αμπέρ [ἀμπέρ] α-μπέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. Α). Βλ. βατ, βολτ, μικρο~, μιλι~. [< γαλλ. ampère]
αναγωγικός, ή, ό [ἀναγωγικός] α-να-γω-γι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την αναγωγή: ~ή: μέθοδος. (ΧΗΜ.) ~ά: σάκχαρα. ● επίρρ.: αναγωγικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγωγική ατμόσφαιρα: ΧΗΜ. αέριο μείγμα με αφθονία συστατικών που είναι δότες ηλεκτρονίων., αναγωγική διαίρεση: ΒΙΟΛ. η πρώτη μειωτική διαίρεση, κατά την οποία ο αριθμός των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου μειώνεται στο μισό., αναγωγική φλόγα: ΧΗΜ. που διευκολύνει τις αντιδράσεις αναγωγής. [< αγγλ. reducing flame] , αναγωγικό (μέσο): ΧΗΜ. χημική ένωση ή στοιχείο (όπως άνθρακας, μέταλλα, μονοξείδιο του άνθρακα) που προκαλεί την αναγωγή άλλων σωμάτων, καθώς αυτό οξειδώνεται. [< μτγν. ἀναγωγικός, γαλλ. réducteur]
βαρύς, ιά, ύ βα-ρύς επίθ. {(λόγ. θηλ.) βαρεία | βαρ-έος (σπάν. -ιού) | -είς (σπάν. -ιοί), -ιά (λόγ.) -έα, -έων (σπανιότ. -ιών), θηλ. -ειών | βαρύτ-ερος, -ατος} ΑΝΤ. ελαφρύς 1. που έχει μεγάλο σχετικά βάρος, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για κάποιον να τον σηκώσει, να τον μετακινήσει ή να τον μεταφέρει: ~ύς: οπλισμός/σάκος. ~ιά: βαλίτσα/πόρτα. ~ύ: όχημα (: μπουλντόζα, τρακτέρ, φορτηγό)/σώμα/φορτίο. ~ιά: μηχανήματα. Μεταλλικές κατασκευές ~έος τύπου. (ΣΤΡΑΤ.) ~έα άρματα μάχης.|| (για πρόσ.) ~ και δυσκίνητος (πβ. παχύς, χοντρός). Αργός και ~ παίκτης. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την εντύπωση ή την αίσθηση του βάρους, της δυσκολίας ή της έντασης: ~ιά: διακόσμηση (= βαρυφορτωμένη. ΑΝΤ. λιτή, μινιμαλιστική). ~ιά: έπιπλα (βλ. μπαρόκ)/κοσμήματα (= βαρύτιμα). ~ύ και επιβλητικό νεοκλασικό κτίριο (= ογκώδες). Νιώθω τα βλέφαρά μου ~ιά (: από τη νύστα)/τα πόδια μου ~ιά (: από την κούραση)/το στομάχι μου ~ύ (: από το πολύ ή δυσκολοχώνευτο φαγητό).|| ~ύ: βήμα/περπάτημα. ~ιά: αθλήματα (π.χ. πάλη, άρση βαρών). Εργαλεία ~ιάς χρήσης.|| ~ύς: αναστεναγμός/ύπνος (= βαθύς). ~ύ: ζεϊμπέκικο. ~ιά: λαϊκά (βλ. ελαφρολαϊκά). 3. (μτφ.) που προκαλεί σωματική, πνευματική ή ψυχολογική πίεση και γι' αυτό δύσκολα μπορεί κανείς να τον υποφέρει, αντέξει, αναλάβει ή αποδεχτεί: ~ιά: αναπηρία/αρρώστια/γρίπη/νοητική (καθ)υστέρηση. ~ύ: χτύπημα (= βίαιο, δυνατό). ~ιές: δουλειές (πβ. κοπιαστικός). ~ιά: κατάγματα. ~ατος: τραυματισμός.|| ~ύς: καημός. ~ιά: διάθεση/ευθύνη/ήττα/θλίψη/ιστορία/καταδίκη/μελαγχολία (= βαθιά)/μοίρα/ποινή/τιμωρία/φιλοσοφία (= δυσνόητη)/φορολογία. ~ύ: βιβλίο (= βαθυστόχαστο)/κατηγορητήριο/κόστος/όνομα/πένθος/πλήγμα/πρόστιμο/ύφος (= αυστηρό). ~είς: όροι (συνθήκης). Έπεσε ~ιά σιωπή/~ύ σκοτάδι. Έδωσε όρκο ~ύ. ~ατο: έργο/καθήκον/χρέος. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν ~ύ. ~ φόρος αίματος στην άσφαλτο. Πβ. δυσβάσταχτος, επαχθής.|| ~ιά: αμέλεια. ~ιές: υπόνοιες. ~ατο: παράπτωμα/σφάλμα. Πβ. σημαντικός, σοβαρός. 4. χοντρός στην πλέξη του και κατ' επέκτ. ζεστός: ~ιά: ρούχα (για το χειμώνα).