Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 109 εγγραφές  [0-20]


  • Δίας Δί-ας ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο πέμπτος από τον Ήλιο και μεγαλύτερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος: οι δορυφόροι του ~α.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Είσοδος του ~α στον Κριό (: στον αστρολογικό χάρτη). [< αρχ. Ζεύς, αιτ. Δία]
  • ΔΙΑ.Σ. (τα): Διατραπεζικά Συστήματα.
  • ΔΙ.ΑΣ. βλ. ομάδα
  • διασάλευση δι-α-σά-λευ-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): διατάραξη, αποσταθεροποίηση: ~ της ειρήνης/της κοινωνικής γαλήνης. ● ΦΡ.: διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης: ΝΟΜ. πρόκληση αναστάτωσης στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας: Κατηγορείται για πρόκληση επεισοδίων και ~ ~. Πβ. διατάραξη (της) κοινής ησυχίας. [< μτγν. διασάλευσις, γαλλ. perturbation]
  • διασαλεύω δι-α-σα-λεύ-ω ρ. (μτβ.) {διασάλευ-σε, διασαλεύ-σει, -τηκε (λόγ.) -θηκε, -μένος, -θείς} (απαιτ. λεξιλόγ.): διαταράσσω, αποσταθεροποιώ: ~τηκε ανεπανόρθωτα η δημοκρατία/η ενότητα/η (οικολογική) ισορροπία.|| (ΨΥΧΙΑΤΡ.) ~μένη: προσωπικότητα (= διαταραγμένη). ~θείσα: ειρήνη/τάξη. Πβ. αναστατώνω, κλονίζω. [< μτγν. διασαλεύω, γαλλ. perturber]
  • διασαφηνίζω δι-α-σα-φη-νί-ζω ρ. (μτβ.) {διασαφήνι-σα, διασαφηνί-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, διασαφηνίζ-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.): καθιστώ κάτι σαφές, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω: Στη συνέντευξη ~ει τι ακριβώς εννοεί (πβ. (επ)εξηγώ). ~εται μια έννοια/ένας ορισμός/η σχέση μεταξύ ... Το μυστήριο δεν ~στηκε (= διαλευκάνθηκε, λύθηκε) ακόμη. ΣΥΝ. αποσαφηνίζω, διασαφώ, ξεκαθαρίζω (1) [< αρχ. διασαφηνίζω]
  • διασαφήνιση δι-α-σα-φή-νι-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): διευκρίνιση, επεξήγηση: ~ των αρμοδιοτήτων/της ορολογίας/του ρόλου (των εκπαιδευτικών)/της σημασίας/των υποχρεώσεων. ~ και απλούστευση των κανόνων. Χρήζει ~ης. Αναγκαίες/εννοιολογικές ~ίσεις. ΣΥΝ. αποσαφήνιση, διασάφηση (1), σαφήνιση [< μεσν. διασαφήνισις]
  • διασαφηνιστικός , ή, ό δι-α-σα-φη-νι-στι-κός επίθ. (λόγ.): που συμβάλλει στη διασαφήνιση: ~ές: ερωτήσεις. ~ά: στοιχεία. ΣΥΝ. διασαφητικός, διευκρινιστικός, επεξηγηματικός
  • διασάφηση δι-α-σά-φη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) διασαφήνιση: ~ του θέματος/προβλήματος. 2. ΝΟΜ. αναλυτική δήλωση που κατατίθεται στην τελωνειακή Αρχή για το προς εισαγωγή ή εξαγωγή εμπόρευμα: συνοπτική ~ εισόδου/εξόδου. Ηλεκτρονική ~ προϊόντων. [< 1: μτγν. διασάφησις 2: γαλλ. déclaration]
  • διασαφητικός , ή, ό δι-α-σα-φη-τι-κός επίθ. (σπάν.-λόγ.): διασαφηνιστικός. [< μτγν. διασαφητικός]Σ
  • διασαφώ [διασαφῶ] δι-α-σα-φώ ρ. (μτβ.) {διασαφ-είς ... | διασάφ-ησα, -είται, -ήθηκε} (λόγ.): διασαφηνίζω. [< αρχ. διασαφῶ]
  • διάσειση δι-ά-σει-ση ουσ. (θηλ.) & εγκεφαλική διάσειση: ΙΑΤΡ. παροδική συνήθ. διαταραχή της λειτουργίας του εγκεφάλου, που προκαλείται από βαρύ χτύπημα στο κεφάλι: Έπαθε/έχει υποστεί βαριά/ελαφρά ~. Βλ. κάκωση, τραυματισμός. [< μτγν. διάσεισις, γαλλ. commotion (cérébrale)]
