Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [2420-2440]


  • αισθητικός , ή, ό [αἰσθητικός] αι-σθη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την αισθητική ως αντίληψη του ωραίου ή ως επιστημονικό κλάδο: ~ός: κανόνας/χαρακτήρας (κτιρίου). ~ή: αγωγή/αλλοίωση/αναβάθμιση (χώρου)/αξία/απόλαυση/αρτιότητα/θεωρία/καλλιέργεια/παιδεία/παρέμβαση/συγκίνηση/υποβάθμιση. ~ό: αποτέλεσμα/ενδιαφέρον/ιδεώδες/κάλλος/κριτήριο/ρεύμα. ~ές: αναζητήσεις/τάσεις (πβ. καλλιτεχνικός). ~ά: χαρακτηριστικά (κειμένου). Αρμονικό από ~ή άποψη. Η ~ή λειτουργία του έργου τέχνης. Επεμβάσεις για ~ούς και λειτουργικούς λόγους. Πβ. καλ~.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ό (= το ωραίο, το αρμονικό). Βλ. αντι~. 2. που αναφέρεται στις αισθήσεις: ~ή: ανάπτυξη του νηπίου. ~ό: ερέθισμα.|| (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ός: νευρώνας/υποδοχέας/φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο/σύστημα (του εσωτερικού αυτιού). ~ές: απολήξεις/νευρικές ίνες/οδοί (του κεντρικού νευρικού συστήματος). ~ά: (εγκεφαλικά/νωτιαία) κέντρα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αφασία/επιληψία/νεύρωση. ~ές: διαταραχές. Βλ. αν~, παρ~, υπερ~, ψευδ~. 3. που αφορά την αισθητική της εμφάνισης: ~ός: σύμβουλος εμφάνισης. ~ή: αποκατάσταση/γυμναστική/δερματολογία/επέμβαση/(επανορθωτική) οδοντιατρική/περιποίηση. ~ό: ελάττωμα/μασάζ. ● επίρρ.: αισθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική/κοσμητική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος της πλαστικής χειρουργικής που χρησιμοποιεί επεμβατικές μεθόδους για τη βελτίωση σωματικών ατελειών: χρήση σιλικόνης στην ~ ~ (: για αύξηση του στήθους). Βλ. λιποαναρρόφηση, λίφτινγκ, μπότοξ., αισθητικό δάσος: ΟΙΚΟΛ. προστατευόμενη δασική περιοχή με φυσική ομορφιά και οικολογική σημασία., αισθητική χειρουργική βλ. χειρουργική [< αρχ. αἰσθητικός 1,3: γερμ. ästhetisch, γαλλ. esthétique, αγγλ. aesthetic 2: γαλλ. sensitif]
  • αισθητικός [αἰσθητικός] αι-σθη-τι-κός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. {συνήθ. στο θηλ.} επαγγελματίας με ειδικότητα στη διατήρηση ή/και τη βελτίωση της ωραίας και υγιούς εμφάνισης: Έμπειρη ~ και μακιγιέζ. Περιποίηση από εξειδικευμένους ~ούς. Απευθύνομαι σε/επισκέπτομαι ~ό για καθαρισμό προσώπου/για τα προβλήματα ακμής. 2. (σπάν.) πρόσωπο που ασχολείται με την Αισθητική: ~ της αρχιτεκτονικής/της τέχνης/του χώρου. [< 1: γαλλ. esthéticien, esthéticienne, 1949 2: αγγλ. aesthetician]
  • αισθητικότητα [αἰσθητικότητα] αι-σθη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. ικανότητα αίσθησης, ευερεθιστότητα: επιπολής/μειωμένη (= υπαισθησία) ~. ~ της θηλής/κύστης. 2. ΦΙΛΟΣ. λειτουργία της αντίληψης των αισθητών πραγμάτων: αντιπαράθεση ανάμεσα στην ~ και τον λόγο. 3. η ιδιότητα του αισθητικά ωραίου: Η ~ των χρωμάτων λειτουργεί χαλαρωτικά. Βλ. -ότητα. [< μεσν. αισθητικότης, γαλλ. sensibilité]
  • αισθητισμός [αἰσθητισμός] αι-σθη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. -ΛΟΓΟΤ. τάση που πρεσβεύει ότι κύριος σκοπός της τέχνης είναι η αισθητική απόλαυση (αυτονομία της τέχνης), θεωρώντας την ομορφιά ως το υπέρτατο αγαθό. Βλ. η τέχνη για την τέχνη, -ισμός. [< γαλλ. esthétisme, αγγλ. aestheticism]
