Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1260-1280]


  • αγέλαστος , η/ος, ο [ἀγέλαστος] α-γέ-λα-στος επίθ.: που δεν γελά, που είναι σκυθρωπός: ~ος: άνθρωπος. ~ο: πρόσωπο. ~α: χείλη. Εσωστρεφής κι ~ απέφευγε κάθε συναναστροφή.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ος: κόρη. ~η: μορφή.|| (μτφ.-λογοτ.) ~η: άνοιξη/γη.|| (ΜΥΘ.) ~ος: πέτρα (: το φρέαρ όπου κάθισε η θεά Δήμητρα συντετριμμένη από την αρπαγή της κόρης της Περσεφόνης). ΑΝΤ. γελαστός ● επίρρ.: αγέλαστα ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< αρχ. ἀγέλαστος]
  • αγέλη [ἀγέλη] α-γέ-λη ουσ. (θηλ.) 1. κατοικίδια ή άγρια ζώα του ίδιου είδους που ζουν και μετακινούνται ως ομάδα: ~ λύκων. ~ες από βουβάλια. Τα ελάφια ζουν σε/σχηματίζουν ~ες. Βρουκέλλωση ~ών. ΣΥΝ. κοπάδι (1) 2. (μτφ.-μειωτ.) πλήθος ατόμων που ενεργεί χωρίς οργάνωση, κρίση και βούληση: φανατισμένη ~. ~ οπαδών. Νοοτροπία/σύνδρομο ~ης. Πβ. μπουλούκι, όχλος. || Ανοσία ~ης. 3. (με κεφαλ. Α) τμήμα μικρών σε ηλικία προσκόπων: ~ λυκόπουλων. [< 1: αρχ. ἀγέλη 2: γαλλ. troupeau]
  • αγεληδόν [ἀγεληδόν] α-γε-λη-δόν επίρρ. (λόγ.-συνήθ. ειρων.): σαν αγέλη, ομαδικά, μαζικά· κατ' επέκτ. χωρίς κρίση και βούληση: Ζουν/μαζεύονται/μεταφέρονται/πηγαίνουν ~. Οι απεργοί εισέβαλαν ~ στο κτίριο, για να το καταλάβουν.|| Ψηφίζουν ~. ~ και ομοθυμαδόν. Βλ. -ηδόν. [< αρχ. ἀγεληδόν]
  • αγελοποίηση [ἀγελοποίηση] α-γε-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) άτακτη ομαδοποίηση ατόμων χωρίς προσωπική γνώμη και βούληση: ~ της κοινωνίας/του λαού/της νεολαίας. Βλ. -ποίηση. ΣΥΝ. κοπαδοποίηση 2. (σπάν.) πλήθος ομοειδών ζώων, τα οποία ζουν μαζί.
  • αγένεια [ἀγένεια] α-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.): έλλειψη ευγένειας, διακριτικότητας και (συνεκδ. στον πληθ.) αναιδή λόγια και ανάλογες πράξεις: κοινωνική/προκλητική ~. Αντιμετωπίζω (κάποιον)/εκφράζομαι/συμπεριφέρομαι με ~. Είναι (μεγάλη) ~ (εκ μέρους κάποιου) να ... Μου έκανε/προξένησε κατάπληξη η ~ά του. Μίλησε με απρέπεια, φτάνοντας στα όρια της ~ας. Πβ. γαϊδουριά, χοντράδα. [< αρχ. ἀγένεια ’ταπεινή καταγωγή’, ἀγέννεια ‘έλλειψη ευγένειας, ποταπότητα’, γαλλ. bassesse]
