Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [7860-7880]


  • αρχειοθέτηση [ἀρχειοθέτηση] αρ-χει-ο-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.): ταξινόμηση υλικού σε αρχείο και ευρετηρίασή του για άμεση αναζήτηση ή/και πρόσβαση: ~ βιβλιοθήκης/φωτογραφιών. ~ κατά αλφαβητική, αριθμητική, χρονολογική σειρά.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αυτόματη/ηλεκτρονική/οπτική ~. [< γαλλ. archivage, 1951]
  • αρχειοθετώ [ἀρχειοθετῶ] αρ-χει-ο-θε-τώ ρ. (μτβ.) {αρχειοθετ-είς ... | αρχειοθέτ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος, -ώντας}: κάνω αρχειοθέτηση: Τα έγγραφα/χειρόγραφα ~ήθηκαν σε φακέλους. ~ημένα: άρθρα. Βλ. αποδελτιώνω.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κείμενα ~ημένα σε CD. Βλ. -θετώ. [< γαλλ. archiver]
  • αρχειοθήκη [ἀρχειοθήκη] αρ-χει-ο-θή-κη ουσ. (θηλ.): κάθε μέσο φύλαξης και διαχείρισης αρχείου (π.χ. συρταροθήκη, κτίριο-υπηρεσία, πρόγραμμα υπολογιστή): ηλεκτρονική/τροχήλατη/φωτογραφική ~. Βιβλιοθήκες και ~ες. Βλ. -θήκη.
  • αρχειονομία [ἀρχειονομία] αρ-χει-ο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.): επιστημονικός κλάδος με αντικείμενο τη δημιουργία, οργάνωση, διαχείριση και αξιοποίηση αρχείων: ~-βιβλιοθηκονομία. Βλ. -νομία.
  • αρχειονόμος [ἀρχειονόμος] αρ-χει-ο-νό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.): επιστήμονας ειδικευμένος στην αρχειονομία: ~-βιβλιοθηκονόμος. Βλ. -νόμος.
  • αρχειοφύλακας [ἀρχειοφύλακας] αρ-χει-ο-φύ-λα-κας ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.): πρόσωπο υπεύθυνο για την ταξινόμηση και φύλαξη αρχειακού υλικού. Πβ. αρχειοθέτης. Βλ. -φύλακας. [< μτγν. ἀρχειοφύλαξ]
  • αρχειοφυλακείο [ἀρχειοφυλακεῖο] αρ-χει-ο-φυ-λα-κεί-ο ουσ. (ουδ.) & αρχειοφυλάκιο (παλαιότ.): χώρος, κτίριο φύλαξης κρατικών εγγράφων.
  • Αρχές [Ἀρχές] Αρ-χές ουσ. (θηλ.) (οι): ΕΚΚΛΗΣ. ένα από τα εννέα αγγελικά τάγματα, που θεωρείται ότι έχει εξουσία πάνω στους Αρχαγγέλους και σε μεγάλες ανθρώπινες ομάδες (έθνη). Βλ. άγγελος. [< μτγν. ἀρχαί]
  • άρχεται βλ. άρχω
  • αρχετυπικός , ή, ό [ἀρχετυπικός] αρ-χε-τυ-πι-κός επίθ.: που έχει τα χαρακτηριστικά αρχετύπου: ~ός: χαρακτήρας. ~ή: εικόνα/ιδέα/μορφή/σχέση/φιγούρα. ~ό: μοντέλο/σύμβολο. Πβ. αρχέτυπος, πρωτοτυπικός. ● επίρρ.: αρχετυπικά [< μεσν. επίρρ. αρχετυπικώς, γερμ. archetypisch, γαλλ. archétypal, αγγλ. archetyp(ic)al]
  • αρχέτυπο [ἀρχέτυπο] αρ-χέ-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {αρχετύπ-ου} 1. αρχικός τύπος, πρωταρχική εικόνα και γενικότ. καθετί που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα: το ~ του ήρωα. Θρησκευτικά/μυθολογικά ~α. Πρότυπο-~.|| (ΨΥΧΟΛ.) Το ~ του πατέρα (βλ. συλλογικό ασυνείδητο). Πβ. μοντέλο, σύμβολο. 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρωτότυπη, μη λειτουργική έκδοση υπολογιστικού προγράμματος, για την ακριβή καταγραφή των απαιτήσεων του πελάτη, που κατασκευάζεται σε διαφορετικό συνήθ. περιβάλλον ανάπτυξης από αυτό της τελικής εφαρμογής: ~ λογισμικού. 3. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. το κείμενο από το οποίο θεωρείται ότι προήλθαν όλα τα σωζόμενα χειρόγραφα (ενός έργου). [< 1, 3: μτγν. ἀρχέτυπον, γερμ. Archetyp, γαλλ. archétype, αγγλ. archetype 2: αγγλ. prototype]
  • αρχέτυπος , η, ο [ἀρχέτυπος] αρ-χέ-τυ-πος επίθ.: που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα: ~ος: κόσμος/μύθος/χαρακτήρας. ~η: εικόνα/έννοια/μορφή. ~ο: σύμβολο. Πβ. αρχετυπικός, πρότυπος, υποδειγματικός. Βλ. -τυπος1. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχέτυπο (βιβλίο): ΤΥΠΟΓΡ. που έχει τυπωθεί τα πρώτα χρόνια εφεύρεσης της τυπογραφίας, πριν από το 1500, κυρ. 1466-1500 μ. Χ. Βλ. παλαίτυπο. [< μτγν. ἀρχέτυπος]
  • αρχή [ἀρχή] αρ-χή ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στον χρόνο ή τον χώρο, από το οποίο κάτι αποκτά υπόσταση, εμφανίζεται για πρώτη φορά: η ~ του κόσμου/των πάντων/του Σύμπαντος (: δημιουργία). Η ~ της ζωής (: γέννηση). Από την ~ (= έναρξη) του χρόνου. Στις ~ές του έτους (ΑΝΤ. τέλη). Στην ~ (= αρχικά), νόμιζα ότι είχα κάνει λάθος. Από την ~ είχα αντιρρήσεις (= εξαρχής, από την πρώτη στιγμή). Ελάτε να κάνουμε μια ελπιδοφόρα/καινούργια/νέα ~ (= ξεκίνημα)! (ως ευχή) Καλή ~ στη νέα σου δουλειά! Βλ. απ~.|| Στην ~ του δρόμου (πβ. αφετηρία· ΑΝΤ. τέρμα)/κειμένου. ΑΝΤ. τέλος (1) 2. (συνήθ. με κεφαλ. Α) φορέας, όργανο, υπηρεσία· (συνεκδ., στον πληθ.) τα πρόσωπα που τα στελεχώνουν: αθλητική/αναγνωρισμένη/αναθέτουσα/ανακριτική/αρμόδια/αστυνομική/δικαστική/διοικητική/διοργανώτρια/διπλωματική/διωκτική/ελεγκτική/εποπτική/κρατική/κυβερνητική/νομαρχιακή/πολεοδοµική/πολιτειακή/στρατιωτική/φορολογική ~.(στην Κύπρο) ~ Ηλεκτρισμού. ~ Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ακρ. ΑΠΔΠΧ). ~ Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Ευρωπαϊκή ~ για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Απόφαση/αρμοδιότητες/βεβαίωση/πιστοποιητικό/πόρισμα της ~ής. Ακαδημαϊκές/Πανεπιστημιακές ~ές. Προξενικές ~ές. Δημοτικές ~ές. Διώκεται από τις Αρχές (του τόπου) (: την Αστυνομία, τη Δικαιοσύνη, το Κράτος).|| Τελετή που παρακολούθησαν σύσσωμες οι ~ές της πόλης (= τοπικοί άρχοντες, τοπικές ~ές). 3. κανόνας που καθορίζει τη στάση ή τη συμπεριφορά κάποιου· κοινώς αποδεκτό πρότυπο συλλογικής συμπεριφοράς: δημοκρατικές/ηθικές/ιδεολογικές/κατευθυντήριες ~ές. Οι ~ές μου και τα πιστεύω μου. Άνθρωπος χωρίς ~ές (: ανήθικος, ασύδοτος). Αποτελεί ~ μου να ... Είναι θέμα/ζήτημα ~ής για μένα.|| Η ~ της ακεραιότητας/αξιοπρέπειας/ελευθερίας/κοινωνικής δικαιοσύνης/νομιμότητας. Εφαρμογή/παραβίαση/τήρηση των ~ών. 4. προϋπόθεση, όρος: ~ του διαλόγου/της συζήτησης είναι ... Το συμβούλιο θέτει ως ~ ότι ... Πβ. βάση, θεμέλιο. 5. (επιστ.) θεμελιώδης κανόνας, νόμος σε έναν γνωστικό τομέα: η ~ της άνωσης/βαρύτητας. Καταστατικές ~ές (= βασικές, θεμελιώδεις). Παιδαγωγικές ~ές. Βασικές ~ές και έννοιες της φιλοσοφίας. Γενικές ~ές (του) Αστικού Δικαίου. Θεωρητικές ~ές της επιστήμης. ~ές Οικονομικής Θεωρίας. Πβ. αξίωμα. 6. πρωταρχική αιτία: η ~ όλων των δεινών (= πηγή, ρίζα). ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή βλ. ανεξάρτητος, ανθρωπική αρχή βλ. ανθρωπικός, αντιποίηση Αρχής βλ. αντιποίηση, αρχή της αδράνειας βλ. αδράνεια, αρχή της αναλογικότητας βλ. αναλογικότητα, αρχή της ισότητας βλ. ισότητα, αρχή της ομοφωνίας βλ. ομοφωνία, αρχή της πλειοψηφίας βλ. πλειοψηφία, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη βλ. αρχιμήδειος, διωκτικές Αρχές βλ. διωκτικός, εκδίδουσα Αρχή βλ. εκδίδων, ζωτική αρχή βλ. ζωτικός, η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, η αρχή της αυτοδιάθεσης βλ. αυτοδιάθεση, η αρχή της δεδηλωμένης βλ. δηλωμένος, η αρχή της επικουρικότητας βλ. επικουρικότητα, η αρχή της νομιμότητας βλ. νομιμότητα, η αρχή των εθνοτήτων βλ. εθνότητα, η αρχή/η λογική της ήσσονος προσπάθειας βλ. ήσσων & ήττων, η κατηγορούσα αρχή βλ. κατηγορώ, λιμενική Αρχή βλ. λιμενικός, περιύβριση Αρχής βλ. περιύβριση, πρυτανικές Αρχές βλ. πρυτανικός, τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος ● ΦΡ.: από την αρχή ως/μέχρι το τέλος: καθ' όλη τη διάρκεια ή σε όλη την έκταση: Ήμουν παρών ~ ~.|| Διάβασε το κείμενο ~ ~.|| Η ιστορία είναι πλαστή ~ ~ (= εξολοκλήρου)., αρχής γενομένης (+ από, λόγ.): αρχίζοντας από: πενθήμερη απεργία, ~ ~ από σήμερα., αυτό είναι μόνο η αρχή: για σχέδιο που βρίσκεται σε αρχικό στάδιο ή για κατάσταση που έχει συνήθ. αρνητική εξέλιξη: Έχει γίνει μια πρώτη προσπάθεια, αλλά ~ ~.|| Η κρίση εντείνεται και ~ ~., δεν έχει αρχή και τέλος & χωρίς αρχή και τέλος: για να δηλωθεί το άπειρο, η έλλειψη ορίων: η ευθεία δεν έχει ~ ~. Πβ. αέναος, ασταμάτητος, διαρκής, συνεχής.|| (μτφ.) Έρωτας χωρίς ~ ~. Πρόκειται για θέμα που δεν έχει ~ ~. Πβ. φαύλος κύκλος., εν αρχή ην … [ἐν ἀρχῇ ἦν] (λόγ.): στην αρχή υπήρχε (κάτι): ~ ~ το μηδέν/χάος.|| (ειρων.) ~ ~ η κατανάλωση., επί της αρχής (λόγ.): κατά βάση, σε γενικά πλαίσια, σε γενικές γραμμές: Εγκρίθηκε ~ ~ το νομοσχέδιο.|| (ως επίθ.) Η ~ ~ συμφωνία για ..., η αρχή είναι το ήμισυ του παντός (γνωμ.): το πιο σημαντικό είναι να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα., κάθε αρχή και δύσκολη: για τα εμπόδια που συναντά κανείς σε κάθε ξεκίνημα., κάνω την αρχή 1. αρχίζω, ξεκινώ. 2. (μτφ.) αναλαμβάνω την πρωτοβουλία: Έκανε ~ για έναν παρατεταμένο αγώνα υπέρ ..., καταρχάς (λόγ.) & (λογιότ.) κατ' αρχάς: αρχικά, στην αρχή: ~, το ποσό μειώθηκε, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε. Πβ. εν πρώτοις., καταρχήν & (λόγ.) κατ' αρχήν 1. κατά βάση, στα βασικά σημεία: Δεν διαφωνώ ~ ~, αλλά σε επιμέρους θέματα.|| (ως επίθ.) Η ~ συμφωνία. Πβ. επί της αρχής. 2. (συνήθ. καταχρ.) καταρχάς. [< γαλλ. en principe, γερμ. im Prinzip] , με αρχή, (μέση) και τέλος: με δομή, συνοχή: έργο/κείμενο ~ ~., αντίσταση κατά της Αρχής βλ. αντίσταση, είναι παλαιών/αυστηρών αρχών βλ. παλαιός, ενός ανδρός αρχή βλ. άνδρας & άντρας, η αρχή του κακού βλ. κακό, η αρχή του νήματος βλ. νήμα, η αρχή του τέλους βλ. τέλος, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, φτου κι απ' την αρχή! βλ. φτου [< αρχ. ἀρχή, γαλλ. principe, αγγλ. principle 2: γαλλ. autorités, αγγλ. authorities]
  • αρχηγείο [ἀρχηγεῖο] αρ-χη-γεί-ο ουσ. (ουδ.) (κ. με κεφαλ. Α): επιτελείο· συνεκδ. η έδρα του: το ~ της Αεροπορίας/Αστυνομίας/του Πυροσβεστικού Σώματος/του Στόλου/Στρατού. Το ~ του ΝΑΤΟ. Σύσκεψη στο ~. Πβ. διοικητήριο.|| Το μυστικό ~ της οργάνωσης. [< γαλλ. quartier général, γερμ. Hauptquartier]
  • αρχηγέτης [ἀρχηγέτης] αρ-χη-γέ-της ουσ. (αρσ.) {σπάν. λόγ. θηλ. αρχηγέτις, -ιδος} 1. ιδρυτής, γενάρχης: ο ~ μιας δυναστείας/ενός κινήματος. 2. (σπάν.) πρώτος μεταξύ αρχηγών. Πβ. ηγεμόνας, ηγέτης, ταγός. [< αρχ. ἀρχηγέτης]
  • αρχηγία [ἀρχηγία] αρ-χη-γί-α ουσ. (θηλ.): η εξουσία και το αξίωμα του αρχηγού· συνεκδ. το χρονικό διάστημα άσκησής της/του: τελετή παράδοσης-παραλαβής της ~ας των Ενόπλων Δυνάμεων/του Πυροσβεστικού Σώματος. Υποψηφιότητα για την ~. Υπό την ~ του ... Ανέλαβε/διεκδικεί την ~ του κόμματος. Η ~ ανατέθηκε στον ... Παραιτήθηκε από την ~. Βλ. αρχηγιλίκι, συν~, υπ~.|| Κατά την ~ του ... (πβ. θητεία). ΣΥΝ. ηγεσία (2) [< μεσν. αρχηγία]
  • αρχηγικός , ή, ό [ἀρχηγικός] αρ-χη-γι-κός επίθ.: που αναφέρεται στον αρχηγό ή/και την αρχηγία: ~ός: λόγος/ρόλος. ~ή: εμφάνιση/θέση/φυσιογνωμία. ~ό: κόμμα (πβ. προσωποπαγές)/προφίλ/στέλεχος. ~ές: βλέψεις/ικανότητες/τάσεις/φιλοδοξίες. ~ά: προσόντα. Πβ. ηγεμονικός, ηγετικός. ● Ουσ.: αρχηγικοί (οι): ομάδα προσώπων που τάσσεται με το μέρος του αρχηγού, οι οπαδοί του (κατ' αντιπαράθεση προς τους συνήθ. εσωκομματικούς αντιπάλους του). ● επίρρ.: αρχηγικά [< μτγν. ἀρχηγικός]
  • αρχηγιλίκι [ἀρχηγιλίκι] αρ-χη-γι-λί-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): αρχηγία. Βλ. -ιλίκι.
  • αρχηγίσκος [ἀρχηγίσκος] αρ-χη-γί-σκος ουσ. (αρσ.) (μειωτ.): αρχηγός χωρίς ικανότητες. Βλ. -ίσκος.
  • αρχηγισμός [ἀρχηγισμός] αρ-χη-γι-σμός ουσ. (αρσ.): κυριαρχική, εξουσιαστική τάση κυρ. πολιτικού προσώπου: ~ και συγκεντρωτισμός. Πβ. ηγεμον-, πατερναλ-ισμός.

