Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [11440-11460]


  • γιατρικό για-τρι-κό ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. φάρμακο (συνήθ. σκεύασμα της λαϊκής, πρακτικής ιατρικής): ~ για τα εγκαύματα. ~ά από βότανα (= ιάματα). Πβ. γιατροσόφια. 2. (μτφ.) καθετί που ανακουφίζει από ψυχικό πόνο: ~ για τη θλίψη/τη μοναξιά. Βρίσκει καταφύγιο και ~ (= παρηγοριά) στα βιβλία της. ΣΥΝ. βάλσαμο (1), γιατρειά (2) [< μεσν. γιατρικόν]
  • γιάτρισσα γιά-τρισ-σα ουσ. (θηλ.) & γιάτραινα & γιατρέσσα (λαϊκό) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Γ) προσωνυμία της Θεοτόκου που γιατρεύει τους αρρώστους και όσους υποφέρουν: Παναγιά η ~. 2. (παλαιότ.) θεραπεύτρια: η ~ και η μαμή του χωριού. Βλ. γιατροσόφια.
  • γιατρός για-τρός ουσ. (αρσ. + θηλ.), (επίσ.) ιατρός, (λαϊκό) γιατρίνα (η) 1. επιστήμονας που έχει σπουδάσει ιατρική: ειδικευόμενος/νοσοκομειακός/στρατιωτικός ~. Εφημερεύοντες ~οί. Γενικός ~. ~ καρδιολόγος/χειρουργός. ~ εργασίας (βλ. ιατρική της εργασίας). ~οί όλων των ειδικοτήτων. ~οί και ασθενείς/νοσηλευτές. Ποιος ~ σε βλέπει (= σε κουράρει); Πάω στον ~ό (: για να με εξετάσει).|| ~οί του Κόσμου/Χωρίς Σύνορα (: μη κυβερνητικές οργανώσεις). ΣΥΝ. ιατρός 2. (μτφ.) γιατρικό, βάλσαμο: Ο χρόνος είναι (ο καλύτερος) ~ (: επουλώνει τον ψυχικό πόνο). ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός γιατρός βλ. αγροτικός, θεράπων/θεράποντας (γ)ιατρός βλ. θεράπων, κλινικός γιατρός βλ. κλινικός, οικογενειακός γιατρός βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: ένα μήλο την ημέρα το(ν) γιατρό τον κάνει πέρα βλ. μήλο, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! βλ. βλέπω [< μεσν. γιατρός]
  • γιατροσόφια για-τρο-σό-φια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιατροσόφι} 1. (κυρ. παλαιότ.) σκευάσματα (π.χ. από βότανα), συνταγές ή πρακτικές που χρησιμοποιούνταν στη λαϊκή ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς: ~ για τα καψίματα/τον πονοκέφαλο/τον πυρετό/τα τσιμπήματα. Τα ~ της γιαγιάς (: πρακτικά ~). (μειωτ.) Μην περιμένεις να γίνεις καλά με ~. Πβ. γιατρικό, ματζούνι. Βλ. φάρμακο. 2. (μτφ.-μειωτ.) ανεπαρκή, πρόχειρα μέτρα, μέσα ή ενέργειες για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τα οποία στηρίζονται συνήθ. στην εμπειρία και την πρακτική και δεν έχουν επιστημονική βάση: Η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται/γιατρεύεται/ξορκίζεται με ~. Πβ. ημίμετρα. [< μεσν. (γ)ιατροσόφι]
  • γιατρουδάκος για-τρου-δά-κος ουσ. (αρσ.) & γιατρουδάκι (το) (ειρων.-μειωτ.): γιατρός συνήθ. νέος και άπειρος. Βλ. -άκος, μεγαλογιατρός.
  • γιάφκα γιάφ-κα ουσ. (θηλ.): μυστικός χώρος τον οποίο χρησιμοποιούν τα μέλη παράνομης οργάνωσης, κυρ. τρομοκρατικής, για τις συναντήσεις, τον συντονισμό της δράσης και τη φύλαξη του οπλισμού τους: ~ με όπλα, ρουκέτες και χειροβομβίδες. Πβ. άντρο, κρησφύγετο, κρυψώνα, λημέρι, ορμητήριο. [< ρωσ. javka] ΓΙΑΦΚΑ
  • Γιαχβέ βλ. Ιεχωβά
