Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 106 εγγραφές  [0-20]


  • αγγειοδιασταλτικός , ή, ό [ἀγγειοδιασταλτικός] αγ-γει-ο-δι-α-σταλ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που προκαλεί αγγειοδιαστολή: ~ός: αναστολέας/παράγοντας. ~ή: δράση/ουσία. ~ές: ιδιότητες. ~ά: (και ινότροπα) φάρμακα. ΑΝΤ. αγγειοσυσταλτικός ● Ουσ.: αγγειοδιασταλτικό (το): ΦΑΡΜΑΚ. φάρμακο που προκαλεί αγγειοδιαστολή. [< γαλλ. vasodilatateur]
  • αγγειοδιαστολή [ἀγγειοδιαστολή] αγ-γει-ο-δι-α-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αύξηση της διαμέτρου των αιμοφόρων αγγείων: διαδερμική/περιφερική/πνευμονική/στεφανιαία/φαρμακευτική/φλεβική ~. Αναισθητικά φάρμακα που προκαλούν ~. Υπόταση εξαιτίας της ~ής. ΑΝΤ. αγγειοσυστολή [< γαλλ. vasodilatation]
  • αγγειοκινητικός , ή, ό [ἀγγειοκινητικός] αγ-γει-ο-κι-νη-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που αναφέρεται ή οφείλεται στη διαστολή και συστολή των αγγείων: ~ός: μηχανισμός. ~ή: δράση/ημικρανία/νεύρωση/ρινίτιδα. ~ές: διαταραχές. [< γαλλ. vasomoteur]
  • αγγειοσύσπαση [ἀγγειοσύσπαση] αγ-γει-ο-σύ-σπα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. σύσπαση του μυϊκού χιτώνα αιμοφόρου αγγείου με αποτέλεσμα τη μείωση της διαμέτρου του: αντανακλαστική/νεφρική/περιφερική ~. Η νικοτίνη προκαλεί ~ και αυξάνει την αρτηριακή πίεση. ΑΝΤ. αγγειοδιαστολή [< γαλλ. vasoconstriction]
  • αγγειοσυσπαστικός , ή, ό [ἀγγειοσυσπαστικός] αγ-γει-ο-συ-σπα-στι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που αναφέρεται στην αγγειοσύσπαση: ~ή: στηθάγχη. Η ~ή ικανότητα της αδρεναλίνης. ● Ουσ.: αγγειοσυσπαστικό (το): ΦΑΡΜΑΚ. φάρµακο που αυξάνει τη χαµηλή αρτηριακή πίεση: Τα ~ά χρησιμοποιούνται ως ρινικά αποσυμφορητικά. [< γαλλ. vasoconstricteur]
  • αγγειοσυσταλτικός , ή, ό [ἀγγειοσυσταλτικός] αγ-γει-ο-συ-σταλ-τι-κός επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. αγγειοσυσπαστικός. ΑΝΤ. αγγειοδιασταλτικός
  • αγγειοσυστολή [ἀγγειοσυστολή] αγ-γει-ο-συ-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣΙΟΛ. αγγειοσύσπαση. ΑΝΤ. αγγειοδιαστολή
  • αγωνιστής, αγωνίστρια [ἀγωνιστής] α-γω-νι-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που αγωνίζεται, μάχεται σκληρά, που καταβάλλει επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός (υψηλού) σκοπού: γνήσιος/εθνικός (πβ. πατριώτης)/θρυλικός/λαϊκός/φλογερός ~. ~ της αλήθειας (πβ. υπέρμαχος, υποστηρικτής)/της δικαιοσύνης/της ελευθερίας/μιας παράταξης. ~ κατά της δικτατορίας. ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/για τη δημοκρατία. Βλ. πρωτ~, συν~. 2. (ειδικότ.) αυτός που πολεμά ή κυρ. πολέμησε σε μεγάλες μάχες: παλαίμαχος ~. Οι ~ές του 1821/του 1940/του Αλβανικού Έπους/της Εθνικής Αντίστασης. Πβ. μαχητής, πολεμιστής, στρατιώτης. 3. ΦΥΣΙΟΛ. {στο αρσ.} ο μυς που συστέλλεται, σε αντιδιαστολή με τον μυ που χαλαρώνει. Βλ. ανταγωνιστής. 4. ΦΑΡΜΑΚ. {στο αρσ.} φάρμακο που παρουσιάζει συγγένεια με τη δράση κάποιας ουσίας του σώματος: ~ της αδρεναλίνης/οιστρογόνων/ορμονών. [< 1,2: αρχ. ἀγωνιστής, μτγν. ἀγωνίστρια 3,4: αγγλ. agonist, γαλλ. agoniste, γερμ. Agonist]
  • αδενώδης , ης, ες [ἀδενώδης] α-δε-νώ-δης επίθ.: ΦΥΣΙΟΛ. που μοιάζει ή σχετίζεται με αδένα: ~ης: ιστός/καρκίνος. ~ης: υπερπλασία. ~ες: εξόγκωμα.|| (ΒΟΤ.) ~ης: τρίχα φυτού. ~η: φύλλα. Βλ. -ώδης. [< αρχ. ἀδενώδης, αγγλ. glandular]
  • αιματοεγκεφαλικός , ή, ό [αἱματοεγκεφαλικός] αι-μα-το-ε-γκε-φα-λι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιματοεγκεφαλικός φραγμός: ΦΥΣΙΟΛ. επιλεκτικός μηχανισμός που εμποδίζει την είσοδο ορισμένων -κυρ. μακρομοριακών- ουσιών από το αίμα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και τον εγκεφαλικό ιστό. [< αγγλ. blood-brain barrier, 1944]
