Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1440-1460]


  • αγορίνα [ἀγορίνα] α-γο-ρί-να ουσ. (θηλ.) (οικ.): χαϊδευτική προσφώνηση απευθυνόμενη σε αγόρι ή σε νεαρό άνδρα: ~ μου εσύ! Τι κάνεις ~ μου; ~ες και κοριτσάρες μου!
  • αγορίστικος , η, ο [ἀγορίστικος] α-γο-ρί-στι-κος επίθ. (προφ.): που σχετίζεται ή μοιάζει με, ταιριάζει σε αγόρι: ~ος: ρόλος. ~η: όψη/φωνή. ~ο: κούρεμα (= αγορέ)/λουκ/στιλ/σώμα. ~α: παιχνίδια. Βλ. κοριτσίστικος, -ίστικος. ● επίρρ.: αγορίστικα: Κουρεύτηκε/ντύνεται ~.
  • αγορο- βλ. αγορα-
  • αγοροκόριτσο [ἀγοροκόριτσο] α-γο-ρο-κό-ρι-τσο ουσ. (ουδ.): κορίτσι με εμφάνιση και συνήθ. συμπεριφορά αγοριού ή που συναναστρέφεται αγόρια: ζωηρή, αυθάδης, σκέτο ~! Βλ. αντρογυναίκα.
  • αγορομάνα [ἀγορομάνα] α-γο-ρο-μά-να ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): γυναίκα που έχει γεννήσει μόνο αγόρια. Βλ. κοριτσομάνα, -μάνα.
  • αγοροπωλησία βλ. αγοραπωλησία
  • αγοροφέρνω [ἀγοροφέρνω] α-γο-ρο-φέρ-νω ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ., συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): (για κορίτσι) μοιάζω με αγόρι στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά. Βλ. -φέρνω.
  • άγος [ἄγος] ά-γος ουσ. (ουδ.) {άγ-ους} (απαιτ. λεξιλόγ.): ασεβής και βέβηλη πράξη που προκαλεί ντροπή: Το ~ της γενοκτονίας/της παιδεραστίας. Τα κλέη και τα άγη του παρελθόντος. Πβ. ανοσιούργημα, μίασμα. [< αρχ. ἄγος]
  • αγουρέλαιο [ἀγουρέλαιο] α-γου-ρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αγουρόλαδο: λάδι εκλεκτής ποιότητας, παρθένο, με πικρή, πικάντικη γεύση, που παράγεται από σχετικά άγουρες ελιές ή με ψυχρή έκθλιψη του ελαιοκάρπου: βιολογικό/γνήσιο ~. Βλ. -έλαιο. [< μεσν. αγουρέλαιον]
  • αγουρίδα [ἀγουρίδα] α-γου-ρί-δα ουσ. (θηλ.): άγουρο σταφύλι. Κυρ. στη ● ΦΡ.: αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι βλ. αγάλι [< μεσν. αγουρίδα]
  • αγουρο- & αγουρό- & αγουρ- α' συνθετικό 1. ουσιαστικών με τη σημασία του άγουρου, αγίνωτου: αγουρό-λαδο.|| Αγουρ-ίδα. 2. ρημάτων ή παραγώγων∙ δηλώνει ότι αυτό που εκφράζεται από το β' συνθετικό συμβαίνει πρόωρα, νωρίτερα από το κανονικό: αγουρο-ξυπνώ. ΑΓΟΥΡΟ
  • αγουρόλαδο βλ. αγουρέλαιο
  • αγουροξύπνημα [ἀγουροξύπνημα] α-γου-ρο-ξύ-πνη-μα ουσ. (ουδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγουροξυπνώ: πρωινό ~.
  • αγουροξυπνημένος , η, ο [ἀγουροξυπνημένος] α-γου-ρο-ξυ-πνη-μέ-νος επίθ.: που ξύπνησε νωρίς, χωρίς να έχει χορτάσει ύπνο ή που δεν έχει συνέλθει ακόμη από τον ύπνο: ~ και κακόκεφος. ~ και με πρησμένα μάτια χασμουριόταν συνεχώς. Αχτένιστη και ~η. Πβ. με την τσίμπλα στο μάτι.|| Από το τηλέφωνο ακούστηκε μια ~η βραχνή φωνή.
  • αγουροξυπνώ [ἀγουροξυπνῶ] α-γου-ρο-ξυ-πνώ ρ. (αμτβ.) {αγουροξυπν-άς ... | αγουροξύπν-ησα, -ήσει, -ημένος}: ξυπνώ προτού συμπληρωθούν οι απαραίτητες ώρες ύπνου: Έχει ~ήσει και είναι όλο νεύρα.
  • άγουρος , η, ο [ἄγουρος] ά-γου-ρος επίθ. 1. (κυρ. για καρπό) που δεν έχει ωριμάσει: ~ο: αχλάδι/σταφύλι. ΣΥΝ. αγίνωτος (1) ΑΝΤ. γινωμένος (1) 2. (μτφ.-λογοτ.) που δεν έχει ωριμάσει, κυρ. σωματικά ή πνευματικά: ~ο: παλικάρι.|| ~ος: έρωτας. ~ο: κορμί/στήθος. ~ες: σκέψεις. ~α: νιάτα/σχέδια. ΣΥΝ. ανώριμος (1) ΑΝΤ. ώριμος (1) ● Υποκ.: αγουρούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια βλ. χρόνος [< μεσν. άγουρος]
  • αγουρωπός , ή, ό [ἀγουρωπός] α-γου-ρω-πός επίθ.: (για καρπό) που είναι ή φαίνεται κάπως άγουρος: ~ές: ντομάτες. ~ά: ροδάκινα. Βλ. -ωπός.
  • άγουσα [ἄγουσα] ά-γου-σα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στη ● ΦΡ.: πήρε την άγουσα & (σπάν.) έλαβε την άγουσα: τον έδιωξαν από κάπου, έφυγε: ~ ~ προς την έξοδο. Τον απέλυσαν και ~ ~.|| (κυρ. στο ποδόσφαιρο) ~ ~ για τα αποδυτήρια (για παίκτη που πήρε κόκκινη κάρτα). [< αρχ. ἄγουσα, θηλ. μτχ. ενεργ. ενεστ. του ἄγω]
  • αγουστιά [ἀγουστιά] α-γου-στιά ουσ. (θηλ.) (σπάν.): κακογουστιά.
  • άγρα [ἄγρα] ά-γρα ουσ. (θηλ.) (μτφ.-λόγ.): κυνήγι, συστηματική και επίμονη αναζήτηση: ~ εντυπώσεων/πελατών. Στο βωμό της ~ας ψηφοφόρων.|| ~ τροφής. ΣΥΝ. άγρευση (1) ● ΦΡ.: προς άγρα(ν)/σε άγρα (λόγ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): (+ γεν.) ~ ~ οπαδών/τουριστών. ~ ~ ψήφων βγήκε υποψήφιος δήμαρχος. Προς ~ εργασίας/τηλεθέασης. [< αρχ. ἄγρα]

