Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18360-18380]


  • επιβεβαιώνω [ἐπιβεβαιώνω] ε-πι-βε-βαι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {επιβεβαίω-σα, -θηκα, -θεί, -μένος, επιβεβαιών-οντας}: αποδεικνύω, βεβαιώνω ότι κάτι είναι αληθές, σίγουρο ή ότι πράγματι ισχύει: Τα αποτελέσματα ~ουν ότι ... Η υπουργός με δήλωσή της ~σε την ακρίβεια του ρεπορτάζ. Θεωρία που δεν ~εται στην πράξη/επιστημονικά. Τα στοιχεία ~θηκαν επισήμως/με πείραμα. Οι προβλέψεις/φήμες ~θηκαν (: βγήκαν αληθινές). ~μένα και αναμφισβήτητα ιστορικά γεγονότα. Μη ~μένες πληροφορίες (= ανεπιβεβαίωτες). Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω, πιστοποιώ.|| Οι εξελίξεις με ~σαν (τελικά). Δυστυχώς, ~θηκα για ακόμα μία φορά (: είχα δίκιο). ΑΝΤ. διαψεύδω (1) ● Παθ.: επιβεβαιώνομαι: αντλώ αυτοπεποίθηση μέσω της αναγνώρισης της αξίας μου, αυτοεπιβεβαιώνομαι: Κάνει σχέσεις μόνο και μόνο για να ~εται (ως άνδρας/ως γυναίκα).|| (στην ενεργ. φωνή) Θέλει κάποιον, για να τον ~ει διαρκώς. ΑΝΤ. μειώνω, υποβιβάζω. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα βλ. εξαίρεση [< αρχ. ἐπιβεβαιῶ]
  • επιβεβαίωση [ἐπιβεβαίωση] ε-πι-βε-βαί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω: γραπτή/έγγραφη ~ (μιας συναλλαγής). Έμπρακτη ~. Εμπειρική/πειραματική ~ (ενός νόμου). ~ ενός ισχυρισμού/μιας υποψίας. ~ της αρχικής διάγνωσης. ~ παράδοσης παραγγελίας. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κωδικού/συνθηματικού (: με την εκ νέου αναγραφή του). Συλλογή στοιχείων με επανειλημμένες διασταυρώσεις και ~ώσεις. Θα επικοινωνήσουμε για ~ της κράτησής σας. Πβ. εξακρίβωση, πιστοποίηση. Βλ. τεκμηρίωση. ΣΥΝ. επαλήθευση ΑΝΤ. διάψευση (1) 2. αναγνώριση της αξίας που έχει κάτι ή κάποιος: βρίσκει την καλύτερη/πλήρη ~. ανάγκη για ~ του ανδρισμού/εγώ τους. Δεν ζητάω/δεν χρειάζομαι ~ από τους άλλους. Βλ. αυτο~.|| Η εμπιστοσύνη των πελατών είναι η ~ της δουλειάς μας. ΑΝΤ. μείωση (2), υποβιβασμός (2) [< αρχ. ἐπιβεβαίωσις, γαλλ. confirmation]
  • επιβεβαιωτικός , ή, ό [ἐπιβεβαιωτικός] ε-πι-βε-βαι-ω-τι-κός επίθ. (λόγ.): που επιβεβαιώνει κάτι: ~ή: αίτηση/επιστολή. ~ό: ιμέιλ. [< γαλλ. confirmatif]
  • επιβεβαρυμένος , η, ο βλ. επιβαρύνω
