Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3780-3800]


  • αναβλητικός , ή, ό [ἀναβλητικός] α-να-βλη-τι-κός επίθ. 1. που έχει την τάση να αναβάλλει ενέργειες ή αποφάσεις: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. (κατ' επέκτ.) ~ή: στάση/τακτική. Πβ. παρελκυστικός. ΑΝΤ. αποφασιστικός (2) 2. ΝΟΜ. που σχετίζεται με αναβολή δίκης: ~ή: απόφαση/ένσταση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβλητική αίρεση βλ. αίρεση [< μεσν. αναβλητικός 1: γαλλ. temporisateur 2: γαλλ. dilatoir]
  • αναβλητικότητα [ἀναβλητικότητα] α-να-βλη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αναβλητικού. Βλ. αδράνεια, αναποφασιστικότητα, διστακτικότητα. [< γαλλ. temporisation]
  • αναβλύζει [ἀναβλύζει] α-να-βλύ-ζει ρ. (αμτβ.) {ανάβλυζ-ε (λόγ.) ανέβλυζε, ανάβλυ-σε (λόγ.) ανέβλυσε, αναβλύζ-οντας} & αναβρύζει (λόγ.-λογοτ.) 1. (για υγρό) εξέρχεται, ρέει, τρέχει: ~ αίμα από την πληγή/(άφθονο) νερό από την πηγή (βλ. αρτεσιανός). Δάκρυα ~αν από τα μάτια του. Πβ. ξεπηδά, ξεχύνεται, πηγάζει. 2. (μτφ.) βγαίνει, απορρέει: Χαρά ~ (από) μέσα του. [< αρχ. ἀναβλύζω, μεσν. αναβρύζω]
  • ανάβλυση [ἀνάβλυση] α-νά-βλυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) & (λογοτ.) ανάβλυσμα & ανάβρυσμα (το): εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια εδάφους ή ποταμών, λιμνών, θαλασσών: φυσικές ~ύσεις ιαματικών νερών. Πβ. αναπήδηση. 2. ΩΚΕΑΝ. ανοδική κίνηση θαλάσσιων ρευμάτων. [< 1: αρχ. ἀνάβλυσις 2: αγγλ. upwelling, 1912]
  • αναβολέας [ἀναβολέας] α-να-βο-λέ-ας ουσ. (αρσ.) 1. μεταλλικό εξάρτημα με υποδοχή για το πέλμα, που κρέμεται από τη σέλα, για να στηρίζει ο αναβάτης το πόδι του, όταν ανεβαίνει στο άλογο και όταν ιππεύει. ΣΥΝ. αναβατήρας (3) 2. ΑΝΑΤ. ένα από τα τρία μικρά οστά που υπάρχουν στο μέσο αυτί. Βλ. άκμονας, σφύρα. [< μτγν. ἀναβολεύς]
  • αναβολή [ἀναβολή] α-να-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβάλλω: προσωρινή ~. ~ του αγώνα/της επίσκεψης (πβ. μετάθεση). ~ δύο μηνών. Συνεχείς ~ές στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η δουλειά πρέπει να γίνει δίχως την παραμικρή ~. Βλ. ακύρωση, τρενάρισμα.|| (ΝΟΜ.) Εισηγήθηκε/πέτυχε την ~ έκδοσης απόφασης. ~ της δίκης/συζήτησης. Πβ. αναστολή, διακοπή, ματαίωση. 2. ΣΤΡΑΤ. καθυστέρηση του χρόνου στράτευσης κάποιου: ~ κατάταξης λόγω σπουδών/για λόγους υγείας. Έχω/ζητώ/παίρνω ~. Διακόπτω την ~ μου. Χορήγηση ~ής. ● ΦΡ.: από αναβολή σε αναβολή: για κάτι που αναβάλλεται συνεχώς: ~ ~ το πας., δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει/δεν επιδέχεται (άλλη) αναβολή/αναβολές: είναι επείγον, δεν πρέπει να καθυστερήσει (άλλο): Το ζήτημα/το πράγμα/η υπόθεση ~ ~., χωρίς αναβολή/αναβολές: αμέσως, δίχως καθυστέρηση: Εφαρμογή σχεδίου ~ ~. [< αρχ. ἀναβολή, γαλλ. sursis]
  • αναβολικά [ἀναβολικά] α-να-βο-λι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν.}: ΒΙΟΧ. απαγορευμένες ουσίες, συνθετικά παράγωγα της τεστοστερόνης, τα οποία, επειδή αυξάνουν τη μυϊκή μάζα, χρησιμοποιούνται συνήθ. από αθλητές για βελτίωση της επίδοσής τους: Κάνει χρήση ~ών/παίρνει ~. Βλ. (αντι)ντόπινγκ κοντρόλ, νανδρολόνη. ΣΥΝ. αναβολικά στεροειδή [< αγγλ. anabolic substances, γαλλ. (substances) anabolisantes, 1969]
  • αναβολικός , ή, ό [ἀναβολικός] α-να-βο-λι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με τον αναβολισμό: ~ή: ορμόνη (: ινσουλίνη). Βλ. κατα-, μετα-βολικός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβολικά στεροειδή βλ. στεροειδής [< μτγν. ἀναβολικός ‘καθυστερημένος’, αγγλ. anabolic, γαλλ. anabolique, 1905]
  • αναβολισμός [ἀναβολισμός] α-να-βο-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΧ. μία από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού, κατά την οποία γίνεται μετατροπή απλών ουσιών σε πιο πολύπλοκες ενώσεις. Βλ. βιοσύνθεση, καταβολισμός, -ισμός. [< αγγλ. anabolism, γαλλ. anabolisme]
  • αναβόσβημα [ἀναβόσβημα] α-να-βό-σβη-μα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αναβόσβησμα: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναβοσβήνω: ~ της λάμπας (: για προειδοποίηση ή προσέλκυση της προσοχής ή γιατί έχει χαλάσει)/της οθόνης/του φακού.
