Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [7880-7900]


  • αρχηγοκεντρικός , ή, ό [ἀρχηγοκεντρικός] αρ-χη-γο-κε-ντρι-κός επίθ. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που έχει ως επίκεντρο τον αρχηγό, κυρ. σε αντιδιαστολή προς την ομάδα: ~ή: δομή. ~ό: κόμμα. Βλ. -κεντρικός.
  • αρχηγός [ἀρχηγός] αρ-χη-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κ. θηλ. προφ. αρχηγίνα}: επικεφαλής μιας ομάδας: Ο ~ του κράτους. Πβ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας. (με κεφαλ. Α, ανώτατος βαθμός σε ιεραρχία) Γενικός ~. Ο ~ της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης/Κυβέρνησης (= Πρωθυπουργός). Ο ~ του Γ.Ε.ΕΘ.Α. (= Στρατηγός· βλ. διοικητής)/του ΓΕΣ/της ΕΛ.ΑΣ. Ο ~ της εθνικής ομάδας (μπάσκετ). Ο ~ της αποστολής/εκδρομής/οικογένειας. Γεννημένος ~. Εκλέχτηκε/ορίστηκε ~.|| Άξιος/ικανός/πανίσχυρος ~. Πνευματικός (= θρησκευτικός)/πολιτικός (πβ. ταγός)/στρατιωτικός ~. ~ των ανταρτών/της συμμορίας/φυλής (= φύλαρχος). Ο ~ της επανάστασης (βλ. οπλ~)/του κινήματος (= πρωτεργάτης). Πβ. ηγέτης. Βλ. συν~, υπ~.|| (για ζώο) Ο ~ του κοπαδιού. ● ΦΡ.: αρχηγού παρόντος (πάσα αρχή παυσάτω) (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία του αρχηγού., σε επίπεδο αρχηγών: ΠΟΛΙΤ. μεταξύ κομματικών ή εθνικών ηγετών: συζήτηση ~ ~ (: στη Βουλή).|| Συνομιλίες ~ ~. Το συμβούλιο συνήλθε ~ ~ κρατών (βλ. συνάντηση κορυφής). [< γαλλ. au niveau des chefs] [< αρχ. ἀρχηγός]
  • αρχήθεν [ἀρχῆθεν] αρ-χή-θεν επίρρ. (αρχαιοπρ.): από την αρχή, εξαρχής. Βλ. -θεν. [< αρχ. ἀρχῆθεν]
  • αρχι- & αρχ- & αρχί- & αρχέ- & αρχε-: πρόθημα που δηλώνει 1. τον επικεφαλής: αρχι-δικαστής. Aρχι-μάστορας (πβ. πρωτο-). Αρχι-σύμβουλος. Αρχ-ιερέας.|| (ως τίτλος του πρώτου στην ιεραρχία:) ~πλοίαρχος.|| (την αντίστοιχη ιδιότητα:) Αρχι-συνταξία. Αρχ-ιεροσύνη.|| (τον τόπο:) Αρχι-επισκοπή. 2. (προφ.-επιτατ.-μειωτ.) τον ύψιστο βαθμό αρνητικής ιδιότητας: αρχι-κλέφτης/~λαμόγιο/~μαφιόζος/~τεμπέλης/~τσιγκούνης. 3. τον αρχικό: αρχι-μηνιά/~χρονιά. Αρχί-γραμμα. 4. τον πανάρχαιο ή πρωταρχικό: αρχέ-γονος.|| Τα αρχέ-τυπα.
  • αρχίατρος [ἀρχίατρος] αρ-χί-α-τρος ουσ. (αρσ.) (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΣΤΡΑΤ. ανώτερος βαθμός στρατιωτικού γιατρού του Υγειονομικού, αντίστοιχος του αντισυνταγματάρχη: Γενικός ~ (: αντίστοιχος του συνταγματάρχη). Βλ. -ίατρος. 2. επικεφαλής γιατρός ενός φορέα. [< 1: γαλλ. médecin -major 2: μτγν. ἀρχίατρος]
  • αρχίγραμμα [ἀρχίγραμμα] αρ-χί-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΤΥΠΟΓΡ. (& στην επεξεργασία κειμένου) το αρχικό κεφαλαίο γράμμα της πρώτης παραγράφου (κειμένου ή κεφαλαίου), το οποίο είναι μεγαλύτερο σε μέγεθος και μπορεί να φέρει και άλλες μορφοποιήσεις (διαφορετική γραμματοσειρά ή περίτεχνη σχεδίαση). ΣΥΝ. λετρίνα, πρωτόγραμμα [< γαλλ. lettrine]
  • αρχιγραμματέας [ἀρχιγραμματέας] αρ-χι-γραμ-μα-τέ-ας ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα, συνήθ. αρχιμανδρίτης: ~ της Ιεράς Συνόδου/του Πατριαρχείου. [< μτγν. ἀρχιγραμματεύς]