  • γιαχνί για-χνί ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. φαγητό κατσαρόλας, συνήθ. με κρέας τσιγαρισμένο σε πολύ λάδι, με πατάτες, σάλτσα ντομάτας και μυρωδικά· ο αντίστοιχος τρόπος μαγειρέματος: Σιγοβράζουμε το ~.|| (κυρ. ως επίθ.) Γίγαντες/κολοκυθάκια/μπακαλιάρος/μπάμιες/πατάτες (πβ. μπλουμ)/σαλιγκάρια/φασολάκια ~. Βλ. τσιγαριστός. [< τουρκ. yahni]
  • γιαχνιστός , ή, ό για-χνι-στός επίθ.: ΜΑΓΕΙΡ. μαγειρεμένος γιαχνί: ~ές: πατάτες. ~ά: χόρτα.|| (ως ουσ.) Τα ~ά και τα πλακί (ενν. φαγητά).
  • γιαχωβάς βλ. ιεχωβάς
  • γίββωνας γίβ-βω-νας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) γίβωνας: ΖΩΟΛ. ανθρωποειδής μονογαμικός πίθηκος της ΝΑ Ασίας (οικογ. Hylobatidae) με λεπτό σώμα, μακριά δυνατά χέρια και χωρίς ουρά, ο οποίος ζει πάνω σε δέντρα. Βλ. γορίλας, ουρακοτάγκος, χιμπατζής. [< γαλλ. gibbon]
  • γιγα- & γκιγκα- (σύμβ. G): ΦΥΣ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που αντιπροσωπεύει το πολλαπλάσιο κατά ένα δισεκατομμύριο: ~βόλτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Βλ. κιλο-, μεγα-. [< διεθν. giga- ]
  • γιγαμπάιτ γι-γα-μπά-ιτ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} & (προφ.) γκίγκα (σύμβ. GB): ΠΛΗΡΟΦ. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας της μνήμης ίση με 230 μπάιτ ή 1.024 μεγαμπάιτ. Βλ. κιλομπάιτ. [< αμερικ. gigabyte, 1975, γαλλ. gigaoctet, 1983]
  • γιγαντ- βλ. γιγαντο- & γιγαντό-
  • γίγαντας γί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]
  • γιγάντειος , α, ο βλ. γιγάντιος
  • γιγάντιος , α, ο γι-γά-ντι-ος επίθ. & γιγάντειος & γιγαντιαίος 1. που υπερβαίνει κατά πολύ τις συνηθισμένες, κανονικές διαστάσεις· πάρα πολύ μεγάλος (σε μέγεθος): ~ος: κρατήρας. ~α: οθόνη (= γιγαντοοθόνη). ~ο: ανάστημα/άστρο (πβ. νόβα)/κτίσμα (= κυκλώπειο). ~οι: ουρανοξύστες. ~ες: (ΑΣΤΡΟΝ.) μαύρες τρύπες. ~α: κύματα (βλ. τσουνάμι). ΣΥΝ. κολοσσιαίος, πελώριος, τεράστιος, υπερμεγέθης ΑΝΤ. λιλιπούτειος 2. (μτφ.) υπερβολικά μεγάλος (ως προς τη σημασία, τη βαρύτητα, τη δυσκολία): ~ος: αγώνας. ~α: καταστροφή/προσπάθεια. ~ο: εγχείρημα/εμπόδιο/πρόβλημα. ~α βήματα προς τα εμπρός. Πετύχαμε ένα ~ο έργο (πβ. άθλος). Πβ. ηράκλειος, τιτάνιος, υπεράνθρωπος. [< μτγν. γ(ε)ιγάντιος, αγγλ. gigantic]
  • γιγαντισμός γι-γα-ντι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. γιγάντωση: οικονομικός ~. ~ των επιχειρήσεων/πόλεων. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από υπερβολική παραγωγή αυξητικής ορμόνης στη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, πριν το τέλος της ανάπτυξης. Βλ. ακρομεγαλία, -ισμός. ΑΝΤ. νανισμός (1) [< γαλλ. gigantisme, αγγλ. gigantism]
  • γιγαντο- & γιγαντό- α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. σε διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τις κανονικές ή τις συνηθισμένες: γιγαντο-αφίσα/~οθόνη. Γιγαντό-σωμος (ΑΝΤ. νανο-).|| Γιγαντ-ισμός. 2. στους μυθικούς Γίγαντες: Γιγαντο-μαχία.
  • γιγαντοαφίσα γι-γα-ντο-α-φί-σα ουσ. (θηλ.): μεγάλων διαστάσεων αφίσα που τοποθετείται κυρ. σε εξωτερικούς χώρους: διαφημιστικές/κινηματογραφικές ~ες. Βλ. πανό, πόστερ, φέιγ-βολάν. [< αγγλ. giant poster]

