Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 101 εγγραφές  [0-20]


  • -διπλος , η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
  • -πλευρος , η/ος, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει τον αριθμό των πλευρών γεωμετρικού σχήματος ή τη σχέση των πλευρών μεταξύ τους: (σε συνδυασμό με απόλ. αριθμητ.) τετρά~.|| Πολύ~. Bλ. -εδρος.|| (μτφ.) Mονό~.|| Iσό~.|| (ως ουσ.) Τρί-πλευρο.
  • -σέλιδος , η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.
  • -σημία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση αριθμού σημασιών: (με αριθμητ.) δι~.|| Πολυ~.|| Aμφι~
  • δέκα δέ-κα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 10 που ακολουθεί το εννέα ή το σύνολο δέκα μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν δύο. Πέντε και πέντε ίσον/κάνουν ~. Δύο επί πέντε ~. ~ τοις εκατό (10%). Αναλογία ένα προς ~.|| ~ κεφάλαια/μέρες/μήνες/χρόνια. ~ εκατομμύρια/χιλιάδες (ευρώ/κάτοικοι). Ανά/κάθε ~ ώρες ... 2. δέκατος: στη σελίδα ~. Στις ~ του μηνός. -Τι ώρα είναι; -~ ακριβώς. ● Ουσ.: δέκα (το) 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 10: Μέτρα μέχρι το ~ και μετά άνοιξε τα μάτια σου (: συνήθ. σε παιδικό παιχνίδι). Αφαιρώ το ~ από το δεκαπέντε. Διαιρώ/πολλαπλασιάζω το ~ με το δύο. 2. το σύμβολο (10) και οτιδήποτε το φέρει ως διακριτικό του: Βάλε τον διακόπτη/ρύθμισέ το στο ~.|| Το ~ καρό/κούπα/μπαστούνι/σπαθί (: χαρτί στην τράπουλα με δέκα στοιχεία). Πού κάνει στάση το ~ (: λεωφορείο, τρόλεϊ); Ο πελάτης του ~ (: δωμάτιο σε ξενοδοχείο). Θα με βρεις στο γραφείο ~. Το δέμα να παραδοθεί στην οδό ... ~. 3. η ηλικία των δέκα χρόνων: Έκλεισε/κοντεύει/πάτησε τα ~. Μπήκε στα ~. Είναι γύρω/κοντά στα ~. 4. βαθμός σε βαθμολογική κλίμακα: Βάση είναι το ~ (: στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση). Με άριστα το ~ πήρε επτά. Μου έβαλε ~ (= άριστα, για τον καθηγητή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και για τον δάσκαλο στις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού). 5. το 1910 ('10) ή 2010: στη δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. ● ΦΡ.: δέκα με τόνο: άριστα με διάκριση: Πήρε ~ ~ (: για μαθητικές εργασίες και παλαιότ. για το ενδεικτικό του Δημοτικού).|| (μτφ.) Η εξυπηρέτηση σ' αυτό το εστιατόριο παίρνει ~ ~., πάρε δέκα!: όταν κάποιος μουντζώνει με τα δύο χέρια., (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων βλ. καρδινάλιος, δέκα εντολές βλ. εντολή, οι (δέκα) πληγές του Φαραώ βλ. Φαραώ, το δέκα/το δύο το καλό βλ. καλός [< αρχ. δέκα]
  • δεκατέσσερις , ις, α δε-κα-τέσ-σε-ρις αριθμητ. απόλ. {δεκατεσσάρων} & δεκατέσσερεις 1. σύνολο από δεκατέσσερις μονάδες: ~ις: μέρες/χιλιάδες. ~α: χρόνια. 2. (προφ.) δέκατος τέταρτος: στη σελίδα ~α. Στις ~ του μήνα. ● Ουσ.: δεκατέσσερα (το) {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 14. 2. το σύμβολο 14 και οτιδήποτε το φέρει ως διακριτικό του: το άρθρο ~ του κανονισμού. Παίρνει το ~ (: τρόλεϊ ή λεωφορείο). 3. η ηλικία των δεκατεσσάρων ετών: Μπαίνει στα ~. Είναι δεκατεσσάρων. Έκλεισε/έφτασε τα ~. 4. βαθμός σε βαθμολογική κλίμακα: Το γραπτό του είναι για/παίρνει ~. Είναι μαθητής του ~. 5. το 2014 ('14) ή γενικότ. το δέκατο τέταρτο έτος κάθε αιώνα: Το παιδί γεννήθηκε το ~. [< μεσν. δεκατέσσερα] ● ΦΡ.: έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις βλ. γενεά [< μτγν. δεκατέσσαρες]
  • δέκατος , η, ο δέ-κα-τος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δεκ-άτου, (λόγ.) θηλ. δεκάτη} (σύμβ. 10ος, Ι'/ι', X): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δέκα (10) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αιώνας (π.Χ./μ.Χ.). ~η: αγωνιστική/εβδομάδα (της κύησης)/επέτειος/σελίδα/φορά. ~ο: άρθρο (του Συντάγματος)/κεφάλαιο (του βιβλίου)/(διεθνές) συνέδριο/τεύχος. Στο ~ο χλμ. της εθνικής οδού. Κατέκτησε/κέρδισε/πήρε τη ~η θέση. Για ~η συνεχή χρονιά αναβιώνει το έθιμο. Το ~ο έτος της ηλικίας.|| (για πρόσ.) Τερμάτισε ~. ~ στον κατάλογο. Η Εθνική βγήκε/είναι/ήρθε ~η στον κόσμο.|| (ως ουσ.) Επέλεξε τον ~ο. ● επίρρ.: δέκατον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στη δέκατη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· δεύτερον, ...· ~, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: δεκάτη (η) 1. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 2. ενν. μέρα του μήνα: τη ~ (: 10η) Αυγούστου., δέκατο (το): καθένα από τα δέκα ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/10) της αξίας/του πληθυσμού.|| (μτφ.) Όλα έγιναν μέσα σε ~α του δευτερολέπτου (: πολύ γρήγορα)., δέκατος (ο) 1. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Οκτώβριος: στις 5/10 (: πέντε ~άτου). 2. ενν. όροφος: Ανεβείτε στον ~ο. [< αρχ. δέκατος]
  • δεκατρείς , είς, ία [δεκατρεῖς] δε-κα-τρείς αριθμητ. απόλ. βλ. δεκατέσσερις. ● Ουσ.: δεκατρία {άκλ.} (το) [< μτγν. δεκατρία] ● ΦΡ.: Τρίτη και δεκατρείς βλ. Τρίτη [< αρχ. δεκατρεῖς]
  • δεύτερος , η, ο δεύ-τε-ρος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δευτ-έρου, (λόγ.) θηλ. δευτέρα} (σύμβ. 2ος, Β' ή β', ΙI) 1. που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δύο (2) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αγώνας/γάμος/γύρος/κύκλος/μήνας/τόμος. ~η: ανάγνωση/βαθμίδα/δοκιμή/δόση/εβδομάδα/έκδοση/ενότητα/κατοικία/σελίδα/τάξη/φάση. ~ο: δεκαπενθήμερο/επεισόδιο/επίπεδο/ερώτημα/έτος/ημίχρονο/θέμα/μέρος/παιδί/παράδειγµα/πτυχίο/σκέλος/τεύχος/τμήμα/φύλλο.|| Φίλιππος ο ~ (B'). Ο ~ (Β’) Παγκόσμιος Πόλεμος. 2. που βρίσκεται αμέσως μετά τον πρώτο σε μια ιεραρχική κλίμακα: ~ος: αντιπρόεδρος/νικητής/ρόλος. ~η: ομάδα/φωνή. ~ο: βραβείο/ρεκόρ. Έμεινε/ήρθε/κατετάγη/τερμάτισε ~. ~ στην κατάταξη. Η ~η θέση της βαθμολογίας/της κατηγορίας/του ομίλου/του πρωταθλήματος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η: κλίση. ~ο: πρόσωπο.|| (κατ' επέκτ.) Προϊόντα ~ης ποιότητας (= ευτελή, κατώτερα, φτηνιάρικα). 3. (επι)πρόσθετος, εναλλακτικός, συμπληρωματικός: ~ος: δρόµος/λογαριασμός/τρόπος. ~η: γνώμη/επιλογή/ονομασία/προσπάθεια. ~ο: αντίγραφο/εισόδημα. Πβ. επιπλέον. 4. που συνδέεται με δεύτερο βαθμό συγγένειας: ~ος: θείος. ~η: ξαδέλφη. Συγγενής ~έρου βαθμού. 5. (για κάποιον, κάτι) συγκρίσιμο με κάτι άλλο, παρόμοιο: Έγινε/ήταν (σαν)/στάθηκε ~ πατέρας για μένα. Χώρα που έγινε η ~η πατρίδα του. Πβ. καινούργιος, νέος. Βλ. άλλος. ● Ουσ.: δευτέρα (η) 1. (κ. με κεφαλ. Δ) ενν. τάξη σχολικής βαθμίδας (σύμβ. Β΄). 2. ενν. ταχύτητα οχήματος: Πάτα συμπλέκτη και βάλε ~. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού: 2 στη ~ (22 = 2 Χ 2). Υψώνουμε τον αριθμό εις τη/στη ~. ΣΥΝ. τετράγωνο (2) [< γαλλ. la seconde] , δεύτερος (ο) 1. ενν. όροφος: Ανεβαίνω/μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Φεβρουάριος: στις 3/2 (: τρεις ~έρου). 3. ΝΑΥΤ. ο δεύτερος στην ιεραρχία μηχανικός σε επιβατηγό ή εμπορικό πλοίο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη θέση: οικονομική θέση, κυρ. σε πλοίο, τρένο: εισιτήριο/επιβάτες ~ης ~ης. Βλ. πρώτη θέση., δεύτερη φύση (μτφ.-εμφατ.): για στοιχείο άμεσα συνδεδεμένο με κάποιον ή πολύ οικείο σε αυτόν: Όταν συνηθίζεις κάτι, σου γίνεται ~ ~. [< γαλλ. seconde nature] , δεύτερο χέρι: για επανάληψη βαψίματος, πλυσίματος, ξεπλύματος· το ίδιο χρώμα του δεύτερου βαψίματος: (Ξε)πλένω τα ρούχα ~ ~.|| Πέρασα και το ~ ~ στον τοίχο., Δευτέρα Παρουσία βλ. παρουσία, δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη βλ. ανάσταση, δεύτερη γλώσσα βλ. γλώσσα, δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία βλ. νιότη, δεύτερη σκέψη βλ. σκέψη, δεύτερο (λεπτό) βλ. λεπτό, δεύτερο αντάρτικο βλ. αντάρτικο, πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής βλ. διαλογή, πρώτο/δεύτερο βιολί βλ. βιολί, πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού βλ. βαθμός, σε πρώτο/δεύτερο πλάνο βλ. πλάνο, σχολείο δεύτερης ευκαιρίας βλ. σχολείο, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: από δεύτερο χέρι 1. για μεταχειρισμένα προϊόντα: βιβλία/ρούχα/συσκευές/υλικά ~ ~. Αγοράζω/ψωνίζω ~ ~. Πβ. χρησιμοποιημένος. 2. με διαμεσολάβηση, έμμεσα, χωρίς άμεση πρόσβαση στις αρχικές πηγές: διηγήσεις ~ ~. Πληροφορίες ~ ~. Βλ. από πρώτο χέρι. [< γαλλ. de seconde main] , για δεύτερη φορά: ξανά: πρωταθλητής ~ ~. ~ ~ μέσα σε έναν μήνα., κάθε δεύτερη μέρα/κάθε δεύτερο χρόνο: μέρα παρά μέρα, χρόνο παρά χρόνο: Τους επισκέπτομαι ~ ~ μέρα., κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον: για να δηλωθεί ότι κάτι κατέχει τη θέση που βρίσκεται αμέσως μετά την πρώτη., κατεβαίνει/παίζει με τα δεύτερα (προφ.): (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) για ομάδα που αγωνίζεται με πολλούς αναπληρωματικούς ή νεαρούς και άπειρους παίκτες., το έν(α) δεύτερο: το ήμισυ ενός συνόλου (σύμβ. 1/2): ~ ~ του πληθυσμού/του συνόλου/της τιμής., χωρίς δεύτερη σκέψη (εμφατ.): αμέσως, χωρίς ενδοιασμό: Ανταποκρίθηκε ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Χωρίς ~η ματιά/προειδοποίηση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, έξις, δευτέρα φύσις βλ. φύση, κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, σε δεύτερη μοίρα βλ. μοίρα, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< 1,2,3,4: αρχ. δεύτερος 5: γαλλ. second]
  • διακόσια δια-κό-σια αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 200 ή το σύνολο διακοσίων μονάδων. 2. (ως αριθμητ. τακτ., προφ.) διακοσιοστός: στη σελίδα ~. Στο ~ χιλιόμετρο της εθνικής οδού.
  • διακόσιοι , ες, α δια-κό-σι-οι αριθμητ. επίθ. απόλ. {διακοσίων} & (προφ.) διακόσοι: που αποτελούν σύνολο διακοσίων μονάδων: ~α: ευρώ. [< αρχ. διακόσιοι]
  • διακοσιοστός , ή, ό δια-κο-σι-ο-στός αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 200ός, Σ' ή σ', CC): που σε μια σειρά (τυχαία, αλφαβητική, χρονολογική) αντιστοιχεί στον αριθμό 200: ~ή: επέτειος. ~ πρώτος/δεύτερος.|| (ως ουσ.) Είμαι ~ στον πίνακα κατάταξης. Το ένα ~ό (: καθένα από τα διακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου). Βλ. -οστός. [< μτγν. διακοσιοστός]
  • δισεκατομμύριο δι-σε-κα-τομ-μύ-ρι-ο αριθμητ. απόλ. {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου} 1. σύνολο χιλίων εκατομμυρίων: ένα ~ δολάρια/ευρώ. 2. {στον πληθ.} για αμέτρητο αριθμό: ~α: άνθρωποι (= άπειροι)/φορές (= μυριάδες). ● Ουσ.: δισεκατομμύριο (το) (συντομ. δις): ο αριθμός 1.000.000.000. [< γαλλ. billion]
  • δισεκατομμυριοστός , ή, ό δι-σε-κα-τομ-μυ-ρι-ο-στός αριθμητ. τακτ.: που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000). Βλ. -οστός. ● Ουσ.: δισεκατομμυριοστό (το): καθένα από τα ίσα μέρη ενός δισεκατομμυρίου: ένα ~ του γραμμαρίου (= νανογραμμάριο)/μέτρου (= νανόμετρο).
  • δύο & δυο δύ-ο αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 2 ή το σύνολο δύο μονάδων: στις ~ ακριβώς/η ώρα/του μηνός/το μεσημέρι. Εμείς οι ~. Κόβω/μοιράζω/χωρίζω στα ~ (: στη μέση). Τρώει για ~ (= υπερβολικά). Γεύμα/δείπνο/τραπέζι για ~ (: τετ-α-τετ). Στα θρανία ~ ~ (: κατά ζεύγη). Η γραμμή 2 (του μετρό/τρόλεϊ). (για κλάσμα:) ~ τρίτα. (ΜΟΥΣ.) ~ τέταρτα.|| (συνήθ. για προϊόν με διπλή δράση:) ~ σε ένα.|| (ως επίθ.) ~ γονείς/μάτια/φύλα/χέρια. Τα ~ πρώτα έτη. Ανά ~ άτομα/μήνες/σειρές. Βλ. ένα, τρία. 2. αόριστα για πολύ μικρή ποσότητα, απόσταση: ~ κουβέντες/λέξεις/λεπτά. Σου γράφω δυο λόγια. Το σπίτι είναι ~ βήματα από 'δω. ● Ουσ.: δύο (το) 1. ο αριθμός 2, το σύμβολό του και οτιδήποτε το φέρει ως διακριτικό του: τρεις φορές το ~ ίσον έξι.|| Χαμηλώστε το μάτι της κουζίνας στο ~.|| (ως βαθμός) Πήρα ~ στο τεστ. 2. (+ τα/στα) η ηλικία των δύο (περ.) ετών: Έκλεισε τα/μπαίνει στα ~. 3. (συνήθ. '02) το έτος 1902 ή 2002. ● ΦΡ.: δύο και δύο κάνουν τέσσερα (μτφ.): για κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. ΣΥΝ. ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο [< γαλλ. deux et deux font quatre] , δυο τρεις (εμφατ.): για πολύ μικρό αριθμό: ~ ~ φορές. Βρήκα ~ ~ φίλους και καθυστέρησα. ΣΥΝ. ένας δυο/ένας και δύο., χίλιοι δυο (εμφατ.): για πολύ μεγάλο αριθμό: ~ ~ κίνδυνοι/λόγοι/παράγοντες/τρόποι. ~ες ~ αιτίες/δυσκολίες/σκέψεις. ~α ~ πράγματα/προβλήματα/τεχνάσματα (= ένα σωρό, πάρα πολλά)., (και) μια και δυο βλ. ένας, αυτοκίνητο δύο όγκων βλ. αυτοκίνητο, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, δύο μέτρα και δύο σταθμά βλ. σταθμά, δύο/τριών/πολλών ταχυτήτων βλ. ταχύτητα, ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω βλ. βήμα, ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο βλ. ένα, ένας δυο/ένας και δύο βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, θα σε σκίσω (στα δύο/σαν σαρδέλα) βλ. σκίζω, κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο βλ. λίγο, και με τα δυο (τα) χέρια βλ. χέρι, κανά δυο βλ. κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, με μια λέξη βλ. λέξη, με το ένα, με το δύο, με το τρία βλ. ένα, ο υπ' αριθμόν ένα/δύο βλ. αριθμός, στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) βλ. χωρώ, το δέκα/το δύο το καλό βλ. καλός, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν βλ. λαλεί [< αρχ. δύο, μεσν. δυο]
  • δώδεκα δώ-δε-κα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 12 ή το σύνολο 12 μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν τρία. ~ ετών. ~ τοις εκατό (12 %). ~ προς ένα.|| (ως επίθ.) ~ ευρώ/μέρες/μήνες (= ένα έτος)/νίκες. ~ χρόνια λειτουργίας/παντρεμένοι. 2. (προφ.) δωδέκατος: κεφάλαιο ~. ~ του μηνός. Στη σελίδα ~. Το σκορ άνοιξε η φιλοξενούμενη ομάδα στο ~ (= δωδέκατο λεπτό). ● Ουσ.: δώδεκα (το) 1. ο ακέραιος αριθμός 12, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: Μέτρησα μέχρι το ~. Βάζω τον διακόπτη στο ~. (ως βαθμός:) Μου έβαλε/πήρα ~. 2. το 1912 ή το 2012. 3. (+ στα/τα) η ηλικία των δώδεκα ετών: Έκλεισε/πάτησε τα ~. Είναι γύρω/κοντά στα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Δώδεκα Ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο [< αρχ. δώδεκα]
  • δωδέκατος , η, ο δω-δέ-κα-τος αριθμητ. τακτ. {κ. (λόγ.) γεν. αρσ./ουδ. δωδεκ-άτου, (λόγ.) θηλ. δωδεκ-άτη} (σύμβ. 12ος, ΙΒ' ή ιβ', XII): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό δώδεκα (12) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: αιώνας/τόμος. ~η: αγωνιστική. ~ο: συνέδριο. Για ~η συνεχή χρονιά πραγματοποιείται ... Τερμάτισε ~η στον μαραθώνιο. ● Ουσ.: δωδεκάτη (η) (λόγ.) 1. ενν. μέρα (του μήνα): Γεννήθηκε ξημερώματα της ~ης Μαρτίου. 2. ενν. ώρα: ~ βραδινή/νυκτερινή (= μεσάνυχτα). ~ μεσημβρινή (= μεσημέρι). 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη: Υψώνω έναν αριθμό/μια μεταβλητή στη ~., δωδέκατο (το): καθένα από τα δώδεκα ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ του πληθυσμού. Πβ. δωδεκατημόριο., δωδέκατος (ο): (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Δεκέμβριος: στις 8/12 (: οκτώ ~άτου). ● ΦΡ.: η δωδεκάτη (ώρα) (λόγ.): η τελευταία στιγμή, το έσχατο χρονικό όριο: Πιστεύει ότι έστω και τη ~ ~ θα τα καταφέρει (= οριακά, στο παρά πέντε).|| Σήμανε η ~ ~ για το περιβάλλον (= ώρα μηδέν). Πβ. την τελευταία/ύστατη ώρα. [< αρχ. δωδέκατος]
  • εβδομήκοντα [ἑβδομήκοντα] ε-βδο-μή-κο-ντα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} (αρχαιοπρ.): εβδομήντα. ● Ουσ.: Εβδομήκοντα (οι) (Ο΄): ΦΙΛΟΛ. οι εβδομήντα δύο Ιουδαίοι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνιστική Κοινή. [< μτγν. Ἑβδομήκοντα] [< αρχ. ἑβδομήκοντα]
  • εβδομηκοστός , ή, ό [ἑβδομηκοστός] ε-βδο-μη-κο-στός αριθμητ. τακτ.: που αντιστοιχεί στον αριθμό εβδομήντα σε μια σειρά ή κατάταξη: ~ή: επέτειος/θέση. ~ά: γενέθλια. Στο ~ό λεπτό (του αγώνα). Συμπλήρωσε το ~ό έτος της ηλικίας του. Ήρθε/κατατάχθηκε ~/~ή. Βλ. -οστός. ● Ουσ.: εβδομηκοστό (το): το ένα από τα εβδομήντα ίσα τμήματα ενός συνόλου. [< αρχ. ἑβδομηκοστός]
  • εβδομήντα [ἑβδομῆντα] ε-βδο-μή-ντα αριθμητ. απόλ. {άκλ.} 1. ο αριθμός 70· ποσότητα, σύνολο που αποτελείται από 70 μέρη, μονάδες: ~ διά/επί/μείον/συν πέντε. ~ τοις εκατό.|| (ως επίθ.) ~ εκατοστά/ευρώ/μέλη/πρόσωπα/χιλιάδες/χιλιόμετρα/χρόνια. 2. (προφ.) εβδομηκοστός: σελίδα ~. Ο προπονητής τον έβαλε ως αλλαγή στο ~ (= εβδομηκοστό λεπτό). ● Ουσ.: εβδομήντα (το) 1. ο αριθμός 70 και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό ή σύμβολό του: Το ~ διαιρείται ακριβώς με το δύο. Πολλαπλασίασε το ~ με το τέσσερα.|| Μένει στο ~ (της οδού ...). Κέρδισε το ~ (: ο αντίστοιχος λαχνός). 2. το 1970 ('70): Γεννήθηκε το ~.|| Η γενιά/δεκαετία του ~ (πβ. σέβεντις). 3. (+ στα/τα) η ηλικία των εβδομήντα ετών: Είναι γύρω/κοντά στα ~. Μπήκε στα ~. Έκλεισε/πλησιάζει τα ~. [< μεσν. εβδομήντα]

