Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4780-4800]


  • ανετοιμότητα [ἀνετοιμότητα] α-νε-τοι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανέτοιμου: η ~ των δημοτικών Αρχών/μιας ομάδας. ~ του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Βλ. εγρήγορση. ΑΝΤ. ετοιμότητα
  • άνετος , η, ο [ἄνετος] ά-νε-τος επίθ. 1. που παρέχει άνεση, ξεκούραση: ~ος: καναπές (= βολικός, ΑΝΤ. άβολος). ~η: θέση/πολυθρόνα (= αναπαυτική). ~ο: ντύσιμο. ~α: παπούτσια.|| ~η: δουλειά (= ξεκούραστη).|| ~η: κατοικία. ~ο: διαμέρισμα/περιβάλλον. ΣΥΝ. ευρύχωρος. ΑΝΤ. στενόχωρος. 2. που γίνεται με ευκολία, χωρίς προβλήματα: ~ος: χειρισμός. ~η: διαβίωση/διαμονή/επικοινωνία/επικράτηση (= εύκολη)/κυκλοφορία/νίκη/οδήγηση. ~ο: προβάδισμα/ταξίδι (ΑΝΤ. κουραστικό). ~ες: διακοπές. ~η (= ξένοιαστη) και ευτυχισμένη ζωή. ~η και γρήγορη εξυπηρέτηση. 3. που φέρεται με φυσικότητα, οικειότητα: ~η: συμπεριφορά. ~ στο λόγο του. Δείχνει ~. Είναι ~ μαζί της. Πβ. χαλαρός. ΑΝΤ. σφιγμένος. ● επίρρ.: άνετα & (λόγ.) -έτως: Το αυτοκίνητο χωράει ~ πέντε άτομα. Πβ. κάλλιστα.|| Πήρε ~ το πρωτάθλημα.|| Συζητάω ~. ● ΦΡ.: το παίζει άνετος (προφ.): παρουσιάζεται σαν να μην έχει κανένα πρόβλημα ή καμία ευθύνη: ~ ~, ενώ από μέσα του βράζει. Μας ~ ~ τώρα που μονιμοποιήθηκε. [< αρχ. ἄνετος ‘χαλαρός’, γαλλ. aisé , αγγλ. comfortable]
  • ανετράπη βλ. ανατρέπω
  • άνευ [ἄνευ] ά-νευ πρόθ. (επίσ.) 1. (+ γεν.) χωρίς, δίχως: ~ αξίας/ουσίας/περιεχομένου. Τιμές ~ ΦΠΑ. Άδεια ~ αποδοχών. ΑΝΤ. μετά & μετ' & μεθ' (3) 2. (προφ.-σε επιρρ. χρ.) χωρίς: Θα πιεις τον καφέ σου με ζάχαρη ή ~; ● ΦΡ.: άνευ αποχρώντος λόγου (λόγ.): χωρίς σημαντικό λόγο: Δεν θα απορρίψουμε καμία αίτηση παράτασης ~ ~., άνευ αγώνα/αγώνος βλ. αγώνας, άνευ όρων βλ. όρος, άνευ προηγουμένου βλ. προηγούμενο, άνευ σημασίας βλ. σημασία, άνευ τούτου βλ. τούτος, εκ των ων ουκ άνευ βλ. ος, η, ο, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου βλ. υπουργός, χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) βλ. λόγος [< αρχ. ἄνευ]
  • ανεύθυνος , η, ο [ἀνεύθυνος] α-νεύ-θυ-νος επίθ. 1. που ενεργεί ή γίνεται χωρίς συναίσθηση ευθύνης: ~ος: οδηγός/χαρακτήρας. ~οι: γονείς/υπάλληλοι.|| ~η: απόφαση/στάση/συμπεριφορά. ~οι και επιπόλαιοι χειρισμοί. Πβ. αναξιόπιστος, ασυνείδητος. ΑΝΤ. υπεύθυνος (3) 2. που δεν είναι ή δεν μπορεί να θεωρηθεί υπαίτιος για κάτι: Αποδείχτηκε ~ για τη διαρροή της είδησης. Βλ. ακαταλόγιστος. ΑΝΤ. υπεύθυνος (1) 3. που δεν είναι υποχρεωμένος να λογοδοτεί για τις πράξεις του: ~ος: ανώτατος άρχοντας/μονάρχης.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο και ακαταδίωκτο των βουλευτών. ● επίρρ.: ανεύθυνα: Χειρίστηκε το ζήτημα εντελώς ~. Μην κρίνεις τόσο ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία. [< 1,2: γαλλ. irrésponsable, 3: αρχ. ἀνεύθυνος]
