Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [3840-3860]


  • αναγόρευση [ἀναγόρευση] α-να-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγορεύω: ~ βασιλιά (ΑΝΤ. καθαίρεση). ~ ενός επιστήμονα/μιας προσωπικότητας σε επίτιμο διδάκτορα του πανεπιστημίου ...|| (μτφ.-ειρων.) ~ του θεάματος σε βασικό τομέα πολιτισμού. [< αρχ. ἀναγόρευσις, γαλλ. nomination, proclamation]
  • αναγορεύω [ἀναγορεύω] α-να-γο-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {αναγόρευ-σε, -τηκε (λόγ.) -θηκε} (λόγ.): απονέμω σε επίσημη τελετή τίτλο ή αξίωμα: ~τηκε βασιλιάς/πρόεδρος (ΑΝΤ. καθαιρώ, παύω). ~τηκε διδάκτορας ορθοδοντικής. Θα ~τεί επίτιμο μέλος του συλλόγου μας.|| (μτφ.-ειρων.) ~εται (= βαφτίζεται) από μόνος του γνώστης των πάντων. ΣΥΝ. ανακηρύσσω (1) [< αρχ. ἀναγορεύω, γαλλ. proclamer]
  • αναγούλα [ἀναγούλα] α-να-γού-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): τάση για εμετό, ανακατωσούρα· κατ' επέκτ. αίσθημα απέχθειας, αποστροφής: Με πιάνει (μια) ~. Θέαμα/μυρωδιά που μου φέρνει/προκαλεί ~ (: με αναγουλιάζει).|| (μτφ.) Και μόνο που τον βλέπω, μου 'ρχεται ~ (πβ. αηδία, ναυτία). ΣΥΝ. ανακάτεμα (3)
  • αναγουλιάζω [ἀναγουλιάζω] α-να-γου-λιά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {αναγούλιασα} (οικ.): προκαλώ σε κάποιον ή με πιάνει αναγούλα: (μτβ.) Το φαγητό με ~ει. Ο γλοιώδης τρόπος του με ~ει.|| (αμτβ.) Έχω ~σει με αυτά που διαβάζω. ΣΥΝ. αηδιάζω, ανακατεύω (5)
  • ανάγραμμα [ἀνάγραμμα] α-νά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. λέξη ή φράση που προκύπτει από αναγραμματισμό, με χρήση κυρ. στην ποίηση, για συγκάλυψη ονομάτων ή μηνυμάτων και δημιουργία ψευδωνύμων ή τίτλων έργων (λ.χ. πολίτες-οπλίτες). [< γαλλ. anagramme, αγγλ. anagram]
  • αναγραμματισμός [ἀναγραμματισμός] α-να-γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με αλλαγή της σειράς των γραμμάτων ή των συλλαβών της αρχικής (π.χ. φαλάκρα-φαράκλα-καράφλα). Βλ. καρκινική λέξη. [< μτγν. ἀναγραμματισμός, γαλλ. anagrammatisme, αγγλ. anagrammatism]
  • αναγραφή [ἀναγραφή] α-να-γρα-φή ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναγράφω: ~ της διεύθυνσης και του ονόματος στον φάκελο. Υποχρεωτική ~ της τιμής πώλησης (στα προϊόντα). Πβ. εγ-, κατα-γραφή.|| Βιβλιογραφική ~. ~ δημοσιευμάτων (βλ. εργογραφία). Πβ. καταχώριση. [< αρχ. ἀναγραφή, γαλλ. inscription]
  • αναγράφω [ἀναγράφω] α-να-γρά-φω ρ. (μτβ.) {ανέγραψε, αναγράφ(τ)ηκε (λόγ.) ανεγράφη, αναγραφ-όμενος, ανα(γε)γραμμένος} (επίσ.): γράφω κάτι με εμφανή γράμματα ή σύμβολα σε μία επιφάνεια· γενικότ. καταγράφω, καταχωρίζω: Η ημερομηνία λήξης του προϊόντος ~εται (= σημειώνεται) στη συσκευασία. Στο πρόγραμμα ~ονται τα ονόματα των συντελεστών. ~όμενα: ποσά/στοιχεία. Αναγεγραμμένη ημερομηνία λήξης. [< αρχ. ἀναγράφω, γαλλ. inscrire]
