Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1240-1260]


  • αγγλοκρατία [ἀγγλοκρατία] αγ-γλο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΙΣΤ. η κυριαρχία της Αγγλίας σε άλλες χώρες ή σε περιοχές που δεν ανήκαν στην επικράτειά της και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη χρονική περίοδος: η ~ στα Επτάνησα/στην Κύπρο. Βλ. -κρατία.
  • αγγλομαθής , ής, ές βλ. -μαθής
  • Άγγλος, Αγγλίδα [Ἄγγλος] Άγ-γλος επίθ./ουσ.: πρόσωπο που έχει γεννηθεί στην Αγγλία ή κατάγεται από αυτή ή έχει αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα: ~ος: λόρδος. (ΙΣΤ.) ~ος: αρμοστής. Πβ. Βρετανός, Εγγλέζος. Βλ. Ουαλός, Σκωτσέζος. ● Υποκ.: αγγλάκι (το) (προφ.-συνήθ. ειρων.), αγγλιδούλα (η) (προφ.-οικ.) ● ΦΡ.: Άγγλος/Εγγλέζος στο/στα ραντεβού (του): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι απόλυτα συνεπής, ακριβής στην ώρα του.
  • αγγλοσαξονικός , ή, ό [ἀγγλοσαξονικός] αγ-γλο-σα-ξο-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους Αγγλοσάξονες: ~ό: (ΟΙΚΟΝ.) μοντέλο/χιούμορ (= φλεγματικό). ● Ουσ.: αγγλοσαξονική (η) & αγγλοσαξονικά (τα): η αρχαία αγγλική γλώσσα. [< γαλλ. anglo-saxon]
  • αγγλοτραφής , ής, ές βλ. -τραφής
  • αγγλόφιλος , η, ο [ἀγγλόφιλος] αγ-γλό-φι-λος επίθ.: που τρέφει φιλικά αισθήματα προς τους Άγγλους και κυρ. ασπάζεται την πολιτική τους: (ΙΣΤ.) ~ος: βασιλιάς/πολιτικός. ~α: κόμματα. Βλ. -φιλος. [< γαλλ. anglophile]
  • αγγλόφωνος , η, ο βλ. -φωνος
  • αγγόνι βλ. εγγόνι
  • αγγούρι [ἀγγούρι] αγ-γού-ρι ουσ. (ουδ.) {αγγουρ-ιού} 1. μακρύ συνήθ., κυλινδρικό και σαρκώδες λαχανικό με πράσινο φλοιό που τρώγεται ωμό (κυρ. σε σαλάτα) ή γίνεται τουρσί: δροσιστικό ~. Εκχύλισμα/φέτες/φλούδα ~ιού. Τρυφερά ~ια. ~ια θερμοκηπίου. Βλ. ξυλ-, πικρ-άγγουρο. 2. (αργκό) για κάθε δύσκολη κατάσταση: Εδώ είναι το ~. Η δουλειά/ζωή είναι ~. Πολύ ~ αυτή η υπόθεση. Από δω και πέρα θα δεις τ' ~ια! Τα βρήκε ~ια (= σκούρα, συνάντησε μεγάλες δυσκολίες). ΣΥΝ. ζόρι (2), μανίκι (2), πακέτο (4), παλούκι (2) 3. {μόνο πληθ.} (αργκό) επιφώνημα απαξίωσης γι' αυτά που ισχυρίζεται, υποστηρίζει ο συνομιλητής. 4. (ευφημ.-αργκό) πέος. ● Υποκ.: αγγουράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αγγούρι της θάλασσας: ΖΩΟΛ. ολοθούριο. [< αγγλ. sea cucumber] ● ΦΡ.: σαν αγγούρι (μτφ.-προφ.): αδέξια, άκομψα· σπανιότ. ακοινώνητα: ψυχρός ~ ~. Περπατάει/στέκεται/χορεύει ~ ~., ξεβράκωτος στ' αγγούρια βλ. ξεβράκωτος [< μεσν. αγγούριν]
  • αγγουριά [ἀγγουριά] αγ-γου-ριά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cucumis sativus) με καρπό το αγγούρι. Βλ. πικρ~. [< μεσν. αγγουρία]
  • αγγουροντομάτα [ἀγγουροντομάτα] αγ-γου-ρο-ντο-μά-τα ουσ. (θηλ.) & αγγουροντοματοσαλάτα: σαλάτα με βάση τη ντομάτα και το αγγούρι: Η ~ αποτελεί βασικό πιάτο της μεσογειακής κουζίνας.
  • αγγουροσαλάτα [ἀγγουροσαλάτα] αγ-γου-ρο-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): σαλάτα με αγγούρι, λάδι και ξίδι. Βλ. -σαλάτα.
  • αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]
  • αγελαδάρης [ἀγελαδάρης] α-γε-λα-δά-ρης ουσ. (αρσ.) {αγελαδάρηδες| κ. θηλ. αγελαδάρισσα} & (λαϊκό) γελαδάρης 1. βοσκός αγελάδων. ΣΥΝ. βουκόλος 2. {κυρ. στο αρσ.} καουμπόης.
  • αγελάδι βλ. γελάδι
  • αγελαδινός , ή, ό [ἀγελαδινός] α-γε-λα-δι-νός επίθ. & (προφ.) αγελαδίσιος & (λαϊκό) γελαδινός & γελαδίσιος 1. που προέρχεται ή παράγεται από την αγελάδα: ~ό: βούτυρο/γάλα (βλ. κατσικίσιο, πρόβειο)/γιαούρτι/κρέας/τυρί. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από απραξία, νωθρότητα: ~ό: βλέμμα/ύφος.
  • αγελαδοτροφία [ἀγελαδοτροφία] α-γε-λα-δο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή αγελάδων για εκμετάλλευση: κρεοπαραγωγός/οικόσιτη/οργανωμένη ~. Βλ. -τροφία.
  • αγελαδοτροφικός , ή, ό [ἀγελαδοτροφικός] α-γε-λα-δο-τρο-φι-κός επίθ. (λόγ.): που αναφέρεται στην αγελαδοτροφία: ~ός: κλάδος/συνεταιρισμός. ~ές: μονάδες.
  • αγελαδοτρόφος [ἀγελαδοτρόφος] α-γε-λα-δο-τρό-φος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την αγελαδοτροφία. Βλ. -τρόφος.
  • αγελαίος , α, ο [ἀγελαῖος] α-γε-λαί-ος επίθ. (λόγ.) 1. (για ζώα) που ανήκουν, ζουν σε αγέλη. Πβ. κοπαδιαστός. 2. (μτφ.) που έχει χαρακτηριστικά ή συμπεριφορά αγέλης: ~ο: πλήθος. ~οι: οπαδοί. ~α: ένστικτα. [< αρχ. ἀγελαῖος]

