αναγνώριση [ἀναγνώριση] α-να-γνώ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, εξακρίβωση, διαπίστωση της ταυτότητας: Δεν ήταν εύκολη η ~ή του (: είχε αλλάξει).|| ~ πτώματος (: από συγγενή). Πβ. ταυτοποίηση.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατασκοπεία και ~ εδάφους. Πβ. ανίχνευση, διερεύνηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σφάλματος/χρήστη. Σύνθεση και ~ φωνής. Οπτική ~ χαρακτήρων.|| Κάνω γραμματική/συντακτική ~ (λέξεων).|| (ΦΙΛΟΛ., κυρ. στην αρχαία τραγωδία, μετάβαση από την άγνοια στη γνώση της ταυτότητας ενός προσώπου:) Η σκηνή της ~ης. 2. αποδοχή, παραδοχή της ύπαρξης θετικού ή αρνητικού στοιχείου: ~ του ήθους/της θυσίας/της προσφοράς (βλ. δικαίωση, επιβράβευση). ~ του ταλέντου της από τον κόσμο. Χαίρει ~ης. Καλλιτέχνης με πανελλήνια και διεθνή/καθολική ~ (= καταξίωση). Πβ. απήχηση.|| ~ του προβλήματος. ~ του σφάλματος κάποιου (= ομολογία). 3. επίσημη αποδοχή της νομιμότητας, της εγκυρότητας ή της ύπαρξης: ~ συνταξιοδοτικού δικαιώματος/χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. ~ τίτλων σπουδών της αλλοδαπής (/ακαδημαϊκή ~). Βλ. ΔΟΑΤΑΠ). ~ κράτους (: από τον ΟΗΕ). ~ ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού.|| (για παιδιά γεννημένα εκτός γάμου:) Δικαστική/εκούσια ~ της πατρότητας (τέκνου). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνώριση κλήσεων: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που παρέχεται από τηλεφωνικές εταιρείες η οποία επιτρέπει στον χρήστη που δέχεται την κλήση να βλέπει στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου που τον καλεί. [< αγγλ. call identification (service), 1969] [< 1: αρχ. ἀναγνώρισις, γαλλ. reconnaisance]
ανάκλαση [ἀνάκλαση] α-νά-κλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο το φως, ο ήχος ή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προσπίπτει σε επιφάνεια και αλλάζει διεύθυνση διάδοσης ανάλογα με το είδος της επιφάνειας: διάχυτη (πβ. διάχυση)/ολική/σεισμική ~. ~, διάθλαση, περίθλαση. Συντελεστής ~ης. Πβ. αντανάκλαση. Βλ. ηχώ, κάτοπτρο, σκέδαση.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Νεφέλωμα ~ης. [< αρχ. ἀνάκλασις, γαλλ. réflexion]
δια- & διά- & δι- πρόθημα που δηλώνει: 1. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, αμοιβαιότητα: δια-κρατικός/~πολιτισμικός/~τμηματικός. Δια-προσωπικός. Δι-ατλαντικός/~ευρωπαϊκός (βλ. παν-).|| Δια-πλοκή (πβ. εμ-).|| Διά-λογος (ΑΝΤ. μονό-). 2. διέλευση: διά-βαση/~πλους. Δια-περνώ/~σχίζω. Δι-έρχομαι.|| Δια-βιβάζω (βλ. μετα-).|| (μτφ., έμμεση αντίληψη:) Δια-βλέπω. 3. διάδοση: δια-χέω.|| (επιτατ.) Δια-κήρυξη (βλ. προ-). Δια-λαλώ. 4. χωρισμό, μοίρασμα: δια-βάθμιση/~νομή (βλ. κατα-). Δια-μοιράζω. Δι-αιρώ.|| (κατ' επέκτ. διάκριση:) Δια-πρέπω. 5. ανταγωνισμό, ασυμφωνία, εναντίωση: δι-αγωνίζομαι (βλ. αντ-).|| Δια-φορά. Διά-σταση (βλ. από-). Δια-φωνώ (ΑΝΤ. συμ-).|| Δια-μάχη/~πληκτισμός. 6. προσωρινή ή μόνιμη παύση: διά-λειμμα. Δια-κόπτω (βλ. ανα-). 7. επίταση: δια-σαφηνίζω (πβ. απο-). Δι-ασφαλίζω (πβ. εξ-).|| (αρνητ. συνυποδ.) Δια-γράφω (πβ. ξε-). Δια-βόητος (βλ. περι-). Δια-λύω (βλ. κατα-)/~στρεβλώνω/~φθείρω. 8. χρονική διάρκεια: δι-ημερεύω (πβ. εφ-).|| (μτφ.) Δι-αιωνίζω.