  • αγένειος , ο [ἀγένειος] α-γέ-νει-ος επίθ. {χωρ. θηλ.} & (σπάν.) άγενος (επίσ.): που δεν έχει καθόλου ή δεν έβγαλε ακόμα γένια: ~ και αμούστακος. Βλ. σπανός. ΑΝΤ. γενειοφόρος [< αρχ. ἀγένειος]
  • αγενεσία [ἀγενεσία] α-γε-νε-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ατελής ανάπτυξη ή απουσία ιστού, οργάνου ή μέλους του σώματος: μερική/ολική/συγγενής ~. Πβ. απλασία. Βλ. δυσπλασία. [< αγγλ. agenesia, γαλλ. agénésie]
  • αγενής , ής, ές [ἀγενής] α-γε-νής επίθ. {αγενέστ-ερος, -ατος}: που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ευγένειας και γενικότ. καλών τρόπων: ~ής: άνθρωπος (= άξεστος, απολίτιστος). ~ής: απάντηση/ερώτηση/συμπεριφορά. ~ές: σχόλιο/ύφος. ~είς: εκφράσεις. Είναι ~ές να ... Μην είσαι τόσο ~ με τους άλλους. Ο υπάλληλος ήταν ~ατος μαζί μου. Βλ. -γενής. ΣΥΝ. ανάγωγος1 ΑΝΤ. ευγενικός (1) ● επίρρ.: αγενώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αγενής/μονογονική αναπαραγωγή βλ. αναπαραγωγή, βασικά/αγενή μέταλλα βλ. μέταλλο [< αρχ. ἀγενής 'με ταπεινή καταγωγή', γαλλ. impoli]
  • αγεννησία [ἀγεννησία] α-γεν-νη-σί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΟΛ. η αυθυπαρξία του Θεού, η αιώνια προΰπαρξή του: η ~ του Πατρός. [< μτγν. ἀγεννησία]
  • αγέννητος , η, ο [ἀγέννητος] α-γέν-νη-τος επίθ. 1. που δεν έχει ακόμα γεννηθεί ή δημιουργηθεί ή (σπάν. για ζώο) που δεν έχει γεννήσει: ~η: αγάπη. ~ο: έργο. ~ο: παιδί. ~ες: ζωές/λέξεις. Εκείνη την εποχή εσύ ήσουν ~. 2. ΦΙΛΟΣ. αυθύπαρκτος, προαιώνιος: ~η: ύλη/ψυχή (: που προϋπάρχει). ~ο: ον. Ο ~ κόσμος των ιδεών. Βλ. αδημιούργητος.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Πατέρας είναι ~. [< αρχ. ἀγέννητος]
  • αγέρας [ἀγέρας] α-γέ-ρας ουσ. (αρσ.) {αγέρ-ηδες} (λογοτ.): αέρας, άνεμος: Ο ~ δυνάμωσε/λυσσομανά. Ένιωθε να τον χτυπούν όλοι οι ~ηδες. ● Υποκ.: αγεράκι (το): Βλ. αεράκι. [< μεσν. αγέρας]
  • αγέραστος , η, ο [ἀγέραστος] α-γέ-ρα-στος επίθ.: που δεν γερνά, που παραμένει ακμαίος, αναλλοίωτος στον χρόνο: ~ος: άνθρωπος. ~η: ομορφιά/φωνή. ~ο: πρόσωπο. ~ και αειθαλής.|| (μτφ.) ~η: δόξα/μνήμη/τέχνη. ~ο: έργο (= αθάνατο, αιώνιο). ~α: βουνά. ΑΝΤ. γερασμένος (1)
  • αγέρι [ἀγέρι] α-γέ-ρι ουσ. (ουδ.) & αέρι (λογοτ.): απαλός, ήπιος άνεμος: δροσερό/θαλασσινό ~. Τ' ~ της αυγής. Η ανάσα/το χάδι του ~ιού. Τ' ~ φυσά γλυκά. ΣΥΝ. αεράκι, αύρα (1) [< μεσν. αέριν]
