Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3800-3820]


  • αναγαλλιάζω [ἀναγαλλιάζω] α-να-γαλ-λιά-ζω ρ. (αμτβ.) {αναγάλλια-σε, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λαϊκό-λογοτ.): νιώθω αγαλλίαση: ~σε η ψυχή μου. ΣΥΝ. αγαλλιάζω, αγάλλομαι, ευφραίνομαι ● ΦΡ.: βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα [< μεσν. αναγαλλιάζω]
  • αναγαλλίδα [ἀναγαλλίδα] α-να-γαλ-λί-δα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αναγαλλίς: ΒΟΤ. γένος ετήσιων φυτών (γένος Anagallis) της οικογένειας των πριμουλιδών, τα οποία φύονται κυρίως στην Ευρώπη, την Ασία και τη Νότια Αμερική, είναι μικρού ύψους με κόκκινα, ροζ ή μπλε άνθη.[< μτγν. ἀναγαλλίς ‘γλυκάνισο’, αγγλ. anagallis]
  • αναγγελία [ἀναγγελία] α-ναγ-γε-λί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): γνωστοποίηση, ανακοίνωση συμβάντος· κατ' επέκτ. το σχετικό έντυπο: δημόσια/επίσημη/πρώτη ~. ~ απόλυσης/γάμου/θανάτου/θυελλωδών ανέμων/πρόσληψης. (ΝΟΜ.) ~ αξιόποινης πράξης προς εισαγγελική Αρχή. Πβ. δημοσιοποίηση, (εξ)αγγελία, κοινοποίηση, προ~. [< μτγν. ἀναγγελία, γαλλ. annonce, notification]
  • αναγγέλλω [ἀναγγέλλω] α-ναγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {ανήγγειλα (προφ.) ανάγγειλα, αναγγέλλ-εται, αναγγέλ-θηκε, μτχ. -θείς, -θείσα, -θέν} (λόγ.) 1. γνωστοποιώ, ανακοινώνω κάτι σε ευρύ κύκλο ανθρώπων, επίσημα ή μη: ~ ένα ευχάριστο γεγονός. Τους ανήγγειλε την απόφασή του να ... Δεν έχει αναγγείλει ακόμα την υποψηφιότητά του. ~θηκαν τα αποτελέσματα. ~θέν: μέτρο/πρόγραμμα δράσης. Αναβάλλεται η ~θείσα συνεδρίαση. Πβ. δημοσιο-, κοινο-ποιώ, εξαγγέλλω.|| (επίσ.) ~θηκε η άφιξή του. 2. προαναγγέλλω, προμηνύω: ~εται η έλευση μιας νέας εποχής. [< αρχ. ἀναγγέλλω, γαλλ. annoncer, notifier]
  • αναγγελτήριο βλ. αγγελτήριο
  • αναγείρω βλ. ανεγείρω
  • αναγέννηση [ἀναγέννηση] α-να-γέν-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) νέα άνθιση, ακμή ύστερα από διάστημα στασιμότητας ή παρακμής: εθνική (πβ. παλιγγενεσία)/εκπαιδευτική/ηθική/κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/ψυχική ~. ~ των γραμμάτων και των τεχνών/του πολιτισμού. Πβ. ανα-βίωση, -ζωογόνηση, -νέωση, επανάκαμψη, ξανάνιωμα. 2. αναδημιουργία: οικιστική/πολεοδομική ~. ~ της φύσης την άνοιξη (= ξαναζωντάνεμα). Φυσική ~ δάσους (= φυσική αναδάσωση). 3. ΙΣΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας (14ος-17ος αι.), η οποία ξεκίνησε από την Ιταλία και είχε ως κύρια γνωρίσματά της την αναβίωση της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας (ανθρωπισμός), την έκρηξη της επιστημονικής γνώσης και την άνθιση των καλών τεχνών, της ποίησης και του θεάτρου. Βλ. διαφωτισμός, μεσαίωνας. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. φυσιολογική ανανέωση ή αναπλήρωση φθαρμένων, κατεστραμμένων ή απωλεσθέντων τμημάτων ενός οργανισμού: ηπατική/ιστική/οστική ~. ~ άκρων/κυτταρίνης/νεύρων. Πβ. ανάπλαση. [< 1,4: γαλλ. régénération 2: μτγν. ἀναγέννησις 3: γαλλ. renaissance]
  • αναγεννησιακός , ή, ό [ἀναγεννησιακός] α-να-γεν-νη-σι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με την Αναγέννηση: ~ός: καλλιτέχνης/ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/ζωγραφική/μουσική/πόλη/τέχνη. ~ό: θέατρο. [< γαλλ. renaissant]
  • αναγεννητής [ἀναγεννητής] α-να-γεν-νη-τής ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο που συμβάλλει στην αναγέννηση ενός τομέα του πνευματικού και καλλιτεχνικού κυρ. χώρου: ~ των γραμμάτων. Πβ. αναμορφωτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. εναλλάκτης θερμότητας μεγάλης χωρητικότητας. 3. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. επαναλήπτης. 4. ΧΗΜ. διάλυμα που αποκαθιστά τη δραστικότητα καταλύτη. [< γαλλ. régénérateur]
  • αναγεννητικός , ή, ό [ἀναγεννητικός] α-να-γεν-νη-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναγέννηση: ~ός: ρόλος. ~ή: ικανότητα (των φυσικών πόρων)/προσπάθεια. ~ές: τάσεις. Φύσηξε ~ άνεμος. Πβ. ανα-ζωογονητικός, -νεωτικός, -παραγωγικός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγεννητική ιατρική & αναπαραγωγική ιατρική: ΙΑΤΡ. που χρησιμοποιεί βλαστοκύτταρα για την αποκατάσταση της λειτουργίας οργάνων ή ιστών. Βλ. βιοϊατρική. [< αγγλ. regenerative medicine] [< μτγν. ἀναγεννητικός, γαλλ. régénérateur]
  • αναγεννώ [ἀναγεννῶ] α-να-γεν-νώ ρ. (μτβ.) {αναγενν-άς ... | αναγένν-ησε, -ιέται (λόγ. -άται), -ήθηκε, -ημένος}: κάνω κάτι να αποκτήσει ξανά την παλιά του ακμή ή ισχύ ή να αναδημιουργηθεί: Μεταρρυθμίσεις που θα ~ήσουν την κοινωνία. ~ιέται η αισιοδοξία/η χαμένη ελπίδα. Το καμένο δάσος ~ήθηκε. Νιώθω ~ημένος. Πβ. ανα-βιώνω, -ζωογονώ, -νεώνω, επανακάμτω, ξανανιώνω.|| (ΙΑΤΡ.) Η επιδερμίδα ~άται (πβ. αναπλάθεται). ● ΦΡ.: αναγεννάται/ξαναγεννιέται από την τέφρα του/τις στάχτες του βλ. τέφρα [< μτγν. ἀναγεννῶ, γαλλ. régénérer]
  • ανάγεται βλ. ανάγω
  • αναγιγνώσκω [ἀναγιγνώσκω] α-να-γι-γνώ-σκω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στον αόρ. ανέγνω-σα | αναγιγνώσκ-εται, αναγνώ-στηκε (λόγ. -σθηκε, -σθείς, -σθείσα, -σθέν), αναγιγνώσκ-οντας} (επίσ.): διαβάζω κείμενο συνήθ. μεγαλόφωνα, ενώπιον ακροατών· κάνω ανάγνωση: ~σε τη δικαστική απόφαση/το ψήφισμα (της Συγκλήτου). ~στηκε η εισήγησή του στην Επιτροπή.|| (γενικότ.) Ο χρήστης δεσμεύεται ότι έχει αναγνώσει και αποδεχθεί το περιεχόμενο των όρων. ~σθέντα: έγγραφα/μηνύματα. ● βλ. αναγνωσμένος [< αρχ. ἀναγιγνώσκω]