άλλος

άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]

ανάσταση

ανάσταση [ἀνάσταση] α-νά-στα-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) επάνοδος του Χριστού στη ζωή την τρίτη μέρα μετά τη Σταύρωση: η ~ του Θεανθρώπου/Ιησού/Κυρίου. Το χαρμόσυνο μήνυμα της ~ης. (ευχετ.) Καλή ~! 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α, κατ' επέκτ.) η αντίστοιχη ακολουθία και γιορτή το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου: ~ με βεγγαλικά και φωτοβολίδες. Πάμε στην ~ με λαμπάδες. Βλ. Πάσχα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) επαναφορά νεκρού στη ζωή: Η ~ του Λαζάρου (: ένα από τα θαύματα του Χριστού). Η ~ των νεκρών (: κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Πβ. ζωντάνεμα, νεκρανάσταση. 4. (με κεφαλ. το αρχικό Α) το αντίστοιχο γεγονός ως έργο τέχνης ή αγιογραφικό θέμα. Βλ. εις Άδου κάθοδος. 5. (μτφ.) αναγέννηση, ανάκαμψη: η πνευματική/πολιτιστική ~ (ενός λαού). Οικονομική ~ της εταιρείας. Πβ. αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα.|| Η ~ του (υπόδουλου) Γένους/του Έθνους (: η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού). ΣΥΝ. (απ)ελευθέρωση, ξεσηκωμός. 6. (ως επιφών., προφ.-εμφατ.) επιτέλους: ~! Τα κατάφερε. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη Ανάσταση/Εσπερινός της Αγάπης/Αγάπη: ΕΚΚΛΗΣ. ακολουθία που τελείται το μεσημέρι ή το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα., πρώτη Ανάσταση: ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Λειτουργία που τελείται το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. ● ΦΡ.: κάνω Ανάσταση (προφ.) 1. παρακολουθώ την τελετή της Ανάστασης: Φέτος θα ~ ~ στην ενορία μου/σε μοναστήρι. 2. (μτφ.) ξεπερνώ τα προβλήματά μου, γίνομαι ξανά ευτυχισμένος (ύστερα από δύσκολη περίοδο). Πβ. άσπρη μέρα/Θεού πρόσωπο. [< αρχ. ἀνάστασις]

αντάρτικο

αντάρτικο [ἀντάρτικο] α-ντάρ-τι-κο ουσ. (ουδ.) 1. τακτική, κίνημα άτακτων πολεμιστών: ~ στα βουνά. Πβ. ανταρτοπόλεμος.|| ~ (των) πόλεων (: λαϊκές οργανώσεις ένοπλης βίας). 2. ΙΣΤ. η Εθνική Αντίσταση κατά των Γερμανών και των συμμάχων τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο αντάρτικο: ΙΣΤ. το ένοπλο σώμα που συγκροτήθηκε από τους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε· συνεκδ. η περίοδος του Εμφυλίου: Πολέμησε στο ~ ~. ● ΦΡ.: σηκώνω αντάρτικο (σπάν.-λαϊκό-μτφ.): επαναστατώ, εξεγείρομαι.

από

από [ἀπό] α-πό πρόθ. & (προφ.) απ' (πριν από φωνήεν ή γεν./αιτ. οριστικού άρθρου) & αφ' (πριν από φωνήεν δασυνόμενης (παλαιότ.) λέξης) (+ αιτ.) δηλώνει: 1. απομάκρυνση από τόπο, αποχωρισμό από πρόσωπο: Μην απομακρυνθείς ~ το σπίτι! Τους διώξανε ~ τον τόπο τους. Θα λείψει μερικές μέρες ~ το σχολείο. Κατέβηκε ~ το λεωφορείο. Πέταξε τα χρήματα ~ το μπαλκόνι. (+ επίρρ.) Φύγε ~ κοντά μου! Έπεσε/πήδηξε ~ ψηλά.|| (μτφ.) Το τελικό σχέδιο απέχει πολύ ~ το αρχικό. Είμαστε ακόμα πολύ μακριά ~ την επιτυχία!|| Θέλει να τον χωρίσει ~ τους δικούς του. 2. στέρηση, έλλειψη, απαλλαγή: προστασία ~ τον ήλιο. Θέατρο άδειο ~ κόσμο. Ορφανή ~ μητέρα. Στερημένος ~ αγάπη. Απελευθερωμένος ~ το άγχος/κάθε εξάρτηση/τις συμβάσεις/ταμπού. Δεν έχω ανάγκη ~ τίποτε. Παραιτήθηκε ~ βουλευτής. Ξέμεινε ~ μετρητά. Έχει εξαιρεθεί ~ κάθε υποχρέωση. Δεν πρόκειται να γλιτώσεις/ξεφύγεις/σωθείς ~ τα χέρια του! 3. καταγωγή ή προέλευση: Κατάγεται ~ τον Βόλο. Δεν είναι ~ 'δω/τα μέρη μας. Βαστάει/κρατάει ~ μεγάλη οικογένεια.|| Γυρνώντας ~ τη δουλειά ... Πότε επιστρέφεις ~ το εξωτερικό; Γράμματα ~ το μέτωπο. Αποσπάσματα/χωρία ~ αρχαία κείμενα. Σκηνή ~ την ταινία. Συμμετοχές ~ όλη τη χώρα. Δώρα ~ φίλους. (+ επίρρ.) Προϊόντα ~ έξω (= ξένα). Έρχομαι ~ μακριά.|| Δεν δέχτηκε/ζήτησε/πήρε χρήματα ~ τον ασθενή. Δανείστηκε ~ συγγενείς. 4. χρονικό ή τοπικό σημείο αφετηρίας, έναρξης, εκκίνησης: ~ αύριο αρχίζω απδίαιτα! ~ νωρίς στα βάσανα. Δουλεύει ~ μικρός. Πέρασαν χρόνια ~ τη στιγμή/τότε που …|| Γυμνός ~ τη μέση και πάνω. Το σπίτι της είναι μερικά μέτρα/λεπτά ~ το γραφείο. (μτφ.) Βλέπει τα πράγματα ~ τη δική του γωνία/σκοπιά.|| (από ... μέχρι/ως· για χρονικό ή τοπικό διάστημα, εύρος:) ~ την αρχή ως το τέλος. ~ την ανατολή ως τη δύση. Έχεις προθεσμία ~ τις αρχές του μήνα/το πρωί ίσαμε/μέχρι/ως ... Τον κάνω ~ τριάντα μέχρι τριάντα πέντε. H διαδρομή ξεκινά ~ ... και φτάνει μέχρι/ως … Η θερμοκρασία θα κυμανθεί ~ ... μέχρι ... βαθμούς Κελσίου.|| (εμφατ.) Στην αποθήκη υπάρχουν ~ καρφιά μέχρι πριόνια (= όλα τα απαραίτητα). Γνωρίζει τους πάντες, ~ τον πιο μικρό μέχρι/ως τον πιο μεγάλο. 5. Διέλευση, κατεύθυνση: πέρασμα ~ τούνελ/φαράγγι/χαράδρα. (ΓΕΩΜ.) Η ευθεία διέρχεται ~ τα σημεία Α και Β. Ήρθε ~ άλλο δρόμο. Ο κλέφτης μπήκε ~ το παράθυρο. Περνάω την κλωστή ~ τη βελόνα. Έλα/πέρνα το βράδυ ~ εδώ/το σπίτι. Πώς (κι) ~ 'δω;|| (εμφατ.) Περάσαμε ~ πόλεις και χωριά/όρη και βουνά (= ~ παντού). (... + σε) Πήγαιναν ~ πόρτα σε πόρτα (: για να εκφραστεί ακολουθία).|| (+ γεν.) (λόγ.) Περιοχή προσβάσιμη (μόνο) ~ αέρος/θαλάσσης/ξηράς (πβ. δια μέσου, μέσω). 6. εντοπισμό στον χώρο: (μετά από τοπικά επιρρήματα) έξω/πίσω ~ το σπίτι. (~) μέσα ~ το πουκάμισο. Λάμπα πάνω ~ το τραπέζι. Πέρα ~ τον ορίζοντα. Κοιτούσε μέσα ~ τις γρίλιες.|| Κάθεται ~ μέσα/τη μέσα μεριά. 7. σημείο στήριξης, εξάρτησης: Κρέμασε το φανάρι ~ το γάντζο/(+ επίρρ.) ψηλά. Κρεμάστηκε ~ το λαιμό του. Βάστα/κράτα/πιάσε με ~ το χέρι!|| (μτφ.) Τα πάντα εξαρτώνται ~ σένα! Ανεξάρτητα ~ το αποτέλεσμα ... 8. τον δεύτερο όρο σύγκρισης: ανώτερος/ικανότερος ~ τους άλλους. Πιο έξυπνος ~ όλους. Προτιμάς αυτόν ~ εμένα; (+ επίρρ.) Eίμαι καλύτερα ~ (= παρά) ποτέ. Μου φάνηκε διαφορετικός ~ ό,τι συνήθως. Πβ. συγκριτικά με, σε σχέση με. 9. ποιητικό αίτιο: Το δουλεμπορικό καταδιώχτηκε ~ σκάφος του Λιμενικού. Η αξιολόγηση θα γίνει ~ αρμόδια επιτροπή. Πτυχίο αναγνωρισμένο ~ το κράτος. Σπίτια κατεστραμμένα ~ τη φωτιά.|| (με ρηματικά επίθετα:) Αγαπητή/αποδεκτή ~ όλους. 10. αιτία: τραυματισμός ~ πτώση (ΣΥΝ. εξαιτίας, λόγω). Κουρασμένος ~ το ταξίδι. Κέρδη ~ επενδύσεις. Πήγε ~ πνιγμό (= πνίγηκε). Δάκρυσε ~ συγκίνηση. Πέθανα ~ την ντροπή μου! Κοκκίνισε ~ το κακό του! ~ το γέλιο της κατάλαβε ότι τον ειρωνευόταν.|| (όργανο:) Nεκρός ~ μαχαίρι. 11. ύλη, περιεχόμενο: έπιπλα ~ καρυδιά. Βάζο ~ γυαλί (= γυάλινο). Φόρεμα ~ μετάξι. Κοσμήματα ~ χρυσό.|| Σταγόνες ~ αίμα (= αίματος). Σωρός ~ ξύλα. Βουνό ~ άπλυτα! Ομάδα/παρέα ~ νεαρά άτομα. 12. τρόπο ή μέσο: Έμαθαν τα νέα ~ τους γείτονες/την τηλεόραση. Τα κατάφερα ~ μόνος μου! Ζει ~ τους γονείς του (: τον συντηρούν).|| (+ γεν., λόγ.) Eπικοινωνία ~ τηλεφώνου. Πβ. μέσω. 13. αναφορά: Πώς πας ~ χρήματα/υγεία; Δεν ξέρει/σκαμπάζει (τίποτα) ~ υπολογιστές! Άσχετος ~ αυτοκίνητα. (ειρων.) ~ δουλειά άλλο τίποτα! 14. το σύνολο σε σχέση με μέρος του: ~ τους χίλιους οι εκατό/οι μισοί. Ένας ~ σας θα έρθει. Θα φάω λίγο/έχω ~ όλα. Δοκίμασε ~ το γλυκό. Ένας/κάποιοι/οι περισσότεροι ~ τους παρευρισκόμενους ... Θέλω δύο κιλά ~ αυτά τα μήλα. Δεν ισχύει τίποτε ~ αυτά που λες. Τον πήρε ~ το χέρι.|| (προφ., αφαίρεση:) Δύο ~ πέντε, τρία (: πέντε μείον/πλην δύο κάνουν τρία). 15. επιμερισμό: Έδωσαν/πήραν ~ δέκα ευρώ. Έφαγαν ~ λίγο ο καθένας. 16. (… + σε) μεταβολή: Μετέτρεψαν το δωμάτιο ~ γραφείο σε καθιστικό. ~ το γέλιο στο δάκρυ. Μέσα σε λίγο καιρό έγινε ~ υπάλληλος προϊστάμενος. 17. (κανένας άλλος/καμία άλλη/τίποτα άλλο εκτός ...) εξαίρεση: Δεν έχω κανέναν άλλο (εκτός) ~ εσένα. Δεν υπάρχει καμία άλλη λύση ~ την υποχώρηση. Δεν ξέρει τίποτα άλλο ~ τη δουλειά του. ● ΦΡ.: από κει και πέρα: από το σημείο αυτό και εξής: Άκουσα τις συμβουλές σου, ~ ~ (όμως) άσε με να αποφασίσω μόνος μου., (από) πάππου προς πάππου βλ. πάππος, (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι βλ. μακριά, (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! βλ. άγραφος, απ' άκρη σ' άκρη βλ. άκρη, απ' τα ψηλά στα χαμηλά (και απ' τα πολλά στα λίγα) βλ. ψηλός, απ' την καλή (κι απ' την ανάποδη) βλ. καλή, απ' το κακό στο χειρότερο βλ. κακό, από (καλό) σπίτι βλ. σπίτι, από (μεγάλο) σόι/τζάκι βλ. σόι, από (τα) πριν βλ. πριν, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, από άμβωνος βλ. άμβωνας, από αμέλεια βλ. αμέλεια, από αναβολή σε αναβολή βλ. αναβολή, από άνθρωπο σε άνθρωπο βλ. άνθρωπος, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, από γεννησιμιού (μου/σου/του) βλ. γεννησιμιό, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από δήμαρχος κλητήρας βλ. δήμαρχος, από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί βλ. εδώ, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, από ένστικτο βλ. ένστικτο, από ευγένεια/για λόγους ευγένειας βλ. ευγένεια, από Θεού άρξασθε/άρξασθαι βλ. θεός, από κάθε άποψη βλ. άποψη, από καθέδρας βλ. καθέδρα, από καθήκον βλ. καθήκον, από καιρό σε καιρό βλ. καιρός, από καρδιάς βλ. καρδιά, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από κοινού βλ. κοινός, από κόκαλο βλ. κόκαλο, από κοντά βλ. κοντά, από κούνια βλ. κούνια, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, από λεπτό σε λεπτό βλ. λεπτό, από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα βλ. Μάρτης, από μέρα σε μέρα βλ. μέρα, από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια βλ. αλήθεια, από μνήμης βλ. μνήμη, από μόνος μου/σου/του βλ. μόνος, από μπρος κι από πίσω βλ. εμπρός, από μυλωνάς δεσπότης βλ. μυλωνάς, από παιδί βλ. παιδί, από παλιά βλ. παλιά, από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, από πατέρα σε γιο βλ. πατέρας, από πού κι ως πού βλ. πού, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης βλ. πρόσωπο, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, από σκοπού βλ. σκοπός, από σπίτι σε σπίτι βλ. σπίτι, από σπόντα βλ. σπόντα, από στήθους βλ. στήθος, από στιγμή σε στιγμή βλ. στιγμή, από στόμα σε στόμα βλ. στόμα, από συνήθεια βλ. συνήθεια, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, από τα γεννοφάσκια (μου/σου/του) βλ. γεννοφάσκια, από τα χείλη/διά χειλέων κάποιου βλ. χείλος, από τη μάνα του βλ. μάνα, από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. πλευρά, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη βλ. Σκύλλα, από τη στιγμή που βλ. στιγμή, από την άποψη/από ... άποψη/από απόψεως & από άποψης βλ. άποψη, από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, από την κόλαση στον παράδεισο βλ. κόλαση, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, από την παραγωγή στην κατανάλωση βλ. παραγωγή, από την πίσω πόρτα βλ. πόρτα, από την ώρα που βλ. ώρα, από το άλφα ως το ωμέγα βλ. άλφα, από το αποτέλεσμα βλ. αποτέλεσμα, από το γεγονός ότι βλ. γεγονός, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, από το ένα στο άλλο βλ. άλλος, από το μηδέν βλ. μηδέν, από το στόμα μου το πήρες! βλ. στόμα, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! βλ. στόμα, από το τίποτα βλ. τίποτα, από τον Άννα στον Καϊάφα βλ. Άννας, από τον καιρό του Νώε βλ. Νώε, από τον πρώτο ως τον τελευταίο βλ. πρώτος, από τώρα; βλ. τώρα, από υποχρέωση βλ. υποχρέωση, από χειρόγραφο βλ. χειρόγραφο, από χέρι σε χέρι βλ. χέρι, από ώρα σε ώρα βλ. ώρα, από/απ' τη μεριά (μου/σου ...) βλ. μεριά, από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ, από/κατά σύμπτωση βλ. σύμπτωση, από/με πρόθεση βλ. πρόθεση, αφ' εαυτού/αφεαυτού (μου/του/της) βλ. εαυτός, αφ' υψηλού βλ. υψηλός, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, εκ μέρους/από μέρους (κάποιου) βλ. μέρος, εκ πεποιθήσεως βλ. πεποίθηση, εκ/από Θεού βλ. θεός, εξ αντανακλάσεως βλ. αντανάκλαση, εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. απόσταση, κατά λάθος βλ. λάθος, κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή βλ. κλωστή, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, μια ανάσα από/πριν από βλ. ανάσα, πάνω απ' όλα βλ. πάνω & επάνω, πάνω απ' τον ώμο (κάποιου) βλ. ώμος, πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας βλ. κεφάλι, παρελθέτω/απελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο βλ. ποτήριο, περνά από πολλά χέρια βλ. χέρι, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο, περνώ από σαράντα/χίλια κύματα βλ. κύμα, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, χωρισμός από τραπέζης και κοίτης βλ. κοίτη [< αρχ. ἀπό, μεσν. απ΄, αρχ. ἀφ΄]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

