Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1200-1220]


  • αγγειοτενσίνη [ἀγγειοτενσίνη] αγ-γει-ο-τεν-σί-νη ουσ. (θηλ.) & αγγειοτασίνη: ΒΙΟΧ. αγγειοσυσπαστική ουσία που παράγεται στο πλάσμα του αίματος και προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, όταν η συγκέντρωσή της στον οργανισμό ξεπεράσει ένα όριο: αναστολείς/ανταγωνιστές/ένζυμο/υποδοχείς ~ης. Σύστημα ~ης-ρενίνης. Βλ. -ίνη. [< αγγλ. angiotensin, 1958, γαλλ. angiotensine, 1968]
  • αγγειοχειρουργική [ἀγγειοχειρουργική] αγ-γει-ο-χει-ρουρ-γι-κή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. ειδικότητα με αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων των αιμοφόρων αγγείων: μικροεπεμβατική ~. [< γαλλ. chirurgie vasculaire]
  • αγγειοχειρουργικός , ή, ό [ἀγγειοχειρουργικός] αγ-γει-ο-χει-ρουρ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στην αγγειοχειρουργική ή στον αγγειοχειρουργό: ~ός: καθετήρας. ~ή: μονάδα. Ελληνική ~ή Εταιρεία.
  • αγγειοχειρουργός [ἀγγειοχειρουργός] αγ-γει-ο-χει-ρουρ-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (προφ.) αγγειοχειρούργος: ΙΑΤΡ. γιατρός ειδικευμένος στην αγγειοχειρουργική. [< αγγλ. vascular surgeon]
  • αγγειώδης , ης, ες [ἀγγειώδης] αγ-γει-ώ-δης επίθ. (επιστ.) 1. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία των ανθρώπων και των ζώων ή στα αγγεία που μεταφέρουν τους χυμούς στα φυτά: ~εις σπίλοι στο πρόσωπο.|| (ΒΟΤ.) ~ης: ιστός. 2. (σπάν.) που είναι κοίλος σαν αγγείο: ~ης: κατασκευή. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειώδης χιτώνας: ΑΝΑΤ. ο χιτώνας του ματιού που βρίσκεται μεταξύ του ινώδους και του αμφιβληστροειδούς. [< 1: γαλλ. vasculaire]
  • αγγείωμα [ἀγγείωμα] αγ-γεί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {αγγειώμ-ατα}: ΙΑΤΡ. καλοήθης όγκος από αιμοφόρα ή λεμφικά αγγεία: λοιμώδες/σηραγγώδες/φλεβώδες/φλεγμονώδες ~. ~ ήπατος/προσώπου. Αραχνοειδή/αρτηριακά ~ατα. Βλ. αιμ~, λεμφ~, -ωμα2. [< γαλλ. angiome, αγγλ. angioma]
  • αγγείωση [ἀγγείωση] αγ-γεί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δικτύωση των αγγείων σε όργανο ή περιοχή του σώματος: άτυπη/νεφρική ~. Η ~ των αμυγδαλών/του εγκεφάλου/του προστάτη. [< γαλλ. vascularisation]
  • αγγελάκι [ἀγγελάκι] αγ-γε-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρός άγγελος και συνεκδ. κάθε αντικείμενο (κυρ. κόσμημα ή χριστουγεννιάτικο στολίδι) που έχει τη μορφή του: Ντύθηκαν ~ια με φτερά (για τη σχολική παράσταση). Βλ. διαβολάκι.|| Ασημένιο/κρεμαστό/κρυστάλλινο ~. 2. (μτφ.-οικ.) ως χαρακτηρισμός όμορφου και χαριτωμένου μικρού παιδιού ή γενικότ. ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου: Τι κάνει το ~ σας;|| Μου λείπεις ~ μου. Πβ. αγγελούδι. [1: μεσν. αγγελάκι]
  • αγγελία [ἀγγελία] αγ-γε-λί-α ουσ. (θηλ.) {αγγελι-ών} 1. σύντομο κείμενο που δημοσιεύεται σε έντυπο ή ηλεκτρονικό Μέσο Μαζικής Επικοινωνίας με στόχο τη γνωστοποίηση γεγονότος, την παροχή πληροφοριών για προσφορά ή ζήτηση υπηρεσιών: διαφημιστική/επίσημη ~. ~ γάμου. Καταχώρηση/κωδικός ~ας. ~ες κηδειών/προς ναυτιλλομένους (: για θέματα ασφαλούς πλοήγησης, πβ. οδηγίες). Βάζω (μια) ~ στο διαδίκτυο/σε εφημερίδα. Ζητώ κάτι μέσω ~ας. Βλ. φωτο~. 2. {χωρ. πληθ.} (επίσ.) αναγγελία, είδηση: Η ~ του θανάτου της μας συντάραξε. Βλ. εξ~, προ~. ΣΥΝ. ανακοίνωση (1), κοινοποίηση ● ΣΥΜΠΛ.: μικρές αγγελίες: σύντομες καταχωρήσεις σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο, ταξινομημένες ανάλογα με το περιεχόμενό τους, και οι αντίστοιχες στήλες στις οποίες έχουν καταχωρηθεί: ~ ~ για αγοραπωλησίες ακινήτων και αυτοκινήτων/για εύρεση εργασίας. Βρίσκω/ψάχνω κάτι στις ~ ~. Ιστοσελίδα ~ών ~ών. [< γαλλ. petites annonces] , ροζ αγγελίες: σύντομες καταχωρήσεις σεξουαλικού περιεχομένου σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο με στόχο την αναζήτηση πελατείας. [< αρχ. ἀγγελία, γαλλ. annonce, publicité, αγγλ. advertisement]
