Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 112 εγγραφές  [0-20]


  • ακολουθιακός , ή, ό [ἀκολουθιακός]α-κο-λου-θι-α-κός επίθ.: ΠΛΗΡΟΦ. σειριακός: ~ός: έλεγχος. ~ή: δομή. ~ό: διάγραμμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθιακό κύκλωμα {συνήθ. στον πληθ.}: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. λογικό κύκλωμα του οποίου οι τιμές εξόδου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή εξαρτώνται από τις τιμές εισόδου. [< αγγλ. sequential circuit, 1954] [< αγγλ. sequential, 1951]
  • ανατροφοδότηση [ἀνατροφοδότηση] α-να-τρο-φο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. κάθε είδους μήνυμα, πληροφορία, απάντηση (σχόλιο, έπαινος, χαμόγελο, τιμωρία), που λαμβάνει κάποιος για τη συμπεριφορά ή τον τρόπο δράσης του και η οποία δρα ενθαρρυντικά ή αποθαρρυντικά: λεκτική/οπτική/προφορική ~. Δραστηριότητες με άμεση/συνεχή ~ (από τον εκπαιδευτή). (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ των μαθητών και του εκπαιδευτικού. Τεστ αυτοαξιολόγησης µε ~. Δέχομαι/λαμβάνω/παρέχω ~.|| ~ του συστήματος (με την ανταπόκριση των πελατών). Αναθεώρηση των στόχων της εταιρείας βάσει της ~ης από την αγορά. Βλ. βιο~. ΣΥΝ. ανάδραση, φίντμπακ 2. εκ νέου τροφοδότηση: ~ δικτύου/πληροφοριών (πβ. παροχή).|| (μτφ.) ~ της κρίσης (πβ. αναζωπύρωση)/του πληθωρισμού (πβ. αύξηση, ενίσχυση). 3. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. επιστροφή τμήματος του σήματος εξόδου στην είσοδο συστήματος ή κυκλώματος, με σκοπό τη ρύθμιση της λειτουργίας του: κύκλωμα ~ης ρεύματος. ΣΥΝ. ανάδραση ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση βλ. ανάδραση, θετική ανάδραση βλ. ανάδραση [< αγγλ. feedback 3: αγγλ. ~, 1919]
  • ανθρωποειδής , ής, ές [ἀνθρωποειδής] αν-θρω-πο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με του ανθρώπου: ~ής: (ΖΩΟΛ.) πίθηκος. ~ές: πλάσμα. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. ανθρωπόμορφος ● Ουσ.: ανθρωποειδές (το) 1. έμβιο ον που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον άνθρωπο ή του μοιάζει: κρανίο ~ούς. Ο σκελετός ανήκει σε ~ που έζησε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Βλ. ανθρωπίδες, πρωτεύοντα. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ρομπότ με ανθρώπινα χαρακτηριστικά: προηγμένο ~. 3. (μειωτ.) πρόσωπο που δεν αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Πβ. ανθρωπάριο. [< 1: γαλλ. anthropoïde 2: αγγλ. anthropoid] [< αρχ. ἀνθρωποειδής]
  • αντιπαρασιτικός , ή, ό [ἀντιπαρασιτικός] α-ντι-πα-ρα-σι-τι-κός επίθ. 1. που καταπολεμά τα παράσιτα: ~ή: αγωγή (για ζώα). ~ό: κολάρο (σκύλου). ~ά: λουτρά/σαμπουάν. ΑΝΤ. παρασιτικός (1) 2. ΤΗΛΕΠ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που εμποδίζει την παραγωγή και διάδοση παρασίτων: ~ό: φίλτρο (ήχου). ~οί: πυκνωτές (: για μείωση των παρεμβολών από ηλεκτρικές συσκευές). ● Ουσ.: αντιπαρασιτικό (το) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΦΑΡΜΑΚ. ουσία, προϊόν ή συσκευή με αντίστοιχη δράση: ~ά, εντομοκτόνα και εντομοαπωθητικά. [< 1: γαλλ. antiparasitaire, αγγλ. antiparasitic 2: γαλλ. antiparasite, 1928]