  • αιματώνω [αἱματώνω] αι-μα-τώ-νω ρ. {συνηθέστ. στο γ' πρόσ.}: ΦΥΣΙΟΛ. εφοδιάζω με αίμα: Το κυκλοφορικό και αναπνευστικό σύστημα ~ουν και οξυγονώνουν τον εγκέφαλο. Η καρδιά δεν ~εται επαρκώς λόγω στένωσης των αρτηριών. [< πβ. αρχ. αἱματῶ ‘ματώνω, φονεύω’]
  • αιμάτωση [αἱμάτωση] αι-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως}: ΦΥΣΙΟΛ. τροφοδότηση των οργάνων ή των ιστών του οργανισμού με αίμα μέσω των αιμοφόρων αγγείων: ανεπαρκής/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/του εγκεφάλου/της καρδιάς. Βλ. επαν~, οξυγόνωση. [< μτγν. αἱμάτωσις ‘μεταβολή στο αίμα’, γαλλ. hématose]
  • αισθητηριακός , ή, ό [αἰσθητηριακός] αι-σθη-τη-ρι-α-κός επίθ. ΦΥΣΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ.: που γίνεται ή σχετίζεται με τα αισθητήρια όργανα: ~ή: αντίληψη/γνώση/εμπειρία. ~ά: ερεθίσματα. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακές διαταραχές: ΙΑΤΡ. δυσχέρειες στη λειτουργία των αισθήσεων: ~ ~ όρασης και ακοής (: τύφλωση, βαρηκοΐα-κώφωση). ~ ~ και κινητική αναπηρία., αισθητηριακή ολοκλήρωση βλ. ολοκλήρωση [< γαλλ. sensoriel]
  • αισθητήριος , α, ο [αἰσθητήριος] αι-σθη-τή-ρι-ος επίθ.: που σχετίζεται με τις αισθήσεις και γενικότ. την πρόσληψη ερεθισμάτων: ~α: αντίληψη. ~ο: νεύρο. ~οι: υποδοχείς. ~α: κύτταρα. Βλ. νευρο~, υπερ~, -τήριος. ● Ουσ.: αισθητήριο (το) {αισθητηρίου}: αντίληψη, ένστικτο, διορατικότητα: αλάνθαστο/ανεπτυγμένο/γλωσσικό (βλ. αίσθημα)/καλλιτεχνικό/πολιτικό ~. Το ~ της κοινής γνώμης. Εμπιστεύεται το/έχασε το/υπακούει στο ~ό της. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητήριο (όργανο) 1. ΦΥΣΙΟΛ. όργανο (αυτί, γλώσσα, δέρμα, μάτι, μύτη) με νευρικές απολήξεις που προσλαμβάνει συγκεκριμένα ερεθίσματα μεταβιβάζοντάς τα ως νευρικές διεγέρσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα· ειδικότ. το σύνολο των εξειδικευμένων κυττάρων στα αντίστοιχα όργανα που επιτελούν τη λειτουργία αυτή: το ~ της ακοής/της αφής/γεύσης/όρασης/όσφρησης. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αισθητήρας: ~α ~α εντοπισμού διάρρηξης ή παράνομης παρουσίας. Βλ. οπτικές ίνες, φωτοκύτταρο. [< 1: αρχ. αἰσθητήριον] [< γαλλ. sensoriel]
  • αισθητικός , ή, ό [αἰσθητικός] αι-σθη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την αισθητική ως αντίληψη του ωραίου ή ως επιστημονικό κλάδο: ~ός: κανόνας/χαρακτήρας (κτιρίου). ~ή: αγωγή/αλλοίωση/αναβάθμιση (χώρου)/αξία/απόλαυση/αρτιότητα/θεωρία/καλλιέργεια/παιδεία/παρέμβαση/συγκίνηση/υποβάθμιση. ~ό: αποτέλεσμα/ενδιαφέρον/ιδεώδες/κάλλος/κριτήριο/ρεύμα. ~ές: αναζητήσεις/τάσεις (πβ. καλλιτεχνικός). ~ά: χαρακτηριστικά (κειμένου). Αρμονικό από ~ή άποψη. Η ~ή λειτουργία του έργου τέχνης. Επεμβάσεις για ~ούς και λειτουργικούς λόγους. Πβ. καλ~.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ό (= το ωραίο, το αρμονικό). Βλ. αντι~. 2. που αναφέρεται στις αισθήσεις: ~ή: ανάπτυξη του νηπίου. ~ό: ερέθισμα.|| (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ός: νευρώνας/υποδοχέας/φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο/σύστημα (του εσωτερικού αυτιού). ~ές: απολήξεις/νευρικές ίνες/οδοί (του κεντρικού νευρικού συστήματος). ~ά: (εγκεφαλικά/νωτιαία) κέντρα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αφασία/επιληψία/νεύρωση. ~ές: διαταραχές. Βλ. αν~, παρ~, υπερ~, ψευδ~. 3. που αφορά την αισθητική της εμφάνισης: ~ός: σύμβουλος εμφάνισης. ~ή: αποκατάσταση/γυμναστική/δερματολογία/επέμβαση/(επανορθωτική) οδοντιατρική/περιποίηση. ~ό: ελάττωμα/μασάζ. ● επίρρ.: αισθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική/κοσμητική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος της πλαστικής χειρουργικής που χρησιμοποιεί επεμβατικές μεθόδους για τη βελτίωση σωματικών ατελειών: χρήση σιλικόνης στην ~ ~ (: για αύξηση του στήθους). Βλ. λιποαναρρόφηση, λίφτινγκ, μπότοξ., αισθητικό δάσος: ΟΙΚΟΛ. προστατευόμενη δασική περιοχή με φυσική ομορφιά και οικολογική σημασία., αισθητική χειρουργική βλ. χειρουργική [< αρχ. αἰσθητικός 1,3: γερμ. ästhetisch, γαλλ. esthétique, αγγλ. aesthetic 2: γαλλ. sensitif]