  • αναβοσβήνω [ἀναβοσβήνω] α-να-βο-σβή-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναβόσβησα}: ανάβω και σβήνω διαδοχικά και επαναλαμβανόμενα: (μτβ.) ~ τα φώτα.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι ~ει (= φλασάρει).
  • αναβράζει [ἀναβράζει] α-να-βρά-ζει ρ. (αμτβ.) ΣΥΝ. κοχλάζει 1. παράγει φυσαλίδες, επειδή βράζει ή επειδή εκλύει διοξείδιο του άνθρακα. 2. (μτφ., κυρ. λογοτ.) βρίσκεται σε ένταση, σε αναταραχή. [< μεσν. αναβράζω, αγγλ. effervesce, seethe]
  • αναβράζων , ουσα, ον [ἀναβράζων] α-να-βρά-ζων επίθ.: που αναβράζει· (ειδικότ.-ΦΑΡΜΑΚ.) για ουσίες που διαλύονται στο νερό, δημιουργώντας φυσαλίδες λόγω έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα: ~ον: ποτό/φυσικό μεταλλικό νερό. Βλ. θερμοπηγή.|| ~ουσα: ασπιρίνη. ~οντα: δισκία.|| (μτφ.) ~ον: πολιτικό σκηνικό (= τεταμένο). [< αγγλ. effervescent]
  • αναβρασμός [ἀναβρασμός] α-να-βρα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατάσταση αναστάτωσης, αναταραχής: κοινωνικός/πολιτικός ~. Επικρατεί έντονος ~. Σε κλίμα ~ού βρίσκεται η χώρα. [< μτγν. ἀναβρασμός ‘κοχλασμός (της γης), αναδιοργάνωση’]
  • αναβροχιά [ἀναβροχιά] α-να-βρο-χιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): ανομβρία· κατ' επέκτ. περίοδος ξηρασίας. Πβ. αν-, λειψ-υδρία. ● ΦΡ.: στην αναβροχιά καλό (είν') και το χαλάζι (παροιμ.): όταν κάποιος αναγκάζεται να συμβιβαστεί με κάτι κατώτερο απ' ό,τι χρειάζεται ή θέλει.
  • αναβρύζει βλ. αναβλύζει
  • ανάβρυσμα βλ. ανάβλυση
  • αναβρυτήριο [ἀναβρυτήριο] α-να-βρυ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): σιντριβάνι: κρήνες και ~α. Πβ. πίδακας. Βλ. -τήριο. [< γερμ. Springbrunnen]
  • ανάβω [ἀνάβω] α-νά-βω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνα-ψα, ανά-φτηκε, -μμένος, ανάβ-οντας} 1. βάζω, μεταδίδω φωτιά σε κάτι ή παίρνω φωτιά: (μτβ.) ~ το καντήλι/τα κάρβουνα/ένα κερί/ένα σπίρτο/την ψησταριά. ~ βεγγαλικά/καπνογόνα. ~ψε (ένα) τσιγάρο.|| (αμτβ.) Η σόμπα/το τζάκι ~ει (: είναι αναμμένη/ο). Τα κάρβουνα ~ουν εύκολα (= αναφλέγονται). ~ψε η φλόγα/η φωτιά (= κόρωσε).|| (μτφ.) Μια σπίθα ~ει μες στα μάτια του (: για δήλωση πάθους ή εξυπνάδας). Τα λόγια της μου ~ψαν το ενδιαφέρον (ΣΥΝ. εξάπτω, κεντρίζω, κινώ, ξυπνώ, προκαλώ). ΑΝΤ. σβήνω (1) 2. θέτω ή τίθεμαι σε λειτουργία (με παροχή ηλεκτρικού ρεύματος ή με μπαταρία): (μτβ.) ~ τη λάμπα/τη μηχανή/την τηλεόραση/τον φακό/το φλας/τα φώτα. Το φανάρι ~ψε κόκκινο/πράσινο.|| (αμτβ.) Το λαμπάκι/φωτάκι δεν ~ει (= κάηκε). Το σήμα/η φωτεινή ένδειξη δεν ~ει (= δεν λειτουργεί, δεν ενεργοποιείται ή δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί). Τι ώρα ~ει το καλοριφέρ; Ο φάρος ~ει αυτόματα.|| (μτφ.) ~ψαν οι μηχανές του πολέμου. ΑΝΤ. σβήνω (2) 3. (μτφ.-συνήθ. προφ.) ερεθίζω ή ερεθίζομαι: (μτβ.) Μην τον ~εις, άστον να ηρεμήσει (ΣΥΝ. εξάπτεις, εξοργίζεις, φουντώνεις)!|| (αμτβ.) ~ και μόνο που το ακούω (ΣΥΝ. βράζω, (εξ)οργίζομαι, θυμώνω, κορώνω, φουντώνω)!|| Μ' ~εις (: με αναστατώνεις, με διεγείρεις ερωτικά). ~ει εύκολα. Πβ. ξανάβω. 4. (μτφ.-στο γ' πρόσ.) αποκτώ ένταση, φουντώνω: ~ψε ο καβγάς/η μάχη/η συζήτηση. ~ψε μέσα του ο έρωτας/η οργή/ο πόθος. Οι κόντρες/τα πολιτικά πάθη ~ψαν. ~ψε από θυμό (πβ. κορώνω). ΣΥΝ. ζωηρεύω (3) 5. (μτφ.) ζεσταίνομαι πολύ, υπερθερμαίνομαι: Ανοίξτε το παράθυρο, έχουμε ~ψει (= σκάσει, κορώσει, φουντώσει, ψηνόμαστε. ΑΝΤ. παγώσει, πουντιάσει)! ~ψε η μηχανή του αυτοκινήτου (ΑΝΤ. κρύωσε). Πβ. πυρώνω. ΣΥΝ. καψώνω (1) 6. {μόνο στο γ' πρόσ., συνήθ. στον αόρ.} (προφ.) αρχίζει κάτι να αλλοιώνεται, μουχλιάζει: ~ψε το τυρί/ψωμί (= χάλασε). ~ψαν τα κρεμμύδια/οι πατάτες. ● ΦΡ.: ανάβει το γλέντι/κέφι (προφ.): κορυφώνεται η διασκέδαση: Άναψε ~ για τα καλά.|| (ως παρότρυνση) Έλα, ν' ανάψει ~! Βλ. θα το κάψουμε/το κάψαμε., του την ανάβω (αργκό): τον πυροβολώ: Πήρε το περίστροφο και ~ ~ψε. (απειλητ.) Όποιος κουνηθεί, ~ ~ψα!, ανάβει και κορώνει βλ. κορώνω, ανάβουν τα αίματα βλ. αίμα, ανάβει φωτιά/φωτιές βλ. φωτιά, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, μου ανάβουν τα λαμπάκια βλ. λαμπάκι ● βλ. αναμμένος [< 1: μεσν. ανάβω, αγγλ. light, set fire to, γαλλ. allumer, enflammer 2: αγγλ. turn/switch on 3: αγγλ. take fire, get hot, turn on 4: αγγλ. get heated/lively, γαλλ. s' allumer 5: αγγλ. go red, flame]
  • αναγάγει βλ. ανάγω