αγαθός

αγαθός, ή, ό [ἀγαθός] α-γα-θός επίθ. 1. καλός, ενάρετος, αγνός, αθώος: ~ός: άνθρωπος/σκοπός. ~ή: βούληση/διάθεση/έκφραση/εντύπωση/πράξη/προαίρεση/ψυχή. ~ό: πνεύμα/χαμόγελο. ~ές: σχέσεις. ~ά: αισθήματα. Κάνω κάτι από ~ή πρόθεση.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι ~ (πβ. παν-, υπερ-άγαθος). ΣΥΝ. χρηστός 2. (συνήθ. μειωτ.) αφελής και καλόπιστος: ~ό ανθρωπάκι. Πβ. απονήρευτος. ΣΥΝ. αγαθιάρης ● Υποκ.: αγαθούλης , α, -ικο/-ι: λιγάκι αφελής. ΣΥΝ. αγαθιάρης, αγαθούτσικος , η/ια, ο (σπάν.): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: αγαθός γίγαντας (μτφ.): (συνήθ. για αθλητές του μπάσκετ και της άρσης βαρών) μεγαλόσωμος και καλόψυχος. ● ΦΡ.: τύχη αγαθή βλ. τύχη [< 1: αρχ. ἀγαθός 2: μεσν. αγαθός]

αγροτικός

αγροτικός, ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]

-άκος

-άκος επίθημα παραγωγής αρσενικών ουσιαστικών 1. υποκοριστικών με χαϊδευτική ή μειωτική σημασία: γεροντ~/πυρετ~/υπν~.|| (για αρνητ. ιδιότητα:) Aλητ~/διαβολ~/τεμπελ~/ψευτ~ (βλ. -αράκος).|| Γιατρουδ~/εμπορ~/υπαλληλ~ (πβ. -ίσκος). Πβ. -άκι. 2. οικογενειακών ονομάτων, ιδιαίτερα μανιάτικων. Βλ. -άκης.

ακρομεγαλία

ακρομεγαλία [ἀκρομεγαλία] α-κρο-με-γα-λί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. χρόνια πάθηση ατόμων μετά την εφηβεία, που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία των ποδιών, των χεριών και της μύτης, λόγω υπερέκκρισης της αυξητικής ορμόνης. Βλ. γιγαντισμός. ΣΥΝ. μεγαλακρία [< γαλλ. acromégalie, αγγλ. acromegaly]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γιατροσόφια

