αποβάθρα [ἀποβάθρα] α-πο-βά-θρα ουσ. (θηλ.): ειδικά διαμορφωμένος χώρος σε λιμάνι ή σταθμό για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και την (εκ)φόρτωση εμπορευμάτων: πλωτή ~. Το πλοίο απομακρύνεται από την/πλησιάζει στην ~. Πβ. κρηπίδωμα, προβλήτα, προκυμαία.|| (στον ηλεκτρικό) ~ ανόδου/καθόδου. Περιμένω/στέκομαι στην ~. (στο τρένο και στο μετρό) Προσοχή στο κενό μεταξύ συρμού και ~ας. Oι ~ες των λεωφορείων. Oι κεντρικές/πλευρικές ~ες στις στάσεις του τραμ. Πβ. πλατφόρμα. [< αρχ. ἀποβάθρα, γαλλ. quai]
αυτοσυντήρηση [αὐτοσυντήρηση] αυ-το-συ-ντή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυτοσυντηρούμαι: ικανότητα/μηχανισμός ~ης. Βλ. αυτάρκεια. ΑΝΤ. αυτοκαταστροφή ● ΣΥΜΠΛ.: ένστικτο (της) αυτοσυντήρησης/επιβίωσης: ΒΙΟΛ. η φυσική τάση των έμβιων όντων για αυτοπροστασία και επιβίωση: ισχυρό ~ ~. Κατευθύνομαι/κινούμαι/οδηγούμαι από το ~ ~.|| (μτφ.) Το ~ ~ της κοινωνίας. [< γερμ. Selbsterhaltung]
διαβιώνω δι-α-βι-ώ-νω ρ. (αμτβ.) {διαβίω-σε} & (λόγ.) διαβιώ {-οίς κ. -είς, -οί κ. -εί ..., διαβιών-οντας}: περνώ τη ζωή μου, ζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πολίτες που ~ουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Πβ. διάγω.|| Ζώα/πτηνά που ~ουν σε ορεινές περιοχές. [< αρχ. διαβιῶ]
διαβίωση δι-α-βί-ω-ση ουσ. (θηλ.): τρόπος ζωής, ζωή: άνετη/ανθρώπινη/ασφαλής/πολυτελής/υγιεινή ~. ~ στην πόλη/στο σπίτι/στη φύση. Δαπάνες/έξοδα ~ης (πβ. κόστος ζωής). Άθλιες/αξιοπρεπείς/δύσκολες συνθήκες ~ης. Βλ. επιβίωση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τεκμήρια ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός [< μτγν. διαβίωσις]
εξαίρεση [ἐξαίρεση] ε-ξαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. διαφοροποίηση, απόκλιση από το συνηθισμένο, τον γενικό κανόνα, το σύνολο και συνεκδ. όποιος ή ό,τι αποκλίνει: αρνητική/θετική/πολιτιστική (πβ. διαφορετικότητα, ιδιαιτερότητα) ~. Με μία μόνο ~. Με την ~ ότι ... (: διαφορά). Αποτελούν/είναι/συνιστούν ~ (: είναι σπάνιοι). Το αυτονόητο έγινε ~. Εκτός ελαχίστων/μερικών/σπανίων ~έσεων. Κάθε κανόνας έχει και τις ~έσεις του (: δεν υπάρχει απόλυτος κανόνας). Πβ. εκτροπή, παρέκκλιση.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~έσεις στην κλίση των ουσιαστικών. 2. ΝΟΜ. αποκλεισμός από νόμιμο δικαίωμα ή απαλλαγή από νόμιμη υποχρέωση για ειδικούς λόγους ή εξαιτίας ιδιαίτερων συνθηκών: ατομική/γενική/μερική/ομαδική/πλήρης/προσωρινή ~. ~ ανακριτή/διαιτητή/δικαστή/μάρτυρα. ~ από δικαστήριο/κλήρωση/συμμετοχή (σε διαγωνισμό). Ζητείται/χορηγείται ~ από την απαγόρευση/την εφαρμογή (των διατάξεων)/τον κανονισμό/τη φορολογία. Αίτηση/λόγος/πιστοποιητικό ~ης. Βλ. αυτο~, υπ~. 