ευτράπελος, η, ο [εὐτράπελος] ευ-τρά-πε-λος επίθ. (λόγ.): που προκαλεί γέλιο ή γίνεται γελοίος, αστείος: ~η: ιστορία. ~ο: περιστατικό. ~ες: καταστάσεις (= κωμικές). Πβ. εύθυμος, ιλαρός, φαιδρός. ● Ουσ.: ευτράπελα (τα): αστεία συμβάντα: ανέκδοτα και ~. Τα ~ της βραδιάς/της υπόθεσης.|| Το ~ο είναι ότι ... [< αρχ. εὐτράπελος]
κάκωση κά-κω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. βλάβη οστών ή μαλακών μορίων από τραυματισμό: ~ (του) αυχένα/μηνίσκου/νωτιαίου μυελού (βλ. παραπληγία, τετραπληγία)/(της) σπονδυλικής στήλης. Η βαρύτητα μιας ~ης. ~ώσεις θώρακος/μυών/συνδέσμων. Υπέστη ~. Το πτώμα έφερε βαριές κρανιοεγκεφαλικές ~ώσεις/~ώσεις στο κεφάλι. Βλ. έγκαυμα, διάστρεμμα, εξάρθρημα, θλάση, κάταγμα, τραύμα.|| Αθλητικές ~ώσεις. Βλ. αθλητιατρική, φυσικοθεραπεία. [< αρχ. κάκωσις ‘φθορά, ταλαιπωρία’]
κέφι κέ-φι ουσ. (ουδ.) {κεφ-ιού | -ια} (προφ.): ευχάριστη, καλή ψυχολογική κατάσταση· γενικότ. διάθεση: βραδιά γεμάτη ~ και χορό. Τραγούδια χαράς και ~ιού. Έχασε το ~ της. Η βροχή δεν κατάφερε να χαλάσει το ~ των χιλιάδων καρναβαλιστών. Κάνει τη δουλειά της με πολύ ~ (= ζήλος, μεράκι). Πβ. ευδιαθεσία, ευθυμία. ΑΝΤ. κακοκεφιά.|| (Μου δίνει) ~ για ζωή. Τι σου φτιάχνει το ~; Δεν έχω ~ (= όρεξη) για ... Ακούει όλα τα είδη μουσικής ανάλογα με το ~/τα ~ια του. ΑΝΤ. ακεφιά ● Υποκ.: κεφάκια (τα) ● ΦΡ.: είμαι στα κέφια μου: έχω πολύ καλή διάθεση: Απόψε δεν είσαι ~ ~ σου. ΣΥΝ. είμαι στα πάνω μου, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι: μου αρέσει: Πολύ σε ~ ~ (πβ. τον πάω)! Τι ~εις ~ να φας (= γουστάρεις, θέλεις);, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι (προφ.): αποκτώ ανέμελη, ευχάριστη διάθεση: Πίνει για να ~ει ~. Βλ. κάνω κεφάλι., κάνω τα κέφια (κάποιου): ικανοποιώ τις επιθυμίες του: Θεωρεί φίλο του μόνο όποιον του ~ει ~ (= τα χατίρια).|| Μέχρι στιγμής ο καιρός μας ~ει ~ (: συνήθ. για καλοκαιρία)., κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου: κάνω ό,τι με ευχαριστεί, αυτό που θέλω: Έκανα ~ ~ κι έβγαλα και λεφτά!, μου κάνει κέφι & μου κάνει όρεξη: επιθυμώ, θέλω: Ασχολούμαι με τη μουσική όποτε ~ ~. Δεν της ~ ~ να βλέπει τηλεόραση. Πβ. γουστάρω., πώς πάνε τα κέφια/πώς τα πας;: τι κάνεις; πώς είσαι;, σε μεγάλα/τρελά κέφια: για να δηλωθεί συνήθ. ότι κάποιος αποδίδει πολύ καλά ή είναι πολύ χαρούμενος: Η ομάδα βρέθηκε/εμφανίστηκε/ήταν ~ ~.|| Αν τον πετύχεις ~ ~, είναι το κάτι άλλο!, ανάβει το γλέντι/κέφι βλ. ανάβω, τσακίρ κέφι βλ. τσακίρ [< τουρκ. keyif]
μετάλλιο με-τάλ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {μεταλλί-ου}: μικρή, επίπεδη και συνήθ. κυκλική μεταλλική πλάκα με εγχάρακτη ή ανάγλυφη επιγραφή ή παράσταση που απονέμεται ως έπαθλο ή ως τιμητική διάκριση ή εκδίδεται ως αναμνηστικό σημαντικού γεγονότος: χρυσό/αργυρό/χάλκινο ~ (: για την πρώτη, δεύτερη ή τρίτη αντίστοιχα θέση, κυρ. σε αθλητικούς αγώνες). ~ ανδραγαθίας. ~ Στρατιωτικής Αξίας (Α'/Β τάξεως)/της Πόλης ... (πβ. παράσημο). Διεκδικεί/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε και δεύτερο/το πρώτο της ~ στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ... Είναι κάτοχος δύο ολυμπιακών ~ων. Έχασε/του αφαιρέθηκε το ~ λόγω ντόπινγκ. Η απονομή των ~ων έγινε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε όσους τερματίσουν θα δοθεί αναμνηστικό ~ συμμετοχής. Τιμήθηκαν με ειδικό ~ για την αντιστασιακή τους δράση. Βλ. βραβείο, διάσημα, κύπελλο, τρόπαιο. [< γαλλ. médaille]
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