γελάδι

γελάδι γε-λά-δι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) αγελάδι (προφ.) 1. ΖΩΟΛ. (μικρής ηλικίας) αγελάδα ή ταύρος: ~ια και μοσχάρια. 2. (υβριστ.) βλάκας, ανόητος: Τι κοιτάς σαν ~; Πβ. βόδι, μοσχάρι, χάνος. [< μεσν. γελάδιν]

εγγόνι

εγγόνι [ἐγγόνι] εγ-γό-νι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αγγόνι: γιος ή κόρη του παιδιού κάποιου: Έχει πέντε ~ια. Βλ. δισέγγονο. ● Υποκ.: εγγονάκι (το) [< μεσν. εγγόνι]

-κρατία

-κρατία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα, θεωρία ή πρακτική και ειδικότ. κυριαρχία συγκεκριμένης ομάδας καθώς και την αντίστοιχη χρονική περίοδο: αριστο~/δημο~. Εμπορο~/ιδεο~/κεφαλαιο~/πλουτο~/τεχνο~/τρομο~.|| Aνδρο~/γυναικο~. Κληρικο~. Αμερικανο~. (ΙΣΤ.) Αγγλο~/βαυαρο~/ενετο~/ρωμαιο~/τουρκο~/φραγκο~ (: καθεστώς υποτέλειας).

-μαθής

-μαθής, ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~. 2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ

ξεβράκωτος

ξεβράκωτος, η, ο ξε-βρά-κω-τος επίθ. (οικ.) 1. που δεν φορά βρακί και κατ' επέκτ. είναι γυμνός. 2. (μειωτ., συνήθ. για γυναίκα) προκλητικά ντυμένος, ξετσίπωτος: Κυκλοφορούν ~ες στους δρόμους. 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) πάμφτωχος: Από ~ έγινε εκατομμυριούχος.|| Την παντρεύτηκε ~η (: χωρίς προίκα, άφραγκη). ● ΦΡ.: ξεβράκωτος στ' αγγούρια (αργκό): ξυπόλυτος στ' αγκάθια.

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ-

ξυλο- & ξυλό- & ξυλ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ξύλο, κυρ. ως υλικό κατασκευής και στην ξυλεία: ξυλο-σκεπή. Ξυλό-σπιτο. Ξυλ-επένδυση.|| Ξυλο-κόπος. Ξυλ-ουργός.|| (ως ύλη για την οποία είναι κατάλληλο αυτό που δηλώνει το β' συνθ.) Ξυλό-κολλα/~προκα.|| Ξυλό-σομπα. 2. (μτφ.) στη σωματική βία: ξυλο-δαρμός.|| Ξυλο-κόπημα/~φόρτωμα.

-σαλάτα

-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τότε

τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]

-τραφής

-τραφής, ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.

-τροφία

-τροφία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε εκτροφή ζώων: αγελαδο~/βοο~/κονικλο-/κτηνο-/πτηνο~/χοιρο~.|| Iχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -κομία).|| Σηρο~. Βασιλο~.

-τρόφος

-τρόφος: επίθημα αρσενικών (και θηλυκών) ουσιαστικών που δηλώνουν ειδικό εκτροφέα: αγελαδο~/χοιρο~. (γενικότ.) Ζωο~/κτηνο~/πτηνο~.|| Μελισσο~ (πβ. -κόμος).|| Iχθυο~.

-φιλος

-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.

-φωνος

-φωνος, η, ο επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με αναφορά 1. (μτφ.) σε άτομο ή κοινότητα με κύρια γλώσσα αυτή που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: αραβό~/γαλλό~/γερμανό~/ελληνό~/ισπανό~/ιταλό~.|| Aλλό~. Πβ. -γλωσσος.|| Σλαβό-φωνα κράτη. 2. στη φωνή: χαμηλό~.|| Kακό~/καλλί~.|| (ειδικότ., για τραγουδιστή/τραγουδίστρια του λυρικού θεάτρου) (ουσιαστικοπ.) (Ο) βαθύ~. (Η) μεσό~/υψί~. 3. (μτφ.) στη γνώμη: ομό~/σύμ~. 4. ΜΟΥΣ. σε εκτέλεση κομματιού από ορισμένο αριθμό φωνών: τρί~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.