Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18540-18560]


  • επίκειται [ἐπίκειται] ε-πί-κει-ται ρ. (αμτβ.) {-νται, μτχ. επικείμενος | παρατ. επέκει-το, -ντο, συνήθ. στον ενεστ.} (λόγ.): πρόκειται να συμβεί στο άμεσο μέλλον: ~ η έναρξη (κατασκευής του έργου)/η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ ... ~νται ανατιμήσεις/εκλογές/συλλήψεις. Πβ. αναμένεται, προμηνύεται. Βλ. επαπειλείται. [< αρχ. ἐπίκειμαι 'πιέζω, είμαι βιαστικός', γαλλ. est imminent]
  • επικελευστής [ἐπικελευστής] ε-πι-κε-λευ-στής ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΣΤΡΑΤ. υπαξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού ή του Λιμενικού Σώματος, ανώτερος από τον κελευστή και κατώτερος από τον αρχικελευστή κατά έναν βαθμό. Βλ. επιλοχίας, επισμηνίας.
  • επίκεντρο [ἐπίκεντρο] ε-πί-κε-ντρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έντρου} 1. ΓΕΩΛ. σημείο στην επιφάνεια της Γης, το οποίο βρίσκεται ακριβώς κατακόρυφα πάνω από τη σεισμική εστία· κατ' επέκτ. υπόκεντρο: μετατόπιση του ~ου. Το ~ της δόνησης/του σεισμού εντοπίστηκε στη θαλάσσια περιοχή ... 2. (μτφ.) κεντρικό σημείο στο οποίο όλοι εστιάζουν: πολιτικό ~. Ανάπτυξη με ~ τον άνθρωπο/το περιβάλλον. Θέματα που αποτελούν το/βρίσκονται στο ~ της δημοσιότητας/των εξελίξεων/της συνόδου (κορυφής)/των συνομιλιών. ΣΥΝ. κέντρο (3) ● ΦΡ.: στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής βλ. ενδιαφέρον [< μτγν. επίθ. ἐπίκεντρος , αγγλ. epicentrum, γαλλ. épicentre]
  • επίκεντρος , η, ο [ἐπίκεντρος] ε-πί-κε-ντρος επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: επίκεντρη γωνία: ΓΕΩΜ. που έχει κορυφή το κέντρο κύκλου και οι πλευρές της είναι δύο ακτίνες του. [< γαλλ. angle central] [< μτγν. ἐπίκεντρος]
  • επικεντρώνω [ἐπικεντρώνω] ε-πι-κε-ντρώ-νω ρ. (μτβ.) {επικέντρω-σα, επικεντρώ-θηκε, -μένος, επικεντρών-οντας} 1. θέτω κάτι ως επίκεντρο της σκέψης ή της δραστηριότητάς μου: Σε ποια προβλήματα θα ~σουμε τις προσπάθειές μας; ~σε την ομιλία του σε τρία σημεία. ~οντας το ενδιαφέρον/την προσοχή του στο ...|| Η έρευνα/μελέτη ~εται στα εξής ζητήματα ... (= ασχολείται κυρίως, δίνει έμφαση). Η συζήτηση θα ~θεί στις (/γύρω από τις) τρέχουσες εξελίξεις. Παραμένει ~μένος στον στόχο του (πβ. συγκεντρωμένος). ΣΥΝ. εστιάζω (1) 2. βρίσκω τον κεντρικό άξονα κυλινδρικού σώματος. [< πβ. μτγν. ἐπικεντροῦμαι ‘βρίσκομαι σε ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα’]
  • επικέντρωση [ἐπικέντρωση] ε-πι-κέ-ντρω-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικεντρώνω: ~ της διδασκαλίας στην ανάπτυξη των μαθησιακών δεξιοτήτων/των δράσεων σε συγκεκριµένους τομείς/την προσοχής στα κύρια σημεία. ~ στην ποιότητα (υπηρεσιών και προϊόντων).|| (ΟΙΚΟΝ.) Στρατηγική ~. Βλ. συγκέντρωση. ΣΥΝ. εστίαση1 (2) [< μτγν. ἐπικέντρωσις ‘κεντρική θέση (στον ορίζοντα)’]
  • επικεράμωση [ἐπικεράμωση] ε-πι-κε-ρά-μω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): επένδυση με κεραμίδια: ~ στέγης.
  • επικερδής , ής, ές [ἐπικερδής] ε-πι-κερ-δής επίθ. {επικερδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· επικερδέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): κερδοφόρος. Πβ. επωφελής. ΑΝΤ. ακερδής, επιζήμιος [< μτγν. ἐπικερδής]
  • επικεφαλής [ἐπικεφαλῆς] ε-πι-κε-φα-λής επίρρ. & επί κεφαλής: στην πρώτη ή σε καθοδηγητική, ηγετική θέση: Μπήκε/ορίστηκε/τέθηκε ~ της αποστολής/της επιτροπής.|| (ως ουσ.) Ο/η ~ του Γραφείου Τύπου (πβ. διευθυντής, προϊστάμενος)/της έρευνας/του κράτους (πβ. κυβερνήτης)/του ψηφοδελτίου Eπικρατείας. Δήλωση του ~ (εσφαλμ. επικεφαλούς) της αντιπροσωπείας. (ΣΤΡΑΤ.) Ο ~ της διμοιρίας/του λόχου/της ομάδας/του τάγματος (πβ. διοικητής). Πβ. αρχηγός, ηγέτης, κεφαλή, οδηγός.|| (ως επίθ.) Ο ~ αξιωματικός/αστυνομικός/επιθεωρητής (υπηρεσίας). [< γαλλ. en-tête]
  • επικεφαλίδα [ἐπικεφαλίδα] ε-πι-κε-φα-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. τίτλος κειμένου ή τμήματός του: η ~ του άρθρου/της ενότητας/του κεφαλαίου (βιβλίου)/της παραγράφου. Βλ. κεφαλίδα, υποσέλιδο. 2. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο πληροφοριών που καταγράφονται στην αρχή μιας ομάδας δεδομένων· αρχικό τμήμα μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πριν από το κυρίως μέρος, όπου αναφέρονται η διεύθυνση του αποστολέα και του παραλήπτη, η ώρα και άλλα στοιχεία: θεματική ~ (βλ. χάσταγκ). Προσθήκη ~ας και διαμόρφωση κειμένου. [< 1: πβ. μτγν. ἐπικεφαλίς 'το πάνω μέρος πολιορκητικής μηχανής', γαλλ. en-tête 2: αγγλ. header]
  • επικήδειος , α, ο [ἐπικήδειος] ε-πι-κή-δει-ος επίθ.: που αναφέρεται σε κηδεία: ~ος: χαιρετισμός. ~α: ομιλία/πομπή/τελετή. Πβ. νεκρώσιμος. Βλ. επιμνημόσυνος, επιτάφιος. ● Ουσ.: επικήδειος (ο) {-ου (λόγ.) -είου}: λόγος που εκφωνείται σε εκκλησία μετά το τέλος της νεκρώσιμης ακολουθίας. Βλ. νεκρολογία. [< μτγν. ἐπικήδειοι λόγοι]
  • επικήρυξη [ἐπικήρυξη] ε-πι-κή-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.): επίσημη υπόσχεση για οικονομικά ανταλλάγματα σε όποιον παράσχει πληροφορίες που θα οδηγήσουν σε σύλληψη επικίνδυνου καταζητούμενου ή σε όποιον τον παραδώσει στις Αρχές· συνεκδ. η ίδια η αμοιβή: ~ των δολοφόνων/εγκληματιών/τρομοκρατών. ~ για τους απαγωγείς/βομβιστές/εμπρηστές. Τα λεφτά/το ποσό της ~ης.|| Διπλασίασαν/εισέπραξε την ~. [< μτγν. ἐπικήρυξις ‘διακήρυξη, αναγγελία αμοιβής’]
  • επικηρύσσω [ἐπικηρύσσω] ε-πι-κη-ρύσ-σω ρ. (μτβ.) {επικήρυ-ξα, επικηρύ-χθηκε (προφ.) -χτηκε, -γμένος}: (για τις Αρχές) υπόσχομαι οικονομική αμοιβή σε όποιον βοηθήσει στον εντοπισμό ή/και τη σύλληψη καταζητούμενου, κάνω επικήρυξη: H Αστυνομία ~ξε τους δράστες της απαγωγής. Ο δολοφόνος/ο δραπέτης ~χθηκε έναντι του ποσού των ... ευρώ. ~γμένος για .../με το ποσό των ... Βλ. διώκω. [< αρχ. ἐπικηρύσσω ‘διακηρύσσω, βγάζω σε πλειστηριασμό’]
