Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 101 εγγραφές  [0-20]


  • απ [ἄπ] επιφών.: ως τρόπος αιφνιδιασμού κάποιου, ο οποίος προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή κάποια ενέργειά του ή για δήλωση έκπληξης: ~, (και) σε είδα/έπιασα/τσάκωσα! ~, μην κάνεις ρούπι! ~, τι κάνεις εκεί; ~, για πού το 'βαλες;|| ~, πώς από 'δω; ● βλ. επ [< λ. ηχομιμητ.]
  • άπαπα [ἄπαπα] ά-πα-πα επιφών. 1. αρνητικής απάντησης: ~, με τίποτα/ούτε να το συζητάς/σε καμία περίπτωση! 2. έντονης αποδοκιμασίας: ~! τι πράγματα είναι αυτά! [< λ. ηχομιμητ., μεσν. άπαπα, αρχ. ἀππαππαῖ]
  • αχ [ἄχ] επιφών.: δηλώνει, ανάλογα με τον επιτονισμό, χαρά, θαυμασμό, λύπη, πόνο, ανακούφιση, επιθυμία ή ευχή, ξάφνιασμα, και γενικότ. συναισθηματική διάθεση: ~ τι όμορφα που περάσαμε! ~ τι ωραίο φόρεμα! ~ στραμπούληξα το πόδι μου! ~ επιτέλους, τέλειωσαν τα βάσανά μας! ~ καλέ, δεν σε είδα και με τρόμαξες! ~ καλό μου παιδί! ~ Θεέ μου, τι με βρήκε! ~ καημένε, ...! ~ αυτή η ακαταστασία σου!|| (απραγματοποίητη επιθυμία) ~ και να 'σουν εδώ/να γινόταν να γυρίσει ο χρόνος πίσω!|| (εμφατ. ως ουσ.) Μην αρχίζεις πάλι τα ~ και βαχ. Βλ. α, άχου, ε. [< λ. ηχομιμητ., αγγλ.-γαλλ.-γερμ.-τουρκ. ah!]
  • άχου [ἄχου] ά-χου επιφών. ως έκφραση 1. τρυφερότητας, έγνοιας, ευχαρίστησης, έκπληξης: ~ το, μωρέ! ~, τι να κάνει τώρα το παιδάκι μου; ~ καλέ, πώς σου πάει αυτό το φόρεμα! 2. & αχού στενοχώριας, πόνου, συμπόνιας, απογοήτευσης: ~, συμφορά που μας βρήκε! ~ τι τραβά η καημένη! ~, μπελάς που με βρήκε! Βλ. α, αχ. [< τουρκ. ahu, λ. ηχομιμητ.]
  • αψού [ἀψού] α-ψού {άκλ.}: ο χαρακτηριστικός ήχος του φτερνίσματος. Βλ. γείτσες. [< λ. ηχομιμητ.]
  • βαβούρα βα-βού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): διαρκές και υπόκωφο βουητό· θόρυβος, φασαρία: Πολλή ~ γίνεται. Δεν μπορώ τη ~. Πβ. αλαλούμ, ανακατωσούρα, αναμπουμπούλα, κομφούζιο, οχλαγωγία, οχλοβοή, σαματάς, χαλασμός, χαμός, χάος. Βλ. -ούρα1. [< μεσν. βαβούρα, ηχομιμητ. λ.]