3. ΙΑΤΡ. αφαίρεση με χειρουργική επέμβαση: ολική/ριζική ~. Πβ. εκτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: ρήτρα εξαίρεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα κράτους-μέλους διεθνούς κοινότητας ή οργανισμού να μην συμπράξει με τα υπόλοιπα σε συγκεκριμένο τομέα της συνεργασίας τους., φωτεινή εξαίρεση: για κάποιον ή κάτι που ξεχωρίζει για τις θετικές του ιδιότητες: Εσύ είσαι/παραμένεις η μόνη ~ ~. Με (ελάχιστες) ~ές ~έσεις. ● ΦΡ.: η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα: δεν ακυρώνει τη γενική του ισχύ. [< γαλλ. l' exception confirme la règle] , κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις: δεν φέρομαι με τον ίδιο τρόπο απέναντι σε όλους, μεροληπτώ: Δεν κάνει ~έσεις στην τήρηση των νόμων. Πβ. διακρίσεις., κατ' εξαίρεση (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' εξαίρεσιν: αντίθετα με τη συνήθη ή κοινή πρακτική, τον γενικό κανόνα: ~ ~ αποζημίωση/έκδοση άδειας. ~ ~ επιτρέπεται να ... Δέχτηκε ~ ~ να ..., με εξαίρεση (+ αιτ./γεν.) & (λόγ.) εξαιρέσει (+ γεν.): εκτός από, εξαιρώντας: Τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί ~ ~ μεμονωμένες περιπτώσεις. Εξαιρέσει των διατάξεων ..., χωρίς (καμία/καμιά) εξαίρεση: για να δηλωθεί απόλυτη και καθολική συμμετοχή, εφαρμογή: όλοι ~ ~ (: ανεξαιρέτως). Επιβάλλεται ~ ~ η ... [< 1: αρχ. ἐξαίρεσις, γαλλ. exception 2: γαλλ. exemption]
επιβάλλω [ἐπιβάλλω] ε-πι-βάλ-λω ρ. (μτβ.) {παρατ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλε, επιβάλει, επιβλή-θηκε (λόγ. επεβλήθη, μτχ. επιβλη-θείς, -θείσα, -θέν), επιβλη-θεί, επιβεβλημένος, επιβάλλ-οντας, επιβαλλ-όμενος}: κάνω κάτι (αναγκαίο, δυσάρεστο ή που απορρέει από τον νόμο) να γίνει αποδεκτό από μια ομάδα προσώπων, συνήθ. χωρίς τη θέλησή τους, να εφαρμοστεί ή να ισχύσει, χρησιμοποιώντας κύρος, εξουσία ή βία· ειδικότ. καθιστώ κάτι απαραίτητο: ~ ησυχία/πειθαρχία. Η Αστυνομία προσπαθεί να επιβάλει την τάξη (: σε συγκεκριμένη περίπτωση). Η αρμόδια Αρχή μπορεί να επιβάλλει ποινές (: κάθε φορά που παραβιάζεται ο Νόμος). ~ μια απόφαση/έναν κανονισμό/μία συμπεριφορά/έναν τρόπο ζωής. ~ τη(ν) άποψή/τη θέλησή/τις θέσεις/τους όρους μου. Η κοινωνία ~ει κανόνες. Το δικαστήριο του επέβαλε (= όρισε) ποινή φυλάκισης δύο ετών. ~θηκε εμπάργκο/καθεστώς (τρομοκρατίας). ~θηκαν κυρώσεις/περιορισμοί. ~όμενος/~θείς: φόρος. ~θείσα: αύξηση. ~θέν: πρόστιμο. Βλ. καθιερώνω.|| Μου επέβαλε να διαβάσω (: με εξανάγκασε, υποχρέωσε). Λέω απλώς μια γνώμη, δεν σου την ~.|| Οι καιρικές συνθήκες ~ουν (= απαιτούν) τη λήψη έκτακτων μέτρων. Οι λόγοι που επέβαλαν την παραίτησή μου ήταν σοβαροί. ● Παθ.: επιβάλλεται {απρόσ.} (+ να): είναι αναγκαίο, πρέπει: ~ να εισαχθεί στο νοσοκομείο.