  • επικίνδυνος , η, ο [ἐπικίνδυνος] ε-πι-κίν-δυ-νος επίθ.: που επιφυλάσσει ή εμπεριέχει κινδύνους· που μπορεί να προκαλέσει βλάβη: ~ος: ιός. ~η: ακτινοβολία/αποστολή/νόσος/οδήγηση/περιοχή (λόγω κατολισθήσεων)/στροφή/συμπεριφορά. ~ο: εγχείρημα/ζώο/λάθος (βλ. μοιραίο)/προϊόν/φάρμακο. ~οι: ελιγμοί/ρύποι. ~ες: δίαιτες/ουσίες (= επιβλαβείς). ~α: αέρια/απόβλητα/καιρικά φαινόμενα/παιχνίδια/σπορ/συστατικά/υλικά. Πρόβλημα με ~ες διαστάσεις. Τρόφιμα ακατάλληλα και ~α για τη δημόσια υγεία. Εντάθηκαν οι επιθέσεις σε ~ο βαθμό. Οι βρεγμένοι δρόμοι είναι πολύ ~οι.|| (για πρόσ.) ~ος: άνθρωπος/κακοποιός/οδηγός. ~ για τη δημόσια ασφάλεια.|| (συνήθ. ΑΘΛ.) ~ος: αντίπαλος/παίκτης (για την άλλη ομάδα). Πβ. απειλητικός, επίφοβος. Βλ. επιζήμιος. ΑΝΤ. ακίνδυνος ● επίρρ.: επικίνδυνα & (λόγ.) -ύνως: Οδηγεί ~. Είναι ~ όμορφη. ● ΦΡ.: το ζην επικινδύνως βλ. ζην [< αρχ. ἐπικίνδυνος]
  • επικινδυνότητα [ἐπικινδυνότητα] ε-πι-κιν-δυ-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του επικίνδυνου: περιβαλλοντική/πλημμυρική/σεισμική ~. Μέση/υψηλή/χαμηλή ~. Ανάλυση/δείκτης/διαχείριση/εκτίμηση/επίδομα ~ας. Μελέτη ~ας (οδικού άξονα). Παράγοντες ~ας. ~ της εργασίας. Η ~ των καιρικών φαινομένων/των χημικών ουσιών. Κάτω από το όριο ~ας έπεσε η στάθμη του ποταμού. Δεν σκέφτηκε την ~ του εγχειρήματος. Υποστυλώσεις-αντιστηρίξεις και άρση ~ήτων (: στον αντισεισμικό σχεδιασμό). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ακινδυνότητα [< αγγλ. dangerousness, γαλλ. dangerosité, 1963]
  • επίκληση [ἐπίκληση] ε-πί-κλη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αναφορά, μνεία που γίνεται για να προβληθεί, να στηριχθεί μια δικαιολογία ή ένα επιχείρημα: ~ αποδεικτικών μέσων/στοιχείων. ~ του απορρήτου/του άρθρου .../του βέτο/των δικαιωμάτων του ... ~ λόγων ανωτέρας βίας (για μια απουσία, τη διακοπή εργασιών). Έγινε/κάνει ~ στην αυθεντία/στη λογική/στο συναίσθημα (: τρόποι πειθούς). 2. κάλεσμα σε βοήθεια: ~ της επιείκειας/του οίκτου. ~ στη γενναιοδωρία. Πβ. έκκληση.|| Η ~ του (ονόματος του) Θεού (π.χ. "μα το Θεό", βλ. όρκος). ~ στην Αγία Τριάδα. Προσευχές και ~ήσεις. (ΦΙΛΟΛ.) ~ στη μούσα (: κατά την αρχαιότητα, για να εμπνεύσει τον ποιητή). Βλ. παράκληση, προσ~. [< 1: μτγν. ἐπίκλησις, γαλλ. invocation 2: αρχ. ἐπίκλησις, γαλλ. appel]
  • επικλινής , ής, ές [ἐπικλινής] ε-πι-κλι-νής επίθ. {επικλιν-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επίσ.): που έχει, εμφανίζει κλίση: ~ής: έκταση/επιφάνεια/οροφή/στέγη. ~ές: δάπεδο/έδαφος. Θέατρο χτισμένο σε ~ές σημείο/σε ~ή θέση.|| (ΓΥΜΝ.) ~ής: πάγκος. ~είς: πιέσεις. Πβ. γερτός, κατηφορικός, κατωφερής, κεκλιμένος, πλάγιος. ΑΝΤ. ίσιος (1) [< αρχ. ἐπικλινής]
  • επίκλυση [ἐπίκλυση] ε-πί-κλυ-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. αργή επέκταση της θάλασσας στην ξηρά, που οφείλεται σε ανύψωση της στάθμης των υδάτων εξαιτίας ταχείας διάβρωσης της ακτής ή τεκτονικής καθίζησης. Βλ. πλημμυρίδα. ΑΝΤ. απόσυρση (5) [< αρχ. ἐπίκλυσις ‘πλημμύρα’]
  • επίκοινος , η, ο [ἐπίκοινος] ε-πί-κοι-νος επίθ. (λόγ.): που ανήκει από κοινού σε δύο ή περισσότερους: ~η: ιδιοκτησία. ● ΣΥΜΠΛ.: επίκοινα ονόματα: ΓΛΩΣΣ. αυτά που εμφανίζουν τον ίδιο λεξικό τύπο και για τα δύο φύλα: π.χ. (για πρόσ.) δικαστής, (για ζώα) αλεπού, καμήλα. [< μτγν. ἐπίκοινος]
  • επικοινωνία [ἐπικοινωνία] ε-πι-κοι-νω-νί-α ουσ. (θηλ.) {επικοινωνι-ών} 1. διαδικασία ανταλλαγής (μετάδοσης-λήψης) μηνυμάτων (πληροφοριών, σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων) ανάμεσα σε έναν πομπό και έναν δέκτη, με τη χρήση ενός κώδικα, δηλ. ενός συστήματος συμβόλων, όπως λέξεις, μουσική, σήματα, χειρονομίες, νεύματα, εκφράσεις του προσώπου: άμεση (: χωρίς μεσολάβηση ή γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση)/ανοιχτή/απευθείας/διαδικτυακή/μαζική (: με απεριόριστους αποδέκτες, πχ. μέσω της τέχνης, της διαφήμισης, των ΜΜΕ)/ταχυδρομική ~. Διά ζώσης/ζωντανή ~. Γλωσσική/γραπτή/νοηματική/προφορική ~. Διάλογος και ~ (πβ. συζήτηση). Μορφές ~ας. Τηλέφωνο ~ας. Έχω ~ με τον ... Βρίσκομαι/είμαι/έρχομαι/παραμένω σε ~ με κάποιον (= επικοινωνώ). O πύργος ελέγχου έχασε την ~ με το αεροπλάνο.|| Θεωρία της ~ας. Τμήμα ~ας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Πολιτική ~ (: κλάδος που μελετά τη χρήση της πληροφορίας για την προώθηση πολιτικών στόχων). 2. ΤΗΛΕΠ. (ειδικότ.) τηλεπικοινωνία: απρόσκοπτη/ασύρματη/ενσύρματη/τηλεφωνική ~. Διαδικτυακή/ηλεκτρονική ~ (: ιμέιλ, μπλογκ). Ανοιχτές γραμμές/δίκτυο/θύρα (βλ. USB)/συστήματα ~ας. Λίστα/φόρμα ~ας. Βλ. ενδο~, ραδιο~, τηλεματική. 3. επαφή, σχέση, αλληλεπίδραση· συνεννόηση: αμοιβαία/ανθρώπινη/διαπολιτισμική/διαπροσωπική/ελεύθερη/ερωτική/πνευματική/συναισθηματική/ψυχική ~. ~ μεταξύ γονέων και παιδιών/συζύγων. Του απαγόρευσαν κάθε ~ με τον έξω κόσμο. Βλ. ανατροφοδότηση, διάδραση.|| Αδυναμία/απουσία/δυσκολία/πρόβλημα ~ας. Έλλειψη ~ας ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές (= χάσμα γενεών). Έχουν κοινή γλώσσα ~ας (: ταιριάζουν). ΑΝΤ. ασυνεννοησία. 4. (μτφ.) σύνδεση μεταξύ χώρων, τόπων: ~ δύο ηπείρων/πόλεων. Η ~ με πολλά ορεινά χωριά διακόπηκε εξαιτίας των χιονοπτώσεων. Βλ. μετακίνηση, μεταφορά, συγκοινωνία.επικοινωνίες (οι) (συνεκδ.): ΤΗΛΕΠ. το σύνολο των τεχνολογικών κυρ. μέσων με τα οποία επιτυγχάνεται η ανταλλαγή μηνύματων: δορυφορικές/κινητές/στρατιωτικές/ψηφιακές ~. Τμήμα Πληροφορικής και ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική επικοινωνία: η μετάδοση ενός μηνύματος με οπτικά μέσα., πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας & επικοινωνιακή πολιτική/στρατηγική: σχεδιασμός που στοχεύει στη διαμόρφωση και προώθηση μηνύματος ή της δημόσιας εικόνας κάποιου: ~ ~ επιχείρησης/κόμματος/οργανισμού/τηλεοπτικού καναλιού. [< γαλλ. politique/stratégie de communication] , σύμβουλος επικοινωνίας & επικοινωνιακός σύμβουλος: επαγγελματίας που ασχολείται με την πολιτική/στρατηγική επικοινωνίας: ~ ~ και διαφήμισης/οργάνωσης. ~ ~ και δημοσίων σχέσεων. [< αγγλ. communication consultant] , αμφίδρομη επικοινωνία βλ. αμφίδρομος, ασύγχρονη επικοινωνία βλ. ασύγχρονος, γέφυρα επικοινωνίας βλ. γέφυρα, δίαυλος επικοινωνίας βλ. δίαυλος, δικαίωμα επικοινωνίας βλ. δικαίωμα, εβδομάδα επικοινωνίας βλ. εβδομάδα, λεκτική επικοινωνία βλ. λεκτικός, Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας βλ. μέσο, μέσο επικοινωνίας βλ. μέσο, μονόδρομη επικοινωνία βλ. μονόδρομος, σύγχρονη επικοινωνία βλ. σύγχρονος, Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας/Επικοινωνιών βλ. πληροφορία, φατική επικοινωνία/επαφή βλ. φατικός, χορηγός επικοινωνίας βλ. χορηγός [< πβ. αρχ. ἐπικοινωνία ‘αμοιβαία σχέση, συμμετοχή’, γαλλ.-αγγλ. communication]