  • βόμβα βόμ-βα ουσ. (θηλ.) {βομβών} 1. κοίλο βλήμα με εκρηκτική ύλη και πυροδοτικό μηχανισμό, το οποίο τοποθετείται σε κάποιο μέρος ή ρίχνεται συνήθ. από πολεμικό αεροσκάφος: αυτοσχέδια/εμπρηστική/έξυπνη/θερμοβαρική/τηλεκατευθυνόμενη/χημική/ωρολογιακή ~. ~ κενού. ~ απεμπλουτισμένου ουρανίου. (παλαιότ.) ~ με φιτίλι. Έκρηξη/ρίψη/τοποθέτηση ~ας. ~-φάρσα. Η ~ εξερράγη/έσκασε στα χέρια του τρομοκράτη. Έβαλαν ~. Ο πυροτεχνουργός απενεργοποίησε/εξουδετέρωσε τη ~. Βλ. κροτίδα, οβίδα, ρουκέτα, χειροβομβίδα. ΣΥΝ. μπόμπα (1) 2. (μτφ.) καθετί αρνητικό ή/και αναπάντεχο που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, αναστάτωση, αιφνιδιασμό, ανατροπή ή καταστροφή: (ως παραθετικό σύνθ.) αποκάλυψη/δήλωση/έκθεση/επιστολή/παραίτηση-~ (πβ. καταπέλτης). Μεταγραφική/οικολογική ~. Τοξική/ωρολογιακή ~ η μόλυνση του περιβάλλοντος. Είδηση που έπεσε/έσκασε σαν ~!|| Βλ. σεξο~. ● Υποκ.: βομβίδια (τα) {σπάν. στον εν. βομβίδιο}, βομβίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα βυθού: ΣΤΡΑΤ. ειδικά σχεδιασμένη να εκρήγνυται σε συγκεκριμένο βάθος εναντίον υποβρύχιων στόχων. Βλ. νάρκη, τορπίλη.|| (μτφ.) Χωματερές-~ες ~ού (: για θαλάσσια απόβλητα)., βόμβα διασποράς: όπλο που φέρει πολλά μικρά βομβίδια, τα οποία εκτοξεύονται σε μεγάλη έκταση και εκρήγνυνται στον αέρα ή στο έδαφος. [< αγγλ. cluster bomb, 1967] , βόμβα μολότοφ & (προφ.) μολότoφ & κοκτέιλ μολότοφ: αυτοσχέδια βόμβα από γυάλινο μπουκάλι με εύφλεκτο υγρό και στουπί στο στόμιο ως φιτίλι: Επίθεση με ~ ~ από ομάδα κουκουλοφόρων. Βλ. γκαζάκι. [< αγγλ. molotov (cocktail), 1940, ρωσ. ανθρ. M. W. Molotow] , βρόμικη βόμβα (προφ.): η οποία διαχέει ραδιενεργό υλικό, πυρηνική βόμβα. [< αγγλ. dirty bomb, 1955] , (βόμβα) ναπάλμ βλ. ναπάλμ, ατομική βόμβα βλ. ατομικός, βόμβα (πολλών) μεγατόνων βλ. μεγάτονος, βόμβα κοβαλτίου βλ. κοβάλτιο, βόμβα νετρονίου βλ. νετρόνιο, βόμβα υδρογόνου βλ. υδρογόνο, βραδυφλεγής βόμβα βλ. βραδυφλεγής, μετεωρολογική βόμβα βλ. μετεωρολογικός, πυρηνική βόμβα βλ. πυρηνικός [< ιταλ. bomba (ηχομιμητ.), αγγλ. bomb]
  • βόμβος βόμ-βος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): βούισμα, βουητό. [< αρχ. βόμβος (ηχομιμητ.)]
  • βουρ επιφών.: (προτρεπτικά για γρήγορη δράση) εμπρός!: ~ στο ψαχνό/ψητό (= όρμα). Κλείσαμε το μαγαζί και ~ (= φύγαμε) για το σπίτι! ● ΦΡ.: βουρ στον πατσά! (αργκό): ως προτροπή σε κάποιον να εκμεταλλευτεί μια κατάσταση χωρίς χρονοτριβή. [< τουρκ. vur (ηχομιμητ.)]
  • γαβ επιφών.: το γάβγισμα του σκύλου: Κάνει ~ (= γαβγίζει). Βλ. νιάου.|| (ως ουσ.) Ακούστηκε ένα ~. [< λ. ηχομιμητ.]