αυτοκίνητο

αυτοκίνητο [αὐτοκίνητο] αυ-το-κί-νη-το ουσ. (ουδ.) {αυτοκινήτ-ου | -ων}: όχημα με τέσσερις συνήθ. τροχούς που κινείται με δικό του κινητήρα: αγροτικό/αγωνιστικό (= ~ αγώνων)/αθλητικό/αναπηρικό/αστυνομικό (πβ. περιπολικό)/γρήγορο/διθέσιο/επαγγελματικό/επιβατικό (βλ. χάτσμπακ)/ευκολοδήγητο/κάμπριο/μεταχειρισμένο/νοσοκομειακό (πβ. ασθενοφόρο)/οικολογικό (/καθαρό/πράσινο)/πεντάπορτο/πετρελαιοκίνητο/πολυτελές/σπορ/στρατιωτικό/συμβατικό/(τε)θωρακισμένο/τετραθέσιο/τετρακίνητο (πβ. τζιπ)/υβριδικό/φορτηγό (βλ. καμιόνι) ~. Αγώνες (πβ. ράλι)/άδεια/αριθμός κυκλοφορίας/αμάξωμα/ανάρτηση/αξεσουάρ/ασφάλεια/έκθεση (πβ. σαλόνι)/ενοικίαση/ζώνη ασφαλείας/λέσχη/μάρκα/μοντέλο/μπαταρία του/σέρβις/συναγερμός(= αντικλεπτικό)/σχάρα του/τύπος/φρένα του/φώτα του ~ου. Ανταλλακτικά/αντιπροσωπεία/συνεργείο ~ων. Βιομηχανία ~ων (= αυτοκινητοβιομηχανία). ~ δημόσιας/ιδιωτικής χρήσης (= γιωταχί). ~ μεταφοράς εμπορευμάτων/επιβατών/φορτίου. ~α-αντίκες. ~α μεγάλου/μικρού κυβισμού. Οδηγώ/παρκάρω/τρακάρω το ~. Ταξιδεύει/τρέχει με το ~. Εκούσια ακινησία ~ου. Ευρωπαϊκή Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο (: 22 Σεπτεμβρίου). Πβ. τροχοφόρο. Βλ. αυτοκινητάκι. ΣΥΝ. αμάξι ● Μεγεθ.: αυτοκινητάρα (η) (προφ.): μεγάλο, πολυτελές και συνήθ. υψηλού κυβισμού αυτοκίνητο. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματο αυτοκίνητο βλ. αυτόματος, ηλεκτρικό αυτοκίνητο βλ. ηλεκτρικός ● ΦΡ.: αυτοκίνητο δύο όγκων: ΤΕΧΝΟΛ. χάτσμπακ., αυτοκίνητο τριών όγκων: τύπος αυτοκινήτου που χαρακτηρίζεται από τρία διακριτά μεταξύ τους μέρη, το μπροστινό τμήμα (θέση μηχανής συνήθ.), το πίσω (πορτμπαγκάζ) και την καμπίνα επιβατών: οικογενειακό ~ ~. Πβ. μπερλίνα, σεντάν. Βλ. κουπέ, στέισον βάγκον, χάτσμπακ. [< γαλλ. automobile, περ. 1890]

βαθμός

βαθμός βαθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. καθένας από τους αριθμούς-υποδιαιρέσεις μιας κλίμακας μέτρησης ενός μεγέθους· ειδικότ. μονάδα συστήματος μέτρησης: (ΜΕΤΕΩΡ.) Η θερμοκρασία άγγιξε τους/έφτασε τους/σκαρφάλωσε στους σαράντα ~ούς Κελσίου.|| (ΓΕΩΦ.) Σεισμός μεγέθους 4,6 ~ών της κλίμακας Ρίχτερ.|| (ΙΑΤΡ.) Έχει τρεις ~ούς μυωπία.|| (ΧΗΜ.) Αλκοολικός ~ του οίνου. ~ καθαρότητας (του νερού)/οξύτητας (= πεχά). 2. αριθμός ή γράμμα που δηλώνει την αξιολόγηση της επίδοσης μαθητή, φοιτητή ή άλλου εξεταζόμενου ή διαγωνιζόμενου: (στο σχολείο:) ~ προαγωγής από την Α' στη Β' Λυκείου. Απολυτήριο με (συνολικό/τελικό) ~ό (= μέσο όρο) 18 ("λίαν καλώς"). Βγήκαν οι ~οί των εξετάσεων. Μοιράστηκαν οι ~οί (= οι έλεγχοι). Είχε καλούς ~ούς στα μαθήματα.|| (στις πανελλήνιες:) Υπολογισμός του γενικού ~ού πρόσβασης (βλ. μόρια). Ανακοίνωση των ~ών εισαγωγής (= βάσεων).|| (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:) Γραπτός/προφορικός ~. Ο ~ του πτυχίου.|| -Τι ~ό πήρες στο τεστ; -Είκοσι/εκατό στα εκατό (= άριστα). ΣΥΝ. βαθμολογία (1) 3. ΑΘΛ. μονάδα ή μονάδες που δίνονται σε παίκτη ή ομάδα: Απέσπασε/πήρε τον ~ό της ισοπαλίας. Τσίμπησε ~ό. Έχασε/κέρδισε/συγκέντρωσε (πολύτιμους/χρυσούς) ~ούς. ΣΥΝ. βαθμολογία (1), πόντος1 (3) 4. ένταση, επίπεδο, μέτρο, ποσότητα: ~ ενεργειακής απόδοσης/κλίσης (μιας επιφάνειας)/παραμόρφωσης/υγρασίας.|| ~ ακρίβειας (μιας πρόβλεψης)/δυσκολίας (των θεμάτων)/σταθερότητας (των τιμών). ~ ανάπτυξης (βλ. ρυθμός). Επίτευξη του επιθυμητού ~ού ασφάλειας. Εκτίμηση ~ού επικινδυνότητας. Διατήρηση υψηλού ~ού/μείωση του ~ού ετοιμότητας. Σε ποιο/τι ~ό αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα; Πβ. ποσοστό.|| ~ αξιοπιστίας/βεβαιότητας/εμπιστοσύνης/επίδρασης/ευθύνης. Σε ενοχλητικό/μεγάλο/σημαντικό ~ό. Στον υπέρτατο ~ό. Αναισθησία στον μέγιστο ~ό. Κοροϊδία πρώτου ~ού. …για να διαπιστωθεί ο ~ στον οποίο έχει επιτευχθεί εξάλειψη φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. θέση σε ιεραρχική κλίμακα: στέρηση ~ού. Συνταξιοδοτήθηκε με τον ~ό του Διοικητή/Προϊσταμένου. Βλ. βαθμολόγιο.|| Οι ~οί των νοσοκομειακών γιατρών (: Επιμελητής Α'/Β', Διευθυντής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Οι ~οί στον Στρατό Ξηράς/στην ΠΑ/στο ΠΝ. (Σώματα Ασφαλείας:) Οι ~οί στην ΕΛ.ΑΣ./στο Λιμενικό/στην Πυροσβεστική. Βλ. Στρατηγός, (Αντι/Υπο)στράτηγος, Ταξίαρχος, (Αντι)Συνταγματάρχης, Ταγματάρχης, (Ανθ)Υπο)Λογαγός, Ανθυπασπιστής, (Αρχι/Επι)Λοχίας, Δεκανέας. Βλ. (Αντι/Υπο)Ναύαρχος, (Αντι/Αρχι/(Ανθ)Υπο)Πλοίαρχος, Πλωτάρχης, Σημαιοφόρος, (Αρχι/Επι)Κελευστής, Δίοπος. Βλ. (Αντι/Υπο)Πτέραρχος, Ταξίαρχος, (Αντι)Σμήναρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Σμηναγός, (Αρχι/Επι/Υπο)Σμηνίας. Βλ. (Αρχι/Αστυ)φύλακας, (Ανθ)Υπ)Αστυνόμος. Βλ. (Αντι/Αρχι)Πύραρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Πυραγός, Πυρονόμος, (Αρχι)Πυροσβέστης. Βλ. αγρο-νόμος, -φύλακας. 6. κατάταξη, σειρά σε κλίμακα βαρύτητας: (ΙΑΤΡ.) ~ αναπηρίας/κακοήθειας. Ασθενείς με μεγάλου/σοβαρού ~ού νεφρική ανεπάρκεια. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου: ΜΑΘ. ο μεγαλύτερος από τους εκθέτες της μεταβλητής που εμφανίζεται σε ένα πολυώνυμο. [< γαλλ. degré d'un polynôme] , πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: κατηγοριοποίηση που δηλώνει κλίμακα ιεραρχίας, πολυπλοκότητας, σπουδαιότητας: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ~ ~.|| (ΜΑΘ.) Εξισώσεις/πολυώνυμα ~ ~.|| (ΙΑΤΡ.) Διαστρέμματα/θλάσεις ~ ~. Βλ. έγκαυμα.|| (ΝΟΜ.) Φόνος πρώτου/δευτέρου βαθμού. [< αγγλ. first/second/third degree] , (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού βλ. συγγένεια, βαθμοί σύγκρισης βλ. σύγκριση, βαθμός συγγένειας βλ. συγγένεια, βαθμός/βαθμοί ελευθερίας βλ. ελευθερία, θετικός βαθμός βλ. θετικός, συγκριτικός βαθμός βλ. συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός βλ. υπερθετικός ● ΦΡ.: σε τέτοιο βαθμό, που (να)/ώστε να ...: τόσο πολύ ή τόσο καλά, ώστε ...: Παρουσιάζει τις καταστάσεις εξιδανικευμένες ~, που (να) φαντάζουν ανυπόστατες. Δεν τον γνωρίζω ~, ώστε να του λέω τα πάντα. Σε/στο ~ (= σημείο) μάλιστα που ..., στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί: όσο με αφορά: ~ ~, είμαι υπεύθυνος (: αλλά μέχρι ενός σημείου)., ως έναν βαθμό & (λόγ.) μέχρι(ς) ενός βαθμού: μέχρι ενός σημείου: Η άποψή του είναι, ~ ~, δικαιολογημένη/κατανοητή/σωστή. ~ ~, έχει δίκιο. Πβ. κάπου, κάπως. [< γαλλ. jusqu'à un certain degré] , ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, στο μέτρο/στον βαθμό που βλ. μέτρο, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός [< 1,5: μτγν. βαθμός 2,3,4,6: γαλλ. degré, αγγλ. degree]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βιολί

βιολί βιο-λί ουσ. (ουδ.) {βιολ-ιού}: ΜΟΥΣ. τετράχορδο όργανο, κουρδισμένο σε διαστήματα πέμπτης, το οποίο στηρίζεται ανάμεσα στον ώμο και το πιγούνι του μουσικού και παίζεται με δοξάρι· συνεκδ. βιολιστής: ηλεκτρικό/κλασικό/παραδοσιακό ~. Ο βραχίονας/η γέφυρα (/ο καβαλάρης)/τα κλειδιά/το σώμα (= σκάφος) του ~ιού. Τσιγγάνικα ~ιά. ~ για παιδιά/παιδικό ~. Βλ. βιόλα, κοντραμπάσο, τσέλο.|| Είναι το καλύτερο ~.|| (λαϊκό) {στον πληθ.} Στον γάμο του έφερε ~ιά (: μικρή ορχήστρα). ● Υποκ.: βιολάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτο/δεύτερο βιολί 1. ΜΟΥΣ. (σε ορχήστρα) πρώτος (και κορυφαίος)/δεύτερος στη σειρά βιολιστής. 2. (μτφ.) πρόσωπο που έχει πρωταγωνιστικό, ηγετικό ή αντίστοιχα δευτερεύοντα ρόλο σε μια κατάσταση, έναν τομέα. Πβ. πρωτ-, δευτερ-αγωνιστής. ● ΦΡ.: παιδί-κουμπί/βιολί (προφ.): χαζό, ανόητο., πού θα πάει αυτό τo βιολί: πού θα οδηγηθεί αυτή η κατάσταση, κυρ. ως έκφρ. αγανάκτησης: Να δούμε, ~ ~., το βιολί βιολάκι του & το βιολί του & το ίδιο βιολί & αυτό το βιολί & αυτός το βιολί του (μτφ.-προφ.): ως δήλωση αγανάκτησης για κάτι επαναλαμβανόμενο, όπως λόγος, ισχυρισμός, συνήθεια, πράξη: Όσο και να του το εξηγούσα, αυτός (εκεί) το βιολί βιολάκι/το βιολί του ... Άρχισε πάλι/βαρέθηκα/συνεχίζει το ίδιο ~. Πόσο θα τραβήξει/πού θα πάει αυτό το ~; Πβ. το(ν) χαβά του, τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου., αλλάζω τροπάρι(ο)/βιολί/σκοπό/χαβά βλ. αλλάζω, τι ρόλο/τι βιολί βαράει/παίζει; βλ. βαρώ [< μεσν. βιολί]

γενεά

γενεά γε-νε-ά ουσ. (θηλ.) (λόγ.): γενιά: αλληλεγγύη μεταξύ των ~ών. Διαδοχή/σύγκρουση (των) ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλαγή των γενεών: ΒΙΟΛ. η διαδοχική εμφάνιση δύο ή περισσοτέρων τρόπων αναπαραγωγής στον βιολογικό κύκλο ενός φυτού ή ζώου. Βλ. αμφι-, μονο-γονία. [< γαλλ. alternance de générations] , χάσμα (των) γενεών βλ. χάσμα ● ΦΡ.: γενεές (επί) γενεών & (επί) γενεές γενεών & επί γενεάς γενεών (λόγ.): για πάρα πολύ καιρό: Με το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έζησαν γενεές ~ (πβ. ανέκαθεν). Παράδοση που συνεχίζεται επί ~ ~.|| Παραμύθια που έχουν γαλουχήσει γενεές ~ (: ολόκληρες γενιές)., περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις (λαϊκό): τον βρίζω άσχημα: Με πήρε τηλέφωνο και με πέρασε ~ ~. [< αρχ. γενεά]

