Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11460-11480]


  • γιγαντομαχία γι-γα-ντο-μα-χί-α ουσ. (θηλ.): αναμέτρηση μεταξύ πολύ ισχυρών αντιπάλων-ανταγωνιστών: ~ες εταιρειών (πβ. ανταγωνισμός)/ποδοσφαιρικών ομάδων. Βλ. -μαχία. [< αρχ. Γιγαντομαχία, γαλλ. gigantomachie, αγγλ. gigantomachy]
  • γιγαντοοθόνη γι-γα-ντο-ο-θό-νη ουσ. (θηλ.): μεγάλων διαστάσεων οθόνη προβολής εικόνας και ήχου σε μεγάλο κοινό θεατών: η ~ του κινηματογράφου. Παρακολούθησαν τον αγώνα/τη συναυλία από ~. Πβ. βιντεοοθόνη. [< αγγλ. giant screen]
  • γιγαντόσωμος , η, ο γι-γα-ντό-σω-μος επίθ.: εξαιρετικά μεγαλόσωμος: ~ος: παλαιστής. ~ και χειροδύναμος. Πβ. γιγάντιος, θεόρατος, πελώριος, τεράστιος. ΑΝΤ. μικρόσωμος, νανώδης (1) [< μεσν. γιγαντόσωμος]
  • γιγάντωμα βλ. γιγάντωση
  • γιγαντώνω γι-γα-ντώ-νω ρ. (μτβ.) {γιγάντω-σε, -σει, -θηκε, -θεί, γιγαντών-οντας, γιγαντω-μένος} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δίνω σε κάτι πολύ μεγάλη δύναμη ή τεράστιες διαστάσεις: Πολιτική που εκτρέφει και ~ει τη γραφειοκρατία/τη διαπλοκή. Πβ. ενδυναμώνω, ενισχύω.|| Ο ανταγωνισμός/η κρίση/το χάσμα (ολοένα και) ~εται (= εντείνεται, μεγαλώνει). Πβ. θεριεύω.
  • γιγάντωση γι-γά-ντω-ση ουσ. (θηλ.) & (προφ.) γιγάντωμα (το): (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πολύ μεγάλη και ραγδαία αύξηση, ενίσχυση, διεύρυνση: ανεξέλεγκτη/επικίνδυνη ~ της ανεργίας. Άναρχη ~ των πόλεων (πβ. αστικοποίηση). ~ του Δημόσιου Τομέα (= υδροκεφαλισμός)/του κράτους (= συγκεντρωτισμός· βλ. αποκέντρωση)/των πολυεθνικών (βλ. συγχώνευση). Πβ. ενδυνάμωση, επέκταση, μεγάλωμα. ΣΥΝ. γιγαντισμός (1)
  • γίγαρτα γί-γαρ-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γίγαρτο} (επιστ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κουκούτσια σταφυλιού. [< αρχ. γίγαρτον]
  • γίγας γί-γας ουσ. (αρσ.) {-αντος | -άντων} 1. (λόγ.) γίγαντας. 2. (στην ονομαστ.) πολύ μεγάλος σε μέγεθος: (ως παραθετικό σύνθ.) καλαμάρι-~ (= γιγάντιο). Πίτσα-~.|| Αναψυκτικό σε συσκευασία ~ (πβ. μάξι). Πβ. υπερμεγέθης. [< αρχ. γίγας]
  • γιγαχέρτζ γι-γα-χέρτζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιγαχέρτς (συντομ. GHz): ΦΥΣ. μονάδα μέτρησης της συχνότητας ή (ειδικότ. ΠΛΗΡΟΦ.) της ταχύτητας εκτέλεσης μικροεντολών ανά δευτερόλεπτο, ίση με ένα δισεκατομμύριο χερτζ: Ο επεξεργαστής τρέχει στα ... ~. Βλ. κιλο-, μεγα-χέρτζ. [< αγγλ. gigahertz, 1964]
  • γίγνεσθαι γί-γνε-σθαι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (λόγ.) η μεταβαλλόμενη κατάσταση σε κάποιον τομέα, οι εξελίξεις: το διεθνές/επιχειρηματικό/εργασιακό/ιστορικό/κοινωνικό/πνευματικό/πολιτικό ~. Η πορεία του οικονομικού ~. Αναβάθμιση του πολιτιστικού ~. 2. ΦΙΛΟΣ. η συνεχής κίνηση και μεταβολή των πάντων: το αιώνιο/κοσμικό ~. Πβ. τα πάντα ρει. Βλ. είναι. ● ΦΡ.: εν τω γίγνεσθαι (αρχαιοπρ.): στη φάση της δημιουργίας και της εξέλιξής του: παρακολούθηση ενός έργου/μιας κατάστασης ~ ~. [< αρχ. γίγνεσθαι]
  • γίδα γί-δα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ΖΩΟΛ. κατσίκα: άγρια (= αγριόγιδα, πβ. αγριοκάτσικο, αίγαγρος)/χρονιάρικη (= βετούλι) ~. Κοπάδι ~ες. Πβ. αίγα, γίδι, γκιόσα. Βλ. προβατίνα, τράγος.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστή. ● Υποκ.: γιδούλα (η) ● ΦΡ.: με τη γίδα στην πλάτη: για αυταπόδεικτη ενοχή. [< μεσν. γίδα]
  • γίδι γί-δι ουσ. (ουδ.) {γιδ-ιού | -ια} (προφ.) 1. κατσίκι ή γενικότ. κατσίκα: ~ια και πρόβατα (= γιδοπρόβατα). Πβ. γίδα. Βλ. αγριόγιδο. 2. (μτφ.-μειωτ.) άξεστος, απολίτιστος, απαίδευτος. ● γίδια (τα): κοπάδι από γίδες και τράγους: Βόσκει/φυλάει τα ~. ● ΦΡ.: σαν κουρεμένο γίδι (ειρων.): (για πρόσ.) με πολύ κοντό και άσχημο κούρεμα: Έγινες/είσαι ~ ~. [< μεσν. γίδι(ον)]
  • γίδινος , η, ο γί-δι-νος επίθ. & γιδινός & γιδίσιος, ια, ιο (προφ.): κατσικίσιος. [< μεσν. γιδινός]
  • γιδο- & γιδό- βλ. αιγο-
  • γιδοβοσκός γι-δο-βο-σκός ουσ. (αρσ.): βοσκός γιδιών. Βλ. τσέλιγκας, τσοπάνης. [< μεσν. γιδοβοσκός]
  • γιδοπρόβατα γι-δο-πρό-βα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) (περιληπτ.): αιγοπρόβατα. Βλ. βοοειδή.
  • γιδόστρατα γι-δό-στρα-τα ουσ. (θηλ.) & γιδόστρατο (το) (λαϊκό): στενό, δύσβατο, χωμάτινο και ανηφορικό ορεινό μονοπάτι (από το οποίο περνούν γίδια). Πβ. κατσικόδρομος.
  • γιδοτόμαρο γι-δο-τό-μα-ρο ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): τομάρι κατσίκας ή τράγου.
  • γιεγιές βλ. γεγές
  • γιεν βλ. γεν