  • αγερικό βλ. αερικό
  • αγερμός [ἀγερμός] α-γερ-μός ουσ. (αρσ.): ΛΑΟΓΡ. εθιμική εορταστική εκδήλωση κατά την οποία ομάδα ατόμων επισκέπτεται σπίτια συγχωριανών, για να τους ευχηθεί, με κατάλληλα άσματα, υγεία και ευτυχία και (συνεκδ. στον πληθ.) τα ίδια τα άσματα: Οι μεταμφιεσμένοι στις Απόκριες κάνουν ~ούς.|| Παιδικοί/πρωτοχρονιάτικοι ~οί (βλ. κάλαντα). [< αρχ. ἀγερμός ‘συγκέντρωση χρημάτων (για τους Θεούς)’]
  • αγέρωχος , η, ο [ἀγέρωχος] α-γέ-ρω-χος επίθ. 1. υπερήφανος, επιβλητικός, μεγαλόπρεπος: ~η: κορμοστασιά/στάση. ~ο: βλέμμα/παράστημα/περπάτημα/ύφος. Βαδίζει/προχωρά/στέκεται ~.|| (μτφ.) ~ος: πλάτανος/φάρος. ~ο: βουνό/κάστρο. Ο ναός δεσπόζει/ορθώνεται μεγαλοπρεπής και ~. 2. (σπανιότ., καταχρ.) αλαζονικός, ακατάδεκτος: ~η: συμπεριφορά. Υπεροπτικός και ~ φοβέριζε όλο τον κόσμο. ● επίρρ.: αγέρωχα [< αρχ. ἀγέρωχος]
  • αγευσία [ἀγευσία] α-γευ-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μείωση ή απώλεια της γεύσης. [< αγγλ. ageus(t)ia]
  • άγευστος , η, ο [ἄγευστος] ά-γευ-στος επίθ. 1. (κυρ. για φαγητά, τρόφιμα, ποτά) που δεν έχει (ωραία) γεύση: ~η: σούπα (ΣΥΝ. άνοστη, ΑΝΤ. νόστιμη).|| (ΧΗΜ.) Το υδρογόνο είναι ~ο αέριο. ΑΝΤ. γευστικός (1), εύγευστος 2. (μτφ.) που δεν έχει ενδιαφέρον, ανιαρός: ~ος: άνθρωπος. ~η: εκπομπή. ~ο: αστείο. Η ερμηνεία της ήταν ~η, χωρίς νεύρο. 3. (+ γεν.) (μτφ., για πρόσ.) που δεν έχει εμπειρία ή γνώση κάποιου πράγματος: ~ παιδείας. Βλ. άπειρος. ● επίρρ.: άγευστα (μτφ.): ανιαρά, πληκτικά. ● ΦΡ.: άχρωμος, άοσμος και άγευστος βλ. άχρωμος [< 1: αρχ. ἄγευστος]
  • αγεφύρωτος , η, ο [ἀγεφύρωτος] α-γε-φύ-ρω-τος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν μπορεί να γεφυρωθεί, να ξεπεραστεί: ~ος: διχασμός. ~η: αντίθεση/διαφωνία/έχθρα. ~ο: κενό/ρήγμα. ~ες: δυσκολίες (= αξεπέραστες, ανυπέρβλητες). 2. (σπάν.) που δεν ενώθηκε ή δεν μπορεί να ενωθεί με γέφυρα: ~ο: ποτάμι. ● ΣΥΜΠΛ.: αγεφύρωτο χάσμα βλ. χάσμα [< μεσν. αγεφύρωτος]
  • αγεωγράφητος , η, ο [ἀγεωγράφητος] α-γε-ω-γρά-φη-τος επίθ. 1. που δεν γνωρίζει γεωγραφία και (κατ' επέκτ.-κυρ. προφ.) ανενημέρωτος, άσχετος. Βλ. ανιστόρητος. 2. (σπάν.) που δεν έχει χαρτογραφηθεί: ~η: περιοχή

