Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 102 εγγραφές  [0-20]


  • αγαλλιάζω [ἀγαλλιάζω] α-γαλ-λι-ά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {αγαλλία-σα} & αγαλλιώ, (εσφαλμ.) αγαλιάζω (λόγ.-λογοτ.): προκαλώ ή αισθάνομαι πολύ μεγάλη χαρά και ευφορία: ~ στην απαράμιλλη θέα. ~ει η καρδιά/ο νους/η ψυχή. ~σε με τα λόγια του. Ανθισμένα φυτά/τραγούδια που σε ευχαριστούν και σε ~ουν. ΣΥΝ. αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε βλ. χαίρω [< μεσν. αγαλλιάζω]
  • αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]
  • αίολος , η, ο (εσφαλμ.) βλ. έωλος
  • ακολουθώ [ἀκολουθῶ] α-κο-λου-θώ ρ. (μτβ. κ. σπάν. αμτβ.) {ακολουθ-είς κ. -άς ...| ακολούθ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ώντας} & (προφ.) ακολουθάω 1. κινούμαι πίσω από κάποιον ή πηγαίνω μαζί του, τον συνοδεύω: ~ τον ξεναγό. Το σκυλί με ~ούσε (: με είχε πάρει από πίσω). Άρχισε να προχωρεί κι ο φίλος του τον ~ησε. Ακολουθήστε (εσφαλμ. ακολουθείστε) με (= ελάτε μαζί μου)! ~ήστε το προπορευόμενο αυτοκίνητο. Βλ. παρ~.|| ~ από κοντά. Τον ~εί σε όλες του τις εκδηλώσεις. Η οικογένειά του τον ~ούσε παντού.|| Οι ενοχές/οι τύψεις τον ~ούσαν (πβ. κατα-διώκω, -τρύχει). Τα λάθη μας μάς ~ούν (: υφιστάμεθα τις συνέπειές τους). Βλ. προηγούμαι. 2. βρίσκομαι ή έρχομαι (χρονικά, τοπικά, σε σειρά) ύστερα από κάτι ή κάποιον, εμφανίζομαι ως συμπλήρωμα ή συνέπεια: ~εί πολιτική διαφήμιση. Στο διάγραμμα/κείμενο/στη σελίδα που ~εί, παρουσιάζεται ... Στο πρωτάθλημα κυριαρχεί ο ... και ~ούν οι ... Στους αιώνες/στα χρόνια που ~ησαν ... (Μετά τα εγκαίνια) θα ~ήσει δεξίωση/συζήτηση. Τις καταρρακτώδεις βροχές ~εί (= διαδέχεται) η διάβρωση του εδάφους. Τις εκρήξεις ~ησε πανικός. Μετά την οικονομική κρίση ~ησε (= επακολούθησε, επήλθε) ανάκαμψη. ~είται η ίδια διαδικασία. Η δήλωσή του ~ήθηκε (: συνοδεύτηκε) από κραυγές ενθουσιασμού. Πβ. συν~. ΣΥΝ. έπομαι 3. κινούμαι προς ορισμένη κατεύθυνση, ασχολούμαι με κάποιο επάγγελμα ή δραστηριότητα: ~ το μονοπάτι. ~ησε τα ίχνη του δραπέτη. Η πομπή ~ούσε τη διαδρομή ...|| (μτφ.) ~ησε τον δρόμο της προόδου. Οι δείκτες ~ησαν ανοδική/καλπάζουσα/φθίνουσα πορεία.|| ~ησε θεωρητικές/τεχνολογικές σπουδές. ~ησε πανεπιστημιακή καριέρα/το επάγγελμα του πατέρα του/τη νομική επιστήμη. 4. (μτφ.) σκέφτομαι ή ενεργώ σύμφωνα με κάτι, τηρώ, εφαρμόζω: ~ μια λύση/μια μέθοδο/τη μόδα/τον νόμο/τις οδηγίες (πβ. εκτελώ)/την παράδοση/την πεπατημένη/μια πολιτική/ένα πρόγραμμα/τις συστάσεις (πβ. συμμορφώνομαι, υπακούω)/μια τακτική. ~ τη γνώμη/τη γραμμή/το παράδειγμα/ένα πρότυπο (πβ. μιμούμαι)/τη συμβουλή κάποιου. ~ μια στάση/έναν τρόπο ζωής. ~εί το ένστικτό του/τη φωνή της καρδιάς/της συνείδησής του. ~ησε τα όνειρά σου! Ο κόσμος ~εί τους χαρισματικούς ηγέτες (: τους αποδέχεται ως