  • αναγκάζω [ἀναγκάζω] α-να-γκά-ζω ρ. (μτβ.) {ανάγκα-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, αναγκάζ-οντας, -όμενος}: πιέζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, συνήθ. παρά τη θέλησή του: Η κρισιμότητα της κατάστασης με ~ει να πάρω αμέσως αποφάσεις. Αν δεν θες να το κάνεις, κανένας δεν σε ~ει/δεν μπορεί να σε ~σει (= να σου το επιβάλει). Τον ~σαν σε παραίτηση. Μη με ~εις να σου μιλήσω άσχημα! Πβ. κατ~. ΣΥΝ. εξαναγκάζω, εξωθώ (1) ● βλ. αναγκασμένος [< αρχ. ἀναγκάζω, γαλλ. forcer]
  • αναγκαίος , α, ο [ἀναγκαῖος] α-να-γκαί-ος επίθ. (λόγ.) 1. απαραίτητος: ~ος: έλεγχος. ~α: απόφαση/διευκρίνιση (για την κατανόηση του κειμένου)/παρέμβαση/προϋπόθεση (για την επιτυχία). ~ο: βήμα. ~ες: πληροφορίες. ~α: δικαιολογητικά/προσόντα. Ο ~ (= ελάχιστος) αριθμός προσωπικού. Κρίνεται ~α η ... Συμπληρώστε τα κενά, όπου είναι ~ο. Λήφθηκαν όλα τα ~α μέτρα. Πβ. βασικός. 2. αναγκαστικός, υποχρεωτικός: ~ος: εμβολιασμός/συμβιβασμός. ~α: (χειρουργική) επέμβαση. ~ες: διαπραγματεύσεις. ~α: έξοδα. Εκτιμώ/θεωρώ/κρίνω κάτι (ως) ~ο. Πβ. επιβεβλημένος. Βλ. προαιρετικός. ΣΥΝ. αναπόφευκτος ● Ουσ.: αναγκαία (τα) 1. τα απαραίτητα για την επιβίωση είδη: Ο μισθός δεν του φτάνει ούτε για τα ~. Πάρτε μαζί σας μόνο τα απολύτως ~. Πβ. απαιτούμενα, χρειαζούμενα. 2. οι απαιτούμενες ενέργειες: Έκανε όλα τα ~, για να τον σώσει. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαία συνθήκη 1. (μτφ.) απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να γίνει κάτι· προαπαιτούμενο: Η παιδεία αποτελεί ~ ~ για την ανάπτυξη του ανθρώπου. Πβ. συνθήκη sine qua non. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ. πρόταση η οποία πρέπει να είναι αληθής, προκειμένου να είναι αληθής μια άλλη πρόταση: ικανή και ~ ~. [< γαλλ. condition necessaire], αναγκαίο κακό & (σπάν.-ευφημ.) αναγκαίο καλό: για κάτι δυσάρεστο, αλλά συγχρόνως απαραίτητο (για την επίτευξη ενός σκοπού). [< αρχ. ἀναγκαῖος, γαλλ. nécessaire]
  • αναγκαιότητα [ἀναγκαιότητα] α-να-γκαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του απαραίτητου, του λογικά επιβεβλημένου και αναπόφευκτου, που συσχετίζει με δεσμευτικό τρόπο γεγονότα, φαινόμενα, καταστάσεις: αδήριτη (βλ. ανάγκη)/εσωτερική/ηθική/κοινωνική/φυσική ~. (Γεγονός που) οδηγεί στην ~ … Η ~ της παιδείας/της προστασίας του περιβάλλοντος. Η ~ έκδοσης Προεδρικού Διατάγματος/του βιβλίου. || (ΦΙΛΟΣ.) Λογική ~ (: προτάσεις ή συμπεράσματα, π.χ. μαθηματικές και λογικές αποδείξεις, που δεχόμαστε αναγκαστικά ότι αληθεύουν). Βλ. -ότητα. [< μτγν. ἀναγκαιότης, γαλλ. nécessité]
  • αναγκασμένος , η, ο [ἀναγκασμένος] α-να-γκα-σμέ-νος επίθ.: υποχρεωμένος: νομικώς ~ να ... Είμαι ~ος (= αναγκάζομαι) να κάνω δύο δουλειές, για να τα βγάλω πέρα. Δεν είσαι ~η να έρθεις, αν δεν θέλεις. ● βλ. αναγκάζω [< αρχ. ἠναγκασμένος]
  • αναγκασμός [ἀναγκασμός] α-να-γκα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): εξαναγκασμός: μέσα ~ού. Κάνω κάτι εκ πεποιθήσεως/οικειοθελώς και όχι εξ ~ού/κατ' ~ό. Πβ. (κατα)πίεση, ψυχ~. ΣΥΝ. καταναγκασμός (1) [< μεσν. αναγκασμός]
  • αναγκαστικός , ή, ό [ἀναγκαστικός] α-να-γκα-στι-κός επίθ.: υποχρεωτικός, επιβεβλημένος, αναγκαίος: ~ός: εγκλεισμός (ασθενούς)/περιορισμός/πλειστηριασμός/συµβιβασµός/χαρακτήρας (διάταξης). ~ή: απαλλοτρίωση (ακινήτων)/διακοπή/(ΟΙΚΟΝ.) εκκαθάριση/εκποίηση/επιλογή/λύση/ματαίωση (πτήσης)/νοσηλεία/παραίτηση/σίτιση (απεργού πείνας). ~ό: δάνειο. (ΝΟΜ.) ~ά: μέτρα. Πβ. αναπόφευκτος, εξ~, κατ~. Βλ. ψυχ~. ΑΝΤ. προαιρετικός ● επίρρ.: αναγκαστικά: Θα περάσεις ~ (= αναπόφευκτα) από εδώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική διαχείριση: ΝΟΜ. μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης σε περίπτωση που ο οφειλέτης δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του, κατά το οποίο ανατίθεται προσωρινά η διαχείριση του ακινήτου ή της επιχείρησής του σε πρόσωπο που ορίζεται από το δικαστήριο, μετά από υπόδειξη του δανειστή: τελεί υπό ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ης. Στην εταιρεία έχει επιβληθεί ~ ~, γιατί βρίσκεται στα όρια της πτώχευσης., αναγκαστική εκτέλεση: ΝΟΜ. μορφή άμεσης εκτέλεσης δικαστικής απόφασης με κλητήρα και συμβολαιογράφο (π.χ. κατάσχεση, προσωπική κράτηση): ~ ~ (που στρέφεται) κατά του ... , αναγκαστική προσγείωση: προσγείωση αεροσκάφους συνήθ. σε διαφορετικό αεροδρόμιο προορισμού ή και (σε χώρο) εκτός αεροδρομίου: ασφαλής/ελεγχόμενη ~ ~. Το αεροπλάνο/το ελικόπτερο έκανε/πραγματοποίησε/υποχρεώθηκε σε ~ ~ λόγω σφοδρής κακοκαιρίας/προβλήματος στον κινητήρα.|| (μτφ.) ~ ~ στην πραγματικότητα., αναγκαστικός νόμος (ακρ. ΑΝ): ΝΟΜ. νόμος προσωρινής ισχύος., κανόνες αναγκαστικού Δικαίου & αναγκαστικό Δίκαιο: ΝΟΜ. κανόνες απαραβίαστοι με υποχρεωτική ισχύ, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης από τις διατάξεις τους με ιδιωτική βούληση. Βλ. Ενδοτικό Δίκαιο. [< λατ. ius cogens] , αναγκαστική κατάσχεση βλ. κατάσχεση, αναγκαστική πώληση βλ. πώληση, αναγκαστικό αίτιο βλ. αίτιο, αναγκαστικός γάμος βλ. γάμος [< αρχ. ἀναγκαστικός, γαλλ. forcé, obligatoire]