αδημιούργητος

αδημιούργητος, η, ο [ἀδημιούργητος] α-δη-μι-ούρ-γη-τος επίθ. 1. που βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του, δεν έχει ακόμα αποκτήσει οικονομική επιφάνεια. ΑΝΤ. δημιουργημένος (2), επιτυχημένος (2), φτασμένος (1) 2. ΦΙΛΟΣ. που δεν δημιουργήθηκε από κάποιον: ~η: αιτία του κόσμου/αρχή των πραγμάτων. ~ο: Σύμπαν.|| (ΘΕΟΛ.) Ο Θεός είναι άκτιστος, ~ (: αγέννητος, άπλαστος), ενώ ο άνθρωπος κτίσμα, δημιούργημα.|| (ως ουσ.) Η αιωνιότητα και το ~ο του κόσμου. [< 1: αγγλ. not made 2: μτγν. ἀδημιούργητος]

αεράκι

αεράκι βλ. αέρας

αερικό

αερικό [ἀερικό] α-ε-ρι-κό ουσ. (ουδ.) & αγερικό: ΛΑΟΓΡ. (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) άυλο πλάσμα που συνήθ. προκαλεί κακό στους ανθρώπους. Πβ. ξωτικό, στοιχειό, τελώνιο, φάντασμα. Βλ. νεράιδα. [< μεσν. αερικό(ν)]

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

αναπαραγωγή

αναπαραγωγή [ἀναπαραγωγή] α-να-πα-ρα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. λειτουργία μέσω της οποίας οι ζωντανοί οργανισμοί πολλαπλασιάζονται· κατ' επέκτ. η ίδια η δημιουργία νέων οργανισμών: ~ του (ανθρώπινου) είδους. Όργανα ~ής (= αναπαραγωγικά). Ιατρικώς υποβοηθούμενη/τεχνητή ~. Περίοδος ~ής. Μονάδες ~ής πουλερικών. Βλ. εξωσωματική γονιμοποίηση, διασταύρωση, κλωνοποίηση, παρθενογένεση. ΣΥΝ. πολλαπλασιασμός (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. παραγωγή αντιγράφων με τεχνικά μέσα· ειδικότ. μετατροπή εγγεγραμμένων αναλογικών ή ψηφιακών σημάτων σε εικόνα ή/και ήχο: έγχρωμη/ηλεκτρονική/μαζική/πιστή/φωτογραφική/φωτοτυπική/ψηφιακή ~. ~ εγγράφων.|| (συνεκδ.) ~ές έργων τέχνης (= αντίγραφα). 3. (μτφ.) επανάληψη, συντήρηση, διαιώνιση: ~ απόψεων/ειδήσεων.|| ~ προτύπων. ~ της κυρίαρχης ιδεολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αγενής/μονογονική αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. δημιουργία απογόνων χωρίς τη συνένωση γαμετών. ΣΥΝ. μονογονία [< γαλλ. multiplication asexuée] , αμφιγονική/εγγενής αναπαραγωγή: ΒΙΟΛ. που γίνεται με γονιμοποίηση· αμφιγονία., επιλεκτική αναπαραγωγή & ελεγχόμενη αναπαραγωγή: αυστηρή επιλογή ζώων-γεννητόρων με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Βλ. διασταύρωση, ευγονική. [< αγγλ. selective breeding, 1931] [< γαλλ. reproduction, γαλλ. procréation]

ανιστόρητος

ανιστόρητος, η, ο [ἀνιστόρητος] α-νι-στό-ρη-τος επίθ. 1. (μειωτ.) που αντιτίθεται στην ιστορική αλήθεια ή (για πρόσ.) που την αγνοεί: ~η: πράξη/προσέγγιση. ~ο: βιβλίο. ~οι: ισχυρισμοί. ~ες: απόψεις. ~α: επιχειρήματα (βλ. αβάσιμος, αστήρικτος)/μυθεύματα.|| (ως ουσ.-προφ.) Ακόμη και ο πιο ~ το ξέρει αυτό! Τόσο ~ είσαι; Βλ. ανίδεος, αστοιχείωτος, άσχετος. 2. (σπάν.-για ναό, χειρόγραφο) που δεν διακοσμήθηκε με αγιογραφίες, ιερές παραστάσεις. ΑΝΤ. ιστορημένος ● επίρρ.: ανιστόρητα [< μτγν. ἀνιστόρητος]

άχρωμος

άχρωμος, η, ο [ἄχρωμος] ά-χρω-μος επίθ. 1. που δεν έχει χρώμα, συνήθ. έντονο ή διακριτό: ~ο: αέριο/βερνίκι/υγρό.|| ~ο: πρόσωπο (= χλομό, ωχρό). Βλ. -χρωμος. 2. (μτφ.) που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (ζωντάνια, ενδιαφέρον), ουδέτερος: ~η: ζωή (: μονότονη)/παρουσία/φωνή (= άτονη). ~ο: κείμενο. ~α: μάτια (= ανέκφραστα). Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: άχρωμος, άοσμος και άγευστος (μτφ.-εμφατ.): για κάποιον ή κάτι εντελώς αδιάφορο, ανιαρό ή και ανούσιο: Η ερμηνεία του ήταν ~η, ~η και ~η. [< 1: μεσν. άχρωμος 2: γαλλ. incolore]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