αρχηγούς). ~ησε δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά/την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Ποιες διατροφικές συνήθειες ~είτε; ~ήθηκε εξατομικευμένη θεραπεία/η συνήθης διαδικασία. Βλ. εξ~. ● ΦΡ.: ακολουθεί τη μοίρα/την τύχη κάποιου: παθαίνει τα ίδια με κάποιον: Ο τόπος ~ησε ~ της υπόλοιπης περιοχής (: σε περιπτώσεις ξένης κατοχής)., ακολούθησε (κάποιον) στον τάφο/στον θάνατο: πέθανε και ο ίδιος ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα: Ένα μήνα αργότερα ~ τη γυναίκα του ~., ακολουθώ κάποιον/κάτι με το βλέμμα/με τα μάτια: παρατηρώ κάποιον, κάτι που μετακινείται: Τον ακολούθησε ~, ώσπου εκείνος χάθηκε στην ομίχλη. [< γερμ. jemandem mit den Augen folgen] , ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα βλ. βήμα, ακολουθώ κατά πόδας βλ. πους, ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια βλ. βήμα [< αρχ. ἀκολουθῶ, αγγλ. follow, γαλλ. suivre, γερμ. folgen]
  • ακριτομυθία & ακριτομύθια [ἀκριτομυθία] α-κρι-το-μυ-θί-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): το να μιλά κάποιος χωρίς σκέψη και κρίση με αποτέλεσμα την αποκάλυψη ενός μυστικού και (συνεκδ. στον πληθ.) άκριτα λόγια: Το σχέδιό του δημοσιοποιήθηκε εξαιτίας της ~ας των συνεργατών του. Πβ. αδολεσχία.|| Ανεπίτρεπτες ~ες (εσφαλμ. ακριτομύθειες). Από ~ες μαθαίνουμε ότι ... ΑΝΤ. εχεμύθεια [< μεσν. ακριτομυθία ‘δυσερμήνευτη ομιλία’]
  • αλιτήριος [ἀλιτήριος] α-λι-τή-ρι-ος ουσ. (αρσ.) & (εσφαλμ.) αλητήριος (μειωτ.): αλήτης, απατεώνας: Με ξεγέλασε ο ~! ~οι και καιροσκόποι. (προφ.) Γιατί, βρε ~ε, έκανες πως δεν με είδες; Πβ. άθλιος, αλητάμπουρας, δόλιος, κατεργάρης, πανούργος, παλιάνθρωπος, φαύλος. [< αρχ. ἀλιτήριος 'ασεβής, ένοχος']
  • αναψηλάφηση [ἀναψηλάφηση] α-να-ψη-λά-φη-ση ουσ. (θηλ.) , (εσφαλμ.) αναψηλάφιση (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναψηλαφώ: Επιχειρεί μια/κάνει/προβαίνει σε ~ των γεγονότων/δεδομένων/στοιχείων.|| (ΝΟΜ.) Άσκηση/δικαίωμα ~ης κατά της απόφασης. Το εφετείο απέρριψε την αίτηση ~ης. Πβ. επανεξέταση. Βλ. ένσταση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναθεώρηση/αναψηλάφηση της δίκης/της υπόθεσης βλ. αναθεώρηση [< μεσν. αναψηλάφησις, γαλλ. révision]
  • ανδριάντας [ἀνδριάντας] αν-δρι-ά-ντας ουσ. (αρσ.) (λόγ.), (εσφαλμ.) αδριάντας: ολόσωμο άγαλμα επιφανούς προσώπου: έφιππος/μπρούντζινος/χάλκινος ~. Η ανέγερση/τα αποκαλυπτήρια/η στέψη ενός ~α. Βλ. γλυπτό, προτομή. [< αρχ. ἀνδριάς]
  • ανέκαθεν [ἀνέκαθεν] α-νέ-κα-θεν επίρρ. (λόγ.) (εσφαλμ. από ~): πάντα, από την πρώτη στιγμή, εξαρχής: ~ θεωρούσε τον εαυτό της ... Τη ζήλευε ~. Βλ. -θεν. ΑΝΤ. ποτέ (1) [< αρχ. ἀνέκαθεν]
  • ανημέρωτος , η, ο [ἀνημέρωτος] α-νη-μέ-ρω-τος επίθ. 1. που δεν έχει εξημερωθεί. ΣΥΝ. ανήμερος, ατιθάσευτος 2. (εσφαλμ.) ανενημέρωτος. [< 1: αρχ. ἀνημέρωτος]
