άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]
κάλυκας κά-λυ-κας ουσ. (αρσ.) {καλύκ-ων} 1. κυλινδρική θήκη που περιέχει τη βολίδα και τη γόμωση πυροβόλου όπλου: άδειος/πλαστικός ~. ~ φυσιγγίου. ~ (διαμετρήματος) ... χιλιοστών. Βρέθηκε ο ~ (της σφαίρας) κοντά στο σημείο της δολοφονίας. Βλ. καψούλι, σκάγι.|| ~ αντιαεροπορικού βλήματος/οβίδας. 2. περίβλημα, συνήθ. μεταλλικό: ατσάλινος/βιδωτός ~. Ο ~ της ηλεκτρικής λάμπας/του λαμπτήρα. 3. ΒΟΤ. το μέρος του άνθους που αποτελείται από τα σέπαλα: κωδωνοειδής/σωληνοειδής/χοανοειδής ~. 4. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο πόσης με οριζόντιες λαβές και κωνικό πόδι. Βλ. κάνθαρος, κύλικα. ● ΣΥΜΠΛ.: γευστικοί κάλυκες: ΑΝΑΤ. μικρές σφαιρικές συναθροίσεις κυττάρων-χημειοϋποδοχέων και στηρικτικών κυττάρων (στη γλώσσα, υπερώα, επιγλωττίδα και σε τμήματα του λάρυγγα και του φάρυγγα) που είναι υπεύθυνες για την αίσθηση της γεύσης., νεφρικοί κάλυκες: ΑΝΑΤ. απεκκριτικές κοιλότητες της νεφρικής πυέλου. [< 1: αγγλ. shell 2: αγγλ. bulb 3,4: αρχ. κάλυξ, γαλλ. calice, αγγλ. calyx]
καρύδα κα-ρύ-δα ουσ. (θηλ.) & ινδική καρύδα: καρπός του κοκοφοίνικα με σκληρό ξυλώδες περίβλημα, εδώδιμη λευκή σάρκα και υπόλευκο υγρό που χρησιμοποιείται ευρύτατα στην ζαχαροπλαστική και την κοσμετολογία: το νερό της ~ας. Ρόφημα ~ας. Γάλα ~ας (: από ανάμειξη της ψίχας της με ζεστό νερό).|| (ΖΑΧΑΡ., με αναφορά στην τριμμένη ψίχα της) Κέικ με ~. Παγωτό ~. (συνεκδ.) ~ες (: τα αντίστοιχα γλυκίσματα).|| Λάδι ~ας (: αιθέριο έλαιο). Αφρόλουτρο με άρωμα ~ας. ΣΥΝ. ινδοκάρυδο [< πβ. μεσν. καρύδα 'καρύδι', γαλλ. noix de coco]
ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.
