Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2360-2380]


  • αιμορροφιλικός , ή, ό [αἱμορροφιλικός] αι-μορ-ρο-φι-λι-κός επίθ. & αιμοφιλικός: ΙΑΤΡ. που πάσχει από, αναφέρεται ή οφείλεται στην αιμορροφιλία: ~ή: αρθροπάθεια. ~ά: σύνδρομα. ● Ουσ.: αιμορροφιλικός (ο): πρόσωπο που πάσχει από αιμορροφιλία. [< γαλλ. hémophile, αγγλ. hæmophiliac]
  • αιμοσταγής , ής, ές [αἱμοσταγής] αι-μο-στα-γής επίθ. {αιμοσταγ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): σκληρός, βίαιος, απάνθρωπος: ~ής: δολοφόνος. ~ές: καθεστώς. ΣΥΝ. αιμοδιψής, αιμοχαρής [< αρχ. αἱμοσταγής]
  • αιμόσταση [αἱμόσταση] αι-μό-στα-ση ουσ. (θηλ.) & αιμοστασία: ΙΑΤΡ. αναστολή της αιμορραγίας με φυσικά ή άλλα μέσα. ΣΥΝ. πήξη του αίματος [< μτγν. αἱμόστασις, γαλλ. hémostase, αγγλ. hæmostasis]
  • αιμοστατικός , ή, ό [αἱμοστατικός] αι-μο-στα-τι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που συντελεί στην ή σχετίζεται με την αιμόσταση: ~ός: επίδεσμος.|| (ως ουσ.) Βιολογικά/τοπικά ~ά (ενν. φάρμακα). [< μτγν. αἱμοστατικός, γαλλ. hémostatique, αγγλ. hæmostatic, 1904]
  • αιμοσφαίρια [αἱμοσφαίρια] αι-μο-σφαί-ρι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {αιμοσφαιρί-ων}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. έμμορφα συστατικά του αίματος των ανθρώπων και των σπονδυλωτών: ερυθρά (= ερυθροκύτταρα)/λευκά (= λευκοκύτταρα) ~. (Μεγάλος ή μικρός) αριθμός/αύξηση/μείωση/παραγωγή ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (αιμοσφαιρίων) βλ. καθίζηση [< γαλλ. cellules sanguines]
  • αιμοσφαιρίνη [αἱμοσφαιρίνη] αι-μο-σφαι-ρί-νη ουσ. (θηλ.) & αιμογλοβίνη: ΒΙΟΧ. -ΙΑΤΡ. πρωτεΐνη που περιέχεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει το οξυγόνο σε κάθε κύτταρο του οργανισμού: εμβρυϊκή/φυσιολογική/χαμηλή ~. Η ~ δίνει στο αίμα το ερυθρό χρώμα του. Βλ. -ίνη, μεθ~, μυοσφαιρίνη. [< γαλλ. hémoglobine]
  • αιμοσφαιρινοπάθειες [αἱμοσφαιρινοπάθειες] αι-μο-σφαι-ρι-νο-πά-θει-ες ουσ. (θηλ.) (οι): ΙΑΤΡ. ομάδα γενετικών ασθενειών με ποιοτικές και ποσοτικές διαταραχές στη σύνθεση των πολυπεπτιδικών αλυσίδων της αιμοσφαιρίνης. Βλ. δρεπανοκυτταρική αναιμία, ΕΠΠΑ. [< αγγλ. hemoglobinopathy 1957, γαλλ. hémoglobinopathie, 1958]
  • αιμοφιλία : ΙΑΤΡ. βλ. αιμορροφιλία
  • αιμοφιλικός , ή, ό: ΙΑΤΡ. βλ. αιμορροφιλικός
  • αιμοφόρος , ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]
  • αιμόφυρτος , η, ο [αἱμόφυρτος] αι-μό-φυρ-τος επίθ. (λόγ.): που αιμορραγεί ή είναι γεμάτος αίματα: ~οι: τραυματίες. Βρέθηκε/έπεσε/σερνόταν ~. Μεταφέρθηκε ~ στο νοσοκομείο. Τον άφησαν/εγκατέλειψαν ~ο.|| (μτφ.) Η χώρα βγήκε ~η από τον εμφύλιο πόλεμο. [< μτγν. αἱμόφυρτος]