  • αισθητοποίηση [αἰσθητοποίηση] αι-σθη-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): διαδικασία κατά την οποία κάτι γίνεται αισθητό και το αντίστοιχο αποτέλεσμα: μέσα ~ης εννοιών (βλ. οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα). Βλ. αν~, ευ~, -ποίηση.
  • αισθητός , ή, ό [αἰσθητός] αι-σθη-τός επίθ. 1. που γίνεται αντιληπτός κυρ. μέσω των αισθήσεων: ~ός: κόσμος (ΑΝΤ. ιδεατός, νοητός). ~ή: εικόνα/πραγματικότητα. Ο σεισμός έγινε ~ σε πολλές περιοχές. Η απουσία/παρουσία της έγινε ~ή (: έκανε/προκάλεσε αίσθηση). Βλ. αναίσθητος, υπερ~. 2. αξιοσημείωτος, μεγάλος: ~ή: άνοδος (της θερμοκρασίας)/αύξηση/βελτίωση/διαφορά/μείωση/πρόοδος (ΣΥΝ. αξιόλογη, σημαντική). ● επίρρ.: αισθητά: Υποχωρούν ~ (= σε μεγάλο βαθμό) οι τιμές του πετρελαίου. [< 1: αρχ. αἰσθητός 2: γαλλ. perceptible]
  • αισιοδοξία [αἰσιοδοξία] αι-σι-ο-δο-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. οπτιμισμός. ΑΝΤ. απαισιοδοξία, πεσιμισμός. 1. θετική στάση απέναντι στα πράγματα, πεποίθηση, προσδοκία ή ελπίδα ότι θα είναι καλή η έκβασή τους: διάχυτη/συγκρατημένη/υπέρμετρη ~. Αίσθημα/άνεμος/κλίμα/μήνυμα/νότες/πνεύμα ~ας. Αντιμετωπίζουμε/ατενίζουμε/κοιτάμε το αύριο με ~. Την ~ του για την πορεία της χώρας εξέφρασε ο ... Βλ. υπερ~. 2. ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφική αντίληψη που υποστηρίζει ότι ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός και ότι το αγαθό θα υπερισχύσει του κακού. [< γαλλ. optimisme]
  • αισιόδοξος , η, ο [αἰσιόδοξος] αι-σι-ό-δο-ξος επίθ. 1. που τον χαρακτηρίζει αισιοδοξία: ~ο: άτομο (ΣΥΝ. οπτιμιστής, ΑΝΤ. πεσιμιστής). ~ για το εκλογικό αποτέλεσμα/το μέλλον/την πορεία της χώρας. Συγκρατημένα ~.|| ~η: άποψη/διάθεση/στάση (πβ. οπτιμιστικός, ΑΝΤ. πεσιμιστικός). Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. απαισιόδοξος 2. ευνοϊκός, θετικός: ~η: εξέλιξη/προοπτική. ~ο: μήνυμα (ΣΥΝ. ευοίωνο, ΑΝΤ. δυσοίωνο)/σχέδιο. ~ες: προβλέψεις. Βλ. αίσιος. ● επίρρ.: αισιόδοξα [< γαλλ. optimiste]
  • αισιοδοξώ [αἰσιοδοξῶ] αι-σι-ο-δο-ξώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αισιοδοξ-είς ..., -ώντας}: είμαι αισιόδοξος, ελπίζω, προσδοκώ, πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά: ~ για το μέλλον/τη συνέχεια της συνεργασίας μας. ~ και φιλοδοξώ να πετύχω στα νέα μου καθήκοντα. ~ούμε (= ευελπιστούμε) ότι θα τα καταφέρουμε. ΑΝΤ. απαισιοδοξώ
  • αίσιος , α, ο [αἴσιος] αί-σι-ος επίθ. (λόγ.): που έχει θετική, επιτυχή κατάληξη ή σχετίζεται με αυτή: ~α: έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ο (= ευτυχές) τέλος είχε η ιστορία/η περιπέτεια ... ~ οιωνός για το μέλλον (: καλό σημάδι, γούρι). Βλ. εξ~. ΣΥΝ. ευνοϊκός (1), ευοίωνος ΑΝΤ. δυσμενής, δυσοίωνος ● επίρρ.: αισίως (λόγ.) & αίσια: χωρίς αντιξοότητες, επιτέλους: Έκλεισε/έφτασε ~ τα ογδόντα χρόνια.|| Ύστερα από αιματηρές οικονομίες κατάφερα ~ να αγοράσω ... ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος βλ. έτος [< αρχ. αἴσιος]
  • άισμπεργκ [ἄισμπεργκ] ά-ι-σμπεργκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. είδος μαρουλιού, κατάλληλο για σαλάτα. [< αμερικ. iceberg lettuce]