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αδράνεια

αδράνεια [ἀδράνεια] α-δρά-νει-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία δραστηριοποίησης, απραξία, ακινησία: γραφειοκρατική/επενδυτική/επιχειρηματική/κυβερνητική/πλήρης/πνευματική/ψυχική ~ (= αποτελμάτωση, τέλμα). ~ του δημόσιου τομέα (= στασιμότητα). Οπισθοδρόμηση και ~ στην υλοποίηση αναπτυξιακών έργων. Καταδικάζω/πέφτω σε ~. Τρόποι για να βγείτε από την ~. Πβ. νωθρότητα. Βλ. αποχαύνωση, παθητικότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ της βούλησης/μνήμης/σκέψης. ΑΝΤ. ενεργητικότητα, ενεργοποίηση (2) 2. ΦΥΣ. μηχανική ιδιότητα ενός σώματος να αντιστέκεται σε μεταβολές στην κινητική του κατάσταση λόγω του όγκου και της μάζας του: θερμική ~. Ακτίνα/άξονας/ροπή ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: αδράνεια της μήτρας: ΙΑΤΡ. νωθρότητα των συσπάσεών της κατά τον τοκετό και κατ' επέκτ. η απουσία ωδινών: πρωτοπαθής ~ ~. Βλ. δυστοκία., αρχή της αδράνειας: ΦΥΣ. αρχή της Μηχανικής σύμφωνα με την οποία ένα σώμα στο οποίο δεν επιδρούν δυνάμεις διατηρεί την κατάσταση κίνησης στην οποία βρίσκεται., δύναμη της αδράνειας: ΦΥΣ. αδράνεια. || (μτφ.) Η ~ ~ συντελεί ώστε να διαιωνίζονται τα κακώς κείμενα. [< μτγν. ἀδράνεια, γαλλ. inertie]

αναλογικότητα

αναλογικότητα [ἀναλογικότητα] α-να-λο-γι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. ιδιότητα του αναλογικού: ~ της ψήφου (βλ. αναλογική). ~ στην εκπροσώπηση των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της αναλογικότητας: ΝΟΜ. που ρυθμίζει την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε το περιεχόμενο και η μορφή των ενεργειών της να μην υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών, παρέχοντας μεγαλύτερη ελευθερία στα κράτη-μέλη και τους ιδιώτες, όταν εξασφαλίζεται η ίδια αποτελεσματικότητα. Βλ. επικουρικότητα. [< γαλλ. proportionnalité]

