αρπάζω [ἁρπάζω] αρ-πά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άρπα-ξα, αρπά-ξει, -χτηκα, -γμένος, αρπάζ-οντας} 1. πιάνω κάποιον ή κάτι σφιχτά, ορμητικά, γρήγορα ή/και βίαια: Τον ~ξε απ' τα μαλλιά/το μπράτσο/τον σβέρκο/το χέρι. Η γάτα ~ξε το ποντίκι (βλ. μαγκώνω). Πβ. γραπώνω.|| ~ει την ομπρέλα και βγαίνει στη βροχή. ~ξε τον πυροσβεστήρα, για να σβήσει τη φωτιά. 2. αποσπώ κάτι από τον κάτοχό του· απάγω ή συλλαμβάνω κάποιον: ~ει τα κοσμήματα/χρήματα και εξαφανίζεται. Της ~ξε το πορτοφόλι. Πβ. κλέβω, ληστεύω, ξαφρίζω, σουφρώνω.|| (μτφ.) Ο άνεμος ~ξε (= σήκωσε) τη στέγη. ~ξαν την εξουσία/την κρατική περιουσία (= σφετερίστηκαν).|| ~ξαν το παιδί μπροστά στα μάτια της. Βλ. δι~, υφ~. 3. (μτφ.-προφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, μαθαίνω εύκολα και γρήγορα: Τ' ~ει αμέσως! 4. (μτφ.-προφ.) προσβάλλομαι από μεταδοτική ασθένεια: ~ξε γρίπη/(ένα γερό) κρυολόγημα/πνευμονία. Πρόσεξε μην ~ξεις καμιά πούντα (= μην κρυολογήσεις). Πβ. κολλάω. ● άρπαξε (αμτβ., μτφ.-προφ.): κάηκε επιφανειακά: Το φαγητό ~ στο ψήσιμο. ● Παθ.: αρπάζομαι 1. (μτφ.-προφ.) οργίζομαι· κατ' επέκτ. έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι: ~εται με το παραμικρό.|| ~χτηκαν άσχημα. 2. (+ από) πιάνομαι από κάπου: ~χτηκε από ένα κλαδί/σωσίβιο και κατάφερε να σωθεί.|| (μτφ.) ~εται από μια λέξη/φράση του άλλου, για να πει τα δικά του. ~χτηκε απεγνωσμένα από τους δικούς του. ● ΦΡ.: άρπα την! (προφ.) 1. λέγεται τη στιγμή που κάποιος χτυπά ή συνήθ. μουντζώνει κάποιον άλλο. 2. καλά να πάθεις, σου αξίζει αυτό που έπαθες: ~ ~ τώρα, για να μάθεις!, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου 1. παίρνω βίαια κάτι ή κάποιον από αυτόν που το(ν) κρατά: Της άρπαξε την τσάντα ~ ~. 2. (μτφ.) στερώ κάτι από κάποιον: Του άρπαξε τη νίκη ~ ~., αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα (μτφ.): ζητώ από κάποιον εξηγήσεις, δείχνοντας επιθετική, απειλητική διάθεση., άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις (παροιμ.): για να δηλωθεί κλοπή, απάτη, σφετερισμός., άρπαξε φωτιά: έπιασε φωτιά γρήγορα ή/και αναπάντεχα: Τα ρούχα/σκουπίδια άρπαξαν ~., τα αρπάζει (προφ.-μτφ.): δωροδοκείται, λαδώνεται: Τα ~ξε χοντρά, για να τον προωθήσει., την άρπαξα (προφ.): κρυολόγησα, αρρώστησα: Έχω συνάχι, κάπου θα ~ ~., τις αρπάζω (προφ.): τρώω ξύλο: ~ ~ξε και μάλιστα γερές! ΣΥΝ. τις τρώω, αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα βλ. μούτρο, κάτι πήρε/έπιασε τ' αυτί μου βλ. αυτί, ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) βλ. τρώω, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά [< αρχ. ἁρπάζω]
-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
γιαπράκια για-πρά-κια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιαπράκι} (διαλεκτ.): ΜΑΓΕΙΡ. (κυρ. στη μακεδονική και μικρασιατική κουζίνα) ντολμάδες με κιμά. Βλ. ντολμαδάκια/ντολμάδες γιαλαντζί. ΣΥΝ. σαρμάδες [< τουρκ. yaprak]
θεριό θε-ριό ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-λογοτ.) κάποιος ή κάτι που χαρακτηρίζεται από αγριότητα ή σφοδρότητα: Λογοφέραμε κι έγινε ~.|| Το κύμα βγήκε ~ στην παραλία! 2. (λαϊκό-λογοτ.) άγριο σαρκοφάγο ζώο. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο & ανήμερο θεριό, θηρίο ανήμερο (μτφ.): για κάποιον που εξοργίζεται, εξαγριώνεται, θυμώνει πολύ: Δεν πρόλαβαν να του πουν δεύτερη λέξη κι έγινε ~ ~ (= έγινε θηρίο, έξω φρενών, πυρ και μανία). Πβ. αγρίμι. ● ΦΡ.: φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη (παροιμ.): για να δηλωθεί ο αμοιβαίος φόβος μεταξύ αντίπαλων πλευρών. [< μεσν. θεριό]