γλώσσα

γλώσσα [γλῶσσα] γλώσ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -ης | -ες, -ών} 1. ΓΛΩΣΣ. φωνητικο-ακουστικό σύστημα συμβατικών σημείων μιας κοινότητας ανθρώπων για τη διατύπωση ή ανταλλαγή σκέψεων και πληροφοριών, καθώς και για την παγίωση και μετάδοση από γενιά σε γενιά εμπειρίας και γνώσης, το οποίο βασίζεται σε νοητικές διαδικασίες, καθορίζεται κοινωνικά και υπόκειται στην ιστορική εξέλιξη: αγγλική/αρχαία/βοηθητική/δημοτική/διεθνής/εθνική/ελληνική/μεσαιωνική/τοπική ~. Διάλεκτοι/ιδιωματισμοί/λέξεις (βλ. λεξιλόγιο)/μονάδες (βλ. φώνημα, μόρφημα)/μορφολογία (βλ. γραμματική) της ~ας. Ιστορία/προέλευση/σύνταξη μιας ~ας. Ανάλυση/γνώση/διδακτική/κακοποίηση/κωδικοποίηση/περιγραφή/προστασία/τυποποίηση (βλ. νόρμα)/χρήση της ~ας. Αδελφές/άκλιτες/ανάμικτες (βλ. κρεολή, λίνγκουα φράνκα, πίτζιν)/ασθενείς/ειδικές/ισχυρές/κλασικές/κλιτές/μειονοτικές/ξένες/συγγενικές/τονικές (βλ. κινέζικα) ~ες. Εργαστήριο/τυπολογία ~ών. Επαφή των ~ών. Διδάσκω μια ~. Λεξικό της ...~ας. Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης ~ας. Μεταγραφή σε μια ~ (βλ. γκρίκλις). Μεταφράζω από μια ~ προς/σε μια άλλη. Μιλώ δύο/πολλές ~ες (βλ. δί-, πολύ-γλωσσος, γλωσσομάθεια). Βλ. λόγος, μεταγλώσσα, (συν)ομιλία, πρωτόγλωσσα.|| (με κεφαλ. Γ, το αντίστοιχο μάθημα) Η ~ της Γ' τάξης. 2. (ειδικότ.) ο προφορικός ή γραπτός λόγος, ο τρόπος έκφρασης ενός ατόμου, μιας ηλικιακής, κοινωνικής ή επαγγελματικής ομάδας, μιας επιστήμης ή εποχής: ανεπίσημη/απλή/αρχαΐζουσα/δημώδης/δόκιμη/ειδική (βλ. ζαργκόν)/επίσημη/επιστημονική/ιδιωματική/καθημερινή/καλλιεργημένη/κοινή/λαϊκή/λόγια/ομιλούμενη/παιδική/ποιητική/πρότυπη/σύγχρονη/τεχνική ~. ~ διδασκαλίας/επικοινωνίας/εργασίας. Η ~ του διαδικτύου/της διαφήμισης/του Δικαίου/των ειδήσεων/της λογοτεχνίας/της μετάφρασης/των ΜΜΕ/των νέων (βλ. κοινωνιόλεκτος)/της πιάτσας (βλ. αργκό)/ενός ποιητή (βλ. ιδιόλεκτος, στιλ, ύφος)/των πολιτικών/της τεχνολογίας. Ανεπαρκές/ικανοποιητικό επίπεδο ~ας. Η μουσικότητα της ~ας. Γράφω/διαβάζω/εκφράζομαι/επικοινωνώ/λέω κάτι σε μια ~. ~ και γραμματεία/ιδεολογία/κοινωνία/πολιτισμός/φύλο.|| Αγοραία/ανεπιτήδευτη/αυστηρή/αφηρημένη/βρόμικη/γλαφυρή/κατανοητή/κομψή/κυνική/κυριολεκτική/μεταφορική/περίτεχνη/πικρή/πλούσια/πρόστυχη/ρέουσα/σεξιστική/στρυφνή/στρωτή/συμβολική (: αλληγορική)/σύνθετη/χυδαία (βλ. λέξη ταμπού)/ωμή ~. Χρησιμοποίησε σκληρή ~. Έχει φαρμακερή ~ (: είναι φαρμακόγλωσσος). Βλ. βρομόγλωσσα.|| (μτφ.) Τρέχει η ~ του νεράκι (: μιλά με ευχέρεια). Βλ. διατύπωση. 3. ευκίνητο μακρόστενο μυώδες όργανο στη στοματική κοιλότητα και συνεκδ. οτιδήποτε έχει το συγκεκριμένο σχήμα: η διχαλωτή ~ του φιδιού. Η τραχιά ~ της γάτας. (ΜΑΓΕΙΡ.) Αρνίσια/βοδινή ~.|| Άσπρη/ροδαλή ~. Ο βλεννογόνος/οι θηλές/η κορυφή/η ρίζα/ο χαλινός της ~ας. Η ~ ως όργανο της γεύσης/της ομιλίας (βλ. αρθρωτής). Ξεράθηκε/στέγνωσε η ~ μου. Δάγκωσα/έκαψα τη ~μου. Πλαταγίζω τη ~ μου. Γλείφω με τη ~.|| Η ~ της καμπάνας/της κλειδαριάς (βλ. γλωσσίδι)/του κουδουνιού/του παπουτσιού. ~ες γης/στεριάς (βλ. λωρίδα, μύτη)/φωτιάς (βλ. φλόγα). 4. (μτφ.) μη λεκτικός τρόπος έκφρασης ή/και επικοινωνίας: η ~ της αγάπης/της αλήθειας/των αριθμών/της βίας/της εξουσίας/της ζωγραφικής/της καρδιάς/του κινηματογράφου/της λογικής/των λουλουδιών/των ματιών/της μουσικής/του χορού/του χρήματος/των χρωμάτων. Η ~ των ζώων/των μελισσών/των πουλιών.|| Η ~ του σώματος. Βλ. παρα~.|| ~ (των) σφυριγμάτων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες υπολογιστή. ~ HTML. Βλ. ψευδο~. 5. ΙΧΘΥΟΛ. θαλάσσιο ψάρι (οικογ. Soleidae) με ωοειδές πλατύ σώμα, λευκή εύγευστη σάρκα και μικρά, σκληρά λέπια: ~ καπνιστή. Φιλέτα ~ας. Βλ. ιππόγλωσσα. 6. ΦΙΛΟΛ. (σπανιότ.) απαρχαιωμένη ή άγνωστη λέξη ή έκφραση που χρειάζεται ερμηνεία (γλῶττα). ● Υποκ.: γλωσσίτσα (η) & γλωσσούλα (η) & γλωσσάκι (το): Βγάζει τη ~ του.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει κοφτερή ~! (: είναι ετοιμόλογος, καυστικός). ● Μεγεθ.: γλωσσάρα (η): (προφ.) Ο σκύλος τους έχει μία ~ να!|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Έχει μια ~ ίσαμε το μπόι του! (: είναι πολύ αναιδής). ● ΣΥΜΠΛ.: γλώσσα μηχανής: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα δυαδικών εντολών που είναι άμεσα εκτελέσιμες από τον επεξεργαστή: μετάφραση προγράμματος σε ~ ~. Βλ. κωδικοποίηση, συμβολική γλώσσα. [< αγγλ. machine language, 1971] , γλώσσα προγραμματισμού: ΠΛΗΡΟΦ. τυπικό σύστημα συμβόλων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία του ανθρώπου με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή: συναρτησιακές ~ες ~. ~ες ~ υψηλού/χαμηλού επιπέδου. [< αγγλ. programming language, 1959] , δεύτερη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. αυτή που μαθαίνεται και χρησιμοποιείται από μη μητρικούς ομιλητές: η Ελληνική ως ~ ~. Βλ. μητρική/πρώτη γλώσσα., Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών: η 26η Σεπτεμβρίου που καθιερώθηκε με αφορμή το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001), προκειμένου να αντιληφθεί ο κόσμος τη σημασία της διά βίου εκμάθησης γλωσσών και να συνειδητοποιήσει τη γλωσσική πολυμορφία της Ευρώπης. [< αγγλ. European Day of Languages] , ζωντανή γλώσσα 1. που έχει φυσικούς ομιλητές, που ομιλείται σε συγχρονικό επίπεδο: ~ές και νεκρές γλώσσες.|| Η ~ ~ του λαού (: η δημοτική σε αντιδιαστολή με την καθαρεύουσα). 2. έντονο, ζωηρό ύφος. [< γαλλ. langue vivante] , η γλώσσα της σιωπής (μτφ.): μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας με τον οποίο μπορεί να δηλωθεί συγκατάβαση, συγκατάθεση, θαυμασμός, σεβασμός ή περιφρόνηση: Απάντησε με τη ~ ~ (πβ. η σιωπή μου προς απάντησή σου). [< αγγλ. the language of silence] , κανονική γλώσσα: ΠΛΗΡΟΦ. γλώσσα παραγόμενη από μια κανονική γραμματική: ~ ~ προγραμματισμού. [< αγγλ. regular language] , μητρική/πρώτη γλώσσα: ΓΛΩΣΣ. ο πρώτος γλωσσικός κώδικας που κατακτά το παιδί. Βλ. δεύτερη γλώσσα. [< γαλλ. langue maternelle/première] , νεκρή γλώσσα: που δεν μιλιέται πια. Βλ. γλωσσικός θάνατος. ΑΝΤ. ζωντανή γλώσσα (1) [< γαλλ. langue morte] , ξύλινη γλώσσα: άκαμπτη, τυποποιημένη, δογματική γλώσσα, συνήθ. της πολιτικής προπαγάνδας: η ~ ~ της γραφειοκρατίας/των κομμάτων/των πολιτικών. Βλ. κλισέ. [< γαλλ. langue de bois] , πύρινη γλώσσα 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} φλόγα: ~ες ~ες έκαψαν χιλιάδες στρέμματα δάσους.|| (ειδικότ. ΘΕΟΛ., συμβολισμός του χαρίσματος που δέχθηκαν οι Απόστολοι από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής, πβ. γλωσσολαλιά). 2. (μτφ.) ύφος, λόγος γεμάτος ένταση και πάθος: ρήτορες με ~ ~. Χρησιμοποίησε ~ ~ (: εξαπέλυσε μύδρους) κατά ..., τυπική γλώσσα 1. (στη μαθηματική Λογική και στην Πληροφ.) σύνολο από σειρές χαρακτήρων που ανήκουν σε ένα πεπερασμένο σύστημα στοιχείων (αλφάβητο): ~ ~ αναπαράστασης. Η γλώσσα προγραμματισμού είναι μία ~ ~. Βλ. αυτόματο, τυπική γραμματική. 2. συμβατικός, επιτηδευμένος τρόπος έκφρασης: η ~ ~ των δημοσίων εγγράφων/του σχολείου. [< αγγλ. formal language] , αναλυτικές γλώσσες βλ. αναλυτικός, απομονωμένη γλώσσα βλ. απομονωμένος, απομονωτικές γλώσσες βλ. απομονωτικός, γερμανικές γλώσσες βλ. γερμανικός, γλώσσα σήμανσης βλ. σήμανση, επίσημη γλώσσα βλ. επίσημος, Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο/Χαρτοφυλάκιο Γλωσσών βλ. πορτφόλιο, ινδοευρωπαϊκές γλώσσες βλ. ινδοευρωπαϊκός, μητέρα γλώσσα βλ. μητέρα, νοηματική γλώσσα βλ. νοηματικός, νόσος της κυανής γλώσσας βλ. νόσος, οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια βλ. οικογένεια, πολυσυνθετική γλώσσα βλ. πολυσυνθετικός, ρομανικές/λατινογενείς/νεολατινικές γλώσσες βλ. ρομανικός, συγκολλητικές γλώσσες βλ. συγκολλητικός, συμβολική γλώσσα βλ. συμβολικός, συμπεριληπτική γλώσσα βλ. συμπεριληπτικός, συνθετικές γλώσσες βλ. συνθετικός, συνθηματική γλώσσα βλ. συνθηματικός, τεχνητή γλώσσα βλ. τεχνητός, τριχωτή γλώσσα βλ. τριχωτός, φυσική γλώσσα βλ. φυσικός ● ΦΡ.: βάζω χαλινάρι στη γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): προσέχω ή μετριάζω τα λόγια μου., βγάζει γλώσσα (μτφ.-προφ.): μιλά προσβλητικά, με αναίδεια, αυθαδιάζει: Τολμάει και ~ ~; Για δες το μικρό, έβγαλε ~! Πβ. αντιμιλώ., βγάζω τη γλώσσα (σε κάποιον/κάτι): δείχνω τη γλώσσα μου σε κάποιον και κατ' επέκτ. κοροϊδεύω, περιφρονώ: Μου έβγαλε ~ ~ και χαμογέλασε αυτάρεσκα., γλώσσα-πηγή/γλώσσα-στόχος & γλώσσα αφετηρίας/γλώσσα αφίξεως: αυτή που μεταφράζεται και αυτή στην οποία καταλήγει η μετάφραση: Mεταφορά κειμένου από τη ~-πηγή στη ~-στόχο.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) Διδασκαλία στη ~-στόχο. [< αγγλ. source language/target language, 1953] , δεν (το) πάει η γλώσσα μου (προφ.): διστάζω να μιλήσω από σεβασμό, ντροπή ή φόβο μήπως γίνω δυσάρεστος: ~ ~ να την κατηγορήσω. Έχω πολλά να πω, αλλά ~ ~., δεν βάζει γλώσσα μέσα (του) (προφ.): μιλάει αδιάκοπα, φλυαρεί: Δεν έβαζε ~ ~, λες κι είχε φάει γλιστρίδα., δένεται η γλώσσα μου (κόμπος) (μτφ.): δυσκολεύομαι να μιλήσω: Μου δέθηκε η ~ από την αγωνία. Ξαφνιάστηκε τόσο, που του δέθηκε η ~ του κόμπος και δεν είπε λέξη., έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι/παπούτσι (μτφ.-προφ.): στέγνωσε (συνήθ. από τη δίψα)., έχει μεγάλη γλώσσα (προφ.-μτφ.) 1. & έχει μακριά/μια γλώσσα: αυθαδιάζει: ~ ~, πρόσεχε μη σε πιάσει στο στόμα της! 2. κολακεύει, για να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. ΣΥΝ. γλείφω (2), έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου (μτφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Μια στιγμή, στην ~ ~ το 'χω (: για λέξη ή έκφραση). [< γαλλ. avoir (un mot) sur le bout de la langue] , η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει (παροιμ.): τα λόγια, συνήθ. τα κακοπροαίρετα σχόλια, μπορεί να πληγώσουν ανεπανόρθωτα: Σκέψου τι θα ξεστομίσεις, ~ ~., κακές γλώσσες & κακά στόματα: (μετωνυμ.) όσοι σχολιάζουν κακοπροαίρετα τους άλλους: ~ ~ διαδίδουν/επιμένουν/υποστηρίζουν ότι ... Οι ~ ~ δεν την έχουν πιάσει στο στόμα τους. Όπως λένε οι ~ ~... Βλ. καλοθελητής.|| Τον έφαγαν οι ~ ~ (= τον γλωσσόφαγαν)! [< γαλλ. (les) mauvaises langues] , μάζεψε τη γλώσσα σου (απειλητ.): πρόσεξε τα λόγια σου, μην αυθαδιάζεις, μη βρίζεις: Για ~ ~, σε παρακαλώ! ~ ~ λιγάκι και μην προσβάλλεις τους άλλους!, μάλλιασε η γλώσσα μου/(σπάν.) το στόμα μου (προφ.) & (σπάν.-λαϊκό) γάνιασε η γλώσσα μου: ως έκφραση αγανάκτησης για τη μάταιη επανάληψη του ίδιου πράγματος: ~ ~ να το λέω/το εξηγώ, μα πού ν' ακούσουν!, με τρώει η γλώσσα μου (μτφ.-προφ.): θέλω πολύ να πω κάτι που είναι αρνητικό, δυσάρεστο ή μυστικό: Μέρες τώρα ~ ~, αλλά κρατιέμαι., μιλώ άλλη/διαφορετική γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχουμε διαφορετικό τρόπο σκέψης: Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, μιλάμε ~ ~., μιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιον (μτφ.): έχω τις ίδιες αντιλήψεις, κοινό κώδικα επικοινωνίας: Είναι νωρίς να λες ότι ~άτε την ίδια ~, αφού μόλις γνωριστήκατε., μου βγήκε η γλώσσα (μτφ.-προφ.): λαχανιάζω και κατ' επέκτ. ταλαιπωρούμαι: ~ ~ (έξω) ν' ανεβώ τις σκάλες.|| Του βγαίνει ~ ~ απ' την κούραση (= ξεθεώνεται). Πβ. μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι., φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! & που να φας τη γλώσσα σου!: (προφ., ως απάντηση) για αποτροπή αρνητικών προβλέψεων: ~ ~ (: πάψε, μη γρουσουζεύεις, μην κακομελετάς) όλα θα πάνε καλά! ΣΥΝ. κουνήσου από τη θέση σου, χτύπα/να χτυπήσω ξύλο!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, αλέθει η γλώσσα του/της βλ. αλέθω, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, γλώσσα/γλώττα λανθάνουσα (τ' αληθή/(την) αλήθεια(ν) λέγει) βλ. λανθάνων, η γλώσσα του/της πάει ροδάνι βλ. ροδάνι, θα σου κόψω τη γλώσσα βλ. κόβω, κατάπιε τη γλώσσα του βλ. καταπίνω, λύνεται η γλώσσα μου βλ. λύνω, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, πριν μιλήσεις, βούτα τη γλώσσα στο μυαλό σου βλ. βουτώ, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα [< αρχ. γλῶσσα, γαλλ. langue, αγγλ. language, γερμ. Sprache]

δεκατέσσερις

δεκατέσσερις, ις, α δε-κα-τέσ-σε-ρις αριθμητ. απόλ. {δεκατεσσάρων} & δεκατέσσερεις 1. σύνολο από δεκατέσσερις μονάδες: ~ις: μέρες/χιλιάδες. ~α: χρόνια. 2. (προφ.) δέκατος τέταρτος: στη σελίδα ~α. Στις ~ του μήνα. ● Ουσ.: δεκατέσσερα (το) {άκλ.} 1. ο ακέραιος φυσικός αριθμός 14. 2. το σύμβολο 14 και οτιδήποτε το φέρει ως διακριτικό του: το άρθρο ~ του κανονισμού. Παίρνει το ~ (: τρόλεϊ ή λεωφορείο). 3. η ηλικία των δεκατεσσάρων ετών: Μπαίνει στα ~. Είναι δεκατεσσάρων. Έκλεισε/έφτασε τα ~. 4. βαθμός σε βαθμολογική κλίμακα: Το γραπτό του είναι για/παίρνει ~. Είναι μαθητής του ~. 5. το 2014 ('14) ή γενικότ. το δέκατο τέταρτο έτος κάθε αιώνα: Το παιδί γεννήθηκε το ~. [< μεσν. δεκατέσσερα] ● ΦΡ.: έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, περνώ κάποιον (από) γενεές δεκατέσσερις βλ. γενεά [< μτγν. δεκατέσσαρες]

διαλογή

διαλογή δι-α-λο-γή ουσ. (θηλ.): διαχωρισμός των στοιχείων ενός συνόλου και κατάταξή τους σε κατηγορίες με βάση το είδος ή τα χαρακτηριστικά τους: ~ φρούτων. ~ των απορριμμάτων/δελτίων προπό. ~ ταχυδρομικών αντικειμένων. Πάγκος ~ής. Η εφορευτική επιτροπή διενεργεί τη ~ των ψηφοδελτίων (: ξεχωρίζει τα έγκυρα από τα άκυρα και τα λευκά. Βλ. ψηφολέκτης). Πβ. (ξε)διάλεγμα, ξεσκαρτάρισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτης (Α')/δεύτερης (Β')/τρίτης (Γ')/τελευταίας διαλογής: για καταναλωτικά συνήθ. προϊόντα που ταξινομούνται σε κατηγορίες με βάση την ποιότητά τους· γενικότ. ως αξιολογικός χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος: σταφύλια ~ ~.|| Εργατικό δυναμικό/ομάδες ~ ~. Βλ. μπας-κλας. [< αρχ. διαλογή ‘απαρίθμηση, διάλογος’]

ένα

ένα [ἕνα] έ-να αριθμητ. απόλ. {ενός}: ο αριθμός ένα, ο πρώτος και ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός που εκφράζει την έννοια της μονάδας και έχει το αραβικό (1) ή το λατινικό (Ι) ως σύμβολό του: η γραμμή ~ (πβ. πρώτη) του μετρό. Βλ. δύο, τρία. ● ΦΡ.: γίνομαι ένα (με κάποιον/κάτι): ενώνομαι, συνδέομαι ή συμμαχώ: Στα δύσκολα γινόμαστε όλοι ~. Πραγματικότητα και φαντασία έγιναν ~., ένα κι ένα (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι όλα τα στοιχεία ενός συνόλου είναι εξαιρετικά, εκλεκτής ποιότητας: Όλα τους τα πράγματα είναι ~ ~., ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο (προφ.): για κάτι σαφές και αυτονόητο: Λοιπόν, ~ ~, θέλεις ή δεν θέλεις; ΣΥΝ. δύο και δύο κάνουν τέσσερα, ένα προς ένα 1. το καθένα ξεχωριστά, με κάθε λεπτομέρεια: Έψαξαν όλα τα δωμάτια ~ ~. 2. δηλώνει ότι κάθε στοιχείο ενός συνόλου συνδέεται με ένα και μόνο ένα στοιχείο ενός άλλου: (ΜΑΘ.) συνάρτηση ~ ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Σχέση ~ ~ (1:1) (: κατά την οποία μια εγγραφή ενός πίνακα συνδέεται βάσει κλειδιού με μία μόνο εγγραφή ενός άλλου). Βλ. σχέση ένα προς πολλά., με το ένα, με το δύο, με το τρία: για να δοθεί εκκίνηση: ~ ~, φύγαμε! [< γαλλ. à la une, à la deux, à la trois] , (το) νούμερο ένα βλ. νούμερο, ένα το κρατούμενο/δύο τα κρατούμενα βλ. κρατούμενο, ο υπ' αριθμόν ένα/δύο βλ. αριθμός, όλα σε ένα βλ. όλος, σχέση ένα προς πολλά βλ. σχέση, το έν(α) δεύτερο βλ. δεύτερος [< αρχ. ἕν]

εντολή

εντολή [ἐντολή] ε-ντο-λή ουσ. (θηλ.) 1. διαταγή ή παραγγελία από ανώτερη Αρχή προς υφιστάμενη, η εκτέλεση της οποίας είναι απαραίτητη: αυστηρή/γραπτή/επίσημη/προφορική/υπηρεσιακή ~. ~ ελέγχου/έρευνας. Με εισαγγελική ~. Έλαβε/πήρε ~. Δέχεται/υπακούει σε ~ές. Έχω ~ από τη διοίκηση να μη μιλήσω για το θέμα. Δεν δεσμεύονται από καμία επιτακτική ~. Εκδόθηκε προσωρινή ~ διακοπής των εργασιών. Περιμένω σχετικές ~ές. Δόθηκαν σαφείς ~ές και οδηγίες. Εκτελούσε ~ές ανωτέρων. Πραγματοποιεί την ~ή. Πβ. προσταγή. 2. ΠΛΗΡΟΦ. κωδικοποιημένη οδηγία που δίνεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή γενικότ. συσκευή για την εφαρμογή συγκεκριμένης λειτουργίας και η σχετική ενέργεια: ~ αναζήτησης/αποθήκευσης/διαγραφής/εκτέλεσης (εργασίας)/εκτύπωσης/εξόδου/μορφοποίησης. Διαγραφή/εισαγωγή/πλήκτρο ~ής. Γραμμή ~ών. ~ές σε γλώσσα μηχανής (βλ. μακρο~, μικρο~). Βλ. πρόγραμμα, ψευδο~.|| (ΤΗΛΕΠ.) Διενέργεια κλήσεων με φωνητική ~. 3. ΟΙΚΟΝ. διαδικασία κατά την οποία μεταφέρεται ή καταβάλλεται χρηματικό ποσό μέσω τράπεζας, ύστερα από εξουσιοδότηση· το ίδιο το ποσό: ταχυδρομική (βλ. επιταγή)/τηλεγραφική/τηλεφωνική/τραπεζική ~ (πβ. έμβασμα). ~ αγοράς/πληρωμής (ΦΠΑ)/πώλησης. Ακύρωση/διαβίβαση ~ής. Πάγια ~ εξόφλησης λογαριασμού μέσω πιστωτικής κάρτας. Χρηματιστηριακή ~ (: για εκτέλεση συναλλαγής). 4. ΝΟΜ. σύμβαση κατά την οποία ο ένας συμβαλλόμενος (εντολοδόχος) αναλαμβάνει χωρίς αμοιβή να διεκπεραιώσει υπόθεση που του αναθέτει ο άλλος (εντολοδότης): ανέκκλητη ~. ~ αντιπροσώπευσης/εκπροσώπησης. 5. ΠΟΛΙΤ. ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα ή κόμματα, η οποία προκύπτει μέσω εκλογών: ~ σχηματισμού κυβέρνησης (: από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας). Η κυβέρνηση έχει ισχυρή λαϊκή ~. 6. ΙΣΤ. -ΝΟΜ. προσωρινή κηδεμονία, υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών, ορισμένων περιοχών με μεγάλη γεωπολιτική σημασία, που μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έμειναν χωρίς κεντρική εξουσία: καθεστώς ~ής. Εδάφη υπό διεθνή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διερευνητική εντολή: ΠΟΛΙΤ. με την οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει (σε περίπτωση που δεν υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία εδρών) σε αρχηγό κόμματος να διερευνήσει αν έχει τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση που θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. [< γαλλ. mandat exploratoire] , εντολή/διαταγή πληρωμής: ΝΟΜ. τίτλος εκτελεστός που εκδίδεται από ειρηνοδίκη ή δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου, με τον οποίο ο οφειλέτης διατάσσεται να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό ή να παράσχει τα οφειλόμενα χρεόγραφα., αρχείο εντολών βλ. αρχείο, κατάθεση (της) εντολής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: δέκα εντολές 1. ΘΕΟΛ. κατάλογος δέκα ηθικών κανόνων που δόθηκαν από τον Θεό στον Μωυσή στο όρος Σινά, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη. Πβ. δεκάλογος. 2. (μτφ.) απαράβατες αρχές: οι ~ ~ των αγωνιστικών κανονισμών., κατ' εντολή(ν)/βάσει εντολής/εντολών (λόγ.): σύμφωνα με τη διαταγή: Δρουν/ενεργούν/λειτουργούν ~ ~ του διευθυντή/της πολιτικής ηγεσίας/της υπηρεσίας., κατόπιν εντολής (λόγ.): ύστερα από προσταγή: Ο φάκελος της υπόθεσης άνοιξε ~ ~ του εισαγγελέα., καταθέτω την εντολή βλ. καταθέτω [< 1: αρχ. ἐντολή]