  • απαλείφω [ἀπαλείφω] α-πα-λεί-φω ρ. (μτβ.) {απάλει-ψα, -φθηκε, απαλείφ-οντας} (λόγ.) 1. διαγράφω, σβήνω: Η φράση ~φθηκε από τις μετέπειτα εκδόσεις του βιβλίου. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.-ΠΛΗΡΟΦ.) Μπορείτε να ~ψετε όλα τα ανεπιθύμητα αρχεία. ΑΝΤ. διατηρώ (2) 2. ΝΟΜ. ακυρώνω, καταργώ την ισχύ συνήθ. επίσημου κειμένου ή νομικής υποχρέωσης: Κατηγορία/χρέος που ~φθηκε. Διάταξη που ~φθηκε ως αντισυνταγματική. Πβ. παραγράφω. 3. (μτφ.) εξαφανίζω, εξαλείφω: Κρέμα που ~ει τις ρυτίδες. Προσπάθησαν να ~ψουν τις διακρίσεις/τα εμπόδια. Τα λόγια του δεν ~φθηκαν ποτέ από τη μνήμη μας. [< αρχ. ἀπαλείφω, γαλλ. effacer, αγγλ. erase]
  • αποδιαμορφωτής [ἀποδιαμορφωτής] α-πο-δι-α-μορ-φω-τής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. συσκευή που ψηφιοποιεί αναλογικό σήμα. Βλ. μόντεμ, φωρατής. [< αγγλ. demodulator, 1942, γαλλ. démodulateur, 1953]
  • αποκοπή [ἀποκοπή] α-πο-κο-πή ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. απομάκρυνση, αφαίρεση τμήματος από το σώμα στο οποίο ανήκει: ~ δαχτύλου/μέλους. Μαρασμός και ~ φύλλων. Φωτογραφικό χαρτί με άκρο ~ής. Πβ. κοπή, κόψιμο.|| (ΜΑΘ.) ~ δεκαδικών ψηφίων. Σφάλμα ~ής (: γίνεται όταν μια πιο σύνθετη μαθηματική έκφραση αντικαθίσταται από μία απλούστερη). Βλ. στρογγυλοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ., εντολή απόσπασης επιλεγμένου τμήματος από την αρχική του θέση:) ~ αρχείου/κειμένου/στηλών. Κάνω (κλικ στο κουμπί) "~". Πβ. κατ. Βλ. αντι-, δια-γραφή, επικόλληση. 2. διακοπή, σταμάτημα· απομάκρυνση, απομόνωση: ~ της επικοινωνίας (περιοχών)/της κυκλοφορίας.|| (Βίαιη/πλήρης) ~ του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. ~ από την κοινωνία/την παράδοση/το παρελθόν/την πραγματικότητα/τις ρίζες.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ φορτίου (βλ. διακοπή ρεύματος). Φίλτρα ~ής (θορύβου/συχνοτήτων). 3. ΟΙΚΟΝ. αφαίρεση, περικοπή: (για μετοχές) ~ δικαιώματος (: παύει να ισχύει)/μερίσματος. Υποχρεωτικές/χρηματικές ~ές (π.χ. από τον μισθό για ασφαλιστικό ταμείο, αποζημίωση, αποπληρωμή δανείου· πβ. παρακράτηση). 4. ΓΡΑΜΜ. σίγηση του τελικού φωνήεντος μίας λέξης πριν από το αρχικό σύμφωνο της επόμενης: Η πρόθεση "από" παθαίνει ~ (απ' το). Βλ. αφαίρεση, έκθλιψη. ● ΦΡ.: κατ' αποκοπή(ν): με προσδιορισμό εκ των προτέρων της αμοιβής για ένα έργο ή της τιμής για μια ποσότητα αγαθών: ~ ~ τίμημα. Εργασία/πληρωμή ~ ~. Καταβολή ~ ~ ποσού ΦΠΑ. Μηνιαία, περιοδική ή ~ ~ αποζημίωση.|| (μτφ.) Παίρνω κάτι ~ ~ (: ασχολούμαι αποκλειστικά μαζί του). [< αρχ. ἀποκοπή, αγγλ. cut 4: μτγν. ἀποκοπή]