  • ανευθυνότητα [ἀνευθυνότητα] α-νευ-θυ-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.): έλλειψη συναίσθησης της ευθύνης (για κάτι): εγκληματική/πολιτική ~. Η ~ της Διοίκησης/ηγεσίας. Θύμα της ~ας των ... Κατηγορήθηκε για/συμπεριφέρεται με ~. Πβ. αμέλεια, ελαφρ-, επιπολαι-ότητα. ΣΥΝ. ασυνειδησία ΑΝΤ. ευσυνειδησία, υπευθυνότητα (1) [< γαλλ. irresponsabilité]
  • ανευθυνοϋπεύθυνος , η, ο [ἀνευθυνοϋπεύθυνος] α-νευ-θυ-νο-ϋ-πεύ-θυ-νος επίθ. (μειωτ.): (κυρ. για πρόσ.) που δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες που αντιστοιχούν στο αξίωμα ή τη θέση του: ~ος: υπάλληλος. ~η: ηγεσία. ~οι: διοργανωτές.|| (κατ' επέκτ.) ~η: στάση. ~οι: χειρισμοί.
  • ανευλαβής , ής, ές [ἀνευλαβής] α-νευ-λα-βής επίθ. {ανευλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.): που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευλάβειας: ~ής: πράξη. Πβ. ανίερος, ασεβής. ΑΝΤ. ευλαβής ● επίρρ.: ανευλαβώς [-ῶς] (λόγ.) [< μτγν. ἀνευλαβής]
  • ανεύρεση [ἀνεύρεση] α-νεύ-ρε-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): εύρεση (προσώπου ή πράγματος) ύστερα από αναζήτηση ή έρευνα: γρήγορη ~. ~ αποσκευής/εργασίας/κλοπιμαίων/πόρων. Ελπίδες για την ~ επιζώντων στα συντρίμμια. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ στοιχείων σε βάση δεδομένων. ~έσεις χαμένων αντικειμένων. Πβ. ανακάλυψη, εντοπισμός. ΑΝΤ. απώλεια (1). Βλ. επαν~. [< αρχ. ἀνεύρεσις]
  • ανευρίσκω [ἀνευρίσκω] α-νευ-ρί-σκω ρ. (μτβ.) {συνήθ. μεσοπαθ. ανευρίσκομαι, ανευρέθη (κ. ανευρέθηκε), ανευρέθησαν (κ. ανευρέθηκαν), θα/να ανευρεθεί, μτχ. ανευρεθείς, -είσα, -έν} (επίσ.): βρίσκω, ύστερα από έρευνα, κάποιον ή κάτι που είχε χαθεί: ~ έγγραφα. Αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας ανευρέθησαν στο ... Ανευρέθη νεκρός. Πβ. ανακαλύπτω. Βλ. επαν~. [< αρχ. ἀνευρίσκω]
  • άνευρος , η, ο [ἄνευρος] ά-νευ-ρος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν διακρίνεται από ζωντάνια, ένταση, δυναμισμό: ~ος: λόγος/ομιλητής. ~η: ερμηνεία. ~ο: παίξιμο. Πβ. άτονος, άχρωμος, άψυχος, πλαδαρός, υποτονικός, χαλαρός, ψόφιος. ΑΝΤ. νευρώδης (1) 2. ΒΟΤ. που δεν έχει νευρώσεις: ~ος: λοβός. ~ο: φυτό. ● επίρρ.: άνευρα [< 1: κατα τη σημ. 3 της λ. νεύρο 2: αρχ. ἄνευρος]
  • ανεύρυσμα [ἀνεύρυσμα] α-νεύ-ρυ-σμα ουσ. (ουδ.) {ανευρύσμ-ατος | -ατα}: ΙΑΤΡ. μόνιμη διαστολή, διόγκωση τμήματος αγγείου (κυρ. αρτηρίας) που προκαλείται λόγω βλάβης ή αδυναμίας στο τοίχωμά του: αρτηριακό/διαχωριστικό/εγκεφαλικό ~. ~ (κοιλιακής) αορτής. Ρήξη ~ατος. Ενδοκρανιακά/φλεγμονώδη ~ατα. [< μτγν. ἀνεύρυσμα, γαλλ. anévrisme, αγγλ. aneurysm]