άνδρας & άντρας

άνδρας & άντρας [ἄνδρας] άν-δρας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) ανδρ-ός | -ών} 1. ενήλικο άτομο αρσενικού φύλου, κατ' αντιδιαστολή προς το παιδί και τη γυναίκα: ανύπαντρος/γοητευτικός/δυναμικός/δυνατός/ελκυστικός/έξυπνος/επιτυχημένος/ευαίσθητος/ευγενικός/ηλικιωμένος (: γέρος)/κομψός/μελαμψός/μεσόκοπος/νέος (βλ. έφηβος)/παντρεμένος/ρομαντικός/χωρισμένος/ωραίος (= ομορφάντρας· ΑΝΤ. ασχημάντρας)/ώριμος ~. Ο μέσος/σύγχρονος ~. Ο ισχυρός ~ της επιχείρησης/ομάδας. (Σπουδαίος) πολιτικός ~ (πβ. προσωπικότητα). Ο ~ κουβαλητής. Φύλο: ~ (βλ. άρρεν). Δημόσιοι ~ες (: που κατέχουν δημόσιο αξίωμα). Ένδοξοι/επιφανείς ~ες. Αποφθέγματα/λόγια μεγάλων ~ών (= σημαντικών). ~ μεγάλης ηλικίας/μετρίου αναστήματος. Περιοδικά για τον ~α. Βρέθηκε το πτώμα αγνώστου ~ός. Έχεις γίνει (ολόκληρος/σωστός) ~ πια! Βλ. δανδής, δον ζουάν, ζιγκολό, ισχυρό φύλο, μάγκας, πλεϊμπόι, τζέντλεμαν, φαλλοκράτης.|| Το ήθος του ~ός. 2. {συνήθ. στον τ. άντρας} αυτός που παρουσιάζει εκείνα τα στοιχεία της συμπεριφοράς και της εμφάνισης (αρρενωπότητα, γενναιότητα, θάρρος, εντιμότητα, σωματική δύναμη) τα οποία σύμφωνα με την κοινωνική αντίληψη χαρακτηρίζουν ένα αρσενικό ενήλικο άτομο: Ανακηρύχθηκε/ψηφίστηκε ~ της χρονιάς. Ο ιδανικός/τέλειος ~. Είσαι και πολύ ~! Είναι ~ με τα όλα του. Το παίζει ~. Πρέπει να φανείς ~! Φέρσου σαν ~! Αν είσαι ~, έλα να λογαριαστούμε! Πβ. άντρακλας, παλικάρι.|| (προφ., για ομοφυλόφιλο:) Δεν είναι φανατικός ~. 3. πρόσωπο που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ερωτική ζωή μιας γυναίκας ως σύζυγος, αγαπημένος ή εραστής: πιστός ~. Βρήκε/γνώρισε τον ~α των ονείρων της. Είναι ο ~ της ζωής της. Πρώην ~ (= σύζυγος). Ο ~ της πέθανε (= είναι χήρα). Δεν έχει ~α (= είναι ανύπαντρη). Ο ~ της υπέβαλε αίτηση διαζυγίου. Απάτησε τον ~α της. Κακοποιείται από τον ~α της. Πήρε ~α νεότερό της. Την άφησε/παράτησε ο ~ της. Ο ~ της οικογένειας (= προστάτης)/του σπιτιού (βλ. οικογενειάρχης). Ο ~ της αδερφής/της κόρης μου (= ο γαμπρός μου).|| Δεν τον βλέπει σαν ~α (= εραστή), μόνο σαν φίλο.άνδρες & άντρες (οι) 1. μέλη ένοπλου συνήθ. σώματος: Στην επιχείρηση συμμετείχαν ~ των αστυνομικών δυνάμεων/των ΕΚΑΜ. Οι ~ της ειρηνευτικής δύναμης (πβ. κυανόκρανος)/των Σωμάτων Ασφαλείας. 2. ΑΘΛ. (κυρ. με κεφαλ. Α) η ανώτερη ηλικιακή κατηγορία κατάταξης αθλητών: Εθνική ~ών. ● Υποκ.: αντράκι (το) 1. (μειωτ.-ειρων.) άντρας. 2. αγόρι που παριστάνει τον άντρα. 3. (μτφ.) θαρραλέα, δυναμική γυναίκα., αντρούλης (ο): (χαϊδευτ.) σύζυγος. ● ΣΥΜΠΛ.: σκληρό αντράκι βλ. σκληρός ● ΦΡ.: άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω (προφ.-ειρων.): λέγεται συνήθ. για να αποδοκιμαστεί η απαίτηση κάποιου για άμεση εκπλήρωση επιθυμίας του., ενός ανδρός αρχή (λόγ.-αρνητ. συνυποδ.): σε περιπτώσεις που συγκεντρώνεται η εξουσία σε ένα μόνο άτομο. Βλ. προσωποκεντρικό/συγκεντρωτικό σύστημα., σαν άντρας προς άντρα: για να δηλωθεί ότι κάποιος χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και ειλικρίνεια: Έλα να μιλήσουμε ~ ~. [< αγγλ. man-to-man, 1902] , η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα βλ. γυνή [< αρχ. ἀνήρ, αιτ. ἄνδρα, μεσν. άνδρας]

ανεξάρτητος

ανεξάρτητος, η, ο [ἀνεξάρτητος] α-νε-ξάρ-τη-τος επίθ. 1. που είναι ελεύθερος από εξωτερική, ξένη επιρροή, καθοδήγηση, έλεγχο, που δεν έχει εξάρτηση από κάποιον ή κάτι άλλο, στηρίζεται στον εαυτό του: ~ος: παράγοντας. ~η: άποψη/διαβίωση (: για άτομα με ειδικές ανάγκες)/ζωή/πρωτοβουλία/σκέψη (πβ. ελεύθερη). Είναι δυναμική και ~η. Θα πρέπει να δουλέψεις, για να γίνεις οικονομικά ~. Πβ. αυτάρκης, αυτεξούσιος, αυτόνομος. Βλ. ημι~.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ο: ερέθισμα. ΑΝΤ. εξαρτημένος (1) 2. (ειδικότ.) που δεν ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, οργάνωση ή δεν υπάγεται σε ανώτερη Αρχή: ~ος: βουλευτής/δημοτικός σύμβουλος/συνδυασμός. Κατεβαίνει στις δημοτικές εκλογές ως ~ υποψήφιος. Πβ. αδέσμευτος, ανένταχτος.|| ~ος: αξιολογητής/ασφαλιστικός πράκτορας/δημοσιογράφος/εμπειρογνώμονας/επιθεωρητής/παραγωγός/σύμβουλος-συνεργάτης επιχειρήσεων.|| ~ος: οργανισμός (= μη κυβερνητικός)/φορέας. ~ο: νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. 3. (+ από/γεν.) που δεν επηρεάζεται, δεν προσδιορίζεται από άλλον παράγοντα, όρο, προϋπόθεση: Χρέωση σταθερή και ~η από τον χρόνο σύνδεσης. Η δικαστική εξουσία είναι ~η από τη νομοθετική και την εκτελεστική. Λόγοι ~οι από τη θέλησή μου με εμποδίζουν να ... Πβ. άσχετος. ΑΝΤ. αλληλένδετος, συναφής, σχετικός (1) 4. που έχει ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία: (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ος: διακόπτης/εκτυπωτής/καταψύκτης.|| ~η: είσοδος. ~ο: διαμέρισμα. ~ες: κατοικίες/μεζονέτες. 5. ΜΑΘ. που δεν εξαρτάται από άλλες μεταβλητές ή σχετίζεται με ή ανήκει σε σύστημα εξισώσεων, από τις οποίες καμία δεν μπορεί να προκύψει από άλλη του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεξάρτητη Αρχή: ξεχωριστή, αυτόνομη λειτουργία φορέα, οργάνου, υπηρεσίας: σύσταση ~ης ~ής για την επιλογή προσωπικού (βλ. ΑΣΕΠ). Ο Συνήγορος του Πολίτη είναι ανεξάρτητη διοικητική Αρχή. Βλ. ΕΣΡ. [< γαλλ. autorité indépendante] , ανεξάρτητη μεταβλητή: ΜΑΘ. της οποίας η τιμή δεν καθορίζεται από τις τιμές των άλλων μεταβλητών σε μία συνάρτηση. ΑΝΤ. εξαρτημένη μεταβλητή, ανεξάρτητο/κυρίαρχο κράτος: ΠΟΛΙΤ. που είναι νομικά ισότιμο με τα υπόλοιπα κράτη και δεν υπάγεται σε κανέναν άλλο φορέα εκτός από τον εαυτό του. Βλ. προτεκτοράτο., κύρια/ανεξάρτητη πρόταση βλ. κύριος [< γαλλ. indépendant]

ανθρωπικός

ανθρωπικός, ή, ό [ἀνθρωπικός] αν-θρω-πι-κός επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπική αρχή & ανθρωπικό αξίωμα: (στην κοσμολογία) μεταφυσική-θεολογική και ντετερμινιστική ερμηνεία του κόσμου στο βαθμό που θέτει ως κέντρο του Σύμπαντος τον παρατηρητή του, το σκεπτόμενο δηλ. ον, όχι απλώς ως σημείο αναφοράς, αλλά ως σκοπό της δημιουργίας του: ασθενής/ισχυρή ~ ~ (: ασχολείται με τη χωροχρονική θέση της νοήμονος ζωής στο Σύμπαν ή μέσα σε ένα άπειρο αριθμό από πιθανά Σύμπαντα, αντίστοιχα). [< γαλλ. principe anthropique, 1974, αγγλ. anthropic principle, 1974] [< αρχ. ἀνθρωπικός ‘ανθρώπινος, που σχετίζεται με τον άνθρωπο’]

αντιποίηση

αντιποίηση [ἀντιποίηση] α-ντι-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. παράνομη οικειοποίηση δικαιώματος, ξένης ιδιοκτησίας ή κατάχρηση εξουσίας: ~ άσκησης επαγγέλματος/στολής (π.χ. αστυνομικού)/τίτλου (σπουδών). Πβ. ιδιοποίηση, σφετερισμός. Βλ. -ποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιποίηση Αρχής: άσκηση εξουσίας χωρίς νόμιμο δικαίωμα. [< γαλλ. usurpation de pouvoir] [< μτγν. ἀντιποίησις 'διεκδίκηση, αξίωση', γαλλ. usurpation]

αντίσταση

αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]

αποδελτιώνω

αποδελτιώνω [ἀποδελτιώνω] α-πο-δελ-τι-ώ-νω ρ. (μτβ.) {αποδελτίω-σα, -θηκε, -μένος, αποδελτιών-οντας} : συλλέγω στοιχεία από συγκεκριμένες πηγές και τα καταγράφω σε δελτία: ~ κείμενα/λέξεις/πληροφορίες/χειρόγραφα. ~θηκαν ιδιωματικές εκφράσεις. ~μένα: άρθρα/δημοσιεύματα/έντυπα/περιοδικά. Πβ. αποθησαυρίζω. Βλ. αρχειοθετώ, ευρετηριάζω, καταλογογραφώ. [< αγγλ. index]

απροσδιοριστία

απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]

αρχηγιλίκι

αρχηγιλίκι [ἀρχηγιλίκι] αρ-χη-γι-λί-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): αρχηγία. Βλ. -ιλίκι.