  • αρχίδι [ἀρχίδι] αρ-χί-δι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} (λ. ταμπού) 1. καθένας από τους δύο όρχεις. Βλ. -ίδι. 2. (υβριστ.-συχνά ως προσφών.) για πρόσωπο με κακό χαρακτήρα ή/και αρνητική συμπεριφορά. Πβ. κωλόπαιδο, τσογλάνι. ● Υποκ.: αρχιδάκι (το) ● Μεγεθ.: αρχιδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αρχίδια/παπάρια μάντολες (ειρων.): για κάτι ανόητο, βλακώδες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει (τ') αρχίδια: (για άνδρα) (δεν) έχει την τόλμη, το θάρρος να κάνει κάτι., αρχίδια (ειρων.): ως απαξιωτική απάντηση., γράφω (κάποιον/κάτι) στ' αρχίδια μου/στα παπάρια μου (υβριστ.): αδιαφορώ πλήρως γι' αυτό(ν), το(ν) απαξιώνω., θα μου/μας κλάσεις τ' αρχίδια!: (από άνδρα, ως απάντηση αδιαφορίας σε απειλή) δεν πρόκειται να μου/μας κάνεις τίποτα., καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο! (ειρων., από άνδρα σε άνδρα): αντί για καλωσόρισμα., με αρχίδια: (συνήθ. για άνδρα) με κότσια., μου πρήζει/σπάει/ζαλίζει τ' αρχίδια/τα ούμπαλα: (έκφρ. δυσαρέσκειας από άνδρα) με κάνει να αγανακτώ., πιάνω τον Πάπα απ' τ' αρχίδια/από τα γένια (προφ.): θεωρώ ότι είμαι σπουδαίος ή ότι πέτυχα κάτι σημαντικό: Νομίζει ότι έχει πιάσει ~ ~., στ' αρχίδια/στ' απαυτά/στον πούτσο/στα τέτοια μου (υβριστ., από άνδρα): σκοτίστηκα. ΣΥΝ. στα παπάρια μου!, τα ξύνει/ξύνει τ' αρχίδια (/τα παπάρια) του: (κυρ. για άνδρα) τεμπελιάζει (συνήθ. σε χώρο εργασίας). ΣΥΝ. παίζει το πουλί του (2) [< μεσν. αρχίδι]
  • αρχιδιάκονος [ἀρχιδιάκονος] αρ-χι-διά-κο-νος ουσ. (αρσ.): ΕΚΚΛΗΣ. τιμητικός τίτλος διακόνου, που δίνεται συνήθ. στον βασικό βοηθό επισκόπου. Βλ. ευλαβέστατος. ΣΥΝ. πρωτοδιάκονος [< μεσν. αρχιδιάκονος]
  • αρχιδικαστής [ἀρχιδικαστής] αρ-χι-δι-κα-στής ουσ. (αρσ.): (στη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ) τίτλος ανώτατου δικαστικού λειτουργού. [< μτγν. ἀρχιδικαστής, αγγλ. chief justice]
  • αρχιδούκας [ἀρχιδούκας] αρ-χι-δού-κας ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. αρχιδούκισσα}: ΙΣΤ. τίτλος ευγενείας, που δινόταν σε μέλη κυρ. του αυτοκρατορικού οίκου της Αυστρίας. [< γαλλ. archiduc]
  • αρχιεπισκοπή [ἀρχιεπισκοπή] αρ-χι-ε-πι-σκο-πή ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. Α): ΕΚΚΛΗΣ. περιφέρεια που ανήκει στη δικαιοδοσία αρχιεπισκόπου· συνεκδ. το αντίστοιχο αξίωμα, το κτίριο (έδρα) ή οι υπηρεσίες που στεγάζονται σε αυτό: Ιερά/Ορθόδοξη ~. [< μτγν. ἀρχιεπισκοπή]
  • αρχιεπισκοπικός , ή, ό [ἀρχιεπισκοπικός] αρ-χι-ε-πι-σκο-πι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τον αρχιεπίσκοπο: ~ός: επίτροπος. ~ή: εγκύκλιος/έδρα. ~ό: μέγαρο/συμβούλιο. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχιεπισκοπικός θρόνος: το αξίωμα του αρχιεπισκόπου. [< μεσν. αρχιεπισκοπικός]