δυσπλασία

δυσπλασία δυ-σπλα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ανωμαλία στην ανάπτυξη ιστών, οργάνων ή κυττάρων: αγγειακή/καρδιακή ~. Συγγενείς ~ες. ~ του τραχήλου της μήτρας. (Αναπτυξιακή) ~ του ισχίου. Βλ. δυσγενεσία, δυσμορφία, μυελο~, νεο-, υπο-πλασία. [< γαλλ. dysplasie, 1938, αγγλ. dysplasia, περ. 1923]

-ηδόν

-ηδόν (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.

μέταλλο

μέταλλο μέ-ταλ-λο ουσ. (ουδ.) {μετάλλ-ου} 1. ΧΗΜ. καθένα από τα χημικά στοιχεία μιας σειράς του περιοδικού πίνακα τα οποία είναι καλοί αγωγοί της θερμότητας και του ηλεκτρισμού, έχουν ιδιόμορφη λάμψη, είναι ελατά και σχηματίζουν βασικά οξείδια με τη βοήθεια του οξυγόνου· κυρ. το υλικό που αποτελείται από κάποιο από τα στοιχεία αυτά ή από κράμα τους: ακατέργαστο/γαλβανισμένο/κοινό/λιωμένο/χυτό ~. Κίτρινο ~ο (: ο χρυσός). Λευκό ~ο (: κάθε λευκό ή ασημί κράμα). Αλκαλικά/βαρέα/καθαρά/μαλακά/(μη) σιδηρούχα/σκληρά/σπάνια ~α. Τοξικά ~α (π.χ. κάδμιο, μόλυβδος, υδράργυρος). Υγρά ~α (π.χ. κάλιο, νάτριο, υδράργυρος). ~ σε φύλλα. Βαφή/βιομηχανία/επεξεργασία/προϊόντα ~ου. Ανακύκλωση/ανιχνευτής/απορρίμματα/βερνίκι/διάβρωση/εξόρυξη/επικάλυψη/ιδιότητες/κατεργασία/κοιτάσματα/μεταποίηση/ρινίσματα/σκόνη/συγκόλληση/σφυρηλάτηση/τήξη/χυτήρια ~ων. Κατασκευή/σκεύη από ~. Λειαντικό για ~α. Μικροτεχνία σε ~. Βλ. ημιμέταλλα. ΑΝΤ. αμέταλλα (στοιχεία) 2. (μτφ.) ηχηρός και καθαρός τόνος φωνής. ● ΣΥΜΠΛ.: βασικά/αγενή μέταλλα: ΧΗΜ. που οξειδώνονται σχετικά εύκολα με την έκθεση στον αέρα, τη θέρμανση ή την υγρασία (π.χ. σίδηρος, χαλκός). [< αγγλ. base/imperfect metals] , Εποχή του Μετάλλου: ΙΣΤ. η περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας που αρχίζει περ. το 3000 π.Χ. και διαιρείται σε τρεις εποχές (του χαλκού, του ορείχαλκου και του σιδήρου) ανάλογα με τα μέταλλα που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. Βλ. Εποχή του Λίθου., πολύτιμα/ευγενή μέταλλα: ΧΗΜ. που είναι πολύ ανθεκτικά στη διάβρωση και την οξείδωση: Ο χρυσός, ο άργυρος ο λευκόχρυσος και το παλλάδιο είναι ~ ~., ραδιενεργό μέταλλο: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. μεταλλικό χημικό στοιχείο που έχει την ιδιότητα να εκπέμπει ραδιενέργεια. Βλ. ουράνιο, ράδιο. [< αγγλ. radioactive metal] , κυνηγοί μετάλλων βλ. κυνηγός, μεταλλικά άλατα/στοιχεία βλ. μεταλλικός, στοιχεία/μέταλλα μετάπτωσης βλ. μετάπτωση [< μτγν. μέταλλον ‘μεταλλείο, μετάλλευμα’, γαλλ. métal, αγγλ. metal]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

