Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [4840-4860]


  • ανθεκτικότητα [ἀνθεκτικότητα] αν-θε-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανθεκτικού, αντοχή: εξαιρετική/μεγάλη/υψηλή ~. Η ~ ενός κτιρίου/υλικού. ~ φυτού στην ξηρασία. ~ μικροβίων και ιών σε φάρμακα. Βακτήριο που αναπτύσσει/αποκτά ~. Πβ. επιβιωσιμότητα. Βλ. αντίσταση, -ότητα.|| Ψυχική ~. [< γαλλ. résistance]
  • ανθέλληνας [ἀνθέλληνας] αν-θέλ-λη-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.): αυτός που εχθρεύεται τους Έλληνες ή την Ελλάδα. ΣΥΝ. μισέλληνας ΑΝΤ. φιλέλληνας
  • ανθελληνικός , ή, ό [ἀνθελληνικός] αν-θελ-λη-νι-κός επίθ.: εχθρικός προς την Ελλάδα, τους Έλληνες και προς καθετί ελληνικό. ΣΥΝ. μισελληνικός ΑΝΤ. φιλελληνικός ● επίρρ.: ανθελληνικά
  • ανθελληνισμός [ἀνθελληνισμός] αν-θελ-λη-νι-σμός ουσ. (αρσ.): μισελληνισμός. Βλ. αφελληνισμός. ΑΝΤ. φιλελληνισμός
  • ανθέμιο [ἀνθέμιο] αν-θέ-μι-ο ουσ. (ουδ.) {ανθεμί-ου | -ων}: ΑΡΧΑΙΟΛ. ανάγλυφο ή ζωγραφισμένο διακοσμητικό μοτίβο που αναπαριστά άνθος με συμμετρικά φύλλα, τα οποία μοιάζουν με σπαθί, σε σχήμα βεντάλιας· κατ' επέκτ. κάθε διακοσμητικό στοιχείο όμοιο με φύλλο ή άνθος: ~ σε αέτωμα/ακροκέραμα/ζωφόρο. Μαρμάρινο ~ ως επίστεψη επιτάφιας στήλης. [< αρχ. ἀνθέμιον ‘λουλούδι’]
  • ανθεμωτός , ή, ό [ἀνθεμωτός] αν-θε-μω-τός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. που φέρει ανθέμιο ως διακοσμητικό μοτίβο: ~ά: κιονόκρανα.
  • ανθενωτικός , ή, ό [ἀνθενωτικός] αν-θε-νω-τι-κός επίθ.: που αντιτίθεται στην ένωση μιας ομάδας, παράταξης: ~ή: πολιτική/στάση. Πβ. διασπαστικός, διχαστικός.|| (ΙΣΤ., ιδ. στο Βυζάντιο, αντίθετος στην ένωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τη Δυτική:) ~ός: πατριάρχης. (κ. ως ουσ.) Οι ~οί. ΑΝΤ. ενωτικός
  • Ανθεστήρια [Ἀνθεστήρια] Αν-θε-στή-ρι-α ουσ. (ουδ.) (τα): ΑΡΧ. τριήμερη γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου που τελούνταν στην Αττική και σε πολλές ιωνικές πόλεις την άνοιξη· κυρ. η σύγχρονη γιορτή των λουλουδιών. [< αρχ. Ἀνθεστήρια]
  • ανθήρας [ἀνθήρας] αν-θή-ρας ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. το ανώτερο τμήμα του στήμονα των αγγειόσπερμων φυτών, όπου σχηματίζονται οι κόκκοι της γύρης. [< γαλλ. anthère, αγγλ. anther]
  • ανθηρός , ή, ό [ἀνθηρός] αν-θη-ρός επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που βρίσκεται σε περίοδο ακμής, κυρ. οικονομικής: ~ή: επιχείρηση/(τοπική) οικονομία. ~ό: εμπόριο. Πβ. ακμαίος, εύρωστος.|| Τα πράγματα δεν είναι τόσο ~ά (= αισιόδοξα, ευχάριστα). 2. (κυριολ.) ανθισμένος. Πβ. θαλερός. Βλ. -ηρός. ● επίρρ.: ανθηρά ● ΦΡ.: όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά (μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι βρίσκεται σε καλό δρόμο. [< 1: γαλλ. florissant 2: αρχ. ἀνθηρός]