  • αίσχιστος , η, ο [αἴσχιστος] αί-σχι-στος επίθ.: υπερβολικά κακός ή αισχρός: ~ος: τρόπος. ~η: συμπεριφορά. ~α: ψεύδη. Προδοσία (του) ~ίστου (= χειρίστου) είδους. Πβ. κάκιστος.|| (ως ουσ.) Τα ~α. [< αρχ. αἴσχιστος]
  • αίσχος [αἶσχος] αί-σχος ουσ. (ουδ.) {αίσχ-ους | -η}: κατάσταση, γεγονός και γενικότ. καθετί απρεπές, ανήθικο, προσβλητικό ή γελοίο, που προκαλεί έντονη δυσαρέκεια: το ~ της διαιτησίας/της παιδικής εκμετάλλευσης και εργασίας/των παράνομων χωματερών/του πολέμου και της βίας. Είναι ~ να ... Το ~ της πόλης μας (: για κάτι ακαλαίσθητο ή επονείδιστο). Πβ. (κατ)αισχύνη, ντροπή, όνειδος.|| (προφ.-ως επίθ.) Τι ~ τραγούδια ήταν αυτά! Το βιβλίο του είναι ~ (= άθλιο, απαίσιο, απαράδεκτο, χάλια), δεν διαβάζεται. ΑΝΤ. αριστούργημα.αίσχη (τα): απρεπείς, ανήθικες πράξεις: ακατονόμαστα/πολιτικά ~. Αποτροπιασμός/ευθύνες για τα ~. Βλέπω/καλύπτω/καταγγέλλω/καταδικάζω/ξεσκεπάζω/σταματήστε τα ~ (= αισχρότητες, χυδαιότητες). (εμφατ.) Τα ~ των ~ών. ● ΦΡ.: αίσχος! (ως επιφών.): Μα, να μου αραδιάζει ένα σωρό ψέματα; ~! ΑΝΤ. εύγε, μπράβο (1), ντροπή και αίσχος & αίσχος και ντροπή & ντροπή και όνειδος (εμφατ.): για να δηλωθεί κάθε επονείδιστη, ανήθικη κατάσταση ή συμπεριφορά: ~ ~ που άφησαν τον άνθρωπο να υποφέρει έτσι! ~ ~ σε όσους διαδίδουν αυτές τις κακοήθειες. [< αρχ. αἶσχος]
  • αισχρο- & αισχρό- : α' συνθετικό λέξεων που προσδιορίζει το β' συνθετικό ως ανήθικο ή χυδαίο: αισχρο-κέρδεια. Αισχρό-λογα.
  • αισχροκέρδεια [αἰσχροκέρδεια] αι-σχρο-κέρ-δει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.-μειωτ.): κερδοσκοπία. [< αρχ. αἰσχροκέρδεια]
  • αισχροκερδής , ής, ές [αἰσχροκερδής] αι-σχρο-κερ-δής επίθ. {αισχροκερδ-ούς| -είς (ουδ. -ή)} (επίσ.) 1. (για ενέργεια) κερδοσκοπικός. 2. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται κερδοσκοπικά: ~ής: έμπορος. Πβ. κερδοσκόπος. ● επίρρ.: αισχροκερδώς [-ῶς] (λόγ.) [< αρχ. αἰσχροκερδής]
  • αισχροκερδώ [αἰσχροκερδῶ] αι-σχρο-κερ-δώ ρ. (αμτβ.) {αισχροκερδ-εί | αισχροκερδ-ήσει} (επίσ.): κερδοσκοπώ. [< αρχ. αἰσχροκερδῶ]
  • αισχρόλογα [αἰσχρόλογα] αι-σχρό-λο-γα ουσ. (ουδ.) (τα): πρόστυχες λέξεις ή φράσεις: Ξεστόμιζε βρισιές και ~ (= αισχρολογίες). ΣΥΝ. βρομόλογα, παλιοκουβέντες, παλιόλογα
  • αισχρολογία [αἰσχρολογία] αι-σχρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): χρήση αισχρών, πρόστυχων λέξεων και φράσεων και (συνεκδ. στον πληθ.) οι ανάλογες λέξεις ή φράσεις: ~ και χυδαιολογία.|| Εκστομίζει ~ες. Τον έλουσε με βρισιές και ~ες (= αισχρόλογα). Βλ. -λογία. ΣΥΝ. αθυροστομία, βωμολοχία, ελευθεροστομία (1), υβρεολογία [< αρχ. αἰσχρολογία]
  • αισχρός , ή, ό [αἰσχρός] αι-σχρός επίθ. {υπερθ. κ. αίσχιστος} 1. που χαρακτηρίζεται από ανηθικότητα ή αναξιοπρέπεια· ειδικότ. άσεμνος, πρόστυχος: ~ός: άνθρωπος/τύπος (ΣΥΝ. αναίσχυντος, αχρείος)/χαρακτηρισμός (ΣΥΝ. χυδαίος). ~ή: βρισιά/πράξη/συμπεριφορά. ~ό: υποκείμενο (ΣΥΝ. βρομερό, ελεεινό). ~ές: χειρονομίες. ~ά και αβάσιμα ψεύδη. ΣΥΝ. ξεδιάντροπος 2. απαράδεκτος λόγω έλλειψης καλαισθησίας, ποιότητας ή ικανότητας: ~ή: εικόνα/εμφάνιση (ΣΥΝ. κακόγουστη)/εξυπηρέτηση (ΑΝΤ. άψογη). ~ό: φαγητό (ΣΥΝ. απαίσιο). Βλ. αίσχος. ● επίρρ.: αισχρά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. αἰσχρός]