  • απαξιώ [ἀπαξιῶ] α-πα-ξι-ώ ρ. (μτβ.) {απαξι-οίς ... | απαξίω-σα} (λόγ.-συνήθ. ειρων.): θεωρώ ότι δεν μου αξίζει, δεν μου αρμόζει να κάνω κάτι, επειδή με μειώνει ως άτομο, δεν καταδέχομαι: ~ να σου απαντήσω! ~οί/(εσφαλμ.) ~εί να σχολιάσει το θέμα. [< αρχ. ἀπαξιῶ]
  • απαυδώ [ἀπαυδῶ] α-παυ-δώ ρ. (αμτβ.) {απαυδ-άς ... | (συνηθέστ.) απηύδ-ησα, απαυδ-ήσει, απηυδ-ισμένος} & (σπάν.) απαυδίζω: εξαντλείται η υπομονή μου, κουράζομαι ψυχικά, δεν αντέχω άλλο: ~ησα με τη δουλειά. ~ησε να ακούει συνέχεια ψεύτικες υποσχέσεις. Έχω απαυδήσει/(εσφαλμ.) απηυδήσει με τα καμώματά του! ~ισμένος από την καθυστέρηση. Πβ. αγανακτώ, αποκάνω, δεινοπαθώ, μπαϊλντίζω. [< αρχ. ἀπαυδῶ]
  • αποποιούμαι [ἀποποιοῦμαι] α-πο-ποι-ού-μαι ρ. (μτβ.) {αποποι-είσαι ... | -ήθηκα, -ούμενος} (+ αιτ./εσφαλμ. γεν.) (απαιτ. λεξιλόγ.): δεν αποδέχομαι, αρνούμαι: ~είται κάθε ευθύνη/τις ευθύνες του (συχνότ. των ευθυνών του). ~ήθηκε: την εκλογή του (στο αξίωμα του ...). (ΝΟΜ.) ~ήθηκε την κατηγορία/κληρονομιά. Πβ. απορρίπτω. ΣΥΝ. απεκδύομαι ΑΝΤ. δέχομαι (2) [< μτγν. ἀποποιοῦμαι]
  • αποτείνω [ἀποτείνω] α-πο-τεί-νω ρ. (μτβ.) {απέτεινα κ. απότεινα, αποτά-θηκα, αποτα-θώ (συχνότ. εσφαλμ. αποτανθώ), αποτειν-όμενος} (επίσ.): απευθύνω κάτι σε κάποιον: ~ χαιρετισμό προς τους παρευρισκομένους. Του απέτεινε τον λόγο. Απέτειναν προσευχή/ύμνο προς τον Κύριο. Βλ. αποτίω. ● Παθ.: αποτείνομαι: απευθύνομαι σε κάποιον, συνήθ. επίσημο φορέα, προκειμένου να ζητήσω, να μάθω ή να υποβάλω κάτι: ~όμενος στους βουλευτές, είπε ... Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ~ονται στους αρμόδιους φορείς/στις κατά τόπους Υπηρεσίες. ~θηκε στη Δικαιοσύνη. Πού μπορώ να ~θώ για βοήθεια/πληροφορίες; Πβ. προσφεύγω, στρέφομαι. [< γαλλ. s'adresser] [< αρχ. ἀποτείνω ‘επεκτείνω, αναφέρομαι, κάνω υπαινιγμό’]
  • αρρώστια [ἀρρώστια] αρ-ρώ-στια ουσ. (θηλ.) & (εσφαλμ.) αρρώστεια 1. (προφ.) ασθένεια, νόσος, πάθηση: βαριά/επικίνδυνη/κακιά (: επάρατη)/σοβαρή/σπάνια/ύπουλη ~. Χτυπημένος από ~.|| Το άγχος είναι η ~ της εποχής μας (βλ. μάστιγα). 2. (μτφ.) διαστροφή: ~ του μυαλού/της ψυχής. 3. (μτφ.) μανία, πάθος: η ~ του καταναλωτισμού. Το ποτό/ο τζόγος τού έγιναν ~. Έχει ~ με τα αυτοκίνητα (= τρέλα). Πβ. εμμονή. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική ασθένεια/αρρώστια βλ. ασθένεια [< 1: μεσν. αρρώστια 2,3: γαλλ. maladie]
  • ατάκτως [ἀτάκτως] α-τά-κτως επίρρ. (λόγ.): χωρίς τάξη, απείθαρχα: Το στράτευμα υποχώρησε ~.|| (ειρων.) Η κυβέρνηση υπαναχωρεί ~. ● ΦΡ.: (λίθοι,) πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα & ατάκτως ερριμμένα (εσφαλμ. ερριμμένοι): (λόγ.) για να δηλωθεί έλλειψη οργάνωσης, τάξης ή ερείπωση, καταστροφή: ~ ~ , χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ο εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης.|| ~ ~ ήταν ό,τι απέμεινε μετά τον σεισμό.|| (μτφ.) Σκέψεις ατάκτως ερριμμένες. [< αρχ. ἀτάκτως]
