αγριόγιδο [ἀγριόγιδο] α-γρι-ό-γι-δο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριας γίδας (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra balcanica) με όρθια αγκιστροειδή κέρατα και καφέ τρίχωμα, το οποίο απαντάται σε βραχώδη ορεινά συγκροτήματα της βαλκανικής χερσονήσου. Βλ. αγριοκάτσικο.
αιγο- & αιγό- (λόγ.) & (προφ.) γιδο- & γιδό-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην κατσίκα: αιγο-βοσκός/~ειδή/~τροφία. Αιγό-κλημα. Γιδο-πρόβατα.
βοοειδή [βοοειδῆ] βο-ο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. βοοειδές}: ΖΩΟΛ. ομάδα μεγαλόσωμων τετράποδων μηρυκαστικών (επιστ. ονομασ. Bovidae) που έχουν κέρατα (βόδια, βουβάλια, αντιλόπες, βίσονες): ~ γαλακτοπαραγωγής/κρεατοπαραγωγής. Βλ. αιγο-, προβατο-ειδή. [< μτγν. βοοειδής ‘που μοιάζει με βόδι’, γαλλ. bovidés]
γεγές γε-γές ουσ. (αρσ.) & γιεγιές (παλαιότ.-μειωτ.): νεαρός επηρεασμένος στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά από την αμερικανική και βρετανική μουσική της δεκαετίας του 1960. Πβ. χίπης. Βλ. -ές, τεντιμπόης. [< γαλλ. yéyé, 1962]
γεν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιεν: ΟΙΚΟΝ. η ιαπωνική νομισματική μονάδα (σύμβ. ¥). [< αγγλ. yen]
γιγάντωση γι-γά-ντω-ση ουσ. (θηλ.) & (προφ.) γιγάντωμα (το): (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πολύ μεγάλη και ραγδαία αύξηση, ενίσχυση, διεύρυνση: ανεξέλεγκτη/επικίνδυνη ~ της ανεργίας. Άναρχη ~ των πόλεων (πβ. αστικοποίηση). ~ του Δημόσιου Τομέα (= υδροκεφαλισμός)/του κράτους (= συγκεντρωτισμός· βλ. αποκέντρωση)/των πολυεθνικών (βλ. συγχώνευση). Πβ. ενδυνάμωση, επέκταση, μεγάλωμα. ΣΥΝ. γιγαντισμός (1)
είναι [εἶναι] εί-ναι ουσ. (ουδ.) 1. ψυχή, ψυχισμός: Έδωσε/συμμετείχε με όλο της το ~. 2. (μτφ.) ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ (= η ζωή) μου! 3. ΦΙΛΟΣ. η πραγματικότητα· η αληθινή υπόσταση ενός όντος: φαίνεσθαι και ~. ΑΝΤ. γίγνεσθαι (2) [< αρχ. εἶναι, γερμ. Sein, γαλλ. être]
κιλο-: ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που δηλώνει το πολλαπλάσιο κατά χίλια: ~βάτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Πβ. χιλιο-. Βλ. μεγα-, μιλι-.
-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.
τσέλιγκας τσέ-λι-γκας ουσ. (αρσ.) {-ες κ. -άδες} (λαϊκό) 1. αυτός που έχει στην κατοχή του μεγάλο κοπάδι ζώων, κυρ. αιγοπροβάτων. 2. (παλαιότ.) αρχηγός τσελιγκάτου. [< σλαβ. çelnik]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