αίσιος

αίσιος, α, ο [αἴσιος] αί-σι-ος επίθ. (λόγ.): που έχει θετική, επιτυχή κατάληξη ή σχετίζεται με αυτή: ~α: έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ο (= ευτυχές) τέλος είχε η ιστορία/η περιπέτεια ... ~ οιωνός για το μέλλον (: καλό σημάδι, γούρι). Βλ. εξ~. ΣΥΝ. ευνοϊκός (1), ευοίωνος ΑΝΤ. δυσμενής, δυσοίωνος ● επίρρ.: αισίως (λόγ.) & αίσια: χωρίς αντιξοότητες, επιτέλους: Έκλεισε/έφτασε ~ τα ογδόντα χρόνια.|| Ύστερα από αιματηρές οικονομίες κατάφερα ~ να αγοράσω ... ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος βλ. έτος [< αρχ. αἴσιος]

αίσχος

αίσχος [αἶσχος] αί-σχος ουσ. (ουδ.) {αίσχ-ους | -η}: κατάσταση, γεγονός και γενικότ. καθετί απρεπές, ανήθικο, προσβλητικό ή γελοίο, που προκαλεί έντονη δυσαρέκεια: το ~ της διαιτησίας/της παιδικής εκμετάλλευσης και εργασίας/των παράνομων χωματερών/του πολέμου και της βίας. Είναι ~ να ... Το ~ της πόλης μας (: για κάτι ακαλαίσθητο ή επονείδιστο). Πβ. (κατ)αισχύνη, ντροπή, όνειδος.|| (προφ.-ως επίθ.) Τι ~ τραγούδια ήταν αυτά! Το βιβλίο του είναι ~ (= άθλιο, απαίσιο, απαράδεκτο, χάλια), δεν διαβάζεται. ΑΝΤ. αριστούργημα.αίσχη (τα): απρεπείς, ανήθικες πράξεις: ακατονόμαστα/πολιτικά ~. Αποτροπιασμός/ευθύνες για τα ~. Βλέπω/καλύπτω/καταγγέλλω/καταδικάζω/ξεσκεπάζω/σταματήστε τα ~ (= αισχρότητες, χυδαιότητες). (εμφατ.) Τα ~ των ~ών. ● ΦΡ.: αίσχος! (ως επιφών.): Μα, να μου αραδιάζει ένα σωρό ψέματα; ~! ΑΝΤ. εύγε, μπράβο (1), ντροπή και αίσχος & αίσχος και ντροπή & ντροπή και όνειδος (εμφατ.): για να δηλωθεί κάθε επονείδιστη, ανήθικη κατάσταση ή συμπεριφορά: ~ ~ που άφησαν τον άνθρωπο να υποφέρει έτσι! ~ ~ σε όσους διαδίδουν αυτές τις κακοήθειες. [< αρχ. αἶσχος]