  • γκουχ-γκουχ {άκλ.} & γκούχου-γκούχου: ο χαρακτηριστικός ήχος του βήχα: Βλ. αψού.|| (ως ουσ.) Άρχισε τα ~. Πβ. βήξιμο. [< λ. ηχομιμητ.]
  • γουργουρίζει γουρ-γου-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {γουργούρι-σε} (προφ.) για τον ήχο που κάνουν 1. τα έντερα κατά τη μετακίνηση υγρών και αερίων: ~ η κοιλιά/το στομάχι μου (= πεινώ). 2. η γάτα από ευχαρίστηση ή το περιστέρι ως ερωτικό κάλεσμα. [< ηχομιμητ. λ.]
  • γρατζουνώ & γρατζουνίζω [γρατζουνῶ] γρα-τζου-νώ ρ. (αμτβ.) {-άς ... | γρατζούν-ισε (σπάν. -ησε), -ίσει, γρατζουν-ιέται, -ίστηκα, -ιστεί, -ώντας, -ισμένος} & γρατζουνάω & γρατσουνώ & γρατσουνίζω (προφ.) 1. χαράζω ελαφρά το δέρμα ή άλλη επιφάνεια: Με ~ισε η γάτα (με τα νύχια της). ~ισα το χέρι μου. ~ισμένα γόνατα.|| ~ισε το αυτοκίνητο, καθώς το πάρκαρε. Πβ. γδέρνω. 2. (μτφ.-ειρων.) παίζω αδέξια έγχορδο όργανο: ~ούσε την κιθάρα του. [< μεσν. γρατσουνίζω, ηχομιμητ. λ.]
  • γρι-γρι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γριγρί: μηχανοκίνητο αλιευτικό που συνοδεύεται συνήθ. από ρυμουλκούμενο βοηθητικό σκάφος για αλίευση με κυκλικά δίχτυα με τη βοήθεια δυνατής λάμπας· συνεκδ. κυκλικά δίχτυα: ~ ημέρας/νύχτας. Βλ. καΐκι, πυροφάνι, τράτα. [< λ. ηχομιμητ., πβ. τουρκ. gιrgιr]
  • επ [ἔπ] επιφών. : για να δηλωθεί αιφνιδιασμός, έκπληξη ή αυστηρή εντολή, προειδοποίηση: ~, τι κάνεις εσύ εδώ;|| ~, σταμάτα! ~ ~, περίμενέ με! ● βλ. απ [< λ. ηχομιμητ.]
  • κακαρίζω κα-κα-ρί-ζω ρ. (αμτβ.) {κακάρι-σε}: (μτφ.-προφ.-μειωτ.) γελώ ή φλυαρώ ηχηρά και διαπεραστικά. Βλ. χασκογελώ, χαχανίζω.κακαρίζει: (για κότα) βγάζει τη χαρακτηριστική της φωνή (κα κα κα). Βλ. κράζω. [< μεσν. κακαρίζω, ηχομιμητ. λ.]
  • κικιρίκου κι-κι-ρί-κου επιφών. {άκλ.} & κουκουρίκου & κοκορίκου: το λάλημα του κόκορα. Βλ. γαβ, κουάξ κουάξ, νιάου. [< λ. ηχομιμητ.]
  • κιχ επιφών. {άκλ.} (προφ.): μόκο, τσιμουδιά. Κυρ. στις ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά [< λ. ηχομιμητ.]
  • κλακ επιφών.: στιγμιαίος, μικρής έντασης ήχος, προκαλούμενος από σπάσιμο, χτύπημα, σύνδεση ή κούμπωμα: κλικ ~.|| (ως ουσ.) Ακούστηκε ένα ~. [< λ. ηχομιμητ., γαλλ. clac, αγγλ. clack]
  • κλαψ επιφών. {άκλ.}: για να δηλωθεί κλάμα ή κλαψούρισμα: ~ (~), έχασα! Πβ. σνιφ. [< λ. ηχομιμητ.]