αδράνεια

αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

αίρεση

αίρεση [αἵρεση] αί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -έσεως | -έσεις, -έσεων} 1. ΘΡΗΣΚ. διδαχή ή πεποίθηση που αποκλίνει από το επίσημο δόγμα και καταδικάζεται ως πλάνη· οι οπαδοί της και κατ' επέκτ. κάθε αντίληψη που έρχεται σε σύγκρουση με καθιερωμένες ιδεολογίες: ισλαμική/χριστιανική ~ (π.χ. αρειαν-, μονοφυσιτ-ισμός). Μυήθηκε στην ~ του ... Γνωστικές ~έσεις. Βλ. καλβιν-, λουθηραν-, προτεσταντ-ισμός.|| Κυνήγι των ~έσεων (= των αιρετικών).|| Επιστημονική/ιατρική/ιδεολογική/φιλοσοφική ~. Βλ. αποστασία, αφορισμός, ετεροδοξία, καθαίρεση, σέχτα, σχίσμα. 2. ΝΟΜ. όρος σε δικαιοπραξία, σύμφωνα με τον οποίο η ενέργειά της εξαρτάται από ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός. Βλ. αν~, εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβλητική αίρεση: ΝΟΜ. ρητός ή σιωπηρός όρος, ο οποίος εξαρτά την ενεργοποίηση των αποτελεσμάτων της από μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός: Η μεταβίβαση τελεί υπό ~ ~., διαλυτική αίρεση: ΝΟΜ. όρος σύμφωνα με τον οποίο τα αποτελέσματα της δικαιοπραξίας παράγονται αμέσως, ανατρέπονται όμως και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση σε περίπτωση που συμβεί κάτι απρόβλεπτο: Με την παραίτηση του εργαζομένου, πληρούται η ~ ~ υπό την οποία τελεί η σύμβαση εργασίας. ● ΦΡ.: υπό αίρεση & (λόγ.) υπό αίρεσιν: με επιφύλαξη, σε εκκρεμότητα, σε καθεστώς αβεβαιότητας: Η προσφορά/συμφωνία είναι ~ ~. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στις δασικές περιοχές τίθεται ~ ~ (= υπό αμφισβήτηση, υπό συζήτηση)., υπό την αίρεση (+ ότι/γεν.) (επιστ.): υπό την προϋπόθεση, υπό τον όρο: Η προκήρυξη ισχύει ~ ~ ότι ... Η παρούσα συμφωνία τελεί ~ ~ της έγκρισης της συγχώνευσης. [< 1: μτγν. αἵρεσις, γαλλ. hérésie 2: γαλλ. option]

