Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [7840-7860]


  • αρχαιοπτέρυγας [ἀρχαιοπτέρυγας] αρ-χαι-ο-πτέ-ρυ-γας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) αρχαιοπτέρυξ (ο/η): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. απολιθωμένο γένος πτηνών της Ιουρασικής περιόδου που διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά των ερπετών από τα οποία προήλθε. [< γαλλ. archéoptéryx, αγγλ. archaeopteryx]
  • αρχαιοπωλείο [ἀρχαιοπωλεῖο] αρ-χαι-ο-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): κατάστημα που πουλά κινητά αρχαία αντικείμενα ή απομιμήσεις τους: Εφορεία ~ων και Ιδιωτικών Αρχαιολογικών Συλλογών. Βλ. αντικερί, παλαιοπωλείο, -πωλείο.
  • αρχαιοπώλης [ἀρχαιοπώλης] αρ-χαι-ο-πώ-λης ουσ. (αρσ.) (λόγ.): πρόσωπο που έχει τη νόμιμη κατοχή ή κυριότητα κινητών αρχαίων αντικειμένων και το δικαίωμα πώλησής (μεταβίβασής) τους: Σωματείο ~ών και Εμπόρων Έργων Τέχνης. Συλλέκτες και ~ες. Πβ. αντικέρ, παλαιοπώλης. Βλ. -πώλης.
  • αρχαίος , α, ο [ἀρχαῖος] αρ-χαί-ος επίθ. {συγκρ. αρχαιό-τερος, υπερθ. -τατος): που χρονολογείται σε πολύ πρώιμη εποχή, πριν από τον Μεσαίωνα και ειδικότ. από την αρχή των ιστορικών χρόνων (1100 π.Χ.) μέχρι τη διάλυση του Δ. ρωμαϊκού κράτους (395 ή 476 μ.Χ): ~ος: κόσμος/ναός/οικισμός/πολιτισμός/τάφος. ~α: αγορά/γραμματεία/Ελλάδα/κωμωδία. ~ο: θέατρο. ~α: κείμενα. ~α Εκκλησία (= πρωτοχριστιανική). Οι ~οι ημών πρόγονοι.|| ~τατο έθιμο (= πανάρχαιο).|| (προφ.-ειρων.) Πού το βρήκες αυτό το ~ο (= παμπάλαιο) φόρεμα (βλ. αρχαιολογία); ● Ουσ.: αρχαία (τα): (προφ.) ενν. ευρήματα, μνημεία: Βρέθηκαν ~. Πβ. αρχαιότητες., Αρχαίοι (οι): ενν. Έλληνες (και Ρωμαίοι)., ο αρχαιότερος: ο παλαιότερος σε έναν χώρο (π.χ. εργασίας) και συνήθ. ανώτερος ιεραρχικά: ~ στη δουλειά/στον στρατό. [< αγγλ. senior] ● ΣΥΜΠΛ.: Αρχαία Ελληνική & Αρχαία Ελληνικά (συντομ. ΑΕ) & (προφ.) Αρχαία (τα) & (σπάν.) Αρχαία (η): η ελληνική γλώσσα από το 2000 π.Χ. ως το 300 περ. π.Χ.· ειδικότ. η Ελληνική των κλασικών χρόνων (5ου και 4ου αι. π.Χ.): γραμματική/συντακτικό της ~ας (~ής).|| (συνεκδ. το αντίστοιχο μάθημα, Αρχαία (Ελληνικά):) ~ από μετάφραση/το πρωτότυπο. Πόσο πήρες στα ~; ● ΦΡ.: από αρχαιοτάτων χρόνων (λόγ.) & από τα πανάρχαια χρόνια: από πολύ παλιά: Η περιοχή κατοικείται ~ ~. Πβ. ανέκαθεν, από καταβολής κόσμου. [< αρχ. ἀρχαῖος, γαλλ. antique, ancien]
  • αρχαιότητα [ἀρχαιότητα] αρ-χαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) η αρχαία εποχή: κλασική/πρώιμη/ύστερη ~. Τα κείμενα/μνημεία της ~ας. Κατά την ~. Κέντρον Ερεύνης της ~ος (της Ακαδημίας Αθηνών). 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. {χωρ. πληθ.} παλαιότητα: προακτέοι κατ' ~ (= με κριτήριο την ~) και όχι κατ' εκλογήν. Προαγωγή κατά σειρά ~ας (κυρ. για δημόσιους υπαλλήλους).|| ~ τίτλου σπουδών. Βλ. -ότητα.αρχαιότητες (οι) (επίσ.-περιληπτ.): κινητά ή ακίνητα μνημεία παλαιότερων πολιτισμών με αρχαιολογική αξία: βυζαντινές/ελληνιστικές/ενάλιες/κλασικές/μινωικές ~. Ανακαλύφθηκαν/εκλάπησαν/εκτίθενται ~. Πβ. αρχαία (τα). [< γαλλ. antiquités] ● ΣΥΜΠΛ.: Εφορεία Αρχαιοτήτων βλ. εφορεία ● ΦΡ.: τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα [< 1: αρχ. ἀρχαιότης, γαλλ. antiquité 2: γαλλ. ancienneté]