|| ~ιές: κουβέρτες/κουρτίνες. ~ιά: υφάσματα. ΑΝΤ. λεπτός (1) 5. πυκνός, περιεκτικός ως προς τα συστατικά του: ~ύ: τσάι (ΑΝΤ. αραιό)/τσιγάρο (ΣΥΝ. σέρτικο). ~ιά: έλαια/λίπη (: πλούσια σε πολυακόρεστα)/ποτά (: με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ)/φάρμακα. Καφές ~ γλυκός (= βαρύγλυκος, βλ. χαρμάνι). Πβ. δυνατός.|| ~ιά: μέταλλα/στοιχεία. Σώμα ~ερο από τον αέρα.|| ~ιά: μυρωδιά. ~ύ: άρωμα. Πβ. έντονος.|| ~ύ γήπεδο λόγω βροχής (: βρεγμένο).|| (για πρόσ.) ~είς: καπνιστές (= μανιώδεις). 6. (μτφ.) προσβλητικός: Αντάλλαξαν ~είς χαρακτηρισμούς/~ιές κουβέντες/~ιά λόγια (π.χ. βρισιές, αλληλοκατηγορίες). 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από πολύ έντονα, άσχημα καιρικά φαινόμενα: ~ύς: χειμώνας (= δριμύς). ~ιά: κακοκαιρία. ~ύ: κρύο (= τσουχτερό).|| ~ιά σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. 8. δύσπεπτος: ~ιά: κουζίνα (: με κρεατικά, τηγανητά, σάλτσες και μπαχαρικά). ~ύ: γεύμα. ~ιές: τροφές. Το φαγητό μου έπεσε ~ύ (στο στομάχι). ΑΝΤ. εύπεπτος (1) 9. χαμηλού τονικού ύψους, βαθύς, μπάσος: ~ιά: (ανδρική) φωνή (ΑΝΤ. λεπτή). (στη βυζαντινή μουσική:) Ήχος ~. ΑΝΤ. οξύς.|| ~ιά προφορά (: έντονα ιδιωματική).|| ~ιά (= δυνατά) χτυπήματα στην πόρτα. 10. σκυθρωπός, ψυχρός, λιγομίλητος: Ο άνδρας ο πολλά ~. Πβ. μάγκας. ● επίρρ.: βαριά: Πατάει/περπατάει ~. Η πόρτα έκλεισε ~ πίσω του (: με δύναμη).|| ~ άρρωστος/τραυματισμένος (= σοβαρά). Πβ. βαρέως.|| Κοιμάται ~ (= βαθιά).|| Φάγαμε ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαριά ατμόσφαιρα 1. (μτφ.) αρνητικά φορτισμένη: Μέσα σε ~ ~ πόνου και θλίψης έγινε η κηδεία του ... 2. αποπνικτική: ζέστη/υγρασία και ~ ~., βαριά σκιά & (σπάν.) βαρύς ίσκιος (μτφ.) 1. άσχημη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες: ~ ~ στις διεθνείς αγορές εξαιτίας του πόλεμου. 2. η επιβλητική παρουσία μιας προσωπικότητας, που δημιούργησε σημαντικό έργο όσο ζούσε: Πέφτει βαριά η σκιά του ..., βαριάς μορφής & (λόγ.) βαρείας μορφής: για πολύ σοβαρή παθολογική κατάσταση: ~ ~ εγκαύματα/κατάθλιψη (ΑΝΤ. ήπιας μορφής)., βαρύ κλίμα (μτφ.): ατμόσφαιρα έντασης ή μεγάλης θλίψης: Η συνεδρίαση έγινε (μέσα) σε ~ ~ εξαιτίας ..., βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί 1. (μτφ.) ατού, όπλο, πλεονέκτημα: Ο διεθνής επιθετικός αποτελεί το ~ ~ της ομάδας. 2. ΟΙΚΟΝ. {συνήθ. στον πληθ.} προνομιακή μετοχή, που η αγορά της, αν και ακριβή, χαρακτηρίζεται συνήθ. από χαμηλό ρίσκο: Τα δυνατά χαρτιά του Χρηματιστηρίου. Πβ. μπλου τσιπς., βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) βλ. ανθυγιεινός, βαρέα/βαριά όπλα βλ. όπλο, βαριά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, βαριά κληρονομιά βλ. κληρονομιά, βαρύ κεφάλι βλ. κεφάλι, βαρύ κλάσμα βλ. κλάσμα, βαρύ πεπόνι βλ. πεπόνι, βαρύ πετρέλαιο βλ. πετρέλαιο, βαρύ πυροβολικό βλ. πυροβολικό, βαρύ υδρογόνο βλ. υδρογόνο, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος ● ΦΡ.: βαρύς κι ασήκωτος 1. (για άνδρα) πολύ σοβαρός, λιγομίλητος ή στενοχωρημένος, ενοχλημένος: μάγκας ~ ~. Το παίζει ~ ~.|| Έχει ύφος βαρύ κι ασήκωτο. 