ευαγγέλιο

ευαγγέλιο [εὐαγγέλιο] ευ-αγ-γέ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {ευαγγελί-ου | -ων} & (λαϊκό) βαγγέλιο 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης που διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, του θανάτου, της Ανάστασης και της Ανάληψης του Χριστού, παρουσιάζουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά στοιχεία του Χριστιανισμού· συνεκδ. ιερό λειτουργικό βιβλίο με περικοπές από τα τέσσερα Ευαγγέλια· ειδικότ. εδάφιο, απόσπασμα που διαβάζεται από τον ιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία· κατ' επέκτ. η Καινή Διαθήκη και το αντίστοιχο βιβλίο: το κατά Ματθαίον/Μάρκον/Λουκάν/Ιωάννην ~ (αλλιώς κανονικά ~α, γιατί αποτελούν μέρος του Κανόνα της Αγίας Γραφής). Η μετάφραση των ~ων στη Δημοτική (βλ. Ευαγγελικά).|| Ενεπίγραφο/χειρόγραφο ~.|| Ανάγνωση του ~ου (από τον ιερέα). Το ~ της Κυριακής/της Μεγάλης Παρασκευής.|| Προσκυνώ/φιλώ το ~. Ο μάρτυρας ορκίστηκε στο ~. Βλ. πρωτ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) η διδασκαλία του Χριστού, οι χριστιανικές αρχές, ο χριστιανισμός: η αλήθεια/η διάδοση/η διακονία/η ερμηνεία/το κήρυγμα/τα μηνύματα/το πνεύμα του ~ου. 3. (μτφ.) συνήθ. για βιβλίο που περιλαμβάνει τις βασικές αρχές ιδεολογικού, πολιτικού, φιλοσοφικού συστήματος ή οι ίδιες οι αρχές, που συχνά υπόσχονται σωτηρία, ευτυχία: το ~ ενός κόμματος/της μεταπολεμικής διανόησης. Πβ. βίβλος.|| Κοινωνικό ~. 4. (μτφ.) καθετί που θεωρείται αυθεντία και ακολουθείται πιστά: Έχω τα έργα του για ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία & (σπάν.) ψευδεπίγραφα ευαγγέλια: θρησκευτικά κείμενα που περιέχουν λάθη και φανταστικά στοιχεία, φέρουν ψευδώς το όνομα κάποιου γνωστού εκκλησιαστικού προσώπου, δεν θεωρούνται θεόπνευστα και δεν έχουν περιληφθεί στον Κανόνα της Αγίας Γραφής: Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης., Δώδεκα Ευαγγέλια: οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται τη Μεγάλη Πέμπτη και κατ' επέκτ. ο εσπερινός της Μεγάλης Πέμπτης., χαράς ευαγγέλια: για δήλωση πολύ μεγάλης χαράς, συνήθ. κατόπιν χαρμόσυνης είδησης ή γεγονότος., Γνωστικά Ευαγγέλια βλ. γνωστικός2, συνοπτικά Ευαγγέλια βλ. συνοπτικός ● ΦΡ.: άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο (προφ.): δεν ανήκει στις αρμοδιότητές μου: Αυτό που ζητάτε είναι ~ ~! Ποιος έχει δίκιο; ~ ~!, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο 1. (μτφ.) είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Έτσι άκουσα να λένε, αλλά δεν βάζω και το ~ ~. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο 2. (κυριολ.) για να ορκιστώ στο δικαστήριο. [< μτγν. εὐαγγέλιον 'ευχάριστα νέα', γαλλ. évangile, αγγλ. evangel, evangile]

καλός

καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]

κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα

κανείς & κανένας, καμία & καμιά, κανένα κα-νείς & κα-νέ-νας, κα-μί-α & κα-μιά, κα-νέ-να αόρ. αντων. {κανενός, (λαϊκό) θηλ. καμιανής | κ. (προφ.) αρσ. κανάς & κάνας, ουδ. κανά & κάνα} 1. (+ αρνητ. πρόταση) ούτε ένας: -Ποιος ήταν; -~. ~ από εμάς/τους δεν γνώριζε. ~ δεν είναι τέλειος. Δεν είμαι υπέρ κανενός.|| (ως επίθ.) Κανένας λόγος ανησυχίας. Καμία (απολύτως) αλλαγή/απάντηση/δικαιολογία/ελπίδα. Κανένα αποτέλεσμα/ενδιαφέρον/ίχνος/σημάδι/σχόλιο. Κανενός είδους. Δεν παίζει κανένα ρόλο. Δεν έχω ανάγκη καμιάς υποστήριξης. Δεν μου άρεσε κανένα φαγητό (= τίποτα). ΣΥΝ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν 2. (αόριστ.) κάποιος: Ακούει/μίλησε ~; Μήπως ξέρει ~ πού είναι; Θέλει ~ καφέ; Τσίχλα ~;|| Όπως μπορεί ~ (= καθένας). Τι να πει κανείς! Είναι ν' απορεί κανείς! Αξίζει τον κόπο να το ψάξει ~. Δεν είπε ~ (= δεν είπα) πως δεν αξίζεις, απλά θέλεις δουλειά ακόμη.|| (ως επίθ.) Θα 'ρθει κάνας άλλος; Καμιά μέρα θα δεις που ... Κάνε και καμιά δουλειά! Ρίξε καμιά ματιά! Πού και πού λέμε και καμιά καλημέρα. Κανά νέο; Τι θα έλεγες για κανένα σινεμά; 3. (προφ.) για να δηλωθεί απαξίωση: Αν με ζητήσει καμιά μάνα μου, πες της ... Μπας και νομίζεις ότι είσαι κανάς κούκλος; Δεν είναι και κανένα αριστούργημα! Δεν είμαι κανά μικρό παιδί να με κοροϊδεύεις. 4. περίπου: Θα πάρει κανά χρόνο. Να περιμένεις μετά από καμιά βδομάδα! Καμιά δεκαριά. Χάσε κανένα/κανά κιλό! Σε κανά μισάωρο, θα 'μαι πίσω. ● ΦΡ.: καμιά ... -αριά/εκατοστή/χιλιάρα (προφ.): για αριθμό, ποσό κατά προσέγγιση: ~ σαρανταριά άτομα/ευρώ/κιλά/σελίδες/χρονών (= πάνω κάτω/περίπου σαράντα). Μαζεύτηκαν ~ κατοσταριά νοματαίοι. Στο 'χω πει ~ εκατοστή φορές!, κανά δυο & κανάς δυο (προφ.) : περίπου ένα με δύο· λίγοι, μερικοί: ~ ~ φορές/χρόνια. Σε ~ ~ ώρες. Θα βγει με ~ ~ φίλους. Ήπιαμε ~ ~ τρία ποτάκια. Θα είμαστε εσύ κι εγώ, άντε και κανάς δυο άλλοι. Πβ. δυο τρεις, ένας δυο., με κανέναν τρόπο & με καμία δύναμη/κυβέρνηση (προφ.-εμφατ.): σε καμία περίπτωση, καθόλου: Δεν θέλω ~ ~ να ... Δεν πρόκειται ν' αλλάξω γνώμη/να το επιτρέψω ~ ~! ΣΥΝ. επ' ουδενί (λόγω), με τίποτα (1), με/για τίποτα στον κόσμο, με την καμία (αργκό): με τίποτα., δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ... βλ. υπάρχω, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, καμία σχέση βλ. σχέση, καμιά φορά βλ. φορά, κανένα πρόβλημα! βλ. πρόβλημα, σε καμία περίπτωση βλ. περίπτωση, χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα βλ. κουβέντα [< μεσν. κανείς]

καρδινάλιος

καρδινάλιος καρ-δι-νά-λι-ος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίου} (κ. με κεφαλ. Κ): τίτλος ανώτερου κληρικού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: το Κολέγιο των ~ίων (: το σημαντικότερο διοικητικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας). ~ που προτάθηκε για Πάπας. Βλ. κονκλάβιο. ● ΦΡ.: (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων: (με) αλαζονεία, υπεροψία: Έχει ~ ~. Με αντιμετώπισε με ~ ~. Βλ. τουπέ. [< μεσν. καρδινάλιος]

καταϊδρωμένος

καταϊδρωμένος, η, ο κα-τα-ϊ-δρω-μέ-νος επίθ. (επιτατ.): πάρα πολύ ιδρωμένος: Έφτασε (λαχανιασμένος και)/ξύπνησε ~. Πβ. μούσκεμα στον ιδρώτα. ΣΥΝ. κάθιδρος ● ΦΡ.: τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος (ειρων.): καθυστερημένος και κουρασμένος εξαιτίας της προσπάθειάς του να προλάβει· κυρ. κατ' επέκτ. για κάποιον ή κάτι που μόλις και μετά βίας καταλαμβάνει θέση (πολύ) κατώτερη της πρώτης: Τερμάτισε ~ ~.|| Το κόμμα βγήκε τελευταίο και ~ο στις εκλογές.

κουβέντα

κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]

λαλεί

λαλεί [λαλεῖ] λα-λεί ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {λάλ-ησε, -ήσει, -ούμενος, -ημένος} & λαλάει & λαλά (προφ.): (για πτηνό) κελαηδά, βγάζει φωνή: ~ούν τα πουλιά. Πβ. τραγουδώ.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ούσαν (= ηχούσαν μελωδικά) τα βιολιά.λαλώ {λαλ-είς κ. -άς} 1. (νεαν. αργκό) τρελαίνομαι: Έχω ~ήσει (= παλαβώσει) απ' το πολύ διάβασμα. Κόντεψα να ~ήσω (= να μου στρίψει, να φλιπάρω) κλεισμένος στο σπίτι τόσες μέρες. Καλά, αυτός είναι τελείως ~ημένος (= σαλταρισμένος). 2. (προφ.) λέω, μιλώ· (για μουσικό) παίζω. Βλ. δια~, κατα~. ● Ουσ.: λαλούμενα (τα): λαϊκά μουσικά όργανα., λαλουμένη/λαλούμενη (γλώσσα) (η) (προφ.): καθομιλουμένη. Πβ. λαλιά. ● ΦΡ.: είπα και (ε)λάλησα (προφ.-εμφατ.): δεν δέχομαι δεύτερη κουβέντα, δεν θα το ξαναπώ, είμαι ανυποχώρητος στην άποψή μου: ~ ~, θα πάτε αμέσως για ύπνο!, ούτε μιλάει ούτε λαλάει (προφ.): δεν μιλά καθόλου, δεν βγάζει λέξη., τρεις λαλούν και δυο χορεύουν (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας, λογικής ή συνεννόησης: Είναι όλοι τους ~ ~!, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας [< αρχ. λαλῶ]

λέξη

λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]

λεπτό

λεπτό λε-πτό ουσ. (ουδ.) & (προφ.) λεφτό 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα χρόνου (σύμβ. min) ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας ή με εξήντα δευτερόλεπτα· συνεκδ. σύντομο χρονικό διάστημα: διάρκεια ενός ~ού. Χρέωση ... ευρώ ανά/το ~. Πέντε ~ά (= πεντάλεπτο) διάλειμμα. (στην κινητή τηλεφωνία:) Δωρεάν ~ά ομιλίας. Μέσα σε δύο ~ά/εντός είκοσι ~ών. Τρία ~ά αργότερα. Πριν (από) επτά ~ά. Δεκαπέντε ~ά (= ένα τέταρτο) μετά τις δύο. Είναι τριάντα ~ά (= μισή ώρα) μακριά/με τα πόδια. Απομένουν έξι ~ά (μέχρι τη λήξη). Επιστρέφω σε δέκα ~ά (= σε ένα δεκάλεπτο). Διακόπτουμε για λίγα ~ά (: ολιγόλεπτη διακοπή). Πάλεψαν για τη νίκη μέχρι το τελευταίο ~ του αγώνα. Πβ. πρώτο.|| Τον συμπάθησα από το πρώτο ~. Θα πάρει μόνο ένα ~ (= πολύ λίγο). Ζει κάθε ~ της ζωής του. Πβ. στιγμή. 2. ΟΙΚΟΝ. νομισματική μονάδα ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ (και παλαιότ. της δραχμής)· συνεκδ. το αντίστοιχο κέρμα: δύο/πέντε/δέκα/είκοσι/πενήντα ~ά (= δί-/πεντά-/δεκά-/εικοσά-/πενηντά-λεπτο). ΣΥΝ. ευρωλεπτό, σεντ 3. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. ● Υποκ.: λεπτάκι & λεπτούλι (το): στη σημ. 1: μισό λεπτάκι. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερο (λεπτό): δευτερόλεπτο. ● ΦΡ.: από λεπτό σε λεπτό & από το ένα λεπτό στο άλλο (προφ.) 1. σε πολύ λίγο: Τους περιμένω ~ ~. Πβ. από τη μια στιγμή/μια μέρα στην άλλη, από ώρα σε ώρα, οσονούπω. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, όπου να 'ναι (1) 2. πολύ γρήγορα: Η κατάστασή του χειροτερεύει ~ ~. [< γαλλ. d'une minute à l'autre ] , για μισό/για ένα λεπτό (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση, διαφωνία ή για να ζητηθούν διευκρινίσεις, εξηγήσεις: ~ ~ (= όπα), πότε το είπα αυτό;|| ~ ~ (= κάτσε, περίμενε, στάσου), γιατί με μπέρδεψες, τι εννοείς;, ένα/μισό λεπτό (προφ.): για να δηλωθεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα: Περίμενε ~ ~ (= λιγάκι)! Επιστρέφω σε ~ ~ (= αμέσως). Μισό ~ να κοιτάξω και θα σου πω (κ. αργκό "μισό"). ~ ~, παρακαλώ!, ενός λεπτού σιγή & μονόλεπτη/-ος σιγή & τριών λεπτών σιγή: απόδοση τιμής σε αποθανόντα συνήθ. πριν από την έναρξη επίσημης εκδήλωσης, διάρκειας ενός λεπτού ή τριών λεπτών (κυρ. στη μνήμη πολλών θυμάτων), σε σιωπηλή και όρθια στάση των παρευρισκομένων: Κράτησαν/τήρησαν ~ ~. [< γαλλ. une minute de silence] , λεπτό προς λεπτό: (συνήθ. για δημοσιογραφική κάλυψη) αναλυτική παρακολούθηση γεγονότος ή διαδικασίας την ώρα που λαμβάνει χώρα: ~ ~ η επιχείρηση απεγκλωβισμού/οι κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις/η μάχη των εκλογών., ούτε λεπτό: καθόλου, ούτε στιγμή: Δεν υπάρχει ~ ~ για χάσιμο! Δεν σταμάτησε ~ ~ να βρέχει. Θα σε περιμένω μέχρι τις τέσσερις, ~ ~ παραπάνω., στο λεπτό: αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα: φωτογραφίες ~ ~ (πβ. της στιγμής). Ετοιμάστηκε ~ ~ (= σε κλάσμα/κλάσματα (του) δευτερολέπτου, στη στιγμή, στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς φιτίλι/τάκα-τάκα/τσακ μπαμ). [< γαλλ. à la minute] [< μτγν. λεπτόν 1,2: γαλλ. minute]

λίγο

λίγο λί-γο επίρρ. {λιγότ-ερο}: για να δηλωθεί μικρή ποσότητα, ένταση, απόσταση ή χρονική διάρκεια: ~ ακόμα/αργά/μακριά/μετά τα μεσάνυχτα/πιο γρήγορα. Είμαι ~ (= κατά τι, μια ιδέα, μια στάλα, ολίγον τι) καλύτερα. Νιώθω ~ (= κάπως) κουρασμένος. Ακούω ~ απ' όλα (ενν. τα είδη μουσικής). ~ να ζοριστεί, τα παρατά. Κάτι ~ πρόσφερα κι εγώ. -Αγχώθηκες; -~... (προφ.) Θέλει ~ προσοχή/υπομονή. Όλα τα ωραία κρατάνε (για) ~. Σε ~ θα ξημερώσει. Έχουν αργήσει ~. Έμεινε πολύ ~. Πονώ ~ερο από χθες.|| (προφ., έκφρ. ευγένειας) Κάνεις ~ στην άκρη; Θέλεις ~ παγωτό; ΑΝΤ. πολύ (1) ● Υποκ.: λιγάκι & λιγουλάκι ● ΦΡ.: κάθε λίγο (και λιγάκι)/κάθε τόσο (και λιγάκι)/κάθε τρεις και λίγο & (σπάν.) κάθε τρεις και δυο (προφ.): πολύ συχνά: ~ ~, μας κουβαλιέται/τρέχει στους γιατρούς., λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... (προφ.): για κάτι που δεν συνέβη, αν και έφτασε πολύ κοντά στο να γίνει: ~ έλειψε να πιαστούν στα χέρια. ~ ακόμα και θα χάναμε την πτήση. ~ ήθελε να αποβληθεί. Πβ. μόνο που δεν, παραλίγο, σχεδόν.|| (με αναφορά στο παρόν-μέλλον:) Η κατάσταση ~ θέλει για να/και θα ξεφύγει., λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ (προφ.): σε έναν ορισμένο βαθμό, περίπου: ~ ~ όλοι έχουν δίκιο. Η ιστορία είναι ~ ~ γνωστή σε όλους. Όλοι ~ ~ θα έχετε ακούσει για ... Πβ. πάνω κάτω., λίγο-λίγο & λίγο λίγο (προφ.-επιτατ.): (για ποσότητα ή χρονικό διάστημα) αργά, βαθμιαία, σταδιακά: ~ ~ θα συνηθίσεις. Ρίχνουμε ~ ~ το γάλα. Πβ. ολίγον κατ' ολίγον. ΣΥΝ. σιγά-σιγά, ούτε λίγο ούτε πολύ (προφ.): για να δηλωθεί κάτι ξεκάθαρα και με ακρίβεια: ~ ~ μου ζήτησε να φύγω από το σπίτι. Την κατηγόρησαν ~ ~ για ... Αυτό ~ ~ (: δηλαδή) σημαίνει ότι ... Πβ. ουσιαστικά., παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα: παραλίγο. ΣΥΝ. σχεδόν, ποιος λίγο, ποιος πολύ & άλλος λίγο/λιγότερο, άλλος πολύ/περισσότερο (προφ.): περίπου όλοι: Ήταν όλοι ανακατεμένοι, ~ ~, σ’ αυτή την υπόθεση., κάτι λίγο βλ. κάτι ● βλ. λίγος [< μεσν. λίγο]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