αμφίδρομος

αμφίδρομος, η, ο [ἀμφίδρομος] αμ-φί-δρο-μος επίθ. 1. που κινείται προς μία κατεύθυνση και επιστρέφει· κυρ. που γίνεται, λειτουργεί ή επιδρά ταυτόχρονα προς δύο διαφορετικές ή αντίθετες κατευθύνσεις: ~η: κίνηση.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: δίαυλος/εκτυπωτής/έλεγχος. ~η: γραμμή/μετάδοση/ροή/σύνδεση. ~ο: δορυφορικό ίντερνετ/κανάλι/κύκλωμα/μικρόφωνο.|| (μτφ.) ~η: ανταλλαγή (απόψεων)/διαδικασία (μάθησης)/σχέση (πβ. αμοιβαίος, διαδραστικός). ΑΝΤ. μονόδρομος 2. ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ. διαδραστικός: ~α: (πολυ)μέσα/συστήματα. ● επίρρ.: αμφίδρομα ● ΣΥΜΠΛ.: αμφίδρομη αντίδραση: ΧΗΜ. που εξελίσσεται συγχρόνως και προς τις δύο κατευθύνσεις αντιδρώντων και προϊόντων και καταλήγει, αργά ή γρήγορα, σε ισορροπία. Βλ. μονόδρομη αντίδραση., αμφίδρομη επικοινωνία: ΤΗΛΕΠ. μεταφορά δεδομένων και προς τις δύο κατευθύνσεις μέσω υπολογιστικού συστήματος και κατ’ επέκτ. ανταλλαγή πληροφοριών: ~ ~ με δορυφόρο/εικόνα και ήχο (βλ. πολυμέσα)/μόντεμ. Διασύνδεση εκπαιδευτικών χώρων με ~ ~ (βλ. τηλεδιάσκεψη, τηλεκπαίδευση). Βλ. μονόδρομη επικοινωνία.|| ~ ~ διδασκόντων-διδασκομένων. ~ ~ του περιοδικού με τους αναγνώστες (: ανοιχτή επικοινωνία). Βλ. διάδραση., αμφίδρομη λειτουργία: ΤΕΧΝΟΛ. που γίνεται ταυτόχρονα και προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Πβ. ντούμπλεξ. [< αγγλ. duplex operation] , διαδραστική τηλεόραση βλ. διαδραστικός [< 1: μτγν. ἀμφίδρομος, αγγλ. duplex, bidirectional, 1941 2: αγγλ. interactive, 1967]