γιατροσόφια για-τρο-σό-φια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γιατροσόφι} 1. (κυρ. παλαιότ.) σκευάσματα (π.χ. από βότανα), συνταγές ή πρακτικές που χρησιμοποιούνταν στη λαϊκή ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς: ~ για τα καψίματα/τον πονοκέφαλο/τον πυρετό/τα τσιμπήματα. Τα ~ της γιαγιάς (: πρακτικά ~). (μειωτ.) Μην περιμένεις να γίνεις καλά με ~. Πβ. γιατρικό, ματζούνι. Βλ. φάρμακο. 2. (μτφ.-μειωτ.) ανεπαρκή, πρόχειρα μέτρα, μέσα ή ενέργειες για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος, τα οποία στηρίζονται συνήθ. στην εμπειρία και την πρακτική και δεν έχουν επιστημονική βάση: Η ανεργία δεν αντιμετωπίζεται/γιατρεύεται/ξορκίζεται με ~. Πβ. ημίμετρα. [< μεσν. (γ)ιατροσόφι]

γιγάντιος

γιγάντιος, α, ο γι-γά-ντι-ος επίθ. & γιγάντειος & γιγαντιαίος 1. που υπερβαίνει κατά πολύ τις συνηθισμένες, κανονικές διαστάσεις· πάρα πολύ μεγάλος (σε μέγεθος): ~ος: κρατήρας. ~α: οθόνη (= γιγαντοοθόνη). ~ο: ανάστημα/άστρο (πβ. νόβα)/κτίσμα (= κυκλώπειο). ~οι: ουρανοξύστες. ~ες: (ΑΣΤΡΟΝ.) μαύρες τρύπες. ~α: κύματα (βλ. τσουνάμι). ΣΥΝ. κολοσσιαίος, πελώριος, τεράστιος, υπερμεγέθης ΑΝΤ. λιλιπούτειος 2. (μτφ.) υπερβολικά μεγάλος (ως προς τη σημασία, τη βαρύτητα, τη δυσκολία): ~ος: αγώνας. ~α: καταστροφή/προσπάθεια. ~ο: εγχείρημα/εμπόδιο/πρόβλημα. ~α βήματα προς τα εμπρός. Πετύχαμε ένα ~ο έργο (πβ. άθλος). Πβ. ηράκλειος, τιτάνιος, υπεράνθρωπος. [< μτγν. γ(ε)ιγάντιος, αγγλ. gigantic]

γιγαντο- & γιγαντό-

γιγαντο- & γιγαντό- α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. σε διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από τις κανονικές ή τις συνηθισμένες: γιγαντο-αφίσα/~οθόνη. Γιγαντό-σωμος (ΑΝΤ. νανο-).|| Γιγαντ-ισμός. 2. στους μυθικούς Γίγαντες: Γιγαντο-μαχία.

γορίλας

γορίλας γο-ρί-λας ουσ. (αρσ.) {-ών κ. -ίλων} 1. ΖΩΟΛ. ο μεγαλύτερος και εξυπνότερος ανθρωποειδής πίθηκος (επιστ. ονομασ. Gorilla gorilla) με μαύρο τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι και μακριά χέρια, ο οποίος περπατάει στα τέσσερα, είναι φυτοφάγος, μπορεί να αναρριχάται και ζει σε οικογενειακό περιβάλλον κατά μικρές ομάδες στα δάση της τροπικής Αφρικής. Βλ. γίββωνας, ουρακοτάγκος, χιμπατζής. 2. (μτφ.-μειωτ.) άνδρας σωματώδης με άξεστη ή βίαιη συμπεριφορά· ειδικότ. σωματοφύλακας, μπράβος. Πβ. αγριάνθρωπος.|| Εμφανίστηκε περιτριγυρισμένος από τους ~ες του. Πβ. φουσκωτός. ● Υποκ.: γοριλάκι (το): στη σημ.1. [< μτγν. Γόριλλαι (αἱ) 'φυλή τριχωτών γυναικών', νεολατ. gorilla 2: γαλλ. gorille, 1954]