  • απολαβή [ἀπολαβή] α-πο-λα-βή ουσ. (θηλ.) 1. κέρδος, όφελος: δικαίωμα ~ής μερίσματος. Δεν αποβλέπει σε οικονομική, αλλά ηθική ~ (= ωφέλεια). 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ποσοστό ενίσχυσης ενός σήματος λόγω της κατευθυντικότητας της κεραίας: ~ ισχύος/τάσης. Έλεγχος/ρύθμιση ~ής. Ενισχυτής με (καλή/μικρή/υψηλή) ~.απολαβές (οι): μισθός και επιδόματα εργαζομένου: ακαθάριστες/ετήσιες/ικανοποιητικές/μηνιαίες/οικονομικές/πρόσθετες/υψηλές/χρηματικές ~. Αύξηση/μείωση των ~ών. Άδεια άνευ ~ών. ~ που ανέρχονται σε ... ευρώ. Πβ. αμοιβή. ΣΥΝ. αποδοχές [< μεσν. απολαβή - παλαιότ. ορθογρ. απολαυή]
  • αποσύζευξη [ἀποσύζευξη] α-πο-σύ-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. άρση σύζευξης δύο συστημάτων, ώστε να μην υπάρχει μεταφορά ενέργειας μεταξύ τους: πλήρης ~. ~ εισόδων-εξόδων/μετατροπέων/συχνοτήτων. ~ παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και θερμότητας. Πυκνωτές ~ης. Βλ. απόζευξη. ΣΥΝ. αποσύνδεση (1) 2. (μτφ.) αποδέσμευση: ~ της οικονομικής ανάπτυξης από τη χρήση των φυσικών πόρων. Πβ. διαχωρισμός. [< αγγλ. decoupling, 1931]
  • βίντεο βί-ντε-ο ουσ. (ουδ.) {άκλ. (προφ. -ου | -α)} 1. βιντεοκασέτα ή κυρ. το περιεχόμενό της (π.χ. ταινία): ερασιτεχνικό ~ (: που έχει γυριστεί από ερασιτέχνη). Αρχείο/μοντάζ/προβολή (= βιντεοπροβολή) ~. Έφτιαξε ένα ~ για την ιδιαίτερη πατρίδα του. Πβ. βιντεοταινία. Βλ. ντιβιντί.|| (ως παραθετικό σύνθ.) ~-ντοκουμέντο/σοκ. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. συσκευή μαγνητικής καταγραφής εικόνας και ήχου που μεταδίδονται συνήθ. από τηλεόραση ή βιντεοκάμερα ή και αναπαραγωγής τους σε οθόνη· η αντίστοιχη διαδικασία, τεχνική: λήψη/σήμα (: που συμβάλλει στη μετάδοση μιας εικόνας, πβ. εικονοσήμα)/σύστημα ~. Γράφω ταινίες στο ~. Πβ. μαγνητοσκόπιο. ● Υποκ.: βιντεάκι (το): στη σημ. 1: ~ που κυκλοφορεί στο ίντερνετ. Τράβηξα ~ με το κινητό μου. [< αγγλ. video, 1935, γαλλ. vidéo, 1960]
  • βιντεοοθόνη βι-ντε-ο-ο-θό-νη ουσ. (θηλ.) & βίντεο γουόλ: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. σύστημα αποτελούμενο από πολλά μόνιτορ που σχηματίζουν στο σύνολό τους μία μεγάλη οθόνη προβολής εικόνας και ήχου. Πβ. γιγαντοοθόνη. [< αγγλ. video wall, πβ. ιταλ. videowall, 1993]
  • βιντεοπαιχνίδι βι-ντε-ο-παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) & βίντεο γκέιμ: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ηλεκτρονικό παιχνίδι που αναπαράγεται σε οθόνη τηλεόρασης ή υπολογιστή: ~ια δράσης. [< αγγλ. video game, 1973]
  • βιντεοταινία βι-ντε-ο-ται-νί-α ουσ. (θηλ.) (κυρ. παλαιότ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. μαγνητική ταινία για την εγγραφή εικόνας και ήχου και κυρ.-συνεκδ. το περιεχόμενό της. Πβ. βιντεοκασέτα. Βλ. ντιβιντί. [< αγγλ. videotape, 1953]
  • βύσμα βύ-σμα ουσ. (ουδ.) 1. (προφ.-αρνητ. συνυποδ.) γνωριμία με υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να μεσολαβήσει, για να βρει κάποιος δουλειά ή να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης: Έχει γερό/καλό/μεγάλο ~ (= άκρες, δόντι, πλάτες). Έβαλε ~ για να ... Διορίστηκε με ~. Πβ. κονέ, μέσο. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. μικρό μακρόστενο μεταλλικό εξάρτημα στην άκρη καλωδίου, το οποίο εισάγεται στην υποδοχή ηλεκτρικής συσκευής ή εγκατάστασης, με σκοπό τη δημιουργία ηλεκτρικής επαφής: αρσενικό/θηλυκό ~. ~ εισόδου/εξόδου. ~ ακουστικών/κεραίας/μικροφώνου/USB. (σε πολύμπριζο:) Υποδοχές ~ατος. Καλώδιο με βιδωτό/τηλεφωνικό ~. Βλ. φις. 3. οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να φράξει τρύπες· ειδικότ. ούπα: μεταλλικά/πλαστικά ~ατα. Πβ. βούλωμα, παρέμβυσμα, πώμα, τάπα. 4. ΙΑΤΡ. τεμάχιο από αιμοστατικό υλικό (βαμβάκι, γάζα), που τοποθετείται σε διάφορες κοιλότητες (μύτη, κόλπος), για να σταματήσει η αιμορραγία ή για θεραπευτικούς σκοπούς. Πβ. ταμπόν. Βλ. ωτοβύσματα. ΣΥΝ. πώμα (2) 5. ΙΑΤΡ. μάζα από σκόνη και κυψελίδα που σχηματίζεται στον έξω ακουστικό πόρο του αυτιού. Πβ. κερί. [< αρχ. βύσμα ‘πώμα’]
  • γεφυρώνω γε-φυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {γεφύρω-σα, γεφυρώ-θηκε, -μένος, γεφυρών-οντας} 1. (μτφ.) συμβάλλω ως μεσολαβητής στην εύρεση σημείων επαφής μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πλευρών: Ο αθλητισμός ~ει τις διαφορές μεταξύ των λαών. ~θηκε το χάσμα. 2. συνδέω: (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~μένος: ενισχυτής. ~μένη: λειτουργία. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~μένο: δίκτυο. [< αρχ. γεφυρῶ, αγγλ. bridge]
  • γεφύρωση γε-φύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) & γεφύρωμα (το) 1. (μτφ.) αναζήτηση κοινών σημείων μεταξύ δύο πλευρών με σκοπό τη συνεννόηση: ~ των διαφορών/των διαφωνιών/του ρήγματος στις σχέσεις ... Βλ. προγεφύρωμα. 2. σύνδεση με γέφυρα: Πβ. ζεύξη.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ ενισχυτών (: τρόπος σύνδεσής τους για την αύξηση της ισχύος τους· βλ. γεφυρωτής). [< μτγν. γεφύρωσις, αγγλ. bridging]
  • γκοφρέτα γκο-φρέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος από αλλεπάλληλες στρώσεις λεπτών και τραγανών φύλλων ζύμης με γέμιση και συνήθ. επικάλυψη σοκολάτας. Βλ. βάφλα, μιλφέιγ, ρυζο~, -έτα. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. λεπτή πλακέτα ημιαγωγού. ● Υποκ.: γκοφρετάκι (το): στη σημ. 1., γκοφρετίτσα (η): στη σημ. 1., γκοφρετούλα (η): στη σημ. 1. [< γαλλ. gaufrette]
  • γραμμικός , ή, ό γραμ-μι-κός επίθ. 1. που αποτελείται από γραμμές ή έχει μορφή γραμμής: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ή: διακόσμηση/παράσταση/σύνθεση. ~ό: στοιχείο. ~ά: κοσμήματα/μοτίβα/σχήματα. 2. (μτφ.) που αναπτύσσεται ευθύγραμμα, σε ακολουθία, διαδοχή: ~ός: χρόνος. ~ή: ανάγνωση/αντίληψη (για την ιστορία)/διαδικασία/εξέλιξη/μορφή/πλοκή/πορεία/σκέψη/σχέση (βλ. μητρο~, πατρο~). Πβ. σειριακός. Βλ. διακλαδωτός, πολυεπίπεδος. || (ΚΙΝΗΜ.) ~ό μοντάζ (: που γίνεται πλάνο προς πλάνο, από την αρχή προς το τέλος). 3. (επιστ.) που έχει μορφή ή διάταξη ευθείας γραμμής: (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ., που αναφέρεται σε ανάλογη μεταβολή μεγεθών, παραμέτρων:) ~ός: κινητήρας/ταλαντωτής. ~ή: ανίχνευση (θερμοκρασίας)/πυκνότητα/ταχύτητα. ~ό: κύκλωμα/φάσμα/φορτίο. (Μη) ~ές: ιδιότητες/ταλαντώσεις. (Μη) ~ά: κύματα/φαινόμενα. Βλ. μονο~.