α

α {ά κλ.} 1. (πρόφ. άλφα) το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει το φωνήεν [a]: ~ κεφαλαίο (Α). ~ μικρό (α). 2. (σε αρίθμηση, πρόφ. άλφα) πρώτος σε μια σειρά (χρονική, ιεραρχική, αξιολογική): (για αυτοκράτορα ή βασιλιά) Αλέξανδρος/Φίλιππος (ο) Α΄. Βιβλίο/εδάφιο/ενότητα/κεφάλαιο/παράγραφος α΄ (ή Α΄). Συγγενής ~ βαθμού. Ξενοδοχείο ~ κατηγορίας. Λάδι ~ ποιότητας. Μάρμαρα ~ διαλογής. Βιταμίνη ~. Καροτίνη ~/~-καροτίνη. Η ραψωδία Α (κεφαλαίο Α) της Ιλιάδας και α (μικρό α) της Οδύσσειας. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Α ή ,α) χίλιοι, χίλια. 4. ΦΥΣ. Α: το σύμβολο του αμπέρ. 5. (Α΄, πρόφ. άλφα) ο βαθμός "Άριστα" στη Γ' και Δ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου: ~ με τόνο. ● ΦΡ.: Α3: ΤΥΠΟΓΡ. μέγεθος φύλλου χαρτιού με διαστάσεις 29,7 × 42 εκατοστά: Φωτοτυπίες σε μέγεθος ~., Α4: ΤΥΠΟΓΡ. χαρτί διαστάσεων 21 × 29,7 εκατοστών:, α-α (άλφα-άλφα) (προφ.) 1. άριστης ποιότητας, ανώτατης αξίας, πρώτης τάξεως ή κλάσεως: Πεπόνια ~ ~ (= εκλεκτά). 2. (στη στρατιωτική αργκό) αδικαιολόγητα απών: Βγήκα ~ ~. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]

απ

απ [ἄπ] επιφών.: ως τρόπος αιφνιδιασμού κάποιου, ο οποίος προσπαθεί να μη γίνει αντιληπτή κάποια ενέργειά του ή για δήλωση έκπληξης: ~, (και) σε είδα/έπιασα/τσάκωσα! ~, μην κάνεις ρούπι! ~, τι κάνεις εκεί; ~, για πού το 'βαλες;|| ~, πώς από 'δω; ● βλ. επ [< λ. ηχομιμητ.]

ατομικός

ατομικός, ή, ό [ἀτομικός] α-το-μι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στο άτομο ή σχετίζεται με αυτό: ~ός: (ΣΤΡΑΤ.) οπλισμός (: του κάθε στρατιώτη)/φάκελος (μαθητή/υπαλλήλου). ~ή: ασφάλεια/δράση/έκθεση/επιλογή/επιχείρηση/εργασία/θέρμανση (= αυτόνομη)/πίτσα/προσπάθεια/πρωτοβουλία/σύμβαση/συσκευασία/χρήση/ψυχοθεραπεία. ~ό: βιβλιάριο/δελτίο (υγείας). ~ές: δαπάνες/ελευθερίες. ~ά: στοιχεία. Σε ~ή βάση. Σε ~ό επίπεδο. ~ές διαφορές στη μάθηση. ~ά και κοινωνικά δικαιώματα. Βλ. ενδο~, υπερ~. ΣΥΝ. ιδιαίτερος (1), προσωπικός (1) ΑΝΤ. ομαδικός (2), συλλογικός 2. ΑΘΛ. που αφορά μόνο έναν ή συγκεκριμένο αθλητή: ~ή: διάκριση/επίδοση/προπόνηση. ~ό: άθλημα/παιχνίδι. Κάθε χρόνο βελτιώνει το ~ό της ρεκόρ. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που αναφέρεται στο άτομο της ύλης ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: φυσική. ~ό: εργοστάσιο. ~ό: ρολόι (καισίου). Πβ. πυρηνικός. Βλ. μονο~, δι~, τρι~, πολυ~.|| (ΦΥΣ.-ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ~ χρόνος. ● επίρρ.: ατομικά ● ΣΥΜΠΛ.: ατομικά όπλα: πυρηνικά όπλα., ατομική βόμβα 1. βόμβα από ραδιενεργή ύλη με ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση του ατόμου: ~ ~ ουρανίου/πλουτωνίου. Δοκιμή/κατοχή/ρίψη ~ής ~ας. ~ές ~ες και βόμβες υδρογόνου. ~ ~ πολλών μεγατόνων. Πβ. όπλα μαζικής καταστροφής. ΣΥΝ. πυρηνική βόμβα 2. (μτφ.) συνταρακτική πληροφορία ή εξέλιξη: Η είδηση έσκασε σαν ~ ~. [< αγγλ. atom(ic) bomb, 1914, γαλλ.  bombe atomique, 1945] , ατομική ενέργεια 1. ΑΘΛ. (σε ομαδικό άθλημα) ενέργεια που γίνεται αποκλειστικά από έναν παίκτη: Πέτυχε το νικητήριο γκολ με ~ ~. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. πυρηνική ενέργεια. [< 2: αγγλ. atomic energy, 1922] , ατομική θεωρία (η): ΦΙΛΟΣ. ατομοκρατία, ατομισμός., ατομική μάζα & σχετική ατομική μάζα: ΧΗΜ. η σχέση της μάζας του ατόμου ενός στοιχείου ως προς το δωδέκατο της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< γαλλ. masse atomique] , ατομικό βάρος: ΧΗΜ. η μάζα του ατόμου ενός στοιχείου υπολογισμένη σε μονάδες ατομικής μάζας. [< γαλλ. poids atomique] , ατομικός αριθμός (σύμβ. Z): ΧΗΜ. ο αριθμός των πρωτονίων του πυρήνα του ατόμου ενός χημικού στοιχείου που δηλώνει και τη θέση του στο περιοδικό σύστημα: ~ ~ του νατρίου/ουρανίου/πυριτίου. [< γαλλ. nombre/numéro atomique] , μονάδα ατομικής μάζας: ΧΗΜ. μονάδα που ισούται με το 1/12 της μάζας του ατόμου του άνθρακα 12. [< αγγλ. atomic mass unit, 1955] , σύνθετο ατομικό: ΑΘΛ. σύνολο αγωνισμάτων της ρυθμικής ή ενόργανης γυμναστικής, στα οποία διαγωνίζεται ένας αθλητής και νικητής αναδεικνύεται εκείνος που συγκεντρώνει το υψηλότερο άθροισμα στη συνολική βαθμολογία του: ~ ~ ανδρών/γυναικών/κορασίδων/νεανίδων/παίδων., ατομική ψυχολογία βλ. ψυχολογία, ατομικό καλοριφέρ βλ. καλοριφέρ, μικροσκόπιο ατομικής δύναμης βλ. μικροσκόπιο [< 1,2: γαλλ. individuel, personnel 3: γαλλ. atomique, αγγλ. atomic]