ανατροφοδότηση

ανατροφοδότηση [ἀνατροφοδότηση] α-να-τρο-φο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ. κάθε είδους μήνυμα, πληροφορία, απάντηση (σχόλιο, έπαινος, χαμόγελο, τιμωρία), που λαμβάνει κάποιος για τη συμπεριφορά ή τον τρόπο δράσης του και η οποία δρα ενθαρρυντικά ή αποθαρρυντικά: λεκτική/οπτική/προφορική ~. Δραστηριότητες με άμεση/συνεχή ~ (από τον εκπαιδευτή). (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ των μαθητών και του εκπαιδευτικού. Τεστ αυτοαξιολόγησης µε ~. Δέχομαι/λαμβάνω/παρέχω ~.|| ~ του συστήματος (με την ανταπόκριση των πελατών). Αναθεώρηση των στόχων της εταιρείας βάσει της ~ης από την αγορά. Βλ. βιο~. ΣΥΝ. ανάδραση, φίντμπακ 2. εκ νέου τροφοδότηση: ~ δικτύου/πληροφοριών (πβ. παροχή).|| (μτφ.) ~ της κρίσης (πβ. αναζωπύρωση)/του πληθωρισμού (πβ. αύξηση, ενίσχυση). 3. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. επιστροφή τμήματος του σήματος εξόδου στην είσοδο συστήματος ή κυκλώματος, με σκοπό τη ρύθμιση της λειτουργίας του: κύκλωμα ~ης ρεύματος. ΣΥΝ. ανάδραση ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική ανάδραση βλ. ανάδραση, θετική ανάδραση βλ. ανάδραση [< αγγλ. feedback 3: αγγλ. ~, 1919]

ασύγχρονος

ασύγχρονος, η, ο [ἀσύγχρονος] α-σύγ-χρο-νος επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. για κυκλώματα ή συσκευές που λειτουργούν με εναλλασσόμενη τάση και η συχνότητα της λειτουργίας τους δεν είναι ανάλογη της συχνότητας της τάσης: ~η: γεννήτρια. ~οι: μετρητές. ~ες: μηχανές. Τριφασικός ~ κινητήρας. 2. ασυγχρόνιστος: ~η: ανάπτυξη. ~οι: υπότιτλοι. Βλ. -χρονος. ● επίρρ.: ασύγχρονα ● ΣΥΜΠΛ.: ασύγχρονη επικοινωνία: ΔΙΑΔΙΚΤ. έμμεση επικοινωνία στην οποία οι συνομιλητές δεν είναι κατ' ανάγκην ταυτόχρονα συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο: διαπροσωπική/μαζική/τοπική ~ ~. ~ ~ μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. ΑΝΤ. σύγχρονη επικοινωνία [< αγγλ. asynchronous communication] , ασύγχρονη λειτουργία: ΠΛΗΡΟΦ. τρόπος λειτουργίας κατά τον οποίον μια εργασία αρχίζει, αφού έχει ολοκληρωθεί μια προγενέστερη: ~ ~ πελάτη και σέρβερ. [< αγγλ. asynchronous mode/operation] , ασύγχρονη μετάδοση: ΠΛΗΡΟΦ. για δεδομένα που στέλνονται μόνο αφού έχουν γίνει διαθέσιμα. [< αγγλ. asynchronous transmission] , ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση [< γαλλ. asynchrone, 1905, αγγλ. asynchronous]

γέφυρα

γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]

δίαυλος

δίαυλος δί-αυ-λος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -αύλου} 1. ΤΗΛΕΠ. μέσο για τη μεταφορά σημάτων, πληροφοριών από τον πομπό στον δέκτη: σειριακός ~ υψηλής ταχύτητας.|| (μτφ.) ~ διαλόγου/συνεργασίας. Πβ. κανάλι. 2. ΓΕΩΓΡ. στενό πέρασμα, κανάλι που συνδέει δύο θαλάσσιες περιοχές. Πβ. διώρυγα, μπουγάζι, πορθμός. 3. ΜΟΥΣ. αρχαίο πνευστό όργανο, δίδυμος αυλός. 4. ΑΡΧ. αγώνισμα δρόμου, αντίστοιχο με το σημερινό των τετρακοσίων μέτρων. Βλ. δόλιχος. ● ΣΥΜΠΛ.: δίαυλος επικοινωνίας & δίοδος/κανάλι/οδός επικοινωνίας (μτφ.): τρόπος, μέσο επαφής και συνεννόησης: ανοιχτός ~ ~ μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων. [< 1: αγγλ. channel, 1928, 2,3,4: αρχ. δίαυλος] ΔΙΑΥΛΟΣ

δικαίωμα

δικαίωμα δι-καί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {δικαιώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. εξουσία, ελευθερία που απονέμεται από το Δίκαιο σε ορισμένο πρόσωπο (τον δικαιούχο), για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος: αστικά/ατομικά/επαγγελματικά ~ατα. ~ αυτοδιάθεσης (των λαών)/γνώμης/επιβίωσης/εργασίας/ιδιοκτησίας/ισότητας/(ελεύθερης) κυκλοφορίας των πολιτών/συνταξιοδότησης/ψήφου. ~ στη(ν) αξιοπρέπεια/εκπαίδευση/έκφραση/ελευθερία/ζωή/μόρφωση/πληροφόρηση/σωματική ακεραιότητα. Διασφάλιση/θεμελίωση/κατοχύρωση/μεταβίβαση/παραβίαση/παραχώρηση/(δικαστική) στέρηση ~ατος. Αναγνωρίζω/ασκώ/διεκδικώ/εκχωρώ/επικαλούμαι/κατακτώ/προασπίζω/προστατεύω/σέβομαι/χάνω ένα ~. Δεν έχει το ηθικό ~ να ... Η απεργία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο/αναφαίρετο/απαράγραπτο ~ των εργαζομένων. Η εταιρεία διατηρεί το ~ τροποποίησης των όρων της σύμβασης. Προβάλλει ~ατα κυριότητας επί της/στη ... 2. άδεια ή δυνατότητα που αναγνωρίζεται σε κάποιον (να πράξει κάτι): ~ διαμονής/εγγραφής/εξαγοράς/επιλογής/επιστροφής προϊόντος/πρόσβασης (σε πηγές)/προτεραιότητας/προτίμησης/υποβολής (φακέλου, υποψηφιότητας). Ποιος σου έδωσε το ~ να επέμβεις στη συζήτηση; Mε ποιο ~ έψαξες τα προσωπικά μου αντικείμενα; Έχω (το) ~ να μάθω την αλήθεια (= δικαιούμαι). Αποτελεί/είναι ~ά μου να αρνηθώ την πρότασή σου. ~ δανεισμού από τη βιβλιοθήκη έχουν όλοι οι φοιτητές. Κάρτα που παρέχει ~ εισόδου σε μουσεία. ~ συμμετοχής στον διαγωνισμό. ~ στο αύριο/στην ελπίδα/στον έρωτα/στο όνειρο/στο χαμόγελο. δικαιώματα (τα): νόμιμη αμοιβή, ποσοστό, φόρος που μπορεί να ζητηθεί: συμβολαιογραφικά ~. Καταβάλλω/πληρώνω ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αποδυνάμωση δικαιώματος: ΝΟΜ. που η ισχύς του έχει μειωθεί ή καταργηθεί λόγω αδράνειας κατά την άσκησή του: ~ ~ στο εργατικό/ιδιωτικό δίκαιο. [< γερμ. Verwirkung] , δικαίωμα επικοινωνίας ΝΟΜ. 1. (στο Διεθνές Δίκαιο) το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών από μια χώρα σε άλλη. 2. (στο Οικογενειακό Δίκαιο) το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με τέκνο του οποίου δεν έχει την επιμέλεια., εργατικά δικαιώματα {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων: Εργατική Νομοθεσία και ~ ~. Τα ~ ~ των γυναικών., περιουσιακά δικαιώματα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. δικαιώματα ιδιοκτησίας. [< αγγλ. economic rights, γαλλ. droits patrimoniaux] , πολιτικά δικαιώματα & πολιτικές ελευθερίες: ΝΟΜ. το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, της ελευθερίας έκφρασης, της άσκησης ελέγχου της εξουσίας, της συμμετοχής στα κοινά και σε φορείς συλλογικής δράσης. [< αγγλ. civil rights, γαλλ. droits civils] , τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου: θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που απορρέουν από τη φύση του ανθρώπου και θεωρούνται απαραβίαστα: Χάρτα/Χάρτης των ~ίνων ~άτων. Καταπάτηση των ~ίνων ~άτων/των ~άτων ~. [< αγγλ. human rights, γερμ. die Menschenrechte] , χρηματοοικονομικά δικαιώματα: ΝΟΜ. δυνατότητα αγοράς ή πώλησης τίτλου σε ορισμένη τιμή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα βλ. αμεταβίβαστος, ασφαλιστικά δικαιώματα βλ. ασφαλιστικός, δικαίωμα ακρόασης βλ. ακρόαση, δικαίωμα αναφοράς βλ. αναφορά, δικαίωμα επίσχεσης βλ. επίσχεση, δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως βλ. προαίρεση, δικαίωμα υψούν βλ. υψούν, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, έκδοση δικαιωμάτων βλ. έκδοση, εμπράγματο δικαίωμα βλ. εμπράγματος, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, κατάχρηση δικαιώματος βλ. κατάχρηση, κεκτημένο δικαίωμα βλ. κεκτημένος, κληρονομικώ δικαίω/δικαιώματι βλ. κληρονομικός, πνευματικά δικαιώματα βλ. πνευματικός, συγγενικά δικαιώματα βλ. συγγενικός, συγγραφικά δικαιώματα βλ. συγγραφικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι ● ΦΡ.: δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να) βλ. δίνω, επιφυλάσσει το δικαίωμα βλ. επιφυλάσσω, ιδίω δικαιώματι βλ. ίδιος1 [< αρχ. δικαίωμα, γαλλ. droit(s), γερμ. Recht, αγγλ. right(s)]