αναίσθητος

αναίσθητος, η, ο [ἀναίσθητος] α-ναί-σθη-τος επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που παρουσιάζει απώλεια των αισθήσεων: Έπεσε ~ στο έδαφος. Την βρήκαν (σχεδόν) ~η στο πάτωμα. Με ένα χτύπημα τον άφησαν/τον έριξαν ~ο. ΣΥΝ. λιπόθυμος 2. (μτφ.) αδιάφορος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος: κοινωνικά ~. Σα δε ντρέπεται, ο ~! Τόσο ~ είσαι; Πβ. ανάλγητος, απαθής, άπονος, χοντρόπετσος, ψυχρός.|| ~η: συμπεριφορά. ΑΝΤ. ευαίσθητος (1) [< 1: αρχ. ἀναίσθητος 2: αρχ. ~, γαλλ. insensible]

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

ή

ή [ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο; 2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος; 3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως. 4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ! 5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο; 2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια; 3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]

λιποαναρρόφηση

λιποαναρρόφηση λι-πο-α-ναρ-ρό-φη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) λιπαναρρόφηση: ΙΑΤΡ. πλαστική χειρουργική αφαίρεση του περιττού τοπικού λίπους από το σώμα: ~ στην κοιλιά. Βλ. λιπο-γλυπτική, -πλαστική. [< αγγλ. liposuction, 1983, γαλλ. liposuccion, περ. 1980]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

χειρουργική

χειρουργική χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.) ΙΑΤΡ. 1. αντιμετώπιση κλινικών καταστάσεων με εγχείρηση· (κατ' επέκτ., κ. με κεφαλ. Χ) ο αντίστοιχος κλάδος της ιατρικής: αρθροσκοπική/γναθοπροσωπική/γυναικολογική/ενδοσκοπική/κλινική/κτηνιατρική/λαπαροσκοπική/ορθοπαιδική/ρομποτική ~. ~ γόνατος/δέρματος/θώρακος/καταρράκτη/σπονδυλικής στήλης. Πβ. εγχειρητική. Βλ. αγγειο~, γναθο~, ηλεκτρο~, καρδιο~, κρυο~, μικρο~, νευρο~, παιδο~, τηλε~. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο πανεπιστημιακό μάθημα. ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική χειρουργική: επεμβατική αποκατάσταση σωματικών ατελειών ή ανωμαλιών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ με λέιζερ. ~ ~ βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/προσώπου/στήθους. Βλ. ρινοπλαστική., γενική χειρουργική: κλάδος της χειρουργικής που ειδικεύεται κυρ. στις επεμβάσεις κοιλίας., διαθλαστική χειρουργική: βελτίωση ή διόρθωση της αμετρωπίας, μέσω της επεμβατικής μεταβολής του σχήματος του κερατοειδούς ή της τοποθέτησης ενδοφακών· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της οφθαλμολογίας: ~ ~ με λέιζερ., επανορθωτική χειρουργική: επέμβαση για την επανόρθωση μετατραυματικών ή μετεγχειρητικών σωματικών ή/και δερματικών δυσμορφιών· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος της πλαστικής χειρουργικής: ~ ~ μετά από μαστεκτομή. [< γαλλ. chirurgie réparatrice] , ορθογναθική χειρουργική βλ. ορθογναθικός, παιδιατρική χειρουργική βλ. παιδιατρικός, πλαστική χειρουργική βλ. πλαστικός, χειρουργική της κλειδαρότρυπας βλ. κλειδαρότρυπα [< μτγν. χειρουργική (τέχνη), αγγλ. surgery, γαλλ. chirurgie]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.