μάτι

μάτι μά-τι ουσ. (ουδ.) {ματ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ. το αισθητήριο όργανο της όρασης: γαλάζια (= γαλανά· πβ. μπλε)/καστανά/μαύρα/πράσινα ~ια. Αμυγδαλωτά/βουρκωμένα/κατακόκκινα/μεγάλα/ορθάνοιχτα/σχιστά ~ια. Μαυρισμένο ~ (από μπουνιά). Ανοιγοκλείσιμο/κινήσεις του ~ιού. Βάφει τα ~ια της. Κρέμα/μακιγιάζ/μολύβι/σκιές ~ιών. Το περίγραμμα των ~ιών. Με δεμένα (τα) ~ια. Μαύροι κύκλοι/σακούλες κάτω από τα ~ια. Έχασε την όρασή του από το αριστερό/δεξί ~. Μπήκε ένα σκουπιδάκι στο ~. Τσούζουν τα ~ια μου από τον καπνό. Σιγά, θα μου βγάλεις κανένα ~/το ~ με την ομπρέλα! Κοίτα με στα ~ια. Κουράστηκαν τα ~ια μου. Τρέχουν δάκρυα από τα ~ια. Τα ~ια βγήκαν κόκκινα στη φωτογραφία.|| Σύνθετα ~ια μέλισσας/μύγας. Προεξέχοντα ~ια.|| (ΑΝΑΤ.) Αγγεία/βλέφαρα/βολβός/βυθός/ίριδα/κανθός/κόγχη/κόρη/μύες/φακός/(αμφιβληστροειδής/κερατοειδής) χιτώνας του ~ιού. Πίεση στα ~ια. Γυάλινο ~. Βιονικό/τεχνητό ~ για τυφλούς. Μόλυνση/φλεγμονή του ~ιού. Βλ. αστιγματισμός, γλαύκωμα, δαλτονισμός, καταρράκτης, στραβισμός, αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, πρεσβυ-, υπερμετρ-ωπία, α-, δυσ-χρωματοψία, βλεφαρ-, επιπεφυκ-, κερατ-ίτιδα, ωχρά/ωχρή κηλίδα. ΣΥΝ. οφθαλμός (1) 2. η ιδιότητα, η ικανότητα της όρασης: αόρατο στο ~. Έχει γερό/δυνατό ~ (: βλέπει πολύ καλά). Έχει χάσει τα ~ια του (: έχει τυφλωθεί). Τι βλέπουν τα ~ια μου! Χαρά των ~ιών (: ευχάριστο να το βλέπει κάποιος). Μέχρι εκεί που φτάνει το ~ (: μέχρι εκεί που μπορεί να δει κάποιος).|| (μτφ.) Τα βλέπει όλα, λες κι έχει ~ια στην πλάτη. 3. το βλέμμα και γενικότ. η έκφραση του προσώπου, όταν κοιτάζει κάποιος κάτι: γλυκά/ζεστά/λαμπερά/τσακίρικα/ψυχρά ~ια. Τα αδιάκριτα ~ια των περαστικών. Η εντυπωσιακή εμφάνιση τραβάει το ~. Έχει τα ~ια του πατέρα της (πβ. ματιά). Η γλώσσα των ~ιών. Συνεννοούμαι με τα ~ια. Γουρλώνω/κατεβάζω/σηκώνω/στρέφω/χαμηλώνω τα ~ια. Έχω τα ~ια μου καρφωμένα στη γη/κάτω. Δεν ξεκολλούσε τα ~ια του από πάνω της. Τον κοίταξε κατευθείαν στα/(ίσια) μέσα στα ~ια (ενν. με ειλικρίνεια). Τον παρακολουθούσα με την άκρη του ~ιού μου. Γύρισα τα ~ια μου αλλού. Πού έχεις τα ~ια σου (: πού κοιτάς); Τα ~ια είναι ο καθρέφτης της ψυχής. Ο τρόμος ήταν ζωγραφισμένος στα ~ια του. 4. (μτφ.) ο τρόπος αντιμετώπισης μιας κατάστασης: με το/μέσα από το ~ του αναγνώστη/ειδικού/επιστήμονα/θεατή. Η ζωή μέσα από τα ~ια ενός παιδιού. Η εικόνα της χώρας στα ~ια των ξένων. Αντιμετωπίζω/βλέπω/εξετάζω τα πράγματα με έμπειρο/θετικό/κριτικό ~. Βλέπει το μέλλον με καλύτερο ~. Βλέπουν τον κόσμο με τα ίδια ~ια. Ήταν η καλύτερη ταινία στα ~ια (: κατά την εκτίμηση) όλων. Πβ. οπτική γωνία, σκοπιά.|| Mε το ~/τα ~ια (: ενδιαφέρον) στραμμένο/α στο μέλλον.|| Το άγρυπνο ~ (: επίβλεψη) της Αστυνομίας/του Νόμου. 5. καθετί που μοιάζει με μάτι: ηλεκτρονικό ~. Το ~ της πόρτας (= ματάκι)/της φωτογραφικής μηχανής. Το ~ του τυφώνα (: το κέντρο). ~ διχτυού (: καθεμία από τις τρύπες, πβ. θηλιά). (παλαιότ.) ~ της θάλασσας (= δίνη). Αβγά ~ια (: τηγανισμένα ώστε ο κρόκος να ξεχωρίζει από το ασπράδι). Περνάω την κλωστή από το ~ (: τρύπα στην κορυφή) της βελόνας.|| (εστία κουζίνας:) Ηλεκτρικό/μεγάλο/μεσαίο/μικρό ~. Ανάβω/σβήνω το ~. Ξέχασα ανοιχτό το ~. 6. (λαϊκό) κακό μάτι· σπανιότ. ματόχαντρο: σκόρδο/(μπλε) χάντρα για το ~. Πιστεύει στο ~.|| Φόρα ένα ~! 7. ΒΟΤ. (κοινό) οφθαλμός. Πβ. κόμπος, ρόζος. Βλ. βλαστός, φύτρα. ΣΥΝ. μπουμπούκι (2) ● Μεγεθ.: ματάρες (οι): (ως οικ. προσφών.) ~ μου όμορφες! ● ΣΥΜΠΛ.: κακό μάτι: βλέμμα που θεωρείται ότι μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον: Έχει ~ ~! Πρόσεχε το ~ ~! Βλ. βασκανία, μάτιασμα., μάτια γάτας: ανακλαστήρες οδοστρώματος: διαχωρισμός των κατευθύνσεων/οριοθέτηση των λεωφορειόδρομων με ~ ~ (κίτρινου χρώματος). [< αγγλ. cat's-eyes, 1940] , μάτι της τίγρης/του τίγρη βλ. τίγρη, μάτι του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, μάτια κουμπότρυπες βλ. κουμπότρυπα, τρίτο μάτι βλ. τρίτος ● ΦΡ.: (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι & με λοξό μάτι (μτφ.): με αντιπάθεια, κακία, μίσος ή καχύποπτα: Δεν με χωνεύει καθόλου και με κοιτάει ~ ~. Με πήρε απ' την αρχή με στραβό ~., (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου: για κάτι που το θεωρούμε πολύτιμο: Προσέχει/έχει/φυλάει το καινούργιο αμάξι ~ ~ του., ... και τα μάτια σου! (εμφατ.): πρόσεχε πολύ, έχε το νου σου: Το παιδί ~ ~!, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας (παροιμ.): για ποιοτική διαφοροποίηση φαινομενικά όμοιων πραγμάτων: Πολλοί αντέγραψαν το αρχικό σχέδιο, όμως ~ ~., βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι: εποφθαλμιώ· σταμπάρω, επιβουλεύομαι: ~ ~ το πορτοφόλι/τα χρήματα κάποιου. Έχει βάλει ~ (= στοχεύει) την πρώτη θέση. Έχω βάλει ~ ένα φόρεμα (: θέλω να το αποκτήσω· πβ. μπανίζω).|| Τον έχουν βάλει ~ και δεν τον αφήνουν σε ησυχία., βγάζει μάτι/χτυπάει στο μάτι: προκαλεί πολύ μεγάλη εντύπωση: Οι ανορθόγραφες λέξεις/τα κόκκινα παπούτσια βγάζουν ~/χτυπάνε ~., βγάζω τα μάτια (σε κάτι) (σπάν.-προφ.): του καταστρέφω τον μηχανισμό., βγάζω τα μάτια μου (μτφ.) 1. κουράζονται τα μάτια μου με κάτι: Έβγαλα ~ να καταλάβω τι γράφει. 2. τσακώνομαι πολύ έντονα: Αν τους αφήσεις μόνους, θα βγάλουν ~ τους. 3. (αργκό) κάνω σεξ., βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι: έχω ευνοϊκή/δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπο ή κατάσταση: Αν δεν το δεις με καλό μάτι, δεν θα πετύχεις. Από την αρχή με πήρε με κακό μάτι. Βλ. καλο-, κακο-βλέπω., για τα μάτια του κόσμου (προφ.): για κάτι που γίνεται για τα προσχήματα, ώστε να αποφευχθεί η κοινωνική επίκριση: φιλανθρωπίες ~ ~. Πβ. ξεκάρφωμα. Βλ. για την τιμή των όπλων, κατ' επίφαση. ΣΥΝ. για το θεαθήναι, για τους τύπους, για τα ωραία/τα μαύρα μάτια (κάποιου): για την ομορφιά του και γενικότ. για το χατίρι του: Τσακώθηκαν ~ ~ της μάτια (ή για τα μάτια μιας γυναίκας).|| (συνήθ. ειρων.) Δεν είναι μαζί σου ~ ~ σου μάτια, αλλά για τα λεφτά σου., δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: δεν παύω να παρακολουθώ, να επιτηρώ: Στιγμή δεν τους άφησε ~ της., δεν έχω μάτια (γι' άλλον): δεν ενδιαφέρομαι, δεν προσέχω κάποιον άλλο: Ορκίζεται ότι με αγαπάει και πως δεν έχει ~ γι΄ άλλη. Είναι τόσο ερωτευμένοι, που δεν έχουν ~ παρά μόνο ο ένας για τον άλλον., δεν έχω μάτια να δω 1. (κάποιον): τον ντρέπομαι: Μετά την παρεξήγηση δεν είχε ~ να τον δει. 2. (κάτι): δεν μπορώ να καταλάβω, συνήθ. γιατί είμαι στενόμυαλος, κοντόφθαλμος: Δεν έχουν ~ να δουν τι συμβαίνει;, δεν κλείνω μάτι (εμφατ.): δεν μπορώ να κοιμηθώ: Δεν έκλεισα ~ όλη (τη) νύχτα από τον βήχα/τη στεναχώρια., δεν τον/το πιάνει το μάτι σου: δεν αντιλαμβάνεσαι από την αρχή την πραγματική του αξία, τον χαρακτήρα, την κατάστασή του: Είναι ένα μικρό μαγαζάκι που δεν το ~ ~., ένα τρίτο μάτι: μια άλλη άποψη που θεωρείται συνήθ. αντικειμενική· (κυρ. γενικότ.) κάποιος άλλος: ~ ~ μπορεί να εντοπίσει στο κείμενο λάθη που ξέφυγαν., έπεσε στα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. έπαψε να έχει την εκτίμησή του: Με την προκλητική του συμπεριφορά έπεσε ~ μας. Πβ. ξεπέφτω. ΑΝΤ. ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου 2. είδα, βρήκα τυχαία: Ψάχνοντας ~ ~ μου το βιβλίο αυτό., έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα: έχω τεταμένη την προσοχή μου, προσέχω πάρα πολύ: (συνήθ. ως προτροπή) Τα μάτια σου ~, κακομοίρη μου (= πρόσεχε)! Πρέπει συνεχώς να ~ ~, μην τυχόν και μου τη φέρουν., θα σου βγάλω τα μάτια: ως απειλητική έκφραση: ~ ~, αν με κοροϊδέψεις!, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα (παροιμ.): για να τονιστεί το πόσο κακό είναι να αποκτήσει κάποιος κακή φήμη., καλώς τα μάτια μου τα δυο (οικ.-συχνά ειρων.): ως καλωσόρισμα., κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον): προσπαθώ να τον προσελκύσω, συνήθ. ερωτικά: Της έκανε ~ και την έριξε (πβ. φλερτάρω). Του κάνει ~, για να τον καλοπιάσει. [< γαλλ. faire les yeux doux] , κάνω τα στραβά μάτια: κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι κάτι αρνητικό, παραβλέπω: Όλο του φωνάζεις, κάνε και λίγο τα ~ ~!, κόβει το μάτι (του) & έχει μάτι (μτφ.): έχει (μεγάλη) αντίληψη, είναι έξυπνος, παρατηρητικός: Βλέπω, ~ ~ σου! Δεν μπορείς να πεις, ~ ~ μου/έχω ~!, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται (παροιμ.): για ανθρώπους, συνήθ. φίλους ή συγγενείς, που ξεχνούν ο ένας τον άλλον όταν δεν συναντιούνται συχνά, που παύουν να έχουν τα ίδια έντονα συναισθήματα όταν βρίσκονται μακριά., μάτια/ματάκια μου: (ως οικ. προσφών.) Τι κάνεις ~ ~;, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) (προφ.): για να δηλωθεί ότι έχουμε πολύ καιρό να δούμε κάποιον ή κάτι: Άντε βρε παιδί μου, ~ ~! ~ ~ να δούμε ποιοτική εκπομπή!, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια: για διαφορετική προσέγγιση, αντιμετώπιση ενός θέματος: Μετά τον τραυματισμό είδε τον κόσμο με άλλα ~. Ηρέμησε και θα δεις τα πράγματα με διαφορετικό μάτι. Πβ. ματιά., με πιάνει το μάτι: ματιάζομαι εύκολα: Φοράει σταυρό, για να μην τον ~ ~., με το μάτι: χωρίς ακριβή μέτρηση, ζύγιση, κατά προσέγγιση: Υπολογίζω ~ ~ (την ποσότητα). Ρίχνω αλάτι στο φαγητό ~ ~., μπροστά/μπρος/μες στα μάτια μου (επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή βρίσκεται μπροστά μου: Το ατύχημα διαδραματίστηκε/έγινε μπροστά ~ ~ (πβ. ενώπιον). Το πορτοφόλι ήταν μπρος/μες ~ ~ κι εγώ δεν το έβλεπα.|| (μτφ.) Μας κοροϊδεύει μπροστά ~ ~ μας!|| Μπροστά στα μάτια των περαστικών (= μπροστά στον κόσμο)., να χαρείς τα μάτια σου (οικ.): σε περιπτώσεις που ζητείται ευγενικά από κάποιον να κάνει κάτι: Έλα λίγο εδώ, ~ ~!, παίζει το μάτι του & το μάτι του παίζει (μτφ.): παρατηρεί με ερωτικό κυρ. ενδιαφέρον τους άλλους, ερωτοτροπεί: Αν και ~ ~ του, της είναι πιστός. ~ ~ της από 'δω και από 'κει/δεξιά-αριστερά., παίζει/πετάει το μάτι μου: σε περιπτώσεις που γίνονται αυτόνομες συσπάσεις των μυών του ματιού, συνήθ. από άγχος και νευρικότητα. Πβ. τρεμοπαίζει., παίρνει το μάτι μου (κάποιον/κάτι): βλέπω κάποιον/κάτι τυχαία, φευγαλέα ή από μακριά: Εκεί που καθόμουνα, πήρε ~ μια γνωστή φυσιογνωμία. Κάπου το(ν) πήρε ~., παίρνω/κάνω μάτι: κοιτάζω κρυφά, κυρ. ηδονοβλεπτικά: Τον έπιασα να ~ει ~ την ώρα που ντυνόμουν. Πβ. μπανίζω., πέφτει το μάτι/η ματιά/το βλέμμα μου (κάπου) & το μάτι/βλέμμα πήγε (κάπου) (οικ.): βλέπω κάτι/κάποιον τυχαία: Ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο. Κοιτούσε το πλήθος και το βλέμμα του έπεσε πάνω της., του μπαίνω στο μάτι: γίνομαι στόχος κάποιου: Τους μπήκα ~, επειδή δεν συμφώνησα μαζί τους. Η περιουσία του μπήκε ~ των απατεώνων., χάνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου: παύω να έχω οπτική επαφή με αυτό(ν): Ένα λεπτό να τον χάσω ~ και την έκανε τη ζημιά. Μπήκε βιαστικά στο βαγόνι και τον έχασα ~.|| Δεν τη ~ει ~ του (: την παρακολουθεί συνεχώς)., ... να δουν τα μάτια σου! βλ. βλέπω, α/ου να (μου) χαθείς & χάσου από μπροστά μου/από τα μάτια μου & άι χάσου! βλ. χάνω, ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια βλ. ακολουθώ, ανεβαίνει στην εκτίμηση/στα μάτια κάποιου βλ. ανεβαίνω, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) βλ. ανοίγω, ανοίγω τα μάτια μου βλ. ανοίγω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, γδύνω με τα μάτια βλ. γδύνω, γυαλίζει το μάτι του βλ. γυαλίζω, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, δεν μου γεμίζει το μάτι βλ. γεμίζω, δεν παίρνω τα μάτια μου από (πάνω) ... βλ. παίρνω, δεν πιστεύω στα μάτια/στ' αυτιά μου βλ. πιστεύω, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου βλ. βλέπω, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, έχει φοβηθεί το μάτι μου βλ. φοβάμαι, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου βλ. βλέπω, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, θολώνει το μάτι μου βλ. θολώνω, καρφί στο μάτι βλ. καρφί, κλείνουν τα μάτια μου βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (κάποιου) βλ. κλείνω, κλείνω τα μάτια (μου) βλ. κλείνω, κλείνω το μάτι (σε κάποιον) βλ. κλείνω, κόρακας κοράκου μάτι δε(ν) βγάζει βλ. κόρακας, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου βλ. γελώ, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με κλειστά (τα) μάτια βλ. κλειστός, με την τσίμπλα στο μάτι βλ. τσίμπλα, μου πετάχτηκαν/μας πέταξε τα μάτια έξω βλ. πετώ, όποιος έχει μάτια, βλέπει βλ. βλέπω, περνώ (κάτι) από την τρύπα/το μάτι της βελόνας βλ. τρύπα, πήζει το μάτι βλ. πήζω, πήρε των ομματιών του/τα μάτια του βλ. ομμάτιον, πονάει δόντι, βγάζει μάτι βλ. δόντι, ρίχνω στάχτη στα μάτια βλ. στάχτη, στέγνωσαν/στέρεψαν τα μάτια/τα δάκρυά μου βλ. στεγνώνω, στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα βλ. κυκλώνας, τα μάτια βασίλεψαν/βασιλεμένα μάτια βλ. βασιλεύω, της Παναγιάς τα μάτια βλ. Παναγία, τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας βλ. βλέπω, το βλέμμα/μάτι μου σταμάτησε (σε ...) βλ. σταματώ, το γινάτι βγάζει μάτι βλ. γινάτι, το μάτι μου γαρίδα βλ. γαρίδα, το μάτι σου τ΄αλλήθωρο (που τρέχει στον κατήφορο) βλ. αλλήθωρος, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα βλ. μούτρο, τον/την κοιτάει στα μάτια βλ. κοιτάζω, τρίβω τα μάτια μου βλ. τρίβω, τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα βλ. τρώω, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< μεσν. μάτιν, γαλλ. œil, yeux, αγγλ. eye]

μοίρα

μοίρα [μοῖρα] μοί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ανώτερη ή υπερφυσική δύναμη που θεωρείται ότι έχει προδιαγράψει και καθορίσει το μέλλον κάθε ανθρώπου και συνεκδ. αυτό που έχει ορίσει για τον καθένα: άδικη/ανθρώπινη/βαριά/κακή/καλή/μαύρη/προδιαγεγραμμένη/σκληρή/τραγική ~. Δέσμιος/έρμαιο/θύμα/χτυπήματα της ~ας. Ακολουθώ/δέχομαι/δημιουργώ/διαμορφώνω τη ~ μου. Υπομένει αδιαμαρτύρητα/καρτερικά/στωικά τη ~ του. Υποτάχθηκε στη ~ του. Είναι (γραμμένο/γραφτό) στη ~ /της ~ας να ... (: συνήθ. για κάτι κακό). Η ~ αποφάσισε/το θέλησε να ... Λέω τη ~ (: προβλέπω το μέλλον). Ποιος ξέρει τι επιφυλάσσει η ~! Πβ. τυχερό.|| (ΜΥΘ.) Οι τρεις ~ες.|| (κατ' επέκτ.) Η ~ ενός έθνους/ενός έργου (: εξέλιξη, τύχη). ΣΥΝ. ειμαρμένη, πεπρωμένο 2. ΣΤΡΑΤ. ομάδα οχημάτων, αρμάτων, πυροβόλων, πλοίων ή αεροσκαφών που έχει οργανωθεί σε ένοπλη δύναμη και η ονομασία της μονάδας όπου βρίσκεται: αεροπορική/ελληνική/ναυτική/πολεμική ~. ~ αναχαίτισης/πυροβολικού. ~ ΓΕΑ/Μεταφορών/Ναυτικής Συνεργασίας/Παντός Καιρού. Παρουσιάζομαι στη ~. 3. ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο: ίση ~. 4. ΑΝΑΤ. τμήμα οργάνου του σώματος που διαφοροποιείται (ανατομικά ή/και λειτουργικά) από τα υπόλοιπα μέρη του οργάνου αυτού: αυχενική/ενδοκρινής/εξωκρινής/θωρακική/οσφυϊκή/προστατική ~. Άνω/κάτω ~. Μυελώδης/φλοιώδης ~ επινεφριδίων. ~ της ουρήθρας. 5. ΓΕΩΜ. μονάδα μέτρησης των γωνιών και των τόξων του κύκλου, ίση με το 1/360 της περιφέρειάς του (σύμβ. ° ): ~ γεωγραφικού μήκους/πλάτους. Η ορθή γωνία έχει ενενήντα ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: νόμιμη μοίρα: ΝΟΜ. κληρονομικό μερίδιο που δικαιούται o νόμιμος κληρονόμος ανεξάρτητα από την επιθυμία του κληρονομούμενου, ίσο με το μισό της εξ αδιαθέτου διαδοχής, όταν δεν υπάρχει διαθήκη: ~ ~ ανιόντων/γονέων/κατιόντων/τέκνων. ● ΦΡ.: κλαίω τη μοίρα μου (προφ.): αντιμετωπίζω μοιρολατρικά, και συνήθ. με παράπονα, μια δυσάρεστη κατάσταση: Αντί να κάθεσαι (με σταυρωμένα τα χέρια) και να κλαις ~ σου, κοίτα να βρεις μια λύση! Πβ. μεμψιμοιρώ., παιχνίδι της μοίρας (μτφ.): για τα απρόβλεπτα που αλλάζουν τη ζωή των ανθρώπων: Ένα παράξενο/περίεργο ~ ~ τούς έφερε ξανά κοντά.|| Η μοίρα τούς έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι., σε ανώτερη/ήσσονα/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι): σε περιπτώσεις σύγκρισης της θέσης ή της κατάστασης προσώπου ή πράγματος με κάποιο(ν) άλλο: Βρίσκομαι/είμαι ~ ~., σε δεύτερη μοίρα: για κάτι που θεωρείται λιγότερο σημαντικό, σε σχέση με κάτι άλλο: Βάζω (κάποιον/κάτι) ~ ~. Έχει αφοσιωθεί στη δουλειά του κι άφησε την οικογένειά του/προσωπική του ζωή ~ ~., το έχει/το 'χει η μοίρα μου: για κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο, που μου συμβαίνει συνεχώς: ~ ~ να μου πηγαίνουν όλα ανάποδα., (κάνω) στροφή 180 μοιρών βλ. στροφή, ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου βλ. ακολουθώ, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, είμαι άξιος της μοίρας/της τύχης μου βλ. άξιος, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία [< 1,3: αρχ. μοῖρα 2: μτγν. ~, γαλλ. escadron 5: γαλλ. degré]

νιότη

νιότη νιό-τη ουσ. (θηλ.) (λογοτ.): νιάτα. ● ΣΥΜΠΛ.: πρώτη νιότη/νεότητα (προφ.): μετεφηβεία: Δεν βρίσκεται πια στην πρώτη της νιότη. , δεύτερη νιότη/νεότητα/εφηβεία: (κυρ. για πρόσ. μέσης ηλικίας) κατάσταση ανανέωσης, αναζωογόνησης: Διανύει/ζει/περνά μια δεύτερη εφηβεία/τη δεύτερη νιότη του. Πβ. ξανάνιωμα. ● ΦΡ.: (πάνω) στο άνθος/στην ακμή/στον ανθό της ηλικίας/της νιότης (κάποιου) βλ. άνθος [< μεσν. νιότη]

-ον2 & -όν

-ον2 & -όν (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων, παράγωγων από τακτικά αριθμητικά: πρώτ-ον (βλ. εν πρώτοις)/δεύτερ~. Εικοστ-όν.