|| Τέτοιες ώρες ~ ψυχραιμία (= χρειάζεται)., επιβάλλομαι 1. κυριαρχώ λόγω του σεβασμού ή του δέους που εμπνέω ή της προσοχής που προκαλώ· έχω επιβολή: ~εται (στην τάξη) με την παρουσία/το ύφος/τη φωνή (του). Μπορεί και ~εται στους υφισταμένους της. Ήταν ατίθασος, αλλά κατάφερε να του ~θεί (= να τον δαμάσει, να του πάρει τον αέρα).|| Μνημείο που ~εται στον χώρο με τον όγκο του.|| Δεν μπορείς να ~θείς στον εαυτό σου; Πβ. αυτοσυγκρατούμαι, έχω αυτοκυριαρχία. 2. νικώ, υπερισχύω (σε αγώνα): Επιβλήθηκε στον αντίπαλό του/(λόγ., + γεν.) των αντιπάλων του. Οι γηπεδούχοι ~θηκαν με τρία μηδέν. [< γαλλ. s΄ imposer] ● βλ. επιβεβλημένος [< αρχ. ἐπιβάλλω, γαλλ. imposer]
επιβαρύνω [ἐπιβαρύνω] ε-πι-βα-ρύ-νω ρ. (μτβ.) {επιβάρ-υνε, -ύνθηκε, -υνθεί, -υμένος (λογιότ. επιβεβαρυμένος) κ. (εσφαλμ.) -ημένος, επιβαρύν-οντας} (λόγ.) 1. επιβάλλω σε κάποιον ή κάτι πρόσθετες, κυρ. οικονομικές, υποχρεώσεις: Τον ~ει οικονομικά. Οι αυξήσεις στα προϊόντα ~ουν τα χαμηλά εισοδήματα. Δαπάνες που ~ουν τον προϋπολογισμό. Για πόσο ακόμη θα ~εις τους γονείς σου (= γίνεσαι βάρος· ΑΝΤ. ξαλαφρώνω); Τα έξοδα δικηγόρου τα ~εσαι εσύ (= αναλαμβάνεις, επιφορτίζεσαι, χρεώνεσαι). Αγαθά/τιμές που ~ονται με ΦΠΑ (: αυξάνεται το κόστος). Ο καθένας θα ~υνθεί με εκατό ευρώ επιπλέον. Νοικοκυριά ~υμένα με χρέη. Πβ. βαραίνω. ΑΝΤ. ελαφρύνω 2. φορτώνω· επιδεινώνω: Η ανθρώπινη δραστηριότητα ~ει την ατμόσφαιρα/το περιβάλλον/τον πλανήτη. Απόβλητα ~υμένα με βαρέα μέταλλα. Το πρόγραμμα ~ύνθηκε από έκτακτα μαθήματα.|| Το κάπνισμα ~ει την υγεία. Τροφές που δεν μας ~ουν με θερμίδες. Ασθενείς με ~υμένο ιατρικό ιστορικό. ~υμένος: οργανισμός.|| Δεν ήθελα να σας ~ με τα δικά μου προβλήματα (πβ. ενοχλώ). Συναισθηματικά ~υμένος. Πβ. φορτίζω.|| Όσο μιλάς/ό,τι και να πεις, ~εις τη θέση σου. Πβ. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, χειροτερεύω. [< μτγν. ἐπιβαρύνω, γαλλ. aggraver, γερμ. belasten]
επιβλέπων, ουσα, ον [ἐπιβλέπων] ε-πι-βλέ-πων επίθ. {επιβλέπ-οντος (θηλ. -ουσας (λόγ.) -ούσης) | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που επιβλέπει: ~ων: μηχανικός. ~ουσα: ο επιβλέπων της διατριβής. Αρχή/υπηρεσία. ~ σε δημόσια έργα. ● ΣΥΜΠΛ.: επιβλέπων (καθηγητής): καθηγητής πανεπιστημίου που επιβλέπει την εκπόνηση συνήθ. διδακτορικής διατριβής και σπανιότ. διπλωματικής ή άλλης εργασίας: Το θέμα της πτυχιακής καθορίζεται σε συνεργασία με τον ~οντα ~ή. [< αρχ. ἐπιβλέπων, γαλλ. superviseur, αγγλ. supervisor]
ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική: διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]