θεράπων

θεράπων θε-ρά-πων ουσ. (αρσ.) & θεράποντας {θηλ. θεραπαινίδα κ. θεράπαινα} (λόγ.): που προσφέρει τις υπηρεσίες του σε κάτι: (για πρόσ.) ~ της επιστήμης/της τέχνης.|| (για κλάδο ή θεσμό) Η φιλοσοφία ως ~ίδα της θεολογίας. (αρνητ. συνυποδ.) ~ίδα της εξουσίας. ● ΣΥΜΠΛ.: θεράπων/θεράποντας (γ)ιατρός: που έχει αναλάβει την παρακολούθηση και θεραπεία ασθενούς: Οι ~ες ~οί συνέστησαν ... [< γαλλ. médecin traitant] [< αρχ. θεράπων]

ιατρική

ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική:  διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]

Ιεχωβά

Ιεχωβά [Ἰεχωβᾶ] Ι-ε-χω-βά ουσ. (αρσ.) {άκλ.} & (προφ.) Ιαχωβά & Γιαχβέ: ΘΡΗΣΚ. το όνομα με το οποίο αποκαλύφθηκε ο Θεός στον λαό του Ισραήλ. ● ΣΥΜΠΛ.: μάρτυρες του Ιεχωβά & (προφ.) Ιεχωβάδες (οι): θρησκευτική οργάνωση που υποστηρίζει ότι ο Λόγος του Θεού αποκαλύπτεται μόνο στα κείμενα της Αγίας Γραφής, αρνείται τους εκκλησιαστικούς θεσμούς, τη στρατιωτική θητεία και τα εθνικά σύμβολα και χρησιμοποιεί τον προσηλυτισμό ως μέσο διάδοσης της πίστης της· συνεκδ. τα μέλη της. Πβ. χιλιαστής. [< γερμ. Jehowa]

ιεχωβάς

ιεχωβάς [ἰεχωβᾶς] ι-ε-χω-βάς ουσ. (αρσ.) & (προφ.) ιαχωβάς & γιαχωβάς (συχνά με κεφαλ. Ι ή Γ): ΘΡΗΣΚ. μέλος της θρησκευτικής οργάνωσης των μαρτύρων του Ιεχωβά. Πβ. χιλιαστής. Βλ. -άς.

κιλο-

κιλο-: ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που δηλώνει το πολλαπλάσιο κατά χίλια: ~βάτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Πβ. χιλιο-. Βλ. μεγα-, μιλι-.

κιλομπάιτ

κιλομπάιτ κι-λο-μπά-ιτ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} (σύμβ. kB): ΠΛΗΡΟΦ. μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας μνήμης ίση με 1.024 μπάιτ. Βλ. γιγα-, μεγα-μπάιτ. [< αγγλ. kilobyte, 1970]