  • αφορά [ἀφορᾷ] α-φο-ρά ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}: σχετίζεται με, αναφέρεται σε, ενδιαφέρει κάποιον ή κάτι: Θέμα που ~ τον/(σπανιότ.-λόγ.) στον κλάδο των εκπαιδευτικών. Δεν σ' ~. Δεν με ~ πια (: έπαψα να ενδιαφέρομαι για εκείνον/εκείνη). Εκθέσεις που ~ούν την περιβαλλοντική μόλυνση (πβ. αγγίζει, άπτεται, έχει να κάνει με). Στον βαθμό που με ~ ... ● ΦΡ.: όσον/σε ό,τι/καθόσον αφορά ... (επίσ.): αναφορικά, σχετικά με: Όσον ~ (εσφαλμ. ως αναφορά) την εξωτερική πολιτική, ... Σε ό,τι με ~, έχω ήρεμη τη συνείδησή μου. Σε ό,τι ~ την (σπανιότ. στην) υψηλή τεχνολογία ... Καθόσον ~ τις επιχειρήσεις, διευκρινίζεται ότι ... [< γαλλ. en ce qui concerne] [< πβ. αρχ. ἀφορῶ 'κοιτάζω προσεκτικά', γαλλ. regarder, concerner]
  • γενηθήτω γε-νη-θή-τω ρ. & (εσφαλμ.) γεννηθήτω (λόγ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: γενηθήτω το θέλημά σου (από το Πάτερ ημών): ως αποδοχή της θείας βούλησης· (συνήθ. ειρων.) για δήλωση συγκατάβασης., γενηθήτω φως (και εγένετο φως) (ΠΔ) 1. (προφ.) για να ανάψουν τα φώτα ή για επαναφορά του ηλεκτρικού ρεύματος μετά από διακοπή. 2. (μτφ.) ως απαίτηση να πέσει άπλετο φως στη διερεύνηση μιας υπόθεσης. [< αρχ. γενηθήτω, προστ. αορ. του ρ. γίγνομαι]
  • γραφειοκρατία γρα-φει-ο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) & (εσφαλμ.) γραφειοκρατεία: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κατάσταση που επικρατεί στις δημόσιες κυρ. υπηρεσίες, η οποία χαρακτηρίζεται από σχολαστικές και περιττές διατυπώσεις, καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση υποθέσεων, συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στους υψηλά ιστάμενους και ελάχιστες πρωτοβουλίες στους ιεραρχικά κατώτερους, με αποτέλεσμα την ταλαιπωρία των πολιτών: η ~ του Δημοσίου. Η γλώσσα της ~ας (βλ. σχολαστικότητα, τυπολατρία). Καταπολέμηση/μείωση/πάταξη/περιορισμός της ~ας. Έχω μπλέξει με τη ~.|| (μτφ.) Η Λερναία Ύδρα της ~ας. Δέσμιοι/έρμαια/όμηροι της ~ας. Στα γρανάζια/πλοκάμια της ~ας. Πβ. υπαλληλοκρατία, χαρτοβασίλειο. Βλ. τεχνοκρατία, -κρατία. [< γαλλ. bureaucratie, γερμ. Bürokratie]
  • γυνή γυ-νή ουσ. (θηλ.) {γυναικ-ός (εσφαλμ. γυνής)} (λόγ.): γυναίκα. Στις ● ΦΡ.: η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα: ΕΚΚΛΗΣ. (από το μυστήριο του γάμου) προτροπή να σέβεται και να τιμά η γυναίκα τον σύζυγό της., πυρ, γυνή και θάλασσα (μειωτ.): διατύπωση που εμφανίζει τη γυναίκα ως μία από τις μεγαλύτερες συμφορές., συν γυναιξί και τέκνοις (ΚΔ): (για άνδρα) μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του· κατ' επέκτ. οικογενειακώς: Ήταν όλοι εκεί ~ ~. [< αρχ. γυνή]