  • ανεφάρμοστος , η, ο [ἀνεφάρμοστος] α-νε-φάρ-μο-στος επίθ.: που δεν εφαρμόστηκε ή δεν μπορεί να εφαρμοστεί, να πραγματοποιηθεί: ~ος: κανονισμός. ~η: θεωρία/πρόταση. ~ο: μέτρο. ~ες: εξαγγελίες/ιδέες/οδηγίες. Σχέδιο που αποδεικνύεται ~ο στην πράξη. ~ παραμένει ο νόμος για ... Πβ. ανεδαφ-, ουτοπ-ικός, απραγματοποίητος. Βλ. δυσεφάρμοστος. ΑΝΤ. εφαρμόσιμος [< μεσν. ανεφάρμοστος, γαλλ. inapplicable]
  • ανέφελος , η, ο [ἀνέφελος] α-νέ-φε-λος επίθ. (λόγ.) ΣΥΝ. ασυννέφιαστος 1. που δεν είναι συννεφιασμένος: ~ος: ουρανός (πβ. καθαρός). ~η: ημέρα/νύχτα. Πβ. αίθριος, ηλιόλουστος, ξάστερος. ΑΝΤ. νεφελώδης (1) 2. (μτφ.-λογοτ.) που δεν έχει σκοτούρες, βάσανα: ~ος: (έγγαμος) βίος. ~η: ευτυχία/ζωή/σχέση. ~α: (παιδικά) χρόνια. Πβ. ατάραχος, γαλήνιος, ήρεμος. ΣΥΝ. ξένοιαστος ● επίρρ.: ανέφελα [< 1: αρχ. ἀνέφελος]
  • ανέφικτος , η, ο [ἀνέφικτος] α-νέ-φι-κτος επίθ.: που δεν μπορεί να επιτευχθεί, να πραγματοποιηθεί: ~ες: λύσεις. ~α: αιτήματα. Στόχος φιλόδοξος, αλλά όχι ~. Φαίνεται ~ο να ...|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο ενός εγχειρήματος. Στο χώρο του ~ου. Κατόρθωσε/πέτυχε το ~ο. Πβ. αδύνατος, ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, άπιαστος, απραγματοποίητος, άφθαστος, ουτοπικός. ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός, κατορθωτός, πραγματοποιήσιμος [< μτγν. ἀνέφικτος]
  • ανεφοδιάζω [ἀνεφοδιάζω] α-νε-φο-δι-ά-ζω ρ. (μτβ.) {ανεφοδία-σα, -στηκα (λόγ. -σθηκα), -σμένος}: παρέχω εκ νέου εφόδια: ~ το αεροπλάνο/το ελικόπτερο/το όχημα/το πλοίο με καύσιμα. Η αγορά/ο στόλος/ο στρατός ~στηκε. ~σμένο σκάφος.|| ~στήκαμε (: αγοράσαμε τα απαραίτητα τρόφιμα και ποτά) για την εκδρομή. [< γαλλ. approvisionner]
  • ανεφοδιασμός [ἀνεφοδιασμός] α-νε-φο-δια-σμός ουσ. (αρσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεφοδιάζω: (για ~ό καυσίμων:) εναέριος ~/~ εν πτήσει (πολεμικού αεροσκάφους· βλ. ιπτάμενο τάνκερ). ~ πλοίων. Κέντρο/σκάφη/σταθμός ~ού.|| (σε ταξίδι:) Μικρή στάση για ~ό (βενζίνης/νερού).|| ~ του στρατού (με τρόφιμα και πολεμοφόδια). Βλ. αποκλεισμός.|| ~ ΑΤΜ (με ρευστό χρήμα). [< γαλλ. approvisionnement]
  • ανέχεια [ἀνέχεια] α-νέ-χει-α ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): έλλειψη των απαραίτητων για την επιβίωση αγαθών: οικονομική ~. Ζουν/παραμένουν στην ~. Πβ. απορία, ένδεια, μιζέρια, πενία, φτώχεια. Βλ. λιτότητα, πείνα. ΑΝΤ. άνεση (1), ευημερία, ευμάρεια, πλούτος (3), τρυφή (1) [< γαλλ. gêne]
  • ανέχομαι [ἀνέχομαι] α-νέ-χο-μαι ρ. (μτβ.) {ανέχ-τηκα (λόγ.) -θηκα, ανεχ-τώ, -όμενος} (συνήθ. με αρνητ. συνυποδ.): δεν παραπονιέμαι για κάτι, δέχομαι, υπομένω: Δεν ~ την εκμετάλλευση/την κοροϊδία. Αρκετά σε ~τηκα! Γιατί/πώς τον ~τηκες τόσα χρόνια; Σας ευχαριστώ που με ~τήκατε! Δεν μπορώ να ~τώ άλλο αυτή την κατάσταση. Πβ. αντέχω, καταπίνω, υποφέρω, υφίσταμαι. Βλ. παραβλέπω. ΑΝΤ. αντιδρώ (1) [< αρχ. ἀνέχομαι]
  • ανεχτικός , ή, ό βλ. ανεκτικός