κλινικός

κλινικός, ή, ό κλι-νι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παρατήρηση, εξέταση και θεραπεία ασθενών (σε αντιδιαστολή με την εργαστηριακή και την προληπτική ιατρική)· που αναφέρεται στην κλινική: ~ός: έλεγχος. ~ή: διάγνωση/διατροφή/δοκιμή (εμβολίου)/εικόνα (λοίμωξης)/έρευνα/εφαρμογή (γονιδιακής θεραπείας)/κατάσταση/μελέτη/πρακτική/πράξη. ~ό: δείγμα/εργαστήριο/έργο (βλ. εφημερία, νοσηλεία)/ιστορικό/περιστατικό/σύνδρομο/υλικό. ~ά: ευρήματα/σημεία/συμπτώματα/τεστ/χαρακτηριστικά (ασθένειας).|| ~ός: διαιτολόγος/φαρμακοποιός. ~ή: Παθολογία/Φαρμακευτική/Χειρουργική/Χημεία. Πβ. νοσοκομειακός. Βλ. παρα~, προ~. ● επίρρ.: κλινικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κλινική περίπτωση 1. (μτφ.-ειρων.) αθεράπευτη, αδιόρθωτη: ~ ~ μεγαλομανούς/συμβιβασμένου. Πβ. παθολογικός. 2. ΙΑΤΡ. ιατρικό περιστατικό: ~ ~ ασθενούς., κλινική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. κλάδος της εφαρμοσμένης ψυχολογίας που ασχολείται με τη διάγνωση και θεραπεία ψυχολογικών διαταραχών και προβλημάτων συμπεριφοράς., κλινικός γιατρός & νοσοκομειακός γιατρός: που ασκεί την ιατρική ασχολούμενος άμεσα με τους ασθενείς, σε αντίθεση με τον εργαστηριακό γιατρό., κλινική ιατρική βλ. ιατρική, κλινικός θάνατος βλ. θάνατος ● ΦΡ.: κλινικά νεκρός: ΙΑΤΡ. για πρόσωπο στο οποίο επήλθε κλινικός θάνατος. Πβ. φυτό. [< γαλλ. cliniquement mort] [< μτγν. κλινικός (επίθ.) ‘σχετικός με το κρεβάτι’, ~ (ουσ.) ‘γιατρός που επισκέπτεται τον άρρωστο στο κρεβάτι του’, γαλλ. clinique, αγγλ. clinical]

μήλο

μήλο [μῆλο] μή-λο ουσ. (ουδ.): ο εδώδιμος καρπός της μηλιάς που έχει κοκκινωπή, πρασινωπή ή σπανιότ. κιτρινωπή φλούδα, περίπου σφαιρικό σχήμα, λευκή, τραγανή σάρκα και μικρούς σπόρους στο κέντρο του: μικροκαρπία/ποικιλίες ~ων (: ξινόμηλο, στάρκιν, φιρίκι). Καθαρίζω ένα ~. Πβ. ξινόμηλο. Βλ. αχλαδό-, γεώ-μηλο.|| Γλυκό/μαρμελάδα ~. ~ κομπόστα. Πουρές/χυμός ~ου. Τσάι με άρωμα ~ου. Σαλάτα/τάρτα/χοιρινό με ~α.μήλα (τα): παιδικό παιχνίδι με δύο παίκτες σε απόσταση ορισμένων μέτρων οι οποίοι πετούν τη μπάλα ο ένας στον άλλο, με στόχο να χτυπήσουν τους παίκτες που τρέχουν ανάμεσά τους για να τους βγάλουν εκτός παιχνιδιού. ● Υποκ.: μηλαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σάπιο μήλο: θαμπό χρώμα μεταξύ κόκκινου και καφέ., τα μήλα του προσώπου: ζυγωματικά: Βάλε λίγο ρουζ στα ~ ~., το μήλο του Αδάμ βλ. Αδάμ ● ΦΡ.: ένα μήλο την ημέρα το(ν) γιατρό τον κάνει πέρα (παροιμ.): για να επισημανθεί η σημασία του μήλου για την υγεία, χάρη κυρ. στα ιχνοστοιχεία και στα αντιοξειδωτικά που περιέχει., το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει): για να δηλωθεί ότι ένα παιδί ακολουθεί το επάγγελμα ή γενικότ. έχει το χαρακτήρα και τα ενδιαφέροντα των γονέων του: ~ ~! Συνεχίζει επάξια την παράδοση του πατέρα του., το μήλο(ν) της έριδος & το μήλο της έριδας: αντικείμενο ή αιτία συνεχούς αντιπαράθεσης, διεκδίκησης: Νησιά που αποτέλεσαν το ~ ~ για πολλούς κατακτητές. [< γαλλ. pomme de discorde] [< αρχ. μῆλον]