σπανός

σπανός, ή, ό σπα-νός επίθ. 1. (για άνδρα) που έχει λίγες ή καθόλου τρίχες, κυρ. στο πρόσωπο: Δεν βγάζει γένια, είναι ~. Βλ. αγένειος. 2. (μτφ., για τόπο) γυμνός απο βλάστηση: ~ό: βουνό. Πβ. άδενδρος, φαλακρός. ΑΝΤ. κατάφυτος. ● ΦΡ.: μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, εκτός από ό,τι αντιβαίνει στη φύση: Τελικά όλα γίνονται, ~ ~., είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια βλ. μπαρμπέρης [< μεσν. σπανός]

χάσμα

χάσμα χά-σμα ουσ. (ουδ.) {χάσμ-ατος | -ατα} 1. (μτφ.) μεγάλη απόκλιση, διαφορά: επικοινωνιακό/ηλικιακό/ιδεολογικό ~. Άμβλυνση/γεφύρωση/διεύρυνση/εξάλειψη/κλείσιμο/μείωση του αναπτυξιακού/κοινωνικού/οικονομικού/πολιτισμικού ~ατος. Υπάρχει αβυσσαλέο/μεγάλο/τεράστιο ~ (πβ. άβυσσος, απόσταση). Αυξάνει/βαθαίνει/γιγαντώνεται/μεγαλώνει/παραμένει το ~ μεταξύ πλούσιων και φτωχών.|| (ΟΙΚΟΝ., απόκλιση ανάμεσα στην τιμή ανοίγματος ενός χρεογράφου και την τιμή κλεισίματός του την προηγούμενη μέρα:) Ο Γενικός Δείκτης άνοιξε με ανοδικό/καθοδικό ~ ... μονάδων. 2. (μτφ.) απουσία ενός στοιχείου ή διακοπή της συνέχειας: νοητικό/χρονικό ~. Λογικά ~ατα (πβ. άλμα). ~ατα (= κενά) μνήμης. Η κατάθεσή του παρουσιάζει ~ατα και αντιφάσεις. Πβ. ασυνέχεια. Βλ. χασμωδία.|| (ΦΥΣ.) Ενεργειακό/φωτονικό ~ (ζώνης).|| (ΦΙΛΟΛ., απουσία λέξης ή λέξεων σε χειρόγραφο, που δυσχεραίνει την κατανόησή του:) ~ατα λόγω φθοράς. 3. ΓΕΩΛ. βαθύ ρήγμα, βάραθρο: εδαφικά/σεισμικά/σπηλαιώδη ~ατα. Πβ. γκρεμός, φαράγγι, χαράδρα, χάος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγεφύρωτο χάσμα & χάσμα αγεφύρωτο (μτφ.): μεγάλη, αξεπέραστη διαφορά: Τους χωρίζει ~ ~. Υπάρχει ~ ~ ανάμεσά τους. [< αγγλ. unbridgeable chasm] , χάσμα (των) γενεών 1. διαφορά στον τρόπο σκέψης και θεώρησης του κόσμου από τη μια γενιά στην άλλη, η οποία προκαλεί προβλήματα επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ τους. 2. ΒΙΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ. (στον γενετικό αλγόριθμο) το ποσοστό των χρωμοσωμάτων που ανανεώνονται σε κάθε γενιά, ως προς το σύνολο του πληθυσμού τους. [< 1: αγγλ. generation gap, 1967] , ψηφιακό χάσμα: κενό, ανισότητα που παρατηρείται μεταξύ περιοχών, χωρών ή κοινωνικών ομάδων, όσον αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης στις νέες τεχνολογίες και ιδ. στη χρήση του διαδικτύου. [< αγγλ. digital divide, 1994] [< 1: αγγλ. gap, γαλλ. fossé, 1916, 2: γαλλ. fracture, hiatus, lacune 3: αρχ. χάσμα, πβ. αγγλ. chasm]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.