Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [1460-1480]


  • αγραμματισμός [ἀγραμματισμός] α-γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. αφασική διαταραχή του λόγου, που εκδηλώνεται ως αδυναμία συγκρότησης συντακτικά ορθών προτάσεων. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. agrammatisme, αγγλ. agrammatism]
  • αγράμματος , η, ο [ἀγράμματος] α-γράμ-μα-τος επίθ. 1. που δεν ξέρει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος: Η γιαγιά του, εντελώς ~η, έβαζε για υπογραφή έναν σταυρό. ΑΝΤ. εγγράμματος 2. που έχει ελλιπή μόρφωση, αμόρφωτος: Ο απλός, ~ λαός.|| (μειωτ.) Τελείως ~ και ανιστόρητος. Πβ. αδαής, αμαθής, απαίδευτος, αστοιχείωτος. ΑΝΤ. μορφωμένος ● ΦΡ.: άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, την πάτησε σαν αγράμματος/πρωτάρης βλ. πατώ [< 1: αρχ. ἀγράμματος]
  • αγραμματοσύνη [ἀγραμματοσύνη] α-γραμ-μα-το-σύ-νη ουσ. (θηλ.) 1. περιορισμένη γνώση ανάγνωσης και γραφής. ΣΥΝ. αναλφαβητισμός (1) 2. ελλιπής μόρφωση, ημιμάθεια: ψηφιακή ~. Αμορφωσιά και ~. Το σκοτάδι της αμάθειας και της ~ης. Βλ. -οσύνη.
  • αγράμπελη [ἀγράμπελη] α-γρά-μπε-λη ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία αναρριχητικών, αυτοφυών ή διακοσμητικών φυτών (γένος Clematis) με εντυπωσιακά άνθη· κληματίδα. [< μτγν. ἀγριάμπελος]
  • αγρανάπαυση [ἀγρανάπαυση] α-γρα-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΡΓ. διακοπή για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ετήσιο, της καλλιέργειας ενός αγρού, ώστε να ανακτήσει τη γονιμότητά του ή να περιοριστεί η παραγωγή προϊόντος σε πλεόνασμα· συνεκδ. η αντίστοιχη περίοδος ή (συνήθ. στον πληθ.) ο ίδιος ο αγρός κατά τη διάρκεια αυτής της διακοπής: αναγκαστική/εθελοντική/έκτακτη/κυκλική/μερική/προαιρετική ~. Το χωράφι αφήνεται/βρίσκεται/μένει σε ~. Γαίες που τελούν υπό/τίθενται σε ~.|| Καλλιεργούμενες εκτάσεις και ~αύσεις. Βλ. αμειψισπορά. 2. (μτφ.) κάθε προσωρινή διακοπή έργου, προσπάθειας: απραξία και ~. ~ της συνείδησης. Οι μαθητές βρίσκονται σε θερινή ~. [< γαλλ. jachère]
  • άγραπτος , η, ο βλ. άγραφος
  • αγρατζούνιστος , η, ο [ἀγρατζούνιστος] α-γρα-τζού-νι-στος επίθ. & αγρατσούνιστος: που δεν έχει γρατζουνιστεί, δεν έχει γρατζουνιές: ~η: μηχανή/οθόνη. ~ο: αυτοκίνητο/σιντί. ~, του κουτιού. (ως ευχή:) Καλοτάξιδος και ~. Βγαίνω από (ενν. τρακαρισμένο) αμάξι ~ (: ανέπαφος, σώος).|| (σπανιότ.-μτφ.) ~ από την περιπέτεια των σκανδάλων (= αλώβητος).
  • αγραφία [ἀγραφία] α-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. απώλεια της ικανότητας γραφής: αναπτυξιακή/κινητική ~. Αφασία και ~. Αλεξία με/χωρίς ~. Βλ. -γραφία. [< μεσν. αγραφία 'το να μη γράφει κάποιος επιστολές', γαλλ. agraphie, αγγλ. agraphia]
  • αγραφιώτικος , η, ο [ἀγραφιώτικος] α-γρα-φιώ-τι-κος επίθ.: που σχετίζεται με ή προέρχεται από τα Άγραφα.
  • άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
  • αγρελιά βλ. αγριελιά
  • αγρέπαυλη [ἀγρέπαυλη] α-γρέ-παυ-λη (κυρ. παλαιότ.): μεγάλη και πλούσια αγροικία με αγροκτηνοτροφικές δραστηριότητες: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) μινωική/ρωμαϊκή ~. Πβ. υποστατικό.
  • αγρεργάτης [ἀγρεργάτης] α-γρερ-γά-της ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & αγροτοεργάτης: εργάτης που απασχολείται σε γεωργοκτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις τρίτων έναντι μισθού ή ημερομισθίου. Βλ. αλιεργάτης.
  • άγρευση [ἄγρευση] ά-γρευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. (μτφ.) κυνήγι, επίμονη, συστηματική αναζήτηση: ~ οπαδών/ψήφων. ΣΥΝ. άγρα 2. αλίευση ή ανέλκυση αντικειμένου από τον βυθό της θάλασσας: ~ αγάλματος/ψαριών. [< μτγν. ἄγρευσις]
  • αγρεύω [ἀγρεύω] α-γρεύ-ω ρ. (μτβ.) {άγρευσα} (λόγ.) 1. κυνηγώ, αναζητώ συστηματικά και επίμονα, προσπαθώ να παγιδεύσω: ~ θύματα/πελάτες/σταυρούς/ψήφους. Πβ. θηρεύω. 2. ΝΑΥΤ. ανασύρω κάτι βυθισμένο: ~ άγκυρα (: αποσπασμένη από την αλυσίδα της). [< αρχ. ἀγρεύω]
  • αγριαγκινάρα [ἀγριαγκινάρα] α-γρι-α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αυτοφυής, εδώδιμη αγκινάρα με δύο είδη (επιστ. ονομασ. Cynara cardunculus, Cynara sibthorpiana). Βλ. κάκτος.
  • αγριάδα [ἀγριάδα] α-γρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του άγριου, σκληρότητα: (για πρόσ.) Η ~ του βλέμματος. ~ στους τρόπους. Το θέμα δεν λύνεται με ~ες, φωνές και βία. (για επιφάνεια) Η ~ του ξύλου. (για τόπο) Η ~ του τοπίου. (για καιρικές συνθήκες) Η ~ της θάλασσας/του καιρού (ΣΥΝ. σφοδρότητα). Βλ. αγρίεμα, αγριότητα, -άδα. ΣΥΝ. τραχύτητα 2. ΒΟΤ. παρασιτικό χόρτο, ζιζάνιο ή αγριοβότανο (επιστ. ονομασ. Agropyrum repens). ΣΥΝ. αγριόχορτα, άγρωστη ● ΦΡ.: πουλάω αγριάδα/τσαμπουκά: παριστάνω τον άγριο, τον νταή. ΣΥΝ. πουλάω μαγκιά [< μεσν. αγριάδα]
  • αγριάνθρωπος [ἀγριάνθρωπος] α-γρι-άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.): άνθρωπος με τραχιά, απεριποίητη όψη ή/και αντικοινωνική συμπεριφορά. Πβ. αγροίκος, άξεστος. [< μεσν. αγριάνθρωπος]
  • αγριελιά [ἀγριελιά] α-γρι-ε-λιά ουσ. (θηλ.) & αγρελιά & αγριλιά: άγρια ελιά (επιστ. ονομασ. Olea oleaster) και συνεκδ. ο καρπός, το κλαδί ή το ξύλο της: στεφάνι από ~ (= κότινος). [< μεσν. αγριελία]
  • αγρίεμα [ἀγρίεμα] α-γρί-ε-μα ουσ. (ουδ.) {αγριέμ-ατος} 1. άγρια συμπεριφορά ή όψη που προκαλεί φόβο και συνεκδ. το ίδιο το αίσθημα φόβου: ~ στη ματιά (: βλοσυρότητα). ~ του σκύλου. Βλ. αγριάδα. 2. (μτφ.) επιδείνωση: (για καιρικές συνθήκες) ~ της θάλασσας/του καιρού.|| ~ της παγκόσμιας κρίσης. ΑΝΤ. γαλήνεμα 3. απόκτηση άγριας υφής, τραχύτητας: ~ σκυροδέματος/σοβά. Τρίψιμο και ~ επιφάνειας με γυαλόχαρτο.