  • αρχαιότροπος , η, ο [ἀρχαιότροπος] αρ-χαι-ό-τρο-πος επίθ.: που γίνεται σύμφωνα με τα αρχαία ήθη, έθιμα ή πρότυπα. [< αρχ. ἀρχαιότροπος]
  • αρχαιόφιλος , η, ο [ἀρχαιόφιλος] αρ-χαι-ό-φι-λος επίθ./ουσ. {γεν. αρσ. -ου (λόγ.) -ίλου}: θαυμαστής της αρχαιότητας, ιδ. του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Πβ. αρχαιολάτρης, φιλάρχαιος, φιλέλληνας. Βλ. -φιλος.
  • αρχαιοφύλακας [ἀρχαιοφύλακας] αρ-χαι-ο-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ. + θηλ.): φύλακας αρχαιολογικού χώρου ή μουσείου. Βλ. -φύλακας. [< μτγν. ἀρχαιοφύλαξ 'γραμματέας']
  • αρχαιρεσίες [ἀρχαιρεσίες] αρ-χαι-ρε-σί-ες ουσ. (θηλ.) (οι): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. εκλογή για την ανάδειξη προέδρου ή Διοικητικού Συμβουλίου: ~ συνδικάτου/συνεδρίου/σωματείου. Αποτελέσματα/διεξαγωγή/πρακτικά ~ών. Βλ. δημαιρεσίες. [< αρχ. ἀρχαιρεσία ‘εκλογή αρχόντων’]
  • αρχαϊσμός [ἀρχαϊσμός] αρ-χα-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.}: χρήση αρχαίων ή αρχαιοπρεπών γλωσσικών στοιχείων· (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες λέξεις ή εκφράσεις: στόμφος και ~.|| Κείμενο γεμάτο ~ούς. Βλ. νεολογισμός. [< μτγν. ἀρχαϊσμός ‘μίμηση των αρχαίων’]
  • αρχαϊστής [ἀρχαϊστής] αρ-χα-ϊ-στής ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που υποστηρίζει και μιμείται τον αρχαίο τρόπο έκφρασης. Βλ. δημοτικιστής. [< γαλλ. archaïste, αγγλ. archaist]
  • αρχαϊστί [ἀρχαϊστί] αρ-χα-ϊ-στί επίρρ. (λόγ.): στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Βλ. -ιστί.
  • αρχαϊστικός , ή, ό [ἀρχαϊστικός] αρ-χα-ϊ-στι-κός επίθ.: που ακολουθεί, μιμείται αρχαία πρότυπα: ~ή: γλώσσα. ~ά: κείμενα/στοιχεία. Πβ. αρχαΐζων, αρχαιοπρεπής. [< γαλλ. archaï stique, αγγλ. archaistic]
  • αρχάνθρωπος [ἀρχάνθρωπος] αρ-χάν-θρω-πος ουσ. (αρσ.): ΑΝΘΡΩΠ. πρώιμη μορφή ανθρώπου της παλαιολιθικής εποχής, πρόγονος του homo sapiens. Βλ. άνθρωπος του Νεάντερταλ. [< νεολατ. archanthropinae, μτγν. ἀρχάνθρωπος 'ο Αδάμ']
  • αρχάριος , α, ο [ἀρχάριος] αρ-χά-ρι-ος επίθ./ουσ. {-ιου (λόγ.) -ίου}: που μαθαίνει ή κάνει κάτι για πρώτη φορά· κατ' επέκτ. άπειρος: ~ος: οδηγός/παίκτης. ~ στο βιολί (ΣΥΝ. ατζαμής, πρωτάρης, πρωτόπειρος).|| (ως ουσ.) ~οι και προχωρημένοι. Επίπεδο/τάξη ~ίων. Βιβλία/τμήματα για ~ιους. ● ΦΡ.: η τύχη του πρωτάρη βλ. πρωτάρης, πρωτάρα [< μτγν. ἀρχάριος, γαλλ. novice]
  • αρχέ- & αρχε- βλ. αρχι- & αρχ- & αρχί-
  • αρχέγονος , η, ο [ἀρχέγονος] αρ-χέ-γο-νος επίθ.: που υπάρχει ήδη από το πρωταρχικό στάδιο της εξέλιξης του κόσμου, της γένεσης των όντων: ~ος: μύθος (= πανάρχαιος, προαιώνιος). ~η: ανάγκη/αντίληψη/επιθυμία/φυλή (= πρωτόγονη). ~ο: αίσθημα. ~ες: δοξασίες/μνήμες. ~α: αντανακλαστικά (: με τα οποία γεννιέται το μωρό)/γονίδια/ένστικτα (= ζωώδη). Βλ. -γονος. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχέγονα κύτταρα: ΒΙΟΛ. που δημιουργούν και ανανεώνουν τον μυελό των οστών, συνθέτουν το αίμα του οργανισμού (ερυθρά, λευκά αιμοσφαίρια, αιμοπετάλια) και αποτελούν τη βάση του ανοσοποιητικού συστήματος., αρχέγονη σούπα βλ. σούπα [< μτγν. ἀρχέγονος, γαλλ. primitif, primordial]