  • αισθητικότητα [αἰσθητικότητα] αι-σθη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. ικανότητα αίσθησης, ευερεθιστότητα: επιπολής/μειωμένη (= υπαισθησία) ~. ~ της θηλής/κύστης. 2. ΦΙΛΟΣ. λειτουργία της αντίληψης των αισθητών πραγμάτων: αντιπαράθεση ανάμεσα στην ~ και τον λόγο. 3. η ιδιότητα του αισθητικά ωραίου: Η ~ των χρωμάτων λειτουργεί χαλαρωτικά. Βλ. -ότητα. [< μεσν. αισθητικότης, γαλλ. sensibilité]
  • ακούσιος , α, ο [ἀκούσιος] α-κού-σι-ος επίθ. (λόγ.): που συμβαίνει χωρίς τη θέληση εκείνου που κάνει ή υφίσταται κάτι: ~ος: τραυματισμός. ~α: διαγραφή/μετάδοση (ιού)/παράλειψη (ΑΝΤ. εσκεμμένη, ηθελημένη)/συμμετοχή. ~ο: λάθος/χτύπημα (= αθέλητο, άθελο).|| ~ος: χωρισμός. ~α: ανεργία/απαγωγή/απώλεια/εξαφάνιση/νοσηλεία (: χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς)/πτώχευση/στέρηση (της ελευθερίας κάποιου).|| (για πρόσ.) ~ος: δράστης/καπνιστής (= παθητικός)/(αυτόπτης) μάρτυρας/συνένοχος. ~ο: θύμα.|| (ΦΥΣΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) ~α: νευρική σύσπαση του προσώπου (= τικ)/ούρηση (= ακράτεια ούρων). ~ες: κινήσεις/λειτουργίες (ενός οργανισμού, π.χ. αναπνοή). ~οι: σπασμοί. Πβ. άκων. ΑΝΤ. εκούσιος, εσκεμμένος ● επίρρ.: ακούσια & (λόγ.) ακουσίως [< αρχ. ἀκούσιος, γαλλ. involontaire]
  • αναισθησία [ἀναισθησία] α-ναι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. απώλεια των αισθήσεων, κυρ. της αίσθησης του πόνου, που γίνεται, συνήθ. με χορήγηση αναισθητικού, με σκοπό την εγχείρηση ή την εκτέλεση άλλης επώδυνης διαδικασίας: επισκληρίδιος/επιφανειακή/μερική (: κατά την οποία διατηρείται κάποιος βαθμός αισθητικότητας)/οδοντιατρική/περιοχική/ραχιαία ~. Επέμβαση με γενική/ολική/τοπική ~. ~ με εισπνοή/ψύξη. Κάνω/προκαλώ ~. Πβ. αναισθητοποίηση, νάρκωση. Βλ. ύπνωση.|| (συνεκδ.) Χορηγώ (ελαφριά) ~ (= αναισθητικό). 2. (μτφ.) έλλεψη ανθρωπιάς, συμπόνιας· αδιαφορία, απάθεια: Τι ~ είναι αυτή! Δείχνει/επιδεικνύει/έχει (πλήρη) ~. Τον διακρίνει μεγάλη ~. Πβ. αναλγησία, απονιά. Βλ. ευσπλαχνία, φιλανθρωπία. ΑΝΤ. ευαισθησία (1) 3. ΦΥΣΙΟΛ. (σπανιότ.) μερική ή ολική απουσία της αισθητικότητας και η σχετική παθολογική κατάσταση: ακουστική ~. Βλ. δυσ-, παρ-, υπ-, υπερ-αισθησία. [< αρχ. ἀναισθησία, γαλλ. anesthésie, αγγλ. an(a)esthesia]
  • ανακλαστικός , ή, ό [ἀνακλαστικός] α-να-κλα-στι-κός επίθ. ΣΥΝ. αντανακλαστικός 1. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την ανάκλαση: ~ός: καθρέφτης/προβολέας. ~ή: επιφάνεια (= κάτοπτρο)/ιδιότητα. ~ό: γιλέκο/υλικό/χρώμα. Πβ. φωσφοριζέ. 2. ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με τα αντανακλαστικά· που γίνεται ακούσια, ασυνείδητα: ~ή: αντίδραση/κίνηση. ● Ουσ.: ανακλαστικά (τα) 1. αντανακλαστικά: Ελέγξτε τα ~ σας! || (μτφ.) Δεν λειτούργησαν τα ~ της κοινωνίας. 2. προϊόντα που ανακλούν το φως για σήμανση στο σκοτάδι: ~ για τις ρόδες του ποδηλάτου. [< γαλλ. réflexes] ● επίρρ.: ανακλαστικά: ΣΥΝ. ακούσια ● ΣΥΜΠΛ.: ανακλαστική σχέση: ΜΑΘ. όταν κάθε στοιχείο ενός συνόλου σχετίζεται με τον εαυτό του. Βλ. σχέση ισοδυναμίας. [< 1: γαλλ. réflectif 2: γαλλ. réflexe]
  • αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