  • διάσελο διά-σε-λο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-λογοτ.): στενό πέρασμα ανάμεσα σε δύο βουνά, λόφους ή κορυφές. ΣΥΝ. αυχένας (2), κλεισούρα (3)
  • διάσημα δι-ά-ση-μα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. διάσημο} (επίσ.): διακριτικά τίτλου ή τιμής: τα ~ του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών. Τα ~ του Τάγματος του Σωτήρος. Βλ. μετάλλιο. [< γαλλ. insigne]Α
  • διάσημος , η, ο δι-ά-ση-μος επίθ.: πολύ γνωστός, φημισμένος: ~ος: αθλητής/ηθοποιός/καθηγητής/τραγουδιστής. ~η: καλλιτέχνις/υψίφωνος. ~ο: μοντέλο/προϊόν/συγκρότημα. Πβ. επιφανής, ξακουστός, ονομαστός, πασίγνωστος, περίφημος. Βλ. δια-, περι-βόητος. ΑΝΤ. άσημος [< αρχ. διάσημος, γαλλ. célèbre]
  • διασημότητα δι-α-ση-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του διάσημου, δόξα: κυνήγι της ~ας. Πέντε/δεκαπέντε λεπτά ~ας (: η εφήμερη προβολή που προσφέρει η τηλεόραση σε καθημερινούς ανθρώπους). Αποζητά τη ~. Βλ. αναγνώριση, επιτυχία, φήμη, -ότητα. ΑΝΤ. ανωνυμία (2), ασημότητα 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} (συνεκδ.) διάσημο πρόσωπο, πολύ γνωστή προσωπικότητα: μεγάλες ~ες. ~ες του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου. Πβ. αστέρας, επώνυμος, βεντέτα, σελέμπριτι, σταρ, φίρμα. [< γαλλ. célébrité]
  • διασκεδάζω δι-α-σκε-δά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {διασκέδα-σα, διασκεδά-σει, -στηκαν, διασκεδάζ-οντας} 1. περνώ ευχάριστα ή κάνω κάποιον να ευχαριστηθεί, να περάσει καλά: ~ βλέποντας θέατρο/διαβάζοντας. ~ με ζωντανή μουσική. Βγαίνει και ~ει με τους φίλους του (πβ. το ρίχνω έξω). ~ουμε πολύ μαζί του (: είναι αστείος). ~σαν σε νυχτερινό κέντρο. Τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν ~οντας. Πβ. γλεντώ, ξεδίνω, ξεσκάω, ξεφαντώνω, ψυχαγωγούμαι.|| Η δουλειά μου με ~ει (πβ. με ευχαριστεί). Για να ~σει τους καλεσμένους στον γάμο ... (πβ. ψυχαγωγώ). 2. (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.) διασκορπίζω, διαλύω, εξαλείφω: Προσπάθησε να ~σει τις αμφιβολίες/τις (κακές) εντυπώσεις/τις φήμες. [< 1: γαλλ. dissiper, se divertir 2: μτγν. διασκεδάζω]
  • διασκέδαση δι-α-σκέ-δα-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να διασκεδάζει κάποιος, να περνά ευχάριστα· συνεκδ. το μέσο με το οποίο το κάνει: έντονη/νυχτερινή/ξέφρενη/ποιοτική ~. Κέντρο/οδηγός ~ης. Προτάσεις/ώρα για ~. Πβ. αναψυχή, ψυχαγωγία. Βλ. κέφι.|| Αγαπημένη/δημοφιλής ~ των παιδιών. Μοναδική της ~ είναι ο χορός (πβ. απόλαυση). Γιορτές και ~άσεις. 2. (σπάν.-λόγ.) διασκορπισμός, διάλυση: ~ των ανησυχιών/των εντυπώσεων. ● ΦΡ.: για διασκέδαση: με στόχο την ευχαρίστηση: Παίζει χαρτιά ~ ~, όχι για να κερδίσει. Βλ. για πλάκα., είναι διασκέδαση (για μένα): είναι ευχάριστο, εύκολο: Τα μαθηματικά είναι για μένα ~ (= παιχνίδι)., καλή διασκέδαση!: (ως ευχή) να περάσεις, να περάσετε όμορφα! [< 1: γαλλ. dissipation, divertissement 2: μτγν. διασκέδασις]
  • διασκεδασμός δι-α-σκε-δα-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΠΤ. ανάλυση της σύνθετης ακτινοβολίας κατά τη διέλευσή της από κάποιο διαθλαστικό μέσο: ~ του φωτός. Βλ. ανάκλαση, διάθλαση. [< μτγν. διασκεδασμός, γαλλ. dispersion]
  • διασκεδαστήριο δι-α-σκε-δα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): κέντρο διασκέδασης. Βλ. -τήριο.