  • αρχειακός , ή, ό [ἀρχειακός] αρ-χει-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με το αρχείο: ~ός: θησαυρός/κατάλογος/πλούτος. ~ή: βιβλιοθήκη/συλλογή/υπηρεσία. ~ό: υλικό. ~ές: πηγές. ~ά: τεκμήρια.
  • αρχείο [ἀρχεῖο] αρ-χεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. συλλογή συνήθ. ταξινομημένου υλικού, που φυλάσσεται για διοικητικούς, ιστορικούς, επιστημονικούς, πρακτικούς ή συναισθηματικούς λόγους· κατ' επέκτ. ο χώρος φύλαξής του: κινηματογραφικό/λαογραφικό/λεξικογραφικό/μουσικό/φωτογραφικό ~. Ψηφιακό ~. ~ άρθρων/δεδομένων/δελτίων τύπου/δημοσιευμάτων/εγγράφων/εικόνων/ήχου/ταινιών (βλ. ταινιοθήκη)/χειρογράφων. Διάσωση/δημιουργία/ενημέρωση/ευρετηρίαση/τήρηση ~ου. Απόρρητα/εθνικά/οικογενειακά/συμβολαιογραφικά ~α. Κρατώ (προσωπικό) ~ (βλ. αποδελτιώνω).|| ~ εφημερίδας/μουσείου. Πλάνα ~ου (: σε δελτίο ειδήσεων). Τα ~α της Ασφάλειας/των μυστικών υπηρεσιών. Βλ. αρχειο-, βιβλιο-θήκη. 2. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο σχετικών μεταξύ τους δεδομένων ή προγραμμάτων που αποθηκεύονται ως ενιαία μονάδα στην περιφερειακή μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή: αποθήκευση/αποστολή/δημιουργία/επεξεργασία/επισύναψη/λήψη/μορφή/συμπίεση ~ου. Εκτελέσιμα/επισυναπτόμενα/συνημμένα ~α. Διακομιστής/πρωτόκολλο μεταφοράς/ταξινόμηση ~ων. Το μέγεθος/η μορφή/το όνομα ενός ~ου. Βλ. φάκελος. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχείο εντολών: ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αποθηκευμένων εντολών και προγραμμάτων. [< αγγλ. command file] , αρχείο συστήματος: ΠΛΗΡΟΦ. που περιέχει κώδικα ή δεδομένα, απαραίτητο/α για τη λειτουργία του υπολογιστή. [< αγγλ. system file] , Γενικά Αρχεία του Κράτους (ακρ. ΓΑΚ): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δημόσια υπηρεσία, αρμόδια για τη συγκέντρωση, ταξινόμηση και συντήρηση του αρχειακού υλικού της χώρας (εγγράφων και χειρογράφων) με ιστορική, πολιτιστική, διοικητική, οικονομική και κοινωνική σημασία., κρυμμένο αρχείο: ΠΛΗΡΟΦ. που ανήκει στο λειτουργικό συνήθ. σύστημα υπολογιστή και έχει την ιδιότητα να μην είναι εμφανές στους καταλόγους στους οποίους έχουν πρόσβαση οι χρήστες. [< αγγλ. hidden file] ● ΦΡ.: στο αρχείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν αποτελεί πια αντικείμενο έρευνας ή/και ενδιαφέροντος: Έβαλαν/έστειλαν την υπόθεση ~ ~. Η αίτηση/ο φάκελος μπήκε/τέθηκε ~ ~. Βλ. χρονοντούλαπο της ιστορίας. [< 1: μτγν. ἀρχεῖον, γαλλ. archives, αγγλ. archive 2: αγγλ. file]
  • αρχειοθέτης [ἀρχειοθέτης] αρ-χει-ο-θέ-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αρχειοθέτρια}: υπάλληλος υπεύθυνος αρχειοθέτησης. ~-βιβλιοθηκονόμος. Πβ. αρχειοφύλακας. Βλ. -θέτης, παλαιογράφος. [< γαλλ. archiviste, αγγλ. archivist]