οικογενειακός

οικογενειακός, ή, ό [οἰκογενειακός] οι-κο-γε-νει-α-κός επίθ.: που ανήκει ή αναφέρεται στην οικογένεια, που ισχύει ή δημιουργείται στο πλαίσιο της οικογένειας και εξυπηρετεί τις ανάγκες της: ~ός: προϋπολογισμός/σύμβουλος/τάφος/τουρισμός/φίλος. ~ή: ατμόσφαιρα/γαλήνη/γιορτή/επανένωση/επιχείρηση/ευτυχία/ζωή/θαλπωρή/παροχή/περιουσία/συγκέντρωση/φωτογραφία. ~ό: γεύμα/δράμα/εισόδημα/επίδομα/ιστορικό/κειμήλιο/συμβούλιο. ~οί: δεσμοί/καβγάδες. ~ές: διακοπές/εκδρομές/στιγμές/σχέσεις. ~ά: έξοδα/ζητήματα/μυστικά/προβλήματα.|| ~ή: ταβέρνα/ταινία. ~ό: αυτοκίνητο/ξενοδοχείο/πακέτο (κινητής τηλεφωνίας)/τραπέζι. Η κηδεία του θα γίνει σε στενό ~ό κύκλο (: μεταξύ των πιο κοντινών συγγενών). Απουσίασε/πήρε άδεια για ~ούς λόγους. Αυστηρώς ~ή υπόθεση. Βλ. ενδο~, εξω~. ● Ουσ.: οικογενειακά (τα) {+ γεν. κτητ. αντων.}: τα θέματα και οι υποθέσεις που αφορούν μια οικογένεια: Μην ανακατεύεσαι/μπλέκεσαι στα ~ μας. Μου εμπιστεύθηκε τα ~ του. ● επίρρ.: οικογενειακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με την οικογένεια: Περάσαμε ~. [< γαλλ. en famille] ● ΣΥΜΠΛ.: οικογενειακά βάρη: οι επιπλέον υποχρεώσεις, κυρ. οικονομικές, που αναλαμβάνει όποιος κάνει οικογένεια., οικογενειακή εστία/στέγη (επίσ.): η κύρια κατοικία όπου διαμένουν οι σύζυγοι, τα παιδιά ή/και άλλα μέλη της οικογένειας και γενικότ. το οικογενειακό περιβάλλον: μόνιμη ~ ~. Απομάκρυνση/μετοίκηση από την ~ ~. Ακίνητο που αποκτάται ως ~ ~. Εγκατέλειψε την ~ ~ σε νεαρή ηλικία. Βλ. συζυγική στέγη.|| (ειδικότ.) Κάθισαν μπροστά στην ~ή εστία (= στο τζάκι του σπιτιού)., οικογενειακό δέντρο: γενεαλογικό δέντρο. [< αγγλ. family tree] , οικογενειακό μέγεθος: για οικονομικότερη συνήθ. συσκευασία προϊόντων που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική: παγωτό/πίτσα/σοκολάτα ~ού ~ους. Βλ. οικονομική συσκευασία.|| (κατ' επέκτ.) Δωμάτια/επιχειρήσεις ~ού ~ους. [< αγγλ. family size] , οικογενειακό όνομα: επώνυμο., οικογενειακός γιατρός: ο γιατρός στον οποίο σταθερά και αποκλειστικά απευθύνεται μια οικογένεια για παροχή υπηρεσιών., οικογενειακός προγραμματισμός: έλεγχος της αναπαραγωγής με μεθόδους αντισύλληψης έτσι ώστε το ζευγάρι να αποκτήσει τον επιθυμητό αριθμό παιδιών τη χρονική στιγμή που θα το επιλέξει: φυσικός ~ ~ (= με προσδιορισμό και υπολογισμό των γόνιμων ημερών της γυναίκας). Δημογραφικό πρόβλημα και ~ ~. Κέντρα ~ού ~ού. Βλ. έλεγχος (των) γεννήσεων, προληπτική ιατρική. [< αγγλ. family planning, 1934] , (ενδο)οικογενειακή βία/βία στην οικογένεια βλ. βία, οικογενειακές υποχρεώσεις βλ. υποχρέωση, οικογενειακή κατάσταση βλ. κατάσταση, οικογενειακή μερίδα βλ. μερίδα, οικογενειακό άσυλο/άσυλο κατοικίας βλ. άσυλο, Οικογενειακό Δίκαιο βλ. δίκαιο, οικογενειακό διπλό βλ. διπλός, οικογενειακό μυθιστόρημα βλ. μυθιστόρημα ● ΦΡ.: είναι οικογενειακό μας (προφ.): είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ή συνήθεια όλων ή των περισσοτέρων μελών μιας οικογένειας: ~ ~ να διαβάζουμε κυριακάτικες εφημερίδες.