απόσταση

απόσταση [ἀπόσταση] α-πό-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μήκος, διάστημα που χωρίζει ένα σημείο, πράγμα ή πρόσωπο από άλλο: γεωγραφική/κατακόρυφη/οριζόντια/χιλιομετρική ~. Αναγκαία/απαραίτητη ~. ~ ... μέτρων/μιας ώρας/ναυτικών μιλίων. ~ φρεναρίσματος. Η ~ μεταξύ δύο ουράνιων σωμάτων. Δρομέας/ταξίδι μεγάλων/μικρών ~άσεων. Διανύω/μετρώ/υπολογίζω την ~. Η ~ καλύπτεται με τα πόδια σε μισή ώρα (ΣΥΝ. διαδρομή). Το λιμάνι βρίσκεται σε κοντινή/μικρή (= κοντά)/μεγάλη (= μακριά) ~ από την πόλη. Χάρη στην τεχνολογία έχουν εκμηδενιστεί/μειωθεί οι ~άσεις.|| (ΓΕΩΜ.) ~ σημείου από ευθεία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ανάγνωσης/γραμμών/παραγράφων/χαρακτήρων.|| (ΦΥΣ.) Εστιακή ~ (: η ~ σε mm του οπτικού κέντρου του φακού από τη φωτοευαίσθητη επιφάνεια). Βλ. χρονο~. 2. χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δυο στιγμές, περιόδους, εποχές: Κείμενα γραμμένα με ~ πολλών χρόνων. 3. (μτφ.) σημαντική διαφορά που διαχωρίζει πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις: ~ στις απόψεις/ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα (πβ. διάσταση). Μας χωρίζει τεράστια ~ στον τρόπο σκέψης (πβ. άβυσσος, χάσμα). Αυξάνεται/γεφυρώνεται/διευρύνεται/μειώνεται η ~ μεταξύ των κοινωνικών τάξεων (ΣΥΝ. ψαλίδα). ● ΣΥΜΠΛ.: απόσταση ασφαλείας: που αποτρέπει οποιονδήποτε κίνδυνο: Βρίσκεται/είναι σε ~ ~. Αφήνω/τηρώ ~ ~ από το προπορευόμενο αυτοκίνητο.|| (μτφ.) Κρατάει από όλους ~άσεις ~., γωνιακή/γωνιώδης απόσταση: ΑΣΤΡΟΝ. η γωνία υπό την οποία φαίνονται δύο σημεία της ουράνιας σφαίρας κατά την παρατήρησή τους από τον ίδιο παρατηρητή. [< αγγλ. angular distance] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, ζενιθιακή απόσταση βλ. ζενιθιακός ● ΦΡ.: (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις: (μτφ.) δεν παίρνω θέση σε διαμάχη ή ζήτημα: ~ ~ από τις δυο πλευρές. Τηρούν ~ ~ ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Πολιτική ίσων ~άσεων. Βλ. ουδετερότητα., εξ αποστάσεως/από απόσταση 1. μέσω τηλεφώνου, τηλεόρασης, διαδικτύου ή άλλου τηλεπικοινωνιακού μέσου: αγορές/πωλήσεις/συμβάσεις/συναλλαγές/σχέσεις ~ ~. Βλ. διαδικτυακός, ονλάιν, τηλε-. 2. από μακριά: Παρακολουθούν τις εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. εκ του μακρόθεν, κρατώ/έχω κάποιον σε απόσταση (μτφ.): είμαι απόμακρος, επιφυλακτικός απέναντί του: Κρατά τους άλλους ~ με τη σοβαροφάνειά του. Έχει πάντα ~ τους συνομιλητές του. [< γαλλ. tenir quelqu'un à distance] , παίρνω/κρατώ/τηρώ (τις) αποστάσεις (μτφ.) 1. αποστασιοποιούμαι, δεν αναμιγνύομαι σε κάτι: Κρατά τις ~ του από το επίμαχο ζήτημα. Ο δημοσιογράφος πήρε ~ από το συμβάν. 2. έχω τυπικές σχέσεις με κάποιον: Δεν ανοίγομαι εύκολα και κρατώ ~. [< γαλλ. prendre/garder ses distances] , σε απόσταση αναπνοής (μτφ.): πάρα πολύ κοντά: ~ ~ από τη θάλασσα. Η ομάδα βρέθηκε ~ ~ από τη νίκη., σε απόσταση/θέση βολής 1. (μτφ.) πολύ κοντά: Βρίσκονται ~ ~ από την επίτευξη συμφωνίας.|| (ΑΘΛ.) (για ποδοσφαιριστή:) Είναι σε θέση ~ (: σε ιδανικό ή πολύ καλό σημείο για γκολ). (για ομάδα:) Βρίσκεται σε απόσταση ~ απ' την κορυφή. 2. ΣΤΡΑΤ. σε περίπτωση που ο στόχος βρίσκεται σε κοντινό σημείο, ώστε να μπορεί εύκολα να βληθεί από όπλο. [< αρχ. ἀπόστασις ‘απομάκρυνση, απόσταση, πυώδες οίδημα], γαλλ. distance]