|| (ΜΑΘ., που μπορεί να αναπαρασταθεί με ευθεία γραφική παράσταση:) ~ός: μετασχηματισμός/συνδυασμός (διανυσμάτων)/χώρος. ~ή: ανάλυση/απεικόνιση/διάταξη/εξάρτηση (διανυσμάτων)/συνάρτηση. ~ό: μοντέλο/πρόβλημα/σύστημα/υπόδειγμα. ~οί: περιορισμοί. ~ές: εξισώσεις (: α' βαθμού). ● επίρρ.: γραμμικά: Η ιστορία δεν εξελίσσεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική (γραφή) Α: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε κυρ. στη μινωική Κρήτη (περ. 1750 - 1450 π.Χ.). [< αγγλ. Linear A, 1948] , γραμμική (γραφή) Β: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε στη μυκηναϊκή Eλλάδα (περ. 1450 - 1200 π.Χ.) και αποδίδει την ελληνική γλώσσα: πινακίδες με/σε ~ ~. Η αποκρυπτογράφηση της ~ής ~ής Β έγινε από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952. [< αγγλ. Linear Β, 1950] , γραμμική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. παραδοσιακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο γίνεται παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και απόρριψη σκουπιδιών χωρίς καμιά πρόνοια για το περιβάλλον. ΑΝΤ. κυκλική οικονομία., γραμμικό σχέδιο: που δημιουργείται με κανόνα και διαβήτη. Βλ. ελεύθερο σχέδιο., γραμμικός προγραμματισμός: ΜΑΘ. μέθοδος επίλυσης πρακτικών προβλημάτων (π.χ. κατανομή πόρων) με γραμμικές εξισώσεις, των οποίων οι μεταβλητές υπόκεινται σε περιορισμούς: ακέραιος ~ ~. ~ ~ και αριστοποίηση (σε δίκτυα)/βελτιστοποίηση/μοντελοποίηση. Βλ. παραμετρικός. [< αγγλ. linear programming, 1949] , γραμμική άλγεβρα βλ. άλγεβρα, γραμμική αφήγηση βλ. αφήγηση, γραμμικός επιταχυντής βλ. επιταχυντής, γραμμωτός/γραμμικός κώδικας βλ. γραμμωτός [< μτγν. γραμμικός, γαλλ. linéaire, αγγλ. linear]Σ
  • δέκτης δέ-κτης ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) αποδέκτης, παραλήπτης: ~ απειλητικών επιστολών. Το υπουργείο έγινε ~ αλλεπάλληλων καταγγελιών. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. συσκευή λήψης ραδιοσημάτων: αναλογικός/ασύρματος/δορυφορικός/ραδιοφωνικός (= ραδιόφωνο, βλ. ραδιο~)/ψηφιακός ~. Παρακολουθείτε στους (τηλεοπτικούς) ~ες (= στις τηλεοράσεις) σας ... Ενσωματωμένος ~ GPS/μπλουτούθ. Πβ. κεραία. Βλ. πομπο~. ΑΝΤ. πομπός (1) 3. (στη θεωρία της επικοινωνίας) πρόσωπο που, κατά τη διαδικασία της επικοινωνίας, δέχεται και αποκωδικοποιεί το μήνυμα ενός πομπού. 4. ΙΑΤΡ. αυτός στον οποίο γίνεται μετάγγιση αίματος ή μεταμόσχευση. Βλ. δότης, παν~. ΣΥΝ. λήπτης [< αρχ. δέκτης, γαλλ. récepteur, αγγλ. receiver]
  • διαιρέτης δι-αι-ρέ-της ουσ. (αρσ.) {διαιρετών}: ΜΑΘ. αριθμός που διαιρεί τον διαιρετέο στην πράξη της διαίρεσης: Το 4 είναι ~ του 8.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ τάσης (: διάταξη δύο ή περισσότερων αντιστάσεων σε σειρά). ● ΣΥΜΠΛ.: μέγιστος κοινός διαιρέτης (ακρ. ΜΚΔ): ο μεγαλύτερος από τους διαιρέτες που είναι κοινοί για δύο ή περισσότερους αριθμούς: ~ ~ ακέραιων και πολυωνύμων. Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο και ~ ~. [< μτγν. διαιρέτης ‘διανεμητής’, γαλλ. diviseur]