αναθεώρηση

αναθεώρηση [ἀναθεώρηση] α-να-θε-ώ-ρη-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθεωρώ: αναλυτική/μερική/ολική/πλήρης/ριζική ~. ~ μιας απόφασης/απόψεων/του βιβλίου/εκτίμησης/θέσης/του λεξικού/στάσης/συνθήκης. ~ των προβλέψεων/προϋποθέσεων. Προβαίνω/προχωρώ/υπόκειται σε ~. Γίνεται ~ (άρθρων) του Συντάγματος (: συμπλήρωση, τροποποίηση ή κατάργηση).|| ~ άδειας/διπλώματος (οδήγησης) (= επανέλεγχος)/βαθμολογίας (= αναβαθμολόγηση). ΣΥΝ. αλλαγή (1), επανεξέταση ● ΣΥΜΠΛ.: αναθεώρηση/αναψηλάφηση της δίκης/της υπόθεσης: ΝΟΜ. επανεξέταση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: Ο Άρειος Πάγος απέρριψε το αίτημα για ~ ~. [< γαλλ. (La) révision d'un procès] [< μτγν. ἀναθεώρησις, γαλλ. révision]

αποτίω

αποτίω [ἀποτίνω] α-πο-τί-νω ρ. (μτβ.) {απέτ-ισα} & αποτίνω (επίσ.): αποδίδω. Κυρ. στη ● ΦΡ.: αποτίω/(σπάν.) αποτίνω φόρο τιμής {συνήθ. στο γ' πρόσ.}: τιμώ επιφανή νεκρό ή (ηρωικώς) πεσόντες: ~ ~ στο έργο/στη μνήμη/στη σορό (κάποιου). Η ταινία ~ει ~ και ευγνωμοσύνης στο μεγάλο καλλιτέχνη. Χιλιάδες λαού ~ισαν τον ύστατο ~ ~ στα θύματα πολέμου. [< αρχ. ἀποτίνω]

ασθένεια

ασθένεια [ἀσθένεια] α-σθέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} (λόγ.): αρρώστια, νόσος: ανίατη/γενετική/διανοητική/εκφυλιστική/θανατηφόρα/ιάσιμη/κληρονομική/μεταδοτική/μολυσματική/νεοπλασματική/πολυπαραγοντική/χρόνια ~. Ιογενείς ~ες. ~ του αναπνευστικού. Ανακούφιση/διάγνωση/εξέλιξη/κρούσματα/παρακολούθηση/πρόληψη/συμπτώματα μιας ~ας. Φάρμακο κατά της ~ας ... Άδεια/βιβλιάριο/επίδομα/παροχές ~είας. Φορείς ~ών. Κόλλησε/μετέφερε την ~. Πάσχει/προσβλήθηκε/υποφέρει από ~. Η ~ εκδηλώθηκε/εξαπλώθηκε. Πβ. νόσημα, πάθηση. Βλ. μυ~, νευρ~.|| (ΚΤΗΝ.) Παρασιτική ~. (ΓΕΩΠ.) ~ των δέντρων/του φυλλώματος. ~ του αμπελιού (π.χ. περονόσπορος, φυλλοξήρα). ~ες καλλωπιστικών φυτών. Μυκητολογικές ~ες λαχανικών.|| (μτφ.) Κοινωνική/πνευματική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική ασθένεια: σε περιπτώσεις που κάποιος προφασίζεται ότι είναι άρρωστος, για να αποφύγει δυσάρεστη κατάσταση: σκηνοθετημένη ~ ~., επαγγελματική ασθένεια & νόσος: που οφείλεται στη φύση ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. αμιάντωση, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, ιατρική της εργασίας. [< αγγλ. occupational disease, 1901, occupational illness] , παιδική ασθένεια/αρρώστια 1. ΙΑΤΡ. που προσβάλλει κυρ. παιδιά. Βλ. ανεμοβλογιά, ιλαρά, κοκίτης, οστρακιά, παρωτίτιδα. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) αρνητικό στοιχείο που δηλώνει ανωριμότητα, επιπολαιότητα, απειρία: (στο μπάσκετ) Η ~ ~ των πολλών χαμένων βολών., ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός [< αρχ. ἀσθένεια, γαλλ. maladie, asthénie, αγγλ. asthenia]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