αναγνώριση

αναγνώριση[ἀναγνώριση] α-να-γνώ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, εξακρίβωση, διαπίστωση της ταυτότητας: Δεν ήταν εύκολη η ~ή του (: είχε αλλάξει).|| ~ πτώματος (: από συγγενή). Πβ. ταυτοποίηση.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατασκοπεία και ~ εδάφους. Πβ. ανίχνευση, διερεύνηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σφάλματος/χρήστη. Σύνθεση και ~ φωνής. Οπτική ~ χαρακτήρων.|| Κάνω γραμματική/συντακτική ~ (λέξεων).|| (ΦΙΛΟΛ., κυρ. στην αρχαία τραγωδία, μετάβαση από την άγνοια στη γνώση της ταυτότητας ενός προσώπου:) Η σκηνή της ~ης. 2. αποδοχή, παραδοχή της ύπαρξης θετικού ή αρνητικού στοιχείου: ~ του ήθους/της θυσίας/της προσφοράς (βλ. δικαίωση, επιβράβευση). ~ του ταλέντου της από τον κόσμο. Χαίρει (γενικής) ~ης. Καλλιτέχνης με πανελλήνια και διεθνή/καθολική ~ (= καταξίωση). Πβ. απήχηση.|| ~ του προβλήματος. ~ του σφάλματος κάποιου (= ομολογία). 3. επίσημη αποδοχή της νομιμότητας, της εγκυρότητας ή της ύπαρξης: ~ συνταξιοδοτικού δικαιώματος/χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. ~ τίτλων σπουδών της αλλοδαπής (/ακαδημαϊκή ~). Βλ. ΔΟΑΤΑΠ). ~ κράτους (: από τον ΟΗΕ). ~ ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού.|| (για παιδιά γεννημένα εκτός γάμου:) Δικαστική/εκούσια ~ της πατρότητας (τέκνου). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνώριση κλήσεων: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που παρέχεται από τηλεφωνικές εταιρείες η οποία επιτρέπει στον χρήστη που δέχεται την κλήση να βλέπει στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου που τον καλεί. [< αγγλ. call identification (service), 1969] [< 1: αρχ. ἀναγνώρισις, γαλλ. reconnaisance]