2. επιτατικά: πόνος ~ ~. Φορτίο/χρέος ~ύ κι ~ο., κάνει τον βαρύ: με τη συμπεριφορά του δείχνει ότι είναι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θιγμένος., το πήρε βαριά: στενοχωρήθηκε πολύ. ΣΥΝ. το πήρε κατάκαρδα, φέρω (κάτι) βαρέως ΑΝΤ. το πήρε ελαφριά, (είναι) βαριά η καλογερική βλ. καλογερική, (έχει) βαρύ χέρι βλ. χέρι, βαρύς ο πέλεκυς βλ. πέλεκυς, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά βλ. καρδιά [< αρχ. βαρύς, γαλλ. lourd, grave, pesant, αγγλ. heavy]
βατ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ισχύος κυρ. του ηλεκτρικού ρεύματος (σύμβ. W) που ισοδυναμεί με μεταφορά ενέργειας ενός τζάουλ (1J) σε χρονικό διάστημα ενός δευτερολέπτου: λάμπες των εκατό ~. Βλ. αμπέρ, βολτ, κιλο-, μεγα-, μικρο-, μιλι-βάτ. [< γαλλ.-αγγλ. watt, αγγλ. ανθρ. J. Watt]
διαιτολογία δι-αι-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. επιστήμη που ασχολείται με τη διατροφή των ανθρώπων και ειδικότ. ομάδων με συγκεκριμένες ανάγκες ή στόχους (αθλητών, ασθενών, εγκύων, υπέρβαρων): εφαρμοσμένη/κλινική ~. Κέντρο αδυνατίσματος και ~ας. Βλ. διατροφολογία, θερμίδα, -λογία. ΣΥΝ. διαιτητική [< γαλλ. diététique, αγγλ. dietetics]
δράμι δρά-μι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.-συχνά σε αρνητ. εκφορά) για κάτι που υπάρχει σε ελάχιστο βαθμό: (Δεν έχει ούτε) ένα ~ (: έναν κόκκο) ανθρωπιάς/σεβασμού/ωριμότητας. ~ μυαλό δεν του έμεινε (πβ. κουκούτσι). ΣΥΝ. ίχνος (3), στάλα, σταλιά 2. (παλαιότ.) μονάδα βάρους ισοδύναμη με το ένα τετρακοσιοστό της οκάς (περ. 3,2 γραμμάρια). [< μεσν. δράμι(ον)]
εμβαδόν [ἐμβαδόν] εμ-βα-δόν ουσ. (ουδ.) & (προφ.) εμβαδό: ΓΕΩΜ. συνολική έκταση επιφάνειας δισδιάστατων ή τρισδιάστατων σχημάτων: ~ κύκλου/τετραπλεύρου/πολυγώνου. ~ κυλίνδρου/σφαίρας. ~ και όγκος. Βλ. περίμετρος.|| Μέτρηση/υπολογισμός του ~ού. Οικόπεδο με ~ ... στρέμματα. Το καθαρό/μικτό (: και με τους εξωτερικούς τοίχους) ~ της κατοικίας είναι ... τετραγωνικά μέτρα. Βλ. εκτάριο. [< μτγν. ἐμβαδόν]
ίντσα [ἴντσα] ί-ντσα ουσ. (θηλ.) {ιντσ-ών}: ΜΕΤΡΟΛ. (στο βρετανικό κυρ. σύστημα) μονάδα μήκους ίση με 2,54 εκατοστόμετρα: οθόνη/τηλεόραση 32 ~ών (: με διαγώνιο 32 ~ών). Βλ. γιάρδα, πόδι. [< αγγλ. inch]
κλιματολογία κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. επιστήμη η οποία εξετάζει τη μακρόχρονη στατιστική συμπεριφορά των κλιματικών αλλαγών ενός τόπου, τις αιτίες που τις προκαλούν και την εφαρμογή των κλιματολογικών στοιχείων στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων: γενική/δυναμική/εφαρμοσμένη/φυσική ~. Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Βλ. -λογία, βιο~, παλαιο~. [< γαλλ. climatologie, 1834, αγγλ. climatology, 1813]