αγώνας

αγώνας [ἀγώνας] α-γώ-νας ουσ. (αρσ.) {αγών-α (λόγ.) -ος | -ες, -ων} 1. κοπιαστική προσπάθεια, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, για την επίτευξη στόχου ή την αποτροπή ενέργειας: αντιδικτατορικός/αντικαρκινικός/απεγνωσμένος/απεργιακός/διαρκής/δίκαιος/διπλωματικός/εκλογικός/ηρωικός/κοινός/μάταιος/πνευματικός/σκληρός/τίμιος/τιτάνιος/υπεράνθρωπος ~. ~ για εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών/επιβίωση/ισότητα. ~ κατά των επιδημιών και του υποσιτισμού/των μεταλλαγμένων/των ναρκωτικών/της φτώχειας. ~ μέχρι θανάτου/τελικής πτώσεως. Προμηνύεται σκληρός ~. Διαρκής ~ η μάθηση. Ο ~ της ζωής. Καθημερινός ~ για ένα καλύτερο αύριο. (προφ.) -Τι κάνετε; -Εδώ, στον ~α! (= στη βιοπάλη). Ακολούθησε/έγινε/ξεκίνησε ένας μακρύς/μαραθώνιος/πολυετής ~. Ο ~ τώρα δικαιώνεται (συνήθ. ως σύνθημα σε συλλαλητήρια). Ο ~ δυναμώνει/εντείνεται/συνεχίζεται. Επιτροπή ~α. Όλοι στον ~α. Χαιρετίζουμε τον ~α (π.χ. των φοιτητών). Δίνει/κάνει ~α, για να κρατήσει κάποιον/να κρατηθεί στη ζωή. Έχουν αποδυθεί σε ~α αλληλοεξόντωσης. Αρχίζω/εγκαταλείπω τον/μπαίνω στον ~α. Κοινωνικοί/συνδικαλιστικοί/ταξικοί ~ες (πβ. πάλη). Ώρα για ~ες. Όλα κερδήθηκαν με ~ες. Πβ. κόντρα, σύγκρουση. 2. (ειδικότ.) μάχη, πόλεμος, συμπλοκή: αιματηρός/άνισος/απελευθερωτικός (πβ. εξέγερση, ξεσηκωμός)/ένοπλος ~. ~ για την ανεξαρτησία/ελευθερία. Εθνικοί ~ες.|| Ο Αγώνας (: η Ελληνική Επανάσταση του 1821). 3. οργανωμένη αναμέτρηση, διαγωνισμός με στόχο τη νίκη: (ΑΘΛ.) διασυλλογικός/ζωντανός (: σε απευθείας μετάδοση)/ισόπαλος/κρίσιμος/μαγνητοσκοπημένος/συναρπαστικός/(ημι)τελικός/φιλικός ~. ~ βόλεϊ/μπάσκετ/πάλης/ποδοσφαίρου (ή ποδοσφαιρικός ~, πβ. ματς, παιχνίδι, συνάντηση)/πυγμαχίας/ταχύτητας. ~-ρεβάνς/πρόκριση. Ο ~ θα διεξαχθεί αύριο/έληξε. Στιγμιότυπα από τον ~α. Διεκδικώ/κερδίζω/χάνω τον ~α. Αθλητικοί/βαλκανικοί/διεθνείς/επίσημοι/παγκόσμιοι/πανευρωπαϊκοί ~ες. ~ες αυτοκινήτου (ράλι)/ποδηλασίας (ή ποδηλατικοί ~ες).|| Θεατρικοί/μαθηματικοί/μουσικοί/ποιητικοί/ρητορικοί ~ες. Ανάληψη/ασφάλεια/βαθμολόγηση/έναρξη/πραγματοποίηση (των) ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστικός αγώνας: δίκη: Έκανε/διεξήγαγε/κέρδισε έναν μακροχρόνιο ~ό ~α. Εμπλέκομαι σε ~ό ~α., αγώνας δρόμου βλ. δρόμος, αγώνας μπαράζ βλ. μπαράζ, αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανένδοτος αγώνας βλ. ανένδοτος, γυμνικοί αγώνες βλ. γυμνικός, Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, κίτρινο φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός, Παραολυμπιακοί Αγώνες βλ. παραολυμπιακός, προκριματικός (αγώνας) βλ. προκριματικός, ροζ φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, φύλλο αγώνα βλ. φύλλο, Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό: για πρόσωπο που έδωσε αγώνα, μένοντας πιστό στα ιδανικά του και στοχεύοντας στην ηθική τελείωσή του., αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου: πολύ κρίσιμος, καθοριστικός αγώνας: Διεξάγεται ~ ~. Βλ. ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου. [< γαλλ. lute entre la vie et la mort], Αγώνες Καλής Θέλησης: διεθνείς αθλητικοί αγώνες για την κατανόηση και συμφιλίωση των λαών. [< αγγλ. Goodwill Games, 1986] , άνευ αγώνα/αγώνος (λόγ.): ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που επιτυγχάνεται χωρίς αναμέτρηση των δύο ομάδων, αλλά κατόπιν επίσημης απόφασης: νίκη/πρόκριση ~ ~. Αποκλείστηκε/πέρασε ~ ~ (: ενν. από/στον επόμενο γύρο διοργάνωσης). Πβ. στα χαρτιά., νυν υπέρ πάντων ο αγών (επίσ.) : για περιπτώσεις που χρειάζεται συσπείρωση όλων των δυνάμεων για την επίτευξη ενός υψηλού στόχου. [< αρχ. ἀγών]

ακαταλόγιστος

ακαταλόγιστος, η, ο [ἀκαταλόγιστος] α-κα-τα-λό-γι-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από ή αποδίδεται σε απερισκεψία, παραλογισμό: ~η: επιθυμία/επιπολαιότητα/συμπεριφορά. ~ες: πράξεις/συνέπειες. 2. ΝΟΜ. που δεν μπορούν να του αποδοθούν ευθύνες για αξιόποινη πράξη: Είναι νομικά/ποινικά ~ο πρόσωπο. ~ για τις αδικοπραξίες του. Ο δράστης αθωώνεται, αν είναι πλήρως ~. ΣΥΝ. ανεύθυνος (2) ● Ουσ.: ακαταλόγιστο (το): ΝΟΜ. η μη απόδοση ευθύνης για αξιόποινη πράξη: το ~ των λόγων/πράξεων. Aθώος λόγω ~ου. Έχει το ~ λόγω ηλικίας/της κατάστασης της υγείας του/μειωμένης αντίληψης/ψυχοπάθειας.|| (προφ.-ειρων.) Είναι ερωτευμένος κι έχει το ~ (: δικαιολογείται η συμπεριφορά του)! ΑΝΤ. καταλογιστό(ν) [< γαλλ. irresponsabilité] ● επίρρ.: ακαταλόγιστα [< γαλλ. irresponsable]

