αγγελιοφόρος, ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]
διαβολάκι δια-βο-λά-κι ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. αγγελάκι 1. (μτφ.-οικ.) ζωηρό, δραστήριο και έξυπνο παιδί. Πβ. ζιζάνιο, πειραχτήρι. 2. μικρός διάβολος: Ντύθηκε ~ τις απόκριες.
εκάρη [ἐκάρη] ε-κά-ρη ρ. (αμτβ.) {αόρ.} (αρχαιοπρ.): μόνο στη ● ΦΡ.: εκάρη μοναχός: ΕΚΚΛΗΣ. έγινε μοναχός. Βλ. αγγελικό σχήμα, κουρά, χειροτονία. ● βλ. κεκαρμένος [< αρχ. κείρομαι]
-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
πλάθω πλά-θω ρ. (μτβ.) {έπλα-σα, πλά-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, πλάθ-οντας, πλα-σμένος} & (λόγ.) πλάσσω 1. (μτφ.) δημιουργώ, φτιάχνω: ~ουν λέξεις (βλ. λεξιπλάστης)/μύθους (βλ. μυθοπλάστης)/πρόσωπα και χαρακτήρες (: συγγραφείς). Βλ. ανα~.|| ~σμένος για δράση/να ζει ελεύθερος (= προορισμένος από τη φύση του, γεννημένος). ~σμένοι ο ένας για τον άλλο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο Θεός ~σε τον Αδάμ και την Εύα. Ο άνθρωπος ~στηκε/είναι ~σμένος «κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού». 2. δίνω μορφή σε κάτι εύπλαστο: ~ τη ζύμη/τον πηλό. (κυρ. παλαιότ.) Τα αγγεία ~στηκαν στον τροχό.|| ~ κουλουράκια/τον κιμά (σε) ρολό (= ζυμώνω). 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επινοώ, σκαρώνω: ~ει ιστορίες/σενάρια (με το μυαλό/τη φαντασία του). ΣΥΝ. πλέκω (3) 4. διαπλάθω. ● ΦΡ.: αγγελικά πλασμένος: αθώος, αγνός, καλός: Η κοινωνία μας δεν είναι ~ ~η. (συνήθ. ειρων.) Όμορφος κόσμος ~ ~. [< αρχ. πλάσσω]
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