  • αρχιεπίσκοπος [ἀρχιεπίσκοπος] αρ-χι-ε-πί-σκο-πος ουσ. (αρσ.) (& με κεφαλ. Α, στην Ορθόδοξη Εκκλησία) 1. ο πρώτος ιεραρχικά επίσκοπος αυτοκέφαλης Εκκλησίας: Ο Μακαριώτατος ~ Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Βλ. Ιερά Σύνοδος. 2. προκαθήμενος μεγάλης εκκλησιαστικής περιφέρειας (του Οικουμενικού Θρόνου): Ο Σεβασμιώτατος ~ Αμερικής/Αυστραλίας. Βλ. μητροπολίτης, πατριάρχης. [< μτγν. ἀρχιεπίσκοπος]
  • αρχιερατεία [ἀρχιερατεία] αρ-χι-ε-ρα-τεί-α ουσ. (θηλ.): ΕΚΚΛΗΣ. το αξίωμα του αρχιερέα· συνεκδ. το χρονικό διάστημα άσκησής του. [< μτγν. ἀρχιερατεία]
  • αρχιερατικός , ή, ό [ἀρχιερατικός] αρ-χι-ε-ρα-τι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τον αρχιερέα: ~ός: επίτροπος/θρόνος. ~ή: περιφέρεια. ~ά: άμφια.|| (με χοροστασία αρχιερέα:) ~ός: εσπερινός. ~ό: αξίωμα/μνημόσυνο/συλλείτουργο. ● Ουσ.: Αρχιερατικό(ν) (το): λειτουργικό (βιβλίο) με τις ακολουθίες που τελούνται όταν χοροστατεί αρχιερέας. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχιερατική προσευχή: που έκανε ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο. [< μτγν. ἀρχιερατικός]
  • αρχιεργάτης [ἀρχιεργάτης] αρ-χι-ερ-γά-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αρχιεργάτρια}: επικεφαλής των εργατών σε βιομηχανική μονάδα. Πβ. επιστάτης. [< γαλλ. chef-ouvrier]
  • αρχιερέας [ἀρχιερέας] αρ-χι-ε-ρέ-ας ουσ. (αρσ.) {αρχιερείς} & (λόγ.) αρχιερεύς {αρχιερέως} 1. ΕΚΚΛΗΣ. γενικός χαρακτηρισμός ανώτατων κληρικών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 2. ΘΡΗΣΚ. ανώτατος θρησκευτικός άρχοντας στην ιουδαϊκή και σε άλλες αρχαίες θρησκείες: ~ του Ισραήλ.|| (συνήθ. μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ~ της διαφθοράς (πβ. αρχιμάγειρας, γκουρού, πάπας). ● ΣΥΜΠΛ.: Μέγας Αρχιερέας & (λόγ.) Μέγας Αρχιερεύς: ΕΚΚΛΗΣ. ο Χριστός και συνεκδ. η σχετική αναπαράστασή του., σχολάζοντες αρχιερείς βλ. σχολάζω [< αρχ. ἀρχιερεύς]
  • αρχιεροσύνη [ἀρχιεροσύνη] αρ-χι-ε-ρο-σύ-νη ουσ. (θηλ.): αρχιερατικό αξίωμα. Βλ. ιεροσύνη, -οσύνη. [< μτγν. ἀρχιερωσύνη]
  • αρχίζω [ἀρχίζω] αρ-χί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άρχι-σα, αρχίζ-οντας} & (λαϊκό) αρχινίζω & αρχινώ: (μτβ.) κάνω την αρχή σε κάτι: ~ τον αγώνα/το διάβασμα/το ψάξιμο (πβ. βάζω μπροστά, πιάνω). ~σα να βήχω/δουλεύω. ~σε τη δημοσιογραφική του καριέρα στο αθλητικό ρεπορτάζ. ~σε κιθάρα/πιάνο πολύ μικρός (ενν. να μαθαίνει). Μην ~εις πάλι τα ίδια! ~οντας από το μηδέν. ΣΥΝ. ξεκινώ (1) ΑΝΤ. σταματώ (1), τελειώνω (2) ● αρχίζει (αμτβ.): κάνει ξεκίνημα, λαμβάνει χώρα για πρώτη φορά: Η εξεταστική ~ τον Ιανουάριο. Η εκδήλωση θα αρχίσει με μια σύντομη ομιλία. Το παιχνίδι μόλις ~σε.|| ~σε να βρέχει/φυσάει.|| (προφ.) Τώρα ~ουν τα δύσκολα! ● ΦΡ.: από πού ν' αρχίσω (και πού να τελειώσω): όταν κάποιος έχει πολλά και συνήθ. συναρπαστικά ή συνταρακτικά να αφηγηθεί: Έγιναν τόσα, που δεν ξέρω ~ ~!, τον άρχισα σε ... (προφ.): ξεκίνησα να του κάνω κάτι: ~ ~σε στην γκρίνια/στο δούλεμα/στις καρπαζιές., αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, αρχίζω κάτι καλά βλ. καλά, άρχισαν τα όργανα βλ. όργανο [< μεσν. αρχίζω]