διώκω

διώκω δι-ώ-κω ρ. (μτβ.) {δίω-ξε, -χτηκα (λόγ.) -χθηκα, διώκ-οντας, -όμενος, διω-γμένος, συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. ΝΟΜ. ασκώ ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος κάποιου: Αδίκημα που ~εται από τον νόμο/αυτεπάγγελτα/δικαστικά/κατ' έγκληση/σε βαθμό κακουργήματος. ~εται για δωροδοκία/εμπορία ναρκωτικών/κατάχρηση εξουσίας/πλημμέλημα/σωρεία παρανομιών. 2. (μτφ.) στρέφομαι εναντίον κάποιου, πλήττω: Το καθεστώς ~ει τους αντιφρονούντες. ~χθηκε για την επαναστατική δράση της. Η αλήθεια ~εται. Πβ. κατα~, κατατρέχω, κυνηγώ. Βλ. εκ~. ΑΝΤ. προασπίζω, προστατεύω (1), υπερασπίζομαι (1) [< αρχ. διώκω]

εβδομάδα

εβδομάδα [ἑβδομάδα] ε-βδο-μά-δα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -άδος} & (προφ.) βδομάδα: χρονική περίοδος επτά ημερών που αρχίζει την Κυριακή και τελειώνει το Σάββατο (ή σύμφωνα με ό,τι ισχύει διεθνώς ξεκινά τη Δευτέρα και λήγει την Κυριακή) και γενικότ. κάθε χρονικό διάστημα επτά ημερών: η επόμενη/ερχόμενη/προηγούμενη/προσεχής/τρέχουσα ~. Καλημέρα και καλή ~! Κάθε ~. Μια φορά (βλ. εβδομαδιαίος)/δυο φορές την ~. Στις αρχές/εντός/κατά τη διάρκεια/στα μέσα (= μεσοβδόμαδα)/στο τέλος της ~ας (βλ. σαββατοκύριακο).|| Δύσκολη/κρίσιμη/ναυτική/πολιτιστική ~. ~ (= επταήμερο) αγροτουρισμού/διακοπών/εξελίξεων/επιστήμης και τεχνολογίας/κινητοποιήσεων/προσαρμογής. ~ γνωριμίας με την οικολογική γεωργία. Εκδηλώσεις/προσφορές/ταινίες της ~ας. ~ες διδασκαλίας. Παγκόσμια ~ οδικής ασφάλειας. Η πρώτη ~ του μήνα. Πριν από/για/σε μια ~. Δόθηκε παράταση μιας ~ας για ... Βλ. διαβολοβδομάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: εβδομάδα επικοινωνίας & (σπάν.) εισαγωγική εβδομάδα: η πρώτη εβδομάδα του ακαδημαϊκού εξαμήνου, κατά την οποία σε κάποιες σχολές γίνεται παρουσίαση του πανεπιστημιακού χώρου στους πρωτοετείς φοιτητές και πραγματοποιούνται οι εγγραφές., εργάσιμη εβδομάδα: ο συμφωνημένος χρόνος παρεχόμενης εργασίας σε μία εβδομάδα: ~ ~ πέντε ημερών., η Μεγάλη Εβδομάδα & η Εβδομάδα των Αγίων Παθών: ΕΚΚΛΗΣ. η τελευταία εβδομάδα της Σαρακοστής, πριν από την Κυριακή του Πάσχα, κατά την οποία οι Χριστιανοί τιμούν τα πάθη του Χριστού. ΣΥΝ. μεγαλοβδομάδα, η εβδομάδα/Κυριακή της Κρεοφάγου βλ. κρεοφάγος, η εβδομάδα/Κυριακή της Τυροφάγου βλ. τυροφάγος, Ναυτική Εβδομάδα βλ. ναυτικός, Πράσινη Εβδομάδα βλ. πράσινος ● ΦΡ.: εβδομάδα των παθών βλ. πάθος, μετράω μέρες/ώρες/εβδομάδες βλ. μετρώ [< μεσν. εβδομάδα]