  • αιμοχαρής , ής, ές [αἱμοχαρής] αι-μο-χα-ρής επίθ. (λόγ.): που προκαλεί αιματοχυσίες ή αρέσκεται σε αυτές: ~ής: δυνάστης. Πβ. αιμο-βόρος, -διψής, -σταγής.|| ~ή: ένστικτα. Βλ. -χαρής. [< μτγν. αἱμοχαρής] ΑΙΜΟΧΑΡΗΣ
  • αιμωδία [αἱμωδία] αι-μω-δί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μερική ή ολική απώλεια της αίσθησης σε μέρος του σώματος, μούδιασμα: ~ των άκρων. Κόπωση και ~ των κνημών μετά από βάδισμα. ~ες και μυϊκές αδυναμίες. Πβ. μυρμήγκιασμα. Βλ. παραισθησία. [< αρχ. αἱμωδία ‘ερεθισμός στα δόντια, ουλίτιδα’]
  • αίνιγμα [αἴνιγμα] αί-νιγ-μα ουσ. (ουδ.) {αινίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ερώτημα ή πρόβλημα που διατυπώνεται με διφορούμενους και μεταφορικούς όρους και τίθεται ως πνευματική, ψυχαγωγική άσκηση ή παιχνίδι: άλυτο/δύσκολο ~. Βάζω/λέω ένα ~ σε κάποιον. Βρίσκω/(ανα)ζητώ τη(ν) απάντηση/λύση του ~ατος. Το ~ της Σφίγγας. Πβ. γρίφος, σπαζοκεφαλιά. 2. (κατ' επέκτ.-μτφ.) καθετί που είναι δύσκολο να κατανοηθεί ή να εξηγηθεί: Το αιώνιο ~ της δημιουργίας του Σύμπαντος/της ύπαρξης. Η δολοφονία του αποτελεί/παραμένει (ένα) ~.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Άνθρωπος-~. Πβ. μυστήριο. [< αρχ. αἴνιγμα ‘ασαφής και σκοτεινός λόγος, υπαινιγμός’, γαλλ. énigme, αγγλ. enigma]
  • αινιγματικός , ή, ό [αἰνιγματικός] αι-νιγ-μα-τι-κός επίθ.: που δεν μπορεί εύκολα να κατανοηθεί ή να ερμηνευτεί, που έχει τα στοιχεία του αινίγματος: ~ός: άνθρωπος/χρησμός (= ασαφής, σιβυλλικός). ~ή: γυναίκα (= μυστηριώδης)/φυσιογνωμία. ~ό: χαμόγελο. ~ή δήλωση (= αμφίσημη, δυσερμήνευτη). ~ές: αναφορές/σκέψεις. Πβ. γριφώδης. ΣΥΝ. αινιγματώδης ● επίρρ.: αινιγματικά [< μεσν. αινιγματικός, γαλλ. énigmatique , αγγλ. enigmatic(al)]
  • αινιγματικότητα [αἰνιγματικότητα] αι-νιγ-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ιδιότητα ή συμπεριφορά που χαρακτηρίζει τον αινιγματικό: η ~ των λόγων (πβ. ασάφεια)/των πράξεων/της στάσης κάποιου. Η ~ ενός λογοτεχνικού έργου. Μυστήριο και ~. Βλ. -ότητα. [< γερμ. Rätselhaftigkeit]
  • αινιγματώδης , ης, ες [αἰνιγματώδης] αι-νιγ-μα-τώ-δης επίθ. (λόγ.): αινιγματικός. Βλ. -ώδης. [< αρχ. αἰνιγματώδης]
  • αίνος [αἶνος] αί-νος ουσ. (αρσ.) (αρχαιοπρ.): εγκώμιο, ύμνος, λόγος που αποδίδει τιμή και δόξα (συνήθ. στον Θεό). ● αίνοι (οι): ΕΚΚΛΗΣ. οι δοξαστικοί ψαλμοί του Δαβίδ, οι τρεις τελευταίοι που ψάλλονται στο τέλος του όρθρου: στιχηρά/τροπάρια των ~ων. [< αρχ. αἶνος]
  • αϊνσταΐνιο [ἀινσταΐνιο] α-ϊν-στα-ΐ-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Es, Z 99), που ανήκει στη σειρά των ακτινίδων: Το ~ προκύπτει συχνά από τον βομβαρδισμό πλουτωνίου με νετρόνια. [< αγγλ. einsteinium, 1955]
  • άιντε βλ. άντε

