα/βιολογικά (= βιοαπόβλητα)/βιομηχανικά/γεωργικά/δημοτικά/εξορυκτικά/ επικίνδυνα/ζωικά/θερμικά/ιατρικά/νοσοκομειακά (: που παράγονται σε υγειονομικές μονάδες, συνήθ. μολυσματικά)/μεταλλευτικά/οικοδομικά/οργανικά/τοξικά/υγρά (= λύματα)/φυτικά/χημικά ~. Θαλάσσια ~. Ανακύκλωση/αποτέφρωση ~ων. Πβ. απορρίμματα, σκουπίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: επεξεργασία αποβλήτων & απορριμμάτων: ΤΕΧΝΟΛ. οι φυσικές, θερμικές, χημικές ή βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, που μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων, προκειμένου να περιοριστούν ο όγκος ή οι επικίνδυνες ιδιότητές τους, να διευκολυνθεί η διακίνησή τους ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρήσιμων υλών: θερμική ~ ~ (= αποτέφρωση). ~ ~ βυρσοδεψείων/ελαιουργείων/χαρτοποιίας. ~ ~ τροφίμων. [< αγγλ. waste treatment] , ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα: ΤΕΧΝΟΛ. παλιές ή/και χαλασμένες ηλεκτρικές και ιδ. ηλεκτρονικές συσκευές που καταλήγουν στα σκουπίδια: ανακύκλωση ~ών και ~ών ~ων. [< αγγλ. e-waste, 1999] , μηδενικά απόβλητα/απορρίμματα: ΟΙΚΟΛ. περιορισμός των αποβλήτων στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα. [< αγγλ. zero waste, 1970, γαλλ. zéro déchet] , διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός [< γαλλ. déchets, αγγλ. waste]
επεμβαίνω [ἐπεμβαίνω] ε-πεμ-βαί-νω ρ. (αμτβ.) {επενέβαινα, (λόγ.) επενέβ-η, -ησαν, επεμβαίν-οντας} 1. συμμετέχω σε ξένες υποθέσεις, χωρίς να μου έχει ζητηθεί· ανακατεύομαι, αναμειγνύομαι: Συγγνώμη που ~ στα προσωπικά σας. Μην ~εις σε θέματα που δεν σε αφορούν. Δεν θέλω να επέμβω στη δουλειά σας.|| Χώρες που ~ουν στα εσωτερικά άλλων κρατών. 2. αναλαμβάνω δράση ώστε να μεταβάλω, να διορθώσω μια κατάσταση ή να βοηθήσω κάποιον: Η Αστυνομία ~η, για να αποσοβήσει τον κίνδυνο. Οι πυροσβέστες είναι έτοιμοι να επέμβουν. Πβ. μεσολαβώ, παρεμβαίνω, μπαίνω στη μέση. [< πβ. αρχ. ἐπεμβαίνω ‘ανεβαίνω επάνω, ποδοπατώ’, γαλλ. intervenir]
επιπλέω [ἐπιπλέω] ε-πι-πλέ-ω ρ. (αμτβ.) {επέπλευ-σε, επιπλεύ-σει, επιπλέ-οντας, λόγ. μτχ. -ων, -ουσα, -ον, συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. (για κάτι που) παραμένει στην επιφάνεια υγρού, χωρίς να βυθίζεται: το πλοίο ~ει. Το λάδι ~ει στο νερό. Ουσίες που δεν ~ουν, αλλά κατακάθονται στον πυθμένα (βλ. ίζημα, κατακάθι). Ένα ξύλο/μία σακούλα επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας/λίμνης. Κομμάτι/πλάκα ~οντος πάγου. Καθαρισμός του κόλπου από ~οντα αντικείμενα. Πβ. πλέω. 2. (μτφ.) καταφέρνω να επιβιώσω παρά τις δυσκολίες: Η εταιρεία ~σε στον χώρο του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ελίσσονται, για να ~σουν. ● ΦΡ.: οι φελλοί (πάντα) επιπλέουν βλ. φελλός [< 1: αρχ. ἐπιπλέω]
επιπλήττω [ἐπιπλήττω] ε-πι-πλήτ-τω ρ. (μτβ.) {επέπλη-ξα, επιπλή-χθηκε, επιπλήττ-οντας, -ων, -όμενος}: κάνω επίπληξη, αυστηρές συστάσεις: Τον ~ξε (αυστηρά/δριμύτατα/έντονα) για την αναίδειά του. ~χθηκε από τους ανωτέρους του. Πβ. επιτιμώ, μαλώνω, παρατηρώ. [< αρχ. ἐπιπλήττω]