  • επιβεβλημένος , η, ο [ἐπιβεβλημένος] ε-πι-βε-βλη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που επιβάλλεται, απαραίτητος, αναγκαίος: ~ος: (ο) διάλογος. ~η: απάντηση/απόφαση. ~ο: καθήκον. ~ες: (οι) αλλαγές/(οι) αυξήσεις. ~α: μέτρα. Ενέργειες ~ες από τις ιστορικές συνθήκες. Θεώρησα/έκρινα ~η την παρέμβασή μου. Είναι ~ο (= πρέπει) να ... ΣΥΝ. επιτακτικός (1), υποχρεωτικός (1) ● βλ. επιβάλλω [< ἐπιβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposé]
  • επιβήτορας [ἐπιβήτορας] ε-πι-βή-το-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΤ. αρσενικό ζώο, συνήθ. άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται κυρ. για αναπαραγωγή. Βλ. -τορας. 2. (συνήθ. ειρων.) άντρας που (φημολογείται ότι) έχει μεγάλες σεξουαλικές επιδόσεις. Πβ. γαμιάς. ● ΦΡ.: επιβήτορες της εξουσίας (μτφ.): που την καταχρώνται. [< 1: αρχ. ἐπιβήτωρ]
  • επιβιβάζω [ἐπιβιβάζω] ε-πι-βι-βά-ζω ρ. (μτβ.) {επιβίβα-σε, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, επιβιβάζ-οντας} (επίσ.): ανεβάζω επιβάτη σε μέσο μεταφοράς: Ο οδηγός ~σε τον πελάτη στο ταξί. ~σαν τους αλλοδαπούς/λαθρομετανάστες/ομήρους στο σκάφος.|| (σπάν.-καταχρ.) Το λεωφορείο ~σε είκοσι άτομα. ΑΝΤ. αποβιβάζω (1) ● Παθ.: επιβιβάζομαι: ανεβαίνω, μπαίνω σε μέσο μεταφοράς: Οι ταξιδιώτες ~ονται στο πλοίο. Οι δράστες ~στηκαν σε μοτοσικλέτα και τράπηκαν σε φυγή. ~στηκε στο μετρό/πούλμαν/τρένο. Βλ. μετεπιβιβάζομαι. [< αρχ. ἐπιβιβάζω, γαλλ. embarquer]
  • επιβίβαση [ἐπιβίβαση] ε-πι-βί-βα-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ανέβασμα σε μεταφορικό μέσο: ~ των επιβατών και φόρτωση των αποσκευών. ~ στο αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο/τρένο. Κάρτα/πύλη/σταθμός/χώρος (βλ. αποβάθρα, στάση)/ώρα ~ης. Βλ. απο~, λαθρ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατάσταση ~ης (: έγγραφο που χορηγείται σε οπλίτες για δωρεάν μετακίνηση με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα). ΑΝΤ. αποβίβαση [< μεσν. επιβίβασις, γαλλ. embarquement] ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ
  • επιβιώματα [ἐπιβιώματα] ε-πι-βι-ώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. επιβίωμα}: επιβιώσεις: ~ αρχαίων εθίμων.
  • επιβιώνω [ἐπιβιώνω] ε-πι-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {επιβίω-σα, επιβιών-οντας} 1. καταφέρνω να μείνω ζωντανός παρόλες τις αντιξοότητες: Φυτό που ~ει στην ξηρασία. Μπόρεσε να ~σει χωρίς νερό και τροφή για τρεις μέρες/κάτω από τα συντρίμμια. Πβ. επιζώ, συντηρούμαι. Βλ. διαβιώνω. 2. (μτφ.) αντέχω ξεπερνώντας μεγάλες δυσκολίες: Έχω μάθει/ξέρω να ~ χωρίς βοήθεια. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ~ουν δύσκολα. Πβ. επιπλέω.επιβιώνει (μτφ.): συνεχίζει να υπάρχει: Γλώσσα/έθιμο/παράδοση που ~ μέχρι τις μέρες μας (= διασώζεται, διατηρείται). [< 1: αρχ. ἐπιβιῶ, γαλλ. survivre, αγγλ. survive]
