Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4800-4820]


  • ανεχτός , ή, ό βλ. ανεκτός
  • ανεψιός βλ. ανιψιός
  • ανή- βλ. α- & αν-
  • ανήγαγα βλ. ανάγω
  • ανήγγειλα βλ. αναγγέλλω
  • ανήγγελα βλ. αναγγέλλω
  • ανήγειρα βλ. ανεγείρω
  • ανήθικος , η, ο [ἀνήθικος] α-νή-θι-κος επίθ.: που αντιβαίνει στους κανόνες της ηθικής: ~ος: σκοπός/τρόπος ζωής (πβ. έκλυτος). ~η: πρόταση/συμπεριφορά/χειρονομία (πβ. ασελγής). ~ο: μυαλό (= διεφθαρμένο). ~α: μέσα. Κείμενα ~ου ή προσβλητικού περιεχομένου. Βρίσκω/θεωρώ (απολύτως) ~ο να ... ~ες και παράνομες πράξεις. Πβ. αισχρός, ανίερος, αχρείος, πρόστυχος, φαύλος.|| (ΝΟΜ.) ~η: αιτία/σύμβαση. ΑΝΤ. ηθικός (2) ● επίρρ.: ανήθικα [< γαλλ. immoral]
  • ανηθικότητα [ἀνηθικότητα] α-νη-θι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): απουσία ηθικής· κατ' επέκτ. ανήθικος λόγος ή πράξη: πολιτική ~. Η ~ του πολέμου.|| Βωμολοχίες και ~ες. Πβ. αισχρ-, αχρει-, φαυλ-ότητα, προστυχιά. ΑΝΤ. ηθικότητα [< γαλλ. immoralité]
  • άνηθος [ἄνηθος] ά-νη-θος ουσ. (αρσ.) & άνηθο (το): ΒΟΤ. αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Anethum graveolens), που χρησιμοποιείται ως άρτυμα στη μαγειρική: φυλλαράκια ~ου. Ένα ματσάκι ~ο. Βλ. μαϊντανός. [< αρχ. ἄνηθον]
  • ανήκεστος , ος/η, ο [ἀνήκεστος] α-νή-κε-στος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που δεν είναι δυνατό να διορθωθεί· ανεπανόρθωτος: ~η: ζημιά. ~ες: συνέπειες. Πβ. αγιάτρευτος, αθεράπευτος, ανίατος. ΑΝΤ. επανορθώσιμος ● επίρρ.: ανήκεστα ● ΣΥΜΠΛ.: ανήκεστος/ανήκεστη βλάβη: φθορά που δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί, να θεραπευθεί: ~ (οικονομική/σωματική) ~. Υπέστη ~ο ~. Αποφυλακίστηκε λόγω ~έστου ~ης της υγείας του. [< αρχ. ἀνήκεστος]
  • ανήκουστος , η, ο [ἀνήκουστος] α-νή-κου-στος επίθ. (λόγ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) & (λαϊκό-λογοτ.) ανάκουστος: που δεν έχει ξανακουστεί, ξαναγίνει και κυρ.-κατ' επέκτ. ασυνήθιστος, πρωτόγνωρος: ~ες: μελωδίες. || ~η: απόφαση/σκληρότητα. ~ο: δράμα/θράσος. ~οι: χαρακτηρισμοί. ~α: πράγματα. Αυτό που έγινε ήταν από τα ~α. Υποβλήθηκαν σε ~α βασανιστήρια.|| (ως ουσ.) Είπε/συνέβη το εξής ~ο ... (= αμίμητο). Πβ. αδιανόητος, απαράδεκτος, απίστευτος, πρωτοφανής. ΣΥΝ. πρωτάκουστος ● επίρρ.: ανήκουστα [< αρχ. ἀνήκουστος, μεσν. ανάκουστος]
