άλγεβρα [ἄλγεβρα] άλ-γε-βρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΘ. επιστήμη που μελετά τις μαθηματικές δομές, σχέσεις και ποσότητες και ασχολείται με την επίλυση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων και ιδ. σήμερα με τις αλγεβρικές δομές: αριθμητική/βασική/διανυσματική/στοιχειώδης/υπολογιστική ~. ~ διαίρεσης/μέτρων/ομάδων/πινάκων/συναρτήσεων/συνόλων. Βλ. πολυώνυμο.|| ~ της Λογικής ή του Μπουλ ή Δυαδική ~ (: με μεταβλητές δύο τιμών). 2. (συνεκδ.) σχολικό και πανεπιστημιακό μάθημα που πραγματεύεται θέματα του ομώνυμου κλάδου· το αντίστοιχο διδακτικό εγχειρίδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική άλγεβρα: ΜΑΘ. που μελετά τα διανύσματα, την έννοια του διανυσματικού χώρου, τις γραμμικές απεικονίσεις, καθώς και τα συστήματα γραμμικών εξισώσεων. [< αγγλ. linear algebra] [< μεσν. λατ.-ιταλ. algebra, γαλλ. algèbre]
ανάδραση [ἀνάδραση] α-νά-δρα-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): ανατροφοδότηση. Βλ. βιο~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση & αρνητική ανατροφοδότηση: που τείνει να σταθεροποιήσει μια διαδικασία, μειώνοντας τον ρυθμό ή το αποτέλεσμά της σε περίπτωση που οι επιδράσεις της είναι υπερβολικά μεγάλες. [< αγγλ. negative feedback, 1934] , θετική ανάδραση & θετική ανατροφοδότηση: που στοχεύει ή καταλήγει στη διεύρυνση ή αύξηση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας: ~ ~ της παγκόσμιας αύξησης της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου.|| ~ ~ του πολιτισμού (πβ. ενθάρρυνση, ενίσχυση, στήριξη). [< αγγλ. positive feedback, 1934]
ανθρωπίδες [ἀνθρωπίδες] αν-θρω-πί-δες ουσ. (αρσ.) (οι): ΑΝΘΡΩΠ. οικογένεια εξελιγμένων θηλαστικών (επιστ. ονομασ. Hominidae) που περιλαμβάνει απολιθωμένα ανθρωποειδή θηλαστικά και τους προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου. Βλ. αυστραλοπίθηκος, πρωτεύοντα, homo sapiens. [< γαλλ. hominidés]
αντι- & αντί- & αντ- & ανθ- {ανθ- πριν από λέξη που παλαιότ. έπαιρνε δασεία} πρόθημα που δηλώνει 1. αντίθεση, εναντίωση: αντι-πρόταση. Αντί-λογος. Ανθ-υγιεινός.|| (το εντελώς αντίθετο:) Αντι-ήρωας. Αντί-θεος (= o διάβολος). 2. αντιμετώπιση, καταπολέμηση: αντι-αλλεργικός/~καρκινικός/~ρατσιστικός. Αντι-τορπιλικό. 3. αντικατάσταση, αναπλήρωση, ισοδυναμία: αντι-πρόεδρος.|| Αντι-κλείδι. Αντί-γραφο.|| Αντ-άξιος. 4. ανταπόδοση: αντι-χάρισμα.|| Αντ-εκδίκηση. 5. προβαθμίδα αξιώματος: αντι-συνταγματάρχης/~στράτηγος.