παρουσία

παρουσία πα-ρου-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. εμφάνιση, ύπαρξη προσώπου ή πράγματος σε δεδομένο χώρο και χρόνο: δημόσια/τηλεοπτική ~. Η αστυνομική/στρατιωτική ~ ήταν διακριτική/εμφανής. Mε την τιμητική ~ του πρωθυπουργού. Η ~ του ήταν καταλυτική/προκλητική/συμβολική. Η ανθρώπινη ~ στην περιοχή μαρτυρείται από το ... π.Χ. Μας απάλλαξε από την ενοχλητική του ~. Επέβαλε την ~ της.|| Η ~ σας στα μαθήματα κρίνεται απαραίτητη/υποχρεωτική. Για την έκδοση διαβατηρίου απαιτείται προσωπική/φυσική ~ του αιτούντος. Μαζική ~ εργατών στην πορεία διαμαρτυρίας. Πβ. προσέλευση.|| Διαδικτυακή/ηλεκτρονική ~ εταιρείας. Βλ. τηλε~.|| ~ αίματος στα ούρα/ξένων σωμάτων σε τρόφιμα. ΑΝΤ. απουσία.|| (μτφ., ενεργός ρόλος:) Η ~ μιας ξένης δύναμης στην περιοχή. Ενίσχυση της ~ας μιας χώρας στο εξωτερικό. Βουλευτής με έντονη πνευματική/πολιτική και κοινωνική ~. Όμιλος με διεθνή/δυναμική/πολυετή/συνεχή επιχειρηματική ~ στον χώρο. Έχει διαρκή/ενεργή/εξέχουσα/ισχυρή/σημαντική ~ στα κοινά (πβ. συμμετοχή). Εντυπωσιακή/καλή η ~ της ομάδας στον τελικό. 2. (συνεκδ.) πρόσωπο, συνήθ. εντυπωσιακή γυναίκα, που παρευρίσκεται κάπου: αιθέρια/επιβλητική ~. Γλυκιές/καυτές ~ες. Μία από τις πιο λαμπερές/όμορφες/στιλάτες ~ες της σοουμπίζ. Πβ. ύπαρξη. ● ΣΥΜΠΛ.: Δευτέρα Παρουσία: ΘΕΟΛ. ο δεύτερος ερχομός του Χριστού στον κόσμο για να κρίνει τους ανθρώπους. ΣΥΝ. η ημέρα/η ώρα της κρίσεως. Πβ. συντέλεια του κόσμου. Βλ. εσχατολογία.|| (μτφ.-ειρων.) Μας βλέπω να περιμένουμε μέχρι τη ~ ~/(λόγ.) μέχρι ~ας ~ας (= πάρα πολύ) για την άδεια., σημείο παρουσίας: ΠΛΗΡΟΦ. γεωγραφικό σημείο στο οποίο ένας πάροχος εγκαθιστά εξοπλισμό για την εξυπηρέτηση ορισμένης περιοχής και των χρηστών της. [< αγγλ. point of presence (pop)] ● ΦΡ.: κάνω αισθητή την παρουσία μου: κινώ την προσοχή, προκαλώ εντύπωση με την εμφάνισή μου κάπου: Έκανε ~ ~ της στη δεξίωση.|| Το νέο προϊόν έκανε ιδιαίτερα ~ ~ του.|| Ο χειμώνας μπήκε για τα καλά, κάνοντας ~ ~ του., παίρνω παρουσίες: σημειώνω τους παρόντες ή/και τους απόντες, συνήθ. διαβάζοντας δυνατά τα ονόματά τους από κατάλογο. Βλ. απουσιολόγος., παρουσία κάποιου [παρουσίᾳ] (λόγ.): ενώπιόν του, την ώρα που είναι παρών: ~ των διαδίκων. Το νέο κτίριο εγκαινιάστηκε ~ (= παρόντος) του Αρχιεπισκόπου., τιμώ κάποιον με την παρουσία μου: παρευρίσκομαι σε εκδήλωση, εκφράζοντας έτσι την εκτίμησή μου στο πρόσωπο των διοργανωτών: Ο υπουργός μας ~ησε με την ~ του.|| (ειρων.) Θα μας ~ήσεις με την ~ σου (= θα έρθεις) ή δεν μας καταδέχεσαι πια; [< 1: αρχ. παρουσία, γαλλ. présence 2: αγγλ. presence]

πλάνο

πλάνο πλά-νο ουσ. (ουδ.) 1. πρόγραμμα, σχέδιο που αναλύει έναν ευρύτερο στόχο σε επιμέρους στάδια: επενδυτικό/επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Δεκαετές/εβδομαδιαίο/ετήσιο ~. ~ ανάπτυξης/δράσης/ενεργειών/εργασίας/μαθήματος/μάρκετινγκ. Έλλειψη ~ου (= προγραμματισμού, σχεδιασμού). ~ Β (βλ. σχέδιο Β). Κατάρτιση/υλοποίηση ενός ~ου. Δεν υπάρχει (ένα) καθορισμένο/σαφές/συγκεκριμένο ~. Δεν έχουν ~/κινούνται χωρίς ~. Άλλαξαν τα ~α του. Ακολουθώ/εφαρμόζω/καταστρώνω/τροποποιώ το ~. Όλα έγιναν σύμφωνα με το (αρχικό/βασικό) ~. Η αγορά ενός σπιτιού δεν βρίσκεται/είναι/περιλαμβάνεται στα ~α τους. Πβ. ατζέντα. 2. σχεδιάγραμμα: ~ βιβλιοθήκης/θέσεων. Γενικό ~ του εκθεσιακού χώρου. 3. ΚΙΝΗΜ. η πιο μικρή ενότητα ενός φιλμ· συνεκδ. λήψη: κινηματογραφικά/τηλεοπτικά/ψηφιακά ~α. Αμοντάριστα/μονταρισμένα ~α. Εξωτερικά/εσωτερικά ~α (: σε εξωτερικούς/εσωτερικούς χώρους). Σταθερά/στατικά ~α. ~α αρχείου. Τράβηξε ένα γενικό ~ του χώρου/κοντινό ~ (= γκρο πλαν) της ηθοποιού. Παρακολουθώ/προβάλλονται ~α της ταινίας/από την ταινία. Βλ. κάδρο, καρέ, σεκάνς, σκηνή. ● ΣΥΜΠΛ.: αμερικανικό πλάνο: ΚΙΝΗΜ. στο οποίο οι άνθρωποι καδράρονται από το κεφάλι μέχρι τα γόνατα. [< γαλλ. plan americain] , πλάνο εδραίωσης: ΚΙΝΗΜ. γενικό πλάνο με το οποίο προβάλλονται τα αντικείμενα, οι ηθοποιοί και οι μεταξύ τους σχέσεις στον χώρο: Ταινία που ξεκινά με ένα ~ ~., σε πρώτο/δεύτερο πλάνο 1. (μτφ.) σε πρώτη/δεύτερη θέση από άποψη ενδιαφέροντος, σπουδαιότητας: Ερώτημα/θέμα/πρόβλημα που έρχεται/περνά/μπαίνει σε πρώτο ~ (: στο επίκεντρο της προσοχής). Βάζω/θέτω (κάτι) ~ ~. Ο πολιτισμός (βρίσκεται/έμεινε) σε δεύτερο ~ (: μπήκε σε δεύτερη μοίρα). 2. ΚΙΝΗΜ. -ΦΩΤΟΓΡ. στο μπροστινό/πίσω μέρος της εικόνας: Στο πρώτο ~ διακρίνεται ... Σε δεύτερο ~ φαίνεται ... (πβ. φόντο). [< γαλλ. au premier/second plan ] [< γαλλ. plan]

σκέψη

σκέψη σκέ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η διανοητική δραστηριότητα και το αποτέλεσμά της (ιδέα, κρίση, συλλογισμός): η ανάπτυξη/ανεξαρτησία/οι διεργασίες/τα στερεότυπα της ~ης (πβ. νόηση). Η δύναμη της ~ης. Από τη ~ στην πράξη. Άσκηση που απαιτεί/θέλει/χρειάζεται ~. Δεν υπάρχει ~ για αλλαγές/πρόσθετα μέτρα. Δεν μπορώ να (παρ)ακολουθήσω τη ~ σας. Πού γυρίζει/τριγυρνάει η ~ σου; Απόφαση που ελήφθη κατόπιν ~εως. Μεταβίβαση ~ης/~εως (= τηλεπάθεια).|| Βαθιά/βαθυστόχαστη/διαυγής/έξυπνη/κρυστάλλινη/νηφάλια/οξεία/περίπλοκη/πονηρή/πρωτότυπη/ρηχή ~. Ανομολόγητες/βρόμικες (= πρόστυχες)/επίκαιρες/μαύρες (= απαισιόδοξες)/σκόρπιες/φευγαλέες ~εις. Ο ειρμός/το νήμα των ~εων. Η πρώτη/τελευταία ~ μου. Απορρίπτω/εγκαταλείπω κάθε ~ (για κάτι). Μάντεψες τη ~ μου. Ξαφνικά μού ήρθε/πέρασε από το μυαλό η ~ να ... Και μόνο η ~ πως ... Έκανε ~εις για .../τη ~ να ... Με τη ~ στραμμένη στο μέλλον. Βυθίζομαι/χάνομαι σε ~εις. Με βασανίζουν/τρώνε οι ~εις (πβ. έγνοιες). Μοιράζομαι τις ~εις μου με άλλους. Πβ. διανόημα, λογισμός, στοχασμός. Βλ. μνήμη, φαντασία. 2. ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί και ερμηνεύει κάποιος τα πράγματα· σύνολο ή σύστημα ιδεών που χαρακτηρίζουν ανθρώπους ή χρονικές περιόδους: αιτιολογική/αναλυτική/αποδεικτική/αρνητική/αφαιρετική/δημιουργική/ελεύθερη/επαναστατική/επιστημονική/θετική/λογική/νομική/οργανωτική/ριζοσπαστική/στρατηγική/συνδυαστική/συνθετική/φιλοσοφική ~. Η σύγχρονη πολιτική ~. Έχει συγκροτημένη ~. Αναπτύσσει/καλλιεργεί την κριτική ~. Καταστολή της ~ης (βλ. λοβοτομή).|| Ανατολική/αριστερή/δεξιά/δυτική/καντιανή/μαρξιστική/φιλελεύθερη/χριστιανική ~. Πβ. βιο-, κοσμο-θεωρία. ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη σκέψη: επανεξέταση (θέματος, απόφασης, θέσης, κρίσης), συνήθ. υπό το φως νέων δεδομένων: Επικράτησε μια ~ ~, πιο λογική. Με μια ~ ~, παραδέχομαι/συνειδητοποιώ ότι ... [< αγγλ. second thought] , κριτική σκέψη: ικανότητα αξιολόγησης των εκάστοτε πληροφοριών, δεδομένων, παρατηρήσεων και επιχειρημάτων για τη διαμόρφωση αντικειμενικής γνώμης και την ανάληψη δράσης. Βλ. μαιευτική/σωκρατική μέθοδος. [< αγγλ. critical thinking] , αποκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. αποκλίνων, δεξαμενή σκέψης βλ. δεξαμενή, ελευθερία (της) σκέψης/(της) συνείδησης βλ. ελευθερία, συγκλίνουσα σκέψη/νόηση βλ. συγκλίνων ● ΦΡ.: βάζει (κάποιον) σε σκέψεις: τον προβληματίζει: Τα λόγια σου με έβαλαν σε ~. , διαβάζω τη σκέψη (κάποιου) (μτφ.): αντιλαμβάνομαι πλήρως τι έχει στον νου του., μετά/ύστερα/έπειτα από ώριμη σκέψη & (λόγ.) κατόπιν ωρίμου σκέψεως: μετά από προσεκτική και υπεύθυνη εξέταση (ενός ζητήματος): ~ ~ αποφάσισε να .../αποφάνθηκε ότι .../υπέβαλε την παραίτησή του., ούτε σκέψη (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει καμιά πιθανότητα να γίνει κάτι: ~ ~ υποχώρησης. ~ ~ για ξεκούραση/να φύγω., σκέψεις για/γύρω από & πάνω σε: σκέψεις σχετικά με κάτι: ~ ~ την ποίηση., στη/με τη σκέψη ότι: σκεπτόμενος ότι: Παρηγορηθείτε ~ ~ υπάρχουν και χειρότερα. Τρέμω/τρομάζω ~ ~ μπορεί να σου συμβεί κάτι κακό., υπό σκέψη & (σπάν.) σκέψιν (λόγ.): για κάτι που αποτελεί αντικείμενο εξέτασης ή για να δηλωθεί ο προβληματισμός σχετικά με τη λήψη μιας απόφασης: Η ανέγερση νέου εμπορικού κέντρου βρίσκεται/είναι ~ ~.|| (ως επίθ.) Τα ~ ~ μέτρα.|| Είμαι ~ ~ για την αγορά σπιτιού., βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μπαίνω σε σκέψεις βλ. μπαίνω, να μην προτρέχει η γλώσσα της διανοίας/της σκέψης βλ. προτρέχω, χωρίς δεύτερη σκέψη βλ. δεύτερος [< αρχ. σκέψις, γαλλ. pensée, αγγλ. thought]

σκίζω

σκίζω σκί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσκι-σα, σκί-στηκε, -στεί, -σμένος, σκίζ-οντας} & σχίζω 1. κομματιάζω ή χωρίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη, δημιουργώντας συνήθ. άνοιγμα κατά μήκος του: ~ ένα γράμμα/το περιτύλιγμα (ενός δώρου)/έναν φάκελο/φωτογραφίες. Ο δυνατός αέρας ~σε την τέντα. Η ξυλεία δεν ~εται (= κόβεται, τεμαχίζεται) εύκολα. ~στηκε (= τρύπησε) το καλσόν σου. Ένας ζητιάνος με ~σμένα ρούχα (πβ. κουρελιασμένα).|| Ο σεισμός ~σε τη γη (: προκάλεσε μεγάλη ρωγμή). 2. αποσπώ απότομα φύλλο χαρτί από τετράδιο, μπλοκ ή γενικότ. έντυπο: ~σα (πβ. έκοψα) την αγγελία από την εφημερίδα. Αυτή η σελίδα έχει ~στεί (πβ. λείπει). 3. (μτφ.-οικ.) σημειώνω πολύ μεγάλη νίκη ή επιτυχία: Τους ~σαμε στο τένις! Θα σας ~σουμε στη ρεβάνς! Πβ. ξε~.|| ~σες πάλι! ~ει η νέα του ταινία!|| Το κινητό σου ~ει από εμφάνιση (: είναι εντυπωσιακό). (ειρων.) Από γεωγραφία βλέπω/πάντως ~εις! (: είσαι άσχετος). ΣΥΝ. θριαμβεύω (1), κατανικώ (2), κατατροπώνω 4. γδέρνω κατά μήκος και συνήθ. βαθιά το δέρμα ή γενικότ. τραυματίζω: ~σα το δάχτυλό μου με το χαρτί. Έπεσε και ~στηκαν τα γόνατά της. 5. (μτφ.) διαπερνώ κάτι με μεγάλη ταχύτητα ή ένταση: Γεράκια ~ουν (= διασχίζουν) τον αέρα/τους αιθέρες/τον ουρανό. Μια κραυγή ~σε το σκοτάδι. ● Παθ.: σκίζομαι (μτφ.-προφ.): προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να κάνω κάτι: ~εται (= αγωνίζεται) για να τα βγάλει πέρα/για να μην τους λείπει τίποτα. ~στηκε στο διάβασμα/στη δουλειά/στην προπόνηση. ● ΦΡ.: θα σε σκίσω (στα δύο/σαν σαρδέλα) (προφ.): ως απειλή για άσκηση σωματικής βίας εναντίον κάποιου., σκίζω τα ρούχα μου (μτφ.-προφ.) 1. αρνούμαι ή υποστηρίζω κάτι κατηγορηματικά ή γενικότ. διαμαρτύρομαι έντονα: Έσκιζε ~ του ότι δεν είπε τίποτα εναντίον σου. ΣΥΝ. διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, ωρύομαι.|| ~ει ~ της πως δεν σκοπεύει να συνεργαστεί μαζί τους. 2. επιθυμώ ή μου αρέσει κάτι πάρα πολύ: Δεν ~ ~ για τις ταινίες του., διαρρηγνύει/σκίζει τα ιμάτιά του βλ. διαρρηγνύω, καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου βλ. πτυχίο, σκίζει χασέδες βλ. χασές, σκίζω τη γάτα βλ. γάτα [< αρχ. σχίζω]

σταθμά

σταθμά σταθ-μά ουσ. (ουδ.) (τα): ζύγια, βάρη: ~ για ζύγιση (= βαρίδια). Κυρ. στη ● ΦΡ.: δύο μέτρα και δύο σταθμά: για περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ανισότητα, μεροληψία και ευνοϊκότερη μεταχείριση ορισμένων ατόμων: Κρίνει/λειτουργεί με ~ ~. Ισχύουν ~ ~., μέτρα και σταθμά βλ. μέτρο [< αρχ. σταθμά]