ανάκλαση

ανάκλαση[ἀνάκλαση] α-νά-κλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο το φως, ο ήχος ή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προσπίπτει σε επιφάνεια και αλλάζει διεύθυνση διάδοσης ανάλογα με το είδος της επιφάνειας: διάχυτη (πβ. διάχυση)/ολική/σεισμική ~. ~, διάθλαση, περίθλαση. Συντελεστής ~ης. Πβ. αντανάκλαση. Βλ. ηχώ, κάτοπτρο, σκέδαση.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Νεφέλωμα ~ης. [< αρχ. ἀνάκλασις, γαλλ. réflexion]

δια- & διά- & δι-

δια- & διά- & δι-πρόθημα που δηλώνει: 1. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, αμοιβαιότητα: δια-κρατικός/~πολιτισμικός/~τμηματικός. Δια-προσωπικός. Δι-ατλαντικός/~ευρωπαϊκός (βλ. παν-).|| Δια-πλοκή (πβ. εμ-).|| Διά-λογος (ΑΝΤ. μονό-). 2. διέλευση: διά-βαση/~πλους. Δια-περνώ/~σχίζω. Δι-έρχομαι.|| Δια-βιβάζω (βλ. μετα-).|| (μτφ., έμμεση αντίληψη:) Δια-βλέπω. 3. διάδοση: δια-χέω.|| (επιτατ.) Δια-κήρυξη (βλ. προ-). Δια-λαλώ. 4. χωρισμό, μοίρασμα: δια-βάθμιση/~νομή (βλ. κατα-). Δια-μοιράζω. Δι-αιρώ.|| (κατ' επέκτ. διάκριση:) Δια-πρέπω. 5. ανταγωνισμό, ασυμφωνία, εναντίωση: δι-αγωνίζομαι (βλ. αντ-).|| Δια-φορά. Διά-σταση (βλ. από-). Δια-φωνώ (ΑΝΤ. συμ-).|| Δια-μάχη/~πληκτισμός. 6. προσωρινή ή μόνιμη παύση: διά-λειμμα. Δια-κόπτω (βλ. ανα-). 7. επίταση: δια-σαφηνίζω (πβ. απο-). Δι-ασφαλίζω (πβ. εξ-).|| (αρνητ. συνυποδ.) Δια-γράφω (πβ. ξε-). Δια-βόητος (βλ. περι-). Δια-λύω (βλ. κατα-)/~στρεβλώνω/~φθείρω. 8. χρονική διάρκεια: δι-ημερεύω (πβ. εφ-).|| (μτφ.) Δι-αιωνίζω.

κάκωση

κάκωσηκά-κω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. βλάβη οστών ή μαλακών μορίων από τραυματισμό: ~ (του) αυχένα/μηνίσκου/νωτιαίου μυελού (βλ. παραπληγία, τετραπληγία)/(της) σπονδυλικής στήλης. Η βαρύτητα μιας ~ης. ~ώσεις θώρακος/μυών/συνδέσμων. Υπέστη ~. Το πτώμα έφερε βαριές κρανιοεγκεφαλικές ~ώσεις/~ώσεις στο κεφάλι. Βλ. έγκαυμα, διάστρεμμα, εξάρθρημα, θλάση, κάταγμα, τραύμα.|| Αθλητικές ~ώσεις. Βλ. αθλητιατρική, φυσικοθεραπεία. [< αρχ. κάκωσις ‘φθορά, ταλαιπωρία’]