  • επιβίωση [ἐπιβίωση] ε-πι-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβιώνω: ~ κάτω από τα χαλάσματα. Ποσοστό/χρόνος ~ης των καρκινοπαθών. Πιθανότητες ~ης από αεροπορικό δυστύχημα. || Είδη/εξοπλισμός/κιτ/σετ ~ης. Βλ. διαβίωση.|| (μτφ.) Eθνική ~. ~ της γλώσσας/της οικονομίας. ~ των καταστημάτων (από την κρίση). Τρόποι ~ης. Αγώνας/μάχη για (την) ~.|| ~ αρχαίων δοξασιών/μύθων/παραδόσεων.επιβιώσεις (οι): πολιτισμικά στοιχεία (κυρ. έθιμα, παραδόσεις, δοξασίες, νοοτροπίες) που προέρχονται από παλαιότερες εποχές και διατηρούνται έως σήμερα, κατάλοιπα: οι ~ του λαϊκού πολιτισμού στη σύγχρονη κοινωνία. Πβ. απομεινάρι, λείψανο, υπόλειμμα. ΣΥΝ. επιβιώματα [< αγγλ. survivals] ● ΣΥΜΠΛ.: ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης βλ. αυτοσυντήρηση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος [< μεσν. επιβίωσις, γαλλ. survie. Βλ. αγγλ. survival kit]
  • επιβιώσιμος [ἐπιβιώσιμος] ε-πι-βι-ώ-σι-μος επίθ. (λόγ.): που μπορεί να επιβιώσει: ~ος: ιός. ~ή: λύση. Η κλιματική αλλαγή πρέπει να διατηρηθεί σε επιβιώσιμα επίπεδα. [< αγγλ. survivable, 1955
  • επιβιωσιμότητα [ἐπιβιωσιμότητα] ε-πι-βι-ω-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα αντοχής, δυνατότητα επιβίωσης: ~ δικτύων/πλοίων/σκαφών. Ελικόπτερα με μεγάλη ~ σε περιβάλλον μάχης. Αεροσκάφη με υψηλό ποσοστό ~ας. || ~ των ιών. Πβ. ανθεκτικότητα. [< αγγλ. survivability]
  • επιβλαβής , ής, ές [ἐπιβλαβής] ε-πι-βλα-βής επίθ. {επιβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή) | επιβλαβέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): βλαβερός, ζημιογόνος: ~ής: έκθεση (σε ακτινοβολία)/ουσία (= επικίνδυνη). ~είς: επιδράσεις/επιπτώσεις/συνέπειες. ~ή: έντομα. Διατροφή ~ για την υγεία. Τα ~ή αποτελέσματα του καπνίσματος. Πβ. φθοροποιός. ΣΥΝ. επιζήμιος ΑΝΤ. αβλαβής (1), επωφελής ● επίρρ.: επιβλαβώς [-ῶς] [< μτγν. ἐπιβλαβής]