αψού

αψού [ἀψού] α-ψού {άκλ.}: ο χαρακτηριστικός ήχος του φτερνίσματος. Βλ. γείτσες. [< λ. ηχομιμητ.]

βραδυφλεγής

βραδυφλεγής, ής, ές βρα-δυ-φλε-γής επίθ. {βραδυφλεγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) 1. που καίγεται αργά: ~ές: ύφασμα. ~ή: υλικά. Βλ. άφλεκτος. ΣΥΝ. βραδύκαυστος ΑΝΤ. εύφλεκτος (1) 2. (μτφ.) που αργεί να εκφραστεί, να ξεσπάσει: ~ής: αντίδραση. ● επίρρ.: βραδυφλεγώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: βραδυφλεγής βόμβα (μτφ.): για οτιδήποτε αποτελεί σοβαρό κίνδυνο, εκδηλώνεται σιγά-σιγά και παίρνει τελικά εκρηκτικές διαστάσεις: ~ ~ η ανεργία. Οι χωματερές αποτελούν βραδυφλεγή ~ για το περιβάλλον. [< αγγλ. slow-burning, γαλλ. à combustion lente]

γαβ

γαβ επιφών.: το γάβγισμα του σκύλου: Κάνει ~ (= γαβγίζει). Βλ. νιάου.|| (ως ουσ.) Ακούστηκε ένα ~. [< λ. ηχομιμητ.]

γείτσες

γείτσες [γεῖτσες] γεί-τσες επιφών.: ως ευχή σε κάποιον που μόλις φτερνίστηκε: -Αψού! -~! ΣΥΝ. γεια σου!