γλυπτό

γλυπτό γλυ-πτό ουσ. (ουδ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. έργο γλυπτικής: μαρμάρινο/ξύλινο/χάλκινο ~. Αρχαία ~ά. Τα ~ά του Παρθενώνα (βλ. ελγίνεια). Βλ. άγαλμα, ανάγλυφο, ανδριάντας, προτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητικό γλυπτό βλ. κινητικός [< μτγν. γλυπτόν]

ένσταση

ένσταση [ἔνσταση] έν-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. αντίρρηση, αντίθεση σε κάτι που ειπώθηκε ή αποφασίστηκε: γραπτή/διοικητική/προφορική ~. Η ~ή μου είναι ότι ... ~ επί της απόφασης/της διαδικασίας/της εφαρμογής (του κανονισμού). Διατυπώνει/εκφράζει τις ~άσεις του. Εγείρουν/έχουν/προβάλλουν ~άσεις. Υπάρχουν ~άσεις. Το νομοσχέδιο έγινε δεκτό χωρίς ~άσεις. 2. ΝΟΜ. διαδικαστική πράξη κατά την οποία ασκείται το δικαίωμα απόκρουσης της αγωγής του κατήγορου με επίκληση νέων κανόνων ή γεγονότων: αναβλητική/ανατρεπτική ~. ~ εκκρεμοδικίας/παραγραφής. ~ κατά του ... Ασκήθηκε/κατατέθηκε/υποβλήθηκε ~. Απορρίφθηκε/έγινε δεκτή/εκδικάστηκε η ~. Το δικαστήριο εξετάζει την ~. ~άσεις στο εκλογοδικείο. Βλ. αντ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ένσταση απαρτίας βλ. απαρτία [< 1: αρχ. ἔνστασις]

έωλος

έωλος, η/ος, ο [ἕωλος] έ-ω-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.), (εσφαλμ.) αίολος: αβάσιμος, αστήρικτος: ~ος: ισχυρισμός. ~η: κατηγορία. ~α: επιχειρήματα. Άποψη ~η επιστημονικά.|| (ως ουσ.) Το ~ο των καταγγελιών. ΣΥΝ. αθεμελίωτος (1), ανυπόστατος [< αρχ. ἕωλος 'μπαγιάτικος, παλιομοδίτικος']

-θεν

-θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν). 2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~. 3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.

πους

πους ουσ. (αρσ.) {ποδ-ός, -α | -ες, -ών} & πόδας 1. (αρχαιοπρ.) πόδι. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μήκους. ● ΣΥΜΠΛ.: μετρικός πους/πόδας: ΜΕΤΡ. σύνολο συλλαβών που αποτελούν τη βασική δομική μονάδα στα μέτρα κυρ. της αρχαίας ποίησης. Βλ. ανάπαιστος, δάκτυλος, ίαμβος, τροχαίος., άκρο πόδι βλ. πόδι ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά πόδας & καταπόδας (λόγ.) 1. (μτφ.) κατά γράμμα, πιστά: ~ησαν ~ το παράδειγμά του. 2. (μτφ.) έχω μικρή (βαθμολογική) διαφορά από κάποιον: Οι αντίπαλοι μας ~ούν ~. 3. πηγαίνω πίσω από κάποιον, συνήθ. παρακολουθώντας τον. Πβ. καταπόδι, ξοπίσω. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα (1), παίρνω (κάποιον) στο κατόπι [< αρχ. κατά πόδας] , επί ποδός (λόγ.): σε ετοιμότητα: ~ ~ πολέμου. Η τροχαία βρίσκεται/τέθηκε ~ ~ για την ομαλή διεξαγωγή της κυκλοφορίας. Πβ. σε εγρήγορση., παρά πόδα & (καταχρ.) παρά πόδας: ΣΤΡΑΤ. (ως παράγγελμα) ο οπλίτης να κρατήσει όρθιο το όπλο δίπλα στο δεξί του πόδι· συνεκδ. η αντίστοιχη θέση. Βλ. αρμ, επ' ώμου. [< αρχ. πούς]