άνθρωπος

άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]

αντικερί

αντικερί [ἀντικερί] α-ντι-κε-ρί ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: κατάστημα που πουλά αντίκες: παλαιοπωλεία, ~ και γκαλερί τέχνης. Βλ. -ερί. [< γαλλ. antiquerie]

αρχι- & αρχ- & αρχί-

αρχι- & αρχ- & αρχί- & αρχέ- & αρχε-: πρόθημα που δηλώνει 1. τον επικεφαλής: αρχι-δικαστής. Aρχι-μάστορας (πβ. πρωτο-). Αρχι-σύμβουλος. Αρχ-ιερέας.|| (ως τίτλος του πρώτου στην ιεραρχία:) ~πλοίαρχος.|| (την αντίστοιχη ιδιότητα:) Αρχι-συνταξία. Αρχ-ιεροσύνη.|| (τον τόπο:) Αρχι-επισκοπή. 2. (προφ.-επιτατ.-μειωτ.) τον ύψιστο βαθμό αρνητικής ιδιότητας: αρχι-κλέφτης/~λαμόγιο/~μαφιόζος/~τεμπέλης/~τσιγκούνης. 3. τον αρχικό: αρχι-μηνιά/~χρονιά. Αρχί-γραμμα. 4. τον πανάρχαιο ή πρωταρχικό: αρχέ-γονος.|| Τα αρχέ-τυπα.

-γονος

-γονος: λεξικό επίθημα ουσιαστικών που αναφέρονται σε συγκεκριμένη σχέση καταγωγής: αρχέ~/επί~/πρό~. Οι από-γονοι (= οι επιγενόμενοι).|| Πρωτό~.

δημαιρεσίες

δημαιρεσίες δη-μαι-ρε-σί-ες ουσ. (θηλ.) (οι): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. εκλογές για την ανάδειξη προεδρείων δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου. Βλ. αρχαιρεσίες.