γκαζάκι

γκαζάκι γκα-ζά-κι ουσ. (ουδ.) 1. οικιακή μικροσυσκευή για πρόχειρο μαγείρεμα ή παρασκευή αφεψημάτων που λειτουργεί με μικρή φιάλη υγραερίου ή, συνήθ., βουτανίου· συνεκδ. η ίδια η φιάλη: ~ του καφέ. Ανάβω το ~. Έβαλε το μπρίκι στο ~. Πβ. καμινέτο. Βλ. γκάζι. 2. {συνήθ. στον πληθ.} αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός που κατασκευάζεται με το αντίστοιχο φιαλίδιο: εμπρησμός/επίθεση με ~ια. Εξερράγησαν ~ια. Βλ. βόμβα μολότοφ.γκαζάκια (τα): (παλαιότ.) γκαζές.

επ

επ [ἔπ] επιφών. : για να δηλωθεί αιφνιδιασμός, έκπληξη ή αυστηρή εντολή, προειδοποίηση: ~, τι κάνεις εσύ εδώ;|| ~, σταμάτα! ~ ~, περίμενέ με! ● βλ. απ [< λ. ηχομιμητ.]

καΐκι

καΐκι κα-ΐ-κι ουσ. (ουδ.): ΝΑΥΤ. στενόμακρο αλιευτικό σκάφος, μηχανοκίνητο ή/και ιστιοφόρο. Βλ. βάρκα, τράτα, τρεχαντήρι, ψαροκάικο. ● Υποκ.: καϊκάκι (το) [< μεσν. καΐκι < τουρκ. kayιk]

κοβάλτιο

κοβάλτιο κο-βάλ-τι-ο ουσ. (ουδ.) {κοβαλτί-ου}: ΧΗΜ. αργυρόλευκο μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Co, Ζ 27) με μαγνητικές ιδιότητες, το οποίο υπάρχει και στον οργανισμό ως ιχνοστοιχείο: θειικό/χλωριούχο ~. Σίδηρο, νικέλιο και ~. Ισότοπο του ~ου (= το ραδιενεργό ~-60). Οξείδια ~ου.|| Μπλε/πράσινο (του) ~ου (= χρωστική ουσία, μείγμα οξειδίων ~ου και αργιλίου). Βλ. κομπάλτ. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα κοβαλτίου: πηγή που εκπέμπει ακτινοβολία Χ από κοβάλτιο -60 και χρησιμοποιείται στην ακτινοθεραπεία καρκινικών όγκων. [< αγγλ. cobalt bomb, 1954] [< γερμ. Kobalt, γαλλ.-αγγλ. cobalt]

κράζω

κράζω κρά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έκρα-ξα, κράζ-οντας} 1. (μτφ.-προφ.) επιπλήττω ή αποδοκιμάζω έντονα, γιουχάρω: Ο διευθυντής τον ~ξε χοντρά για την αργοπορία του.|| Οι οπαδοί ~ξαν άσχημα παίκτες και προπονητή. 2. (μτφ.) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: Σε ακούμε, δεν χρειάζεται να ~εις! Έκραζε από τον πόνο (πβ. σκούζω). Πβ. ανα~.κράζει: (για κορακοειδή) βγάζει φωνή. ΣΥΝ. κρώζει ● βλ. κραγμένος [< 2: αρχ. κράζω]

κροτίδα

κροτίδα κρο-τί-δα ουσ. (θηλ.): πυροτέχνημα με μικρή ποσότητα εκρηκτικής ουσίας για πρόκληση κρότου: αυτοσχέδια ~. Έκρηξη/ρίψη ~ας. ~ες ήχου. Πβ. βαρελότο, στρακαστρούκα. Βλ. βεγγαλικό, φωτοβολίδα. [< γαλλ. pétard]

μεγάτονος

μεγάτονος με-γά-το-νος ουσ. (αρσ.) {μεγατόν-ου} (σύμβ. ΜΤ): ΦΥΣ. ΠΥΡ. -ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της ενέργειας που απελευθερώνεται κατά την πυρηνική έκρηξη, ίση με ένα εκατομμύριο τόνους τρινιτροτολουόλης: βόμβα (ισχύος) ενός ~ου.|| (μτφ.) ~οι άχρηστων πληροφοριών. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα (πολλών) μεγατόνων (μτφ.): αρνητικό, συνήθ., και αιφνίδιο γεγονός που προκαλεί μεγάλη έκπληξη, φέρνει αναστάτωση ή/και ανατρέπει τα δεδομένα: μεταγραφική ~ ~. ~ ~ αναμένεται να σκάσει στα τηλεοπτικά δρώμενα/στο χρηματιστήριο. ● ΦΡ.: πολλών μεγατόνων/ρίχτερ/ντεσιμπέλ βλ. πολύς, πολλή, πολύ [< γαλλ. mégatonne, περ. 1950, αγγλ. megaton, 1952]