  • ανθηρότητα [ἀνθηρότητα] αν-θη-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) ακμή, ευρωστία: οικονομική ~. Πβ. ακμαιότητα, σφρίγος. ΑΝΤ. μαρασμός (1) 2. (για φυτά) η ιδιότητα του ανθηρού. Βλ. βλάστηση, καρποφορία, -ότητα. [< μτγν. ἀνθηρότης ‘λαμπρότητα, άνθιση’]
  • άνθηση βλ. άνθιση
  • άνθι & ανθί [ἄνθι & ἀνθί] άν-θι ουσ. (ουδ.) (λογοτ.): άνθος, λουλούδι. [< μεσν. άνθι]
  • ανθίβολα [ἀνθίβολα] αν-θί-βο-λα ουσ. (ουδ.) & ανθιβόλια (τα): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (κυρ. στη βυζαντινή ζωγραφική) σχέδια σε χαρτί για αντιγραφή και μεταφορά παραστάσεων από τοιχογραφίες ή εικόνες σε νέα έργα. Βλ. καρμπόν, ξεπατικωτούρα, πατρόν. [< μεσν. ανθιβόλιον]
  • ανθιδρωτικός , ή, ό βλ. αντιιδρωτικός
  • ανθίζει & ανθεί [ἀνθίζει & ἀνθεῖ] αν-θί-ζει & αν-θεί ρ. (αμτβ.) {άνθι-σε (σπανιότ.) άνθη-σε, ανθι-σμένος}: (συνήθ. στον τ. ανθίζει) βγάζει άνθη: ~σαν τα δέντρα. ~σμένος: κήπος. ~σμένο: τοπίο (: γεμάτο άνθη). ~σμένες: κερασιές/λεμονιές. Πβ. ανθο-βολεί, -φορεί, λουλουδίζει.|| (μτφ.-λογοτ.) ~σε το χαμόγελο στα χείλη της (: χαμογέλασε).ανθίζω & ανθώ (μτφ., συνήθ. στον τ. ανθώ): ακμάζω, αναπτύσσομαι: ~εί μια επιχείρηση. ~σαν τα γράμματα/ο πολιτισμός/οι τέχνες.|| (σπανιότ. με αρνητ. συνυποδ.) Περιοχή όπου ~εί η εγκληματικότητα. Πβ. ευδοκιμώ, ευημερώ, θάλλει. Βλ. ξανανθίζω. ΑΝΤ. παρακμάζω ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά) βλ. ψυλλιάζομαι [< αρχ. ἀνθίζω, ἀνθῶ]
  • άνθινος , η, ο [ἄνθινος] άν-θι-νος επίθ. (λόγ.): που αποτελείται ή είναι κατασκευασμένος από άνθη: ~ο: στεφάνι. Πβ. λουλουδ-άτος, -ένιος. Βλ. φυτικός. [< αρχ. ἄνθινος]
  • άνθιση [ἄνθιση] άν-θι-ση ουσ. (θηλ.) & άνθηση & άνθισμα (το) 1. (μτφ.) ανάπτυξη, ακμή: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. ~ της επιστήμης/του θεάτρου/της τέχνης/του τουρισμού. ~ νέων επιχειρήσεων. Το ηλεκτρονικό εμπόριο βρίσκεται σε πλήρη ~. Η ναυτιλία γνωρίζει/παρουσιάζει σημαντική ~ τα τελευταία χρόνια. Πβ. πρόοδος. Βλ. ευρωστία. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. (κυριολ., συνήθ. στους τ. άνθιση, άνθισμα) ανθοφορία: πρόωρη/πρώιμη ~. Πβ. λουλούδιασμα. [< μτγν. ἄνθισις ‘ανθοφορία’, μτγν. ἄνθισμα ‘ρούχο με ζωηρά χρώματα’]
  • ανθίσταμαι [ἀνθίσταμαι] αν-θί-στα-μαι ρ. (αμτβ.) {ανθίστα-μαι, -σαι, -ται, -μεθα, -σθε, -νται, κυρ. στον ενεστ.} (απαιτ. λεξιλόγ.): αντιστέκομαι: ~ πεισματικά/σθεναρά σε κάτι. Κοινωνία που ~ται στις μεταρρυθμίσεις. Μικρόβια που ~νται στα αντιβιοτικά. Πβ. αμύνομαι, αντιδρώ, αντιτίθεμαι, εναντιώνομαι. ΑΝΤ. ενδίδω [< αρχ. ἀνθίσταμαι]
  • ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα. 2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.