άκμονας

άκμονας [ἄκμονας] άκ-μο-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. αμόνι: χάλκινος ~.|| (μτφ.) Σφυρηλατήθηκε στον ~α της πολιτικής αντιπαράθεσης. 2. ΑΝΑΤ. το ένα από τα τρία οστάρια του μέσου αυτιού που μεταδίδει, μαζί με τον αναβολέα και τη σφύρα, τις δονήσεις από την τυμπανική μεμβράνη στο εσωτερικό αυτί. ● ΦΡ.: μεταξύ σφύρας και άκμονος/άκμονα (λόγ.-μτφ.): για κάποιον που δέχεται αμφίπλευρες επιθέσεις ή πιέσεις, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο εμπόδια, πυρά, σε πολύ δύσκολη θέση: Ακροβατώ/κινούμαι/παλεύω/σχοινοβατώ ~ ~. [< 1: αρχ. ἄκμων 2: γαλλ. enclume]

ακύρωση

ακύρωση [ἀκύρωση] α-κύ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -ώσεως | -ώσεις, -ώσεων} 1. κατάργηση, άρση της ισχύος: άμεση/δικαστική/έγγραφη/έμμεση/μερική/ολική ~. ~ άδειας/ανάθεσης/απόφασης/γάμου (βλ. διαζύγιο)/γραπτού/δημοπράτησης/διαβατηρίου/διαγωνισμού/διαθήκης/δικαιοπραξίας/διορισμού/εγγραφής/εκλογής/εντολής/νόμου/ομολογιών/παραγγελίας/πιστωτικής κάρτας/πράξης/προστίμου/σύμβασης/συμβολαίου/συμφωνίας/τροπολογίας. Δικαίωμα/λόγος/όροι/τέλη ~ης. Πβ. αναίρεση, ανάκληση, κατάργηση, λύση. Βλ. αυτο~.|| ~ εισιτηρίου (= επικύρωση).|| ~ αθλητή/ομάδας (: άρση της δυνατότητας συμμετοχής ή πρόκρισης σε αγώνισμα ή αγώνα). 2. ματαίωση: (έγκαιρη) ~ επίσημης επίσκεψης/παραστάσεων/πτήσης/ταξιδιού. ~ώσεις (προγραμματισμένων) δρομολογίων. Μαζικές ~ώσεις (κρατήσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αίτηση ακύρωσης/ακυρώσεως: ΝΟΜ. ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου και προσβάλλει διοικητικές πράξεις: ~ ~ άδειας/απόφασης/διορισμού/προκήρυξης. ~ ~ κατά της απόφασης των υπουργών .../του Προεδρικού Διατάγματος. Απορρίφθηκε η/εκδικάστηκε η/υποβλήθηκε ~ ~. Έγινε δεκτή η ~ ~. Παραιτήθηκε από την ~ ~. [< μτγν. ἀκύρωσις, γαλλ. annulation, invalidation 2: αγγλ. cancellation]

αναβλύζει

αναβλύζει [ἀναβλύζει] α-να-βλύ-ζει ρ. (αμτβ.) {ανάβλυζ-ε (λόγ.) ανέβλυζε, ανάβλυ-σε (λόγ.) ανέβλυσε, αναβλύζ-οντας} & αναβρύζει (λόγ.-λογοτ.) 1. (για υγρό) εξέρχεται, ρέει, τρέχει: ~ αίμα από την πληγή/(άφθονο) νερό από την πηγή (βλ. αρτεσιανός). Δάκρυα ~αν από τα μάτια του. Πβ. ξεπηδά, ξεχύνεται, πηγάζει. 2. (μτφ.) βγαίνει, απορρέει: Χαρά ~ (από) μέσα του. [< αρχ. ἀναβλύζω, μεσν. αναβρύζω]

ανάβλυση

ανάβλυση [ἀνάβλυση] α-νά-βλυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) & (λογοτ.) ανάβλυσμα & ανάβρυσμα (το): εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια εδάφους ή ποταμών, λιμνών, θαλασσών: φυσικές ~ύσεις ιαματικών νερών. Πβ. αναπήδηση. 2. ΩΚΕΑΝ. ανοδική κίνηση θαλάσσιων ρευμάτων. [< 1: αρχ. ἀνάβλυσις 2: αγγλ. upwelling, 1912]