μετεωρολογικός

μετεωρολογικός, ή, ό με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στη μετεωρολογία και κατ' επέκτ. στον καιρό: ~ός: δορυφόρος/σταθμός. ~ές: παράμετροι (π.χ. θερμοκρασία, άνεμος, σχετική υγρασία, ατμοσφαιρική πίεση, νέφη)/παρατηρήσεις/προβλέψεις/προγνώσεις. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/όργανα (βλ. ανεμό-, βαρό-, θερμό-, υγρό-μετρο)/φαινόμενα (= καιρικά, βλ. βροχή, καταιγίδα, χαλάζι, χιονόπτωση). Βλ. κλιματολογικός, υδρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Μετεωρολογική Υπηρεσία (συντομ. ΕΜΥ): κρατική υπηρεσία με κύριο έργο την πρόγνωση του καιρού., μετεωρολογική βόμβα (μτφ.): βαρομετρικό χαμηλό που συνοδεύεται από σφοδρότατους ανέμους και ισχυρές βροχοπτώσεις. Βλ. κυκλώνας., μετεωρολογικός κλωβός: άσπρο ξύλινο κιβώτιο το οποίο στηρίζεται σε μεταλλική συνήθ. βάση, ύψους ενάμισι περίπου μέτρου από το έδαφος, και βρίσκεται εγκατεστημένο σε εξωτερικό χώρο, μέσα στο οποίο προφυλάσσονται από τον ήλιο και τη βροχή διάφορα μετεωρολογικά όργανα., μετεωρολογικός χάρτης: γεωγραφικός χάρτης μικρής κλίμακας στον οποίο σημειώνονται οι θέσεις και τα όρια των μετεωρολογικών σταθμών και περιοχών αντιστοίχως και αναγράφονται, με διεθνή σύμβολα και αριθμούς, οι εκάστοτε επικρατούσες καιρικές συνθήκες: ~ ~ της Ελλάδας., δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο βλ. δελτίο [< αρχ. μετεωρολογικός, γαλλ. météorologique, αγγλ. meteorological]

μιλιά

μιλιά μι-λιά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. ομιλία, ήχος της φωνής και η αντίστοιχη ικανότητα: (σε παραμύθια) Τα πουλιά μιλούσαν με ανθρώπινη ~. ΣΥΝ. ομιλία (1) 2. (ως προσταγή) μη μιλάς!, σώπα!, μη βγάλεις άχνα!: Και συ τ' ακούς; ~! Μη βγάζεις λέξη, ~ (= βούβα, μούγγα, σκασμός, τσιμουδιά). ● ΦΡ.: δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά (μτφ.): επικρατεί απόλυτη σιωπή., δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά & δεν κάνω κιχ (μτφ.-προφ.): δεν λέω τίποτα, δεν κάνω το παραμικρό σχόλιο, παράπονο: Μη βγάλεις ~ (= μη μιλήσεις, σώπα)! Ούτε ~ δεν πρόλαβε να βγάλει!, έχασε τη μιλιά/τη λαλιά του & του κόπηκε η μιλιά/η λαλιά (μτφ.): έμεινε άναυδος, άφωνος: ~ ~ από την έκπληξη/τον τρόμο/τον φόβο., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα [< μεσν. μιλιά]

ναπάλμ

ναπάλμ να-πάλμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΧΗΜ. εύφλεκτη ζελατινώδης ουσία με βάση το πετρέλαιο. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: (βόμβα) ναπάλμ : εμπρηστική βόμβα με γόμωση από ναπάλμ, η οποία ρίχνεται συνήθ. από πολεμικά αεροσκάφη. [< αγγλ. napalm bomb, 1945] [< αγγλ. napalm, 1942 < na(phthene) + palm(itate)]