αρχιμήδειος

αρχιμήδειος, α, ο [ἀρχιμήδειος] αρ-χι-μή-δει-ος επίθ.: ΜΑΘ. -ΦΥΣ. που σχετίζεται με τον Αρχιμήδη ή βασίζεται στις αρχές του: ~ο: αξίωμα/πρόβλημα. ~α ιδιότητα (των πραγματικών αριθμών). ● ΣΥΜΠΛ.: αρχιμήδεια αρχή/αρχή του Αρχιμήδη: ΦΥΣ. σύμφωνα με την οποία ένα σώμα που βυθίζεται μέσα σε ρευστό, υφίσταται κατακόρυφη ώθηση με φορά προς τα πάνω, την άνωση, που είναι ίση με το βάρος του εκτοπιζόμενου ρευστού., αρχιμήδειο σημείο: από το οποίο μπορεί δυνητικά να οργανωθούν και να ελεγχθούν τα πάντα: ~ ~ αναφοράς. [< γαλλ. archimédien, αγγλ. Archimedean]

άρχω

άρχω [ἄρχω] άρ-χω ρ. (αμτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ. ενεστ., μτχ. άρχ-ων, -ουσα | -εται, αρχό-μενος} (αρχαιοπρ.): κυβερνώ, ασκώ εξουσία: Στο κράτος δικαίου ~ει ο νόμος. Οι πολίτες ~ουν και ~ονται. Η ~ουσα: τάξη (= ιθύνουσα).|| (μτφ.) ~ουσα ιδεολογία (= κυρίαρχη). ● Παθ.: άρχεται (επίσ.): αρχίζει, ξεκινά: Το οικονομικό έτος ~ την 1η Ιανουαρίου και λήγει την ... Η ισχύς της εγκυκλίου ~ από τη δημοσίευσή της. Συμπτώματα ~μενης/(λόγ.) ~μένης νόσου. ● ΦΡ.: από Θεού άρξασθε/άρξασθαι βλ. θεός, άρχεται/λύεται η συνεδρίαση βλ. συνεδρίαση, άρχοντες και αρχόμενοι βλ. άρχοντας, ήρξατο χειρών αδίκων βλ. άδικος [< αρχ. ἄρχω]

αυτοδιάθεση

αυτοδιάθεση [αὐτοδιάθεση] αυ-το-δι-ά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα που έχει κάθε λαός να καθορίζει ελεύθερα το πολιτικό καθεστώς του και να εξασφαλίζει την οικονομική, κοινωνική και μορφωτική ανάπτυξή του: ελευθερία και ~. Πβ. αυτεξουσιότητα, αυτοκυριαρχία, αυτονομία. 2. το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να διαθέτει ελεύθερα τον εαυτό του: προσωπική ~. Πβ. αυτοκαθορισμός. ΑΝΤ. ετεροκαθορισμός, ετεροπροσδιορισμός ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αυτοδιάθεσης: ΠΟΛΙΤ. δόγμα που αναφέρεται στο δικαίωμα μιας εθνικής κοινότητας να έχει πολιτική αυτοτέλεια: Η ~ ~ των λαών. Η ~ ~ και της εδαφικής ακεραιότητας. Πβ. η αρχή των εθνοτήτων. [< γαλλ. autodétermination, 1955]

δηλωμένος

δηλωμένος, η, ο δη-λω-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) δεδηλωμένος 1. που έχει γνωστοποιηθεί, εκφραστεί ρητά, που έχει αποκαλυφθεί: ~ος: θαυμαστής/οπαδός/στόχος. ~η: αντίθεση/επιθυμία/θέληση/θέση (= εκ(πε)φρασμένη). ~ο: ενδιαφέρον (= εκδηλωμένο). ~οι: εχθροί (βλ. κηρυγμένοι, ορκισμένοι). Η ~η πολιτική της κυβέρνησης. Πβ. φανερός. 2. που έχει δηλωθεί επίσημα, σύμφωνα με ορισμένο τυπικό σε αρμόδια Αρχή ή υπηρεσία: ~η: αξία/διεύθυνση/εργασία. ~ο: εισόδημα. ~ες: δαπάνες. ΑΝΤ. αδήλωτος (1) ● Ουσ.: δηλωμένη (η): ιερόδουλη που ασκεί νόμιμα το επάγγελμά της, που έχει δηλωθεί στην Αστυνομία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της δεδηλωμένης & δεδηλωμένη (η): ΠΟΛΙΤ. σύμφωνα με την οποία ένα κόμμα, για να αναλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σε αυτή, πρέπει να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Βλ. αρχή της πλειοψηφίας, πρόταση μομφής/δυσπιστίας. [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. δηλώνω, γαλλ. déclaré]

διατήρηση

διατήρηση δι-α-τή-ρη-ση ουσ. (θηλ.): το να διατηρείται κάτι: ~ του βάρους/της ζωής (πβ. συνέχιση)/της υγείας.|| ~ έργων τέχνης/μνημείων. ~ αρχαιοτήτων/οικοσυστημάτων/φυτών. ~ αρχείου/τεκμηρίων (: προστασία). Ψηφιακή ~ υλικού.|| ~ της γλώσσας/ειρήνης/(ιστορικής) μνήμης/ποιότητας/πολιτιστικής κληρονομιάς/σταθερότητας/τάξης/των τοπικών παραδόσεων Πβ. διαφύλαξη.|| Μέτρα για τη ~ των τιμών σε λογικά επίπεδα. Πβ. συγκράτηση.|| Συνθήκες ~ης τροφίμων. Πβ. συντήρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή/νόμος της διατήρησης: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που υποστηρίζει ότι μία ποσότητα παραμένει σταθερή μετά από μία διαδικασία ή αλληλεπίδραση: ~ ~ της ενέργειας/του ηλεκτρικού φορτίου/της μαγνητικής ροής/μάζας/(στροφ)ορμής. [< αγγλ. conservation law, 1930] [< μτγν. διατήρησις, αγγλ.-γαλλ. maintenance]

διωκτικός

διωκτικός, ή, ό δι-ω-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη δίωξη: ~ός: μηχανισμός. ~ή: μανία. ~ά: μέτρα/όργανα. Πβ. κατα~. ● ΣΥΜΠΛ.: διωκτικές Αρχές: Αστυνομία, Λιμενικό Σώμα, Τελωνειακή Υπηρεσία, Εισαγγελία. [< μτγν. διωκτικός ‘ικανός να απομακρύνει’]

εθνότητα

εθνότητα [ἐθνότητα] ε-θνό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {εθνοτήτ-ων}: εθνοπολιτισμική κοινότητα χωρίς κρατική υπόσταση· ειδικότ. μειονότητα: κυρίαρχη ~. Ισότιμες/υπόδουλες/(ΙΣΤ.) χριστιανικές ~ες. Σεβασμός στην κουλτούρα κάθε ~ας. ~ες και αποσχιστικά κινήματα. Δικαιώματα/συνύπαρξη των ~ων. Πβ. έθνος. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή των εθνοτήτων: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο κάθε εθνότητα έχει δικαίωμα να συγκροτηθεί σε ανεξάρτητο κράτος. Πβ. η αρχή της αυτοδιάθεσης. [< γαλλ. le principe des nationalités] [< γαλλ. nationalité]

εκδίδων

εκδίδων, ουσα, ον [ἐκδίδων] εκ-δί-δων επίθ./ουσ. (επίσ.): που κοινοποιεί ή θέτει κάτι σε κυκλοφορία: ~ουσα: διεύθυνση/τράπεζα. ~ον: (διαχειριστικό) όργανο. ~οντες: φορείς.|| (ως ουσ.) O ~ την απόφαση. Οι ~οντες ομόλογα/πιστοποιητικά/τιμολόγια. ● ΣΥΜΠΛ.: εκδίδουσα Αρχή: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. φορέας που είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο αιτημάτων και την έκδοση επίσημων εγγράφων: ~ ~ διαβατηρίου/ταυτότητας. Η ~ ~ αποφασίζει/χορηγεί άδεια. [< αγγλ. issuing authority] [< αρχ. ἐκδίδων]

επικουρικότητα

επικουρικότητα [ἐπικουρικότητα] ε-πι-κου-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της επικουρικότητας: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. που ορίζει ότι η κεντρική εξουσία (π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τα κράτη-μέλη) επεμβαίνει μόνο όταν ένας σκοπός δεν μπορεί να εκπληρωθεί σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. [< αγγλ. principle of subsidiarity] [< γαλλ. subsidiarité, 1964]