θεσμικός, ή, ό θε-σμι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους θεσμούς: ~ός: εκπρόσωπος (ενός κλάδου)/έλεγχος/μηχανισμός/ρόλος (πβ. θεσμοθετημένος)/σύμβουλος/φορέας. ~ή: αναγκαιότητα/αναδιάρθρωση/ανασυγκρότηση/αρμοδιότητα/διαδικασία/εκτροπή/ενίσχυση/εξουσία/ευθύνη/θωράκιση (της χώρας)/κατάρρευση/κατοχύρωση/μεταρρύθμιση/οργάνωση/προστασία/πρωτοβουλία/στήριξη/συμφωνία. ~ό: καθεστώς/περιβάλλον/πλαίσιο/σύστημα. ~οί: εταίροι/οργανισμοί/παράγοντες/χορηγοί. ~ές: αδυναμίες/αλλαγές/διατάξεις/δομές/λειτουργίες/παρεμβάσεις/ρυθμίσεις. ~ά: όργανα (της Πολιτείας). Κοινωνική και ~ή κρίση. Βιώσιμη ανάπτυξη σε ~ό επίπεδο. Απεργία με ~ά αιτήματα. Βλ. αντι~, εξω~. ● ΣΥΜΠΛ.: θεσμικός επενδυτής & (προφ.) θεσμικός: ΟΙΚΟΝ. οικονομικός οργανισμός, όπως τράπεζα, ασφαλιστική ή επενδυτική εταιρεία, συνταξιοδοτικό ταμείο, που διαχειρίζεται μεγάλο όγκο κεφαλαίων και πραγματοποιεί επενδύσεις, συνήθ. σε χρηματιστηριακές αξίες και ακίνητα. [< αγγλ. institutional investor] , οργανικός/θεσμικός νόμος βλ. νόμος [< γαλλ. institutionnel, 1933]
κειμενογράφος κει-με-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. (κ. θηλ.) πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη συγγραφή διαφημιστικών κειμένων ή σπανιότ. άρθρων: (σε αγγελία) Ζητείται ~. Βλ. -γράφος. 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα για τη δημιουργία αρχείων κειμένου, το οποίο διαθέτει περιορισμένες δυνατότητες επεξεργασίας και μορφοποίησης: λειτουργία/ρυθμίσεις/χρήση του ~ου. Βλ. επεξεργαστής κειμένου. ● ΣΥΜΠΛ.: φωνητικός κειμενογράφος: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα δημιουργίας αρχείων κειμένου στον υπολογιστή μέσω υπαγόρευσης. [< 1: αγγλ. copywriter, 1911 2: αγγλ. text editor, 1975]
μεταποιώ [μεταποιῶ] με-τα-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {μεταποι-είς ... | μεταποί-ησε, -ήσει, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας} 1. ΟΙΚΟΝ. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) κάνω μεταποίηση: ~ημένα: (αγροτικά) προϊόντα/τρόφιμα. Η εταιρεία ~εί και εμπορεύεται ... Βλ. εισ-, εξ-, παρ-άγω, τυποποιώ. 2. τροποποιώ, μεταβάλλω: (για παλιά συνήθ. ρούχα) ~εί γούνες και δερμάτινα σύνολα. Βλ. επιδιορθώνω.|| Άχρηστα υλικά μπορούν να ~ηθούν (= μετα-μορφωθούν, -σκευαστούν, -τραπούν) σε χρήσιμα αντικείμενα. Βλ. -ποιώ. [< αρχ. μεταποιῶ ‘δίνω διαφορετικά χαρακτηριστικά’, γαλλ. transformer]
μονάδα μο-νά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. ενιαία και αυτοτελής οντότητα (οικονομική, επιχειρηματική, οργανική) με καθορισμένες λειτουργίες, τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου: βιομηχανική/βιοτεχνική/εκπαιδευτική/εμπορική/ερευνητική/θερμοηλεκτρική/κοινωνική/κτηνοτροφική/ξενοδοχειακή/οικιστική/οργανωμένη/πανεπιστημιακή/πιλοτική/συμβουλευτική/τουριστική/υγειονομική/υδροηλεκτρική ~. ~ ανάπτυξης/αξιολόγησης/εμπορίας (αγαθών)/εξυπηρέτησης (πελατών)/παραγωγής/παρακολούθησης (διαγωνισμών και συμβάσεων)/πληροφόρησης/προγραμματισμού/τεκμηρίωσης/υγείας/υποστήριξης. Δημιουργία/διευθυντής/επέκταση/ίδρυση/λειτουργία ~ας. Το κύτταρο ως θεμελιώδης βιολογική ~. Κόστος εργασίας ανά ~ προϊόντος.|| (ΙΑΤΡ.) Καρδιοχειρουργική/ογκολογική/οφθαλμολογική ~. ~ νοσοκομείου/τεχνητού νεφρού. Κινητή ~ υγείας.|| (ΓΛΩΣΣ.) Λεξική ~.|| (για πρόσ.) Υπολογίσιμη ~ στην ομάδα. Οι εργάτες αποτελούν βασικές ~ες στην επιχείρηση. Βλ. μικρο~. 2. ΜΕΤΡΟΛ. προκαθορισμένο και κοινά αποδεκτό μέγεθος ή ποσότητα για τη μέτρηση ομοειδών μεγεθών ή ποσοτήτων: βασική/εκατοστιαία/παράγωγη ~. ~ αξίας/βάρους/δύναμης/ενέργειας/έργου/θερμοκρασίας/ισχύος/μάζας/μήκους (βλ. μέτρο, μίλι)/όγκου/πίεσης/πληροφορίας (βλ. μπιτ)/χρόνου (βλ. λεπτό)/χωρητικότητας. Τιμή ~ας. Σύστημα ~ων.