μέγεθος μέ-γε-θος ουσ. (ουδ.) {μεγέθ-ους | -η, -ών} 1. μήκος, ύψος, πλάτος ή όγκος φυσικού αντικειμένου ή σώματος, οι διαστάσεις του: ~ μπαταρίας/οθόνης. Το ~ της Γης. Χαρτί ~ους/σε ~ Α4. Ενδύματα σε διάφορα/μεγάλα (βλ. (έξτρα) λαρτζ)/όλα τα ~η. Γλυπτό σε φυσικό ~ (: σε πραγματικές διαστάσεις). Δεν βρίσκει ρούχα στο ~ός του (= στα μέτρα, στο νούμερό του). Ψάρια που εκτρέφονται μέχρι να φτάσουν το εμπορικό ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου. Αλλαγή/επιλογή ~ους εικονιδίων/χαρακτήρων (βλ. γραμματοσειρά). Κάντε κλικ, για να δείτε τη φωτογραφία στο κανονικό της ~ (: όπως έχει αποθηκευτεί στο σχετικό αρχείο). 2. (μτφ.) έκταση, ένταση, εύρος ή πλήθος: το (αληθινό/πραγματικό) ~ ενός προβλήματος/της καταστροφής. Το ~ της ζημιάς/της κατάντιας.|| Σεισμική δόνηση ~ους 5,9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.|| Επιχειρήσεις μεσαίου/μικρού ~ους.|| Το ~ μιας οικογένειας (: ο αριθμός των μελών της). 3. ΦΥΣ. φυσικό μέγεθος: διανυσματικά (π.χ. δύναμη, επιτάχυνση, ορμή, ταχύτητα)/ενεργειακά (π.χ. θερμίδα)/εντατικά/ηλεκτρικά (π.χ. αντίσταση, ενέργεια, ένταση, ισχύς, συχνότητα, τάση)/θεμελιώδη (π.χ. ένταση ηλεκτρικού ρεύματος/φωτεινής πηγής, θερμοκρασία, μάζα, μήκος, χρόνος)/μονόμετρα (ή βαθμωτά)/παράγωγα (π.χ. πυκνότητα) ~η. ● μεγέθη (τα): κέρδη, έσοδα· γενικότ. οικονομικά ποσά: αύξηση/μείωση ~ών για τις βιομηχανίες τροφίμων. Αρνητικά/βελτιωμένα/θετικά τα ~η της εταιρείας για το πρώτο εξάμηνο.|| Βασικά ~η του προϋπολογισμού. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φυσική λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. M), όπως αυτή θα γινόταν αντιληπτή από απόσταση δέκα παρσέκ. Βλ. φαινόμενο μέγεθος. [< αγγλ. absolute magnitude, 1902] , αριθμητικό μέγεθος: ΜΑΘ. κάθε ποσότητα που μειώνεται ή αυξάνεται, μπορεί να μετρηθεί και να εκφραστεί με κάποιον αριθμό. Βλ. εμβαδό, μήκος, όγκος, πλάτος, ύψος., τάξη μεγέθους: κατά προσέγγιση τιμή, ποσό(τητα), μέγεθος: Για να έχετε μία ~ ~, το συνολικό κόστος των έργων ανέρχεται στις ... χιλιάδες ευρώ. Πβ. της τάξεως/τάξης., φαινόμενο μέγεθος: ΑΣΤΡΟΝ. η φαινόμενη λαμπρότητα ουράνιου σώματος (σύμβ. m), όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από έναν παρατηρητή στη Γη. Βλ. απόλυτο μέγεθος. [< αγγλ. apparent magnitude] , φυσικό μέγεθος: ΦΥΣ. φυσική έννοια, ιδιότητα, φαινόμενο που μπορεί να εκφραστεί ποσοτικά και έχει ορισμένη μονάδα μέτρησης., ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά βλ. ανάλογος, νομισματικά μεγέθη βλ. νομισματικός, οικογενειακό μέγεθος βλ. οικογενειακός, οικονομικά μεγέθη βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: σε μέγεθος τσέπης: για κάτι που μπορεί να μεταφερθεί μέσα σε τσέπη: φορητό ραδιόφωνο ~ ~. [< αγγλ. pocket-size, 1909] , πρώτου μεγέθους βλ. πρώτος [< αρχ. μέγεθος]
πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]
πλουτώνιο πλου-τώ-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ίου (σπανιότ.) -ου}: ΧΗΜ. ραδιενεργό υπερουράνιο στοιχείο (σύμβ. Pu, Ζ 94) το οποίο είναι ιδιαίτερα τοξικό και χρησιμοποιείται κυρ. στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Βλ. ακτινίδες. [< αγγλ. plutonium, 1942, γαλλ. ~, 1948]
σκοπολαμίνη σκο-πο-λα-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. δηλητηριώδες αλκαλοειδές (σύμβ. C17H21NO4), συγγενικό της ατροπίνης, που αποτελεί εκχύλισμα φυτών και χρησιμοποιείται κυρ. στην ψυχιατρική. Βλ. -ίνη. ΣΥΝ. υοσκίνη [< αγγλ.-γαλλ. scopolamine]
στίγμα στίγ-μα ουσ. (ουδ.) {στίγμ-ατος | -ατα} 1. μικρό, συνήθ. στρογγυλό σημάδι, που μπορεί να είναι φυσικό χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα πάθησης, αλλοίωσης, εξωτερικής επέμβασης: δερματικά/μελανά/μόνιμα/χειρουργικά ~ατα. Μαύρα ~ατα στο πρόσωπο (= φαγέσωρες). Λευκά ~ατα στα νύχια. Πτηνό με καφέ ~ατα. Τυριά με πράσινα ~ατα. Ταμπλέτα/φύλλα με (κίτρινα/μπλε) ~ατα. Η εικόνα καθαρίστηκε από τα ~ατα. ~ατα από μελάνι (= λεκέδες). Βλέπει μαύρα ~ατα (πβ. μυγάκια). Αστέρια που φαίνονται σαν ~ατα (= κουκκίδες). Βλ. βούλα. ΣΥΝ. κηλίδα (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) οτιδήποτε επιφέρει σε κάποιον ανυποληψία, ντροπή: ανεξίτηλο/ηθικό/κοινωνικό ~. Το ~ της προδοσίας/του φονιά. Προσπαθεί να αποβάλει (/να απαλλαγεί από)/του χρέωσαν το ~ του ρατσιστή. Η παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ για τη Δημοκρατία. ΣΥΝ. κηλίδα (2), όνειδος, ρετσινιά 3. ΝΑΥΤ. γεωγραφική θέση πλοίου, αεροσκάφους, οχήματος σε δεδομένη στιγμή της πορείας του: ~ δύο/τριών διαστάσεων. Εντοπισμός/προβολή/προσδιορισμός ~ατος στον χάρτη. Αναμεταδίδω/εντοπίζω/εξακριβώνω/λαμβάνω/υπολογίζω το ακριβές ~ του σκάφους. Χάθηκε το ~ του αεροπλάνου από τα ραντάρ. 4. (μτφ.) η στάση που έχει κάποιος σε ορισμένο θέμα: ασαφές/εθνικό/ιδεολογικό/μουσικό/ξεκάθαρο/προσωπικό ~. Το ~ της εποχής. Διαμορφώνω/προσδιορίζω το ~ μου. 5. ΙΑΤΡ. μόνιμο κλινικό ή βιολογικό χαρακτηριστικό που υποδεικνύει την ύπαρξη παθολογικής κατάστασης ή κληρονομικής ανωμαλίας: Έχει/φέρει το ~ της μεσογειακής αναιμίας (: χωρίς να εκδηλώνεται η νόσος). 6. ΑΡΧ. το σύμβολο ς ως έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου (με αντίστοιχο το στ για την αρίθμηση). Βλ. δίγαμμα, κόππα, σαμπί. 7. ΒΟΤ. το ψηλότερο τμήμα του ύπερου των φυτών που δέχεται τη γύρη: αποξηραμένα ~ατα κρόκου. Βλ. επικονίαση. 8. ΖΩΟΛ. (σπάν.) (στα έντομα) αναπνευστικό άνοιγμα. ● ΦΡ.: δίνω το στίγμα μου (μτφ.): προσδιορίζω τη θέση που έχω σε κάποιο θέμα: Ο νέος υπουργός έδωσε το ~ της πολιτικής/των προθέσεών του., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) βλ. αφήνω [< 1: αρχ. στίγμα, 6: μεσν. ~, αγγλ. stigma, γαλλ. stigmate]