ευλαβέστατος

ευλαβέστατος, η, ο [εὐλαβέστατος] ευ-λα-βέ-στα-τος επίθ. (κ. με κεφάλ. το αρχικό Ε): ΕΚΚΛΗΣ. πολύ ευλαβής· στην κλητ., ως προσφώνηση κυρ. αρχιδιακόνου.

-θεν

-θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν). 2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~. 3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.

-ίατρος

-ίατρος {-ίατρου (συνηθέστ.) -ιάτρου} β' συνθετικό αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. γιατρό, η ειδικότητα του οποίου ορίζεται από το α' συνθετικό: αθλητ~/αστ~/νομ~/οδοντ~/οφθαλμ~/παιδ~/σχολ~/φυσ~/ψυχ~. 2. βαθμό στρατιωτικού γιατρού: (με προθήματα:) ανθυπ~/αρχ~/υπ~.

-ίδι

-ίδι επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. υποκορισμό: βαρ~. Βλ. -ίδιο. 2. αποτέλεσμα, ό,τι γίνεται ή μένει από τη σχετική ενέργεια: (περιληπτ.-κυρ. προφ.) καρβουν~/ξεφτ~ (πβ. ξέφτι)/πριον~. Κεντ-ίδια. Αποκα-ΐδι.|| Φτιασ-ίδια.|| (επιτατ.) Σκοτ~ (= πάρα πολύ σκοτάδι). (ως επίρρ.) Mουσκ~ (πβ. μούσκεμα). 3. επανάληψη κίνησης, συνήθ. με ταχύτητα, απανωτά: κλοτσ~/μπουν~/σπρωξ~.|| (συνεχείς βολές:) Kανον~ (πβ. κανονιο-βολισμός)/πιστολ~/τουφεκ~.

ιεροσύνη

ιεροσύνη [ἱεροσύνη] ι-ε-ρο-σύ-νη ουσ. (θηλ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. η ιερατική ιδιότητα ή το ιερατικό αξίωμα: οι βαθμίδες/βαθμοί της ~ης (: διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Βλ. αρχ~, -οσύνη. 2. χειροτονία ιερέα, ως ένα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. [< μτγν. ἱεροσύνη]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

-κεντρικός

-κεντρικός, ή, ό: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνουν ότι τίθεται στο επίκεντρο ή αποτελεί σημείο αναφοράς το α' συνθετικό: αθηνο~/ανθρωπο~/αρχηγο~/βιβλιο~/γνωσιο~/δασκαλο~/εγω~/εθνο~/ελληνο~/ηλιο~/κοινωνιο~/μαθητο~/ομαδο-/πρωθυπουργο~.