ζωτικός

ζωτικός, ή, ό ζω-τι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που είναι απαραίτητος για τη διασφάλιση της ζωής: ~ά: κύτταρα/όργανα/συστατικά. Αναστολή ~ών λειτουργιών (= νεκροφάνεια). || ΦΙΛΟΣ. ~ή: ορμή. 2. (μτφ.) πρωταρχικός, θεμελιώδης: ~ός: ρόλος/τομέας. ~ή: ανάγκη. ~ό: αίτημα/πρόβλημα/στοιχείο. ~ά: δικαιώματα/συμφέροντα. Ζήτημα/θέμα ~ής (= καθοριστικής) σημασίας. Η διάφανεια ως ~ή αρχή λειτουργίας του κράτους. Πβ. βασικός, ουσιώδης. ● επίρρ.: ζωτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ζωτική αρχή: ΒΙΟΛ.-ΦΙΛΟΣ. (στη θεωρία του βιταλισμού) άυλη οντότητα που διακρίνεται από την ψυχή και το σώμα και με βάση την οποία ερμηνεύεται το φαινόμενο της ζωής. [< γαλλ. principle vital] , ζωτική χωρητικότητα: ΙΑΤΡ. η ποσότητα αέρα που μπορεί να εκπνεύσει ένα άτομο ύστερα από βαθιά εισπνοή., ζωτική/ζωική ενέργεια/δύναμη (επιστ.): αυτή στην οποία οφείλεται η ύπαρξη και η διαιώνιση της ζωής. Βλ. βιοενέργεια., ζωτικός χώρος 1. ΠΟΛΙΤ. εδαφική έκταση που θεωρείται, κυρ. στην ιδεολογία του ναζισμού, απαραίτητη για την εθνική επιβίωση και την οικονομική αυτάρκεια μιας χώρας. 2. ΟΙΚΟΛ. η εδαφική έκταση που απαιτείται για την επιβίωση κάθε ζωντανού οργανισμού και τη διεκπεραίωση των ζωτικών λειτουργιών του: Η αλλαγή του οικοσυστήματος στερεί από τα ζώα τον ~ό τους ~ο. Βλ. βιότοπος. 3. ΣΤΡΑΤ. περιοχή στρατηγικής σημασίας (αεροδρόμιο, λιμάνι, αστικό ή βιομηχανικό κέντρο). [< 1: γερμ. Lebensraum] [< 1: αρχ. ζωτικός, γαλλ. vital]

ήσσων & ήττων

ήσσων & ήττων, ων, ον [ἥσσων] ήσ-σων επίθ. {ήσσ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα)} (λόγ.): μικρότερος, ελάσσων. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή/η λογική/ο νόμος της ήσσονος προσπάθειας: επιδίωξη κάποιου στόχου με όσο το δυνατό μικρότερο κόπο. [< γαλλ. la lois du moindre effort], ήσσονος/δευτερεύουσας σημασίας & (λογιότ.) δευτερευούσης σημασίας: για κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό: Υπάρχουν κάποια λάθη στο κείμενο, αλλά είναι ~ ~. [< γερμ. von sekundärer Bedeutung] ● ΦΡ.: ουχ ήττον (αρχαιοπρ.): όμως, παρ' όλα αυτά: Οι πιθανότητες για νίκη δεν είναι πολλές· ~ ~, εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα μας. Πβ. εντούτοις., κατά το μάλλον ή ήττον βλ. μάλλον [< αρχ. ἥσσων, συγκρ. του επιρρ. ἧκα ‘ελαφρά, λίγο’]

-θετώ

-θετώ: επίθημα ρημάτων με τη σημασία του θεσπίζω, τοποθετώ, καθορίζω, οργανώνω ή σπανιότ. θέτω υπό την προστασία μου: αθλο~/θεσμο~/νομο~. Ναρκο~. Οριο~/σκηνο~/χωρο~. Aρχειο~. Υιο~.

-θήκη

-θήκη: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τη δήλωση ειδικής κατασκευής, αντικειμένου ή χώρου όπου τοποθετούνται ή φυλάσσονται αντικείμενα: βιβλιο~/εργαλειο~/καρτελο~/καρτο~/ομπρελο~/παπουτσο~/προσπεκτο~.|| Κλειδο~/μαξιλαρο~.|| Aβγο~ (πβ. αβγουλ-ιέρα).|| Γλυπτο~/πινακο~. Οστεο~ (βλ. οστεο-φυλάκιο).

-ιλίκι

-ιλίκι (λαϊκό-προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών συνήθ. με αρνητική αναφορά σε κατάσταση ή ιδιότητα: (ειρων.-μειωτ.) καθηγητ~/προεδρ~/υπουργ~.|| Καραγκιοζ~/καφρ~/παπατζ~. Πβ. -ίκι, -λίκι.|| (σπανιότ. με ουδέτερη ή θετική σημ., κυρ. λαϊκό) Κιμπαρ~/μαστορ~.

-ίσκος

-ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.

ισότητα

ισότητα [ἰσότητα] ι-σό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ισοτήτ-ων} ΑΝΤ. ανισότητα 1. κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι ίσος με άλλους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, σύμφωνα με τον νόμο: δημοκρατική/κοινωνική/νομική (= ισονομία)/οικονομική/πολιτική/φορολογική/φυλετική ~. ~ των πολιτών/των συμβαλλόμενων μερών. Αποκατάσταση/κατοχύρωση/προώθηση της ~ας.|| (ειδικότ.) Η ~ των δύο φύλων (πβ. ισοτιμία). Γενική Γραμματεία ~ας. 2. ισοδυναμία: ~ αποδοχών. 3. ΜΑΘ. η σχέση που έχουν ίσοι αριθμοί, ίσες ποσότητες ή ίσα μεγέθη μεταξύ τους και η γραφική παράστασή της: ~ των πλευρών του τετραγώνου. Σύμβολο ~ας (πβ. ίσον). ~ες αθροισμάτων. Τα μέλη των ~ων. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της ισότητας: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. συνταγματικά κατοχυρωμένη απαγόρευση κάθε µορφής διάκρισης λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας, πεποιθήσεων ή αναπηρίας. [γαλλ. le principe d'égalité] , ισότητα ευκαιριών βλ. ευκαιρία, ισότητα της ψήφου βλ. ψήφος [< αρχ. ἰσότης]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

κατηγορώ

κατηγορώ [κατηγορῶ] κα-τη-γο-ρώ ρ. (μτβ.) {κατηγόρ-ησα, -ούμαι, -ήθηκα, -ώντας, (λόγ.) -ών (συνήθ. στο θηλ. -ούσα), -ούμενος, (σπάν.) -ημένος}: θεωρώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι αρνητικό ή δυσάρεστο και τον επικρίνω για αυτό: Δεν σε ~ για τίποτα. Με ~εί ότι του είπα ψέματα. ~ησε (ευθέως) την κυβέρνηση για ακραίο λαϊκισμό. Άδικα/τσάμπα τους ~ήσαμε. Βιάστηκες/έσπευσες να με ~ήσεις. Μην ~είς τον εαυτό σου! Δεν συνεχίζω, γιατί κινδυνεύω να ~ηθώ (από πολλούς) για αλαζονεία. Το μόνο για το οποίο δεν μπορούμε να ~ηθούμε είναι η έλλειψη συνέπειας. Απάντησε με επιστολή, ~ώντας τους πάντες και τα πάντα.|| (κατ' επέκτ.) Αρώματα που έχουν ~ηθεί για την πρόκληση αλλεργικών αντιδράσεων. Πβ. αιτιώμαι, κακολογώ, κατακρίνω, προσάπτω. ΣΥΝ. μέμφομαι, ψέγω ΑΝΤ. επαινώ, υπερασπίζομαι (1) ● Παθ.: κατηγορούμαι: ΝΟΜ. μου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, μου αποδίδεται αξιόποινη πράξη: ~είται για ασέλγεια/τη δολοφονία του .../πλαστογραφία/υποκλοπή. ~ούνται ότι υπεξαίρεσαν χρήματα. ~ήθηκε ως κατάσκοπος. Πβ. εγκαλώ, ενάγω, διώκω, καταγγέλλω, μηνύω. ● Ουσ.: κατηγορώ (το): σύνολο κατηγοριών που εκτοξεύονται σε βάρος κάποιου, συνήθ. δημόσια και με έντονο τρόπο: Εξαπέλυσε βαρύ/δριμύ/σκληρό ~ εναντίον/κατά του ... Πβ. αποδοκιμασία, καταγγελία, κατηγορητήριο, πολεμική. ● ΣΥΜΠΛ.: η κατηγορούσα αρχή: ΝΟΜ. ο (αντι)εισαγγελέας ή ο δημόσιος κατήγορος: ο εκπρόσωπος της ~ας ~ής. Η ~ ~ ζήτησε ποινή κάθειρξης ... ετών. Ο δικαστής δέχθηκε το αίτημα της ~ας ~ής. Βλ. υπεράσπιση. [< αρχ. κατηγορῶ]

λιμενικός

λιμενικός, ή, ό λι-με-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το λιμάνι ή το Λιμενικό Σώμα: ~ή: Αστυνομία/ζώνη. ~οί: φόροι. ~ές: εγκαταστάσεις (παραλαβής αποβλήτων πλοίων)/υπηρεσίες (βλ. φορτοεκφόρτωση)/υποδομές. ~ά: τέλη. Εθνική Λ~ή Πολιτική. (Δημοτικό) Λ~ό Ταμείο (: φορέας διαχείρισης λιμένα). Λ~ά Τμήματα και Λ~οί Σταθμοί (: υπηρεσίες που υπάγονται στις ~ές Αρχές). Βλ. αερο~. ● Ουσ.: λιμενικός (ο/η) (κ. με κεφαλ. Λ): μέλος του Λιμενικού Σώματος. Βλ. αστυνομικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λιμενική Αρχή: διοικητική υπηρεσία λιμανιού: Άδεια ναυαγοσώστη που εκδίδεται από την οικεία ~ ~. ~ές Αρχές (: Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία)., Λιμενικό Σώμα-Ελληνική Ακτοφυλακή (ακρ. ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ.) & (προφ.) Λιμενικό: Σώμα Ασφαλείας υπεύθυνο για τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων και λιμανιών της χώρας, την παροχή βοήθειας και διάσωσης, την πάταξη της παράνομης δράσης στη θάλασσα, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος: Αξιωματικός (βλ. ανθυπασπιστής, (ανθ)υπο-, αντι-, αρχι-πλοίαρχος, αντιναύαρχος, αρχι-, επι-κελευστής, λιμεν-, πλωτ-άρχης, λιμενοφύλακας, σημαιοφόρος)/Αρχηγός/ελικόπτερο/πλωτό περιπολικό του ~ού ~ατος. Βλ. αεροναυαγοσωστικό.