άλγεβρα

άλγεβρα [ἄλγεβρα] άλ-γε-βρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. επιστήμη που μελετά τις μαθηματικές δομές, σχέσεις και ποσότητες και ασχολείται με την επίλυση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων και ιδ. σήμερα με τις αλγεβρικές δομές: αριθμητική/βασική/διανυσματική/στοιχειώδης/υπολογιστική ~. ~ διαίρεσης/μέτρων/ομάδων/πινάκων/συναρτήσεων/συνόλων. Βλ. πολυώνυμο.|| ~ της Λογικής ή του Μπουλ ή Δυαδική ~ (: με μεταβλητές δύο τιμών). 2. (συνεκδ.) σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα που πραγματεύεται θέματα του ομώνυμου κλάδου· το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική άλγεβρα: ΜΑΘ. που μελετά τα διανύσματα, την έννοια του διανυσματικού χώρου, τις γραμμικές απεικονίσεις, καθώς και τα συστήματα γραμμικών εξισώσεων. [< αγγλ. linear algebra] [< μεσν. λατ.-ιταλ. algebra, γαλλ. algèbre]

ανάδραση

ανάδραση [ἀνάδραση] α-νά-δρα-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): ανατροφοδότηση. Βλ. βιο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση & αρνητική ανατροφοδότηση: που τείνει να σταθεροποιήσει μια διαδικασία, μειώνοντας τον ρυθμό ή το αποτέλεσμά της σε περίπτωση που οι επιδράσεις της είναι υπερβολικά μεγάλες. [< αγγλ. negative feedback, 1934] , θετική ανάδραση & θετική ανατροφοδότηση: που στοχεύει ή καταλήγει στη διεύρυνση ή αύξηση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας: ~ ~ της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.|| ~ ~ του πολιτισμού (πβ. ενθάρρυνση, ενίσχυση, στήριξη). [< αγγλ. positive feedback, 1934]

ανθρωπίδες

ανθρωπίδες [ἀνθρωπίδες] αν-θρω-πί-δες ουσ. (αρσ.) (οι): ΑΝΘΡΩΠ. οικογένεια εξελιγμένων θηλαστικών (επιστ. ονομασ. Hominidae) που περιλαμβάνει απολιθωμένα ανθρωποειδή θηλαστικά και τους προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου. Βλ. αυστραλοπίθηκος, πρωτεύοντα, homo sapiens. [< γαλλ. hominidés]

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ-

αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.

απόζευξη

απόζευξη [ἀπόζευξη] α-πό-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ζεύξη 1. ΗΛΕΚΤΡ. διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με αποσύνδεση κυκλώματος, για λόγους ασφαλείας: άμεση/αυτόματη ~. Διακόπτης/διάταξη/πυκνωτής ~ης. Πηνίο ~ης για προστασία από βραχυκύκλωμα. Βλ. γείωση. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. απομόνωση κινητήριων μηχανών ή οχημάτων: ~ βαγονιών/συρμού. Πβ. απεμπλοκή. [< μτγν. ἀπόζευξις ‘λυσιμο από το ζυγό’, γαλλ. découplage, περ. 1950]

αφαίρεση

αφαίρεση [ἀφαίρεση] α-φαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαιρώ: ~ των αυτοκόλλητων ταινιών/των επιδέσμων/ξένου σώματος/παραγράφου (= κατάργηση)/ύλης (= μείωση)/των φακών επαφής (ΑΝΤ. εφαρμογή, τοποθέτηση). Προσθήκη ή ~ αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ένα κτίριο.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπευτική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. Ολική ή μερική ~ του θυρεοειδούς. ~ αμυγδαλών/κύστης/μαστού (= μαστεκτομή)/όγκου (= ογκεκτομή). Έκανε ~ χολής (βλ. εγχείριση). Πβ. απόσπαση, βγάλσιμο. 2. ΜΑΘ. αριθμητική πράξη με την οποία υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ αριθμών, πινάκων (σύμβ. το -, «πλην, μείον»): ~ από μνήμης. Κάνω ~ (= αφαιρώ). Tο αποτέλεσμα της ~ης (= διαφορά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δαπανών/ποσού. Τα κέρδη της τράπεζας μετά την ~ των φόρων και πριν την ~ των ζημιών είναι ... Βλ. διαίρεση, πολλαπλασιασμός, προσθ~. ΑΝΤ. πρόσθεση (1) 3. στέρηση: ~ άδειας παραμονής/αρμοδιοτήτων/διαβατηρίου/διπλώματος/πινακίδων. Χρέωση με ~ μονάδων. Πβ. αποστέρηση. 4. κλοπή: ~ αρχαιοτήτων/κοσμημάτων/χρημάτων. Πβ. αρπαγή, ιδιοποίηση, κλέψιμο, υπεξαίρεση. 5. ΦΙΛΟΣ. διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, κατανόηση γενικών, αφηρημένων εννοιών: λογική/νοητική ~. Βλ. ανάλυση. 6. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. αφηρημένη τέχνη: γεωμετρική/λυρική/οπτική ~. 7. ΓΡΑΜΜ. αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο: Μου 'πε. [< 1,2,4,5: αρχ. ἀφαίρεσις 3: γαλλ. soustraction 6: γαλλ. abstraction]