  • ανάγκη [ἀνάγκη] α-νά-γκη ουσ. (θηλ.) {αναγκ-ών} 1. υποχρέωση που επιβάλλεται από τη φύση ή την κοινωνική ζωή· (ειδικότ.) αίσθηση κάποιας έλλειψης, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί οπωσδήποτε: άμεση/απόλυτη/επιτακτική/(κατ)επείγουσα/εσωτερική/ιατρική/ουσιαστική/πιεστική ~. ~ βοήθειας/επικοινωνίας/συνεργασίας. Ατομικές/βασικές/δημόσιες/επιχειρηματικές/καταναλωτικές/κοινωνικές/πάγιες και διαρκείς/πρόσθετες/προσωπικές/συναισθηματικές/ψυχικές/ψυχολογικές ~ες. Βιολογικές/σωματικές/φυσικές ~ες (: λήψης νερού και τροφής, ούρηση, αφόδευση, σεξ). Οι ~ες της αγοράς/της νεολαίας. Ανάλυση/αντιμετώπιση/καθορισμός/καταγραφή (των) ~ών. Αναγνωρίζεται/γίνεται αντιληπτή η ~ βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Tόνισε την ~ εξεύρεσης λύσης/για διάλογο/να αποκατασταθεί το πρόβλημα. Αισθάνθηκε/ένιωσε την ~ να απολογηθεί. Προϊόν που ανταποκρίνεται/ικανοποιεί/καλύπτει τις ~ες των καταναλωτών. Έχει μικρές/πολλές ~ες. Θα γίνουν προσλήψεις για τις ~ες του προγράμματος. Πβ. χρεία. 2. δύσκολη περίσταση, κρίσιμη κατάσταση: Στρατιωτική επέμβαση θα γίνει μόνο σε έσχατη ~. Σε καιρό ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης: για κρίσιμη κατάσταση: κλήσεις(/τηλέφωνα)/ομάδες/περιστατικά/υπηρεσίες ~ ~. Ασφαλής εκκένωση σχολικών κτιρίων σε περίπτωση ~ ~. [< αγγλ. emergency] , κατάσταση ανάγκης 1. περίπτωση κατά την οποία κάποιος χρειάζεται βοήθεια: Εξασφάλιση αξιοπρεπών όρων διαβίωσης για άτομα σε ~ ~. Το κινητό μπορεί να σας σώσει τη ζωή σε ~ ~. 2. ΝΟΜ. όταν κάποιος αναγκάζεται να διαπράξει αξιόποινη πράξη, για να αποτρέψει κάτι πολύ χειρότερο για αυτόν: Η απειλή κατά της ζωής κάποιου συνιστά ~ ~. [< αγγλ. case of emergency] , αδήριτη ανάγκη βλ. αδήριτος, βιοτικές ανάγκες βλ. βιοτικός, διερεύνηση αναγκών βλ. διερεύνηση, κατάσταση έκτακτης ανάγκης βλ. κατάσταση, λύση ανάγκης βλ. λύση, φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης βλ. φως ● ΦΡ.: (βρίσκομαι) σε (μεγάλη) ανάγκη: δεν έχω χρήματα ή γενικότ. χρειάζομαι βοήθεια: Εξασφάλιση τροφής και στέγης σε ανθρώπους που ~ονται ~. Πβ. στενότητα., (δεν) είναι ανάγκη να ...: (δεν) είναι απαραίτητο, (δεν) χρειάζεται: ~ ~ παραμείνουμε ενωμένοι. Δεν ~ ~ βιαστείς., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη: (δεν) χρειάζομαι κάποιον ή κάτι: Δεν σ' έχω (καμία/καθόλου) ~! Παρέχουν βοήθεια σε όσους την έχουν ~., (μα) δεν ήταν ανάγκη!: ως τυπική απάντηση ευγένειας σε κάποιον που προσφέρει δώρο: -Σας έφερα λίγα γλυκά. -Ευχαριστώ, μα ~ ~!|| ~ ~ να μπείτε σε τόσο κόπο (= δεν χρειαζόταν)., (μα) ήταν ανάγκη;: ρητορική ερώτηση που εκφράζει λύπη για κάτι δυσάρεστο: ~ ~ να το αναφέρεις; Αφού ξέρεις πως την πειράζει ..., ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται (αρχαιοπρ.): και οι πιο δυνατοί, οι πιο πείσμονες, υποχωρούν μπροστά σε μεγάλη πίεση ή ανυπέρβλητη δυσκολία: Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά ~ ~., ανάγκη τον έχω; (προφ.): ρητορική ερώτηση που εκφράζει αδιαφορία για την άποψη κάποιου: Τι σε νοιάζει τι θα πει; ~ έχεις; (= σάμπως τον έχεις ~;), βρίσκομαι στην ανάγκη: αναγκάζομαι: Βρέθηκα ~ να δανειστώ χρήματα., είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης & έκτακτης ανάγκης: τα απολύτως απαραίτητα (δηλ. τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, νερό): Ανθρωπιστική βοήθεια με είδη ~ ~ θα αποσταλεί στις πληγείσες περιοχές. [< γαλλ. choses de première nécessité] , κάνω την ανάγκη μου & πάω για την/προς ανάγκη μου (ευφημ.): ουρώ ή αφοδεύω: Το σκυλί έμαθε να κάνει ~ του έξω από το σπίτι. Πβ. κάνω (τα) κακά (μου), πάω/πηγαίνω προς νερού μου. [< γαλλ. faire les besoins] , κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης (λόγ.): αναγκαστικά, λόγω έλλειψης άλλης δυνατότητας: Βρέθηκαν σ' αυτή τη δουλειά ~ ~ και όχι κατ' επιλογή. Η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες δεν σημαίνει ~ ~ και ταύτιση μαζί τους. [< γαλλ. nécessairement] , ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται (παροιμ.): η πραγματική φιλία αποδεικνύεται, κρίνεται στις δύσκολες στιγμές., σε περίπτωση ανάγκης & σε περιπτώσεις ανάγκης & για/σε (μια) ώρα ανάγκης: αν χρειαστεί: οδηγίες/σχέδιο διάσωσης/χρήσιμες ιατρικές συμβουλές ~ ~. Παροχή βοήθειας ~ ~. ~ ~ επικοινωνήστε με .../καλέστε το .../χρησιμοποιήστε ...|| Έχω κάτι χρήματα στην άκρη ~ ~ (= σε περίπτωση που χρειαστούν). [< αγγλ. in case of emergency] , στην ανάγκη/εν ανάγκη: αν χρειαστεί, αν δεν γίνεται διαφορετικά: Ας κάνουμε μια κράτηση και ~ ~ την ακυρώνουμε. ~ ~ τηλεφωνήστε μου. [< γαλλ. au besoin] , τι ανάγκη έχει;/δεν έχει ανάγκη (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι δεν χρειάζεται στήριξη, βοήθεια: Τι ~ ~ αυτή; Θα τον βρει τον δρόμο της. Μην τον φοβάσαι αυτόν, δεν έχει ~!, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη: χρειάζεται άμεσα, επειγόντως: ~ ~ για αίμα/να ληφθούν μέτρα προστασίας των δασών. ~ ~ εύρεσης μοσχεύματος. ~ ~ από εθελοντές., άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες βλ. ειδικός, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία [< αρχ. ἀνάγκη, γαλλ. nécessité, besoin]