  • ανήκω [ἀνήκω] α-νή-κω ρ. (αμτβ.) {συνήθ. γ' πρόσ. ανήκε, μτχ. ανήκοντας} (+ σε): είμαι μέλος, μέρος, τμήμα ευρύτερου συνόλου: ~ στον δημόσιο/ιδιωτικό τομέα. Δεν ~ει σε καμιά ομάδα/κανένα κόμμα. ~ει στην κατηγορία των μη προνομιούχων. Πβ. εντάσσομαι, περιλαμβάνομαι, συγκαταλέγομαι.ανήκει 1. αποτελεί κτήμα, ιδιοκτησία κάποιου, υπάγεται στη δικαιοδοσία του: Σε ποιον ~ το σπίτι; Η γη/το χωράφι τούς ~ (= είναι δικό τους). Τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του ~ουν στους κληρονόμους του. Η χορήγηση της άδειας δεν ~ στις αρμοδιότητες του ... (= εμπίπτει).|| (μτφ.) Η ζωή/το μέλλον σάς ~. 2. αρμόζει, ταιριάζει, αναλογεί: Κάθε έπαινος/κάθε τιμή τούς ~ (= πρέπει). Θέλει να παίξει τον ρόλο που τής ~ (= αντιστοιχεί). ● Ουσ.: ανήκειν (το) (λόγ.): το να ανήκει κάποιος κάπου: η αίσθηση/ανάγκη τού ~. ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία βλ. ιστορία, δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο βλ. κόσμος [< μτγν. ἀνήκω]
  • ανηλεής , ής, ές [ἀνηλεής] α-νη-λε-ής επίθ. {ανηλε-ούς | -είς (ουδ.-ή)} & ανήλεος (απαιτ. λεξιλόγ.): ανελέητος: ~ής: πόλεμος. ● επίρρ.: ανηλεώς [-ῶς] (λόγ.) [< αρχ. ἀνηλεής]
  • ανήλθα βλ. ανέρχομαι
  • ανήλιαγος , η, ο [ἀνήλιαγος] α-νή-λια-γος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): ανήλιος: οι ~ες μέρες του χειμώνα.|| (μτφ.) ~η: ζωή.
  • ανήλικος , η, ο [ἀνήλικος] α-νή-λι-κος επίθ./ουσ. {-ου (λόγ.) -ίκου}: που δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του: ~ος: κληρονόμος. ~ο: τέκνο. ~ες: μητέρες. ~α: μέλη της οικογένειας.|| (ως ουσ.) Ασυνόδευτοι ~οι. Παραβατικότητα/φυλακή ~ίκων. Ίδρυμα προστασίας ~ίκων. Κέντρα υποδοχής για ~ίκους. Βλ. μεσ-, υπερ-ήλικος. ΑΝΤ. ενήλικος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποπλάνηση ανηλίκου: ΝΟΜ. ποινικό αδίκημα που αφορά ασέλγεια (συνήθ. από άνδρα) σε βάρος προσώπου ηλικίας κάτω των δεκαπέντε ετών: ~ ~ κατ' εξακολούθηση., Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων βλ. κατάστημα ● ΦΡ.: (αυστηρώς) ακατάλληλο για ανηλίκους & (σπάν.-λόγ.) δι' ανηλίκους (επίσ.): οτιδήποτε κρίνεται ή θεωρείται επιβλαβές ή δεν ενδείκνυται για παιδί ή έφηβο: ταινία ~η ~. Ειδικό πρόγραμμα προστατεύει από ιστοσελίδες με ~ ~ περιεχόμενο. [< μτγν. ἀνήλικος]
  • ανηλικότητα [ἀνηλικότητα] α-νη-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & ανηλικιότητα (επίσ.): η ιδιότητα του ανηλίκου. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ενηλικιότητα [< μεσν. ανηλικιότης, γαλλ. minorité]
  • ανήλιος , α, ο [ἀνήλιος] α-νή-λι-ος επίθ. (λόγ.): που δεν φωτίζεται από το ηλιακό φως: ~ο: υπόγειο. Πβ. σκοτεινός. ΣΥΝ. ανήλιαγος ΑΝΤ. ευήλιος, ηλιόλουστος, προσήλιος, φωτεινός (2) [< αρχ. ἀνήλιος]
  • ανήμερα [ἀνήμερα] α-νή-με-ρα επίρρ. {+ αιτ. ή γεν.}: την ίδια, τη συγκεκριμένη αυτή μέρα: ~ του Αγίου .../Χριστούγεννα. [< μεσν. ανήμερα]