δημοτικιστής

δημοτικιστής δη-μο-τι-κι-στής ουσ. (αρσ.) (κυρ. παλαιότ.): υποστηρικτής του δημοτικισμού: (κ. ως επίθ.) ~ές: συγγραφείς. Βλ. καθαρευουσιάνος. [< πβ. αγγλ. demoti(ci)st, 1902]

εφορεία

εφορεία [ἐφορεία] ε-φο-ρεί-α ουσ. (θηλ.) & (σπανιότ.-ορθότ.) εφορία (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Ε): υπηρεσία με εποπτικές αρμοδιότητες: ~ των ΓΑΚ. ~ Νεωτέρων Μνημείων. Βλ. έφορος. ● ΣΥΜΠΛ.: Εφορεία Αρχαιοτήτων : περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, υπεύθυνη για τη διατήρηση, προστασία, φύλαξη και ανάδειξη των αρχαιοτήτων ορισμένης περιοχής: ~ Βυζαντινών/Εναλίων/Κλασικών Αρχαιοτήτων. Βλ. Αρχαιολογική Υπηρεσία, ΕΠΚΑ. [< αρχ. ἐφορεία ‘το αξίωμα του εφόρου’]

θαύμα

θαύμα [θαῦμα] θαύ-μα ουσ. (ουδ.) {θαύμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό-λογοτ.) θάμα 1. καθετί που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και αποδίδεται συνήθ. σε θεϊκή παρέμβαση· ανέλπιστα θετική εξέλιξη: ζωντανό/προσωπικό ~. Τα ~ατα των Αγίων/της Παναγίας/του Χριστού. To μέγα ~ του Αγίου Φωτός. ~ατα και προφητείες. Πιστεύει στα ~ατα.|| (εμφατ.) Είναι ~ πώς τα κατάφερε. Μόνο σε ένα ~ ελπίζει τώρα. Δεν γίνονται ~ατα, μη γελιέσαι. Πάμε για το ~ (πβ. όνειρο). Ζω ένα (μικρό) ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες και προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: αναπτυξιακό/αρχιτεκτονικό (πβ. αριστούργημα)/οικονομικό/τεχνολογικό/φυσικό ~. Το απόλυτο ~. Τα ~ατα της επιστήμης/της ιατρικής. Τα επτά νέα/σύγχρονα ~ατα. Μνημείο που αποτελεί ~ τελειότητας. Εμβόλιο-~ κατά του φονικού ιού. (εμφατ.) Το ~ του έρωτα/της ζωής (= η γέννηση, πβ. μυστήριο).|| (ως επίθ.) Τι νοστιμιά, ~ γεύση! (πβ. μούρλια, ονειρεμένη)|| (ως επίρρ.) Περνάμε ~! ΣΥΝ. εξαίσια, θαυμάσια, τέλεια, τρέλα, υπέροχα, φανταστικά. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα θαυμάτων (εμφατ.) 1. οτιδήποτε απίστευτο, αναπάντεχο: Αν κερδίσει η ομάδα, θα είναι/πρόκειται για ~ ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Κοινωνία., παιδί-θαύμα & παιδί θαύμα: παιδί ή νεαρό άτομο με ταλέντο και ικανότητες ασυνήθιστες για την ηλικία του: Υπήρξε/χαρακτηρίστηκε ~ ~ στα μαθηματικά. Τα ~ιά ~ατα της μουσικής/του σινεμά. Πβ. ιδιοφυΐα. [< γερμ. Wunderkind, αγγλ. child prodigy, γαλλ. enfant prodige] , θαύμα της φύσης βλ. φύση ● ΦΡ.: κάνει θαύματα: κατορθώνει φοβερά πράγματα, έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: Η αγάπη/η τεχνολογία ~ ~. Νέο φάρμακο που ~ ~. Μηχάνημα που ~ ~ (πβ. κάνει παπάδες).|| (ειρων.) Το έκανε (πάλι) το θαύμα του και τα θαλάσσωσε. Πβ. θαυματουργώ., τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας: μνημειώδη αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της Αλεξάνδρειας και ο Κολοσσός της Ρόδου., το όγδοο θαύμα (του κόσμου): δημιούργημα ασύλληπτης, εξαιρετικής τεχνικής: Κτίριο που θεωρήθηκε/χαρακτηρίστηκε ως ~ ~. [< γαλλ. la huitième merveille (du monde)] , ω του θαύματος!: επιφωνηματικά, ως έκφραση μεγάλης έκπληξης: Τον έψαχνα παντού και ξαφνικά, ~ ~, νάτος μπροστά μου! (συνηθέστ. ειρων.) Δεν ήξερε τίποτα, αλλά μόλις τον στρίμωξαν, ~ ~, τα θυμήθηκε όλα!, ως εκ θαύματος (λόγ.) & (σαν) από θαύμα: ανέλπιστα, αναπάντεχα: Γλίτωσε/επέζησε/σώθηκε ~ ~. ~ ~ δεν χτύπησε (πβ. από τύχη)! (ειρων.) Περιμένει, ~ ~, να λυθούν όλα του τα προβλήματα. [< γαλλ. (comme) par miracle] , αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) βλ. άμα, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα [< αρχ. θαῦμα, γαλλ.-αγγλ. miracle, γαλλ. merveille]