αφήγηση

αφήγηση [ἀφήγηση] α-φή-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΟΤ. απλή ή έντεχνη παρουσίαση ιστορίας με προφορικό ή γραπτό λόγο, εικόνα, κίνηση· διήγηση: προσωπική ~. ~ γεγονότων/παραμυθιού/περιπετειών. Η ~ της ζωής της. Το κόμικ ως εικαστική ~.|| Ιστορική/λογοτεχνική ~. Η οπτική γωνία/τα πρόσωπα/οι τεχνικές (βλ. αφηγηματικός)/ο χρόνος της ~ης. ~ σε πρώτο πρόσωπο. Αναδροµικές ~ήσεις (ή αναδροµές, φλας μπακ). Πρόδροµες ~ήσεις (ή προλήψεις). Με τον διάλογο επιτυγχάνεται ζωντάνια στην ~.|| ~ήσεις μαρτύρων. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική αφήγηση: εξιστόρηση αφηγηματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά. [< αρχ. ἀφήγησις, γαλλ. narration]

βάφλα

βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]

γραμμωτός

γραμμωτός, ή, ό γραμ-μω-τός επίθ.: που έχει γραμμώσεις: ~ό: χαρτί.|| (ΒΟΤ.) ~ός: βλαστός. ~ά: φύλλα. Πβ. ραβδ-, ριγ-ωτός. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμωτός/γραμμικός κώδικας & ραβδωτός κώδικας: ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη κάθετων γραμμών των οποίων το πάχος και οι μεταξύ τους αποστάσεις αντιστοιχούν σε έναν αριθμητικό κώδικα δεκατριών ψηφίων που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρονική αναγνώριση προϊόντος: ~ ~ στα βιβλία (= ISBN). Αναγνώστης/ανιχνευτής/σαρωτής ~ού ~α (= σκάνερ). ΣΥΝ. γραμμοκώδικας, ραβδοκώδικας [< αγγλ. barcode, 1963] , σκελετικός/γραμμωτός μυς βλ. μυς

διακλαδωτός

διακλαδωτός, ή, ό δι-α-κλα-δω-τός επίθ. (σπάν.): που σχηματίζει διακλαδώσεις: ~ό: σύστημα. Βλ. γραμμικός. ● επίρρ.: διακλαδωτά

διακοπή

διακοπή δι-α-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. σταμάτημα διαδικασίας, δραστηριότητας, ενέργειας, λειτουργίας· παύση: άμεση/έκτακτη/μόνιμη/οριστική/περιοδική/προγραμματισμένη ~. ~ (της) άδειας/της αναβολής (από τον στρατό)/των διαπραγματεύσεων/της δίκης/των εργασιών (πβ. στάση)/του καπνίσματος/της καταβολής (ενός επιδόματος)/(της) κυκλοφορίας/της λήψης (μηνυμάτων, φαρμάκου)/του συμβολαίου (πβ. ακύρωση)/της συνεργασίας/των συνομιλιών/της σύνταξης/των (διπλωματικών) σχέσεων (βλ. ρήξη)/του ταξιδιού/της φοίτησης. Σύντομη ~ για διαφημίσεις (πβ. διάλειμμα). Τεχνητή ~ εγκυμοσύνης/κύησης (πβ. έκτρωση). Δουλεύουν χωρίς ~ (= ακατάπαυστα). Κάνω (μια) ~ (= διακόπτω). Βλ. θερμο~.|| Η ομιλία/συζήτηση θα διεξαχθεί χωρίς ~ές από το κοινό. Βλ. παρέμβαση. 2. βλάβη, δυσλειτουργία σε δίκτυο ή μηχανισμό: γενική/προσωρινή ~ (της παροχής) νερού/(ηλεκτρικού) ρεύματος/της τηλεφωνικής σύνδεσης. [< μτγν. διακοπή]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

επιταχυντής

επιταχυντής [ἐπιταχυντής] ε-πι-τα-χυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. μηχανική διάταξη που επιταχύνει φορτισμένα σωματιδία με χρήση ισχυρών ηλεκτρικών πεδίων για τη μελέτη μικρότερων συστατικών της ύλης και κατ' επέκτ. των φυσικών νόμων: κυκλικός ~ (βλ. κύκλοτρο, σύγχροτρο). ~ αδρονίων/ηλεκτρονίων/ιόντων/πρωτονίων. 2. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης: ~ πήξης/σκλήρυνσης σκυροδέματος. Βλ. καταλύτης. ΑΝΤ. επιβραδυντής (1) 3. ΠΛΗΡΟΦ. επιπρόσθετο υλικό ικανό να προσαρμοστεί σε δεδομένο σύστημα για την αναβάθμισή του: ~ γραφικών (: κάρτα επέκτασης, που επιταχύνει διαδικασίες, όπως τη σχεδίαση γραμμών). 4. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε επισπεύδει μια διαδικασία: Η διαδήλωση λειτούργησε ως ~ των εξελίξεων. 5. ΜΗΧΑΝΟΛ. πεντάλ γκαζιού: ηλεκτρονικός/χειροκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμικός επιταχυντής: ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα που παράγει φωτόνια και ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας για τη θεραπεία όγκων. [< αγγλ. linear accelerator, 1935] [< γαλλ. accélérateur 3: αγγλ. accelerator]