α- & αν-

α- & αν- & ά- & άν- & ανή-: πρόθημα λέξεων που δηλώνει έλλειψη, στέρηση (στερητικό άλφα): ά-οπλος/~υπνος. Α-όρατος/~κατανόητος. Αν-εκτίμητος/~εξάρτητος/~υπόφορος. Ανή-μπορος. Βλ. ανε- & ανέ-.

αναγγέλλω

αναγγέλλω [ἀναγγέλλω] α-ναγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {ανήγγειλα (προφ.) ανάγγειλα, αναγγέλλ-εται, αναγγέλ-θηκε, μτχ. -θείς, -θείσα, -θέν} (λόγ.) 1. γνωστοποιώ, ανακοινώνω κάτι σε ευρύ κύκλο ανθρώπων, επίσημα ή μη: ~ ένα ευχάριστο γεγονός. Τους ανήγγειλε την απόφασή του να ... Δεν έχει αναγγείλει ακόμα την υποψηφιότητά του. ~θηκαν τα αποτελέσματα. ~θέν: μέτρο/πρόγραμμα δράσης. Αναβάλλεται η ~θείσα συνεδρίαση. Πβ. δημοσιο-, κοινο-ποιώ, εξαγγέλλω.|| (επίσ.) ~θηκε η άφιξή του. 2. προαναγγέλλω, προμηνύω: ~εται η έλευση μιας νέας εποχής. [< αρχ. ἀναγγέλλω, γαλλ. annoncer, notifier]

ανάγω

ανάγω [ἀνάγω] α-νά-γω ρ. (μτβ.) {αόρ. ανήγαγε, ανάγεται, (λόγ.) ανήχθη, αναγ-όμενος} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.) αποδίδω κάτι σε συγκεκριμένη αιτία: Όλα ~ονται στην αδιαλλαξία τους. 2. (επιστ.) μετατρέπω σε κάτι ισοδύναμο: ~ καθαρό ποσό σε ακαθάριστο. Πβ. μετασχηματίζω. ● Παθ.: ανάγεται 1. χρονολογείται, τοποθετείται χρονικά, υπάγεται: Έθιμο που ~ σε περασμένους αιώνες.|| Θέμα ~όμενο στη δικαιοδοσία ... 2. (σπάν.) μετατρέπεται, μεταβάλλεται, εξελίσσεται: Η υπόθεση έχει περιπλακεί τόσο που ανήχθη σε μείζον ζήτημα (= αναδείχτηκε σε). ● ΦΡ.: ανάγω (κάτι) σε επιστήμη (αρνητ. συνυποδ.-ειρων.): διενεργώ κάτι συστηματικά και μεθοδικά: Ανήγαγε (= μετέτρεψε)/έχει αναγάγει τις απάτες ~. [< αρχ. ἀνάγω, γαλλ. réduire]

ανεγείρω

ανεγείρω [ἀνεγείρω] α-νε-γεί-ρω ρ. (μτβ.) {ανέγειρ-ε (λόγ. ανήγειρε), ανεγείρει, ανεγέρθηκε (λόγ. ανηγέρθη, μτχ. ανεγερθ-είς, -είσα, -έν), ανεγερθεί, ανεγειρ-όμενος, -οντας} (επίσ.) & (προφ.) αναγείρω: κατασκευάζω οικοδομήματα: ~ μνημείο/οικοδομή. Η εταιρεία θα ~ει συγκρότημα γραφείων στη λεωφόρο ... Ανήγειραν ναό στον τόπο ευρέσεως της εικόνας. Το κτίριο ανεγέρθηκε με κονδύλια του ... Βλ. νεοανεγειρόμενος. ΣΥΝ. οικοδομώ (1), χτίζω [< αρχ. ἀνεγείρω]

ανεκτός

ανεκτός, ή, ό [ἀνεκτός] α-νε-κτός επίθ. & (προφ.) ανεχτός: που μπορεί κάποιος να τον ανεχτεί, να τον υπομείνει: ~ός: θόρυβος/πόνος. ~ή: ζέστη. ~ό: αποτέλεσμα/κόστος/σφάλμα. ~οί: όροι/περιορισμοί. ~ές: συνθήκες. ~ά: προβλήματα. Μη ~ή κατάσταση/λύση. Μέγιστη ~ή δόση φαρμάκου. Διασφάλιση ~ού βιοτικού επιπέδου. Τέτοια συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει (άλλο) ~ή.|| (ως ουσ.) Στα όρια του ~ού. ΣΥΝ. υποφερτός (1) ΑΝΤ. ανυπόφορος, αφόρητος [< αρχ. ἀνεκτός, γαλλ. tolérable]