  • επιβλέπω [ἐπιβλέπω] ε-πι-βλέ-πω ρ. (μτβ.) {επέβλε-ψε, επιβλέπ-οντας}: παρακολουθώ και κατευθύνω την εκτέλεση ενός έργου ή γενικότ. μιας διαδικασίας, ώστε να ελέγχω αν γίνεται σωστά, με ασφάλεια: Η επιτροπή που ~ει την εφαρμογή του κανονισμού. Υπηρεσίες που ~ουν αν τηρούνται οι διατάξεις. Οι βρεφοκόμοι ~ουν τα παιδιά την ώρα του παιχνιδιού. Η εκπόνηση της διατριβής ~εται από τριμελή επιτροπή. Πβ. διευθύνω, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, προσέχω. [< αρχ. ἐπιβλέπω ‘κοιτάζω προσεκτικά, εξετάζω’, γαλλ. surveiller, αγγλ. supervise]
  • επιβλέπων , ουσα, ον [ἐπιβλέπων] ε-πι-βλέ-πων επίθ. {επιβλέπ-οντος (θηλ. -ουσας (λόγ.) -ούσης) | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που επιβλέπει: ~ων: μηχανικός. ~ουσα: ο επιβλέπων της διατριβής. Αρχή/υπηρεσία. ~ σε δημόσια έργα. ● ΣΥΜΠΛ.: επιβλέπων (καθηγητής): καθηγητής πανεπιστημίου που επιβλέπει την εκπόνηση συνήθ. διδακτορικής διατριβής και σπανιότ. διπλωματικής ή άλλης εργασίας: Το θέμα της πτυχιακής καθορίζεται σε συνεργασία με τον ~οντα ~ή. [< αρχ. ἐπιβλέπων, γαλλ. superviseur, αγγλ. supervisor]
  • επίβλεψη [ἐπίβλεψη] ε-πί-βλε-ψη ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβλέπω: ~ των εργασιών. ~ της διατριβής/διπλωματικής (βλ. επιβλέπων καθηγητής). ~ της υγείας των εργαζομένων (βλ. ιατρική της εργασίας). Υγειονομική ~ εγκατάστασης. Παιδιά χωρίς γονική ~ (πβ. κηδεμονία). Τεχνικό γραφείο μελετών-~έψεων-κατασκευών. Ποιος έχει τη γενική ~ (βλ. πρόσταγμα); Το έργο βρίσκεται/(λόγ.) τελεί υπό/κάτω από την (αυστηρή/επιστημονική/στενή) ~ του ... Πβ. επιστασία, επιτήρηση, εποπτεία. Βλ. συντονισμός, τηλ~. [< πβ. αρχ. ἐπίβλεψις ‘κοίταγμα, όψη, παρατήρηση’, γαλλ. surveillance]
  • επιβλήθηκα βλ. επιβάλλω
  • επιβλητικός , ή, ό [ἐπιβλητικός ] ε-πι-βλη-τι-κός επίθ. : που προκαλεί δέος χάρη στο μέγεθος, τη δύναμη ή τη μεγαλοπρέπειά του: ~ός: ανδριάντας/ναός. ~ή: θέα/μορφή/τελετή/φυσιογνωμία. ~ό: θέαμα/κτίριο/μνημείο/παράστημα/ύφος. ~ές: διαστάσεις. ~ά: τείχη. Θεόρατα και ~ά βουνά. Καλλιτέχνης με ~ή παρουσία στη σκηνή. Ισχυρή και ~ή προσωπικότητα. Πβ. εντυπωσιακός, μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής.|| (για αθλητή ή ομάδα) ~ή: εμφάνιση/νίκη με 4-0. ● επίρρ.: επιβλητικά [< μτγν. ἐπιβλητικός ‘αυτός που προσηλώνεται (για να επιβληθεί)’, γαλλ. imposant]
  • επιβλητικότητα [ἐπιβλητικότητα] ε-πι-βλη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επιβλητικού: η ~ του μνημείου/τοπίου. Πβ. αίγλη, λαμπρότητα, μεγαλείο, μεγαλοπρέπεια. Βλ. -ότητα.

