αναγόρευση [ἀναγόρευση] α-να-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγορεύω: ~ βασιλιά (ΑΝΤ. καθαίρεση). ~ ενός επιστήμονα/μιας προσωπικότητας σε επίτιμο διδάκτορα του πανεπιστημίου ...|| (μτφ.-ειρων.) ~ του θεάματος σε βασικό τομέα πολιτισμού. [< αρχ. ἀναγόρευσις, γαλλ. nomination, proclamation]
αναγορεύω [ἀναγορεύω] α-να-γο-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {αναγόρευ-σε, -τηκε (λόγ.) -θηκε} (λόγ.): απονέμω σε επίσημη τελετή τίτλο ή αξίωμα: ~τηκε βασιλιάς/πρόεδρος (ΑΝΤ. καθαιρώ, παύω). ~τηκε διδάκτορας ορθοδοντικής. Θα ~τεί επίτιμο μέλος του συλλόγου μας.|| (μτφ.-ειρων.) ~εται (= βαφτίζεται) από μόνος του γνώστης των πάντων. ΣΥΝ. ανακηρύσσω (1) [< αρχ. ἀναγορεύω, γαλλ. proclamer]
αναγούλα [ἀναγούλα] α-να-γού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): τάση για εμετό, ανακατωσούρα· κατ' επέκτ. αίσθημα απέχθειας, αποστροφής: Με πιάνει (μια) ~. Θέαμα/μυρωδιά που μου φέρνει/προκαλεί ~ (: με αναγουλιάζει).|| (μτφ.) Και μόνο που τον βλέπω, μου 'ρχεται ~ (πβ. αηδία, ναυτία). ΣΥΝ. ανακάτεμα (3)
αναγουλιάζω [ἀναγουλιάζω] α-να-γου-λιά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναγούλιασα} (οικ.): προκαλώ σε κάποιον ή με πιάνει αναγούλα: (μτβ.) Το φαγητό με ~ει. Ο γλοιώδης τρόπος του με ~ει.|| (αμτβ.) Έχω ~σει με αυτά που διαβάζω. ΣΥΝ. αηδιάζω, ανακατεύω (5)
ανάγραμμα [ἀνάγραμμα] α-νά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. λέξη ή φράση που προκύπτει από αναγραμματισμό, με χρήση κυρ. στην ποίηση, για συγκάλυψη ονομάτων ή μηνυμάτων και δημιουργία ψευδωνύμων ή τίτλων έργων (λ.χ. πολίτες-οπλίτες). [< γαλλ. anagramme, αγγλ. anagram]
αναγραμματισμός [ἀναγραμματισμός] α-να-γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με αλλαγή της σειράς των γραμμάτων ή των συλλαβών της αρχικής (π.χ. φαλάκρα-φαράκλα-καράφλα). Βλ. καρκινική λέξη. [< μτγν. ἀναγραμματισμός, γαλλ. anagrammatisme, αγγλ. anagrammatism]
αναγραφή [ἀναγραφή] α-να-γρα-φή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγράφω: ~ της διεύθυνσης και του ονόματος στον φάκελο. Υποχρεωτική ~ της τιμής πώλησης (στα προϊόντα). Πβ. εγ-, κατα-γραφή.|| Βιβλιογραφική ~. ~ δημοσιευμάτων (βλ. εργογραφία). Πβ. καταχώριση. [< αρχ. ἀναγραφή, γαλλ. inscription]
αναγράφω [ἀναγράφω] α-να-γρά-φω ρ. (μτβ.) {ανέγραψε, αναγράφ(τ)ηκε (λόγ.) ανεγράφη, αναγραφ-όμενος, ανα(γε)γραμμένος} (επίσ.): γράφω κάτι με εμφανή γράμματα ή σύμβολα σε μία επιφάνεια· γενικότ. καταγράφω, καταχωρίζω: Η ημερομηνία λήξης του προϊόντος ~εται (= σημειώνεται) στη συσκευασία. Στο πρόγραμμα ~ονται τα ονόματα των συντελεστών. ~όμενα: ποσά/στοιχεία. Αναγεγραμμένη ημερομηνία λήξης. [< αρχ. ἀναγράφω, γαλλ. inscrire]
ανάγω [ἀνάγω] α-νά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. ανήγαγε, ανάγεται, (λόγ.) ανήχθη, αναγ-όμενος} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αποδίδω κάτι σε συγκεκριμένη αιτία: Όλα ~ονται στην αδιαλλαξία τους.2. (επιστ.) μετατρέπω σε κάτι ισοδύναμο: ~ καθαρό ποσό σε ακαθάριστο. Πβ. μετασχηματίζω. ● Παθ.: ανάγεται1. χρονολογείται, τοποθετείται χρονικά, υπάγεται: Έθιμο που ~ σε περασμένους αιώνες.|| Θέμα ~όμενο στη δικαιοδοσία ...2. (σπάν.) μετατρέπεται, μεταβάλλεται, εξελίσσεται: Η υπόθεση έχει περιπλακεί τόσο που ανήχθη σε μείζον ζήτημα (= αναδείχτηκε σε). ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): διενεργώ κάτι συστηματικά και μεθοδικά: Ανήγαγε (= μετέτρεψε)/έχει αναγάγει τις απάτες ~. [< αρχ. ἀνάγω, γαλλ. réduire]