ανέρχομαι

ανέρχομαι [ἀνέρχομαι] α-νέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ανήλθα, να/θα ανέλθω, ανέλθει, μτχ. ανερχ-όμενος} (απαιτ. λεξιλόγ.) ΣΥΝ. ανεβαίνω 1. κινούμαι προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο· (μτφ.) εξελίσσομαι, προοδεύω, αποκτώ υψηλή θέση ή αξίωμα: ~ στο βήμα. Η στάθμη της θάλασσας ανήλθε. Η θερμοκρασία θα ανέλθει σταδιακά.|| Ανήλθε στην τρίτη θέση της διεθνούς κατάταξης. Ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο, για να πλουτίσει και να ανέλθει επαγγελματικά/κοινωνικά/οικονομικά (πβ. αναρριχώμαι, προάγομαι). ~όμενος: κλάδος/πολιτικός. ~όμενη: δύναμη. ~όμενο: ταλέντο. Είναι ταχύτατα ~όμενος. ΑΝΤ. κατεβαίνω (1), κατέρχομαι 2. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) (μτφ.) (για αριθμητικό ποσό ή ποσοστό) φτάνω σε κάποιο ύψος: Η δαπάνη/ο όγκος των συναλλαγών/η τιμή πώλησης/ο φόρος ~εται σε ... Στα δύο δισ. ευρώ ~εται το κόστος των ... Ο συνολικός προϋπολογισμός ~εται στα ... ευρώ. Ο αστικός πληθυσμός ~εται στο 57% του συνολικού πληθυσμού. Οι εισφορές/τα έξοδα/τα κέρδη ~ονται σε ... Στο 4% ανήλθε ο πληθωρισμός. Αμοιβή ~όμενη σε ... ευρώ. Πβ. φτάνω. ● ΣΥΜΠΛ.: ανερχόμενο αστέρι βλ. αστέρι [< 1: αρχ. ἀνέρχομαι 2: γαλλ. s' élever]

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

κατάστημα

κατάστημα κα-τά-στη-μα ουσ. (ουδ.) {καταστήμ-ατος | -ατα} (επίσ.) 1. μαγαζί: γωνιακό/εμπορικό/ηλεκτρονικό/κεντρικό/μεγάλο (βλ. πολυ~) ~. ~ αθλητικών/αφορολογήτων (βλ. ντιούτι φρι)/ηλεκτρικών/ηλεκτρονικών ειδών/υγειονομικού ενδιαφέροντος. Ιδιοκτήτης (= καταστηματάρχης)/βιτρίνα/ράφια/υπάλληλος ~ατος. Αλυσίδα/ωράριο ~άτων. Διατηρεί ~ παιχνιδιών/ρούχων/τροφίμων/υποδημάτων. Αύριο τα ~ατα θα είναι κλειστά. Βλ. πρατήριο. 2. κτίριο στέγασης δημόσιας υπηρεσίας, κοινωφελούς ιδρύματος, εταιρείας, οργανισμού· κατ' επέκτ. η ίδια η υπηρεσία: αστυνομικό/σωφρονιστικό (= φυλακή)/φιλανθρωπικό ~. Συνοικιακά ~ατα. Το κεντρικό ~ της Εθνικής Τράπεζας/των Ελληνικών Ταχυδρομείων. Βλ. υπο~.|| Δημαρχιακό (= δημαρχείο) ~. ● Υποκ.: καταστηματάκι (το): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: καταστηματάρα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων (ακρ. ΕΚΚΝ): αναμορφωτήριο., θεραπευτικό κατάστημα: ΝΟΜ. ίδρυμα στο οποίο παραπέμπονται εγκληματίες που έχουν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις, αλλά θεωρούνται ότι έχουν το ακαταλόγιστο λόγω π.χ. ψυχοδιανοητικών προβλημάτων ή χρήσης ουσιών: απεξάρτηση τοξικομανών σε ειδικό ~ ~., Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων & Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων: αναμορφωτήριο. [< μτγν. κατάστημα 'κατάσταση' 1: γαλλ. établissement de commerce 2: γαλλ. établissement]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

μαϊντανός

μαϊντανός μα-ϊ-ντα-νός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΟΤ. ποώδες αρωματικό φυτό (επιστ. ονομασ. Petroselinum crispum), τα φύλλα του οποίου χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα στη μαγειρική και σε σαλάτες: φρέσκος/ψιλοκομμένος ~. Σάλτσα ~ού. Ένα ματσάκι ~ό. Βλ. άνηθος, ρίγανη, σέλινο. ΣΥΝ. πετροσέλινο 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που εμφανίζεται πολύ συχνά στην τηλεόραση και εκφέρει άποψη πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Πβ. τηλε~. [< τουρκ. maydanoz]

μεσ-

μεσ- βλ. μεσο-

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.