-θέτης

-θέτης {-θετών | θηλ. -θέτρια (σπανιότ.) -θέτιδα (λόγ.) -θέτις (γεν. -θέτιδος)}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών∙ δηλώνει το πρόσωπο ή τον φορέα που θεσπίζει, τοποθετεί ή οργανώνει κάτι: δωρο~/θεσμο~/νομο~.|| Απο~. Kατα-θέτρια. Ταξι~/ψηφο~.|| Σκηνο-θέτις/-θέτιδα (βλ. -ίνα1).

-ιστί

-ιστί (λόγ.-συνήθ. ειρων.): επίθημα επιρρημάτων για τον προσδιορισμό της γλώσσας στην οποία λέγεται ή γράφεται κάτι: αγγλ~/γαλλ~/γερμαν~/ελλην~.|| Bαρβαρ~.|| (ως τροπικό:) Παπαγαλ~. Βλ. -εί, -ηδόν.

νεολογισμός

νεολογισμός νε-ο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. το αποτέλεσμα της νεολογίας, λεξική μονάδα που εισάγεται στο λεξιλόγιο μιας γλώσσας: Βλ. αρχαϊσμός, (γλωσσικό) δάνειο, λεξιπλασία, όρος, σημ. 3, -ισμός. [< γαλλ. néologisme, αγγλ. neologism]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-πώλης

-πώλης {-πωλών | σπάν. θηλ. -πώλισσα} (λόγ.): επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει τον πωλητή, έμπορο συγκεκριμένου είδους: βενζινο~/λαχειο~/χαρτο~. Aνθο-πώλισσα.

σούπα

σούπα σού-πα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό που παρασκευάζεται από ζωμό βραστού κρέατος, ψαριού ή λαχανικών, περιέχει κομμάτια στερεάς τροφής και συνήθ. σερβίρεται ζεστό σε βαθύ πιάτο: αραιή/αχνιστή/καυτερή/κρύα (βλ. γκασπάτσο)/πηχτή ~. ~ βελουτέ. ~ αβγολέμονο/κοτόπουλο/ρύζι/τραχανάς/φιδές. ~ με θαλασσινά/καρότο/μανέστρα/μανιτάρια. Ελαφριές/έτοιμες ~ες. ~ες στιγμής/σε σκόνη. Έβρασε/έκοψε η ~. Κουτάλι της ~ας (συχνά κ. ως δοσομετρικό σε συνταγές· πβ. κουταλιά). Βλ. κακαβιά, μινεστρόνε, μπορς, μπουγιαμπέσα, -σουπα. 2. (μτφ.-νεαν. αργκό) οτιδήποτε παρουσιάζει ελάχιστο ή μηδαμινό ενδιαφέρον: Ο αγώνας/το ματς ήταν ανάλατη/σκέτη ~. Θέαμα-~ (= βαρετό). Οι ~ες της τηλεόρασης. 3. (μτφ.) ανομοιογενές σύνολο στοιχείων: ιδεολογική ~. Πβ. αχταρμάς. ● Υποκ.: σουπίτσα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχέγονη σούπα: ΒΙΟΛ.-ΦΥΣ. το ρευστό περιβάλλον μέσα στο οποίο θεωρείται ότι σχηματίστηκαν τα πρώτα ζωντανά κύτταρα πριν από δισεκατομμύρια χρόνια. [< γαλλ. soupe biologique/primitive/primordiale, 1976] ● ΦΡ.: χαλάω τη σούπα/τη μαγιά (μτφ.-αργκό): ανατρέπω τα σχέδια: Τους ~σε ~., έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, ξαναζεσταμένο/χθεσινό φαγητό/φαΐ βλ. ξαναζεσταίνω [< γαλλ. soupe]