μετεπιβιβάζομαι με-τε-πι-βι-βά-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {μετεπιβιβά-στηκα, -στώ, -σμένος, μετεπιβιβαζ-όμενοι, κυρ. στο γ' πρόσ. πληθ.} (επίσ.): επιβιβάζομαι από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο: Οι επιβάτες του πλοίου ~στηκαν σώοι σε παραπλέοντα σκάφη. [< αγγλ. reembark]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
προσδόκιμος, η, ο προσ-δό-κι-μος επίθ. (λόγ.): που προσδοκάται· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης & προσδόκιμο όριο ζωής & προσδοκώμενος/προσδόκιμος χρόνος ζωής (επιστ.): η αναμενόμενη μέση διάρκεια ζωής μιας ευρύτερης ομάδας ανθρώπων: ~ ~ των ανδρών/γυναικών. Το κάπνισμα μειώνει ~ ~. [< αγγλ. life expectancy] [< αρχ. προσδόκιμος]
συντονισμός συ-ντο-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντονίζω: ~ δράσης/δραστηριοτήτων/ενεργειών/εργασιών/έργου/έρευνας/κινήσεων/λειτουργίας/ομάδων/προγραμμάτων/προσπαθειών. ~ ύλης (σε εφημερίδα, περιοδικό). Υπό τον γενικό ~ό. ~ των πυροσβεστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Πβ. εναρμόνιση.|| (ειδικότ., για συζήτηση) ~ εκπομπής/συνεδρίου/συνέντευξης.|| Ψηφιακός ~ καναλιών/ραδιοφώνου. Βλ. ρύθμιση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ (μουσικών) οργάνων. Βλ. κούρδισμα. ΑΝΤ. αποσυντονισμός 2. ΦΥΣ. αύξηση πλάτους ταλάντωσης ενός συστήματος σε περίπτωση διέγερσης από εξωτερική πηγή με παραπλήσια συχνότητα: ~ κυκλωμάτων. Μαγνητικός ~. Βλ. -ισμός. [< 1: γαλλ. coordination 2: γαλλ. syntonisation, 1900] ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ
τεκμηρίωση τεκ-μη-ρί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξαγωγή συμπεράσματος με τεκμήρια, υποστήριξη μιας άποψης με επιχειρήματα· συνεκδ. το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, τα σχετικά στοιχεία: άμεση/αναλυτική/βασική/γενική/διεξοδική/(αν)επαρκής/θεωρητική/ιστορική/λογική/πειστική/πλήρης/πρόχειρη/στατιστική/σύντομη ~. ~ απάντησης/γεγονότων (πβ. θεμελίωση). ~ των δαπανών (πβ. δικαιολόγηση)/μιας μελέτης.|| Νομική ~ μιας υπόθεσης (με πειστήρια· πβ. στοιχειοθέτηση). Έρευνα χωρίς βιβλιογραφική ~ (= χωρίς αναφορές). 2. παροχή ειδικής πληροφορίας, συνήθ. σχετικά με αντικείμενα συλλογής: μουσειακή ~ λαογραφικού υλικού. Διαχειριστική ~ μνημείων. Επιστημονική ~ και ψηφιοποίηση αρχείου. Βάση ~ης δεδομένων. Διεθνής Επιτροπή ~ης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (συνήθ. για οδηγό, εγχειρίδιο χρήσης) λεπτομερής περιγραφή του σχεδιασμού και της λειτουργίας λογισμικού προϊόντος ή υπολογιστικού συστήματος: ενημερωμένη/έντυπη/ηλεκτρονική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ταινία τεκμηρίωσης βλ. ταινία [< μτγν. τεκμηρίωσις ‘απόδειξη, πιστοποίηση’ 2, 3: αγγλ.-γαλλ. documentation] ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