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

νήμα

νήμα [νῆμα] νή-μα ουσ. (ουδ.) {νήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κλωστή: ακρυλικό/βαμβακερό/μάλλινο ~. ~ από μετάξι. ~ πλεξίματος. Υφαντικά ~ατα. Βλ. στημόνι, υφάδι.|| (μτφ.) Τους δένει/ενώνει/συνδέει ένα αόρατο ~. ΣΥΝ. μίτος (2) 2. (κατ' επέκτ.) δέσμη ινών από ποικίλα υλικά: ελαστικό/μακρύ/χοντρό ~. ~ κοπής. Το (διάφανο/συνθετικό) ~ της πετονιάς. Το (μεταλλικό) ~ του λαμπτήρα (πυρακτώσεως). ~ατα μεγάλης αντοχής. Βλ. ανθρακόνημα. 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) ειρμός, ακολουθία, αλληλουχία: το ~ της ομιλίας/της σκέψης (κάποιου). Ξεδιπλώνω το ~ της αφήγησης/των γεγονότων/της μνήμης. (Ξανα)πιάνει το ~ από την αρχή/από εκεί που το άφησε. Πβ. σύνδεση, συνέχεια.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) ~ μηνυμάτων. Πβ. θρεντ. Βλ. ουρά. 4. ΒΟΤ. το άγονο τμήμα του στήμονα: ~ και ανθήρας. ● Υποκ.: νηματάκι (το): Πβ. νημάτιο. ● ΣΥΜΠΛ.: νήμα της στάθμης: όργανο για τον έλεγχο της καθετότητας μιας επιφάνειας, το οποίο αποτελείται από κλωστή με βαρίδι δεμένο στην άκρη της. Βλ. αλφάδι. [< γαλλ. fil à plomb] , οδοντικό νήμα: δέσμη λεπτών νάιλον ινών για την απομάκρυνση των τροφών και της οδοντικής πλάκας ανάμεσα στα δόντια. [< αγγλ. dental floss, 1910] ● ΦΡ.: (κόβω) το νήμα (του τερματισμού): ΑΘΛ. (σε αγώνα δρόμου) (περνώ την) ταινία ή τη γραμμή που δηλώνει το τέλος αγωνιστικής διαδρομής· τερματίζω πρώτος και κατ' επέκτ. αναδεικνύομαι νικητής: Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο, κόβοντας ~.|| (μτφ.) Κανείς δεν ξέρει ποιος θα κόψει πρώτος το ~ (του διαγωνισμού).|| Φτάνουμε στο ~ ~ (= στο τέλος) της εκλογικής μάχης., έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου): τον σκότωσε ή σκοτώθηκε, πέθανε: Έκοψε ο ίδιος ~ ~ του (= αυτοκτόνησε). Κόπηκε αναπάντεχα/πρόωρα το ~ ~ του., η άκρη του νήματος (μτφ.): η αιτία, εξήγηση, λύση: Η Αστυνομία αναζητά την ~ ~ στην υπόθεση (πβ. ο μίτος της Αριάδνης). Νέα στοιχεία οδηγούν στην ~ ~., η αρχή του νήματος (μτφ.): αφετηρία μιας σειράς εξελίξεων, συνήθ. για την εξιχνίαση υπόθεσης: Τυχαίο συμβάν που υπήρξε ~ ~ για τη διαλεύκανση του εγκλήματος., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια & κρατά τα νήματα (μτφ.): ελέγχει, κατευθύνει μια κατάσταση: ~ ~ της δράσης/εξουσίας (από το παρασκήνιο). [< αγγλ. pull the strings/wires] , στο νήμα (μτφ.): την τελευταία (και κρίσιμη) στιγμή: ήττα/νίκη ~ ~. ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο τσακ/στο τσαφ, ξετυλίγω το κουβάρι/το νήμα βλ. ξετυλίγω [< αρχ. νῆμα, γαλλ. fil, αγγλ. thread]

-νομία

-νομία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται 1. σε υπηρεσία αρμόδια για την εφαρμογή κανονισμών ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/αγρο~/δασο~.|| Aστυ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/ναυτο~/στρατο~. 2. στο νομικό δίκαιο, στην ύπαρξη κανόνων: ευ~/ισο~/κακο~/πολυ~. 3. σε επιστήμη: αρχειο~/αστρο~/μετρο~ (πβ. -λογία).|| (ειδικότ. με αντικείμενο τη διαχείριση) Oικο~.

νομιμότητα

νομιμότητα νο-μι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του νόμιμου: έλεγχος/εξασφάλιση της ~ας των διαδικασιών. Αμφισβητήθηκε/παραβιάστηκε η ~ της απόφασης/συναλλαγής. Ενέργειες που κινούνται (μέσα) στα όρια της ~ας και της διαφάνειας. Πβ. κανονικότητα. Βλ. -ότητα. 2. έννομη τάξη, κανόνες δικαίου: δημοκρατική/διεθνής/ευρωπαϊκή ~. Αποκατάσταση/σεβασμός/τήρηση της ~ας. ΑΝΤ. ανομία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της νομιμότητας: ΝΟΜ. σύμφωνα με την οποία η Δημόσια Διοίκηση υπάγεται στους (ευρωπαϊκούς και συνταγματικούς) κανόνες δικαίου, που διέπουν την οργάνωση και τη λειτουργία της· επομένως, οι ενέργειες των διοικητικών οργάνων πρέπει να υπακούουν σε αυτούς: ~ ~ της διοικητικής δράσης. [< μτγν. νομιμότης, γαλλ. légalité]

-νόμος

-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~. 2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~. 3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~. 4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.

ομοφωνία

ομοφωνία [ὁμοφωνία] ο-μο-φω-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) απόλυτη συμφωνία, ταύτιση απόψεων: διεθνής/εθνική/επιστημονική/ευρεία/κοινωνική/πολιτική ~. Οι αποφάσεις του Οργανισμού λαμβάνονται με ~. Υπάρχει ~ μεταξύ των ειδικών. Με πλήρη ~ ψηφίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο ... Για την υιοθέτηση του κειμένου απαιτείται ~. Κατέληξαν σε ~ μέσα από τον διάλογο. Επίτευξη ~ας και συναίνεσης. Πβ. ομο-γνωμία, -θυμία. Βλ. ομοψυχία. ΣΥΝ. ομοφροσύνη, σύμπνοια ΑΝΤ. αντιγνωμία, διάσταση (4), διαφωνία (1), διχογνωμία 2. ΜΟΥΣ. σύνθεση που έχει μία μόνο μελωδική γραμμή και ακομπανιαμέντο. Πβ. μονοφωνία. Βλ. αντι-, δι-, πολυ-, ταυτο-φωνία. 3. ΓΛΩΣΣ. η σχέση μεταξύ δύο λέξεων με την ίδια προφορά και διαφορετική σημασία. Πβ. ομωνυμία. ● ΣΥΜΠΛ.: αρχή της ομοφωνίας: σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται μία απόφαση από όλα ανεξαιρέτως τα μέλη ενός συλλογικού οργάνου και όχι σύμφωνα με την πλειοψηφία: η ~ ~ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [< αρχ. ὁμοφωνία, γαλλ. homophonie, αγγλ. homophony]

παλαιός

παλαιός, ά, ο πα-λαι-ός επίθ. {παλαιότ-ερος, -ατος} (λόγ.): παλιός: (σε όνομα συνήθ. Δήμου που προϋπήρχε του ομώνυμου σύγχρονου:) ~ό Φάληρο/Ψυχικό (: σε αντιδιαστολή προς το Νέο). ● επίρρ.: παλαιά {παλαιότερα} ● ΣΥΜΠΛ.: Παλαιά Διαθήκη βλ. διαθήκη, παλαιός αιγιαλός βλ. αιγιαλός, Παλαιός Κόσμος βλ. κόσμος, παλιά/παλαιά φρουρά βλ. φρουρά ● ΦΡ.: είναι παλαιών/αυστηρών αρχών: είναι συντηρητικός. Πβ. πουριτανός., σε παλαιότερες εποχές (λόγ.) & σε παλιότερες εποχές: πολύ παλιά: Οι άνθρωποι που έζησαν ~ ~, ..., παλαιάς/παλιάς κοπής βλ. κοπή [< αρχ. παλαιός]

παλαίτυπο

παλαίτυπο πα-λαί-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΠΑΛΑΙΟΓΡ. κάθε βιβλίο που έχει τυπωθεί από το 1501 έως το 1600. Βλ. αρχέτυπο, -τυπος2.

περιύβριση

περιύβριση πε-ρι-ύ-βρι-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. προσβολή, εξύβριση. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: περιύβριση Αρχής (συνήθ. παλαιότ.): δημόσια εκδήλωση περιφρόνησης ή υβριστικής συμπεριφοράς σε βάρος φορέα κρατικής εξουσίας με οποιονδήποτε τρόπο., περιύβριση νεκρού: ποινικό αδίκημα που συνίσταται στην αυθαίρετη αφαίρεση σορού ή μελών νεκρού σώματος ή τέφρας από το μέρος στο οποίο βρίσκονται ή στην τέλεση πράξης που προσβάλλει νεκρό ή στη βεβήλωση τάφου.