αποβάθρα

αποβάθρα [ἀποβάθρα] α-πο-βά-θρα ουσ. (θηλ.): ειδικά διαμορφωμένος χώρος σε λιμάνι ή σταθμό για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και την (εκ)φόρτωση εμπορευμάτων: πλωτή ~. Το πλοίο απομακρύνεται από την/πλησιάζει στην ~. Πβ. κρηπίδωμα, προβλήτα, προκυμαία.|| (στον ηλεκτρικό) ~ ανόδου/καθόδου. Περιμένω/στέκομαι στην ~. (στο τρένο και στο μετρό) Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και ~ας. Oι ~ες των λεωφορείων. Oι κεντρικές/πλευρικές ~ες στις στάσεις του τραμ. Πβ. πλατφόρμα. [< αρχ. ἀποβάθρα, γαλλ. quai]

αυτοσυντήρηση

αυτοσυντήρηση [αὐτοσυντήρηση] αυ-το-συ-ντή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοσυντηρούμαι: ικανότητα/μηχανισμός ~ης. Βλ. αυτάρκεια. ΑΝΤ. αυτοκαταστροφή ● ΣΥΜΠΛ.: ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης: ΒΙΟΛ. η φυσική τάση των έμβιων όντων για αυτοπροστασία και επιβίωση: ισχυρό ~ ~. Κατευθύνομαι/κινούμαι/οδηγούμαι από το ~ ~.|| (μτφ.) Το ~ ~ της κοινωνίας. [< γερμ. Selbsterhaltung]

διαβιώνω

διαβιώνω δι-α-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {διαβίω-σε} & (λόγ.) διαβιώ {-οίς κ. -είς, -οί κ. -εί ..., διαβιών-οντας}: περνώ τη ζωή μου, ζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πολίτες που ~ουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Πβ. διάγω.|| Ζώα/πτηνά που ~ουν σε ορεινές περιοχές. [< αρχ. διαβιῶ]

διαβίωση

διαβίωση δι-α-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.): τρόπος ζωής, ζωή: άνετη/ανθρώπινη/ασφαλής/πολυτελής/υγιεινή ~. ~ στην πόλη/στο σπίτι/στη φύση. Δαπάνες/έξοδα ~ης (πβ. κόστος ζωής). Άθλιες/αξιοπρεπείς/δύσκολες συνθήκες ~ης. Βλ. επιβίωση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τεκμήρια ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός [< μτγν. διαβίωσις]

εξαίρεση

εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών. 2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~. 3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]

επιβάλλω

επιβάλλω [ἐπιβάλλω] ε-πι-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλε, επιβάλει, επιβλή-θηκε (λόγ. επεβλήθη, μτχ. επιβλη-θείς, -θείσα, -θέν), επιβλη-θεί, επιβεβλημένος, επιβάλλ-οντας, επιβαλλ-όμενος}: κάνω κάτι (αναγκαίο, δυσάρεστο ή που απορρέει από τον νόμο) να γίνει αποδεκτό από μια ομάδα προσώπων, συνήθ. χωρίς τη θέλησή τους, να εφαρμοστεί ή να ισχύσει, χρησιμοποιώντας κύρος, εξουσία ή βία· ειδικότ. καθιστώ κάτι απαραίτητο: ~ ησυχία/πειθαρχία. Η Αστυνομία προσπαθεί να επιβάλει την τάξη (: σε συγκεκριμένη περίπτωση). Η αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλλει ποινές (: κάθε φορά που παραβιάζεται ο Νόμος). ~ μια απόφαση/έναν κανονισμό/μία συμπεριφορά/έναν τρόπο ζωής. ~ τη(ν) άποψή/τη θέλησή/τις θέσεις/τους όρους μου. Η κοινωνία ~ει κανόνες. Το δικαστήριο του επέβαλε (= όρισε) ποινή φυλάκισης δύο ετών. ~θηκε εμπάργκο/καθεστώς (τρομοκρατίας). ~θηκαν κυρώσεις/περιορισμοί. ~όμενος/~θείς: φόρος. ~θείσα: αύξηση. ~θέν: πρόστιμο. Βλ. καθιερώνω.|| Μου επέβαλε να διαβάσω (: με εξανάγκασε, υποχρέωσε). Λέω απλώς μια γνώμη, δεν σου την ~.|| Οι καιρικές συνθήκες ~ουν (= απαιτούν) τη λήψη έκτακτων μέτρων. Οι λόγοι που επέβαλαν την παραίτησή μου ήταν σοβαροί. ● Παθ.: επιβάλλεται {απρόσ.} (+ να): είναι αναγκαίο, πρέπει: ~ να εισαχθεί στο νοσοκομείο.|| Τέτοιες ώρες ~ ψυχραιμία (= χρειάζεται)., επιβάλλομαι 1. κυριαρχώ λόγω του σεβασμού ή του δέους που εμπνέω ή της προσοχής που προκαλώ· έχω επιβολή: ~εται (στην τάξη) με την παρουσία/το ύφος/τη φωνή (του). Μπορεί και ~εται στους υφισταμένους της. Ήταν ατίθασος, αλλά κατάφερε να του ~θεί (= να τον δαμάσει, να του πάρει τον αέρα).|| Μνημείο που ~εται στον χώρο με τον όγκο του.|| Δεν μπορείς να ~θείς στον εαυτό σου; Πβ. αυτοσυγκρατούμαι, έχω αυτοκυριαρχία. 2. νικώ, υπερισχύω (σε αγώνα): Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του/(λόγ., + γεν.) των αντιπάλων του. Οι γηπεδούχοι ~θηκαν με τρία μηδέν. [< γαλλ. s΄ imposer] ● βλ. επιβεβλημένος [< αρχ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposer]