κυβικός, ή, ό κυ-βι-κός επίθ. 1. (επιστ.) που έχει σχήμα κύβου ή που σχετίζεται με τον κύβο: (ΦΥΣ.) ~ή: διαστολή στερεών.|| (ΚΡΥΣΤ.) ~ή: δομή (κρυστάλλου). Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στο ~ό σύστημα. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης που υπολογίζεται ή ορίζεται σε όγκο κύβου: ~ή: γιάρδα/ίντσα/παλάμη. ~ό: πόδι/χιλιοστό(μετρο). ~ό: χιλιόμετρο νερού/πάγου. 3. ΜΑΘ. υψωμένος στον κύβο (στην τρίτη δύναμη): ~ός: αριθμός (= τέλειος κύβος). ~ή: εξίσωση/καμπύλη. ~ά: πολυώνυμα. ● Ουσ.: κυβικά (τα) {σπάν. στον εν.}: ενν. μέτρα ή εκατοστά: δέκα ~ μπετόν/χαλίκι.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ., για κινητήρες οχημάτων) Αυτοκίνητο/μηχανή ... ~ών. Πβ. κυβισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο (συντομ. κ.μ./κ.εκ./κ.δεκ./κ. χιλ., σύμβ. m3/cm3/dm3/mm3): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που η κάθε ακμή του είναι ίση με ένα μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο. Βλ. λίτρο, τετραγωνικό δεκατόμετρο/εκατοστό/μέτρο/χιλιόμετρο. ● ΦΡ.: άραξε στα κυβικά σου! βλ. αράζω, δεν είναι για τα κιλά/κυβικά μου βλ. κιλό [< αρχ. κυβικός, γαλλ. cubique, αγγλ. cubic]
κύκλος κύ-κλος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. σχήμα που ορίζεται από κλειστή, καμπύλη γραμμή της οποίας όλα τα σημεία έχουν την ίδια απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο του: εγγεγραμμένος/περιγεγραμμένος/τριγωνομετρικός ~. Ακτίνα/διάμετρος/εμβαδόν/περίμετρος/περιφέρεια/τόξο/χορδή ~ου. Ορθογώνιοι ~οι. Ευθεία που εφάπτεται στον/τέμνει τον ~ο. Έκανε/σχεδίασε/χάραξε έναν τέλειο ~ο με τον διαβήτη.|| Σημειώστε με ~ο (= κυκλώστε) τη σωστή απάντηση. 2. (κατ' επέκτ.) ό,τι έχει κυκλικό σχήμα: μαύροι ~οι γύρω/κάτω από τα μάτια (: μελανά σημάδια λόγω αϋπνίας, κούρασης· σακούλες). Ο τσάμικος χορεύεται σε ~ο. Οι ομάδες σχημάτισαν ~ο. Τα παιδιά κάθονται σε ~ο. Βλ. ημικύκλιο.|| Ολυμπιακοί ~οι (: οι πέντε διαφορετικού χρώματος ~οι που συμβολίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Βλ. δακτύλιος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Μέγιστοι ~οι της ουράνιας σφαίρας (: οι νοητοί ~οι που διέρχονται από τους πόλους της). Βλ. ουράνιος μεσημβρινός.|| (για κίνηση, πορεία, τροχιά) Ο ~ του ρολογιού (βλ. ώρα). Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης. Η Σελήνη διαγράφει έναν (πλήρη) ~ο γύρω από τη Γη. Βλ. δίσκος. 3. για φαινόμενα, καταστάσεις, γεγονότα που παρουσιάζουν περιοδικότητα· η διάρκειά τους: ο ~ των εποχών (βλ. έτος).|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αναπαραγωγικός ~ (συνήθ. ζώων). Ο ~ του ύπνου στα νεογέννητα είναι σύντομος. Ο ορμονικός ~. (ειδικότ., εμμηνόρροια, περίοδος) Ο ~ μου είναι κάθε είκοσι οκτώ/τριάντα μέρες. Έχω άστατο (βλ. καθυστέρηση)/σταθερό ~ο.|| Η ίωση θα κάνει τον ~ο της και σύντομα θα γίνεις καλά.|| Η ιστορία κάνει ~ους (: επαναλαμβάνεται). Έκλεισε οριστικά/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται ο ~ βίας και αίματος. Πβ. ανακύκληση.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Αστικός/μικτός/συνδυασμένος ~ (κατανάλωσης καυσίμου) ... λίτρα ανά 100 χλμ.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ημερήσιος λειτουργικός ~. Εβδομαδιαίος ~ των Ακολουθιών.|| (ΟΙΚΟΝ.) Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οι.|| Βλ. μεγάκυκλοι. 