καρούλι κα-ρού-λι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. αντικείμενο, συνήθ. κυλινδρικό ή κωνικό, γύρω από το οποίο τυλίγεται κάτι: ~ με κλωστή/νήμα (= κουβαρίστρα· βλ. ανέμη). ~ με αλυσίδα/ιμάντα/σχοινί (= μακαράς, τροχαλία). ~ πετονιάς/ποτίσματος. Φιλμ σε ~ (= μπομπίνα). Δέκα ~ια σύρμα. ΣΥΝ. πηνίο (2) 2. (μειωτ.) παλιό αυτοκίνητο. Πβ. κάρο, σακαράκα, σαράβαλο. ● καρούλια (τα): μικρές ρόδες στο κάτω μέρος επίπλων ή άλλων αντικειμένων, που επιτρέπουν ή διευκολύνουν τη μετακίνησή τους. Βλ. τροχήλατος. ● Υποκ.: καρουλάκι (το) ● ΦΡ.: αν η γιαγιά μου είχε καρούλια, (θα ήταν πατίνι/τρόλεϊ/τρένο) (ειρων.): ως απάντηση σε αβάσιμη και ανυπόστατη υπόθεση. [< μεσν. καρούλι]
κόκορας κό-κο-ρας ουσ. (αρσ.) {-α (λαϊκό) -όρου} 1. ΟΡΝΙΘ. κατοικίδιο πτηνό (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus), το αρσενικό της κότας, με μεγάλο λειρί και μακριά προγούλια κάτω από το ράμφος του, πλούσιο φτέρωμα και καμπυλωτή ουρά· συνεκδ. το κρέας του: ~ ελευθέρας βοσκής (: αλανιάρης). Το λάλημα του ~α. Έσφαξαν ένα ~α. Πβ. αλέκτορας, πετεινός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ κοκκινιστός/κρασάτος/χωριάτικος με μακαρόνια/χυλοπίτες. ~ παστιτσάδα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. (παλαιότ.) επικρουστήρας, σφύρα (σκανδάλης). ● ΦΡ.: κάνει τον κόκορα/το κοκόρι & το παίζει κοκόρι (προφ.): (για άνδρα) παριστάνει τον γενναίο, τον δυνατό, τον έξυπνο ή τον έμπειρο, συνήθ. σε ερωτικά ζητήματα. Πβ. κοκορεύομαι. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον παλικαρά, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει (παροιμ.): όταν αναμειγνύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση (παροιμ.) & κοκόρου γνώση (ειρων.): για να δηλωθεί η έλλειψη ευφυΐας., τα φόρτωσε στον κόκορα (μτφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του: Από τη στιγμή που πέρασε στη σχολή ~ ~. Τα έχει φορτώσει ~ τελευταία. [< 1: ηχομιμητ. λ. 2: αγγλ. cock]
μέλι μέ-λι ουσ. (ουδ.) {μελ-ιού (λόγ.) μέλιτος} 1. φυσική, γλυκιά και αρωματική, ημίρευστη θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από διάφορες φυτικές ουσίες: αγνό/βιολογικό/θυμαρίσιο/κρυσταλλωμένο ~. ~ ανθέων ή ανθόμελο (π.χ. ~ πορτοκαλιάς). Σιρόπι ~ιού. ~ από μελιτώματα (π.χ. ~ δάσους (= δασόμελο)/ελάτης, ελάτου (= ελατόμελο)/πεύκου (= πευκόμελο). Βούτυρο με ~ (βλ. μαρμελάδα). Γιαούρτι με ~ και καρύδια. Κουλουράκια/σάκχαρα (βλ. δεξτρόζη)/σάλτσα ~ιού. Φρούτα γλυκά σαν (το) ~. Βλ. βασιλικός πολτός, ρακόμελο, υδρο~. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ γλυκός ή ευχάριστος: Τα πορτοκάλια/τα σύκα είναι ~. Βλ. ξίδι.|| Καλά, ~ έχει κι είσαι συνέχεια κοντά της; Λόγια όλο ~. ● Υποκ.: μελάκι (το). ● ΣΥΜΠΛ.: ο μήνας του μέλιτος: περίοδος αρμονίας, ευτυχίας που ακολουθεί έναν γάμο, κατά την οποία πραγματοποιείται συνήθ. το γαμήλιο ταξίδι., το ταξίδι του μέλιτος: το γαμήλιο ταξίδι. ● ΦΡ.: βάζω το δάχτυλο στο μέλι (προφ.): απολαμβάνω, καρπώνομαι κάτι, συνήθ. χρηματικό ποσό: Μυρίστηκαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν ~ ~., μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια (μτφ.