άσθμα

άσθμα [ἆσθμα] ά-σθμα ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. χρόνια πνευμονική νόσος που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα αναπνευστικά προβλήματα (βήχα και δύσπνοια): αλλεργικό/ενεργό/επαγγελματικό/ήπιο/καρδιακό/παιδικό/χρόνιο ~. Επεισόδιο/κρίση/παροξυσμός ~ατος. ● ΣΥΜΠΛ.: βρογχικό άσθμα: ΙΑΤΡ. αποφρακτική πνευμονοπάθεια χρόνιας μορφής λόγω φλεγμονώδους διαταραχής των βρόγχων: ~ ~ των ενηλίκων. Βλ. βρογχόσπασμος. [< αρχ. ἆσθμα, γαλλ. asthme, αγγλ. asthma]

διαπνοή

διαπνοή δι-α-πνο-ή ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. διαδικασία κατά την οποία τα φυτά αποβάλλουν νερό με τη μορφή υδρατμών, κυρ. από τα φύλλα. Βλ. άδηλη αναπνοή. [< αρχ. διαπνοή ‘εφίδρωση, εξάτμιση’, γαλλ. transpiration]

δυσ- & δύσ-

δυσ- & δύσ- (λόγ.) λεξικό πρόθημα που δηλώνει 1. δυσκολία: δυσ-ανάβατος/~επίλυτος/~κίνητος/~νόητος (πβ. δυσκολο-)/~πιστία. Δύσ-χρηστος. ΑΝΤ. ευ-. 2. αρνητική ιδιότητα: δυσ-οσμία. Δύσ-θυμος/~τροπος (πβ. κακό-).|| (ΙΑΤΡ. διαταραχή:) Δυσ-εντερία.|| Δυσ-γραφία/~λεξία/~φασία.

ευσπλαχνία

ευσπλαχνία [εὐσπλαχνία] ευ-σπλα-χνί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) & (λογιότ.) ευσπλαγχνία: λύπηση, οίκτος, συμπόνια: Η ~ και φιλανθρωπία του Θεού. ~ και αγάπη/μακροθυμία/συγχωρητικότητα. Πβ. έλεος, πονοψυχία, φιλ~. Βλ. απανθρωπιά. ΑΝΤ. ασπλαχνία [< αρχ. εὐσπλαγχνία]