αγγελτήριο

αγγελτήριο [ἀγγελτήριο] αγ-γελ-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) & αναγγελτήριο: αναγγελία, συνήθ. σε ειδικό έντυπο, ενός κοινωνικού γεγονότος· κατ' επέκτ. κάθε ανακοίνωση: ~ γάμου/κηδείας/μνημοσύνου.|| (μτφ.) Το νέο νομοσχέδιο αποτελεί, στην ουσία, ~ θανάτου στον τομέα των κατασκευών. Βλ. -τήριο. [< μτγν. ἀγγελτήριον]

αδήριτος

αδήριτος, η, ο [ἀδήριτος] α-δή-ρι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν μπορεί να αγνοηθεί, να παραμεριστεί, να κατανικηθεί: ~ος: φυσικός νόμος/συμβιβασμός. ~η: αλλαγή/πραγματικότητα (= αδιαμφισβήτητη). ~ο: καθήκον/πεπρωμένο. Πβ. ακαταμάχητος.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο (= αναπόφευκτο) του θανάτου. ● επίρρ.: αδήριτα ● ΣΥΜΠΛ.: αδήριτη ανάγκη/(σπανιότ.) αναγκαιότητα: απόλυτη, επιτακτική: Είναι ~ ~ να ... [< αρχ. ἀδήριτος ‘χωρίς μάχη, ασυναγώνιστος’]

αίτιο

αίτιο [αἴτιο] αί-τι-ο ουσ. (ουδ.) {αιτί-ου | -ων} (λόγ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} αιτία: ειδικά/πραγματικά ~α. Σχέση ~ου-αιτιατού. ~α και αφορμές. Τα ~α του δυστυχήματος/του εγκλήματος/της ήττας/της καταστροφής/του ναυαγίου/της παρακμής/του πληθωρισμού/του πολέμου/της πτώχευσης/της πυρκαγιάς/της τραγωδίας. Αναζητώ/αναλύω/βρίσκω/διαπιστώνω/διερευνώ/εντοπίζω/εξετάζω/μελετώ τα ~α. Αλυσίδα ~ων και αποτελεσμάτων. Τα ~α και οι επιπτώσεις/συνέπειες ενός φαινομένου. Τα ~α που γεννούν τη βία. Πβ. αιτιολογία, λόγος. 2. ΦΙΛΟΣ. η αιτία των όντων: πρωταρχικό ~. ΣΥΝ. αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. προσδιορισμός που δηλώνει την αιτία της ενέργειας του ρήματος: π.χ. Έκλαιγε από τη χαρά και τη συγκίνησή της., κινούν αίτιο(ν) (λόγ.): αιτία, κίνητρο, δύναμη που ωθεί σε μια εξέλιξη: το ~ ~ των ανθρώπων/των εξελίξεων/της ιστορίας.|| (ΘΕΟΛ.) Η ενοποιός αρχή του κόσμου, το ~ ~ (= ο Θεός)., ποιητικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση "από" και αιτιατική και δηλώνει από ποιο πρόσωπο ή πράγμα παθαίνει κάτι το υποκείμενο: π.χ. Η διαδήλωση οργανώθηκε από τα συνδικάτα. [< αρχ. αἴτιον]

αναγκάζω

αναγκάζω [ἀναγκάζω] α-να-γκά-ζω ρ. (μτβ.) {ανάγκα-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, αναγκάζ-οντας, -όμενος}: πιέζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, συνήθ. παρά τη θέλησή του: Η κρισιμότητα της κατάστασης με ~ει να πάρω αμέσως αποφάσεις. Αν δεν θες να το κάνεις, κανένας δεν σε ~ει/δεν μπορεί να σε ~σει (= να σου το επιβάλει). Τον ~σαν σε παραίτηση. Μη με ~εις να σου μιλήσω άσχημα! Πβ. κατ~. ΣΥΝ. εξαναγκάζω, εξωθώ (1) ● βλ. αναγκασμένος [< αρχ. ἀναγκάζω, γαλλ. forcer]

αναγκασμένος

αναγκασμένος, η, ο [ἀναγκασμένος] α-να-γκα-σμέ-νος επίθ.: υποχρεωμένος: νομικώς ~ να ... Είμαι ~ος (= αναγκάζομαι) να κάνω δύο δουλειές, για να τα βγάλω πέρα. Δεν είσαι ~η να έρθεις, αν δεν θέλεις. ● βλ. αναγκάζω [< αρχ. ἠναγκασμένος]

αναγνωσμένος

αναγνωσμένος, η, ο [ἀναγνωσμένος] α-να-γνω-σμέ-νος επίθ. (συνηθέστ. ΠΛΗΡΟΦ.): που έχει αναγνωσθεί: (Μη) ~α μηνύματα. ● βλ. αναγιγνώσκω

ανάγω

ανάγω [ἀνάγω] α-νά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. ανήγαγε, ανάγεται, (λόγ.) ανήχθη, αναγ-όμενος} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αποδίδω κάτι σε συγκεκριμένη αιτία: Όλα ~ονται στην αδιαλλαξία τους. 2. (επιστ.) μετατρέπω σε κάτι ισοδύναμο: ~ καθαρό ποσό σε ακαθάριστο. Πβ. μετασχηματίζω. ● Παθ.: ανάγεται 1. χρονολογείται, τοποθετείται χρονικά, υπάγεται: Έθιμο που ~ σε περασμένους αιώνες.|| Θέμα ~όμενο στη δικαιοδοσία ... 2. (σπάν.) μετατρέπεται, μεταβάλλεται, εξελίσσεται: Η υπόθεση έχει περιπλακεί τόσο που ανήχθη σε μείζον ζήτημα (= αναδείχτηκε σε). ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): διενεργώ κάτι συστηματικά και μεθοδικά: Ανήγαγε (= μετέτρεψε)/έχει αναγάγει τις απάτες ~. [< αρχ. ἀνάγω, γαλλ. réduire]

ανεγείρω

ανεγείρω [ἀνεγείρω] α-νε-γεί-ρω ρ. (μτβ.) {ανέγειρ-ε (λόγ. ανήγειρε), ανεγείρει, ανεγέρθηκε (λόγ. ανηγέρθη, μτχ. ανεγερθ-είς, -είσα, -έν), ανεγερθεί, ανεγειρ-όμενος, -οντας} (επίσ.) & (προφ.) αναγείρω: κατασκευάζω οικοδομήματα: ~ μνημείο/οικοδομή. Η εταιρεία θα ~ει συγκρότημα γραφείων στη λεωφόρο ... Ανήγειραν ναό στον τόπο ευρέσεως της εικόνας. Το κτίριο ανεγέρθηκε με κονδύλια του ... Βλ. νεοανεγειρόμενος. ΣΥΝ. οικοδομώ (1), χτίζω [< αρχ. ἀνεγείρω]

βιοϊατρική

βιοϊατρική βι-ο-ϊ-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εφαρμογή των αρχών των φυσικών επιστημών, ειδικότ. της βιολογίας και της βιοχημείας, στην ιατρική. Βλ. αναγεννητική ιατρική. ΣΥΝ. ιατροβιολογία 2. (σπάν.) μελέτη της ικανότητας του σώματος να αντέχει σε συνθήκες άγχους. [< αγγλ. biomedicine, 1922, γαλλ. biomédecine]

βιοτικός

βιοτικός, ή, ό βι-ο-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη ζωή ή/και τους ζωντανούς οργανισμούς: ~ές: μέριμνες/συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Βλ. αντι~, μακρο~, προ~.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ό: περιβάλλον. Οι ~οί (= χλωρίδα και πανίδα) και αβιοτικοί (π.χ. έδαφος, κλίμα, νερό, φως) παραγόντες ενός οικοσυστήματος. ~οί: πόροι (: ανανεώσιμοι). ● ΣΥΜΠΛ.: βιοτικά αγαθά: τα υλικά αγαθά, συνήθ. σε αντιδιαστολή με τα πνευματικά., βιοτικές ανάγκες: που σχετίζονται με την επιβίωση και διαβίωση του ανθρώπου (π.χ. διατροφή, ένδυση, κατοικία): βασικές/καθημερινές/στοιχειώδεις ~ ~., βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης: ΟΙΚΟΝ. οι συνθήκες ζωής ενός προσώπου ή των μελών ενός κοινωνικού συνόλου ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αγαθών και χρήση υπηρεσιών: υψηλό/χαμηλό ~ ~. [< αγγλ. standard of living, 1903, standard of life] [< μτγν. βιωτικός ‘που αφορά τη ζωή, που εξυπηρετεί την επιβίωση’, αγγλ. biotic, γαλλ. biotique, 1969 – παλαιότ. ορθογρ. βιωτικός]