αγάλι

αγάλι [ἀγάλι] α-γά-λι επίρρ. & αγάλια (λαϊκό): (συνήθ. με αναδίπλωση) αργά, σιγά-σιγά: Λιώνει το χιόνι στην κορφή ~ ~. Προχώρησε ~ ~ ως την άκρη του γκρεμού. ~ ~ περνούσαν οι μέρες. ● ΦΡ.: αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι (παροιμ.): σιγά σιγά, με υπομονή επιτυγχάνεται κάτι: Μη βιάζεσαι, ~ ~., ο που αγάλι αγάλι περπατεί, μακριά μπορεί να πάει (παροιμ.): αυτός που ενεργεί προσεκτικά και συγκρατημένα, πετυχαίνει πολλά. [< μεσν. αγάλι]

αγορα-

αγορα- & αγορο-: α' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στην αγορά: αγορα-νομία/~πωλησία.|| ~φοβία.|| ~στής.

αγοραπωλησία

αγοραπωλησία [ἀγοραπωλησία] α-γο-ρα-πω-λη-σί-α ουσ. (θηλ.) & αγοροπωλησία: αγορά και πώληση αγαθών: δημόσια ~. ~ ακινήτων/αυτοκινήτων/γης/μετοχών. Ακύρωση/εκτέλεση εντολών/οι όροι της/τίμημα ~ας.|| (κατ' επέκτ., ανήθικη οικονομική συναλλαγή) ~ αιχμαλώτων/ομήρων. ~ αξιωμάτων και χρηματισμός υπαλλήλων. Δίκτυο ~ας παιδιών. Πβ. δοσοληψία. Βλ. νταραβέρι. [< γαλλ. achat et vente]

αγουρέλαιο

αγουρέλαιο [ἀγουρέλαιο] α-γου-ρέ-λαι-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αγουρόλαδο: λάδι εκλεκτής ποιότητας, παρθένο, με πικρή, πικάντικη γεύση, που παράγεται από σχετικά άγουρες ελιές ή με ψυχρή έκθλιψη του ελαιοκάρπου: βιολογικό/γνήσιο ~. Βλ. -έλαιο. [< μεσν. αγουρέλαιον]

αντρογυναίκα

αντρογυναίκα [ἀντρογυναίκα] α-ντρο-γυ-ναί-κα ουσ. (θηλ.) & ανδρογυναίκα (λαϊκό-μειωτ.): γυναίκα, συνήθ. μεγαλόσωμη, με ανδροπρεπή εμφάνιση ή και συμπεριφορά. Βλ. αγοροκόριτσο, αμαζόνα, νταρντάνα.

-έλαιο

-έλαιο {-έλαιου (λόγ.) -ελαίου} β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά 1. στο λάδι που παράγεται από συγκεκριμένο φυτό ή τον καρπό του: αμυγδαλ~/αραβοσιτ~/βαλσαμ~/βαμβακ~/γαριφαλ~/δαφν~/ηλι~/καλαμποκ~/καρυδ~/μαστιχ~/ροδ~/σησαμ~/σογι~/φιστικ~/φοινικ~.|| Aγουρ~/πυρην~/σπορ~.|| Ιχθυ~/μουρουν~. 2. σε υγρό καύσιμο ή απόσταγμα πετρελαίου: μηχαν~.

κοριτσίστικος

κοριτσίστικος, η, ο κο-ρι-τσί-στι-κος επίθ. (προφ.): που αναφέρεται σε κορίτσι: ~η: αθωότητα/ανεμελιά/αφέλεια/διάθεση/φιλία/φωνή. ~ο: δωμάτιο/ημερολόγιο/παιχνίδι/χαμόγελο. ~ες: παρέες. ~α: όνειρα. Εφηβικά/νεανικά ή ~α ρούχα. Βλ. αγορίστικος, -ίστικος. ● επίρρ.: κοριτσίστικα

κοριτσομάνα

κοριτσομάνα κο-ρι-τσο-μά-να ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): γυναίκα που έχει γεννήσει μόνο κορίτσια. Βλ. αγορομάνα, -μάνα.

-φέρνω

-φέρνω β' συνθετικό ρημάτων που 1. δηλώνει ότι το υποκείμενο μοιάζει με ό,τι περιγράφει το α' συνθετικό: μεγαλο~/χαζο~. 2. εκφράζει τη σημασία του φέρνω: γυρο~/κατα~/ξανα~/πηγαινο~/πολυ~.

χρόνος

χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια.χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.