ανατρέπω

ανατρέπω [ἀνατρέπω] α-να-τρέ-πω ρ. (μτβ.) {ανέτρε-ψα (σπάν.) ανάτρε-ψα, ανατράπ-ηκε (λόγ. ανετράπη, μτχ. ανατραπείς, -είσα, -έν, ανατρεπ-όμενος), ανατραπ-εί, ανατρέπ-οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) συντελώ (με αιφνιδιαστικό τρόπο), ώστε να πάψει να ισχύει κάτι: Μελέτη που ~ει τα έως τώρα δεδομένα. Η κακοκαιρία ~ψε (= ματαίωσε, χάλασε) τα σχέδιά τους. Κατάφερε να ~ψει (= να ανασκευάσει, αντικρούσει, καταρρίψει) τις κατηγορίες σε βάρος του. ~ηκαν (= μεταβλήθηκαν άρδην) οι ισορροπίες/οι κυρίαρχες αντιλήψεις/τα προγνωστικά. Δεν μπορεί να ~εί η απόφαση (= να ακυρωθεί, αναιρεθεί, καταργηθεί)/το αρνητικό κλίμα (= να αναστραφεί, αντιστραφεί). Πβ. φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω. 2. αναποδογυρίζω: Το αυτοκίνητο ~ηκε (= ντελαπάρισε, τούμπαρε). Η βάρκα κινδύνευσε να ~εί (= μπατάρει) λόγω της θαλασσοταραχής. 3. ενεργώ συνήθ. βίαια, ώστε να αφαιρεθεί η εξουσία από κάποιον: Προσπάθησαν να ~ψουν την κυβέρνηση (πβ. ρίχνω)/το πολίτευμα (= να το καταλύσουν). ~έν: καθεστώς. (για πρόσ.) Ο ηγέτης ~ηκε (= (εξ)έπεσε, καθαιρέθηκε). ~είς: Πρόεδρος. 4. (σε αθλητικό αγώνα) ρίχνω κάτω τον αντίπαλό μου: Ο παίκτης ~ηκε μέσα στη μικρή περιοχή (βλ. πέναλτι). ● ΦΡ.: ανατρέπω το σκηνικό (μτφ.): αλλάζω εντελώς την κατάσταση: Με την πρωτοβουλία του ~ψε ~. Το σκηνικό ~ηκε πλήρως στο δεύτερο ημίχρονο. ● βλ. ανατρεπόμενος [< αρχ. ἀνατρέπω ‘αναποδογυρίζω, τα κάνω άνω κάτω’, γαλλ. renverser]

ανεκτικός

ανεκτικός, ή, ό [ἀνεκτικός] α-νε-κτι-κός επίθ. & (σπάν.-προφ.) ανεχτικός: που χαρακτηρίζεται από (μεγάλη) ανοχή: ~ή: διάθεση/κοινωνία/νομοθεσία/στάση. ~ απέναντι στο διαφορετικό/στους ξένους (ΑΝΤ. μισαλλόδοξος). Είναι ~ή με τους άλλους/μαζί του. Πβ. ανοιχτός, διαλλακτικός. Βλ. ελαστ-, υπομονετ-, υποχωρητ-ικός, επιεικής.|| Mη ~ό δέρμα (: ευαίσθητο). [< μτγν. ἀνεκτικός, γαλλ. tolérant]

αποκλεισμός

αποκλεισμός [ἀποκλεισμός] α-πο-κλει-σμός ουσ. (αρσ.) 1. απαγόρευση εισόδου, εξόδου, διέλευσης, διακοπή της επικοινωνίας με τον έξω κόσμο: δίωρος/συμβολικός ~ της κυκλοφορίας από τους αγρότες (πβ. μπλόκο). ~ του λιμένα/της πρεσβείας από τους διαδηλωτές. ~ της περιοχής από τους αστυνομικούς (βλ. περικύκλωση). Πβ. κλείσιμο, μπλοκάρισμα.|| ~ των ορεινών χωριών από την κακοκαιρία.|| Γεωγραφικός ~ του νησιού. Βλ. άγονη γραμμή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναδυόμενων παραθύρων. 2. στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής, εξαίρεση: αδικαιολόγητος/αυθαίρετος ~. Οικονομικός (πβ. εμπάργκο)/πολιτικός/σχολικός/τεχνολογικός/ψηφιακός ~. ~ υποψηφίου από τις εξετάσεις (πβ. κόψιμο).|| (ΑΘΛ.) Οριστικός/προσωρινός ~ από τους αγώνες. Του επιβλήθηκε ~ ενός χρόνου για χρήση αναβολικών (: ως ποινή). ~ της ομάδας από τον τελικό (: λόγω ήττας). 3. ΣΤΡΑΤ. (σε περίοδο πολέμου) παρεμπόδιση από εχθρική δύναμη της επικοινωνίας μιας περιοχής με άλλες, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα ανεφοδιασμού: αεροπορικός/ηπειρωτικός/θαλάσσιος/ναυτικός/στρατιωτικός/χερσαίος ~. ~ των λιμανιών/της πόλης. ~ από τον στόλο/στρατό. ~ από αέρος/θαλάσσης/ξηράς. Τα πλοία (δι)έσπασαν τον ~ό. Πβ. πολιορκία. 4. απόρριψη πιθανότητας: ~ του ενδεχόμενου να παραιτηθεί. ~ κάθε σκέψης για ανακωχή.|| ~ ευθύνης για ζημίες. 5. ΙΑΤΡ. διαταραχή των διεγέρσεων που προκαλούν τις συστολές της καρδιάς· απόφραξη, αναισθησία μιας περιοχής: καρδιακός/κολποκοιλιακός ~.|| Παρασπονδυλικός ~. ~ νεύρων. ● ΣΥΜΠΛ.: αμοιβαίος αποκλεισμός: ΠΛΗΡΟΦ. συνθήκη που εμποδίζει την παράλληλη εκτέλεση κρίσιμων τμημάτων δύο διεργασιών: ~ ~ με χρήση λογισμικού. [< αγγλ. mutual exclusion] , ανταγωνιστικός αποκλεισμός: ΟΙΚΟΛ. αδυναμία συνύπαρξης επ’ αόριστον δύο ειδών στην ίδια οικοθέση λόγω περιορισμένων πόρων, με αποτέλεσμα τον αφανισμό ή την απομάκρυνσή τους. || (ΒΙΟΧ.). ~ ~ παθογόνων μικροοργανισμών. [< αγγλ. competitive exclusion] , εμπορικός αποκλεισμός: ΟΙΚΟΝ. διακοπή των εμπορικών συναλλαγών μιας ή περισσότερων χωρών με άλλη, κυρ. για πολιτικούς λόγους: ~ ~ (κατά) της .../μεταφορών (Διεθνούς δικτύου). Ήρθη (εντελώς) ο ~ ~. Αποφασίστηκε/επιβλήθηκε ~ ~ στις εισαγωγές προϊόντων από ... Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή/ο ΟΗΕ απείλησε την ... με ~ό ~ό. Πβ. μποϊκοτάζ. ΣΥΝ. εμπάργκο (1), κοινωνικός αποκλεισμός & κοινωνική απομόνωση : περιθωριοποίηση ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων: ~ ~ μεταναστών/τοξικομανών/τσιγγάνων/ψυχικά άρρωστων. Άτομα που υφίστανται ~ό ~ό. Βλ. γκετοποίηση. ΑΝΤ. ενσωμάτωση, κοινωνική ένταξη [< μτγν. ἀποκλεισμός, γαλλ.-αγγλ. exclusion 3: γαλλ. blocus 5: αγγλ. block]