άνθιση

άνθιση [ἄνθιση] άν-θι-ση ουσ. (θηλ.) & άνθηση & άνθισμα (το) 1. (μτφ.) ανάπτυξη, ακμή: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. ~ της επιστήμης/του θεάτρου/της τέχνης/του τουρισμού. ~ νέων επιχειρήσεων. Το ηλεκτρονικό εμπόριο βρίσκεται σε πλήρη ~. Η ναυτιλία γνωρίζει/παρουσιάζει σημαντική ~ τα τελευταία χρόνια. Πβ. πρόοδος. Βλ. ευρωστία. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. (κυριολ., συνήθ. στους τ. άνθιση, άνθισμα) ανθοφορία: πρόωρη/πρώιμη ~. Πβ. λουλούδιασμα. [< μτγν. ἄνθισις ‘ανθοφορία’, μτγν. ἄνθισμα ‘ρούχο με ζωηρά χρώματα’]

αντιιδρωτικός

αντιιδρωτικός, ή, ό [ἀντιιδρωτικός] α-ντι-ι-δρω-τι-κός επίθ. & (λόγ.) ανθιδρωτικός: που ελέγχει, εμποδίζει ή καταπολεμά την εφίδρωση: ~ό: αποσμητικό/ύφασμα. ~ά: σπρέι. [< αγγλ. antiperspirant, 1944]

αντίσταση

αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]

αφελληνισμός

αφελληνισμός [ἀφελληνισμός] α-φελ-λη-νι-σμός ουσ. (αρσ.): εξάλειψη του ελληνικού στοιχείου, της ελληνικής ταυτότητας ή γενικότ. των ελληνικών χαρακτηριστικών: γλωσσικός/πλήρης/σταδιακός ~. ~ της αγοράς/ναυτιλίας/οικονομίας. ΑΝΤ. εξελληνισμός

βλάστηση

βλάστηση βλά-στη-ση ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. (περιληπτ.) το σύνολο των φυτών ενός τόπου: αραιή/δασική/θαμνώδης/μεσαία/οργιώδης/παρόχθια/πλούσια/πυκνή/τροπική/υψηλή/χαμηλή ~. Η ~ του βουνού/του νησιού/της περιοχής. Είδη ~ης. Κλίμα/χλωρίδα και ~. Πβ. πράσινο. Βλ. ξεραΐλα. 2. διαδικασία ανάπτυξης του εμβρύου στο σπέρμα φυτού: ~ του σπόρου. Πβ. εκ~, φύτρωμα. Βλ. ανα~. ● ΣΥΜΠΛ.: ζώνη βλάστησης βλ. ζώνη [< αρχ. βλάστησις ‘φύτρωμα βλαστών’]