ανάγω

ανάγω [ἀνάγω] α-νά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. ανήγαγε, ανάγεται, (λόγ.) ανήχθη, αναγ-όμενος} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αποδίδω κάτι σε συγκεκριμένη αιτία: Όλα ~ονται στην αδιαλλαξία τους. 2. (επιστ.) μετατρέπω σε κάτι ισοδύναμο: ~ καθαρό ποσό σε ακαθάριστο. Πβ. μετασχηματίζω. ● Παθ.: ανάγεται 1. χρονολογείται, τοποθετείται χρονικά, υπάγεται: Έθιμο που ~ σε περασμένους αιώνες.|| Θέμα ~όμενο στη δικαιοδοσία ... 2. (σπάν.) μετατρέπεται, μεταβάλλεται, εξελίσσεται: Η υπόθεση έχει περιπλακεί τόσο που ανήχθη σε μείζον ζήτημα (= αναδείχτηκε σε). ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): διενεργώ κάτι συστηματικά και μεθοδικά: Ανήγαγε (= μετέτρεψε)/έχει αναγάγει τις απάτες ~. [< αρχ. ἀνάγω, γαλλ. réduire]

αναμμένος

αναμμένος, η, ο [ἀναμμένος] α-ναμ-μέ-νος επίθ. 1. που του έχουν βάλει ή μεταδώσει φωτιά, τον έχουν πυρακτώσει: ~ο: καντήλι/τζάκι. ~α: ξύλα.|| (μτφ.) Κρατούν ~η (= ζωντανή) τη σπίθα της ελπίδας. ΑΝΤ. σβησμένος, σβηστός (1) 2. που βρίσκεται σε λειτουργία: ~ος: κινητήρας. ~η: οθόνη/συσκευή. ~ο: κομπιούτερ/φλας. ~α: αλάρμ. Άφησε/ξέχασε τον θερμοσίφωνα/το μάτι (της κουζίνας)/τον φούρνο/το φως ~ο. Πβ. ενεργοποιημένος. ΑΝΤ. κλειστός (3) 3. (μτφ.) φουντωμένος, ξαναμμένος: Γύρισε ~ (= εκνευρισμένος, εξοργισμένος, εξαγριωμένος). ● ΣΥΜΠΛ.: σπίρτο μοναχό/αναμμένο βλ. σπίρτο ● ΦΡ.: κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο ● βλ. ανάβω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. ανάβω]

βιοσύνθεση

βιοσύνθεση βι-ο-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. παραγωγή χημικών ενώσεων από ζωντανούς οργανισμούς ή κύτταρα: ~ αμινοξέων/γλυκόζης/ορμονών/πρωτεϊνών (= πρωτεϊνοσύνθεση)/υδατανθράκων/χοληστερόλης. Βλ. αναβολισμός, φωτοσύνθεση. [< αγγλ. biosynthesis, 1904, γαλλ. biosynthèse, 1950]

θα

θα μόρ. 1. για τον σχηματισμό μελλοντικών χρόνων (εξακολουθητικού, στιγμιαίου και τετελεσμένου μέλλοντα): ~ γράφω/γράψω/έχω γράψει. ~ σε θυμάμαι. Τι ~ γίνει τελικά; ~ δω. ~ έρθω αύριο. ~ αποφασίσω/κοιτάξω και ~ σου πω. Πότε ~ ξέρουμε σίγουρα; ~ έχουμε φύγει, μέχρι να φτάσεις. Πβ. θε να. 2. για τον σχηματισμό δυνητικών εγκλίσεων, κυρ. προς δήλωση του μη πραγματικού: ~ έφευγα νωρίτερα, αν δεν με καθυστερούσε. ~ ερχόμουν, αλλά αρρώστησα.|| (σε φράσεις ευγενικής παράκλησης) ~ είχατε την καλοσύνη να .../μπορούσατε να ...; Τι ~ θέλατε; 3. (+ οριστική όλων των χρόνων) για τη δήλωση του πιθανού: ~ ήμουν μικρός, όταν ... ~ σου φανεί περίεργο, αλλά ... Κάτι ~ (= πρέπει να) συνέβη, για να μην πάρει τηλέφωνο. ~ έχεις ακούσει τι έπαθα. ΣΥΝ. ίσως ● Ουσ.: θα (το): ψεύτικες υποσχέσεις: Είναι όλο ~ και ~. [< μεσν. θα]

θερμοπηγή

θερμοπηγή θερ-μο-πη-γή ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΓΕΩΛ. φυσική πηγή θερμού ύδατος, η θερμοκρασία του οποίου κυμαίνεται σε επίπεδα υψηλότερα από τη μέση θερμοκρασία του αέρα ή του ανθρώπινου σώματος: ιαματικές/υποθαλάσσιες ~ές. [< γερμ. Wärmequelle]

κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ-

κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επίταση: κατα-γάλανος/~κόκκινος (πβ. ολο-)/~σκότεινος (πβ. θεο-· βλ. ψιλο-). Κατά-κοπος. Βλ. καρα-, παν-.|| Κατα-καλόκαιρο (βλ. μεσο-)/~μεσήμερο. Κατά-βαθα.|| Κατα-καίω/~κλέβω. Κατα-γεμίζω (βλ. παρα-). Κατα-συγκινημένος.|| (λόγ.) Καθ-υβρίζω. 2. εναντίωση, πίεση: κατα-διώκω (βλ. εκ-)/~κρίνω/~φρονώ (βλ. περι-)/~ψηφίζω (ΑΝΤ. υπερ-).|| Κατ-αναγκασμός.|| Κατα-μήνυση. 3. κίνηση, φορά προς τα κάτω: κατά-βαση/~δυση. Κάθ-οδος. ΑΝΤ. ανά-.|| Κατα-ρροή. 4. κατάταξη, επιμερισμό: κατα-μέτρηση/~χώριση.|| Κατα-νομή.