νετρόνιο

νετρόνιο νε-τρό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {νετρονί-ου | -ων}: ΦΥΣ. πυρηνικό σωματίδιο χωρίς ηλεκτρικό φορτίο, με περίπου την ίδια μάζα με αυτή του πρωτονίου (σύμβ. n): ελεύθερα ~α. Πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο, ~ (: τα δομικά σωματίδια της ύλης). ~α υψηλής/χαμηλής ενέργειας. Βομβαρδισμός πυρήνα με ~α. Ανάκλαση/αντιδράσεις/γεννήτρια/δέσμες/ροή/σκέδαση/φασματοσκοπία ~ων. Αντιδραστήρας ταχέων/θεωρία διάχυσης ~ων. Θεραπεία με ραδιενεργό ενσωμάτωση ~ου. Ο αριθμός των ~ων καθορίζει το ισότοπο ενός στοιχείου. Βλ. αδρόνιο, αντι~, κουάρκ, νουκλεόνιο. ΣΥΝ. ουδετερόνιο ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα νετρονίου: ΣΤΡΑΤ. πυρηνικό όπλο κατά την έκρηξη του οποίου παράγεται τεράστια ακτινοβολία νετρονίων που καταστρέφει κυρ. τους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. neutron bomb, 1959] , άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας [< γαλλ. neutron, 1912, αγγλ. ~, 1921]

νιάου

νιάου νιά-ου επιφών. {άκλ.} & μιάου: το νιαούρισμα της γάτας. || (ως ουσ.) Ακούστηκε ένα ~. Βλ. γαβ. ● ΦΡ.: τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι προφανές ή ευνόητο. [< λ. ηχομιμητ.· πβ. γαλλ. miaou]

-ούρα1

-ούρα1 (προφ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα για δήλωση ενέργειας ή αποτελέσματος: (ανακατώνω) ανακατωσ~/(θολώνω) θολ~/(ξεπατικώνω) ξεπατικωτ~/(χάνω) χασ~.

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

υδρογόνο

υδρογόνο [ὑδρογόνο] υ-δρο-γό-νο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο χημικό στοιχείο (σύμβ. Η, Z 1), το ελαφρύτερο από όλα τα αέρια, το οποίο υπάρχει στη μεγαλύτερη ποσότητα στο Σύμπαν και βρίσκεται σε ενώσεις, όπως το νερό ή το πετρέλαιο: υγρό ~. Αυτοκίνητο ~ου. Βλ. αντι~. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύ υδρογόνο: ΧΗΜ. δευτέριο. [< αγγλ. heavy hydrogen, 1933] , βόμβα υδρογόνου & θερμοπυρηνική βόμβα & βόμβα σύντηξης: όπλο μαζικής καταστροφής, η καταστρεπτική δύναμη του οποίου βασίζεται στη θερμοπυρηνική αντίδραση των ατόμων του υδρογόνου. Πβ. πυρηνική βόμβα. ΣΥΝ. υδρογονοβόμβα [< αγγλ. hydrogen bomb, 1947] , υπεροξείδιο του υδρογόνου: ΧΗΜ. άχρωμο παχύρρευστο υγρό με ισχυρή οξειδωτική δράση (σύμβ. H2O2), το υδατικό διάλυμα του οποίου είναι το οξυζενέ και χρησιμοποιείται σε απολυμαντικά και λευκαντικά. [< αγγλ. hydrogen peroxide] [< γαλλ. hydrogène, αγγλ. hydrogen]

χασκογελώ

χασκογελώ [χασκογελῶ] χα-σκο-γε-λώ ρ. (αμτβ.) {χασκογελ-άς ..., -ώντας | χασκογέλ-ασε, -άσει} & χασκογελάω (προφ.): γελώ με ανοιχτό το στόμα, συνήθ. χωρίς ιδιαίτερο λόγο: Τι ~άς; Καλαμπουρίζουν και ~ούν. Πβ. χαζογελώ, χαχανίζω. Βλ. κακαρίζω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.