απόζευξη [ἀπόζευξη] α-πό-ζευ-ξη ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ζεύξη 1. ΗΛΕΚΤΡ. διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος με αποσύνδεση κυκλώματος, για λόγους ασφαλείας: άμεση/αυτόματη ~. Διακόπτης/διάταξη/πυκνωτής ~ης. Πηνίο ~ης για προστασία από βραχυκύκλωμα. Βλ. γείωση. 2. ΜΗΧΑΝΟΛ. απομόνωση κινητήριων μηχανών ή οχημάτων: ~ βαγονιών/συρμού. Πβ. απεμπλοκή. [< μτγν. ἀπόζευξις ‘λυσιμο από το ζυγό’, γαλλ. découplage, περ. 1950]
αφαίρεση [ἀφαίρεση] α-φαί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αφαιρώ: ~ των αυτοκόλλητων ταινιών/των επιδέσμων/ξένου σώματος/παραγράφου (= κατάργηση)/ύλης (= μείωση)/των φακών επαφής (ΑΝΤ. εφαρμογή, τοποθέτηση). Προσθήκη ή ~ αρχιτεκτονικών στοιχείων σε ένα κτίριο.|| (ΙΑΤΡ.) Θεραπευτική/λαπαροσκοπική/χειρουργική ~. Ολική ή μερική ~ του θυρεοειδούς. ~ αμυγδαλών/κύστης/μαστού (= μαστεκτομή)/όγκου (= ογκεκτομή). Έκανε ~ χολής (βλ. εγχείριση). Πβ. απόσπαση, βγάλσιμο. 2. ΜΑΘ. αριθμητική πράξη με την οποία υπολογίζεται η διαφορά μεταξύ αριθμών, πινάκων (σύμβ. το -, «πλην, μείον»): ~ από μνήμης. Κάνω ~ (= αφαιρώ). Tο αποτέλεσμα της ~ης (= διαφορά).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δαπανών/ποσού. Τα κέρδη της τράπεζας μετά την ~ των φόρων και πριν την ~ των ζημιών είναι ... Βλ. διαίρεση, πολλαπλασιασμός, προσθ~. ΑΝΤ. πρόσθεση (1) 3. στέρηση: ~ άδειας παραμονής/αρμοδιοτήτων/διαβατηρίου/διπλώματος/πινακίδων. Χρέωση με ~ μονάδων. Πβ. αποστέρηση. 4. κλοπή: ~ αρχαιοτήτων/κοσμημάτων/χρημάτων. Πβ. αρπαγή, ιδιοποίηση, κλέψιμο, υπεξαίρεση. 5. ΦΙΛΟΣ. διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες, κατανόηση γενικών, αφηρημένων εννοιών: λογική/νοητική ~. Βλ. ανάλυση. 6. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. αφηρημένη τέχνη: γεωμετρική/λυρική/οπτική ~. 7. ΓΡΑΜΜ. αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, όταν η προηγούμενη τελειώνει σε φωνήεν ή δίφθογγο: Μου 'πε. [< 1,2,4,5: αρχ. ἀφαίρεσις 3: γαλλ. soustraction 6: γαλλ. abstraction]
αφήγηση [ἀφήγηση] α-φή-γη-ση ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΟΤ. απλή ή έντεχνη παρουσίαση ιστορίας με προφορικό ή γραπτό λόγο, εικόνα, κίνηση· διήγηση: προσωπική ~. ~ γεγονότων/παραμυθιού/περιπετειών. Η ~ της ζωής της. Το κόμικ ως εικαστική ~.|| Ιστορική/λογοτεχνική ~. Η οπτική γωνία/τα πρόσωπα/οι τεχνικές (βλ. αφηγηματικός)/ο χρόνος της ~ης. ~ σε πρώτο πρόσωπο. Αναδροµικές ~ήσεις (ή αναδροµές, φλας μπακ). Πρόδροµες ~ήσεις (ή προλήψεις). Με τον διάλογο επιτυγχάνεται ζωντάνια στην ~.|| ~ήσεις μαρτύρων. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική αφήγηση: εξιστόρηση αφηγηματικών γεγονότων με χρονολογική σειρά. [< αρχ. ἀφήγησις, γαλλ. narration]
βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]