γάμος

γάμος γά-μος ουσ. (αρσ.) 1. νόμιμη ένωση συνήθ. ενός άντρα και μιας γυναίκας, που αναγνωρίζονται επίσημα ως σύζυγοι με θρησκευτική ή πολιτική τελετή και συνεκδ. η αντίστοιχη τελετή και ο ακόλουθος εορτασμός: ανοιχτός (: με πολλούς προσκεκλημένους, ΑΝΤ. κλειστός)/βασιλικός/παραδοσιακός/πλούσιος ~. Πρώτος/δεύτερος/τρίτος ~. ~ συμφέροντος. ~ από έρωτα/συνοικέσιο. Κοινοί ~οι (: που τελούνται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο). ~ (μεταξύ) γκέι/λεσβιών/ομοφύλων. (Αν)αγγελία/βίντεο/γνωριμία/δεξίωση/δήλωση (: στο ληξιαρχείο)/δώρο/έθιμα/είδη (: νυφικά, στέφανα, λαμπάδες, μπομπονιέρες)/επέτειος/οργάνωση/πιστοποιητικό/(ληξιαρχική) πράξη/προσκλητήριο/τέλεση/τραγούδι/τραπέζι (= γλέντι)/φωτογραφίες ~ου. Είναι/βρίσκεται/έφτασε σε ηλικία ~ου. Ανακοινώνω/εμποδίζω/ευλογώ/τελώ τον ~ο. Συνάπτω ~ο. Βγάζω τις άδειες του ~ου.|| (ΝΟΜ.) Άκυρος/ανυπόστατος ~. (Δικαστική) λύση ~ου (βλ. διαζύγιο). Επίδομα ~ου. Πβ. παντρειά, πάντρεμα. Βλ. στεφάνι. 2. (συνεκδ.) έγγαμος βίος, συμβίωση συζύγων: αποτυχημένος/αταίριαστος/άτυχος/διαλυμένος/επιτυχημένος ~. Σώζω τον ~ο μου. Ατύχησε/ευτύχησε στον ~ο του. Ο ~ τους κράτησε παρά τις αντιξοότητες. H πρώτη νύχτα του ~ου. 3. ΘΕΟΛ. ένα από τα επτά μυστήρια της χριστιανικής θρησκείας, με το οποίο ευλογείται η ένωση άντρα και γυναίκας, με σκοπό την πνευματική και ηθική τους τελείωση και τη γέννηση τέκνων. 4. (μτφ.) ένωση ή συνεργασία διαφορετικών ή αντίθετων πλευρών, εταιρειών: ~ (δύο) εκδοτικών οίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικός γάμος 1. που επιβάλλεται από το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον ή λόγω ειδικών συνθηκών (συνήθ. ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης). 2. (μτφ.) συνεργασία, συμφωνία που επιβάλλεται από κάποιες καταστάσεις: ~ ~ των επιχειρήσεων., αργυροί/χρυσοί/αδαμάντινοι γάμοι: επέτειος των 25, 50 και 60 (ή 75) χρόνων έγγαμης συμβίωσης, αντίστοιχα. Βλ. ιωβηλαίο. [< γαλλ. noces d'argent/d'or/de diamant] , θρησκευτικός γάμος: που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο που υπαγορεύει η θρησκεία του ζευγαριού. [< γαλλ. mariage religieux] , λευκός/εικονικός γάμος: ΝΟΜ. που γίνεται συμβατικά, για λόγους σκοπιμότητας. [< γαλλ. mariage blanc] , μικτός γάμος: που πραγματοποιείται μεταξύ ετερόθρησκων ή ετερόδοξων. [< γαλλ. mariage mixte] , πολιτικός γάμος: που τελείται (1982 κ. ε.) από εκπρόσωπο δημοτικής ή άλλης πολιτικής Αρχής, συνήθ. στο δημαρχείο. [< γαλλ. mariage civil] , λίστα γάμου βλ. λίστα, πρόταση (γάμου) βλ. πρόταση ● ΦΡ.: εκτός γάμου: έξω από τα πλαίσια της έγγαμης ζωής: σχέσεις ~ ~ (= εξωσυζυγικές). Παιδιά που γεννήθηκαν ~ ~. Πβ. εξώγαμος., εντός γάμου: που προκύπτει ή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσης: τέκνα γεννημένα ~ ~., έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) (επίσ.): παντρεύομαι., όλα του γάμου δύσκολα (κι η νύφη γκαστρωμένη) (παροιμ.): όταν υπάρχουν πολλές δυσκολίες, για να γίνει κάτι ή όταν εμφανίζεται ένα (νέο) πρόβλημα σε μια ήδη δύσκολη κατάσταση., όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη: για πρόσωπο που παρευρίσκεται σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, συχνά για να προβληθεί., πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» (παροιμ.): όταν κάποιος λέει κάτι, συνήθ. αρνητικό, που δεν ταιριάζει σε συγκεκριμένη περίσταση., τα (ιερά) δεσμά του γάμου (επίσ.): ο γάμος: Ενώθηκαν με ~ ~ ενώπιον Θεού και ανθρώπων., (ο) γάμος του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, ζητώ (σε γάμο) βλ. ζητώ, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, στον γάμο του καραγκιόζη βλ. καραγκιόζης, του Κουτρούλη ο γάμος/το πανηγύρι βλ. Κουτρούλης [< αρχ. γάμος]

διαφωτισμός

διαφωτισμός δι-α-φω-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΙΣΤ. (κ. με κεφαλ. Δ) φιλοσοφικό και πνευματικό κίνημα στη δυτική Ευρώπη των αρχών του 18ου αι. που χαρακτηρίστηκε από την απόρριψη των παραδοσιακών κοινωνικών, θρησκευτικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών ιδεών, δογμάτων, παραδόσεων και την έμφαση στον ορθολογισμό: ευρωπαϊκός/νεοελληνικός ~. 2. (σπάν.) πνευματική διαφώτιση: ηλεκτρονικός ~. [< μεσν. διαφωτισμός, γερμ. Aufklärung, γαλλ. lumières]

διερεύνηση

διερεύνηση δι-ε-ρεύ-νη-ση ουσ. (θηλ.): λεπτομερής έρευνα: δικαστική/εμπειρική/κλινική/πειραματική ~. ~ αγοράς/δυνατοτήτων (π.χ. εξοικονόμησης ενέργειας)/των επιπτώσεων (του καπνίσματος)/των προοπτικών (π.χ. συνεργασίας)/των πτυχών ενός προβλήματος. ~ και δίωξη εγκλημάτων. Η υπόθεση βρίσκεται/είναι υπό ~. Πβ. ανίχνευση. Βλ. εξερεύνηση.|| (ΜΑΘ.) ~ εξίσωσης (: μελέτη των όρων της και των δυνατών λύσεων που μπορεί να έχει). ● ΣΥΜΠΛ.: διερεύνηση αναγκών: συστηματική εξέταση και καταγραφή απαιτήσεων ή τάσεων: ~ ~ των επιχειρήσεων/των εργαζομένων/των καταναλωτών. Ερωτηματολόγιο/μελέτη ~ης ~. [< μτγν. διερεύνησις, γαλλ. enquête]