αιμορροφιλία

αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]

αιμορροφιλικός

αιμορροφιλικός, ή, ό [αἱμορροφιλικός] αι-μορ-ρο-φι-λι-κός επίθ. & αιμοφιλικός: ΙΑΤΡ. που πάσχει από, αναφέρεται ή οφείλεται στην αιμορροφιλία: ~ή: αρθροπάθεια. ~ά: σύνδρομα. ● Ουσ.: αιμορροφιλικός (ο): πρόσωπο που πάσχει από αιμορροφιλία. [< γαλλ. hémophile, αγγλ. hæmophiliac]

άντε

άντε [ἄντε] ά-ντε επιφών. (προφ.) & (συνήθ. ιδιωμ.) άιντε & (λαϊκό) άντες προς δήλωση 1. προτροπής, παρακίνησης, αποπομπής: ~ με το καλό! ~ ντε, μην κάθεστε! ~ ρε παιδιά! ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας ~ και με τη νίκη! ~ και στα δικά σου/και στις χαρές σου! (σε γιορτή:) ~ και του χρόνου! (+ προστ.) ~ έλα/κουνήσου/ξύπνα/τελείωνε! ~ να πηγαίνουμε! (υβριστ.) ~ πνίξου/στα τσακίδια/(χάσου) από 'δω! Βλ. άι. 2. δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~ πάλι! ~ τώρα να βγάλεις άκρη! 3. παραχώρησης: ~, να σε βοηθήσω/(να) πάω (αν και βαριέμαι)! ~ να δούμε (τι θα γίνει)! Θα τελειώσει σε πέντε ~ δέκα το πολύ λεπτά. 4. έκπληξης, απορίας: ~, της είπε τέτοιο πράγμα (= μη μου λες! σοβαρά;); (ειρων.) ~, καλέ, δεν το ήξερα! ● ΦΡ.: άντε γεια (προφ.) 1. ως αποχαιρετισμός: Τα λέμε, ~ ~! Πβ. μάκια, μπάι, τσάο, φιλάκια. 2. (αργκό) πειρακτικά για κατάσταση χαμένη, που δεν διορθώνεται ή για (νεαρό συνήθ.) πρόσωπο που είναι στον κόσμο του: Καλά, μέχρι να ξαναπάρει μπρος η μηχανή, ~ ~!|| Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, είναι (πολύ) ~ ~ (το άτομο)! Πβ. τζαζ, φευγάτος., δεν είμαι άντε άντε (προφ.): όποιος κι όποιος, τυχαίος: Έχω τελειώσει και ένα πανεπιστήμιο, ~ ~!|| Τι με πέρασες; Άντε, άντε;, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας [< τουρκ. haydi]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

καθίζηση

καθίζηση κα-θί-ζη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. τοπική βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους ως αποτέλεσμα κατακόρυφης, καθοδικής μετατόπισης εδαφικών μαζών· γενικότ. μετακίνηση κατασκευής προς τα κάτω: διαφορική/ολοκληρωτική/σεισμική/τεκτονική ~. ~ θεμελίων. Το κτίριο υπέστη ~. Κλειστή η εθνική οδός λόγω ~ης του οδοστρώματος. Λίμνη που δημιουργήθηκε από ~ του υπεδάφους.|| Κίνδυνος ~ης. Πβ. βούλιαγμα, κάθισμα, καταβύθιση, υποχώρηση. Βλ. κατολίσθηση, ρηγμάτωση. 2. (μτφ.) απότομη πτώση, κατάρρευση: ηθική/πνευματική/τουριστική/χρηματιστηριακή (βλ. κραχ) ~. ~ των τιμών. ~ στην αγορά. Πβ. κατάπτωση. 3. ΧΗΜ. απόθεση, συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα, συνήθ. δεξαμενής ή δοχείου: πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια/φυσική ~. ~ αποβλήτων (για βιολογικό καθαρισμό)/λάσπης. Κροκίδωση και ~. Πβ. κατακάθισμα. Βλ. διήθηση, εκχύλιση, επίπλευση, πουρί, φυγοκέντρηση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ ουρικού οξέος στα νεφρικά σωληνάρια. Πβ. κατακρήμνιση. ● ΣΥΜΠΛ.: ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (αιμοσφαιρίων) (ακρ. ΤΚΕ): ΙΑΤΡ. η ταχύτητα με την οποία τα ερυθρά αιμοσφαίρια κατακάθονται σε δοκιμαστικό σωλήνα, εκφραζόμενη σε χιλιοστά ανά ώρα· συνεκδ. η αντίστοιχη αιματολογική εξέταση για την ανίχνευση φλεγμονής: αυξημένη/υψηλή/φυσιολογική ~ ~. [< μτγν. καθίζησις "καθιστή θέση", 1,3: γαλλ. effondrement 2: γαλλ. sédimentation]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραισθησία

παραισθησία πα-ραι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή της αισθητικότητας που οφείλεται σε νευρολογικούς παράγοντες και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές (π.χ. γαργάλημα, κάψιμο, μούδιασμα, πάγωμα). Πβ. υπεραισθησία. Βλ. μυρμηγκίαση. [< γαλλ. paresthésie, αγγλ. par(a)esthesia]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

-χαρής

-χαρής, ής, ές {-χαρούς | -χαρείς (ουδ. -χαρή)} (λόγ.) επίθημα σε επίθετα που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο 1. προσώπο νιώθει χαρά ή αρέσκεται σε ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: πασι~ (πβ. πασί-χαρος)/περι~.|| Αιμο~ (πβ. -διψής, -σταγής)/πολεμο~. 2. φυτό ευδοκιμεί σε συγκεκριμένο περιβάλλον: υδρο~ βλάστηση. Πβ. -φιλος. Βλ. -βιος.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.