επιβαρύνω

επιβαρύνω [ἐπιβαρύνω] ε-πι-βα-ρύ-νω ρ. (μτβ.) {επιβάρ-υνε, -ύνθηκε, -υνθεί, -υμένος (λογιότ. επιβεβαρυμένος) κ. (εσφαλμ.) -ημένος, επιβαρύν-οντας} (λόγ.) 1. επιβάλλω σε κάποιον ή κάτι πρόσθετες, κυρ. οικονομικές, υποχρεώσεις: Τον ~ει οικονομικά. Οι αυξήσεις στα προϊόντα ~ουν τα χαμηλά εισοδήματα. Δαπάνες που ~ουν τον προϋπολογισμό. Για πόσο ακόμη θα ~εις τους γονείς σου (= γίνεσαι βάρος· ΑΝΤ. ξαλαφρώνω); Τα έξοδα δικηγόρου τα ~εσαι εσύ (= αναλαμβάνεις, επιφορτίζεσαι, χρεώνεσαι). Αγαθά/τιμές που ~ονται με ΦΠΑ (: αυξάνεται το κόστος). Ο καθένας θα ~υνθεί με εκατό ευρώ επιπλέον. Νοικοκυριά ~υμένα με χρέη. Πβ. βαραίνω. ΑΝΤ. ελαφρύνω 2. φορτώνω· επιδεινώνω: Η ανθρώπινη δραστηριότητα ~ει την ατμόσφαιρα/το περιβάλλον/τον πλανήτη. Απόβλητα ~υμένα με βαρέα μέταλλα. Το πρόγραμμα ~ύνθηκε από έκτακτα μαθήματα.|| Το κάπνισμα ~ει την υγεία. Τροφές που δεν μας ~ουν με θερμίδες. Ασθενείς με ~υμένο ιατρικό ιστορικό. ~υμένος: οργανισμός.|| Δεν ήθελα να σας ~ με τα δικά μου προβλήματα (πβ. ενοχλώ). Συναισθηματικά ~υμένος. Πβ. φορτίζω.|| Όσο μιλάς/ό,τι και να πεις, ~εις τη θέση σου. Πβ. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, χειροτερεύω. [< μτγν. ἐπιβαρύνω, γαλλ. aggraver, γερμ. belasten]

επιβλέπων

επιβλέπων, ουσα, ον [ἐπιβλέπων] ε-πι-βλέ-πων επίθ. {επιβλέπ-οντος (θηλ. -ουσας (λόγ.) -ούσης) | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που επιβλέπει: ~ων: μηχανικός. ~ουσα: ο επιβλέπων της διατριβής. Αρχή/υπηρεσία. ~ σε δημόσια έργα. ● ΣΥΜΠΛ.: επιβλέπων (καθηγητής): καθηγητής πανεπιστημίου που επιβλέπει την εκπόνηση συνήθ. διδακτορικής διατριβής και σπανιότ. διπλωματικής ή άλλης εργασίας: Το θέμα της πτυχιακής καθορίζεται σε συνεργασία με τον ~οντα ~ή. [< αρχ. ἐπιβλέπων, γαλλ. superviseur, αγγλ. supervisor]