φάκελος

φάκελος φά-κε-λος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -έλου} 1. θήκη, συνήθ. χάρτινη και επίπεδη, για την αποστολή επιστολών ή τη φύλαξη εγγράφων: άδειος/εκλογικός/κίτρινος/λευκός/πλαστικός/σφραγισμένος/ταχυδρομικός ~. Αυτοκόλλητοι/εταιρικοί ~οι. ~οι ασφαλείας/προσκλητηρίων. (Επαγγελματικός) ~ αλληλογραφίας. ~ μεγέθους Α4. ~ με φυσαλίδες (: για την ασφαλή μεταφορά εύθραυστων αντικειμένων). ~οι για σιντί. Βλ. επιστολόχαρτο, κάρτα, φακελάκι.|| Κρεμαστοί ~οι. ~οι αρχειοθέτησης/δικογραφίας. ~οι με αυτιά. Πβ. ντοσιέ. 2. (συνεκδ.) σύνολο εγγράφων που αφορούν συγκεκριμένο θέμα ή πρόσωπο: αναλυτικός/απόρρητος/ατομικός/ενημερωτικός/προσωπικός/συμπληρωματικός/υπηρεσιακός/φορολογικός ~. Κατάθεση του ~έλου. Εκπαιδευτικοί/τεχνικοί ~οι (βλ. μητρώο). Ο ~ του έργου/της προσφοράς/της συμμετοχής/της υποψηφιότητας. Ο ~ (του) ασθενούς (= ιατρικός ~, βλ. απόρρητο)/εργαζομένου/μαθητή (πβ. πορτφόλιο). ~ υποβολής αίτησης/πρότασης. Ο ~ των υποκλοπών ανατέθηκε στον εφέτη ανακριτή. Εξετάζω τον ~ο. Τηρώ ~ο (πβ. αρχείο). 3. ΠΛΗΡΟΦ. υποκατάλογος που περιέχει αρχεία ή/και άλλους υποκαταλόγους: γονικός ~. Κοινόχρηστοι ~οι. Αντιγραφή/δημιουργία/διαγραφή/διαχείριση/εικονίδιο/ενημέρωση/επιλογή/κλείδωμα/μετακίνηση/ονομασία/περιεχόμενα ~έλου. Βλ. καρτέλα, υπο~. ● Υποκ.: φακελίσκος (ο) (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: φάκελος ανάρτησης βλ. ανάρτηση ● ΦΡ.: ανοίγω τον φάκελο βλ. ανοίγω, κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος βλ. κλείνω [< αρχ. φάκελος 'δεμάτι', γαλλ. enveloppe 3: αγγλ. folder]

-φιλος

-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.

-φύλακας

-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.

χρονοντούλαπο

χρονοντούλαπο χρο-νο-ντού-λα-πο ουσ. (ουδ.) (προφ.): συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: το χρονοντούλαπο της Ιστορίας: για κάτι που έχει ξεχαστεί και αποτελεί μόνο ιστορική αναφορά: Ονόματα που έχουν κλειστεί/μπει στο ~ ~. Πβ. λήθη, παρελθόν.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.