ενδιαφέρον

ενδιαφέρον [ἐνδιαφέρον] εν-δι-α-φέ-ρον ουσ. (ουδ.) {ενδιαφέρ-οντος | -οντα} 1. διάθεση κάποιου να ασχοληθεί με κάτι που του εξάπτει την προσοχή ή την περιέργεια: Υπάρχει αυξανόμενο/αυξημένο/έντονο/ζωηρό ~ για συνεργασία. ~ σχετικά με … Το θέμα δεν μου κινεί/προκαλεί το ~. Δεν βρίσκω (κανένα) ~ στη ... Έχασα το ~ μου. Έδειξε/εκδήλωσε άμεσο/έμπρακτο/ιδιαίτερο/όψιμο/πραγματικό/προσποιητό/προσωπικό/συγκινητικό/φιλικό ~ (= ενδιαφέρθηκε) για το πρόβλημά τους. Βιβλίο/διδακτική μέθοδος που διεγείρει/κεντρίζει/κινητοποιεί/ξυπνά/προσελκύει/τονώνει/τραβά το ~ των μαθητών. Επισύρει/παρακινεί/πυροδοτεί/υποκινεί το ~. Παρακολούθησα με αμείωτο/μεγάλο ~ (= προσήλωση) την εκπομπή. Με άκουσε χωρίς ~. Το κύριο ~ μου εστιάζεται στο ...|| Υπόθεση με δημόσιο ~. Το επενδυτικό ~ στράφηκε στις αγορές ομολόγων. Ρωτώ από επαγγελματικό ~.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Αίτηση/πρόσκληση εκδήλωσης ~οντος (για πλήρωση θέσης).|| Βασικό/πρωταρχικό του ~ είναι η ... (= μέλημα, μέριμνα, φροντίδα). ΑΝΤ. αδιαφορία (1) 2. (κατ' επέκτ.) η ιδιότητα που έχει κάτι να δημιουργεί την αντίστοιχη διάθεση: θέματα ειδικού/ευρύτερου/περιορισμένου/υψίστου ~οντος. Διαδρομή με ~ (= ενδιαφέρουσα). Μήνυμα χωρίς ~/που στερείται ~οντος (= αδιάφορο). Η συζήτηση απέκτησε/έχει ~. Αυτό που δίνει ~ (= νόημα) στη ζωή είναι ... Το ~ είναι ότι ... (πβ. αξιοπρόσεκτο, αξιοσημείωτο).|| Άρθρα επιστημονικού/ιατρικού/φιλολογικού ~οντος. Η περιοχή παρουσιάζει αρχαιολογικό ~. 3. ιδιαίτερη συμπάθεια, κυρ. ερωτική: Της έδειξε/εξέφρασε το ~ του. Δεν έκρυψε το ~ της για κείνον.ενδιαφέροντα (τα): δραστηριότητες που προσφέρουν ψυχική ή πνευματική ικανοποίηση: αθλητικά/ερευνητικά/καλλιτεχνικά/λογοτεχνικά/πολυποίκιλα ~. Έχουμε άλλα/διαφορετικά/κοινά ~. Το σινεμά δεν ανήκει στα ~ά μου. Πβ. χόμπι. ΣΥΝ. ενασχολήσεις ● ΦΡ.: στο επίκεντρο/στο κέντρο του ενδιαφέροντος/της προσοχής: για το βασικό θέμα που απασχολεί μια ομάδα, κοινότητα: Η οικονομία βρίσκεται ~ ~. [< γαλλ. intérêt, αγγλ. interest, γερμ. Interesse]

επαπειλείται

επαπειλείται [ἐπαπειλεῖται] ε-πα-πει-λεί-ται ρ. {-ούνται, παρατ. (γ' εν. κ. πληθ.) -ούνταν (λόγ. γ' εν.) -είτο, -ούμενος, συνήθ. στον ενεστ.} (επίσ.): υπάρχει απειλή, φόβος να συμβεί κάτι: ~ κρίση/σύρραξη/φυλάκιση. ~ούνται κίνδυνοι. Πβ. αιωρείται, επίκειται, επικρέμαται. [< αρχ. ἐπαπειλῶ ‘εκτοξεύω απειλές’]

επιζήμιος

επιζήμιος, α, ο [ἐπιζήμιος] ε-πι-ζή-μι-ος επίθ. (λόγ.): που προκαλεί ζημιά, βλάβη: ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες. ~α: αποτελέσματα. Δίαιτα ~α για τον οργανισμό. Πολιτική οικονομικά και κοινωνικά ~α. Ενέργειες που μπορεί να αποβούν/αποδειχθούν ~ες για τα συμφέροντά μας. Πβ. ζημιογόνος. ΣΥΝ. βλαβερός, επιβλαβής ΑΝΤ. επικερδής, επωφελής ● επίρρ.: επιζήμια [< αρχ. ἐπιζήμιος]

επιλοχίας

επιλοχίας [ἐπιλοχίας] ε-πι-λο-χί-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΣΤΡΑΤ. μόνιμος υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον λοχία και κατώτερος από τον αρχιλοχία κατά έναν βαθμό. Βλ. επικελευστής, επισμηνίας. 2. (καταχρ.) έφεδρος λοχίας που εκτελεί χρέη επιλοχία. [< γαλλ. sergent-major]

επιμνημόσυνος

επιμνημόσυνος, η, ο [ἐπιμνημόσυνος] ε-πι-μνη-μό-συ-νος επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που πραγματοποιείται σε μνημόσυνο: ~ος: λόγος. ~η: ακολουθία/ομιλία/τελετή. ~ο: (αρχιερατικό) τρισάγιο.|| ~η: εκδήλωση (: για να τιμηθεί ο εκλιπών). ● ΣΥΜΠΛ.: επιμνημόσυνη δέηση: που τελείται στη μνήμη κάποιου: ~ ~ για τα θύματα/τους νεκρούς/τους πεσόντες. ~ ~ υπέρ αναπαύσεως των ψυχών. ~ ~ και κατάθεση στεφάνων. ~ ~ στο ηρώο/στο κοιμητήριο/στο μνημείο.

ζην

ζην [ζῆν] ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (αρχαιοπρ.): το να ζει κανείς, η ζωή· κυρ. στις ● ΦΡ.: τα προς το ζην: τα υλικά αγαθά που είναι αναγκαία, για να επιβιώσει κάποιος· τα απαραίτητα, τα στοιχειώδη: Mόλις και μετά βίας εξασφαλίζει ~ ~. Οι γονείς του τού παρέχουν ~ ~ (: κυρ. τροφή, στέγη, ένδυση). Εργάζεται/παλεύει σκληρά για ~ ~. ΣΥΝ. ψωμί., το ευ ζην: ενάρετη, ηθική ή συνήθ. ευχάριστη και καλή ζωή: η υγεία και ~ ~. Χρήσιμες συμβουλές που προάγουν ~ ~., το ζην επικινδύνως: για να δηλωθεί ότι κάποιος διάγει ζωή γεμάτη κινδύνους, ζει ριψοκίνδυνα. Πβ. διακινδυνεύω, φλερτάρω με τον θάνατο/τον κίνδυνο. [< ιταλ. vivere pericolosamente] , βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, εξεμέτρησε το ζην βλ. εκμετρώ ● βλ. ζω1 [< αρχ. ζῆν]

κεφαλίδα

κεφαλίδα κε-φα-λί-δα ουσ. (θηλ.): περιοχή στο πάνω μέρος της σελίδας ενός εγγράφου, όπου καταγράφονται διάφορες πληροφορίες, όπως ο τίτλος του κειμένου: εισαγωγή ~ας/ημερομηνίας και ώρας σε ~ (: σε επεξεργαστή κειμένου). Βλ. επι~, υποσέλιδο. [< αρχ. κεφαλίς (βιβλίου) ‘τόμος, κύλινδρος’, αγγλ. header]