δυσεφάρμοστος

δυσεφάρμοστος, η, ο δυ-σε-φάρ-μο-στος επίθ. (επίσ.): που δύσκολα μπορεί να εφαρμοστεί: ~η: απόφαση/λύση. ~α: μέτρα. Θεωρία ~η στην πράξη. Βλ. ανεφάρμοστος.

εγρήγορση

εγρήγορση [ἐγρήγορση] ε-γρή-γορ-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) κατάσταση ετοιμότητας: αγωνιστική/διαρκής/πνευματική/συνεχής/σωματική ~. ~ της κοινής γνώμης/της συνείδησης/των φορέων. Απαιτείται ~ και ανάληψη δράσεων. Πβ. επιφυλακή, προσοχή. 2. ΙΑΤΡ. κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εγκέφαλος κάποιου, όταν αυτός δεν κοιμάται: κύκλος ύπνου-~ης. ● ΦΡ.: σε εγρήγορση & (αρχαιοπρ.) εν εγρηγόρσει: σε κατάσταση επαγρύπνησης: Βρίσκομαι/είμαι ~ ~ για κάτι. Ο ανταγωνισμός μας κρατούσε ~ ~. Πβ. επί ποδός.|| Το μυαλό του είναι ~ ~. [< αρχ. ἐγρήγορσις ‘το να είναι κάποιος ξάγρυπνος’, γαλλ. vigilance]

λιτότητα

λιτότητα λι-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. αυστηρή οικονομική πολιτική που χαρακτηρίζεται από υψηλή φορολογία χωρίς αυξήσεις στους μισθούς, με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος: σκληρή ~ (= οικονομία). Μονόπλευρη ~ σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές δαπάνες. ~ διαρκείας. Μέτρα/πρόγραμμα/προϋπολογισμός ~ας. Βλ. ανέχεια, ακρίβεια, συγκράτηση τιμών, ύφεση. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του λιτού: Διακόσμηση που χαρακτηρίζεται από δωρική ~ Πβ. απλότητα.|| Εκφραστική ~. Η ~ ενός κειμένου/του ύφους. Πβ. αυστηρ-, ελλειπτικ-, επιγραμματικ-, λακωνικ-ότητα.|| ~ στον τρόπο ζωής. Πβ. εγκράτεια, μέτρο, ολιγάρκεια. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: σχήμα λιτότητας: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο στη θέση μιας λέξης χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση, για να μετριαστεί η κατηγορηματικότητα ή απολυτότητα μιας δήλωσης: -Πώς είσαι; -Όχι και τόσο καλά (~ ~ αντί του "άσχημα"). Δεν μου φαίνεται έξυπνος (~ ~ αντί του "μου φαίνεται χαζός"). [< μτγν. λιτότης, γαλλ. litote, αγγλ. litotes] [< 1: αγγλ. austerity, 1942 2: αρχ. λιτότης]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

ορός

ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]

παραβλέπω

παραβλέπω πα-ρα-βλέ-πω ρ. (μτβ.) {παρέβλε-ψα (προφ.) παράβλεψα, παραβλέπ-οντας}: δεν λαμβάνω υπόψη μου κάτι, αδιαφορώ, συνήθ. σκόπιμα: Χωρίς να ~ τα αρνητικά σημεία, θεωρώ ότι τα θετικά υπερισχύουν. Δεν μπορώ να ~ συνέχεια τα λάθη του (πβ. ανέχομαι, αντιπαρέρχομαι, παρακάμπτω). ~ει τις εντολές του/τους κινδύνους (πβ. αψηφώ). ~ψαν (= παρέλειψαν) να μας ενημερώσουν. ~οντας το γεγονός ότι ... Πβ. παρορώ. ΣΥΝ. αγνοώ (2), παραθεωρώ ● ΦΡ.: βλέπω και παραβλέπω (προφ.-εμφατ.): βλέπω πάρα πολύ καλά. [< μτγν. παραβλέπω]