4. σύνολο δραστηριοτήτων ή έργων, κυρ. πνευματικού, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με ορισμένο θέμα ή πεδίο: νέος ~ διαλόγου (για την παιδεία)/επισκέψεων (του πρωθυπουργού στην Ευρώπη)/προβολών/συναντήσεων/συναυλιών (του συγκροτήματος)/συνομιλιών (πβ. γύρος). Εγκαινιάζεται ο εκπαιδευτικός/θεματικός ~ ... Η έναρξη του ~ου (= της σειράς) μαθημάτων θα γίνει στις ... του μηνός. Άρχισε/ξεκίνησε/ολοκληρώθηκε/πραγματοποιείται/συνεχίζεται ο (εισαγωγικός/πρώτος/τελευταίος) ~ διαλέξεων/ομιλιών/σεμιναρίων με θέμα ...|| (ΜΟΥΣ.) ~ τραγουδιών για πιάνο και φωνή. Το έργο ανήκει στον ~ο των κουαρτέτων για κρουστά.|| (ειδικότ. σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) Βασικός/(μετα/προ)πτυχιακός/τετραετής ~ σπουδών. Έγινε δεκτός/εγγράφηκε/φοιτά στον επόμενο ~ο (βλ. εξάμηνο, έτος).|| (ΤΗΛΕΟΡ.) Νέος ~ επεισοδίων.|| Κάτι (δεν) εμπίπτει/εντάσσεται στον ~ο των ενδιαφερόντων/καθηκόντων της. Πβ. εύρος, σφαίρα, φάσμα.|| (ΦΙΛΟΛ., έμμετρες ή πεζές αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένο ήρωα, μύθο) Ακριτικός/αργοναυτικός/τρωικός ~. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγενική, φιλική, επαγγελματική ή άλλου είδους κοινωνική σχέση· περιβάλλον, περίγυρος: Ο γάμος έγινε σε κλειστό/στενό οικογενειακό και φιλικό ~ο. Έχει μεγάλο ~ο (: γνωρίζει πολύ κόσμο). Με το διαδίκτυο μπορεί να διευρύνει τον ~ο των γνωριμιών του. Είναι ιδιαίτερα γνωστή στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ~ους. Σύμφωνα με (έγκυρους) εισαγγελικούς/εκκλησιαστικούς/κυβερνητικούς/οικονομικούς ~ους ... Ακαδημαϊκοί/διπλωματικοί/εκπαιδευτικοί/νομικοί/στρατιωτικοί/τραπεζικοί ~οι κάνουν λόγο για ... ~οι της αντιπολίτευσης/του υπουργείου αναμένουν/αναφέρουν/δηλώνουν/επιμένουν/θεωρούν/σχολιάζουν/υποστηρίζουν ότι ...|| (για ανώτερη συνήθ. κοινωνική τάξη) Δεν ανήκει/προσπαθεί να μπει στον ~ο μας. Κάνει παρέα μόνο με άτομα του ~ου της. Βλ. κλίκα, σινάφι, φάρα, φατρία. 6. φυσική διαδικασία ή φαινόμενο αποτελούμενο από διαδοχικές φάσεις που ολοκληρώνονται επιστρέφοντας στην αρχική κατάσταση και επαναλαμβάνονται συνέχεια: (ΓΕΩΧ.) ο ~ του αζώτου/άνθρακα/θείου/νερού (= υδρολογικός ~)/οξυγόνου/φωσφόρου. Ο ~ της ύλης.|| Αναπνευστικός (βλ. εισπνοή, εκπνοή)/καρδιακός (βλ. συστολή, διαστολή) ~. 7. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια περίοδος, πρόταση ή ένας στίχος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση. ● Υποκ.: κυκλάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός κύκλος: ΒΙΟΛ. τα στάδια από τα οποία περνά ένας ζωικός ή φυτικός οργανισμός μέχρι τον θάνατο (π.χ. γέννηση, ανάπτυξη): Ο ~ ~ του παρασίτου διαρκεί από τέσσερις ως σαράντα μέρες. [< αγγλ. biological cycle] , δημοσιογραφικοί κύκλοι: όρος που χρησιμοποιείται για να αποφύγει κάποιος να κατονομάσει τη δημοσιογραφική πηγή πληροφόρησης: Όπως εκτιμούν ~ ~ ..., έμμηνος/καταμήνιος/γεννητικός/εμμηνορροϊκός κύκλος & ο κύκλος (της γυναίκας): ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την κυκλική μεταβολή των ορμονών του φύλου κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας και συνήθ. διαρκεί είκοσι