αναγωγή [ἀναγωγή] α-να-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) μετατροπή σε κάτι ισοδύναμο: ~ της βαθμολογίας στην εικοσάβαθμη κλίμακα. Κάνω ~ (= ανάγω).|| (ΦΙΛΟΣ.) Επιστημονική/οντολογική ~.2. (απαιτ. λεξιλόγ.) απόδοση σε συγκεκριμένη αιτία: ~ του προβλήματος σε εξωτερικούς παράγοντες. Ας μη βιαστούμε να κάνουμε ~ές (= να βγάλουμε συμπεράσματα)!3. χρονική τοποθέτηση: ιστορική ~. ~ στο παρελθόν.4. ΜΑΘ. εξεύρεση της τιμής μιας μονάδας από την τιμή μιας άλλης: ~ ομοίων όρων. ~ σε βαθμούς Κελσίου/σε κλίμακα .../στη μονάδα. Πολυωνυμικές ~ές.5. ΧΗΜ. (αλγεβρική) μείωση του αριθμού οξειδώσεως: αντίδραση ~ής. ~ του καταλύτη/οξειδίων (= οξειδο~, οξείδωση). Διαδοχικές ~ές.6. ΙΑΤΡ. αιφνίδια και ακούσια έξοδος από το στόμα μικρής ποσότητας γαστρικού υγρού ανάμεικτου με τροφή: μεταγευματική ~. Πβ. εμετός, παλινδρόμηση. Βλ. ερυγή, ρέψιμο. [< αρχ. ἀναγωγή, γαλλ. réduction]
αναγωγικός , ή, ό [ἀναγωγικός] α-να-γω-γι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την αναγωγή: ~ή: μέθοδος. (ΧΗΜ.) ~ά: σάκχαρα. ● επίρρ.: αναγωγικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγωγική ατμόσφαιρα: ΧΗΜ. αέριο μείγμα με αφθονία συστατικών που είναι δότες ηλεκτρονίων., αναγωγική διαίρεση: ΒΙΟΛ. η πρώτη μειωτική διαίρεση, κατά την οποία ο αριθμός των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου μειώνεται στο μισό., αναγωγική φλόγα: ΧΗΜ. που διευκολύνει τις αντιδράσεις αναγωγής. [< αγγλ. reducing flame] , αναγωγικό (μέσο): ΧΗΜ. χημική ένωση ή στοιχείο (όπως άνθρακας, μέταλλα, μονοξείδιο του άνθρακα) που προκαλεί την αναγωγή άλλων σωμάτων, καθώς αυτό οξειδώνεται. [< μτγν. ἀναγωγικός, γαλλ. réducteur]
αναγωγισμός [ἀναγωγισμός] α-να-γω-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία οι οντότητες μιας επιστήμης μπορούν να εξηγηθούν με βάση τους κανόνες μιας άλλης βασικότερης. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. réductionnisme, περ. 1950]
ανάγωγος2 , η, ο [ἀνάγωγος] α-νά-γω-γος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ανάγωγο κλάσμα: ΜΑΘ. που δεν μπορεί να απλοποιηθεί περαιτέρω, που οι όροι του δεν διαιρούνται μεταξύ τους: Το 3/7 είναι ~ ~. [< γαλλ. irréductible]
αναδασμός [ἀναδασμός] α-να-δα-σμός ουσ. (αρσ.): αναδιανομή των αγροτεμαχίων μιας περιοχής με στόχο την αποτελεσματικότερη και δικαιότερη αξιοποίησή τους: σχέδιο ~ού (της γης).|| Αστικός ~ (: για τη δημιουργία και εκ νέου παραχώρηση οικοδομήσιμων χώρων). [< αρχ. ἀναδασμός]
αναδάσωση [ἀναδάσωση] α-να-δά-σω-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. φύτευση δενδρυλλίων (ή σπορά) σε δασική έκταση που έχει συνήθ. καταστραφεί από πυρκαγιά, με σκοπό την εκ νέου δημιουργία δάσους: τεχνητή/φυσική (: αναγέννηση του δάσους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου) ~. Πβ. δενδροφύτευση. ΑΝΤ. αποδάσωση [< γαλλ. reboisement]
αναδασωτέος , α, ο [ἀναδασωτέος] α-να-δα-σω-τέ-ος επίθ. (επίσ.): που πρέπει ή πρόκειται να αναδασωθεί: Η έκταση που κάηκε, κηρύσσεται ~α. Βλ. -τέος.
αναδεικνύω [ἀναδεικνύω] α-να-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέδει-ξε, αναδεί-ξει, αναδεικνύ-εται, αναδεί-χθηκε (προφ.) -χτηκε, -χθεί (προφ.) -χτεί, αναδεικνύ-οντας, -όμενος} (λόγ.) & (προφ.) αναδείχνω 1. προβάλλω, τονίζω, φέρνω στην επιφάνεια: Προσπάθεια να ~χθεί η πολιτιστική κληρονομιά. ~εται μέσα από … Πβ. εξυψώνω, προάγω, προωθώ.|| Ντύσιμο που ~ει την κομψότητά της/το προσωπικό του στιλ.2. καταξιώνω, ανυψώνω, κάνω κάποιον να διακριθεί σε κάποιον τομέα: Η γεωγραφική της θέση ~ει την πόλη σε σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Tον ~ξαν οι περιστάσεις. ~χθηκε (ως) ο καλύτερος παίκτης του αγώνα/της διοργάνωσης (πβ. MVP).3. εκλέγω, ανακηρύσσω: Τον ~ξαν δήμαρχο. ~χθηκε (= βγήκε) βουλευτής. [< αρχ. ἀναδεικνύω]
ανάδειξη [ἀνάδειξη] α-νά-δει-ξη ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προβολή: ~ των θέσεών μας. Έργα ~ης μνημείων.2. καταξίωση, διάκριση: ~ της περιοχής ως πολιτιστικού πόλου έλξης.3. εκλογή σε αξίωμα· ανακήρυξη: ~ νέου αρχηγού του κόμματος.|| Κρίσιμος αγώνας για την ~ του πρωταθλητή. [< μτγν. ἀνάδειξις]
-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.