προηγούμαι

προηγούμαι [προηγοῦμαι] προ-η-γού-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {προηγ-είται ... | προηγ-ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος} ΑΝΤ. ακολουθώ, έπομαι: πηγαίνω, βρίσκομαι πιο μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο, προπορεύομαι ή προέχω, υπερέχω: ~είται αξιολογικά/στη βαθμολογία/στη γενική κατάταξη/στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. ~ήθηκε με μεγάλη/μικρή διαφορά (έναντι) του αντιπάλου του. Οι γηπεδούχοι ~ούνται στο σκορ με 1-0 (: έχουν το προβάδισμα). Η ομάδα ~ήθηκε (= άνοιξε το σκορ), αλλά τελικά ισοφαρίστηκε.|| (ως έκφρ. ευγένειας) Οι κυρίες ~ούνται (: έχουν προτεραιότητα).|| ~είται (= πρωτοπορεί) στον τομέα της έρευνας.προηγείται: συμβαίνει, γίνεται, δρα πριν από κάποιον ή κάτι άλλο: (+ γεν.) Διαδικασία που ~ της σύναψης συμβάσεως. Συμπτώματα που ~ούνται της καρδιακής προσβολής. Ο Τύπος αποκαλύπτει όσα ~ήθηκαν της εκλογής.|| Με βάση την ανάλυση που ~ήθηκε, προκύπτει ότι ... Στα χρόνια που ~ήθηκαν ... Έγινε δεκτή η πρότασή του, χωρίς να έχει ~ηθεί συζήτηση. [< αρχ. προηγοῦμαι]

σχολαστικότητα

σχολαστικότητα σχο-λα-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. τυπολατρία, φορμαλισμός: γραφειοκρατική ~. 2. προσήλωση, έμφαση στη λεπτομέρεια· λεπτολογία: Οι όροι ασφαλείας τηρούνται με ~. Επιμελήθηκε το έργο με ιδιαίτερη ~. Βλ. -ότητα.

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τεχνοκρατία

τεχνοκρατία τε-χνο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία η τεχνολογική γνώση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με οικονομικά και κοινωνικά θέματα· κατ' επέκτ. κυριαρχία των ειδικών επιστημόνων στην άσκηση της πολιτικής. Βλ. -κρατία, μηχανοκρατία, τεχνοδομή. [< αγγλ. technocracy, 1919, γαλλ. technocratie, 1930]

τότε

τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]

χαίρω

χαίρω χαί-ρω ρ. (αμτβ.) {παρατ. έχαιρε} (λόγ.) 1. (ως χαιρετισμός) χαίρομαι: (σε κάποιον που συναντάμε για πρώτη φορά:) ~ πολύ (για τη γνωριμία)! ~ετε, τι κάνετε/πώς είστε;|| (ειρων.) ~ πολύ, κάτι μας είπες τώρα! Βλ. επι~, συγ~. 2. (+ γεν.) γίνομαι αποδέκτης θετικής αντιμετώπισης, απολαμβάνω: ~ει άκρας υγείας/ασυλίας/γενικής αποδοχής/δημοφιλίας. Δεν ~ει ειδικής μεταχείρισης/κάποιας ιδιαίτερης εύνοιας/προνομίων. Το νέο προϊόν ~ει μεγάλης ανταπόκρισης/απήχησης στο καταναλωτικό κοινό. Έχαιρε της απολύτου εμπιστοσύνης του προέδρου. ΣΥΝ. απολαύω ● ΦΡ.: χαίρετε και αγαλλιάσθε {στο β' εν. χαίρε και αγάλλου} (ΚΔ, λόγ.): να νιώθετε χαρά και αγαλλίαση., χαίρει (της) εκτίμησης/εκτιμήσεως βλ. εκτίμηση [< αρχ. χαίρω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.