ειδικός

ειδικός, ή, ό [εἰδικός] ει-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. γενικός 1. που υπάρχει, γίνεται ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό, που διαφοροποιείται από το κανονικό, το σύνηθες: ~ός: εξοπλισμός/φόρος. ~ή: αίθουσα/(ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/αποστολή/διαδρομή (ράλι)/Διδακτική (ενός μαθήματος)/έκδοση (για παιδιά)/θεραπεία/κάρτα (μέλους)/μελέτη/σχέση/υπηρεσία. ~ό: βραβείο/ένθετο/καθεστώς/μηχάνημα/πρόγραμμα. ~ές: απαιτήσεις/γλώσσες/διατάξεις/κατασκευές (επίπλων)/προσφορές (του μήνα)/ρυθμίσεις. ~ά: θέματα/λεξικά/μέτρα/προϊόντα/χαρακτηριστικά (βλ. καθολικός). ~οί όροι συμμετοχής. Σε ~ές συνθήκες θερμοκρασίας. Χρειάζεται ~ή άδεια. Συμπληρώστε το ~ό έντυπο.|| ~ό Σχολείο (: που απευθύνεται σε παιδιά με ~ές ανάγκες).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή: πρόταση (: δευτερεύουσα ονοματική πρόταση που εισάγεται με τους συνδέσμους ότι, πως ή που). ~οί: σύνδεσμοι (: με τους οποίους εισάγονται οι ~ές προτάσεις). ~ό: απαρέμφατο (: είδος απαρεμφάτου της αρχαίας ελληνικής που αποδίδεται στα νέα με ~ή πρόταση). 2. (για φυσικό ή νομικό πρόσ.) που έχει ορισμένη αρμοδιότητα, αποστολή ή γνώσεις, πείρα, ικανότητες υψηλού επιπέδου σε ένα αντικείμενο, κλάδο: ~ός: απεσταλμένος/επιστήμονας/συνεργάτης. ~ή: επιτροπή. ~ό: κοινό (ΑΝΤ. ευρύ)/προσωπικό. ~ή εταιρεία συμβούλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: αλλεργιολόγος/χειρουργός. Πβ. ειδικευμένος. ΑΝΤ. ανειδίκευτος ● Ουσ.: ειδικός (ο/η): πρόσωπο, συνήθ. επαγγελματίας, με ορισμένη ειδικότητα: ~ εφαρμογών πληροφορικής/φοροτεχνικού γραφείου. Οι ~οί προτείνουν/συμβουλεύουν ... Ρωτήστε τον ~ό. Πβ. αυθεντία, γκουρού, ειδήμων, ειδικευμένος, εξπέρ, επαΐων, μετρ, σπεσιαλίστας. ΑΝΤ. άσχετος, άσχετη [< γαλλ. spécialiste] ● επίρρ.: ειδικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικό βάρος 1. ΦΥΣ. ο λόγος του βάρους ενός σώματος προς τον όγκο του (σύμβ. ε): μικρό/υψηλό ~ ~. Το ~ ~ του νερού. Βλ. μάζα, πυκνότητα. 2. (μτφ.) σπουδαιότητα, σημασία: το ~ ~ των αντιπάλων. [< γαλλ. poids spécifique] , Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας (ακρ. ΕΛΚΕ): μη κερδοσκοπικός οργανισμός που λειτουργεί στα ΑΕΙ με σκοπό την προαγωγή της έρευνας., Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο βλ. δικαστήριο, Ειδικές Δυνάμεις βλ. δύναμη, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, ειδική μνεία βλ. μνεία, ειδική πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία, ειδική/ιδιαίτερη περίπτωση βλ. περίπτωση, Ειδικό Προστατικό Αντιγόνο βλ. αντιγόνο, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, ειδικός αγορητής βλ. αγορητής, ειδικός γραμματέας βλ. γραμματέας, ειδικός διαπραγματευτής βλ. διαπραγματευτής, ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, ειδικός φρουρός βλ. φρουρός ● ΦΡ.: άτομα με ειδικές ανάγκες/ικανότητες/δεξιότητες: που παρουσιάζουν σωματική ή πνευματική αναπηρία και χρειάζονται επιπλέον βοήθεια, για να ανταποκρίνονται στις καθημερινές τους ανάγκες: απασχόληση/εκπαίδευση (των) ατόμων ~ ~. Πβ. ανάπηρος, εμποδιζόμενα άτομα, παράλυτος. Βλ. ΑΜΕΑ1. [< μτγν. εἰδικός, γαλλ. spécial, spécifique]

κατάσταση

κατάσταση κα-τά-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η θέση στην οποία ή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρίσκεται κάποιος ή κάτι σε δεδομένο χώρο και χρόνο: αδιέξοδη/άθλια/ακραία/ανησυχητική/αξιοθρήνητη/αρνητική/αφόρητη/δραματική/δυσάρεστη/δύσκολη/δυσχερής/έκτακτη/επείγουσα/επώδυνη/θλιβερή/κρίσιμη/μεταβατική/μόνιμη/παθολογική/πολύπλοκη/προβληματική/ρευστή/σταθερή/στάσιμη/σύνθετη/τραγική/υγιής/υποθετική/φυσιολογική/χαοτική ~. Η υφιστάμενη ~ είναι απαράδεκτη. (ειρων.) Η όλη ~ είναι για γέλια. Προσωπική ~ (π.χ. ηλικία, φύλο). Η διανοητική/ιατρική/πνευματική/σωματική/ψυχική/ψυχολογική (πβ. διάθεση) ~ κάποιου. Η ~ λειτουργίας ενός μηχανήματος. Η ~ της υγείας του ασθενούς δεν εμπνέει ανησυχία. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε η ~. Είναι σε άριστη/κακή ~. Στην ~ή σου δεν επιτρέπεται να εκνευρίζεσαι. Βλ. στάτους. 2. το σύνολο των εξωτερικών συνθηκών, περιστάσεων: ασταθής/διεθνής/εμπόλεμη/κοινωνική/παρούσα/πολιτική/τρέχουσα/τωρινή ~. Ατμοσφαιρική/καιρική ~. Εικονικές/πραγματικές ~άσεις επικοινωνίας. Η ~ της αγοράς/των πραγμάτων. Είναι κύριος της ~ης. Επικρατεί ~ διάλυσης/πανικού (βλ. περιρρέουσα ατμόσφαιρα). Η ~ είναι υπό έλεγχο/έχει ξεφύγει. Τηρώ θετική στάση απέναντι σε κάθε ~ (πβ. περίπτωση). Αυτή είναι η ~ (: έτσι έχουν τα πράγματα) τώρα, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Επιτυχής αντιμετώπιση όλων των ~άσεων. Βλ. καθεστώς, συγκυρία.|| Βρίσκεται συνέχεια μπλεγμένος σε ~άσεις (= προβλήματα). Βλ. παλιο~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Εμπρόθετος προσδιορισμός της ~ης.|| (ΦΥΣ.) ~ ισορροπίας/πίεσης.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ της θάλασσας (: ύψος κύματος). 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. η μορφή με την οποία εμφανίζεται ένα σώμα στη φύση ως αποτέλεσμα του βαθμού συνοχής των μορίων του: αέρια/άμορφη/κρυσταλλική/στερεά/υγρή ~. Μεταβολή της ~ης (βλ. στερεο-, υγρο-ποίηση). 4. κατάλογος, πίνακας στοιχείων: λογιστική/μισθοδοτική/μισθολογική/περιουσιακή/συγκριτική ~. Ονομαστική ~ των μαθητών/μελών. Αναλυτική ~ τηλεφωνικού λογαριασμού. Ημερήσια ~ εσόδων-εξόδων. Συγκεντρωτικές ~άσεις. Πβ. λίστα. ● ΣΥΜΠΛ.: κατάσταση έκτακτης ανάγκης & (λόγ.) εκτάκτου ανάγκης: που είναι πολύ κρίσιμη (π.χ. θεομηνία, πόλεμος, καταστροφή) και απαιτεί λήψη άμεσων μέτρων από το κράτος: Ο νομός/η χώρα έχει κηρυχθεί/τεθεί σε ~ ~ λόγω πυρκαγιών/σεισμού., οικογενειακή κατάσταση: δημογραφικά στοιχεία που αφορούν κάθε μέλος μιας οικογένειας (π.χ. άγαμος, έγγαμος, διαζευγμένος, αν έχει ή όχι παιδιά και πόσα): βεβαίωση/πιστοποιητικό ~ής ~ης., (νόμιμη) άμυνα/κατάσταση (νόμιμης) άμυνας βλ. άμυνα, έκρυθμη κατάσταση βλ. έκρυθμος, κατάσταση ανάγκης βλ. ανάγκη, κωμωδία καταστάσεων βλ. κωμωδία, οικονομικές καταστάσεις βλ. οικονομικός, σε κατάσταση πολιορκίας βλ. πολιορκία, φυσική κατάσταση βλ. φυσικός ● ΦΡ.: δημιουργώ καταστάσεις (προφ.): προκαλώ αρνητικό κλίμα, προστριβές: Μαλώνει συνεχώς με όλους και ~εί ~., είναι κατάσταση αυτή; & πού θα πάει αυτή η κατάσταση; & τι κατάσταση είναι αυτή; & δεν είναι κατάσταση αυτή! & ορίστε κατάσταση! (προφ.): για έκφραση έντονης δυσαρέσκειας, αγανάκτησης, οργής: ~ ~, να μαλώνουμε γι' ασήμαντα πράγματα κάθε φορά;, κάνω κατάσταση (αργκό) 1. δημιουργώ συνήθ. ερωτική σχέση με κάποιον. Πβ. τα φτιάχνω. 2. διαμορφώνω ευχάριστη ατμόσφαιρα., παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου (προφ.): αναλαμβάνω τον έλεγχό της: Αποφάσισε να πάρει ~ ~ του., σε κατάσταση (+ γεν.) 1. σε φάση, σε συνθήκες: ~ ~ αναμονής/εγρήγορσης/επιφυλακής/ετοιμότητας/ηρεμίας/μέθης/συναγερμού. Περιήλθε ~ ~ πανικού. 2. για τη θέση αξιωματικού ή δημοσίου υπαλλήλου (στον χώρο εργασίας του): ~ ~ υπηρεσίας. Τελεί/τέθηκε ~ ~ αποστρατείας/αργίας/διαθεσιμότητας., σε κατάσταση να ...: σε σημείο ώστε να μπορεί να γίνει κάτι: Δεν ήταν ~ ~ (= σε θέση να) μιλήσει. Έφτασε ~ ~ μην ελέγχει τον εαυτό του., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, είναι σε ενδιαφέρουσα (κατάσταση) βλ. ενδιαφέρων, εκτόνωση της κατάστασης βλ. εκτόνωση, σε κατάσταση ευθυμίας βλ. ευθυμία [< αρχ. κατάστασις, γαλλ. état, γαλλ.-αγγλ. situation]