αγριόγιδο

αγριόγιδο [ἀγριόγιδο] α-γρι-ό-γι-δο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. είδος άγριας γίδας (επιστ. ονομασ. Rupicapra rupicapra balcanica) με όρθια αγκιστροειδή κέρατα και καφέ τρίχωμα, το οποίο απαντάται σε βραχώδη ορεινά συγκροτήματα της βαλκανικής χερσονήσου. Βλ. αγριοκάτσικο.

αιγο- & αιγό-

αιγο- & αιγό- (λόγ.) & (προφ.) γιδο- & γιδό-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στην κατσίκα: αιγο-βοσκός/~ειδή/~τροφία. Αιγό-κλημα. Γιδο-πρόβατα.

βοοειδή

βοοειδή [βοοειδῆ] βο-ο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. βοοειδές}: ΖΩΟΛ. ομάδα μεγαλόσωμων τετράποδων μηρυκαστικών (επιστ. ονομασ. Bovidae) που έχουν κέρατα (βόδια, βουβάλια, αντιλόπες, βίσονες): ~ γαλακτοπαραγωγής/κρεατοπαραγωγής. Βλ. αιγο-, προβατο-ειδή. [< μτγν. βοοειδής ‘που μοιάζει με βόδι’, γαλλ. bovidés]

γεγές

γεγές γε-γές ουσ. (αρσ.) & γιεγιές (παλαιότ.-μειωτ.): νεαρός επηρεασμένος στο ντύσιμο και στη συμπεριφορά από την αμερικανική και βρετανική μουσική της δεκαετίας του 1960. Πβ. χίπης. Βλ. -ές, τεντιμπόης. [< γαλλ. yéyé, 1962]

γεν

γεν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & γιεν: ΟΙΚΟΝ. η ιαπωνική νομισματική μονάδα (σύμβ. ¥). [< αγγλ. yen]

γιγάντωση

γιγάντωση γι-γά-ντω-ση ουσ. (θηλ.) & (προφ.) γιγάντωμα (το): (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πολύ μεγάλη και ραγδαία αύξηση, ενίσχυση, διεύρυνση: ανεξέλεγκτη/επικίνδυνη ~ της ανεργίας. Άναρχη ~ των πόλεων (πβ. αστικοποίηση). ~ του Δημόσιου Τομέα (= υδροκεφαλισμός)/του κράτους (= συγκεντρωτισμός· βλ. αποκέντρωση)/των πολυεθνικών (βλ. συγχώνευση). Πβ. ενδυνάμωση, επέκταση, μεγάλωμα. ΣΥΝ. γιγαντισμός (1)

είναι

είναι [εἶναι] εί-ναι ουσ. (ουδ.) 1. ψυχή, ψυχισμός: Έδωσε/συμμετείχε με όλο της το ~. 2. (μτφ.) ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή κάποιου: Είσαι το ~ (= η ζωή) μου! 3. ΦΙΛΟΣ. η πραγματικότητα· η αληθινή υπόσταση ενός όντος: φαίνεσθαι και ~. ΑΝΤ. γίγνεσθαι (2) [< αρχ. εἶναι, γερμ. Sein, γαλλ. être]

κιλο-

κιλο-: ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που δηλώνει το πολλαπλάσιο κατά χίλια: ~βάτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Πβ. χιλιο-. Βλ. μεγα-, μιλι-.

-μαχία

-μαχία (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε συμπλοκή ή αντιπαράθεση και ειδικότ. 1. στους αντιπάλους: (μτφ.) γιγαντο~/τιτανο~. Kοκορο~.|| (σπανιότ. στο αντικείμενο, στον στόχο) Ταυρο~. 2. στον χώρο διεξαγωγής: αερο~/ναυ~/οδο~/πεζο~. 3. στον τρόπο ή το μέσο: αντι~/αψι~/τηλε~.|| Mονο~. Συμ~.|| Αρματο~/λασπο~/ξιφο~/πυγ~. Λογο~. 4. στην αιτία: εικονο~.

τσέλιγκας

τσέλιγκας τσέ-λι-γκας ουσ. (αρσ.) {-ες κ. -άδες} (λαϊκό) 1. αυτός που έχει στην κατοχή του μεγάλο κοπάδι ζώων, κυρ. αιγοπροβάτων. 2. (παλαιότ.) αρχηγός τσελιγκάτου. [< σλαβ. çelnik]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.