γραμμωτός, ή, ό γραμ-μω-τός επίθ.: που έχει γραμμώσεις: ~ό: χαρτί.|| (ΒΟΤ.) ~ός: βλαστός. ~ά: φύλλα. Πβ. ραβδ-, ριγ-ωτός. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμωτός/γραμμικός κώδικας & ραβδωτός κώδικας: ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη κάθετων γραμμών των οποίων το πάχος και οι μεταξύ τους αποστάσεις αντιστοιχούν σε έναν αριθμητικό κώδικα δεκατριών ψηφίων που χρησιμοποιείται για την ηλεκτρονική αναγνώριση προϊόντος: ~ ~ στα βιβλία (= ISBN). Αναγνώστης/ανιχνευτής/σαρωτής ~ού ~α (= σκάνερ). ΣΥΝ. γραμμοκώδικας, ραβδοκώδικας [< αγγλ. barcode, 1963] , σκελετικός/γραμμωτός μυς βλ. μυς
διακλαδωτός, ή, ό δι-α-κλα-δω-τός επίθ. (σπάν.): που σχηματίζει διακλαδώσεις: ~ό: σύστημα. Βλ. γραμμικός. ● επίρρ.: διακλαδωτά
διακοπή δι-α-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. σταμάτημα διαδικασίας, δραστηριότητας, ενέργειας, λειτουργίας· παύση: άμεση/έκτακτη/μόνιμη/οριστική/περιοδική/προγραμματισμένη ~. ~ (της) άδειας/της αναβολής (από τον στρατό)/των διαπραγματεύσεων/της δίκης/των εργασιών (πβ. στάση)/του καπνίσματος/της καταβολής (ενός επιδόματος)/(της) κυκλοφορίας/της λήψης (μηνυμάτων, φαρμάκου)/του συμβολαίου (πβ. ακύρωση)/της συνεργασίας/των συνομιλιών/της σύνταξης/των (διπλωματικών) σχέσεων (βλ. ρήξη)/του ταξιδιού/της φοίτησης. Σύντομη ~ για διαφημίσεις (πβ. διάλειμμα). Τεχνητή ~ εγκυμοσύνης/κύησης (πβ. έκτρωση). Δουλεύουν χωρίς ~ (= ακατάπαυστα). Κάνω (μια) ~ (= διακόπτω). Βλ. θερμο~.|| Η ομιλία/συζήτηση θα διεξαχθεί χωρίς ~ές από το κοινό. Βλ. παρέμβαση. 2. βλάβη, δυσλειτουργία σε δίκτυο ή μηχανισμό: γενική/προσωρινή ~ (της παροχής) νερού/(ηλεκτρικού) ρεύματος/της τηλεφωνικής σύνδεσης. [< μτγν. διακοπή]
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
επιταχυντής [ἐπιταχυντής] ε-πι-τα-χυ-ντής ουσ. (αρσ.) 1. ΦΥΣ. μηχανική διάταξη που επιταχύνει φορτισμένα σωματιδία με χρήση ισχυρών ηλεκτρικών πεδίων για τη μελέτη μικρότερων συστατικών της ύλης και κατ' επέκτ. των φυσικών νόμων: κυκλικός ~ (βλ. κύκλοτρο, σύγχροτρο). ~ αδρονίων/ηλεκτρονίων/ιόντων/πρωτονίων. 2. ΧΗΜ. ουσία που χρησιμοποιείται για να αυξήσει την ταχύτητα χημικής αντίδρασης: ~ πήξης/σκλήρυνσης σκυροδέματος. Βλ. καταλύτης. ΑΝΤ. επιβραδυντής (1) 3. ΠΛΗΡΟΦ. επιπρόσθετο υλικό ικανό να προσαρμοστεί σε δεδομένο σύστημα για την αναβάθμισή του: ~ γραφικών (: κάρτα επέκτασης, που επιταχύνει διαδικασίες, όπως τη σχεδίαση γραμμών). 4. (σπάν.-μτφ.) οτιδήποτε επισπεύδει μια διαδικασία: Η διαδήλωση λειτούργησε ως ~ των εξελίξεων. 5. ΜΗΧΑΝΟΛ. πεντάλ γκαζιού: ηλεκτρονικός/χειροκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμικός επιταχυντής: ΦΥΣ.-ΙΑΤΡ. ακτινοθεραπευτικό μηχάνημα που παράγει φωτόνια και ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας για τη θεραπεία όγκων. [< αγγλ. linear accelerator, 1935] [< γαλλ. accélérateur 3: αγγλ. accelerator]