υγρασία [ὑγρασία] υ-γρα-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. παρουσία υδρατμών στον ατμοσφαιρικό αέρα: κανονική/μέση/υψηλή/χαμηλή ~. ~ εδάφους. Έχει ~. Ομίχλη και αυξημένη ~. ΑΝΤ. ξηρασία 2. η υγρότητα μιας επιφάνειας ή ενός χώρου· κατ' επέκτ. τα σταγονίδια νερού που εμφανίζονται σε επιφάνειες ή αντικείμενα με αποτέλεσμα τη φθορά τους: ~ στο σπίτι/στους τοίχους. Το ταβάνι έχει πιάσει ~. Βλ. μούχλα.|| Η φυσική ~ της επιδερμίδας. ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη υγρασία: η πυκνότητα των υδρατμών σε ορισμένο όγκο αέρα που εκφράζεται συνήθ. σε γραμμάρια ανά κυβικό μέτρο., σχετική υγρασία: η ποσότητα των υδρατμών που υπάρχουν σε ορισμένο όγκο ατμοσφαιρικού αέρα προς τη μέγιστη ποσότητα υδρατμών που θα μπορούσε να συγκρατήσει ο αέρας αυτός. [< αρχ. ὑγρασία]
φτώχεια φτώ-χεια ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) φτώχια & (λόγ.) πτωχεία ΑΝΤ. πλούτος 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια ή παντελή έλλειψη χρημάτων και υλικών μέσων για την κάλυψη στοιχειωδών αναγκών: ακραία/γενικευμένη/παγκόσμια/παιδική ~. ~ και περιθωριοποίηση. Η απειλή/τα θύματα/ο κίνδυνος/το φάσμα της ~ας. Διαιώνιση/εξάλειψη/καταπολέμηση/μείωση της ~ας. Αγώνας/εκστρατεία/μάχη κατά της ~ας. Η ~ θερίζει/μαστίζει τον τόπο. Η ~ πλήττει εκατομμύρια πολίτες. Το επίπεδο/ποσοστό της ~ας παραμένει υψηλό. Έζησε σε συνθήκες ~ας/(μες) στη ~. Αύξηση σημείωσε ο δείκτης ~ας. Η χώρα έχει γνωρίσει/περάσει μεγάλες ~ες. (προφ.) Άτιμη/καταραμένη ~! (επιτατ.) ~ και των γονέων (= απερίγραπτη, μεγάλη)! Πβ. ανημποριά, απορία, πενιχρότητα, στέρηση. Βλ. ευμάρεια. ΣΥΝ. ανέχεια, ένδεια (1) 2. (μτφ.) έλλειψη επάρκειας: πνευματική ~. ~ της γλώσσας/των ιδεών.|| Ενεργειακή ~. ΣΥΝ. πενία ● ΣΥΜΠΛ.: απόλυτη φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου δεν επαρκεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών του αναγκών. [< αγγλ. absolute poverty] , σχετική φτώχεια: κατάσταση κατά την οποία το εισόδημα ενός ανθρώπου επαρκεί μόνο για την κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών. [< αγγλ. relative poverty] ● ΦΡ.: η φτώχεια φέρνει γκρίνια & όπου φτώχεια και γκρίνια (παροιμ.): η άσχημη οικονομική κατάσταση προκαλεί καβγάδες., όριο/(σπανιότ.) επίπεδο της φτώχειας: το εισόδημα που εκτιμάται ότι είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βασικών αναγκών: μισθοί/συντάξεις στα ~α ~. Βρίσκονται/είναι κάτω από τo ~ ~. Έχουν φτάσει στα ~α ~. [< αγγλ. poverty line, 1901, poverty level] , τα πολλά λόγια είναι φτώχεια (παροιμ.): είναι ανούσια και περιττά: Δεν θα πω τίποτα άλλο· ~ ~. Λοιπόν, ~ ~, ας πάμε κατευθείαν στο θέμα. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν. Βλ. μακρηγορία, πλατειασμός, πολυλογία., η φτώχεια θέλει καλοπέραση βλ. καλοπέραση, όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