μητροπολίτης

μητροπολίτης μη-τρο-πο-λί-της ουσ. (αρσ.) {κ. (λαϊκό) μητροπολιτάδες}: ΕΚΚΛΗΣ. επίσκοπος επικεφαλής εκκλησιαστικής περιφέρειας (μητρόπολης): αοίδιμος/μακαριστός/σεβασμιότατος ~. Έδρα/εκλογή/ενθρόνιση/χειροτονία ~η. Βλ. -ίτης1. ● ΦΡ.: η νύχτα βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη βλ. νύχτα [< πβ. μτγν. μητροπολίτης 'κάτοικος μητροπόλεως', μεσν. μητροπολίτης]

νούμερο

νούμερο νού-με-ρο ουσ. (ουδ.) (συντομ. Νο, σημ. 1,2) (προφ.) 1. αριθμός: τυχαίο ~. Το μαγικό/τυχερό ~ του λαχείου. Περίπτωση ~ ένα/δύο. Παίκτης (με τη φανέλα) με το ~ ... Σε ποιο ~ (ενν. της οδού) μένει; Καλέσατε/πήρατε λάθος ~ (ενν. τηλεφώνου)! Ανέβηκε στο ~ δέκα της παγκόσμιας κατάταξης. Ποντάρω/στοιχηματίζω στο ~ τρία. Τι λένε τα ~α (= οι στατιστικές); Εκπομπή που κάνει/χτυπάει ~α (ενν. τηλεθέασης, έχει υψηλή θεαματικότητα). Βλ. numerus clausus. 2. μέγεθος (που δηλώνεται με αριθμό ή γράμμα): μακαρόνια/ταψί ~ ... ~ παπουτσιών. -Τι ~ μπλούζα/παντελόνι/πουκάμισο/σακάκι φοράει; 3. αυτοτελής σκηνή καλλιτεχνικού προγράμματος· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος ρόλος: ακροβατικό/απολαυστικό/θεαματικό/μουσικό/σατιρικό/χορευτικό ~. Επιθεωρησιακά ~α. Έκανε/εκτέλεσε/έπαιξε άψογα το ~ό του. 4. (προφ.) πρόσωπο που γελοιοποιείται με τη συμπεριφορά του: Είναι μεγάλο ~ (πβ. καραγκιόζης, ψώνιο)! Βγήκε στα κανάλια και έγινε ~ (= ρεζίλι). ● Υποκ.: νουμεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός: ακέραιος αριθμός ή αυτός που τελειώνει σε ένα ή περισσότερα μηδενικά., γερμανικό (νούμερο) βλ. γερμανικός, μαγικό νούμερο βλ. μαγικός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, σπασμένα νούμερα βλ. σπασμένος, τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο βλ. αριθμός ● ΦΡ.: (το) νούμερο ένα (No 1), για να δηλωθεί ότι 1. κάτι βρίσκεται στην κορυφή (των προτιμήσεων): οι ~ ~ ταξιδιωτικοί προορισμοί. Τραγούδι που είναι στο ~ ~ των τσαρτ. 2. κάποιος είναι πρώτος στην ιεραρχία: Είναι το ~ ~ στην εταιρεία. [< αγγλ. the number one] , αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα (μτφ.-προφ.) 1. έχει ιδιότροπη συμπεριφορά: Μη μου κάνεις ~ (= κόλπα, κόνξες, σκέρτσα, τσαλίμια)! 2. παρουσιάζει προβλήματα (στη λειτουργία του): Ο υπολογιστής μου άρχισε τα ~!, γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο βλ. γίνομαι [< μεσν. νούμερον, ιταλ. numero]