οκτώ μέρες: φυσιολογικός ~ ~. Ανωμαλίες/διαταραχές/ρύθμιση του ~ού ~ου. Βλ. οιστρογόνα, προγεστερόνη, ωορρηξία., κύκλος επαφών: σειρά συναντήσεων, συνομιλιών ή δραστηριοτήτων: ευρύς ~ ~. Αρχίζει νέος ~ ~ με τους επιστημονικούς φορείς. Ολοκληρώθηκε ο (πρώτος) ~ ~ του ..., κύκλος εργασιών: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εσόδων, πωλήσεων επιχείρησης σε ορισμένη χρονική περίοδο: αύξηση/ενίσχυση/μείωση/πτώση του ετήσιου ~ου ~. Η εταιρεία διευρύνει τον ~ο ~ της. Ο ενοποιημένος ~ ~ του ομίλου για την τριμηνία ανήλθε στα ... εκατομμύρια ευρώ/σημείωσε άνοδο ... %/υποχώρησε κατά ... %. Πβ. τζίρος.|| (παλαιότ.) Φόρος ~ου ~. Πβ. ΦΠΑ., κύκλος ζωής 1. τα στάδια από την παραγωγή ενός προϊόντος μέχρι το τέλος της χρησιμότητάς του: ο ~ ~ επιχειρησιακού προγράμματος/λογισμικού/συστήματος. Ανάλυση ~ου ~ (: εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϊόντος, διεργασίας ή δραστηριότητας). Οχήματα τέλους ~ου ~ (: αυτά που τίθενται εκτός κυκλοφορίας). 2. & ο κύκλος της ζωής: η πορεία ενός οργανισμού από τη γέννηση ως τον θάνατο. [< αγγλ. life cycle] , κύκλος ποιότητας: ομάδα υπαλλήλων εταιρείας που συνήθ. εθελοντικά πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση προβλημάτων ποιότητας και τη βελτίωση της απόδοσης των ίδιων και των συναδέλφων τους. [< αγγλ. quality circle, 1980] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, βιογεωχημικός κύκλος βλ. βιογεωχημικός, έγκυροι κύκλοι βλ. έγκυρος, έκκεντροι κύκλοι βλ. έκκεντρος, επικός κύκλος βλ. επικός, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ηλιακός κύκλος βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικός κύκλος βλ. θερμοδυναμικός, θηβαϊκός κύκλος βλ. θηβαϊκός, κατακόρυφος κύκλος βλ. κατακόρυφος, κύκλος (του) αίματος βλ. αίμα, οικονομικός κύκλος βλ. οικονομικός, ομόκεντροι κύκλοι βλ. ομόκεντρος, παράλληλος (κύκλος) βλ. παράλληλος, σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα βλ. σεληνιακός, τροπικός (κύκλος) βλ. τροπικός, ψυκτικός κύκλος βλ. ψυκτικός, ωριαίος κύκλος βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: κύκλοι (ανά δευτερόλεπτο): ΦΥΣ. (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) μονάδα μέτρησης της συχνότητας: Το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ήχους από 20 ως 20.000 ~ους ~. ΣΥΝ. χερτζ, του κύκλου τα γυρίσματα (προφ.): για να δηλωθεί το ευμετάβλητο της ζωής, της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., ανοίγει ο κύκλος βλ. ανοίγω, κύκλος/γύρος συζητήσεων βλ. συζήτηση, μη μου τους κύκλους τάραττε! βλ. ταράζω, τετραγωνίζω τον κύκλο βλ. τετραγωνίζω, τετραγωνισμός του κύκλου βλ. τετραγωνισμός, φαύλος κύκλος βλ. φαύλος [< 1: αρχ. κύκλος 2,3,4,5,6: γαλλ. cycle, cercle, αγγλ. cycle, πβ. γερμ. Zyklus 7: μτγν. ~]