άγραφος

άγραφος, η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]

αγριάδα

αγριάδα [ἀγριάδα] α-γρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του άγριου, σκληρότητα: (για πρόσ.) Η ~ του βλέμματος. ~ στους τρόπους. Το θέμα δεν λύνεται με ~ες, φωνές και βία. (για επιφάνεια) Η ~ του ξύλου. (για τόπο) Η ~ του τοπίου. (για καιρικές συνθήκες) Η ~ της θάλασσας/του καιρού (ΣΥΝ. σφοδρότητα). Βλ. αγρίεμα, αγριότητα, -άδα. ΣΥΝ. τραχύτητα 2. ΒΟΤ. παρασιτικό χόρτο, ζιζάνιο ή αγριοβότανο (επιστ. ονομασ. Agropyrum repens). ΣΥΝ. αγριόχορτα, άγρωστη ● ΦΡ.: πουλάω αγριάδα/τσαμπουκά: παριστάνω τον άγριο, τον νταή. ΣΥΝ. πουλάω μαγκιά [< μεσν. αγριάδα]

αγριελιά

αγριελιά [ἀγριελιά] α-γρι-ε-λιά ουσ. (θηλ.) & αγρελιά & αγριλιά: άγρια ελιά (επιστ. ονομασ. Olea oleaster) και συνεκδ. ο καρπός, το κλαδί ή το ξύλο της: στεφάνι από ~ (= κότινος). [< μεσν. αγριελία]

αγρίεμα

αγρίεμα [ἀγρίεμα] α-γρί-ε-μα ουσ. (ουδ.) {αγριέμ-ατος} 1. άγρια συμπεριφορά ή όψη που προκαλεί φόβο και συνεκδ. το ίδιο το αίσθημα φόβου: ~ στη ματιά (: βλοσυρότητα). ~ του σκύλου. Βλ. αγριάδα. 2. (μτφ.) επιδείνωση: (για καιρικές συνθήκες) ~ της θάλασσας/του καιρού.|| ~ της παγκόσμιας κρίσης. ΑΝΤ. γαλήνεμα 3. απόκτηση άγριας υφής, τραχύτητας: ~ σκυροδέματος/σοβά. Τρίψιμο και ~ επιφάνειας με γυαλόχαρτο.

αλιεργάτης

αλιεργάτης [ἁλιεργάτης] α-λι-ερ-γά-της ουσ. (αρσ.) (επίσ.): εργάτης σε αλιευτικό σκάφος.

αμειψισπορά

αμειψισπορά [ἀμειψισπορά] α-μει-ψι-σπο-ρά ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. καλλιέργεια στο ίδιο έδαφος διαφορετικών κάθε χρόνο φυτών με διαδοχική σειρά, το καθένα από τα οποία ξαναφυτεύεται ύστερα από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: διετής/τριετής ~. ~ές με σιτηρά/ψυχανθή. Η βιολογική γεωργία βασίζεται στην ~. Εφαρμόζεται υποχρεωτική ~ (= εναλλαγή καλλιεργειών) για τη βελτίωση της παραγόμενης σοδειάς. Βλ. αγρανάπαυση, μονο-, πολυ-, συγ-καλλιέργεια. [< γαλλ. assolement, rotation des cultures]