όργανο

όργανο [ὄργανο] όρ-γα-νο ουσ. (ουδ.) {οργάν-ου | -ων} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. συνδυασμός ιστών που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία: ζωτικό ~. ~ του ανθρώπου/ζώου/φυτού. Τα κύτταρα του ~ου. Τα ~α του αναπνευστικού συστήματος (π.χ. πνεύμονες). 2. ΜΟΥΣ. κάθε μηχανική διάταξη που παράγει μουσική, μουσικό ήχο: λαϊκό/παραδοσιακό ~. Σολιστικό/συνοδευτικό ~. Έγχορδα/κρουστά/πνευστά ~α. Αναγεννησιακά/αρχαιοελληνικά/μεσαιωνικά ~α. Τα ~α της ορχήστρας. Σολίστ του ~ου. Με συνοδεία ~ων. 3. εργαλείο, εξάρτημα ή συσκευή που χρησιμοποιείται κυρ. στην επιστήμη ή την τεχνολογία για την εκτέλεση λειτουργίας· γενικότ. μέσο: αναλυτικό/αξιόπιστο/ευαίσθητο/πολύπλοκο/φορητό ~. Αναλογικό/ηλεκτρονικό/ψηφιακό ~. Ανιχνευτικά/αστρονομικά/γεωμετρικά/ιατρικά/μετεωρολογικά/μετρητικά/ναυτιλιακά/οπτικά/τοπογραφικά ~α. ~ (κατα)γραφής/ελέγχου/παρατήρησης. ~α ακριβείας. Τα ~α του εργαστηρίου/χημείου. Τα ~α του αυτοκινήτου.|| (ΓΥΜΝ.) ~α αεροβικής/προπόνησης (π.χ. κοιλιακών).|| Μαχαίρι που έγινε φονικό ~.|| (μτφ.) Η γλώσσα ως ~ επικοινωνίας. Γλωσσικό ~. 4. επίσημα συγκροτημένη ομάδα ατόμων ή Αρχή που έχει επιφορτιστεί με συγκεκριμένες αρμοδιότητες: διεθνές/κοινοτικό/κρατικό/κυβερνητικό/περιφερειακό ~. Αιρετά/γνωμοδοτικά/διακλαδικά/διαχειριστικά/δικαιοδοτικά/διοικητικά/ελεγκτικά/επιτελικά/εποπτικά/θεσμικά/καθοδηγητικά/πανεπιστημιακά/πειθαρχικά/συλλογικά ~α. ~ εκπροσώπησης (εργαζομένων). Το ανώτατο ~ του κόμματος. Συνεδρίαση τοπικού συντονιστικού ~ου. Τα ~α της ένωσης/του οργανισμού/του συνδέσμου. Εντεταλμένα ~α της Πολιτείας.|| Μονομελές ~. 5. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο ή πράγμα που χρησιμοποιείται ως μέσο προώθησης αθέμιτου, ιδιοτελούς σκοπού: άβουλο/πιστό/τυφλό ~. Την έχει κάνει πειθήνιο ~ό του. Πβ. μαριονέτα, πιόνι, υποχείριο.|| Το έντυπο αποτέλεσε ~ προπαγάνδας. 6. (ευφημ.) πέος ή αιδοίο: ανδρικό/γυναικείο ~. ● Υποκ.: οργανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δωρεά οργάνων (σώματος): ΙΑΤΡ. εθελοντική προσφορά οργάνων για μεταμόσχευση είτε από ζώντες δότες είτε από πτωματικούς (οι οποίοι είχαν υπογράψει εν ζωή σχετική δήλωση δωρεάς): ~ ~ και ιστών. [< γαλλ. don d'organe] , εκκλησιαστικό όργανο: ΜΟΥΣ. όργανο με πλήκτρα εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς, καθένας από τους οποίους παράγει διαφορετικό ήχο μέσω του αέρα που διοχετεύεται σε αυτούς από φυσητήρες. Βλ. ύδραυλις., εμπόριο/εμπορία οργάνων & λαθρεμπόριο οργάνων: παράνομη αγοραπωλησία ανθρώπινων οργάνων με σκοπό τη μεταμόσχευσή τους. [< αγγλ. (human) organ trafficking] , μηχανικά (μουσικά) όργανα: ΜΟΥΣ. που παράγουν μουσική μηχανικά, χωρίς δηλ. εκτελεστή (π.χ. λατέρνα)., όργανο της τάξης/τάξεως: αστυνομικός., πολιτειακά όργανα: ΠΟΛΙΤ. μέσω των οποίων ασκούνται οι λειτουργίες της Πολιτείας (Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Βουλή, Κυβέρνηση, Δικαστήρια, Διοίκηση, Τοπική Αυτοδιοίκηση)., αισθητήριο (όργανο) βλ. αισθητήριος, αστυνομικά όργανα βλ. αστυνομικός, γεννητικά/αναπαραγωγικά όργανα βλ. γεννητικός, δωρητής οργάνων (σώματος) βλ. δωρητής, εκτελεστικό όργανο βλ. εκτελεστικός, ευγενή όργανα βλ. ευγενής, κωπηλατικό (μηχάνημα/όργανο) βλ. κωπηλατικός, μίσθαρνο όργανο βλ. μίσθαρνος, πειθήνιο όργανο βλ. πειθήνιος, ψυχικό όργανο βλ. ψυχικός ● ΦΡ.: άρχισαν τα όργανα (μτφ.-ειρων.): ξεκίνησε κάτι που αναμένεται συνήθ. να εξελιχθεί αρνητικά: ~ ~ με απεργιακές κινητοποιήσεις., εν χορδαίς και οργάνοις βλ. χορδή [< 1,3,6: αρχ. ὄργανον 2: ιταλ. organo 4,5: γαλλ. organe]