μόντεμ μό-ντεμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική συσκευή για τη σύνδεση ηλεκτρονικού υπολογιστή με το διαδίκτυο μέσω τηλεφωνικής γραμμής (ντάιαλ απ σύνδεση). Βλ. (απο)διαμορφωτής, έι ντι ες ελ. [< αγγλ. modem, περ. 1952, γαλλ. ~, 1968]
ντιβιντί ντι-βι-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντι βι ντι & DVD ΤΕΧΝΟΛ. 1. οπτικός δίσκος χωρητικότητας πάνω από 4,7 γιγαμπάιτ: κινηματογραφικά/μουσικά ~. Ταινίες ~. Αποθήκευσε τις φωτογραφίες σε ~. Βλ. εμ-πι-θρι, σιντί. ΣΥΝ. βιντεοδίσκος 2. συσκευή αναπαραγωγής των αντίστοιχων δίσκων: ενσωματωμένο ~. ~ εγγραφής.|| Βλέπει ταινίες στο ~ (= ντιβιντί πλέιερ). [< αμερικ. Digital Versatile Disk (DVD), 1993]
παραμετρικός, ή, ό πα-ρα-με-τρι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που εξαρτάται ή ορίζεται από μία ή περισσότερες παραμέτρους: ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός (βλ. γραμμικός). ~ή: ανάλυση/παράσταση/στατιστική/τιμή. ΑΝΤ. α~.|| (σε αυτοκίνητο) ~ό: σύστημα διεύθυνσης. ● ΣΥΜΠΛ.: παραμετρικές εξισώσεις: αυτές που περιέχουν μία ή περισσότερες παραμέτρους. [< αγγλ. parametric, γαλλ. paramétrique]
προγεφύρωμα προ-γε-φύ-ρω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΣΤΡΑΤ. παράκτια ή παρόχθια περιοχή σε εχθρικό έδαφος, που καταλαμβάνεται και οχυρώνεται ως χώρος στρατιωτικών επιχειρήσεων: πολεμικό/στρατηγικό ~. 2. (μτφ.) ευνοϊκό έδαφος και γενικότ. οτιδήποτε χρησιμεύει ως μέσο για την προώθηση μελλοντικού στόχου. Πβ. έρεισμα. [< γερμ. Brückenkopf]
στρογγυλοποίηση στρογ-γυ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΜΑΘ. αναγωγή αριθμού (ακέραιου ή δεκαδικού) σε κάποιον άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο, συνήθ. κοντινό στον αρχικό, για πρακτικούς λόγους: ~ (ποσού) προς τα κάτω/πάνω. ~ σε χιλιοστά/εκατοστά/δέκατα/μονάδες/χιλιάδες. ~ήσεις τιμών. Πβ. στρογγύλεμα. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. rounding]
φις ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΗΛΕΚΤΡ. πλαστικό εξάρτημα προσαρμοσμένο στο ελεύθερο άκρο καλωδίου συσκευής, το οποίο διαθέτει μεταλλικά ελάσματα (ακροδέκτες) που εισάγονται στην πρίζα, για να γίνει λήψη ηλεκτρικού ρεύματος: αρσενικό/θηλυκό ~. ~ τηλεφώνου/φορτιστή. ~ σούκο. Βγάζω/τραβώ το ~ από την πρίζα. Βλ. βύσμα, μπανάνα. ΣΥΝ. ρευματολήπτης ● Υποκ.: φισάκι (το) [< γαλλ. fiche]
ωτοβύσματα [ὠτοβύσματα] ω-το-βύ-σμα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): είδος μικρών και μακρόστενων ωτοασπίδων από μαλακό υλικό που τοποθετούνται μέσα στον ακουστικό πόρο του αυτιού: ~ μίας χρήσης.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