κέφι

κέφικέ-φι ουσ. (ουδ.) {κεφ-ιού | -ια} (προφ.): ευχάριστη, καλή ψυχολογική κατάσταση· γενικότ. διάθεση: βραδιά γεμάτη ~ και χορό. Τραγούδια χαράς και ~ιού. Έχασε το ~ της. Η βροχή δεν κατάφερε να χαλάσει το ~ των χιλιάδων καρναβαλιστών. Κάνει τη δουλειά της με πολύ ~ (= ζήλος, μεράκι). Πβ. ευδιαθεσία, ευθυμία. ΑΝΤ. κακοκεφιά.|| (Μου δίνει) ~ για ζωή. Τι σου φτιάχνει το ~; Δεν έχω ~ (= όρεξη) για ... Ακούει όλα τα είδη μουσικής ανάλογα με το ~/τα ~ια του. ΑΝΤ. ακεφιά ● Υποκ.: κεφάκια (τα) ● ΦΡ.: είμαι στα κέφια μου: έχω πολύ καλή διάθεση: Απόψε δεν είσαι ~ ~ σου. ΣΥΝ. είμαι στα πάνω μου, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι: μου αρέσει: Πολύ σε ~ ~ (πβ. τον πάω)! Τι ~εις ~ να φας (= γουστάρεις, θέλεις);, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι (προφ.): αποκτώ ανέμελη, ευχάριστη διάθεση: Πίνει για να ~ει ~. Βλ. κάνω κεφάλι., κάνω τα κέφια (κάποιου): ικανοποιώ τις επιθυμίες του: Θεωρεί φίλο του μόνο όποιον του ~ει ~ (= τα χατίρια).|| Μέχρι στιγμής ο καιρός μας ~ει ~ (: συνήθ. για καλοκαιρία)., κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου: κάνω ό,τι με ευχαριστεί, αυτό που θέλω: Έκανα ~ ~ κι έβγαλα και λεφτά!, μου κάνει κέφι & μου κάνει όρεξη: επιθυμώ, θέλω: Ασχολούμαι με τη μουσική όποτε ~ ~. Δεν της ~ ~ να βλέπει τηλεόραση. Πβ. γουστάρω., πώς πάνε τα κέφια/πώς τα πας;: τι κάνεις; πώς είσαι;, σε μεγάλα/τρελά κέφια: για να δηλωθεί συνήθ. ότι κάποιος αποδίδει πολύ καλά ή είναι πολύ χαρούμενος: Η ομάδα βρέθηκε/εμφανίστηκε/ήταν ~ ~.|| Αν τον πετύχεις ~ ~, είναι το κάτι άλλο!, ανάβει το γλέντι/κέφι βλ. ανάβω, τσακίρ κέφι βλ. τσακίρ [< τουρκ. keyif]

μετάλλιο

μετάλλιομε-τάλ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {μεταλλί-ου}: μικρή, επίπεδη και συνήθ. κυκλική μεταλλική πλάκα με εγχάρακτη ή ανάγλυφη επιγραφή ή παράσταση που απονέμεται ως έπαθλο ή ως τιμητική διάκριση ή εκδίδεται ως αναμνηστικό σημαντικού γεγονότος: χρυσό/αργυρό/χάλκινο ~ (: για την πρώτη, δεύτερη ή τρίτη αντίστοιχα θέση, κυρ. σε αθλητικούς αγώνες). ~ ανδραγαθίας. ~ Στρατιωτικής Αξίας (Α'/Β τάξεως)/της Πόλης ... (πβ. παράσημο). Διεκδικεί/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε και δεύτερο/το πρώτο της ~ στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ... Είναι κάτοχος δύο ολυμπιακών ~ων. Έχασε/του αφαιρέθηκε το ~ λόγω ντόπινγκ. Η απονομή των ~ων έγινε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Σε όσους τερματίσουν θα δοθεί αναμνηστικό ~ συμμετοχής. Τιμήθηκαν με ειδικό ~ για την αντιστασιακή τους δράση. Βλ. βραβείο, διάσημα, κύπελλο, τρόπαιο. [< γαλλ. médaille]