κορώνω

κορώνω κο-ρώ-νω ρ. (αμτβ.) {κόρω-σα} (λαϊκό) 1. εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι: ~σε με την αναίδειά του/από θυμό. Πβ. εξάπτομαι. 2. διεγείρομαι σεξουαλικά, ερεθίζομαι. 3. ζεσταίνομαι πολύ: ~ει και ιδρώνει. ΣΥΝ. καψώνω (1) ● κορώνει: αυξάνει σε ένταση ή/και σε μέγεθος, δυναμώνει: ~σε η φωτιά. ● ΦΡ.: ανάβει και κορώνει (μτφ.): φουντώνει: ~ ~ το μίσος/η συζήτηση. Το γλέντι ~ ~.|| (για πρόσ.) Άναψε και ~σε (= νευρίασε).

λαμπάκι

λαμπάκι λα-μπά-κι ουσ. (ουδ.): μικρός λαμπτήρας: κόκκινο/προειδοποιητικό ~. ~ νυκτός. Χριστουγεννιάτικα ~ια (= λαμπιόνια). Ενδεικτικό ~ λειτουργίας. Αναβοσβήνει το ~ (της οθόνης) του υπολογιστή. Άναψε/έσβησε το ~ της φόρτισης. Το διαγνωστικό ~ του κινητήρα (: ένδειξη βλάβης). ΣΥΝ. φωτάκι ● ΦΡ.: μου ανάβουν τα λαμπάκια & μου ανάβει τα λαμπάκια (αργκό): θυμώνω πάρα πολύ, εξοργίζομαι: Κάτι τέτοια ακούω και ~ ~! Αυτή η αναμονή μου ~ει ~! Πβ. μου τη βαράει, μου τη δίνει/μου τη σπάει.

στεροειδής

στεροειδής, ής, ές στε-ρο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΧ. (για οργανική ένωση) που περιέχει στο μόριό της μία στερόλη: ~ής: ορμόνη/ουσία. Βλ. -ειδής. ● Ουσ.: στεροειδή (τα): ομάδα πολυκυκλικών οργανικών ενώσεων λιπιδίων με μοριακή δομή δακτυλίων που αποτελούνται από άτομα άνθρακα∙ συνήθ. ορμόνες (ανδρογόνα, οιστρογόνα, προγεστερόνη) ή στοιχεία κυτταρικών μεμβρανών (στερόλες). Βλ. κορτικο~, τεστοστερόνη, φυτοοιστρογόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβολικά στεροειδή & αναβολικές ουσίες: αναβολικά. [< αγγλ. anabolic steroids, 1946, γαλλ. stéroïdes anabolisants] [< γαλλ. stéroïde, 1936]