ιατρική

ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική:  διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]

μετεπιβιβάζομαι

μετεπιβιβάζομαι με-τε-πι-βι-βά-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {μετεπιβιβά-στηκα, -στώ, -σμένος, μετεπιβιβαζ-όμενοι, κυρ. στο γ' πρόσ. πληθ.} (επίσ.): επιβιβάζομαι από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο: Οι επιβάτες του πλοίου ~στηκαν σώοι σε παραπλέοντα σκάφη. [< αγγλ. reembark]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

προσδόκιμος

προσδόκιμος, η, ο προσ-δό-κι-μος επίθ. (λόγ.): που προσδοκάται· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης & προσδόκιμο όριο ζωής & προσδοκώμενος/προσδόκιμος χρόνος ζωής (επιστ.): η αναμενόμενη μέση διάρκεια ζωής μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων: ~ ~ των ανδρών/γυναικών. Το κάπνισμα μειώνει ~ ~. [< αγγλ. life expectancy] [< αρχ. προσδόκιμος]

συντονισμός

συντονισμός συ-ντο-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντονίζω: ~ δράσης/δραστηριοτήτων/ενεργειών/εργασιών/έργου/έρευνας/κινήσεων/λειτουργίας/ομάδων/προγραμμάτων/προσπαθειών. ~ ύλης (σε εφημερίδα, περιοδικό). Υπό τον γενικό ~ό. ~ των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Πβ. εναρμόνιση.|| (ειδικότ., για συζήτηση) ~ εκπομπής/συνεδρίου/συνέντευξης.|| Ψηφιακός ~ καναλιών/ραδιοφώνου. Βλ. ρύθμιση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ (μουσικών) οργάνων. Βλ. κούρδισμα. ΑΝΤ. αποσυντονισμός 2. ΦΥΣ. αύξηση πλάτους ταλάντωσης ενός συστήματος σε περίπτωση διέγερσης από εξωτερική πηγή με παραπλήσια συχνότητα: ~ κυκλωμάτων. Μαγνητικός ~. Βλ. -ισμός. [< 1: γαλλ. coordination 2: γαλλ. syntonisation, 1900] ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ

τεκμηρίωση

τεκμηρίωση τεκ-μη-ρί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξαγωγή συμπεράσματος με τεκμήρια, υποστήριξη μιας άποψης με επιχειρήματα· συνεκδ. το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα σχετικά στοιχεία: άμεση/αναλυτική/βασική/γενική/διεξοδική/(αν)επαρκής/θεωρητική/ιστορική/λογική/πειστική/πλήρης/πρόχειρη/στατιστική/σύντομη ~. ~ απάντησης/γεγονότων (πβ. θεμελίωση). ~ των δαπανών (πβ. δικαιολόγηση)/μιας μελέτης.|| Νομική ~ μιας υπόθεσης (με πειστήρια· πβ. στοιχειοθέτηση). Έρευνα χωρίς βιβλιογραφική ~ (= χωρίς αναφορές). 2. παροχή ειδικής πληροφορίας, συνήθ. σχετικά με αντικείμενα συλλογής: μουσειακή ~ λαογραφικού υλικού. Διαχειριστική ~ μνημείων. Επιστημονική ~ και ψηφιοποίηση αρχείου. Βάση ~ης δεδομένων. Διεθνής Επιτροπή ~ης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (συνήθ. για οδηγό, εγχειρίδιο χρήσης) λεπτομερής περιγραφή του σχεδιασμού και της λειτουργίας λογισμικού προϊόντος ή υπολογιστικού συστήματος: ενημερωμένη/έντυπη/ηλεκτρονική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ταινία τεκμηρίωσης βλ. ταινία [< μτγν. τεκμηρίωσις ‘απόδειξη, πιστοποίηση’ 2, 3: αγγλ.-γαλλ. documentation] ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ

-τορας

-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.