σχολείο

σχολείο [σχολεῖο] σχο-λεί-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) σχολειό 1. ίδρυμα στο οποίο παρέχεται πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ή επαγγελματική κατάρτιση) και γενικότ. παιδεία· συνεκδ. το σύνολο των μαθητών και εκπαιδευτικών του, το πρόγραμμά του ή/και το κτίριο όπου στεγάζεται: δημόσιο/διαπολιτισμικό/διθέσιο/ειδικό (: για παιδιά με ειδικές ανάγκες)/έξυπνο (βλ. έξυπνος)/επαγγελματικό/εσπερινό/θερινό/ιδιωτικό/κατηχητικό/μικτό/μονοθέσιο/μονοτάξιο/μουσικό/νυχτερινό/ολοήμερο/πρότυπο/συμπεριληπτικό/τεχνικό ~. ~ στοιχειώδους/μέσης εκπαίδευσης.|| (παλαιότ.) Αλληλοδιδακτικό/ελληνικό (= σχολαρχείο)/κλασικό ~. ~ θηλέων.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εικονικό/ηλεκτρονικό/ψηφιακό ~.|| Δάσκαλος/διευθυντής/εκδηλώσεις/καθηγητής/λειτουργία ~ου. Έβγαλε/τελείωσε το ~ (: αποφοίτησε) με άριστα. Γράφομαι/πηγαίνω/φοιτώ στο ~.|| Το ~ πήγε εκδρομή.|| Καινούργιο/σύγχρονο ~. Αίθουσες/βιβλιοθήκη/κυλικείο/προαύλιο ~ου. Πβ. εκπαιδευτήριο. Βλ. νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο. 2. (μτφ.) χώρος απόκτησης γνώσεων, εμπειριών: το ~ της ζωής. Η θητεία μου κοντά του στάθηκε/υπήρξε μεγάλο/πραγματικό ~. ΣΥΝ. πανεπιστήμιο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κρυφό σχολειό: ΙΣΤ. (στην Τουρκοκρατία) θεσμός που σύμφωνα με την παράδοση λειτούργησε μυστικά και αφορούσε την παροχή παιδείας στα ελληνόπουλα από ιερείς και μοναχούς., σχολείο δεύτερης ευκαιρίας (ακρ. ΣΔΕ): στο οποίο εγγράφονται απόφοιτοι Δημοτικού ηλικίας 18 ετών και άνω, για να αποκτήσουν απολυτήριο Γυμνασίου· η φοίτηση διαρκεί δύο σχολικά έτη και το πρόγραμμα σπουδών διαφοροποιείται σημαντικά από τα αντίστοιχα της τυπικής εκπαίδευσης, κυρ. ως προς τις αρχές, το περιεχόμενο, τη διδακτική μεθοδολογία και την αξιολόγηση των εκπαιδευομένων: Με τα ~α ~ επιχειρείται ο περιορισμός του κοινωνικού αποκλεισμού. [< αγγλ. second chance school, γαλλ. école de la deuxième chance] , (ενδο)σχολική βία/βία στο σχολείο (/στα σχολεία) βλ. βία, Πειραματικό Σχολείο βλ. πειραματικός [< μτγν. σχολεῖον, γαλλ. école, γερμ. Schule]

ταχύτητα

ταχύτητα τα-χύ-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ταχυτήτων} 1. ΦΥΣ. ο ρυθμός μεταβολής της θέσης ενός κινούμενου σώματος ως προς τη μονάδα του χρόνου: αργή/αρχική/κανονική/μεγάλη/μέγιστη/μέση/οριακή/πραγματική/σταθερή/στιγμιαία/υπερηχητική ~. ~ διάδοσης κύματος/εκκίνησης/εκτόξευσης/περιστροφής/πτήσης/ροής. Η ~ του ανέμου/ήχου. Διπλασιασμός/μέτρηση/υπολογισμός της ~ας. Βλ. επιτάχυνση.|| (για όχημα) Όριο ~ας. Μειωτές ~ας (= σαμαράκια). Κλήση για υπερβολική ~. Η ~ ελέγχεται με ραντάρ. Η ~ αυξάνεται/μειώνεται/πέφτει στα ... χιλιόμετρα την ώρα. Ο οδηγός αναπτύσσει/ελαττώνει/κατεβάζει ~. Το αυτοκίνητο κινείται/τρέχει με ~ ... χιλιομέτρων.|| (προφ.) Το αμάξι πιάνει τρελές ~ες.|| Με την ~ του φωτός (= πολύ γρήγορα).|| (ΧΗΜ.) ~ καύσης. Βλ. -ύτητα. 2. (γενικότ.) ο ρυθμός με τον οποίο γίνεται κάτι· γρήγορη κίνηση: ιλιγγιώδης ~. Η ~ της αντίδρασης (πβ. αμεσότητα, γρηγορ-, σβελτ-άδα). Στην εποχή της ~ας. Ο κόσμος αλλάζει με απίστευτη ~. ΑΝΤ. βραδύτητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) Υψηλή/χαμηλή ~. ~ εκτύπωσης/μεταφοράς δεδομένων. Αναβάθμιση/βελτίωση ~ας ΑDSL. Αύξηση της ~ας πρόσβασης/σύνδεσης στο ίντερνετ.|| Αγώνες ~ας (βλ. ράλι). Ρεκόρ ~ας από αμφίβιο όχημα.|| (ΑΘΛ., στον στίβο) Δρόμος ~ας (πβ. σπριντ). 3. ΜΗΧΑΝΟΛ. σύστημα σχέσεων οχήματος, που προσαρμόζει τη ροπή και τις στροφές του κινητήρα στις ανάγκες της κίνησης και κυρ. καθένας από τους συνδυασμούς του συστήματος αυτού· (συνεκδ.-στον πληθ.) κιβώτιο ή μοχλός ταχυτήτων: αυτόματες/χειροκίνητες ~ες. Αλλάζω/βάζω/βγάζω ~. Ποδήλατο με/χωρίς ~ες. Βλ. πρώτη, δευτέρα, τρίτη, τετάρτη, πέμπτη. ● ΣΥΜΠΛ.: λεβιέ(ς)/μοχλός ταχυτήτων: ΜΗΧΑΝΟΛ. όργανο αλλαγής ταχυτήτων: δερμάτινος ~ ~. Κάλυμμα ~έ ~. [< γαλλ. levier de vitesse ] , γωνιακή ταχύτητα βλ. γωνιακός, κεκτημένη ταχύτητα βλ. κεκτημένος, κιβώτιο (ταχυτήτων) βλ. κιβώτιο, νεκρή ταχύτητα βλ. νεκρός, ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (αιμοσφαιρίων) βλ. καθίζηση, χύτρα ταχύτητας βλ. χύτρα ● ΦΡ.: δύο/τριών/πολλών ταχυτήτων: για άνιση μεταχείριση ή εξέλιξη: εργαζόμενοι/κοινωνία/πολίτες/πρωτάθλημα/σχολεία ~ ~. Αμοιβές/μισθολόγιο πολλών ταχυτήτων. Βλ. κατηγορία. [< γαλλ. à deux vitesses] , ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς βλ. ανεβάζω, κόβω ταχύτητα βλ. κόβω, με αστραπιαία ταχύτητα/με ταχύτητα αστραπής βλ. αστραπή, με κινηματογραφική ταχύτητα βλ. κινηματογραφικός [< αρχ. ταχύτης 2,3: γαλλ. vitesse]

Τρίτη

Τρίτη Τρί-τη ουσ. (θηλ.): η τρίτη ημέρα της εβδομάδας (με πρώτη την Κυριακή) και δεύτερη εργάσιμη. Βλ. Δευτέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Τρίτη (συντομ. Μ. Τρίτη): ΕΚΚΛΗΣ. η Τρίτη της Μεγάλης Εβδομάδας. ● ΦΡ.: Τρίτη και δεκατρείς (ενν. του μηνός): γρουσούζικη ημέρα σύμφωνα με τη δοξασία. Πβ. Παρασκευή και δεκατρείς. [< μτγν. Τρίτη]

υπάρχω

υπάρχω [ὑπάρχω] υ-πάρ-χω ρ. (αμτβ.) {υπήρ-ξε, υπάρ-ξει, υπάρχ-ων} 1. έχω οντότητα, υπόσταση, ζω: Σκέφτομαι, άρα ~ (λατ. cogito, ergo sum). ~ει ζωή στο διάστημα/μετά θάνατον;|| Στην περιοχή ~ουν σπάνια είδη πτηνών. Δεν θα ~ουμε ύστερα από διακόσια χρόνια (: θα έχουμε πεθάνει). Βλ. συν~. 2. {στον αόρ.} είμαι, διατελώ, έχω ορισμένη ιδιότητα: ~ξαμε συνεργάτες στο παρελθόν. ~ξε βασικό στέλεχος του κόμματος/της ομάδας για πολλά χρόνια.|| ~ξε καλός δημοσιογράφος/πατέρας.υπάρχει 1. βρίσκεται σε ορισμένο μέρος: ~ εδώ γύρω κανένα σούπερ-μάρκετ; Με τέτοιο κρύο δεν ~ ψυχή στον δρόμο (: δεν κυκλοφορεί κανείς έξω).|| (κατ' επέκτ.) ~ τίποτα να φάμε; 2. υφίσταται: ~ ελπίδα/λύση. ~ ένταση στις σχέσεις τους. Δεν ~ δυνατότητα πρόσβασης στο αρχείο/λόγος ανησυχίας. ~ η υποψία/ο φόβος ότι ... Δεν ~ περίπτωση να τον συγχωρέσω.|| ~ξαν δυσκολίες/εμπόδια/προβλήματα. ~ουν πολλοί τρόποι για να αδυνατίσεις. Οι προσφορές συνεχίζονται για όσο ~ απόθεμα.|| Δεν ~ τίποτα άλλο/πιο σημαντικό πράγμα για μένα από την οικογένειά μου. 3. γίνεται, σημειώνεται: ~ξαν αντιδράσεις/αντιρρήσεις. ~ξαν (= εκδηλώθηκαν) επεισόδια μεταξύ των οπαδών των δύο ομάδων. ~ξε αύξηση (της παραγωγής)/πρόοδος (στις διαπραγματεύσεις). ● Μτχ.: υπάρχων , ουσα, ον: που υπάρχει ή ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή: ~ων: εξοπλισμός. ~ουσα: κατάσταση/νομοθεσία (= ισχύουσα, υφιστάμενη)/υποδομή. ~ον: υλικό. ~ουσες: ανάγκες/δομές/συνθήκες. Σύμφωνα με τα ~οντα στοιχεία. Παράταση των ~ουσών συμβάσεων. ● ΦΡ.: δεν υπάρχει (νεαν. αργκό-εμφατ.) 1. για δήλωση έκπληξης, θαυμασμού: Καλά, ~ ~ αυτό που μου περιγράφεις. Αυτό το αμάξι ~ ~ (: είναι πάρα πολύ καλό, μοναδικό).|| (για πρόσ.) ~ ~εις, φίλε μου (: είσαι άπαιχτος, καταπληκτικός). Βλ. θεός. 2. αποκλείεται, δεν πρόκειται: ~ ~ να του ξαναμιλήσω! Πβ. σε καμία περίπτωση., δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν: είναι με διαφορά ο καλύτερος: Δεν υπάρχει άλλη σαν κι εσένα., δεν υπάρχει κανείς που να μη(ν) ...: όλοι: ~ ~ θέλει να .../το γνωρίζει/του αρέσει να ..., μη υπάρχοντος άλλου θέματος ... (επίσ.): (στερεότυπη φρ. για το κλείσιμο συνεδρίασης) εφόσον δεν υπάρχει άλλο θέμα: ~ ~ προς συζήτηση λύεται η συνεδρίαση., δεν είναι/δεν υπάρχει/δεν τίθεται/δεν υφίσταται/δεν γεννάται/δεν μπαίνει θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω βλ. θέλω, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, δεν υπάρχει σάλιο βλ. σάλιο, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έπεται/υπάρχει (και) συνέχεια βλ. έπομαι, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη, υπάρχει Θεός! βλ. θεός [< αρχ. ὑπάρχω]

Φαραώ

Φαραώ Φα-ρα-ώ ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: ΙΣΤ. τίτλος που έφεραν οι βασιλείς στην αρχαία Αίγυπτο: οι μούμιες/πυραμίδες των ~. ● ΦΡ.: οι (δέκα) πληγές του Φαραώ & οι (δέκα) πληγές της Αιγύπτου: (μτφ.) αλλεπάλληλες συμφορές, θεομηνίες. [< μτγν. Φαραώ, γαλλ. pharaon, αγγλ. Pharaoh]

-φυλλος

-φυλλος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται σε 1. ιδιότητες των φύλλων φυτού ή ορισμένο αριθμό πετάλων άνθους: λεπτό~. (ουσ.) Τα πλατύ-φυλλα.|| Τετρά-φυλλο τριφύλλι. 2. αριθμό σελίδων: (ουσιαστικοπ.) Εκατοντά-φυλλο.|| (για έντυπο) Δί~. Βλ. -σέλιδος. 3. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: δί-φυλλη/τρί~ ντουλάπα.|| (ως ουσ.) Θυρό-φυλλο. Αλουμινό~.

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

φύση

φύση φύ-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως} 1. (κ. με κεφαλ. Φ) το σύνολο της χλωρίδας, της πανίδας και των γεωγραφικών σχηματισμών ως μέρος της εξωτερικής επιφάνειας της Γης, το οποίο αποτελεί το περιβάλλον στο οποίο ζει ο άνθρωπος: αγνή/άγρια/παρθένα ~. Η μητέρα ~. Τα αγαθά/το μεγαλείο/τα μυστήρια/οι νόμοι/η πολυμορφία/η σοφία της ~ης. Πβ. κόσμος, σύμπαν, φυσικό περιβάλλον. Βλ. βιοποικιλότητα.|| Εκμετάλλευση/εξερεύνηση/προστασία της ~ης (βλ. οικολογία). Αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου-~ης. Ο σεβασμός στη ~. 2. εξοχή: η ελληνική ~. Διακοπές/δραστηριότητες/εκδρομή/επιστροφή/πεζοπορία στη ~. Ζω στη ~. Πβ. ύπαιθρος. 3. η βιολογική, σωματική ή ψυχική υπόσταση ενός ατόμου: η ανδρική/γυναικεία/παιδική ~. Ο άνθρωπος από τη ~ του είναι κοινωνικός (: είναι γνώρισμά του).|| Ανήσυχη/ευαίσθητη/καλλιτεχνική (βλ. ταμπεραμέντο)/μελαγχολική ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, φυσιογνωμία, χαρακτήρας.|| Ασθενική/γερή/ευπαθής ~. Πβ. κράση, οργανισμός, φυσική κατάσταση, φυσικό.|| Δεν μπορείς να πηγαίνεις ενάντια στη ~ σου. Δεν είναι στη ~ του να λέει ψέματα (: δεν το συνηθίζει).|| (ΘΕΟΛ.) Οι δύο φύσεις του Χριστού (: θεϊκή και ανθρώπινη). 4. οι ιδιότητες που ορίζουν ένα φαινόμενο ή ένα αντικείμενο και το διακρίνουν από άλλα: η χημική ~ των ενζύμων.|| Η ~ μιας ασθένειας. Κείμενο νομικής ~ης. Δικαστικές ή άλλης ~ης διαφορές. Ερωτήσεις/προβλήματα τεχνικής ~εως. Πβ. είδος, μορφή, ποιόν. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα της φύσης (εμφατ.): οτιδήποτε υπάρχει στη φύση και προκαλεί τον θαυμασμό: Οι καταρράκτες είναι ένα (μοναδικό/πραγματικό) ~ ~., λάθος/τέρας/έκτρωμα της φύσης (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι που παρουσιάζει μια ανωμαλία, που αποκλίνει από το φυσιολογικό ή το συνηθισμένο· πολύ άσχημο(ς). Πβ. τέρας ασχήμιας., νεκρή φύση & (σπάν.-λόγ.) νεκρά φύση/φύσις: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφικός πίνακας που αναπαριστά άνθη, φρούτα ή αντικείμενα καθημερινής χρήσης: ~ ~ με ανοιξιάτικα λουλούδια/μήλα. Πβ. ρωπογραφία. [< γαλλ. nature morte] , δεύτερη φύση βλ. δεύτερος, μνημείο της φύσης βλ. μνημείο, προστασία του (φυσικού) περιβάλλοντος βλ. προστασία, τα στοιχεία της φύσης βλ. στοιχείο ● ΦΡ.: εκ φύσεως (λόγ.): φύσει: Είναι ~ ~ αισιόδοξος/ολιγόλογος. [< λατ. de natura] , έξις, δευτέρα φύσις (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί ότι η συνήθεια είναι τόσο ισχυρή, ώστε μοιάζει να ανήκει στα εγγενή χαρακτηριστικά κάποιου., κατά φύσιν/φύση (επιστ.): σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Βλ. φυσιολογικός., παρά φύσιν/φύση (επιστ.): αντίθετα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης ή κατ' επέκτ. με τις επιταγές της λογικής ή της ηθικής: (ΝΟΜ.) ~ ~ ασέλγεια (: μεταξύ αρρένων)/συνουσία (= σοδομισμός· βλ. πρωκτικός).|| ~ ~ κατάσταση (= αφύσικη)., παρά φύση έδρα βλ. έδρα, πάσης φύσεως/φύσης βλ. πας, πάσα, παν [< αρχ. φύσις, γαλλ.-αγγλ. nature]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

χωρώ

χωρώ [χωρῶ] χω-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {χωρ-άς, -ά κ. -άει κ. -εί ..., -ούν (προφ.) -άνε, -ώντας | χώρ-εσα, -έσει} & χωράω: μπορώ να μπω κάπου, χωρίς να πλεονάζω ή να εξέχω: Ελάτε, ~άμε! Δεν ~ούν πάνω από δέκα άτομα. ~άνε δεν ~άνε εδώ μέσα (: ίσα ίσα που ~άνε). Πού ~εσαν όλοι αυτοί; Κάνε στην άκρη, να ~έσω κι εγώ!|| Δεν ~ά να περάσει το αυτοκίνητο. Δεν ~ούν άλλα ρούχα στο συρτάρι. Συσκευή που μπορεί να ~έσει στην παλάμη του χεριού/στην τσέπη (: είναι μικροσκοπική).|| (μτφ.) Δεν μπορεί να ~έσει τόση αγάπη σε λίγες γραμμές. Πόσες φορές ~ά το επτά στο είκοσι ένα;χωρά 1. μπορεί να δεχτεί ορισμένο πλήθος ανθρώπων ή συγκεκριμένη ποσότητα στοιχείων εντός του χώρου που διαθέτει: Το γήπεδο ~ ... θεατές (= έχει χωρητικότητα ... θεατών). Δεν μας ~ το ταξί. Το μπουκάλι ~ ... λίτρα. Πόσα αρχεία μπορεί να ~έσει το φλασάκι;|| (μτφ.) Η καρδιά του ~ όλο τον κόσμο (: είναι μεγαλόκαρδος). 2. (κυρ. με άρνηση) για ρούχα ή παπούτσια που εφαρμόζουν στο σώμα κάποιου, ώστε να μπορεί να τα φορέσει: Δεν της ~ πια το φουστάνι (= της είναι στενό). Τα γάντια δεν μου ~άνε (= μου είναι μικρά). Πβ. μπαίνει. 3. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιτρέπεται, δικαιολογείται, μπορεί να γίνει αποδεκτό: Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα δεν ~ εφησυχασμός. Δεν ~άνε άλλες απώλειες/αστεία/δικαιολογίες/μεμψιμοιρίες/ντροπές.|| (επίσ.) Κατά της απόφασης ~ ένσταση. 4. & χωρεί: (μτφ.-κυρ. με άρνηση) επιδέχεται, παίρνει: Η κατάσταση δεν ~ συμβιβασμούς. Το θέμα δεν ~ (περαιτέρω) καθυστέρηση., χωρεί (αρχαιοπρ.): προχωρά: (σε νομικά κείμενα) Η πειθαρχική δίωξη ~ αυτεπαγγέλτως. ● ΦΡ.: δεν με χωρά(ει) ο τόπος (προφ.): δεν μπορώ να σταθώ σε ένα μέρος, λόγω υπερέντασης, ανυπομονησίας ή στενοχώριας: Δεν τον ~ ~, όλα του φταίνε., δεν χωρά(ει)/χωρεί (καμιά/η παραμικρή) αμφιβολία: είναι σίγουρο, αναμφίβολο: ~ ~ ότι θα τα καταφέρουν., δεν χωράω κάπου (μτφ.): δεν ανήκω, δεν έχω θέση σε κάποιον χώρο ή περιβάλλον, κυρ. λόγω του χαρακτήρα μου ή των αρνητικών συνθηκών που επικρατούν: Νιώθω ότι ~ ~ πουθενά/στην παρέα τους., στους δύο τρίτος δεν χωρεί/χωρά(ει) (προφ.): σε μία διαπροσωπική, συνήθ. ερωτική, σχέση δεν πρέπει να αναμειγνύονται τρίτοι, γιατί μπορεί να τη διαλύσουν., (δεν χωράνε) δύο καρπούζια σε μία/στην ίδια μασχάλη βλ. καρπούζι, δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές βλ. αναβολή, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, δεν χωράει (καμία) αμφισβήτηση βλ. αμφισβήτηση, δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα βλ. πόρτα, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, όλοι οι καλοί χωράνε βλ. καλός, πόσα απίδια πιάνει/χωράει/βάζει/βάνει/έχει ο σάκος βλ. απίδι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι [< αρχ. χωρῶ ‘αφήνω χώρο, περιέχω, βρίσκω θέση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.