τηλέφωνο

τηλέφωνο τη-λέ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώνου} 1. ΤΗΛΕΠ. -ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή, συνήθ. με πίνακα πλήκτρων από το μηδέν έως το εννέα, που μετατρέπει τα ηχητικά σήματα σε ηλεκτρομαγνητικά κύματα και αντίστροφα, επιτρέποντας την τηλεπικοινωνία· συνεκδ. τηλεφώνημα: αναλογικό ή ψηφιακό/ασύρματο ή ενσύρματο/έξυπνο (= σμάρτφον) κινητό/ντούμπλεξ/φορητό ~. ~ τοίχου. ~ με μετρητή ή τηλεκάρτα/με φωτιζόμενη οθόνη/(παλαιότ.) με καντράν. ~ για το κοινό (= δημόσιο/κοινόχρηστο ~). Πενταψήφιο ~. Βάση/καλώδιο/μνήμη/ρυθμίσεις/φις ~ώνου. Συναλλαγές/σύνδεση (στο ίντερνετ) μέσω ~ώνου. Τον καλώ στο ~, αλλά δεν απαντά. Χτυπάει το ~. Το ~ είναι νεκρό (= δεν δίνει σήμα, δεν λειτουργεί). Σήκωσε το ~ (ενν. το ακουστικό). Μου έκλεισε το ~. Ποιος είναι στο ~; Σε ζητούν στο ~. Μιλώ στο ~. Πληροφορίες από το ~/(λόγ.) από (/διά) ~ώνου. Βλ. βιντεο~, εικονο~, θυρο~, καρτο~, κερματο~, μικρο~, πολυ~, ραδιο~.|| (Υπερ)αστικό ~. Κάνε μου/πάρε με ένα ~ (= τηλεφώνησέ μου).|| (ως παιχνίδι:) Μουσικό ~. 2. ΤΗΛΕΠ. (συνεκδ.) τηλεφωνική σύνδεση ή τηλεφωνικό δίκτυο· ειδικότ. τηλεφωνικός αριθμός: ~ ενδοεπικοινωνίας. Μεταφορά/νούμερο/φραγή ~ώνου. Είμαστε χωρίς ~. Οικόπεδο με φως και ~. Δεν έχει/δεν της έχουν βάλει ακόμα ~. Ήρθε το ~ (= ο λογαριασμός). Η νέα γραμμή ~ώνου δεν έχει ενεργοποιηθεί. Δεν πλήρωσαν το ~ και τους το έκοψαν.|| Εσωτερικό (π.χ. γραφείου)/προσωπικό ~. Χρήσιμα ~α. ~ (έκτακτης) ανάγκης/δρομολογίων/εξυπηρέτησης κοινού/επικοινωνίας/καταγγελιών/παραπόνων/προσωπικού/τεχνικής υποστήριξης/υπηρεσιών. Ατζέντα/ευρετήριο/κατάλογος ~ώνων. Δώσε μου το ~ό σου. Να ανταλλάξουμε ~α. 3. (κατ' επέκτ.) απόληξη της μπαταρίας του λουτρού: σπιράλ και στήριγμα ~ώνου. ● Υποκ.: τηλεφωνάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο: απόρρητη τηλεφωνική γραμμή, συνήθ. για άμεση επικοινωνία ή σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς): ~ ~ μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών. Πβ. κόκκινη γραμμή. [< γαλλ. téléphone rouge] , πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, σταθερό τηλέφωνο βλ. σταθερός ● ΦΡ.: δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο (προφ.): δίνω σε κάποιον το τηλέφωνο να μιλήσει ή τον συνδέω με τηλεφωνική γραμμή: Μου ~ετε στο τηλέφωνο, παρακαλώ, τον ...;, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές (μτφ.-προφ.): για αλλεπάλληλες τηλεφωνικές κλήσεις: ~ ~ του σταθμού από πολίτες που ζητούσαν πληροφορίες. Αναγνώστες έσπασαν τα τηλέφωνα της εφημερίδας., κατεβάζω το ακουστικό/το τηλέφωνο: μετακινώ το ακουστικό από την κανονική του θέση και το τοποθετώ σε τέτοια, ώστε να μη λειτουργεί η τηλεφωνική γραμμή και να μην μπορώ να δεχτώ κλήση· κλείνω το τηλέφωνο., σπασμένο/χαλασμένο τηλέφωνο 1. ομαδικό παιχνίδι, κατά το οποίο μια λέξη ή φράση μεταφέρεται από παίκτη σε παίκτη ψιθυριστά και γρήγορα, ώστε συχνά να ανακοινώνεται από τον τελευταίο παραποιημένη. 2. (μτφ.) για πληροφορία που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα διαστρεβλωμένη., το τηλέφωνο μιλάει/βουίζει (προφ.): όταν ακούγεται παρατεταμένος ήχος στο ακουστικό, ενδεικτικό ότι η γραμμή είναι κατειλημμένη., κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο [< γαλλ. téléphone, αγγλ. telephone]