κυκλοφορία κυ-κλο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων: απρόσκοπτη/αυξημένη/διαμπερής/θαλάσσια/οδική/ομαλή ~. Απαγόρευση/αποσυμφόρηση/έλεγχος/περιορισμός/η ροή της ~ας. ~ αεροπλάνων/αυτοκινήτων/πεζών/πλοίων/σκαφών. Άδεια/τέλη ~ας. Εκ περιτροπής ~ (πβ. δακτύλιος). Προβλήματα στην ~. Κατεύθυνση/λωρίδες ~ας. Αποκαταστάθηκε/διεκόπη/παρακωλύεται η ~. Η ~ ρυθμίζεται από τροχονόμο/με φωτεινούς σηματοδότες. Ο δρόμος θα δοθεί στην ~ (: θα επιτραπεί η ~). Πβ. κίνηση. Βλ. κυκλοφοριακό, μποτιλιάρισμα. 2. διάθεση αγαθών, προϊόντων στην αγορά· (συνεκδ. κυρ. στον πληθ.) προϊόν που διατίθεται προς πώληση: Τα τραπεζογραμμάτια ευρώ βρίσκονται σε ~ (= κυκλοφορούν) από την 1η Ιανουαρίου 2002. Αποσύρθηκαν από την ~ ... χιλιάδες πλαστά χαρτονομίσματα. (ΟΙΚΟΝ.) Νομίσματα με νόμιμη ~. Ετήσια/μέση/μηνιαία ~ ενός περιοδικού (: ο αριθμός των τευχών που αγοράστηκαν). Έντυπη/ηλεκτρονική ~ (= έκδοση) ενός βιβλίου. Η επίσημη ~ του ντιβιντί. Το πρώτο σε ~ (= πωλήσεις) μοντέλο αυτοκινήτου. Εφημερίδα ευρείας ~ας.|| Ελληνικές/ξένες/τελευταίες μουσικές ~ες (: σιντί). Νέα/συλλεκτική ~ από τις εκδόσεις ... (: έντυπο, βιβλίο). 3. (κατ' επέκτ.) διάδοση: ελεύθερη ~ της γνώσης/των δεδομένων/ιδεών/πληροφοριών. Βλ. απόκρυψη. 4. ροή, κίνηση υγρών ή αερίων: υπόγεια ~ των υδάτων. Καλή ~ του αέρα (πβ. αερισμός). Βλ. ανα~.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αγγειακή/αρτηριακή/φλεβική ~. (στα φυτά) ~ των χυμών. Βλ. μικρο~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερη κυκλοφορία: ανεμπόδιστη διακίνηση: ~ ~ εμπορευμάτων/εργαζομένων/κεφαλαίων/προϊόντων/προσώπων/υπηρεσιών. Κάρτα ~ης ~ας., κυκλοφορία της ατμόσφαιρας & ατμοσφαιρική κυκλοφορία: ΜΕΤΕΩΡ. οι κινήσεις μεγάλων αέριων μαζών στην ατμόσφαιρα. Βλ. υψηλό/χαμηλό βαρομετρικό. [< γαλλ. circulation de l'atmosphère] , κυκλοφορία του αίματος & (σπάν.) αιματική κυκλοφορία: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η συνεχής κίνηση του αίματος από την καρδιά, μέσω των αρτηριών, στα διάφορα όργανα και η επιστροφή του σε αυτήν διαμέσου των φλεβών: μεγάλη ή γενική (: από και προς όλο τον οργανισμό)/μικρή ή πνευμονική (: από και προς τους πνεύμονες) ~ ~. Πβ. κυκλοφορικό σύστημα. Βλ. εμβολή, θρόμβωση, ντόπλερ. [< γαλλ. la circulation du sang/sanguine] , ανάσχεση της κυκλοφορίας βλ. ανάσχεση, αριθμός κυκλοφορίας βλ. αριθμός, ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας βλ. ελεγκτής, εναέρια κυκλοφορία βλ. εναέριος, εξωσωματική κυκλοφορία βλ. εξωσωματικός, κάμερες διαχείρισης (της) κυκλοφορίας βλ. κάμερα, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας βλ. κώδικας, οδός/δρόμος ταχείας κυκλοφορίας βλ. οδός, παράπλευρη κυκλοφορία βλ. παράπλευρος, πινακίδες κυκλοφορίας βλ. πινακίδα ● ΦΡ.: θέτω σε κυκλοφορία: προωθώ στην αγορά, ξεκινώ να πουλώ: Η εταιρεία έθεσε ~ ~ το νέο μοντέλο. Τα εισιτήρια του αγώνα έχουν ήδη τεθεί ~ ~. [< γαλλ. m ettre en circulation] [< αρχ. κυκλοφορία 'κυκλική κίνηση', γαλλ. circulation]
λίβρα λί-βρα ουσ. (θηλ.) & λίμπρα: ΜΕΤΡΟΛ. (παλαιότ.) μονάδα βάρους και χωρητικότητας με ποικίλες, κατά τόπους, τιμές (από 380 ως 550 γραμμάρια)· (στο παρόν, στις αγγλοσαξονικές χώρες, συντομ. lb) μονάδα ίση με 453,59 γραμμάρια. Βλ. ουγγιά. [< γαλλ. livre]
-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.