-προφ.) 1. για νέο, συνήθ., ζευγάρι που εκδηλώνει με έντονο τρόπο τον έρωτά του: Είναι συνέχεια ~ ~ (: αγκαλίτσες, φιλάκια, χαδάκια). Πβ. ζαχάρωμα. 2. (κατ' επέκτ.) για να δηλωθούν πολύ στενές και καλές σχέσεις., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι (παροιμ.): για ενέργεια ή συμπεριφορά αντιφατική, διπρόσωπη ή υποκριτική., (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι βλ. μύγα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι βλ. αγάλι, ακρίδες και μέλι (άγριο) βλ. ακρίδα, καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) βλ. γριά, μέλι-γάλα/μέλι και γάλα βλ. γάλα, όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα βλ. τηγανίτα, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα [< αρχ. μέλι] ΜΕΛΙ
μπάμπω μπά-μπω ουσ. (θηλ.) 1. & βάβω (λαϊκό) ηλικιωμένη γυναίκα. Βλ. γυναικοκρατία. ΣΥΝ. βαβά 2. ΜΑΓΕΙΡ. (διαλεκτ.) παραδοσιακό φαγητό της Θράκης με χοιρινό έντερο γεμισμένο με ψιλοκομμένο συκώτι. ● ΣΥΜΠΛ.: γιορτή της μπάμπως: ΛΑΟΓΡ. γυναικοκρατία. [< μεσν. μπάμπω]
ντε μόρ. (προφ.): για να δηλωθεί προτροπή, δυσαρέσκεια ή έντονη αντίδραση: Άντε ~ (= εμπρός λοιπόν), κάνε κάτι! Πες το ~ και μας κοψοχόλιασες! Καλά/σιγά ~, μη φωνάζεις! Κάτσε ~, μη βιάζεσαι!|| (ως παραγέμισμα ομιλίας:) Ο πατέρας του, αυτός ~ που είδαμε στον δρόμο, ... ΣΥΝ. καλέ ● ΦΡ.: (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, έλα ντε βλ. έλα, έτσι μπράβο/έτσι ντε! βλ. έτσι [< τουρκ. de]
παππούς παπ-πούς ουσ. (αρσ.) {παππ-ούδες} 1. ο πατέρας του πατέρα ή της μητέρας κάποιου: ο ~ και τα εγγόνια του. Τα παραμύθια των ~ούδων μας. Πβ. πάππος. Βλ. προπάππους. 2. (κατ' επέκτ.-προφ.) γέρος, ηλικιωμένος: Αισθάνεται ~. (ως προσφών.) Πρόσεχε, ~ού!|| (για άνδρα που, αν και έχει γεράσει, παραμένει στην ενεργό δράση:) Οι ~ούδες της ροκ. Βλ. μειράκιο. ● παππούδες (οι) (+ γεν. προσωπ. αντων.) 1. ο παππούς και η γιαγιά: Πήγα στους ~ μου. 2. πρόγονοι: Ήδη από την εποχή των ~ων μας ... ● Υποκ.: παππούλης (ο) (οικ.): ηλικιωμένος ιερέας ή μοναχός. ● ΦΡ.: έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου (παροιμ.): ως ειρωνική απάντηση σε κάποιον που παριστάνει τον γνώστη ενός ζητήματος, το οποίο ο ομιλητής κατέχει σε βάθος, ή που προσπαθεί να του υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει. [< μεσν. παππούς < αρχ. πάππος]
ταό τα-ό ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & τάο (κ. με κεφαλ. Τ): ΘΡΗΣΚ. -ΦΙΛΟΣ. η απόλυτη αρχή όλων των πραγμάτων σύμφωνα με τους ταοϊστές. Βλ. γιν γιανγκ. [< γαλλ. tao]
τζακαράντα τζα-κα-ρά-ντα ουσ. (θηλ.) & γιακαράντα: ΒΟΤ. φυλλοβόλο τροπικό δέντρο (γένος Jacaranda, οικογ. Bignoniaceae) με μοβ ή γαλάζια άνθη. [< γαλλ. jacaranda]
υποζύγιο [ὑποζύγιο] υ-πο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου) (λόγ.) 1. ζώο για μεταφορά φορτίων ή βαριές εργασίες. Βλ. άλογο, βόδι, γάιδαρος. 2. (μτφ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων που υφίσταται οικονομική συνήθ. επιβάρυνση: Οι μισθωτοί/συνταξιούχοι αποτελούν τα συνήθη/φορολογικά ~α (: επιβαρύνονται με φόρους). [< 1: αρχ. ὑποζύγιον]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