λεκτικός

λεκτικός, ή, ό λε-κτι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις λέξεις, που γίνεται με τον λόγο ή αναφέρεται σε αυτόν: ~ός: πλούτος/(ΓΛΩΣΣ.) τύπος. ~ό: λάθος (βλ. σαρδάμ)/σήμα (βλ. λογότυπο)/σύνολο (: πρόταση, φράση). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: αναλυτής. Πβ. λεξικός.|| ~ή: αντιπαράθεση (= λογομαχία)/επίθεση (εναντίον κάποιου). ~ό: επεισόδιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: εφεύρημα/σχήμα (= σχήμα λόγου). (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ές: δεξιότητες/δυσκολίες (π.χ. τραυλισμός· βλ. μαθησιακές δυσκολίες). Εκδήλωση συναισθημάτων με (μη) ~ό τρόπο/σε (μη) ~ό επίπεδο. Πβ. γλωσσ-, φραστ-ικός. Βλ. μονο~, πολυ~. ● Ουσ.: λεκτικό (το) (λόγ.): τρόπος έκφρασης, ύφος: το ~ ενός άρθρου/μιας επιστολής. ● επίρρ.: λεκτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: λεκτικά ρήματα: ΓΡΑΜΜ. όσα σχετίζονται σημασιολογικά με το "λέω", π.χ. αναγγέλλω, διηγούμαι., λεκτική επικοινωνία: που γίνεται προφορικά ή γραπτά: λεκτική και μη ~ ~ στη σχολική τάξη. Βλ. μιμόγλωσσα, παραγλώσσα., λεκτικές/ρητορικές ακροβασίες βλ. ακροβασία, λεκτική βία βλ. βία [< αρχ. λεκτικός, γαλλ. verbal]

μέσο

μέσο μέ-σο ουσ. (ουδ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} (για ενέργεια ή πράγμα) καθετί χρήσιμο, κατάλληλο ή αποτελεσματικό για την επίτευξη ενός σκοπού: ~α ελέγχου/κοινωνικής δικτύωσης/παρακολούθησης/προπαγάνδας/προστασίας (πυροσβεστών)/ψυχαγωγίας (π.χ. θέατρο). Αποδεικτικά/αποθηκευτικά (: ντιβιντί, σιντί, φλασάκι)/αποτελεσματικά (βλ. ημίμετρα)/δόλια/εκπαιδευτικά/εκφραστικά (: ζωγραφική, συγγραφή)/νόμιμα/οικονομικά/πλωτά/σωστικά/τεχνικά/τεχνολογικά ~α. Η κυκλoφoριακή αγωγή ως ~ πρόληψης ατυχημάτων. Βγάζει λεφτά με θεμιτά και αθέμιτα ~α. Με τα υπάρχοντα ~α ... Θα χρησιμοποιήσει όλα τα ~α που διαθέτει. Πβ. διαδικασία, δρόμος, μέθοδος, οδός. ΣΥΝ. τρόπος (1) 2. (συνήθ. + γεν.) σημείο που ισαπέχει από τα άκρα τοπικού ή χρονικού διαστήματος: στο ~ (= στο κέντρο) της διαδρομής/του δωματίου.|| Το ~ της μέρας (= μεσημέρι)/της νύχτας (= μεσάνυχτα). Στα ~α της εβδομάδας/του έτους/του καλοκαιριού (πβ. μεσοκαλόκαιρα)/του μηνός/της περιόδου/του 19ου αιώνα (πβ. μισά). Από τα ~α του Μάη έως τα ~α του Ιούνη. Βλ. αρχή, τέλος. ΣΥΝ. μέση (2) 3. & (λόγ.) μέσον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που μεσολαβεί χαριστικά και συνήθ. παράτυπα, για την ευνοϊκή διευθέτηση των υποθέσεων κάποιου: Θέλει/χρειάζεται γερό ~. Δεν έχει ~. Έβαλε ~ για να πάρει τη θέση. Διορίστηκε/μπήκε με ~. Πβ. βύσμα. Βλ. έχει (γερό/μεγάλο) δόντι. ● ΣΥΜΠΛ.: Μέσα (Μαζικής) Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης/Επικοινωνίας & (προφ.) Μέσα (ακρ. ΜΜΕ): ο Τύπος, η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το διαδίκτυο ως μέσα μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων: έντυπα/ηλεκτρονικά/ραδιοτηλεοπτικά/ψηφιακά ~ ~. Η επίδραση των ~ων ~ στην κοινή γνώμη. Πβ. μίντια. [< αγγλ. mass media, 1923] , μέσα μεταφοράς/(μεταφορικά) μέσα: οχήματα για τη μεταφορά κυρ. ανθρώπων· ειδικότ. τα Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς: εναέρια/υβριδικά/υδάτινα/χερσαία ~ ~. ~ ~ ξηράς. Ασφαλές/οικολογικό ~ό ~ο. Με κάθε ~ό ~ο η έξοδος των εκδρομέων του Πάσχα. Βλ. αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα, ποδήλατο.|| Δημόσια ~ ~. [< αγγλ. means of transport] , μέσο επικοινωνίας 1. κάθε σύστημα μετάδοσης μηνυμάτων: η γλώσσα/η μουσική/η τέχνη ως ~ ~. Πβ. δίαυλος επικοινωνίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} τα ΜΜΕ., τα μεγάλα μέσα: το πιο ισχυρό και σημαντικό μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού: Έβαλε/επιστράτευσε ~ ~, για να τη γλιτώσει. Κατέφυγαν στα ~ ~. [< γαλλ. les grands moyens] , διδακτικά μέσα βλ. διδακτικός, ένδικα μέσα βλ. ένδικος, θρεπτικό υλικό/μέσο βλ. θρεπτικός, κοινωνικά δίκτυα/μέσα & μέσα κοινωνικής δικτύωσης βλ. κοινωνικός, Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς βλ. μεταφορά, μέσα παραγωγής βλ. παραγωγή, μέσα σταθερής τροχιάς βλ. τροχιά, οπτικοακουστικά/εποπτικά μέσα διδασκαλίας βλ. οπτικοακουστικός, ψυκτικό μέσο βλ. ψυκτικός ● ΦΡ.: δεν έχω τα μέσα: δεν έχω την οικονομική συνήθ. δυνατότητα ή την υλικοτεχνική υποδομή, τον απαραίτητο εξοπλισμό, για να κάνω κάτι: Δεν είχε τα ~ να σπουδάσει., εν μέσω (λόγ.): σε κατάσταση ή συνθήκες: ~ ~ αντιδράσεων/εξελίξεων/εξετάσεων/καύσωνα/πιέσεων/τουριστικής περιόδου. ~ ~ εντάσεων ξεκίνησε η συνέλευση. ~ ~ πυρών υπερψηφίστηκε το νομοσχέδιο για ..., με κάθε μέσο: με οποιονδήποτε τρόπο: Η δημόσια υγεία πρέπει να προστατευθεί ~ ~. Πβ. πάση θυσία., με πλάγια μέσα: χωρίς διαφάνεια ή αξιοκρατία: Προσπαθώ να πετύχω κάτι ~ ~. Απέκτησε τον τίτλο/κατέλαβε τη θέση/πλούτισε ~ ~. Πβ. παράνομα., εν τω μέσω της νυκτός βλ. νύχτα, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα βλ. σκοπός [< 1: γαλλ. moyen(s), αγγλ. mean(s) 2: αρχ. μέσον]