νιούτον νιού-τον ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα για τη μέτρηση της δύναμης (σύμβ. Ν) στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (S.I.), ίση με τη δύναμη που απαιτείται για να προκαλέσει σε σώμα με μάζα ενός κιλού επιτάχυνση ένα μέτρο ανά δευτερόλεπτο στο τετράγωνο. Βλ. δύνη, τζάουλ. [< αγγλ. newton, 1904, αγγλ. ανθρ. I. Newton, γαλλ. ~, περ. 1950]
πλανώ [πλανῶ] πλα-νώ ρ. (μτβ.) {πλαν-άς ... | πλάν-εψα (σπάν. λογιότ.) -εσα, πλανιέμαι (λόγ.) -ώμαι, -άσαι ..., -ήθηκα, -εμένος (λόγ.) -ημένος, συνήθ. μεσοπαθ.} (λόγ.): παραπλανώ. Βλ. πλανεύω. ● Παθ.: πλανιέμαι & (λόγ.) πλανώμαι 1. περιπλανιέμαι: ~ήθηκαν στα πέλαγα/σε ερηµιές και βουνά/σε χώρες μακρινές.|| (μτφ.) Το βλέμμα/η ματιά της ~θηκε στον χώρο. Η σκέψη του ~θηκε στα περασμένα. 2. (συνήθ. στον τ. πλανώμαι) (ξε)γελιέμαι, απατώμαι: ~άσαι αν θεωρείς/νομίζεις ότι ... ~ήθηκε ως προς ... ~ημένοι από την παραπληροφόρηση.|| ~ημένη αντίληψη (= εσφαλμένη).|| (ΘΡΗΣΚ.) Οι ~εμένοι/~ημένοι (: που δεν ακολουθούν την ορθή πίστη· αλλόθρησκοι, αιρετικοί ή όσοι αλλαξοπίστησαν)., πλανιέται & (λόγ.) πλανάται: (μτφ.-συνήθ. για κάτι αρνητικό) αιωρείται, επικρέμαται: ~ το ενδεχόμενο/ο κίνδυνος/ο φόβος. Το φάσμα της φτώχειας ~ πάνω από την/στην χώρα. Μυστήριο ~ γύρω από τον φόνο. ● ΦΡ.: πλανάται πλάνη(ν) οικτρά(ν) (λόγ.): βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη: Πλανάσαι ~ ~ (= γελιέσαι, είσαι γελασμένος), αν νομίζεις ότι μπορείς να τον κοροϊδέψεις!, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα (μτφ.) 1. για κάτι που διαδίδεται, κυκλοφορεί συνήθ. ανεπίσημα: Πολλά ερωτήματα/ερωτηματικά/φήμες πλανώνται ~ ~. 2. για ιδέα, συναίσθημα που γίνεται αόριστα αισθητό: Μια αίσθηση ευφορίας ~ ~. Κάτι αρνητικό ~ ~., το πλανάσθαι/σφάλλειν ανθρώπινον βλ. ανθρώπινος [< αρχ. πλανῶ]
τετραγωνικός, ή, ό τε-τρα-γω-νι-κός επίθ.: που έχει τετράγωνο σχήμα: ~ός: χώρος. ~ή: δομή/κάτοψη/πλάκα. ~ό: κτίσμα.|| (ΜΑΘ.) ~ός: πίνακας (: που έχει τον ίδιο αριθμό γραμμών και στηλών). Βλ. διαγώνιος, κυκλικός, ορθογώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: τετραγωνική ρίζα (θετικού αριθμού χ) (σύμβ. √): ΜΑΘ. αριθμός που, όταν υψωθεί στο τετράγωνο, δίνει τον αριθμό χ: H ~ ~ του εννέα είναι το τρία. [< γαλλ. racine carrée] , τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο (συντομ. τ.μ./τ.χλμ./τ.εκ./τ.δεκ./τ. χιλ., σύμβ. m2/km2/cm2/dm2/mm2): ΜΑΘ. βασικές μονάδες μέτρησης εμβαδού: τιμή διαμερίσματος ανά ~ μέτρο. (για πληθυσμιακή πυκνότητα) ... κάτοικοι ανά ~ χιλιόμετρο.|| Μεζονέτα διακοσίων τετραγωνικών (ενν. μέτρων).|| (μτφ.-εμφατ.) Έψαξε κάθε ~ εκατοστό του σπιτιού. Βλ. κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο. [< γαλλ. mètre carré] [< μτγν. τετραγωνικός]
τζάουλ τζά-ουλ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης έργου και ενέργειας στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων. Βλ. θερμίδα, νιούτον. [< αγγλ. joule, αγγλ. ανθρ. J. P. Joule]
χιλιοστόλιτρο χι-λιο-στό-λι-τρο ουσ. (ουδ.) {-ων (λόγ.) -ίτρων} (σύμβ. ml): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του όγκου, ισοδύναμη με ένα χιλιοστό του λίτρου: εκατό ~α νερού. ΣΥΝ. εμέλ, μιλιλίτρ [< γαλλ.-αγγλ. millilitre]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