ευρωστία

ευρωστία [εὐρωστία] ευ-ρω-στί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του εύρωστου: (μτφ.) οικονομική ~. Η ~ των επιχειρήσεων. Πβ. ακμαιότητα, ισχύς.|| (κυριολ.) Ευεξία/ζωτικότητα/μακροζωία και ~.|| H ~ των φυτών (πβ. ανάπτυξη). ΣΥΝ. ρώμη ΑΝΤ. ασθενικότητα, καχεξία (2) [< αρχ. εὐρωστία]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

καρμπόν

καρμπόν καρ-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πολύ λεπτό χαρτί επικαλυμμένο στη μια πλευρά με μελάνι, το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δύο φύλλα για μεταφορά στο δεύτερο των στοιχείων που αναγράφονται στο πρώτο: μαύρο/μπλε ~. Βλ. αποτύπωση, ξεπατικωτούρα, τσιγαρόχαρτο. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί μεγάλη ή απόλυτη ομοιότητα: (ως επίθ.) ~ απαντήσεις (= πανομοιότυπες, ακριβώς οι ίδιες). (Σαν σε) ~ επανάληψη της ιστορίας! Είναι ~ ίδιοι (: δίδυμοι, φτυστοί)! (ως παραθετικό σύνθ.) Γκολ/φάση-~. [< γαλλ. (papier) carbone]

φυτικός

φυτικός, ή, ό φυ-τι-κός επίθ. 1. που έχει σχέση με τα φυτά ή προέρχεται από αυτά: ~ός: κόσμος. ~ή: ανάπτυξη/γη (: χώμα)/διατροφή/παραγωγή. ~ό: βασίλειο. ~οί: ιστοί/οργανισμοί. ~ές: ορμόνες (= φυτορμόνες)/ουσίες/πρωτεΐνες/στερόλες. ~ά: (βλαστο)κύτταρα/είδη. Αποζημίωση για ζημιές στο ~ό κεφάλαιο. Κέντημα/ψηφιδωτό με ~ό διάκοσμο. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ό: κόσμημα (βλ. ανθέμιο).|| ~ή: βαφή/κρέμα/μαργαρίνη/σαντιγί. ~ό: λίπασμα/λίπος (βλ. φυτίνη)/ρόφημα/τυρί. ~ές: τροφές. ~ά: εκχυλίσματα/έλαια/καλλυντικά (βλ. βιολογικά)/οιστρογόνα (: ομάδα ουσιών που προέρχονται από ~ά τρόφιμα)/προϊόντα/συμπληρώματα διατροφής/φάρμακα/χρώματα. Υδρογονωμένα ~ά λιπαρά. Βλ. ξηρο~. ΑΝΤ. ζωικός1 2. ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με το αυτόνομο νευρικό σύστημα: ~ές: λειτουργίες (π.χ. αναπνοή). Βλ. νευρο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ασθενείς σε ~ή κατάσταση. Πβ. φυτό. ● ΣΥΜΠΛ.: φυτικό οξύ: βασική μορφή αποθήκευσης του φωσφόρου σε πολλούς φυτικούς ιστούς και ιδ. σε ποικιλίες σιτηρών και φασολιών (σύμβ. C6H18P6O24). [< αγγλ. phytic acid] , αυτόνομο/φυτικό νευρικό σύστημα βλ. αυτόνομος, φυτικές/διαιτητικές ίνες βλ. διαιτητικός1, φυτικός άνθρακας βλ. άνθρακας [< 1: αρχ. φυτικός 2: γαλλ. végétal]

ψυλλιάζομαι

ψυλλιάζομαι ψυλ-λιά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ψυλλιά-στηκα, -στεί, -σμένος} (προφ.): υποπτεύομαι, υποψιάζομαι: Το ~στηκα ότι ... Κάτι είχα ~στεί, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Πβ. μυρίζ-, οσμίζ-ομαι. ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά): το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα: Προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν, αλλά την ~ηκε ~. Από την αρχή την ψυλλιάστηκα ότι ήταν απατεώνας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.