κατάσχεση

κατάσχεση κα-τά-σχε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. δέσμευση, κατόπιν δικαστικής απόφασης, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, προκειμένου να ικανοποιηθεί απαίτηση του δανειστή: μαζικές ~έσεις. ~ εγγράφων/εμπορευμάτων και μηχανημάτων εταιρείας/κινητής περιουσίας. Ακύρωση/ανατροπή/άρση της ~ης. Έκθεση ~ης (= κατασχετήρια). Διατάχθηκε/δόθηκε εντολή για ~ (κατά του ...). Η τράπεζα προέβη/προχώρησε σε ~ του διαμερίσματός του (= το κατέσχεσε). Του έκαναν ~. Βλ. εκποίηση, πλειστηριασμός, υποθήκη. 2. παρακράτηση από τις Αρχές αντικειμένου που βρέθηκε παράνομα στην κατοχή κάποιου ή ακατάλληλου εμπορεύματος: ~ αρχαίων/όπλων και ναρκωτικών (από την Αστυνομία).|| ~έσεις κρεάτων. Βλ. επίταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστική κατάσχεση: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης για άμεση ή έμμεση χρηματική ικανοποίηση του δανειστή από τον πλειστηριασμό του πράγματος που κατασχέθηκε. Πβ. αναγκαστική διαχείριση., συντηρητική κατάσχεση: ΝΟΜ. ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο δεν μεταβάλλεται η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, αλλά προβλέπεται μελλοντική αναγκαστική εκτέλεση, σε περίπτωση που συμπληρωθούν οι προϋποθέσεις που την επιτρέπουν. Πβ. απογραφή, μεσεγγύηση, σφράγιση. ● ΦΡ.: κατάσχεση στα χέρια τρίτου & (λόγ.) εις χείρας τρίτου/τρίτων: ΝΟΜ. μορφή αναγκαστικής κατάσχεσης που γίνεται για περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που βρίσκονται στην κατοχή τρίτου. [< μτγν. κατάσχεσις ‘συγκράτηση, κτήση’, γαλλ. saisie]

λύση

λύση λύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. τρόπος, μέσο αντιμετώπισης δυσχερειών, ενός θεωρητικού ή πρακτικού προβλήματος: αποδεκτή/αποτελεσματική/βιώσιμη/δίκαιη/εναλλακτική/ενδεδειγμένη/ενδιάμεση/έξυπνη/έτοιμη/εύκολη/ικανοποιητική/μόνιμη/νέα/οικολογική (ή πράσινη)/οικονομική/πρόσφορη/προσωρινή/ρεαλιστική/σίγουρη/συμβιβαστική/συμφέρουσα/συνολική ~. Εξεύρεση/επίτευξη/το κόστος μιας/προώθηση/σχέδιο ~ης. Η βέλτιστη/έσχατη/ιδανική/καλύτερη (δυνατή)/μόνη ~. ~ για/στο πρόβλημα (της ανεργίας). Βρίσκονται κοντά στη ~ του ζητήματος. Αξιόπιστες/διακοσμητικές/έντιμες/επαγγελματικές/επιχειρηματικές/καθαρές/καινοτόμες/ολοκληρωμένες/πιθανές/προηγμένες/προτεινόμενες/τεχνολογικές ~εις (βλ. πρόταση). (Ανα)ζητείται άμεση/ασφαλής/οριστική ~. Η άλλη ~ είναι να ... Δεν υπάρχει ~ (: διέξοδος, δρόμος, δυνατότητα, επιλογή). Η ~ είναι απλή. Η εταιρεία παρέχει/προσφέρει ασύρματες ~εις. Η επιστήμη μπορεί να δώσει ~ στο ενεργειακό. Δεν έχει ακόμα βρεθεί ~ για τις πυρόπληκτες περιοχές. Η αποχή από τις εκλογές δεν είναι ~.|| Επιμένουν σε ειρηνική/πολιτική ~ της διαμάχης (ΑΝΤ. στρατιωτική ~, πόλεμος, σύρραξη). Πβ. διακανονισμός, διευθέτηση, τακτοποίηση, ρύθμιση. 2. εύρεση του ζητουμένου, απάντηση: (στα μαθηματικά) αριθμητική/δημιουργική/σύντομη/σωστή ~. Τρόποι ~ης (μιας) άσκησης. Θέματα και ~εις μαθηματικών κατεύθυνσης. Οδηγός ~εων. Η εξίσωση δεν έχει ~ (= είναι αδύνατη). ~εις ασκήσεων (: βοηθητικό σχολικό βιβλίο).|| (για πνευματικά παιχνίδια) ~εις σταυρολέξων προηγούμενου τεύχους. Η ~ ενός αινίγματος/γρίφου/του μυστηρίου. Πβ. διευκρίνιση, εξήγηση, ερμηνεία, κλειδί. ΣΥΝ. επίλυση 3. (λόγ.) ακύρωση, κατάργηση ή τερματισμός: ~ του γάμου/της σύμβασης (πβ. καταγγελία)/της συνεργασίας (πβ. διάλυση)/της υιοθεσίας. Συμφωνητικό ~ης μίσθωσης κατοικίας.|| Το σωματείο οδηγείται προς ~ της απεργίας (πβ. διακοπή, λήξη, παύση, σταμάτημα). ΣΥΝ. λύσιμο (4) 4. (σπάν.) αποσυναρμολόγηση: ~ όπλου. ΣΥΝ. λύσιμο (2) ΑΝΤ. συναρμολόγηση 5. ΒΙΟΧ. καταστροφή κυττάρων, ιστών, μικροβίων υπό την επίδραση φυσικών, βιολογικών ή χημικών παραγόντων: (ΙΑΤΡ.) ~ της συνέχειας του δέρματος (= τραύμα). Βλ. κυτταρόλυση. 6. ΦΙΛΟΛ. μέρος του αρχαίου δράματος από την κορύφωση της περιπέτειας ως το τέλος ή γενικότ. έκβαση διηγήματος, μυθιστορήματος. Βλ. κάθαρση. ΑΝΤ. δέση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: λειτουργική λύση: εφαρμόσιμη και αποτελεσματική, πρακτική: ~ ~ του προβλήματος., λύση ανάγκης: τρόπος αντιμετώπισης προβληματικής κατάστασης που επιβάλλεται υποχρεωτικά από τις συνθήκες: Η μερική απασχόληση αποτελεί ~ ~ για τους ανέργους. ΑΝΤ. λύση επιλογής., μαγικό ραβδί/μαγική συνταγή/μαγική λύση/μαγικός τρόπος βλ. μαγικός, σολομώντεια λύση βλ. σολομώντειος ● ΦΡ.: μέση οδός/λύση βλ. μέσος [< αρχ. λύσις, 5: αγγλ. lysis, 1902, γαλλ. lyse 1918]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