  • αγγελιαφόρος βλ. αγγελιοφόρος
  • αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]
  • αγγελικός , ή, ό [ἀγγελικός] αγ-γε-λι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που έχει τα χαρακτηριστικά αγγέλου, που είναι ωραίος, αιθέριος, αγνός, καλός: ~ός: άνθρωπος/βίος/κόσμος. ~ή: μελωδία/μορφή/φωνή/ψυχή. ~ό: βλέμμα/κορμί/πλάσμα/πρόσωπο/χαμόγελο. Είναι εκθαμβωτική μέσα στην ~ή ομορφιά της.|| (ειρων.) Με κοίταξε/παρακάλεσε με ~ό ύφος (: προσποιητά αθώο). Πβ. αγγελόμορφος, θεϊκός. ΑΝΤ. διαβολικός 2. που αναφέρεται ή ανήκει στους αγγέλους: ~ός: ύμνος/χορός/ψαλμός. ~ή: ρομφαία. ~ό: τάγμα. ~ές: δυνάμεις. Πβ. χερουβικός. ● επίρρ.: αγγελικά ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελικό σχήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ένδυμα που περιβάλλεται ο μοναχός ή η μοναχή, κυρ. το μοναχικό σχήμα: Έλαβε/ντύθηκε/πήρε/φόρεσε το ~ ~. Βλ. εκάρη μοναχός. ● ΦΡ.: αγγελικά πλασμένος βλ. πλάθω [< μτγν. ἀγγελικός, γαλλ. angelique]
  • αγγελικότητα [ἀγγελικότητα] αγ-γε-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): (μτφ.) το σύνολο των στοιχείων που καθιστούν κάποιον ή κάτι αγγελικό: ~ παιδιού. ~ και αθωότητα. Βλ. -ότητα.
  • αγγελιοφόρος , ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]
  • αγγελιοφόρος [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): που είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά ενός μηνύματος, μιας πληροφορίας (γραπτής ή προφορικής): (παλαιότ.) ειδικός/έμπιστος/έφιππος ~. (ΘΕΟΛ.) Ο ~ του Θεού (= ο αρχάγγελος Γαβριήλ)/(ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών (= ο Ερμής). Βλ. -φόρος.|| (μτφ.) ~οι της δημοκρατίας/του εθελοντισμού/της ειρήνης. Οι μετεωρίτες είναι πολύτιμοι ~οι από το διάστημα.|| (ΒΙΟΛ.) Δεύτερος ~. Χημικοί ~οι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό ~ων. Υπηρεσία ~ων σπαμ. [< αρχ. ἀγγελιαφόρος, γαλλ. messager]
  • αγγέλλω [ἀγγέλλω] αγ-γέλ-λω ρ. (μτβ.) {αγγέλ-θηκε, συνηθέστ. στον ενεστ.} (επίσ.-σπάν.): αναγγέλλω. Βλ. εξ~, προ~. [< αρχ. ἀγγέλλω]
  • άγγελμα [ἄγγελμα] άγ-γελ-μα ουσ. (ουδ.) {αγγέλμ-ατος | -ατα, -άτων} (λόγ.): είδηση, πληροφορία, μήνυμα: αισιόδοξο/ελπιδοφόρο/χαρμόσυνο ~. ~ αγάπης/ειρήνης. Στο άκουσμα του θλιβερού ~ατος δάκρυσε. Πβ. αγγελία, μαντάτο, νέο. Βλ. δι~, παρ~, προ~. [< αρχ. ἄγγελμα]
  • αγγελολογία [ἀγγελολογία] αγ-γε-λο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΘΕΟΛ. κλάδος της Δογματικής που εξετάζει ό,τι σχετίζεται με τους αγγέλους: εβραϊκή/ορθόδοξη/χριστιανική ~. ~ και δαιμονολογία. Βλ. -λογία. [< αγγλ. angelology]
  • αγγελόμορφος , η, ο [ἀγγελόμορφος] αγ-γε-λό-μορ-φος επίθ.: που έχει τη μορφή αγγέλου, που είναι όμορφος σαν άγγελος. Πβ. αγγελοπρόσωπος, αγγελικός. Βλ. -μορφος. [< μεσν. αγγελόμορφος]
  • αγγελοπρόσωπος , η, ο [ἀγγελοπρόσωπος] αγ-γε-λο-πρό-σω-πος επίθ. (σπάν.): που έχει πρόσωπο αγγελικό, γαλήνιο, πανέμορφο. Πβ. αγγελόμορφος.Βλ. -πρόσωπος. [< μεσν. αγγελοπρόσωπος]

