αιμορροφιλία [αἱμορροφιλία] αι-μορ-ρο-φι-λί-α ουσ. (θηλ.) & αιμοφιλία: ΙΑΤΡ. κληρονομική ασθένεια που οδηγεί, λόγω διαταραχών στην πήξη του αίματος, σε ακατάσχετη αιμορραγία με τον παραμικρό τραυματισμό, εκδηλώνεται κυρ. σε άντρες, αλλά μεταβιβάζεται μόνο από γυναίκες. Βλ. φυλοσύνδετος, -φιλία. [< γαλλ. hémophilie, αγγλ. hæmophilia]
αιμορροφιλικός, ή, ό [αἱμορροφιλικός] αι-μορ-ρο-φι-λι-κός επίθ. & αιμοφιλικός: ΙΑΤΡ. που πάσχει από, αναφέρεται ή οφείλεται στην αιμορροφιλία: ~ή: αρθροπάθεια. ~ά: σύνδρομα. ● Ουσ.: αιμορροφιλικός (ο): πρόσωπο που πάσχει από αιμορροφιλία. [< γαλλ. hémophile, αγγλ. hæmophiliac]
άντε [ἄντε] ά-ντε επιφών. (προφ.) & (συνήθ. ιδιωμ.) άιντε & (λαϊκό) άντες προς δήλωση 1. προτροπής, παρακίνησης, αποπομπής: ~ με το καλό! ~ ντε, μην κάθεστε! ~ ρε παιδιά! ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας ~ και με τη νίκη! ~ και στα δικά σου/και στις χαρές σου! (σε γιορτή:) ~ και του χρόνου! (+ προστ.) ~ έλα/κουνήσου/ξύπνα/τελείωνε! ~ να πηγαίνουμε! (υβριστ.) ~ πνίξου/στα τσακίδια/(χάσου) από 'δω! Βλ. άι. 2. δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~ πάλι! ~ τώρα να βγάλεις άκρη! 3. παραχώρησης: ~, να σε βοηθήσω/(να) πάω (αν και βαριέμαι)! ~ να δούμε (τι θα γίνει)! Θα τελειώσει σε πέντε ~ δέκα το πολύ λεπτά. 4. έκπληξης, απορίας: ~, της είπε τέτοιο πράγμα (= μη μου λες! σοβαρά;); (ειρων.) ~, καλέ, δεν το ήξερα! ● ΦΡ.: άντε γεια (προφ.) 1. ως αποχαιρετισμός: Τα λέμε, ~ ~! Πβ. μάκια, μπάι, τσάο, φιλάκια. 2. (αργκό) πειρακτικά για κατάσταση χαμένη, που δεν διορθώνεται ή για (νεαρό συνήθ.) πρόσωπο που είναι στον κόσμο του: Καλά, μέχρι να ξαναπάρει μπρος η μηχανή, ~ ~!|| Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, είναι (πολύ) ~ ~ (το άτομο)! Πβ. τζαζ, φευγάτος., δεν είμαι άντε άντε (προφ.): όποιος κι όποιος, τυχαίος: Έχω τελειώσει και ένα πανεπιστήμιο, ~ ~!|| Τι με πέρασες; Άντε, άντε;, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας [< τουρκ. haydi]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
καθίζηση κα-θί-ζη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. τοπική βύθιση τμήματος της επιφάνειας του εδάφους ως αποτέλεσμα κατακόρυφης, καθοδικής μετατόπισης εδαφικών μαζών· γενικότ. μετακίνηση κατασκευής προς τα κάτω: διαφορική/ολοκληρωτική/σεισμική/τεκτονική ~. ~ θεμελίων. Το κτίριο υπέστη ~. Κλειστή η εθνική οδός λόγω ~ης του οδοστρώματος. Λίμνη που δημιουργήθηκε από ~ του υπεδάφους.|| Κίνδυνος ~ης. Πβ. βούλιαγμα, κάθισμα, καταβύθιση, υποχώρηση. Βλ. κατολίσθηση, ρηγμάτωση. 2. (μτφ.) απότομη πτώση, κατάρρευση: ηθική/πνευματική/τουριστική/χρηματιστηριακή (βλ. κραχ) ~. ~ των τιμών. ~ στην αγορά. Πβ. κατάπτωση. 3. ΧΗΜ. απόθεση, συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα, συνήθ. δεξαμενής ή δοχείου: πρωτοβάθμια/δευτεροβάθμια/φυσική ~. ~ αποβλήτων (για βιολογικό καθαρισμό)/λάσπης. Κροκίδωση και ~. Πβ. κατακάθισμα. Βλ. διήθηση, εκχύλιση, επίπλευση, πουρί, φυγοκέντρηση.|| (ΙΑΤΡ.) ~ ουρικού οξέος στα νεφρικά σωληνάρια. Πβ. κατακρήμνιση. ● ΣΥΜΠΛ.: ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (αιμοσφαιρίων) (ακρ. ΤΚΕ): ΙΑΤΡ. η ταχύτητα με την οποία τα ερυθρά αιμοσφαίρια κατακάθονται σε δοκιμαστικό σωλήνα, εκφραζόμενη σε χιλιοστά ανά ώρα· συνεκδ. η αντίστοιχη αιματολογική εξέταση για την ανίχνευση φλεγμονής: αυξημένη/υψηλή/φυσιολογική ~ ~. [< μτγν. καθίζησις "καθιστή θέση", 1,3: γαλλ. effondrement 2: γαλλ. sédimentation]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παραισθησία πα-ραι-σθη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαταραχή της αισθητικότητας που οφείλεται σε νευρολογικούς παράγοντες και εκδηλώνεται με διάφορες μορφές (π.χ. γαργάλημα, κάψιμο, μούδιασμα, πάγωμα). Πβ. υπεραισθησία. Βλ. μυρμηγκίαση. [< γαλλ. paresthésie, αγγλ. par(a)esthesia]
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
-χαρής, ής, ές {-χαρούς | -χαρείς (ουδ. -χαρή)} (λόγ.) επίθημα σε επίθετα που δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο 1. προσώπο νιώθει χαρά ή αρέσκεται σε ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: πασι~ (πβ. πασί-χαρος)/περι~.|| Αιμο~ (πβ. -διψής, -σταγής)/πολεμο~. 2. φυτό ευδοκιμεί σε συγκεκριμένο περιβάλλον: υδρο~ βλάστηση. Πβ. -φιλος. Βλ. -βιος.
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