προαιρετικός

προαιρετικός, ή, ό προ-αι-ρε-τι-κός επίθ.: που γίνεται με ελεύθερη βούληση: ~ός: εξοπλισμός (αυτοκινήτου). ~ή: εργασία/παρακολούθηση (παραδόσεων)/συμμετοχή/ψηφοφορία. ~ή: εκδρομή/επίσκεψη (σε μουσείο). ~ό: γεύμα/μάθημα/πρόγραμμα. ~ές: εισφορές. Πβ. εθελοντικός, εκούσιος. ΑΝΤ. αναγκαστικός, υποχρεωτικός (1) ● επίρρ.: προαιρετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< αρχ. προαιρετικός, γαλλ. facultatif]

πώληση

πώληση πώ-λη-ση ουσ. (θηλ.): παροχή αγαθού έναντι οικονομικού συνήθ. ανταλλάγματος· (κατ' επέκτ., στον πληθ.) η αντίστοιχη εμπορική δραστηριότητα: λιανική/χονδρική ~. ~ γης/εισιτηρίων/εξοπλισμού/επιχειρήσεων/κατοικίας. ~ τοις μετρητοίς/με πίστωση (= βερεσέ). Γραφεία/δικαιώματα/εντολή/όροι/(επιλεγμένα) σημεία (βλ. POS)/σύμβαση/συμβόλαιο/τιμή ~ης. Άδεια/κατάστημα ~ης (ποτών). Διαμερίσματα προς ~. (για προϊόν) Πρώτο στις ~ήσεις. ~ήσεις αυτοκινήτων/σκαφών. Άνοδος/αύξηση/μείωση των (εταιρικών) ~ήσεων. Διευθυντής/δίκτυο/ρεκόρ/τμήμα/υποστήριξη ~ήσεων. Από την άποψη των/από πλευράς ~ήσεων. Η εταιρεία προέβη/προχώρησε σε ~ των μετοχών της. Βλ. μετα~, μονο~, προ~, τηλε~, μάρκετινγκ, παραγγελία.|| (σε αγγελίες) ~ήσεις ακινήτων/οικοπέδων. ΣΥΝ. πούλημα (1) ΑΝΤ. αγορά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση/απευθείας πώληση & κατευθυνόμενη πώληση: προώθηση και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών με άμεσο τρόπο, η οποία γίνεται συνήθ. στο σπίτι του καταναλωτή ή σε άλλα μέρη που δεν αποτελούν καταστήματα λιανικής και διεξάγεται με παρουσιάσεις ή επιδείξεις εκ μέρους του πωλητή. Βλ. πλασιέ. [< αγγλ. direct sale] , αναγκαστική πώληση: ΝΟΜ. πώληση περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται από το δικαστήριο σε οφειλέτη, λόγω αδυναμίας εξόφλησης των οικονομικών του υποχρεώσεων. [< γαλλ. vente forcée] , ανοικτές πωλήσεις: ΟΙΚΟΝ. πρακτική πώλησης χρηματιστηριακών τίτλων, χωρίς να έχει κάποιος την κυριότητά τους, με την προσδοκία ότι η πτώση των τιμών τους θα του επιτρέψουν να τις αγοράσει με κέρδος: μετοχές ~ών ~ήσεων. ΣΥΝ. σορτάρισμα [< αγγλ. short selling] , ηλεκτρονική πώληση: που γίνεται μέσω ίντερνετ, συνήθ. με πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. electronic/e-selling] , προώθηση πωλήσεων (στο μάρκετινγκ): ΟΙΚΟΝ. δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αύξηση των πωλήσεων μέσω διάφορων ενεργειών (εκπτώσεις, δώρα, κουπόνια, παροχή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντος με τα ίδια χρήματα, δείγματα, δωρεάν δοκιμές). [< αγγλ. sales promotion] , πώληση εξ αποστάσεως & από απόσταση: μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου ή του διαδικτύου. Πβ. τηλεπώληση. [< αγγλ. distance selling] [< αρχ. πώλησις, γαλλ. vente, αγγλ. sale, selling]

τέφρα

τέφρα τέ-φρα ουσ. (θηλ.): κατάλοιπο από την πλήρη καύση στερεών ουσιών ή ειδικότ. νεκρού σώματος, στάχτη: ξηρή ~. ~ κλιβάνου. Ιπτάμενη και υγρή ~ (: παραπροϊόντα ενεργειακών μονάδων). Πτητική ~ άνθρακα/τύρφης. Ραδιενεργός ~ από πυρηνική έκρηξη. Διάχυση τοξικής ~ας στην ατμόσφαιρα. Αξιοποίηση της ~ας στη δόμηση. Ανάκτηση υλικών από ανόργανη ~.|| Αγγείο/δοχείο ~ας (= τεφροδόχος). Σκόρπισαν την ~ του στη θάλασσα. Πβ. σποδός. Βλ. αποτέφρωση.|| (μτφ.) Οι ελπίδες του έγιναν ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ηφαιστειακή τέφρα/στάχτη: ΓΕΩΛ. κονιορτοποιημένη ύλη που εκτινάσσεται από τον κρατήρα ηφαιστείου κατά την έκρηξή του: μαλακή ~ ~. Στρώματα ~ής ~ας. Αρχαίος οικισμός που θάφτηκε κάτω από την ~ ~. Βλ. λάβα. [< γαλλ. cendres volcaniques] ● ΦΡ.: αναγεννάται/ξαναγεννιέται από την τέφρα του/τις στάχτες του & (λόγ.) εκ της τέφρας του (μτφ.): για κάποιον που ανακτά τις δυνάμεις του ή για κάτι που δημιουργείται ξανά από το μηδέν. Βλ. φοίνικας2. [< γαλλ. renaître de ses cendres ] [< αρχ. τέφρα]

φιλοτιμία

φιλοτιμία φι-λο-τι-μί-α ουσ. (θηλ.): αναπτυγμένο αίσθημα αξιοπρέπειας, τιμής και καθήκοντος που εκδηλώνεται με αντίστοιχη στάση ή συμπεριφορά: εθνική/πολιτική ~. Προσπάθησε να κεντρίσει τη ~ τους (= να τους φιλοτιμήσει). Πέτυχε χάρη στη ~ του. Επαφίεται στη ~ τους. Πβ. εγωισμός, ευαισθησία, ευθιξία.|| (ειδικότ.) Η ~ των εργαζομένων (πβ. ευσυνειδησία, προθυμία). Πβ. φιλότιμο. ● ΦΡ.: κάνω την ανάγκη φιλοτιμία: παρουσιάζω κάτι που υποχρεώθηκα να κάνω, ως οικειοθελή πράξη: Έκανε ~ ~ και παραδέχτηκε το πρόβλημα. [< αρχ. φιλοτιμία ‘φιλοδοξία, ένδειξη τιμής’]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.