λαχανιάζω

λαχανιάζω λα-χα-νιά-ζω ρ. (αμτβ.) {λαχάνια-σα, -σει, λαχανιάζ-οντας, λαχανια-σμένος} ΣΥΝ. ασθμαίνω 1. αναπνέω γρήγορα και δύσκολα: ~σε από το γρήγορο περπάτημα/τρέξιμο. Έκοψε το τσιγάρο και δεν ~ει πια στις σκάλες. Έφτασε καταϊδρωμένος και ~σμένος. Πβ. αγκομαχώ, βαρι-, κοντ-ανασαίνω, μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή. 2. (μτφ.) δυσκολεύομαι πολύ, καταβάλλω επίπονες προσπάθειες για να πετύχω κάτι: ~σα για να τα καταφέρω (= καταταλαιπωρήθηκα).|| Η οικονομία έχει ~σει. [< 1: μεσν. λαχανιάζω 2: γαλλ. s'essouffler, περ. 1965]

λιποαναρρόφηση

λιποαναρρόφηση λι-πο-α-ναρ-ρό-φη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) λιπαναρρόφηση: ΙΑΤΡ. πλαστική χειρουργική αφαίρεση του περιττού τοπικού λίπους από το σώμα: ~ στην κοιλιά. Βλ. λιπο-γλυπτική, -πλαστική. [< αγγλ. liposuction, 1983, γαλλ. liposuccion, περ. 1980]

ολοκλήρωση

ολοκλήρωση [ὁλοκλήρωση] ο-λο-κλή-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. το να φτάνει κάτι στο τέλος του, τελειοποίηση, τελείωση: ~ διαπραγματεύσεων/δοκιμών/ελέγχου/εξαγοράς/εργασιών (: αποπεράτωση, διεκπεραίωση)/μαθημάτων/μελέτης/προγράμματος/πώλησης/σπουδών/συγχώνευσης/συναλλαγής. Διαδικασία/πορεία/προθεσμία ~ης. ~ κατασκευής έργου. Προς ~ η συμφωνία ... Πβ. λήξη, ξεπέταγμα, συμπλήρωση, τελείωμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ συστήματος (: συνδυασμός διαφορετικών λογισμικών και εφαρμογών).|| (ΤΗΛΕΠ., υπηρεσία τηλεφώνου:) ~ κλήσης.|| Ευρωπαϊκή (: ένταξη των ευρωπαϊκών κρατών σε ενιαίο οικονομικό και πολιτικό σύνολο)/περιφερειακή (: στενότεροι οικονομικοί δεσμοί χωρών που βρίσκονται κοντά γεωγραφικά) ~.|| Πνευματική/σεξουαλική/ψυχοσωματική ~ (πβ. ενηλικίωση, ωρίμανση). Η ~ της προσωπικότητας του ατόμου. Πβ. αυτο-εκπλήρωση, -πραγμάτωση. 2. ΜΑΘ. σύνολο μαθηματικών πράξεων που εκτελούνται για την εύρεση του ολοκληρώματος: αριθμητική/διπλή/παραγοντική/πολλαπλή ~. ~ συναρτήσεων. ~ με αντικατάσταση. Θεωρία μέτρου και ~ης. Βλ. παραγώγιση. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητηριακή ολοκλήρωση: (στην εργοθεραπεία) η ικανότητα του εγκεφάλου να δέχεται, να ερμηνεύει και να οργανώνει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αισθήσεις. [< αγγλ. sensory integration] , εθνική ολοκλήρωση: η σύμπτωση των ορίων έθνους και κράτους με την ενσωμάτωση όλων των ομοεθνών πληθυσμών στα σύνορα του κράτους., κάθετη ολοκλήρωση & κάθετη συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών διαφορετικού επιπέδου παραγωγής, με σκοπό τον συνδυασμό των δραστηριοτήτων τους και την εκμετάλλευση των κερδών από το στάδιο της παραγωγής μέχρι εκείνο της κατανάλωσης αγαθών, προϊόντων ή υπηρεσιών. Πβ. καθετοποίηση. [< αγγλ. vertical integration] , οριζόντια ολοκλήρωση & οριζόντια συγκέντρωση: ΟΙΚΟΝ. συγχώνευση εταιρειών ιδίων δραστηριοτήτων από μία άλλη εταιρεία, έτσι ώστε να μοιράζονται από κοινού τα οικονομικά οφέλη ή επέκταση του πεδίου δραστηριότητας επιχείρησης σε ένα στάδιο παραγωγής. [< αγγλ. horizontal integration] [< 1: μτγν. ὁλοκλήρωσις 2: γαλλ. intégrale]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παράδοξος