πανό

πανό πα-νό ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: στενόμακρο κομμάτι από ύφασμα, πλαστικό ή χαρτί, πάνω στο οποίο αναγράφονται συνήθ. σύμβολα, συνθήματα ή μηνύματα, και το οποίο μεταφέρεται τεντωμένο ανάμεσα σε δύο ξύλα ή κρεμιέται σε οποιοδήποτε μέρος: ~ διαμαρτυρίας. Διαφημιστικά ~. Πβ. αερο~, μπάνερ. Βλ. πλακάτ. [< γαλλ. panneau]

τσιγαριστός

τσιγαριστός, ή, ό τσι-γα-ρι-στός επίθ.: ΜΑΓΕΙΡ. τσιγαρισμένος: ~ή: συκωταριά. ~ά: χόρτα. Βλ. γιαχνί.

φάρμακο

φάρμακο φάρ-μα-κο ουσ. (ουδ.) {φαρμάκ-ου | -ων} 1. ΦΑΡΜΑΚ. -ΙΑΤΡ. χημικό παρασκεύασμα με θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες, το οποίο χρησιμοποιείται για την ανακούφιση ή αντιμετώπιση διαφόρων ασθενειών ή παθήσεων του οργανισμού: αντιβιοτικό/δραστικό/εικονικό (πβ. πλασέμπο, ψευδο~)/ηρεμιστικό/υγρό (: σε υγρή μορφή)/φυσικό ~. Αναλγητικά (: παυσίπονα)/αντιγριπικά/αντικαταθλιπτικά/βιολογικά/γενόσημα/καταπραϋντικά/κτηνιατρικά/μαλακτικά/ομοιοπαθητικά/υπνωτικά/φυτικά ~α. Βιομηχανία/συνταγολόγιο ~ων. ~α ευρείας κυκλοφορίας. Νέο ~ κατά της νόσου του Πάρκινσον. Εμβόλια και ~α κατά των ιών. Αντοχή στα ~α (βλ. φαρμακοανθεκτικός). Εθνικός Οργανισμός ~ων (ακρ. ΕΟΦ). Πβ. γιατρικό, δισκίο, ταμπλέτα, χάπι. Βλ. παραφάρμακα, ραδιο~, ψυχοφάρμακα. 2. (μτφ.) καθετί που απαλλάσσει από δυσάρεστη κατάσταση: Το ~ για την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι ... Βλ. πανάκεια. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε κάνει καλό, συμβάλλει στην ανθρώπινη υγεία: Η άσκηση είναι το καλύτερο ~. Πβ. βάλσαμο. 4. χημική ουσία για τον καθαρισμό ταπήτων, υφασμάτων και την απολύμανση χώρων: οικολογικά ~α. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωργικά φάρμακα: ΓΕΩΠ. φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών των φυτών ή για την προστασία τους από μικροοργανισμούς. Βλ. εντομο-, ζιζανιο-, μυκητο-κτόνο, φυτοφάρμακο., μη συνταγογραφούμενα φάρμακα βλ. συνταγογραφούμενος, ορφανό φάρμακο βλ. ορφανός [< 1,2: αρχ. φάρμακον, γαλλ. médicine, αγγλ. medicine, medicament]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.