προηγούμενο

προηγούμενο προ-η-γού-με-νο ουσ. (ουδ.) {προηγουμέν-ου | -ων}: ενέργεια, συμβάν που έχει γίνει στο παρελθόν και αποτελεί σημείο αναφοράς, θετικό ή αρνητικό παράδειγμα: νομικό ~. Η παρούσα συμφωνία αποτελεί/συνιστά ~ για οποιεσδήποτε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Δεν υπάρχει ανάλογο/παρόμοιο/τέτοιο ~ στη διεθνή πρακτική/στην παγκόσμια ιστορία/στα χρονικά. Ξεπέρασαν κάθε ~ οι δηλώσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό. Η παραβίαση των συνόρων δημιουργεί ~α.προηγούμενα (τα): λόγια, επιχειρήματα που έχουν προαναφερθεί: Όπως προκύπτει/συνάγεται από τα ~ ... Όλα τα ~ θα παραμείνουν στη σφαίρα των θεωρητικών αναζητήσεων (= τα προαναφερθέντα). Επανάληψη/περίληψη των ~ων. ● ΦΡ.: άνευ προηγουμένου & χωρίς προηγούμενο/δεν έχει προηγούμενο: που δεν έχει ξαναγίνει: Δέχεται μια άνευ ~ επίθεση από τους κριτικούς. Προέβησαν σε μια χωρίς ~ οικονομική εκμετάλλευση της περιοχής. Η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού δεν έχει ~.|| Το θράσος/η κακία του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. πρωτοφανής [< γαλλ. sans précédent] , έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον: έχω άλυτες διαφορές, ανοιχτούς λογαριασμούς: Ο διευθυντής ~ει ~ μαζί του, γι' αυτό του κάνει τη ζωή μαρτύριο., καλό/κακό προηγούμενο: παράδειγμα προς μίμηση/αποφυγή: Η επιτυχής έκβαση του προγράμματος αποτελεί ένα καλό ~ για τα επόμενα. Η λανθασμένη πρακτική τους είναι/συνιστά κακό ~. [< γαλλ. bon/mauvais antécédent] [< ουδ. της μτχ. προηγούμενος]

σημασία

σημασία ση-μα-σί-α ουσ. (θηλ.) {σημασιών} 1. αξία, σπουδαιότητα που αποδίδεται σε κάτι (γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια, κατάσταση, ζήτημα, συναίσθημα): διαχρονική/εθνική/επικοινωνιακή/επιστημονική/θρησκευτική/καίρια/κομβική/οικονομική/ουσιαστική/περιβαλλοντική/πολύπλευρη/πρωτεύουσα/συμβολική/συνολική ~. Αναγνωρίζω/υποτιμώ την ιστορική ~ ενός κινήματος. Αναδεικνύω/κατανοώ/υπογραμμίζω τη(ν) θεωρητική/κοινωνική/πρακτική ~ ενός θέματος/προβλήματος. Η ~ της σωστής διατροφής για τα παιδιά. Τροφή με μεγάλη βιολογική ~. Η ~ της αγάπης/της ζωής/της συμμετοχής/(προφ.) του να έχεις καλούς φίλους. Η προστασία του περιβάλλοντος έχει ζωτική/καθοριστική ~ για την ποιότητα ζωής. Ιαματικές πηγές τουριστικής ~ας. Σπουδαίας βαθμολογικής ~ας νίκη. Συμφωνία στρατηγικής ~ας. Καθοριστικής/κρίσιμης ~ας (τομείς). Ευρήματα ελάσσονος/μείζονος ~ας. Έργο που αποκτά ιδιάζουσα/κεντρική/σημαίνουσα ~. Είναι θεμελιώδους/υψίστης ~ας να ... Έχει αποδοθεί ιδιαίτερη ~ στη ... Δεν θέλω να μειώσω τη ~ της επιτυχίας του. Πβ. βαρύτητα. 2. ΓΛΩΣΣ. έννοια γλωσσικού στοιχείου, συνήθ. λέξης ή φράσης, εκτός συμφραζομένων, εννοιολογικό περιεχόμενο ενός σημείου: αλληγορική/αρχική/βασική/(συνυπο)δηλωτική/ειδική/κυριολεκτική/μεταφορική/τρέχουσα ~. ~ μορφήματος/όρου. Γραμματική/κειμενική/λεξική (πβ. σημαινόμενο)/προτασιακή ~. Οι διαφορετικές ~ες μιας λέξης (βλ. πολυσημία). Λέξεις που έχουν την ίδια ~ (βλ. συνωνυμία, ταυτοσημία). Δεν έχεις καταλάβει τη ~ των λόγων/του μηνύματός του (πβ. νόημα, περιεχόμενο). Η ~ της χειρονομίας. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύνουσα σημασία βλ. βαρύνων, ήσσονος/δευτερεύουσας σημασίας βλ. ήσσων & ήττων ● ΦΡ.: άνευ σημασίας (λόγ.) & χωρίς σημασία: χωρίς αξία, σπουδαιότητα: Είναι ~ ~ το γεγονός. Κάποιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν το θέμα ως ~ ~. Δεν είναι ~ ~ να ... Ήττα χωρίς ~. ΣΥΝ. επουσιώδης ΑΝΤ. ουσιώδης, δίνω σημασία (προφ.): ενδιαφέρομαι για, ασχολούμαι με κάποιον ή κάτι: Μη ~εις ~ στις κακίες/συκοφαντίες (πβ. αδιαφορώ). Κανείς δεν τους έδωσε ~., έχει σημασία & σημασία έχει: έχει αξία, είναι σημαντικό: ~ ~ να τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Εκείνο που έχει ~ είναι να ... Δεν έχει (καμιά απολύτως) ~ τι πιστεύω εγώ., με όλη τη σημασία της λέξης (εμφατ.): για να αποδοθεί θετική συνήθ. ιδιότητα στο μέγιστο βαθμό στο ουσιαστικό που προηγείται: άνθρωπος/ήρωας/ομάδα/τελικός ~ ~. Άντρας/γυναίκα ~ ~ (= με άλφα/γάμμα κεφαλαίο, πβ. εκατό τοις εκατό, με τα όλα του/της).|| Σε θαυμάζω ~ ~. [< γαλλ. dans tout le sens du mot] , τι σημασία έχει;: (ως ρητορ. ερώτηση) δεν έχει κανένα νόημα, δεν είναι σημαντικό: ~ ~ ποιος το έγραψε; ~ ~ αν ήρθε χθες ή προχθές; Άλλωστε, ~ ~;, με νόημα/σημασία βλ. νόημα [< 1: αγγλ. significance 2: μτγν. σημασία, αγγλ. meaning]