αγγελιοφόρος

αγγελιοφόρος, ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]

διαβολάκι

διαβολάκι δια-βο-λά-κι ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. αγγελάκι 1. (μτφ.-οικ.) ζωηρό, δραστήριο και έξυπνο παιδί. Πβ. ζιζάνιο, πειραχτήρι. 2. μικρός διάβολος: Ντύθηκε ~ τις απόκριες.

εκάρη

εκάρη [ἐκάρη] ε-κά-ρη ρ. (αμτβ.) {αόρ.} (αρχαιοπρ.): μόνο στη ● ΦΡ.: εκάρη μοναχός: ΕΚΚΛΗΣ. έγινε μοναχός. Βλ. αγγελικό σχήμα, κουρά, χειροτονία. ● βλ. κεκαρμένος [< αρχ. κείρομαι]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-μορφος

-μορφος, η, ο β' συνθετικό για τη δήλωση 1. ομοιότητας, κυρ. εξωτερικής: ανθρωπό-μορφος (βλ. -ειδής)/ζωό~/λεοντό~/τερατό~. 2. ιδιότητας, χαρακτηριστικού της μορφής: δύσ-μορφος/ομοιό~/πολύ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ερυθρό-μορφος/μελανό~ (αμφορέας).

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πλάθω

πλάθω πλά-θω ρ. (μτβ.) {έπλα-σα, πλά-σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, πλάθ-οντας, πλα-σμένος} & (λόγ.) πλάσσω 1. (μτφ.) δημιουργώ, φτιάχνω: ~ουν λέξεις (βλ. λεξιπλάστης)/μύθους (βλ. μυθοπλάστης)/πρόσωπα και χαρακτήρες (: συγγραφείς). Βλ. ανα~.|| ~σμένος για δράση/να ζει ελεύθερος (= προορισμένος από τη φύση του, γεννημένος). ~σμένοι ο ένας για τον άλλο.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο Θεός ~σε τον Αδάμ και την Εύα. Ο άνθρωπος ~στηκε/είναι ~σμένος «κατ' εικόνα και ομοίωσιν του Θεού». 2. δίνω μορφή σε κάτι εύπλαστο: ~ τη ζύμη/τον πηλό. (κυρ. παλαιότ.) Τα αγγεία ~στηκαν στον τροχό.|| ~ κουλουράκια/τον κιμά (σε) ρολό (= ζυμώνω). 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επινοώ, σκαρώνω: ~ει ιστορίες/σενάρια (με το μυαλό/τη φαντασία του). ΣΥΝ. πλέκω (3) 4. διαπλάθω. ● ΦΡ.: αγγελικά πλασμένος: αθώος, αγνός, καλός: Η κοινωνία μας δεν είναι ~ ~η. (συνήθ. ειρων.) Όμορφος κόσμος ~ ~. [< αρχ. πλάσσω]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.