ομάδα

ομάδα[ὁμάδα] ο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ος} 1. σύνολο προσώπων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή/και ενδιαφέροντα και ειδικότ. που δραστηριοποιούνται από κοινού σε κάποιο τομέα, ακολουθώντας συνήθ. αρχές και κανόνες για την επίτευξη ενός στόχου: ανοικτή/βασική/εξειδικευμένη/ευέλικτη/κλειστή/μεγάλη/μικρή/ολιγομελής/πολυμελής ~. Ανεξάρτητη/εθελοντική/επαγγελματική/ερασιτεχνική/ηγετική/μη κερδοσκοπική ~. Διασωστική/ερευνητική/θεατρική/θρησκευτική/ιατρική/καλλιτεχνική/νομική/οικολογική/περιβαλλοντική/πολιτι(στι)κή/συγγραφική/συμβουλευτική/τεχνική ~. ~ ατόμων/επιστημόνων/(συν)εργατών. ~ ακτιβιστών/διαδηλωτών. ~ τουριστών/χρηστών. ~ ανάγνωσης (βλ. λέσχη)/ανάπτυξης/αξιολόγησης/διαχείρισης/επικοινωνίας/κρούσης (του κόμματος)/μελέτης/προώθησης/(υπο)στήριξης/σύνταξης/συντονισμού/υλοποίησης. Πυρήνας/συγκρότηση ~ας. ~ διοίκησης έργου. Φοιτητική ~ εθελοντικής αιμοδοσίας. Πειραματική ~ χορού. Ταξινόμηση πληθυσμού κατά ηλικιακές ~ες. Επιμέρους ~ες (= υποομάδες). Πβ. όμιλος. Βλ. ένωση, οργάνωση.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ μάχης (: μικρή μονάδα του Πεζικού).|| ~ κακοποιών (πβ. σπείρα, συμμορία).|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Οδηγός της εργοστασιακής ~ας. Πβ. τιμ. ΣΥΝ. γκρουπ 2. ΑΘΛ. συγκεκριμένος αριθμός αθλητών που ανήκουν σε αθλητικό σύλλογο, συμμετέχουν σε ομαδικό άθλημα και φέρουν διακριτικά ή φορούν την ίδια στολή: αγωνιστική/αθλητική/αντίπαλη/εθνική/ελληνική/ξένη/ποδοσφαιρική/σχολική/τοπική/φορμαρισμένη ~. ~ ανδρών/γυναικών/εφήβων. Μικτή ~ παίδων. ~ βόλεϊ/μπάσκετ. Οπαδός/παίκτης/παράγοντας/προπονητής/φίλαθλος της ~ας. Κατάταξη ~ων. Η ~ θα συμμετάσχει στους παγκόσμιους αγώνες ... Ο ύμνος της ~ας.|| (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Τι ~ είσαι; Βλ. -άδα. 3. ομοειδή πράγματα ή στοιχεία που νοούνται ως ενιαία οντότητα: ~ γλωσσών (βλ. ομογλωσσία)/προϊόντων/φαρμάκων. ~ επιχειρήσεων (= όμιλος)/εφαρμογών/υπηρεσιών. Πβ. κατηγορία, οικογένεια.|| (ΜΑΘ.) Θεωρία ~ων.|| (ΑΝΑΤ.) Οι μυϊκές ~ες του κορμού/των ποδιών. 4. ΧΗΜ. χημικά στοιχεία που εμφανίζουν ομοιότητες στις φυσικές ή/και χημικές ιδιότητές τους και κατατάσσονται σε κοινή στήλη στον περιοδικό πίνακα. ● Υποκ.: ομαδίτσα (η), ομαδούλα (η) ● Μεγεθ.: ομαδάρα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη ομάδα: που συγκροτείται χωρίς κάποιον κανόνα ή τύπο, στο πλαίσιο της ανάπτυξης δραστηριοτήτων των μελών μιας κοινωνίας: ~ ~ νέων., κοινωνική ομάδα: που χαρακτηρίζεται από αλληλεξάρτηση, κοινά χαρακτηριστικά και συλλογική δράση των μελών της: ευαίσθητες/ευάλωτες/ευπαθείς/κλειστές ~ές ~ες. Ένταξη σε ~ ~., ομάδα αναφοράς ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: στην οποία ανήκει ή θα ήθελε να ανήκει ένα πρόσωπο και τη χρησιμοποιεί ως πρότυπο για τη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και των σχέσεών του. [< αγγλ. reference group, 1942] , ομάδα ΔΙ.