μόντεμ

μόντεμ μό-ντεμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική συσκευή για τη σύνδεση ηλεκτρονικού υπολογιστή με το διαδίκτυο μέσω τηλεφωνικής γραμμής (ντάιαλ απ σύνδεση). Βλ. (απο)διαμορφωτής, έι ντι ες ελ. [< αγγλ. modem, περ. 1952, γαλλ. ~, 1968]

ντιβιντί

ντιβιντί ντι-βι-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντι βι ντι & DVD ΤΕΧΝΟΛ. 1. οπτικός δίσκος χωρητικότητας πάνω από 4,7 γιγαμπάιτ: κινηματογραφικά/μουσικά ~. Ταινίες ~. Αποθήκευσε τις φωτογραφίες σε ~. Βλ. εμ-πι-θρι, σιντί. ΣΥΝ. βιντεοδίσκος 2. συσκευή αναπαραγωγής των αντίστοιχων δίσκων: ενσωματωμένο ~. ~ εγγραφής.|| Βλέπει ταινίες στο ~ (= ντιβιντί πλέιερ). [< αμερικ. Digital Versatile Disk (DVD), 1993]

παραμετρικός

παραμετρικός, ή, ό πα-ρα-με-τρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που εξαρτάται ή ορίζεται από μία ή περισσότερες παραμέτρους: ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός (βλ. γραμμικός). ~ή: ανάλυση/παράσταση/στατιστική/τιμή. ΑΝΤ. α~.|| (σε αυτοκίνητο) ~ό: σύστημα διεύθυνσης. ● ΣΥΜΠΛ.: παραμετρικές εξισώσεις: αυτές που περιέχουν μία ή περισσότερες παραμέτρους. [< αγγλ. parametric, γαλλ. paramétrique]

προγεφύρωμα

προγεφύρωμα προ-γε-φύ-ρω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΣΤΡΑΤ. παράκτια ή παρόχθια περιοχή σε εχθρικό έδαφος, που καταλαμβάνεται και οχυρώνεται ως χώρος στρατιωτικών επιχειρήσεων: πολεμικό/στρατηγικό ~. 2. (μτφ.) ευνοϊκό έδαφος και γενικότ. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο για την προώθηση μελλοντικού στόχου. Πβ. έρεισμα. [< γερμ. Brückenkopf]

στρογγυλοποίηση

στρογγυλοποίηση στρογ-γυ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΜΑΘ. αναγωγή αριθμού (ακέραιου ή δεκαδικού) σε κάποιον άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο, συνήθ. κοντινό στον αρχικό, για πρακτικούς λόγους: ~ (ποσού) προς τα κάτω/πάνω. ~ σε χιλιοστά/εκατοστά/δέκατα/μονάδες/χιλιάδες. ~ήσεις τιμών. Πβ. στρογγύλεμα. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. rounding]

φις

φις ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΗΛΕΚΤΡ. πλαστικό εξάρτημα προσαρμοσμένο στο ελεύθερο άκρο καλωδίου συσκευής, το οποίο διαθέτει μεταλλικά ελάσματα (ακροδέκτες) που εισάγονται στην πρίζα, για να γίνει λήψη ηλεκτρικού ρεύματος: αρσενικό/θηλυκό ~. ~ τηλεφώνου/φορτιστή. ~ σούκο. Βγάζω/τραβώ το ~ από την πρίζα. Βλ. βύσμα, μπανάνα. ΣΥΝ. ρευματολήπτης ● Υποκ.: φισάκι (το) [< γαλλ. fiche]

ωτοβύσματα

ωτοβύσματα [ὠτοβύσματα] ω-το-βύ-σμα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): είδος μικρών και μακρόστενων ωτοασπίδων από μαλακό υλικό που τοποθετούνται μέσα στον ακουστικό πόρο του αυτιού: ~ μίας χρήσης.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.