  • ανάγω [ἀνάγω] α-νά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. ανήγαγε, ανάγεται, (λόγ.) ανήχθη, αναγ-όμενος} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αποδίδω κάτι σε συγκεκριμένη αιτία: Όλα ~ονται στην αδιαλλαξία τους. 2. (επιστ.) μετατρέπω σε κάτι ισοδύναμο: ~ καθαρό ποσό σε ακαθάριστο. Πβ. μετασχηματίζω. ● Παθ.: ανάγεται 1. χρονολογείται, τοποθετείται χρονικά, υπάγεται: Έθιμο που ~ σε περασμένους αιώνες.|| Θέμα ~όμενο στη δικαιοδοσία ... 2. (σπάν.) μετατρέπεται, μεταβάλλεται, εξελίσσεται: Η υπόθεση έχει περιπλακεί τόσο που ανήχθη σε μείζον ζήτημα (= αναδείχτηκε σε). ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): διενεργώ κάτι συστηματικά και μεθοδικά: Ανήγαγε (= μετέτρεψε)/έχει αναγάγει τις απάτες ~. [< αρχ. ἀνάγω, γαλλ. réduire]
  • αναγωγή [ἀναγωγή] α-να-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) μετατροπή σε κάτι ισοδύναμο: ~ της βαθμολογίας στην εικοσάβαθμη κλίμακα. Κάνω ~ (= ανάγω).|| (ΦΙΛΟΣ.) Επιστημονική/οντολογική ~. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) απόδοση σε συγκεκριμένη αιτία: ~ του προβλήματος σε εξωτερικούς παράγοντες. Ας μη βιαστούμε να κάνουμε ~ές (= να βγάλουμε συμπεράσματα)! 3. χρονική τοποθέτηση: ιστορική ~. ~ στο παρελθόν. 4. ΜΑΘ. εξεύρεση της τιμής μιας μονάδας από την τιμή μιας άλλης: ~ ομοίων όρων. ~ σε βαθμούς Κελσίου/σε κλίμακα .../στη μονάδα. Πολυωνυμικές ~ές. 5. ΧΗΜ. (αλγεβρική) μείωση του αριθμού οξειδώσεως: αντίδραση ~ής. ~ του καταλύτη/οξειδίων (= οξειδο~, οξείδωση). Διαδοχικές ~ές. 6. ΙΑΤΡ. αιφνίδια και ακούσια έξοδος από το στόμα μικρής ποσότητας γαστρικού υγρού ανάμεικτου με τροφή: μεταγευματική ~. Πβ. εμετός, παλινδρόμηση. Βλ. ερυγή, ρέψιμο. [< αρχ. ἀναγωγή, γαλλ. réduction]
  • αναγωγικός , ή, ό [ἀναγωγικός] α-να-γω-γι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την αναγωγή: ~ή: μέθοδος. (ΧΗΜ.) ~ά: σάκχαρα. ● επίρρ.: αναγωγικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγωγική ατμόσφαιρα: ΧΗΜ. αέριο μείγμα με αφθονία συστατικών που είναι δότες ηλεκτρονίων., αναγωγική διαίρεση: ΒΙΟΛ. η πρώτη μειωτική διαίρεση, κατά την οποία ο αριθμός των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου μειώνεται στο μισό., αναγωγική φλόγα: ΧΗΜ. που διευκολύνει τις αντιδράσεις αναγωγής. [< αγγλ. reducing flame] , αναγωγικό (μέσο): ΧΗΜ. χημική ένωση ή στοιχείο (όπως άνθρακας, μέταλλα, μονοξείδιο του άνθρακα) που προκαλεί την αναγωγή άλλων σωμάτων, καθώς αυτό οξειδώνεται. [< μτγν. ἀναγωγικός, γαλλ. réducteur]
  • αναγωγισμός [ἀναγωγισμός] α-να-γω-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΦΙΛΟΣ. θεωρία σύμφωνα με την οποία οι οντότητες μιας επιστήμης μπορούν να εξηγηθούν με βάση τους κανόνες μιας άλλης βασικότερης. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. réductionnisme, περ. 1950]
  • ανάγωγος1 , η, ο [ἀνάγωγος] α-νά-γω-γος επίθ. (λόγ.): αναιδής, αγενής. Πβ. κακομαθημένος. ● επίρρ.: ανάγωγα [< μτγν. ἀνάγωγος]