-τήριο

-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

φωτιά

φωτιά φω-τιά ουσ. (θηλ.) 1. έκλυση θερμότητας και φωτός, η οποία είναι αποτέλεσμα της καύσης εύφλεκτων υλικών: η ανακάλυψη/ιστορία της ~ιάς. Το κόκκινο της ~ιάς. Οι τέχνες της ~ιάς (π.χ. κεραμική, μεταλλουργία). Το πήδημα (: έθιμο την παραμονή του γενέθλιου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου)/ο χορός της ~ιάς. Ξύλα για ~. Ανάβω/διατηρώ/σβήνω τη ~. Κάθομαι κοντά στη ~. Ο αέρας δυναμώνει τη ~. Πβ. πυρά.|| Μήπως έχετε ~/μου δίνετε τη ~ σας (: αναπτήρα ή σπίρτα); 2. πηγή θερμότητας κατάλληλη για μαγείρεμα φαγητού: Βράζω/τηγανίζω/ψήνω κάτι σε δυνατή/μεσαία/μέτρια/σιγανή ~. Βγάζω/κατεβάζω την κατσαρόλα από τη ~. Σβήνω/χαμηλώνω τη ~. Ανακατέψτε τη σάλτσα σε χαμηλή ~ μέχρι να πήξει. Πβ. εστία, μάτι. 3. (συνεκδ.) φλόγα: η ~ του αναπτήρα. Γλώσσες ~ιάς τύλιξαν το κτίριο (πβ. πύρινη γλώσσα). 4. (προφ.) πυρκαγιά: καταστροφική/μεγάλη/μικρή ~. Ανίχνευση (= πυρανίχνευση)/εστίες/κίνδυνος/πρόκληση/συναγερμός ~ιάς. Υλικά ανθεκτικά στη ~ (πβ. αλεξίπυρα, πυρίμαχα). Αντιμετώπιση/εξάπλωση/καταπολέμηση/κατάσβεση της ~ιάς. Η ~ είναι εκτός ελέγχου/τέθηκε υπό έλεγχο. Σε βραχυκύκλωμα/εμπρησμό οφείλεται η ~ που ξέσπασε ... Η Πυροσβεστική έσβησε αμέσως τη ~. Μαίνεται η ~ στη ... Πβ. εμπρησμός, πυρ.|| (ως κραυγή βοήθειας ή προειδοποίησης σε περίπτωση πυρκαγιάς:) ~! 5. (μτφ.) ένταση και συνεκδ. ό,τι την προκαλεί: πολιτικές ~ιές.|| Η ~ της επανάστασης/μάχης. Πβ. αναβρασμός.|| Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα. Πβ. πάθος.|| (για πρόσ.) Αυτή η κοπέλα είναι σκέτη ~ (: ακαταμάχητη).|| (ως παραθετικό σύνθ.) Αυξήσεις-~ (= υπερβολικά μεγάλες). Απόφαση/έγγραφο/έκθεση/πόρισμα-~ (πβ. καταπέλτης). Νέα στοιχεία-~ για την υπόθεση (πβ. συνταρακτικός). Ματς-~ (: πολύ κρίσιμο). Γυναίκα-~ (= εκρηκτική, εντυπωσιακή). ● Υποκ.: φωτίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς βλ. μέτωπο ● ΦΡ.: ανάβει φωτιά/φωτιές (μτφ.) 1. προκαλεί εντάσεις, ταράζει: ~ει ~ στα νοικοκυριά η αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η δήλωση του βουλευτή ~ψε ~ στους κόλπους της παράταξης. 2. αναστατώνει, προκαλεί ερωτική διέγερση: ~ψε ~ με τη σέξι εμφάνισή της., βάζω το χέρι μου στη φωτιά (μτφ.): είμαι εντελώς σίγουρος για κάποιον ή κάτι: ~ ~ γι' αυτούς τους ανθρώπους (: μπορώ να εγγυηθώ γι' αυτούς).|| (συνήθ. με άρνηση:) Δεν ~ ~, αλλά είναι πολύ πιθανό αυτό που λέω. Δεν βάζω και ~ ότι λέει την αλήθεια. Πβ. κόβω το κεφάλι μου. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο (1), παίρνω όρκο [< γαλλ. mettre la main au feu] , βάζω φωτιά/φωτιές 1. καίω, πυρπολώ: ~ φωτιά σε δάσος/σπίτι. ~ φωτιά με σπίρτα. Άγνωστοι έβαλαν φωτιά σε σταθμευμένο αυτοκίνητο. 2. (μτφ.) προκαλώ αναστάτωση, ταραχή, διαμάχη: Με τις προκλητικές δηλώσεις του έβαλε ~ιές. Πβ. δυναμιτίζω., πετάω φωτιές/φωτιά (μτφ.): είμαι εξαιρετικός σε κάτι: Η ομάδα/ο παίκτης ~ει ~., πήρε φωτιά ο κώλος του (μτφ.-προφ.): για κάποιον που πρέπει να ασχοληθεί με επείγοντα θέματα ή που είναι βιαστικός., πιάνω/παίρνω φωτιά 1. {στο γ' πρόσ.} καίγομαι, φλέγομαι: Το αεροσκάφος έπιασε ~ κατά την προσγείωση. Το δάσος πήρε ~. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί ένταση: Πήρε ~ το πρωτάθλημα. Πήραν ~ τα τηλέφωνα (: έγιναν πάρα πολλά τηλεφωνήματα). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για να δηλωθεί μεγάλη αύξηση συνήθ. της τιμής: Τα ακίνητα/επιτόκια παίρνουν ~. 4. (μτφ.) εκνευρίζομαι, θυμώνω: Παίρνεις εύκολα ~ και δεν ακούς τι σου λέω. Καλά ντε, μην ~εις αμέσως ~!, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει (παροιμ.): με τη σκληρή τιμωρία συμμορφώνεται κανείς., φωτιά στη φωτιά (μτφ.): βίαιη συνήθ. αντίδραση που απαντά σε παρόμοια δράση., άρπαξε φωτιά βλ. αρπάζω, βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά βλ. κάστανο, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά βλ. καπνός, μάτια που βγάζουν/πετούν σπίθες/φλόγες/φωτιές βλ. σπίθα, παίζω με τη φωτιά βλ. παίζω, παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς βλ. παρανάλωμα, πέφτω (και) στη φωτιά βλ. πέφτω, ρίχνω λάδι στη φωτιά βλ. λάδι, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά και λάβρα βλ. λάβρα, φωτιά και τσεκούρι βλ. τσεκούρι, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, φωτιά στα κόκκινα! βλ. κόκκινος, φωτιά στα μπατζάκια μου/σου/του βλ. μπατζάκι [< μεσν. φωτία < αρχ. φῶς, φωτός, γαλλ. feu]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.