|| (προφ.) Γράφουν/πέφτουν οι ~ες (: ένδειξη καταβαλλόμενου ποσού σε μετρητή τηλεφωνικής επικοινωνίας ή σε ταξί). Έχω/(μου) τελείωσαν οι ~ες στο κινητό. Ο Γενικός Δείκτης Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών ξεπέρασε τις ... ~ες. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μέρος ηλεκτρονικής συσκευής και κυρ. ηλεκτρονικού υπολογιστή που εκτελεί συγκεκριμένη εργασία: ψηφιακή ~. ~ αναπαραγωγής/απεικόνισης/αποθήκευσης/διαχείρισης/(σκληρού) δίσκου/εγγραφής/εισόδου/ελέγχου/τροφοδοσίας. 4. ΜΑΘ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου προκύπτουν οι άλλοι ακέραιοι αριθμοί· κάθε ακέραιος από το 0 ως το 9: αρνητική/θετική/κλασματική ~. Λύση με αναγωγή στη ~. Σύμβολο της ~ας είναι το 1.|| (ειδικότ.) Ο αριθμός 587 έχει πέντε εκατοντάδες, οκτώ δεκάδες και επτά ~ες. Βλ. -άδα.|| Βαθμολογούμαι με ~ (: με τον μικρότερο βαθμό). Όσοι γράψουν μόνο το όνομά τους στο διαγώνισμα, θα πάρουν ~! 5. ΣΤΡΑΤ. (στον Στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας) το κατώτερο συνήθ. τμήμα όπλου ή σώματος με διοικητική αυτονομία και συνεκδ. ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένο: αεροπορική/ειδική/επίλεκτη/ναυτική ~. Mεγάλη ~ (βλ. μεραρχία, στρατιά). Μικρή ~ (βλ. λόχος, σύνταγμα, τάγμα). ~ πεζικού/πυροβολικού/τεθωρακισμένων. Μάχιμες ~ες. Απόσπαση/επιθεώρηση/μετάθεση/παρουσίαση/υπηρεσία σε ~.|| ~ες Αποκατάστασης (της) Τάξης (ακρ. ΜΑΤ). Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική ~ (ακρ. ΕΚΑΜ). ● ΣΥΜΠΛ.: κάθετη μονάδα: ΟΙΚΟΝ. βιομηχανία, επιχείρηση που αναλαμβάνει και ελέγχει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από την παραγωγή και την επεξεργασία, μέχρι την πώληση των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών. Βλ. κάθετη παραγωγή. [< αγγλ. vertical union, 1933] , κεντρική μονάδα επεξεργασίας & κεντρική επεξεργαστική μονάδα: ΠΛΗΡΟΦ. κεντρικό εξάρτημα ηλεκτρονικού υπολογιστή που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο όλων των επιμέρους τμημάτων του και την εκτέλεση εντολών. Πβ. μικροεπεξεργαστής. Βλ. μητρική (κάρτα/πλακέτα), περιφερειακή συσκευή/μονάδα. [< αγγλ. Central Processing Unit (CPU), 1956] , Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ακρ. ΜΕΘ.) & Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης/Νοσηλείας & (προφ.) Μονάδα: ΙΑΤΡ. ειδικά εξοπλισμένος χώρος σε νοσοκομείο στον οποίον παρέχεται συνεχής ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση. Βλ. ΜΑΦ. ΣΥΝ. εντατική [< αγγλ. intensive care unit, 1955] , ακέραιη/ακεραία μονάδα βλ. ακέραιος, αστρονομική μονάδα βλ. αστρονομικός, διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες βλ. διδακτικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, κινητή μονάδα βλ. κινητός, λογιστική μονάδα βλ. λογιστικός, μονάδα εργασίας βλ. εργασία, νομισματική μονάδα βλ. νομισματικός, οικονομική μονάδα βλ. οικονομικός, περιφερειακή συσκευή/μονάδα βλ. περιφερειακός, πιστωτικές μονάδες βλ. πιστωτικός, σχολική μονάδα βλ. σχολικός [< μτγν. μονάς, αγγλ. unit, γαλλ. unité]
πέπρωται πέ-πρω-ται ρ. (αμτβ.) {παρατ. επέπρωτο} (αρχαιοπρ.): (+ να) έχει οριστεί από τη μοίρα να συμβεί. [< αρχ. πέπρωται]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