απελέκητος

απελέκητος, η, ο [ἀπελέκητος] α-πε-λέ-κη-τος επίθ. (λαϊκό) 1. (μτφ.-συχνά μειωτ.) ακαλλιέργητος: (για πρόσ.) Άξεστος και ~. Είναι/έμεινε κούτσουρο ~ο. Πβ. αγράμματος.|| ~η: γλώσσα (= ανεπιτήδευτη)/γραφή (= αδούλευτη). 2. (κυριολ.) που δεν έχει πελεκηθεί, λαξευτεί, ακατέργαστος: ~ος: βράχος. ● ΦΡ.: άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο (παροιμ.): για να δηλωθεί πόσο άσχημο πράγμα είναι η αγραμματοσύνη. [< 2: μτγν. ἀπελέκητος]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κάκτος

κάκτος κά-κτος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία ποωδών δικοτυλήδονων φυτών με μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, καθώς οι σαρκώδεις βλαστοί τους, που έχουν ποικίλα, συνήθ. περίεργα σχήματα, αγκάθια (αντί για φύλλα) και όμορφα λουλούδια, συγκρατούν μεγάλες ποσότητες νερού: οι ~οι της ερήμου. Βλ. κακτοειδή, καλλωπιστικά φυτά. ● Υποκ.: κακτάκι (το) [< γαλλ.-αγγλ. cactus < αρχ. ~ ‘αγριαγκινάρα’]

-οσύνη

-οσύνη {σπάν. στον πληθ.} επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: ανδρει~ (βλ. -εία)/αξι~ (πβ. -ότητα)/δικαι~/εμπιστ~/ευγνωμ~/καλ~/μετριοφρ~.|| Ασχετ~ (πβ. -ίλα)/ατσαλ~ (πβ. -ιά)/εξαλλ~/ισχυρογνωμ~.|| Πραγματογνωμ~. 2. (περιληπτ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: λογι~. Χριστιαν~.