  • ανάγωγος2 , η, ο [ἀνάγωγος] α-νά-γω-γος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ανάγωγο κλάσμα: ΜΑΘ. που δεν μπορεί να απλοποιηθεί περαιτέρω, που οι όροι του δεν διαιρούνται μεταξύ τους: Το 3/7 είναι ~ ~. [< γαλλ. irréductible]
  • αναδασμός [ἀναδασμός] α-να-δα-σμός ουσ. (αρσ.): αναδιανομή των αγροτεμαχίων μιας περιοχής με στόχο την αποτελεσματικότερη και δικαιότερη αξιοποίησή τους: σχέδιο ~ού (της γης).|| Αστικός ~ (: για τη δημιουργία και εκ νέου παραχώρηση οικοδομήσιμων χώρων). [< αρχ. ἀναδασμός]
  • αναδασώνω [ἀναδασώνω] α-να-δα-σώ-νω ρ. (μτβ.) {αναδάσω-σε, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος}: κάνω αναδάσωση. Πβ. δενδροφυτεύω. [< γαλλ. reboiser]
  • αναδάσωση [ἀναδάσωση] α-να-δά-σω-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. φύτευση δενδρυλλίων (ή σπορά) σε δασική έκταση που έχει συνήθ. καταστραφεί από πυρκαγιά, με σκοπό την εκ νέου δημιουργία δάσους: τεχνητή/φυσική (: αναγέννηση του δάσους χωρίς την παρέμβαση του ανθρώπου) ~. Πβ. δενδροφύτευση. ΑΝΤ. αποδάσωση [< γαλλ. reboisement]
  • αναδασωτέος , α, ο [ἀναδασωτέος] α-να-δα-σω-τέ-ος επίθ. (επίσ.): που πρέπει ή πρόκειται να αναδασωθεί: Η έκταση που κάηκε, κηρύσσεται ~α. Βλ. -τέος.
  • αναδεικνύω [ἀναδεικνύω] α-να-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {ανέδει-ξε, αναδεί-ξει, αναδεικνύ-εται, αναδεί-χθηκε (προφ.) -χτηκε, -χθεί (προφ.) -χτεί, αναδεικνύ-οντας, -όμενος} (λόγ.) & (προφ.) αναδείχνω 1. προβάλλω, τονίζω, φέρνω στην επιφάνεια: Προσπάθεια να ~χθεί η πολιτιστική κληρονομιά. ~εται μέσα από … Πβ. εξυψώνω, προάγω, προωθώ.|| Ντύσιμο που ~ει την κομψότητά της/το προσωπικό του στιλ. 2. καταξιώνω, ανυψώνω, κάνω κάποιον να διακριθεί σε κάποιον τομέα: Η γεωγραφική της θέση ~ει την πόλη σε σπουδαίο οικονομικό κέντρο. Tον ~ξαν οι περιστάσεις. ~χθηκε (ως) ο καλύτερος παίκτης του αγώνα/της διοργάνωσης (πβ. MVP). 3. εκλέγω, ανακηρύσσω: Τον ~ξαν δήμαρχο. ~χθηκε (= βγήκε) βουλευτής. [< αρχ. ἀναδεικνύω]
  • ανάδειξη [ἀνάδειξη] α-νά-δει-ξη ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προβολή: ~ των θέσεών μας. Έργα ~ης μνημείων. 2. καταξίωση, διάκριση: ~ της περιοχής ως πολιτιστικού πόλου έλξης. 3. εκλογή σε αξίωμα· ανακήρυξη: ~ νέου αρχηγού του κόμματος.|| Κρίσιμος αγώνας για την ~ του πρωταθλητή. [< μτγν. ἀνάδειξις]

ερυγή

ερυγή [ἐρυγή] ε-ρυ-γή ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. ρέψιμο. [< αρχ. ἐρυγή]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-τέος

-τέος, α, ο (λόγ.): επίθημα ρηματικών επιθέτων∙ δηλώνει ενέργεια που πρέπει να γίνει: αμελη~/αποδοκιμασ~/απορριπ~/πληρω~/προστατευ~. Βλ. -τός.|| (ουσιαστικοπ.) Οι εισακ-τέοι/μετεξετασ~.|| (ΜΑΘ.) Αφαιρε~/διαιρε~/μειω~/προσθε~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.