πλειοψηφία

πλειοψηφία πλει-ο-ψη-φί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-λόγ.) πλειονοψηφία ΑΝΤ. μειοψηφία 1. το μεγαλύτερο μέρος, ποσοστό των ψήφων: αυτοδύναμη (= αυτοδυναμία)/κοινοβουλευτική/κυβερνητική ~. Η παράταξη της ~ας. Εκλογική νίκη με άνετη/αυξημένη/ευρεία/μικρή ~. Με ομοφωνία ή ~. Δεν επιτεύχθηκε (η απαιτούμενη) ~. Απέσπασε/εξασφάλισε/κατέκτησε/κέρδισε/πήρε/συγκέντρωσε/έχασε την ~. Κόμμα που διατηρεί/ελέγχει/έχει και πάλι την ~ στη Βουλή.|| (με τη σημ. της πλειοψηφικής διαφοράς) Απόφαση που λήφθηκε με ~ (= διαφορά) δέκα μόνο ψήφων. Διαθέτουν μια ισχνή ~ τριών βουλευτών/εδρών. 2. (γενικότ.) πλειονότητα: Η γνώμη της ~ας. Η μεγάλη/συντριπτική ~ των ερωτηθέντων/πολιτών/ψηφοφόρων είναι υπέρ της άποψης/πιστεύει ότι ...|| Η ~ των βιβλίων/προγραμμάτων. 3. (συνεκδ.) η ομάδα, συνήθ. το κόμμα, που πλειοψηφεί: Η ~ επέλεξε/πρότεινε/υποστηρίζει την αναβολή των διαπραγματεύσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: απλή/σχετική πλειοψηφία: με αριθμό θετικών ψήφων μεγαλύτερο από τις μισές., απόλυτη πλειοψηφία: βασισμένη στο μισό συν ένα των ψήφων. [< γαλλ. majorité absolue] , αρχή της πλειοψηφίας: ΠΟΛΙΤ. θεμελιώδης αρχή της δημοκρατίας, η οποία εξασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των διαφορετικών θέσεων μέσα σε ένα σύνολο και ειδικότ. τη λαϊκή κυριαρχία: Εφαρμόζεται/ισχύει η ~ ~. Οι αποφάσεις των οργάνων λαμβάνονται συλλογικά, με βάση την ~ ~. Βλ. αρχή της δεδηλωμένης., ειδική πλειοψηφία: που αντιστοιχεί στον αριθμό των ψήφων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες πρέπει να συγκεντρωθούν στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προκειμένου να εγκριθεί μια απόφαση: ενισχυμένη ~ ~., οριακή πλειοψηφία: με μικρή διαφορά ή με ποσοστό που μόλις ξεπερνά το 50%., σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία: σημαντικό τμήμα ενός πληθυσμού, συνήθ. τα μεσαία στρώματα, που επιλέγει να μην εκφράσει τις απόψεις του, είτε λόγω αδιαφορίας είτε επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν αξία: η ~ ~ των πολιτών. ● ΦΡ.: κατά πλειοψηφία & (σπανιότ.) κατά πλειονότητα 1. κατά κύριο λόγο, στο μεγαλύτερο ποσοστό, κυρίως: Επιτροπή που αποτελείται ~ ~ από ... 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ανάλογα με το τι ψηφίζουν οι περισσότεροι· πλειοψηφικά: Η πρόταση έγινε δεκτή ~ ~. στην (συντριπτική) πλειοψηφία/πλειονότητα των περιπτώσεων: τις πιο πολλές φορές. [< πβ. μτγν. πλειο(νο)ψηφία 'κυρίαρχη αστρολογική επιρροή', αγγλ. majority, γαλλ. majorité]

πρυτανικός

πρυτανικός, ή, ό πρυ-τα-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον πρύτανη ή την πρυτανεία: ~ός: λόγος. ~ή: πράξη. ~ές: εκλογές. ● ΣΥΜΠΛ.: πρυτανικές Αρχές: ο πρύτανης και οι αντιπρυτάνεις., Πρυτανικό Συμβούλιο: ο πρύτανης, οι αντιπρυτάνεις, εκπρόσωπος των φοιτητών και του διοικητικού προσωπικού. [< μτγν. πρυτανικός]

τέλος

τέλος τέ-λος ουσ. (ουδ.) {τέλ-ους | -η, -ών} 1. συμπλήρωση μιας περιόδου ή μιας διαδικασίας ή/και το σημείο ολοκλήρωσής τους: το ~ της διορίας/της σεζόν (πβ. κλείσιμο). Το ~ της εβδομάδας/της μέρας (πβ. δύση). Μετά/μέχρι/πριν το ~ του χειμώνα/του χρόνου. Στο ~ (= στην εκπνοή) του προηγούμενου αιώνα. Περί τα/στα ~η της δεκαετίας.|| (ΘΕΟΛ.) Ως το ~ των αιώνων (: τη Δευτέρα Παρουσία).|| Το ~ των μαθημάτων/των σπουδών (= πέρας). Το ~ των εχθροπραξιών/του πολέμου. Στο ~ του αγώνα. Πβ. λήξη, παύση.|| Ταινία με καλό ~ (= χάπι εντ). Άκουσα μόνο το ~ της ομιλίας/της συζήτησης (πβ. επίλογος). Η υπόθεση είχε αίσιο/άσχημο/κακό ~ (= έκβαση, κατάληξη, φινάλε). ΑΝΤ. αρχή (1), έναρξη 2. ακρότατο όριο: το ~ του (δια)δρόμου/της ευθείας/του κουβαριού (πβ. άκρη). Το όνομά του βρίσκεται στο ~ της λίστας. Οι υποσημειώσεις μπαίνουν στο ~ κάθε σελίδας. Πβ. άκρο. ΑΝΤ. αρχή (1) 3. παύση, τερματισμός μιας κατάστασης ή εξέλιξης· ξόδεμα, εξάντληση: επικείμενο ~. ~ των διαπραγματεύσεων (πβ. αναστολή). Όλα (τα ωραία) έχουν ένα ~ (: κάποια στιγμή τελειώνουν). Το (οριστικό) ~ ενός γάμου/μιας σχέσης. Το ~ της ανθρωπότητας/μιας αυτοκρατορίας (πβ. αφανισμός, παρακμή, πτώση). Το ~ της αθωότητας/της ελπίδας/ενός θρύλου. Ιστορία χωρίς ~. Δίχως ~ ο κύκλος της βίας (πβ. διακοπή). Η καριέρα του αγγίζει το/φτάνει στο ~ της. Η ταλαιπωρία μας δεν έχει ~. ΑΝΤ. αφετηρία.|| (προφ., για δήλωση αποφασιστικότητας:) Διακοπές ~! Δεν το συζητώ άλλο, ~! Πβ. τέρμα.|| Το ~ των αποθεμάτων. 4. (μτφ.) θάνατος: Βρήκε άδοξο/πρόωρο/τραγικό ~ (πβ. χαμός). Αισθάνεται/περιμένει το ~ του (πβ. μοιραίο). Έμειναν μαζί ως το ~ της ζωής τους. 5. ΟΙΚΟΝ. φόρος: ανταποδοτικό/ειδικό/ενιαίο/ετήσιο ~. ~ ακίνητης περιουσίας. ~ τερματισμού κλήσης (: στην κινητή τηλεφωνία). Δημοτικά/ταχυδρομικά ~η. Αυξημένα ~η κυκλοφορίας. Καταβολή/πληρωμή ~ους. Είσπραξη/κατάργηση ~ών. Πβ. δασμός. 6. (ως επίρρ.) τελικά: Τόνισε, ~, τη σημασία του προγράμματος για ... ΣΥΝ. εν κατακλείδι ● ΣΥΜΠΛ.: τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης βλ. τίτλος, το τέλος της ιστορίας βλ. ιστορία ● ΦΡ.: βάζω/δίνω/θέτω (ένα) τέλος/τέρμα & μπαίνει (ένα)/λαμβάνει/παίρνει τέλος: τερματίζω· κάτι παύει να υφίσταται: Έτοιμοι να βάλουν/δώσουν (ένα) ~ στη διαφθορά.|| Καιρός να δοθεί/μπει (ένα) ~ στην ταλαιπωρία των πολιτών. Αυτή η κατάσταση πρέπει να πάρει τέλος (: να διευθετηθεί οριστικά). [< γαλλ. mettre/prendre fin] , εντέλει & εν τέλει (λόγ.): στο τέλος, τελικά: Απέφευγε να μιλήσει, αλλά, ~ ~, το παραδέχτηκε.|| Τι είναι, ~ ~ (= τέλος πάντων), σωστό και λάθος; [< αρχ. φρ. ἐν τέλει, γαλλ. à la fin] , η αρχή του τέλους: η έναρξη της τελικής φάσης μιας κατάστασης, συνήθ. για επικείμενη καταστροφή: Σήμανε ~ ~ για το καθεστώς. Πβ. αντίστροφη μέτρηση. [< γαλλ. le commencement de la fin] , ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου): έφτασε η στιγμή της καταστροφής, του θανάτου: Μην πανικοβάλλεσαι, δεν ~ και το τέλος του κόσμου!|| (απειλητ.) Τι πήγες κι έκανες; Ήρθε το τέλος σου!, μέχρι τέλους: ως το τέλος, μέχρι την τελευταία στιγμή: Διεκδίκησαν τη νίκη ~ ~. Πάλεψε με τον καρκίνο ~ ~ (= μέχρι το θάνατό του). ΣΥΝ. μέχρι(ς) εσχάτων, στο τέλος: τελικά: Να δούμε τι θα γίνει ~ ~!, στο τέλος τέλος (προφ.): άλλωστε, στο κάτω κάτω: Μην ντρέπεσαι που δεν το ξέρεις· ~ ~, όλοι για να μάθουμε έχουμε έρθει., τέλος εποχής 1. οι τελευταίες ημέρες σε οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες, ιδ. για πωλήσεις εποχικών προϊόντων: εκπτώσεις/προσφορές λόγω ~ους ~. 2. για κάτι που, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία, σταμάτησε να υπάρχει ή να λειτουργεί: ~ ~ για την εταιρεία (= έκλεισε). [< αγγλ. end of an era] , τέλος και τω Θεώ δόξα: έκφραση ανακούφισης σε περιπτώσεις καλής έκβασης, όλα τελείωσαν αισίως., τέλος πάντων & τελοσπάντων (ως επιφών.): έκφραση αγανάκτησης, ανακούφισης, συμβιβασμού· επιτέλους: Ποιος είναι, ~ ~, ο υπεύθυνος εδώ; Δεν μου αρέσει, αλλά ~ ~. Πβ. εν πάση περιπτώσει, τέσπα., από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, με αρχή, (μέση) και τέλος βλ. αρχή, μηδένα προ του τέλους μακάριζε βλ. μακαρίζω, σήμανε (το) τέλος βλ. σημαίνει, στο τέλος ξυρίζουν το(ν) γαμπρό βλ. ξυρίζω, στο τέλος της ημέρας βλ. ημέρα, τέλος καλό, όλα καλά βλ. καλός [< αρχ. τέλος ‘λήξη, περάτωση, σκοπός, πεπρωμένο, φόρος’]