παράδοξος, η, ο πα-ρά-δο-ξος επίθ.: που συγκρούεται με το αναμενόμενο, τη λογική, το συνηθισμένο ή το φυσιολογικό: ~η: αντίδραση/άποψη/εξέλιξη/θεωρία/ιδέα/ιστορία/κατάσταση/περίπτωση/συμπεριφορά/σχέση/υπόθεση. ~ο: γεγονός/φαινόμενο. Ένας ~ κόσμος. Ακούγεται/είναι (φαινομενικά) ~ο ... Πβ. αλλόκοτος, ασυνήθιστος, παρά-λογος, -ξενος, περίεργος. ΑΝΤ. κανονικός (1), συνήθης ● επίρρ.: παραδόξως (λόγ.) & παράδοξα: Όλως ~ως. ΣΥΝ. περιέργως ● ΣΥΜΠΛ.: παράδοξη αναπνοή: ΙΑΤΡ. κατά την οποία ένας πνεύμονας ή τμήμα του ακολουθεί αντίθετη φορά από την κανονική. [< αγγλ. paradoxical respiration] , παράδοξος σφυγμός: ΙΑΤΡ. μη φυσιολογική μείωση των σφύξεων: ~ ~ σε περιπτώσεις αποφρακτικής μυοκαρδιοπάθειας/καρδιακού επιπωματισμού/καταπληξίας/συμπιεστικής περικαρδίτιδας. [< νεολατ. paradoxus pulsus] , παράδοξος ύπνος: ΙΑΤΡ. ρεμ. [< αγγλ. paradoxical sleep, 1964] [< αρχ. παράδοξος, γαλλ. paradoxal]

πνεύμονας

πνεύμονας πνεύ-μο-νας ουσ. (αρσ.) {πνευμόν-ων} 1. ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο αναπνευστικά όργανα του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, τα οποία βρίσκονται στη θωρακική κοιλότητα και επιτρέπουν τη διοχέτευση οξυγόνου στον οργανισμό μέσω του αίματος: αριστερός/δεξιός ~. Μεταμόσχευση ~α. Λοίμωξη των ~ων (βλ. πνευμονία). Χορήγηση φαρμάκων μέσω των ~ων. Βλ. βράγχια.|| Τεχνητός ~. 2. (μτφ.) έκταση πρασίνου, συνήθ. σε αστική περιοχή· κατ' επέκτ. οτιδήποτε αποτελεί πηγή τόνωσης και δραστηριότητας: ~ οξυγόνου/πρασίνου. Οι ~ες της πόλης. Το δάσος είναι ζωτικός ~.|| Η γεωργία αποτελεί τον οικονομικό ~α της περιοχής. [< 1: αρχ. πνεύμων 2: γαλλ. poumon]

σχέση

σχέση σχέ-ση ουσ. (θηλ.) 1. αμοιβαία επαφή, επικοινωνία, αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, ομάδων: αδελφική/επαγγελματική/εταιρική/παιδαγωγική/προβληματική/σοβαρή/στενή/συγγενική/συμβατική ~.|| (ειδικότ., ερωτικός δεσμός:) Ανοιχτή/ελεύθερη/εξωσυζυγική/κρυφή/ολοκληρωμένη/παράλληλη/παράνομη/περιστασιακή/ρομαντική/συντροφική/υγιής ~. Γενετήσιες/σαρκικές/σεξουαλικές ~εις. Δεν ξεπέρασε την προηγούμενή του ~. ~ με/χωρίς μέλλον/προοπτικές. ~ εξ αποστάσεως. Κάνω/συνάπτω ~ με κάποιον. Έχουμε ~ εδώ και καιρό. Μια παλιά μου ~ (πβ. γνωριμία).|| Διακρατικές/διπλωματικές/εμπορικές/εξωτερικές/κοινωνικές/νομικές/οικογενειακές/πελατειακές/πολιτικές/πολιτιστικές/τεταμένες/τυπικές/φιλικές ~εις. ~ ανταγωνισμού/εμπιστοσύνης/πάθους/στοργής. ~ ζωής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). ~ αγάπης και μίσους. Διαφωνίες/προβλήματα/σύννεφα στη ~. ~ (μεταξύ) γονέων και παιδιών/δασκάλου και μαθητή/Εκκλησίας και κράτους/σχολείου και κοινωνίας.|| Διατηρώ ~εις με κάποιον. Έχω καλές ~εις με τους συνεργάτες μου. Πβ. παρτίδες. 2. ύπαρξη κοινών σημείων ή ο τρόπος σύνδεσης εννοιών, καταστάσεων, αντικειμένων· γενικότ. η θεώρησή τους ως προς ορισμένο χαρακτηριστικό ή κριτήριο: διαλεκτική/έμμεση/λογική ~. ~ αιτίας και αποτελέσματος (= αιτιώδης ~)/αλληλεπίδρασης/αντίθεσης/εναντίωσης/εξουσίας/προσφοράς και ζήτησης/συνωνυμίας/υπαλληλίας/υποτέλειας. Πβ. συνάρτηση, συσχέτιση.|| (Κάτι) δεν έχει ~ με το θέμα (πβ. άσχετος). Δεν έχω καμία ~ (= ανάμειξη) με το γεγονός.|| (ΜΑΘ.) Διμελής ~ (: που συνδέει τα στοιχεία δύο συνόλων σε ζεύγη).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Κιβώτιο πέντε ~εων/ταχυτήτων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιες σχέσεις: σύνολο ενεργειών με στόχο τη δημιουργία θετικής εικόνας για πρόσωπο, προϊόν ή επιχείρηση: οι ~ ~ του δημάρχου/του δημοσιογράφου/του καλλιτέχνη/της κυβέρνησης/του ποδοσφαιριστή/του συλλόγου/του υπουργείου. Κάνει ~ ~. Εργάζεται στις ~ ~. Σπουδές στις ~ ~. Τομέας/υπεύθυνος ~ίων ~εων. [< αγγλ. public relations,γαλλ. public-relations, 1951, relations publiques, 1957] , ανθρώπινες σχέσεις βλ. ανθρώπινος, διαπροσωπικές σχέσεις βλ. διαπροσωπικός, διεθνείς σχέσεις βλ. διεθνής, εργασιακές σχέσεις βλ. εργασιακός, πελατειακές σχέσεις βλ. πελατειακός, προγαμιαίες σχέσεις βλ. προγαμιαίος, σχέση ισοδυναμίας βλ. ισοδυναμία ● ΦΡ.: καμία σχέση (προφ.): για να δηλωθεί ότι η υπόθεση ή η εκτίμηση που κάνει κάποιος δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: -Πώς ήταν η ταινία; Καλή; -~ ~! -Συζητάτε το συγκεκριμένο θέμα; -~ ~!, σχέση ένα προς πολλά: ΠΛΗΡΟΦ. σχέση οντοτήτων σχεσιακής βάσης δεδομένων κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με πολλές εγγραφές ενός άλλου. Βλ. (σχέση) ένα προς ένα. [< αγγλ. one-to-many relationship] , σχετικά με/σε σχέση με & (λόγ.) εν σχέσει με: συγκριτικά, αναλογικά, αναφορικά με: Η τελευταία εργασία σου υπερτερεί/υστερεί ~ ~ τις προηγούμενες. ΣΥΝ. έναντι (1) [< 1: γαλλ. relation(s), αγγλ. relationship 2: αρχ. σχέσις]