ΑΣ.: Ομάδα Δίκυκλης Αστυνόμευσης της ΕΛ.ΑΣ., ομάδα δράσης: κάθε ομάδα προσώπων που συστήνεται, για να επιτελέσει συγκεκριμένο σκοπό σε δεδομένο χρονικό διάστημα: εθελοντική ~ ~. ~ ~ για την παροχή τεχνικής βοήθειας. [< αμερικ. task force, 1941] , ομάδα ελέγχου: ομάδα υποκειμένων πειράματος που δεν δοκιμάζονται κατά τη διάρκειά του, αλλά αποτελούν μέτρο σύγκρισης για την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων του. [< αγγλ. audit team, control group] , ομάδα εργασίας: ομάδα προσώπων που συνεργάζονται πάνω στο ίδιο αντικείμενο για την επίτευξη ενός στόχου: εθνική/επιστημονική/ευρωπαϊκή ~ ~. ~ες ~ μαθητών. [< αγγλ. working group, task force, 1941] , ομάδα συζήτησης: ΔΙΑΔΙΚΤ. φόρουμ. [< αγγλ. discussion group, 1921] , Ομάδα των Επτά/Οκτώ: ομάδα των επτά πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικά χωρών του κόσμου (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ., Ιαπωνία, Ιταλία, Καναδάς, Ηνωμένο Βασίλειο), που συγκροτήθηκε για την άσκηση κυρ. διεθνούς οικονομικής πολιτικής και με την προσθήκη της Ρωσίας έγινε η Ομάδα των Οκτώ. [< αγγλ. Group of Seven (G7), 1977/ Group of Eight (G8), 1994] , ομάδες υψηλού κινδύνου: κατηγορίες προσώπων σε μια κοινότητα που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τον υπόλοιπο πληθυσμό να προσβληθούν από ασθένεια: ~ ~ για επιπλοκές γρίπης. [< αγγλ. high-risk groups] , χαρακτηριστική ομάδα: ΧΗΜ. υποκαταστάτης ατόμων υδρογόνου σε οργανική ένωση που προσδιορίζει τις ιδιότητες και τη χημική συμπεριφορά της. Βλ. καρβοξύλιο. [< αγγλ. functional group, 1906] , αμινική ομάδα βλ. αμινικός, δυναμική της ομάδας βλ. δυναμική, Εθνική (Ομάδα) βλ. εθνικός, ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος, ομάδα αίματος βλ. αίμα, ομάδα Ζήτα βλ. ζήτα, ομάδα του ευρώ βλ. ευρώ, ομάδα-στόχος βλ. στόχος, οργανωμένα συμφέροντα βλ. οργανωμένος, τρομοκρατική οργάνωση/ομάδα βλ. τρομοκρατικός ● ΦΡ.: ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει: δεν υπάρχει λόγος αλλαγής, όταν ένα σύνολο ανθρώπων πετυχαίνει τον στόχο του: (ΑΘΛ., για ομάδα με συνεχή καλά αποτελέσματα) Ο προπονητής πιστεύει ότι ~ ~ .|| Αλλαγή γραφείων και όχι προσώπων, αφού ~ ~., πετάει η ομάδα (προφ.-μτφ.): τα μέλη της είναι σε φόρμα και σημειώνουν υψηλές επιδόσεις. [< μεσν. ομάδα < μτγν. ὁμάς, γαλλ. groupe, équipe, αγγλ. group, team]

-τήριο

-τήριο{-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.