τίτλος

τίτλος τί-τλος ουσ. (αρσ.) 1. λέξη ή φράση ως όνομα γραπτού κειμένου, εντύπου, καλλιτεχνικού έργου, δραστηριότητας ή σπανιότ. υπηρεσίας: ~ βιβλίου/εργασίας/κεφαλαίου (= επικεφαλίδα)/(ποιητικής) συλλογής. Δίνω ~ο σε (= τιτλοφορώ) ένα άρθρο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείου/μηνύματος. Γραμμή ~ου.|| Βασικός/κεντρικός/κύριος ~ εφημερίδας/φύλλου. Οι πηχυαίοι ~οι των πρωτοσέλιδων.|| ~οι ειδήσεων/επικαιρότητας. Αθλητικά νέα σε ~ους (= επιγραμματικά).|| ~ (μουσικού) άλμπουμ/σίριαλ/ταινίας/τραγουδιού.|| Έργο τέχνης χωρίς ~ο/(λόγ.) άνευ ~ου.|| Ο ~ της έκθεσης/της ημερίδας/του μαθήματος/του προγράμματος/του σεμιναρίου. Εκδήλωση/κύκλος διαλέξεων με (γενικό/θεματικό) ~ο/(λόγ.) υπό τον ~ο ...|| Ο πλήρης ~ δημόσιας Αρχής. Βλ. πλαγιό-, υπέρ-, υπό-, ψευδό-τιτλος. 2. (συνεκδ.) βιβλίο: νέοι/παλαιοί/υπό έκδοση ~οι. 3. χαρακτηρισμός που δηλώνει αξίωμα, ειδικότητα ή ιδιότητα (συνήθ. θετική): ακαδημαϊκός/επαγγελματικός/επιστημονικός ~ (εξειδίκευσης). Απέκτησε τον ~ο του διδάκτορα/καθηγητή.|| Αυτοκρατορικός/εκκλησιαστικός ~. Απονομή ~ου. Βλ. οφίκιο.|| (εμφατ.) Επιστήμονας με ~ους (= περγαμηνές).|| Του έχει αποδοθεί ο ~ του «καλού παιδιού» (πβ. ταμπέλα). Βλ. επωνυμία. 4. πρώτη θέση, διάκριση σε αθλητική κυρ. διοργάνωση: δεύτερος συνεχόμενος ~. Απώλεια/διεκδικητής/κατάκτηση/κυνήγι του ~ου. Ματς/νίκη/χορηγός ~ου. Σε τροχιά ~ου. Αγκαλιά με τον ~ο. Φαβορί για τον φετινό ~ο του πρωταθλητή. Με έναν βαθμό παίρνει τον ~ο η ομάδα. Διατηρώ/εξασφαλίζω/κερδίζω/στερούμαι/υπερασπίζομαι/χάνω τον ~ο. Σάρωσε όλους τους ~ους.|| Ο ~ της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης.|| (σε καλλιστεία) Φιναλίστ για τον ~ο της Μις Υφήλιος. 5. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που πιστοποιεί έννομο δικαίωμα, δικαιόγραφο, αξιόγραφο: νόμιμος ~. Ανώνυμοι/άυλοι/καθαροί/ονομαστικοί/πλαστοί/συμμετοχικοί/τραπεζικοί/χρηματιστηριακοί ~οι. (Οριστικός) ~ κυριότητας. Πιστωτικοί ~οι (βλ. χρηματόγραφο). Υβριδικοί ~οι και ομόλογα. Αξία ~ων. Μεταβίβαση/παραχώρηση/χορήγηση ~ων ιδιοκτησίας. Διαπραγμάτευση/έκδοση/εκποίηση/εξαγορά/κατοχή/μετάταξη ~ων εταιρειών. Συμβόλαια δανεισμού ~ων. Αγοράζω/ρευστοποιώ ~ους. Επενδύω σε ~ους. Βλ. τιτλοποίηση. 6. ΧΗΜ. αναλογία της μάζας ενός συστατικού προς τη συνολική μάζα του κράματος μετάλλων ή του διαλύματος στο οποίο αυτό περιέχεται. Βλ. τιτλοδότηση. ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτικός τίτλος: όνομα ή παράσταση που αποδίδεται αποκλειστικά σε επιχείρηση ή οργάνωση: επωνυμία και ~ ~ εταιρείας. Αλλαγή ~ού ~ου.|| ~ ~ συλλόγου., εκτελεστός τίτλος: ΝΟΜ. επίσημο έγγραφο βάσει του οποίου καθίσταται δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση, για να ικανοποιηθεί κάποια αξίωση: ευρωπαϊκός ~ ~. ~ ~ περί ανατοκισμού., τίτλοι τέλους & τίτλοι αρχής/έναρξης 1. το όνομα ταινίας ή εκπομπής και τα στοιχεία των συντελεστών της που προβάλλονται στο τέλος ή στην αρχή, αντίστοιχα: Η κουρτίνα έκλεισε, πριν πέσουν οι ~ τέλους. Η μουσική που ακούγεται/παίζει στους τίτλους αρχής μιας σειράς. Πβ. γράμματα, ζενερίκ. 2. {μόνο στο τίτλοι τέλους} (μτφ.) για τη λήξη μιας περιόδου ή τον θάνατο δημοσίου προσώπου: πρόωροι ~ ~ για τον ... Πβ. φινάλε., τίτλος σπουδών & τίτλος: πτυχίο, δίπλωμα: γνήσιοι/πλαστοί ~οι ~. Ισότιμοι ~οι ~ της ημεδαπής ή αλλοδαπής. Εκδίδεται/χορηγείται ~ ~. Κατατίθεται/υποβάλλεται ~ ~ ή επικυρωμένο αντίγραφο. Ως προσόν διορισμού απαιτείται ~ ~. Αποκτώ διδακτορικό/μεταπτυχιακό/πανεπιστημιακό τίτλο., τίτλος τιμής & τιμητικός τίτλος: τιμητική προσαγόρευση: υπέρτατος/ύψιστος ~ ~. ~ ~ από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον μεγάλο επιστήμονα., τίτλος ευγενείας βλ. ευγένεια [< μτγν. τίτλος ‘επιγραφή, συμφωνητικό, εισφορά’ < λατ. titulus, γαλλ. titre, αγγλ. title]

-τυπος1

-τυπος1, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: ιδιό~/νομό~/πρωτό~.|| (ουσιαστικοπ.) Φαινό~.

φτου

φτου επιφών. 1. ως έκφραση θαυμασμού ή για να αποτραπεί το μάτιασμα: ~ σου, κοπελάρα/κούκλα/μάτια μου. Σκέτη γλύκα είναι το μωράκι σου, ~, ~, ~! 2. εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για κάτι κακό ή αρνητικό: ~, ατυχία! ~ να πάρει (ο διάολος/η ευχή/η οργή), ξέχασα τα γενέθλιά του. 3. εκφράζει έντονη αποδοκιμασία, αποστροφή, περιφρόνηση: ~ σας, ξεφτιλισμένοι (= ντροπή σας)! 4. για να δηλωθεί ο ήχος που κάνει κάποιος όταν φτύνει. ● ΦΡ.: φτου και βγαίνω: (στο κρυφτό) για να δηλώσει αυτός που τα φυλάει ότι τελείωσε το μέτρημα: Πέντε, δέκα, δεκαπέντε ... ~ ~., φτου κακά! (οικ.) 1. για αποτροπή ματιάσματος ή κακού: ~ ~, μακριά από εμάς! Βλ. χτύπα/να χτυπήσω ξύλο! 2. λέγεται σε μικρό παιδί για να φτύσει από το στόμα του κάτι που έβαλε και είναι συνήθ. βρόμικο ή επικίνδυνο. 3. εκφράζει δυσαρέσκεια για κάτι κακό που λέει κάποιος: Τι λέξεις είναι αυτές που λες, ~ ~!, φτου κι απ' την αρχή!: έκφραση απογοήτευσης για διαδικασία που πρέπει να ξαναρχίσει μετά από κάποια παύση ή να επαναληφθεί εκ νέου: Τέλειωσαν οι διακοπές και τώρα ~ ~! Διάβαζε όλο τον χρόνο αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Άντε ~ ~!, φτου (σου), να μη σε ματιάσω! βλ. ματιάζω, φτου σκόρδα/σκόρδο! βλ. σκόρδο, φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα βλ. σκουληκομυρμηγκότρυπα, φτύνω τον κόρφο μου βλ. κόρφος [< λ. ηχομιμητ., πβ. φτύνω]

-φύλακας

-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.