ύπνωση

ύπνωση [ὕπνωση] ύ-πνω-ση ουσ. (θηλ.): κατάσταση βαθιάς χαλάρωσης που προκαλείται τεχνητά, κυρ. με υπνωτισμό, κατά την οποία ένα άτομο ανταποκρίνεται σε εξωτερικές υποδείξεις· πρόκληση μιας τέτοιας κατάστασης: διαισθητική/θεραπευτική/κλινική ~. Συνεδρία ~ης. Βλ. αυτοΰπνωση, υπνοθεραπεία, υποβολιμότητα.|| (μτφ.) ~ των συνειδήσεων. Πβ. αναισθητοποίηση, νάρκωση. ● ΦΡ.: εν υπνώσει (λόγ.) 1. (μτφ.) σε αδράνεια: είναι ~ ~ (= βρίσκονται σε ~). ~ ~ έργα. 2. σε κατάσταση ύπνωσης. [< μτγν. ὕπνωσις, γερμ. Hypnose, γαλλ. hypnose, αγγλ. hypnosis]

χειρουργική

χειρουργική χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση κλινικών καταστάσεων με εγχείρηση· (κατ' επέκτ., κ. με κεφαλ. Χ) ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής: αρθροσκοπική/γναθοπροσωπική/γυναικολογική/ενδοσκοπική/κλινική/κτηνιατρική/λαπαροσκοπική/ορθοπαιδική/ρομποτική ~. ~ γόνατος/δέρματος/θώρακος/καταρράκτη/σπονδυλικής στήλης. Πβ. εγχειρητική. Βλ. αγγειο~, γναθο~, ηλεκτρο~, καρδιο~, κρυο~, μικρο~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική χειρουργική: επεμβατική αποκατάσταση σωματικών ατελειών ή ανωμαλιών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ με λέιζερ. ~ ~ βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/προσώπου/στήθους. Βλ. ρινοπλαστική., γενική χειρουργική: κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται κυρ. στις επεμβάσεις κοιλίας., διαθλαστική χειρουργική: βελτίωση ή διόρθωση της αμετρωπίας, μέσω της επεμβατικής μεταβολής του σχήματος του κερατοειδούς ή της τοποθέτησης ενδοφακών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της οφθαλμολογίας: ~ ~ με λέιζερ., επανορθωτική χειρουργική: επέμβαση για την επανόρθωση μετατραυματικών ή μετεγχειρητικών σωματικών ή/και δερματικών δυσμορφιών· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ μετά από μαστεκτομή. [< γαλλ. chirurgie réparatrice] , ορθογναθική χειρουργική βλ. ορθογναθικός, παιδιατρική χειρουργική βλ. παιδιατρικός, πλαστική χειρουργική βλ. πλαστικός, χειρουργική της κλειδαρότρυπας βλ. κλειδαρότρυπα [< μτγν. χειρουργική (τέχνη), αγγλ. surgery, γαλλ. chirurgie]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.