γελάδι γε-λά-δι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αγελάδι (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. (μικρής ηλικίας) αγελάδα ή ταύρος: ~ια και μοσχάρια. 2. (υβριστ.) βλάκας, ανόητος: Τι κοιτάς σαν ~; Πβ. βόδι, μοσχάρι, χάνος. [< μεσν. γελάδιν]
εγγόνι [ἐγγόνι] εγ-γό-νι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αγγόνι: γιος ή κόρη του παιδιού κάποιου: Έχει πέντε ~ια. Βλ. δισέγγονο. ● Υποκ.: εγγονάκι (το) [< μεσν. εγγόνι]
-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).
-μαθής, ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~. 2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ
ξεβράκωτος, η, ο ξε-βρά-κω-τος επίθ. (οικ.) 1. που δεν φορά βρακί και κατ' επέκτ. είναι γυμνός. 2. (μειωτ., συνήθ. για γυναίκα) προκλητικά ντυμένος, ξετσίπωτος: Κυκλοφορούν ~ες στους δρόμους. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) πάμφτωχος: Από ~ έγινε εκατομμυριούχος.|| Την παντρεύτηκε ~η (: χωρίς προίκα, άφραγκη). ● ΦΡ.: ξεβράκωτος στ' αγγούρια (αργκό): ξυπόλυτος στ' αγκάθια.
ξυλο- & ξυλό- & ξυλ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ξύλο, κυρ. ως υλικό κατασκευής και στην ξυλεία: ξυλο-σκεπή. Ξυλό-σπιτο. Ξυλ-επένδυση.|| Ξυλο-κόπος. Ξυλ-ουργός.|| (ως ύλη για την οποία είναι κατάλληλο αυτό που δηλώνει το β' συνθ.) Ξυλό-κολλα/~προκα.|| Ξυλό-σομπα. 2. (μτφ.) στη σωματική βία: ξυλο-δαρμός.|| Ξυλο-κόπημα/~φόρτωμα.
-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.
ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]
τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]
-τραφής, ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.
-τροφία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε εκτροφή ζώων: αγελαδο~/βοο~/κονικλο-/κτηνο-/πτηνο~/χοιρο~.|| Iχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -κομία).|| Σηρο~. Βασιλο~.
-τρόφος: επίθημα αρσενικών (και θηλυκών) ουσιαστικών που δηλώνουν ειδικό εκτροφέα: αγελαδο~/χοιρο~. (γενικότ.) Ζωο~/κτηνο~/πτηνο~.|| Μελισσο~ (πβ. -κόμος).|| Iχθυο~.
-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.
-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη. 2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~. 3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~. 4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