τούτος

τούτος, η, ο [τοῦτος] τού-τος δεικτ. αντων. {χωρ. κλητ.} & ετούτος (προφ.): αυτός: Ποιος είναι ~;|| ~ ο χειμώνας είναι ο χειρότερος. Η φωνή της λογικής είναι επιτακτική ~η τη στιγμή (= τώρα). Είχαμε φασαρίες ~ες τις μέρες.|| Έβγαλα ~ο το συμπέρασμα. Όλα ~α φαίνονται σήμερα πολύ μακρινά. Μιλήσαμε για ~α και για κείνα. ~ο δεν σημαίνει όμως ότι ... Και όχι μόνο ~ο, αλλά ... ● ΦΡ.: άνευ τούτου (λόγ.): χωρίς αυτό., για τούτο & (λόγ.) διά τούτο: γι' αυτό., επί τούτου 1. & (σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο: για τον λόγο ή τον σκοπό αυτό, επίτηδες: Το κάνει ~ ~, για να με εξοργίσει. Ο νόμος έγινε ~ ~ (πβ. ad hoc). Ο διαγωνισμός διενεργείται από την ~ τούτω συγκροτηθείσα επιτροπή. 2. σχετικά με αυτό: Θα ενημερωθείτε ~ ~. Η κυβέρνηση δεν θα τοποθετηθεί ~ ~. Ουδέν σχόλιον ~ ~!, και τούτο και το άλλο: για να δηλωθεί σειρά πραγμάτων, χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες: Ας πάψουν επιτέλους να ζητάνε ~ ~., προς τούτο (λόγ.): για τον σκοπό, τον λόγο αυτό: Για τη λειτουργία του γραφείου απαιτείται ειδική ~ ~ άδεια., προς τούτοις (λόγ.): επιπλέον, επιπρόσθετα: ~ ~ αναφέρω ότι ... ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, προσέτι, τούτος εδώ/'δω (εμφατ.): Δεν έχω περάσει ξανά από ~α ~ τα μέρη.|| ~ ~ έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Μας αφηγήθηκε ~η 'δω την ιστορία (= την ακόλουθη)., ως εκ τούτου (λόγ.): επομένως, συνεπώς: επιχειρήματα αναληθή και ~ ~ παραπλανητικά., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, εκτός/πέραν αυτού/τούτου βλ. εκτός, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! βλ. καλός, μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, τούτου δοθέντος βλ. δοθείς [< μεσν. τούτος]

υπουργός

υπουργός [ὑπουργός] υ-πουρ-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): μέλος της κυβέρνησης που προΐσταται υπουργείου: απερχόμενος/πρώην/πρωτοκλασάτος/συναρμόδιος ~. Γραφείο/δελτίο τύπου/δήλωση/έγκριση/επίσημη επίσκεψη/θητεία (= υπουργία)/μήνυμα/ομιλία/παραίτηση/παρέμβαση/χαιρετισμός του ~ού. Κοινή απόφαση/κόντρα ~ών για ... Νόμος περί ευθύνης ~ών. Άτυπη σύνοδος των ~ών Υγείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανέλαβε/διετέλεσε/διορίστηκε ~. Ο ~ εξήγγειλε μέτρα/κατέθεσε νομοσχέδιο για ... Βλ. πρωθ~, υπερ~, υφ~. ● Υποκ.: υπουργίσκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αναπληρωτής/αναπληρώτρια υπουργός βλ. αναπληρωτής, αναπληρώτρια, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης/Συμβούλιο των Υπουργών βλ. συμβούλιο, υπουργός/υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ βλ. πρωθυπουργός ● ΦΡ.: υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (λόγ.) & (σπάν.) χωρίς χαρτοφυλάκιο: μέλος του υπουργικού συμβουλίου που δεν αναλαμβάνει συγκεκριμένο υπουργείο, υπουργός επικρατείας: ~ ~ (αρμόδιος) για θέματα ... [< αρχ. ὑπουργός 'που προσφέρει υπηρεσία, βοηθός', παλαιότ. μινίστρος, ιταλ. ministro, γαλλ. ministre]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.