πατώ

πατώ [πατῶ] πα-τώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πατ-άς, -ά κ. -άει ..., -ώντας | πάτ-ησα, -ήσω, -ιέται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος} & πατάω 1. ακουμπώ το πέλμα ή τα πέλματα των ποδιών μου σε μια επιφάνεια και στηρίζομαι ή περπατώ πάνω της: ~ στη γη/στο έδαφος. Κοίταξε πού ~άς! Μην ~άτε το γκαζόν! Πρόσεξε μην ~ήσεις κανένα γυαλί/σε καμιά λακκούβα/(σ)τις λάσπες. Μου ~άς το πόδι. Με ~ησες. ~ώντας στις άκρες των δαχτύλων/στις μύτες των ποδιών (: για να μην κάνει θόρυβο). Τα καλώδια δεν πρέπει να ~ιούνται. Βλ. ακρο~, πατώνω.|| (κατ' επέκτ.) Τα πόδια της καρέκλας δεν ~άνε/το τραπεζάκι δεν ~άει καλά (στο πάτωμα). Βλ. παρα~, ποδο~, πολυ~, στραβο~, τσαλα~.|| (μτφ.) Η ομάδα ~ησε (στην/την) κορυφή. 2. πιέζω κάτι με το δάχτυλο, το πέλμα ή κάποιο άλλο μέσο: ~ την κόρνα. (στον υπολογιστή:) ~ αναζήτηση/διπλό κλικ/το εικονίδιο/το λινκ/οκέι. ~ησε (= τράβηξε) τη σκανδάλη (= πυροβόλησε). ~ησα κατά λάθος το πλήκτρο. Πάτα το μια φορά/παρατεταμένα. Δεν ~ήθηκε ο σωστός συνδυασμός. Ο διακόπτης πρέπει να είναι ~ημένος προς τα μέσα. Κράτα το κουμπί ~ημένο.|| ~ τα σταφύλια (βλ. ζουλώ, λιώνω, πολτοποιώ)/τον συμπλέκτη.|| (με κυλίνδρους ή οδοστρωτήρα:) Καλά ~ημένος χωματόδρομος. Στρωμένη και ~ημένη άσφαλτος. ~ημένες: πίστες (ενν. χιονοδρομικές).|| (προφ.) Μου ~άς (= σιδερώνεις) το πουκάμισο; 3. (προφ., για όχημα ή οδηγό) παρασύρω ή/και συνθλίβω κάποιον κάτω από τους τροχούς: Παραλίγο να ~ήσει μια γάτα με το αυτοκίνητο. 4. (μτφ.) βασίζομαι, στηρίζομαι: Τα τραγούδια του ~άνε (πάνω) σε παραδοσιακά μοτίβα. 5. (μτφ.-προφ.) κατατροπώνω, νικώ, συντρίβω: Πάτησέ τους όλους (κάτω)! 6. (μτφ.-προφ.) μπαίνω σε μια ηλικία, γίνομαι ... χρόνων: ~ησε (= έκλεισε) τα είκοσι. Έχει ~ημένα τα (= έχει μπει στα) εξήντα. 7. (μτφ.-προφ.) αθετώ, παραβιάζω: ~ τον όρκο/την υπόσχεσή μου. Πβ. κατα~. 8. (προφ.-επιτατ.) κάνω κάτι σε μεγάλο βαθμό, με ένταση: ~ήσαμε κάτι γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Του ~ησε ένα ξύλο (= έριξε)/τις φωνές (= του φώναξε). 9. (παλαιότ.-λαϊκό) κατακτώ, καταλαμβάνω, κυριεύω: ~ησαν το κάστρο. ΣΥΝ. αλώνω ● ΦΡ.: δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω (μτφ.-προφ.): βρίσκομαι σε σύγχυση, δεν ξέρω τι μου γίνεται., πατείς με πατώ σε (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί κοσμοσυρροή, συνωστισμός: ~ ~ για μια θέση εργασίας. Γινόταν (το) ~ ~ στο κατάστημα., πατώ πόδι (μτφ.-προφ.): προβάλλω αντίσταση, εναντιώνομαι: Πάτα λίγο πόδι ρε φίλε, βάλε καμιά φωνή! Βλ. υψώνω/ορθώνω το ανάστημά μου., πατώ την μπανανόφλουδα/πεπονόφλουδα (μτφ.-προφ.): πέφτω σε παγίδα, ξεγελιέμαι., πατώ το πόδι μου (κάπου) & πατάω (κάπου) (μτφ.-προφ.): εμφανίζομαι, πηγαίνω σε ένα μέρος: Αμφιβάλλω αν έχει ~ήσει ποτέ το πόδι του στη Σχολή.|| Δεν ~άει ποτέ στο γραφείο/σπίτι.|| (απειλητ.) Μην ~ήσεις ξανά (= ξαναπατήσεις) το πόδι σου εδώ!, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) (μτφ.): έχω βάσεις, μπορώ να στηριχτώ στον εαυτό μου, να αντιμετωπίσω μόνος μου διάφορες καταστάσεις: Ξέρει τι θέλει και στέκεται γερά στα πόδια του.|| Η ομάδα δεν ~ά (: παίζει) καλά στο γήπεδο., την πάτησα (προφ.) 1. γελάστηκα, εξαπατήθηκα, έκανα λάθος ή απέτυχα σε κάτι: Πώς ~ ~ έτσι; Πβ. έφαγα ήττα/πακέτο. 2. μου αρέσει πάρα πολύ κάποιος ή κάτι: Την έχω πατήσει μαζί της (= την έχω ερωτευτεί· πβ. δάγκωσε τη λαμαρίνα, πονάει το δοντάκι του)., την πάτησε σαν αγράμματος/πρωτάρης: τον ξεγέλασαν, εξαπατήθηκε από αφέλεια., (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών) βλ. νύχι, αλλού/εδώ πατώ κι αλλού βρίσκομαι βλ. αλλού, βαδίζω/βρίσκομαι/πατώ (πάνω) σε τεντωμένο σκοινί βλ. σχοινί, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, όσο πατάει η γάτα βλ. γάτα, πατά(ει) επί πτωμάτων βλ. πτώμα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατάω (γερά) στη γη βλ. γη, πατώ γκάζι βλ. γκάζι, πατώ τον κάλο κάποιου/πατώ κάποιον στον κάλο βλ. κάλος, πατώ φρένο βλ. φρένο [< αρχ. πατῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.