συνάντηση

συνάντηση συ-νά-ντη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ταυτόχρονη παρουσία προσώπων στο ίδιο σημείο τυχαία ή ύστερα από συνεννόηση· ειδικότ. καθορισμένη συγκέντρωση ατόμων ή φορέων για συγκεκριμένο σκοπό: αναπάντεχη/ανέλπιστη ~. ~ γνωριμίας (βλ. ραντεβού). ~ της οικογένειας/της παρέας/(παλιών) συμμαθητών/των ενοίκων της πολυκατοικίας (βλ. συνέλευση). Καλλιτεχνική ~ (πβ. συνεύρεση). Η ~ με τον δάσκαλό μου με συγκίνησε. Πβ. αντάμωση, συναπάντημα.|| Ανοιχτή/άτυπη/διεθνής/εβδομαδιαία/έκτακτη/επίσημη/επιστημονική/ετήσια/καθιερωμένη/κρίσιμη/μαραθώνια/μυστική/παγκόσμια/πολιτική/προγραμματισμένη/σύντομη/τακτική ~. ~ εκπροσώπων/ηγετών/καλλιτεχνών/μελών/υπουργών. Η ατζέντα/το θέμα/τα πρακτικά/τα συμπεράσματα μιας ~ης. Διεξαγωγή/οργάνωση/πραγματοποίηση ~ης. Ο πρωθυπουργός είχε ~ με τον ομόλογό του ... (πβ. επαφές). 2. ΑΘΛ. αναμέτρηση, αγώνας: ποδοσφαιρική (πβ. ματς)/σκακιστική/φιλική ~. Διοργάνωση αθλητικών ~ήσεων. Πβ. μίτινγκ. 3. (μτφ.) διασταύρωση, προσέγγιση ή επαφή: ~ δρόμων/πλανητών/ποταμών.|| (μτφ.) ~ (μεταξύ δύο) θρησκειών/ιδεολογιών/κόσμων/πολιτισμών. ~ Ανατολής και Δύσης/ιστορίας και μύθου. ● ΣΥΜΠΛ.: συνάντηση εργασίας: συνάντηση για συζήτηση, μελέτη και δραστηριοποίηση πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο, πρόβλημα: τεχνική ~ ~. ΣΥΝ. εργαστήριο (5) [< αγγλ. workshop, 1937] , συνάντηση κορυφής: ανεπίσημη συνήθ. συνάντηση πολιτικών αρχηγών για διεθνή θέματα και κατ' επέκτ. προσώπων που βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας οργανισμού ή επιχείρησης για εσωτερικά ζητήματα: έκτακτη ~ ~ των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. σύνοδος κορυφής). [< αγγλ. summit meeting, 1955] [< αρχ. συνάντησις, γαλλ. réunion]

σχολάζω

σχολάζω σχο-λά-ζω ρ. {κυρ. στη μτχ. σχολάζ-ων, -ουσα, -ον}: δεν απασχολούμαι. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: σχολάζοντες αρχιερείς: ΕΚΚΛΗΣ. που δεν είναι πλέον εν ενεργεία, συνήθ. λόγω απομάκρυνσής τους από το αξίωμα., σχολάζουσα κληρονομιά βλ. κληρονομιά [< αρχ. σχολάζω ‘έχω ελεύθερο χρόνο, αφοσιώνομαι σε κάτι’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.