μετακίνηση

μετακίνηση με-τα-κί-νη-ση ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. μεταφορά 1. (για πρόσωπα, ζώα ή αγαθά) το να πάει κάποιος από ένα μέρος σε άλλο: άνετη/γρήγορη/δωρεάν ~. ~ με αεροπλάνο/αυτοκίνητο/λεωφορείο/μετρό/πλοίο/ποδήλατο/τα πόδια/ταξί. ~ από .../προς ... ~ ετεροδημοτών (: για άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος). Αεροπορικές/οδικές/(υπερ)αστικές ~ήσεις. Ασφαλείς ~ήσεις μαθητών. ~ήσεις εξωτερικού/εσωτερικού. Δελτία/κάρτες ~ης ΑΜΕΑ. Μη εμπορικού χαρακτήρα ~ήσεις ζώων συντροφιάς. ~ήσεις εντός πόλεως με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς.|| Διασυνοριακή/ελεύθερη ~ εργαζομένων. Έξοδα ~ης (= οδοιπορικά). Βίαιες/μαζικές ~ήσεις πληθυσμών (πβ. διωγμός, εκτόπιση, μετανάστευση).|| (μτφ.) ~ήσεις ψηφοφόρων (από ένα κόμμα σε άλλο). ΣΥΝ. μετάβαση (1) 2. αλλαγή θέσης, μετατόπιση: Απολίθωμα δεινοσαύρου δίνει στοιχεία για τη ~ των ηπείρων.|| (κατ' επέκτ.) ~ήσεις φοιτητών με το πρόγραμμα Εράσμους. Δεν θεωρείται πιθανή η ~ή του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Η εταιρεία ανακοίνωσε ~ήσεις στελεχών της. Πβ. μετάθεση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αυτόματη ~. ~ αρχείου. ~ με πλήκτρα/το ποντίκι. ● ΣΥΜΠΛ.: γλωσσική μετακίνηση/μετατόπιση: (στην κοινωνιογλωσσολογία) το φαινόμενο κατά το οποίο μια γλωσσική κοινότητα, συνήθ. δίγλωσση, υιοθετεί τη χρήση μιας νέας γλώσσας, ενώ ταυτόχρονα χάνει τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε μέχρι τότε ως πρώτη. [< αγγλ. language shift, 1953] , Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Μετακίνησης: το διάστημα από 16 έως 22 Σεπτεμβρίου που είναι αφιερωμένο στην ευαισθητοποίηση των πολιτών σε περιβαλλοντικά προβλήματα, μέσω της προώθησης οικολογικών τρόπων και μέσων μεταφοράς και της συνετής χρήσης του αυτοκινήτου. [< αγγλ. European Mobility Week] , οικολογική μετακίνηση: ΟΙΚΟΛ. που γίνεται με μέσα μεταφοράς φιλικά προς το περιβάλλον ή με τα πόδια: ~ ~ στις πόλεις. Βλ. ηλεκτροκίνηση. [< αγγλ. ecomobility] , ελευθερία (της) εγκατάστασης/(της) μετακίνησης/(της) μετανάστευσης βλ. ελευθερία [< μτγν. μετακίνησις, αγγλ. moving]

μονόδρομος

μονόδρομος, η, ο μο-νό-δρο-μος επίθ.: που γίνεται ή επιτρέπει την κίνηση προς μία μόνο κατεύθυνση: ~η: (χημική) αντίδραση/λειτουργία/μετάδοση (δεδομένων)/ροή/σύνδεση. Βλ. μονομερής, μονόπλευρος. ΑΝΤ. αμφίδρομος (1) ● Ουσ.: μονόδρομος (ο) 1. δρόμος μονής κατεύθυνσης. Βλ. διπλής κατεύθυνσης, -δρομος. 2. (μτφ.) ιδανική και μόνη λύση, επιλογή που δεν αφήνει άλλα περιθώρια: Φαίνεται ~ η οικονομική συνεργασία μεταξύ των χωρών. Η νίκη αποτελεί ~ο για την ομάδα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τα ναρκωτικά είναι ~ (: δρόμος χωρίς επιστροφή), οδηγούν μόνο στην καταστροφή και στον θάνατο. ● επίρρ.: μονόδρομα ● ΣΥΜΠΛ.: μονόδρομη επικοινωνία: ΤΗΛΕΠ. κατά την οποία η πληροφορία μεταφέρεται προς μία κατεύθυνση: ~ ~ των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Βλ. αμφίδρομη επικοινωνία. [< μεσν. μονόδρομος, γαλλ. monodrome, αγγλ. one-way, simplex]

νεκρολογία

νεκρολογία νε-κρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): άρθρο σε εφημερίδα ή περιοδικό αφιερωμένο στη ζωή και το έργο συνήθ. σημαντικού προσώπου που πέθανε πρόσφατα: εγκωμιαστική ~. Βλ. επικήδειος, -λογία.νεκρολογίες (οι): στήλη εφημερίδας στην οποία δημοσιεύονται αγγελίες θανάτου. [< μεσν. νεκρολογία 'λόγος για τη θνητότητα του Ιησού', γαλλ. nécrologie, αγγλ. necrology]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παράκληση

παράκληση πα-ρά-κλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αίτημα που διατυπώνεται με ευγενικό και ικετευτικό τρόπο: ~ για βοήθεια. Θερμή ~ να μη μιλάτε την ώρα του μαθήματος. Απευθύνει ~ προς/σε ... Εκφράζει την ~ να ... Με την ~ να ενημερωθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι. Το όνομα του συγγραφέα δεν θα δοθεί στη δημοσιότητα κατά ~/μετά από ~ του ιδίου. Πβ. παρακαλετό, παρακάλια. Βλ. επίκληση. ΣΥΝ. έκκληση 2. ΕΚΚΛΗΣ. σύντομη ακολουθία που περιέχει κυρ. δέηση, ικεσία προς τον Θεό, την Παναγία ή τους Αγίους. Πβ. προσευχή.|| Οι ~ήσεις της Θεοτόκου (: που τελούνται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου). [< 1: αρχ. παράκλησις 2: μτγν. κ. μεσν. ~]

πλημμυρίδα

πλημμυρίδα πλημ-μυ-ρί-δα ουσ. (θηλ.) {πλημμυρίδων} & (σπάν.) πλημυρίδα 1. ΩΚΕΑΝ. περιοδική ανύψωση της στάθμης των θαλάσσιων υδάτων κατά την παλίρροια. Πβ. φουσκονεριά. Βλ. επίκλυση. ΑΝΤ. άμπωτη (1), φυρονεριά 2. (μτφ.) πλημμύρα. [< αρχ. πλημ(μ)υρίς]

πληροφορία

πληροφορία πλη-ρο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) {πληροφορι-ών} 1. κάθε στοιχείο που μεταδίδεται από πομπό σε δέκτη υπό μορφή συνήθ. λεκτικού μηνύματος, κειμένου, μαθηματικής έκφρασης ή μουσικού κομματιού, παρέχοντας κυρ. καινούργια γνώση για κάποιο θέμα: ασήμαντη/άχρηστη/ελλιπής/πολύτιμη ~. Αναλυτικές/γενικές/έντυπες/επιστημονικές/ηλεκτρονικές/ιστορικές/νομικές/συμπληρωματικές/χωρικές ~ες. Αξιολόγηση/έλεγχος/χρήση μιας ~ας. Κενό ~ας. Πρόσβαση στη(ν) δημόσια/ψηφιακή ~. Αναγκαίες/απαραίτητες/επεξηγηματικές ~ες. Αναζήτηση/ανάλυση/διακίνηση/παροχή/συγκέντρωση/συσχέτιση ~ών. Διαρροή (βαρυσήμαντων/μυστικών)/ροή ~ών. Δεξαμενή/πηγές ~ών. Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες/αξιόπιστες/αποκαλυπτικές/αποκλειστικές/απόρρητες/ασφαλείς/διασταυρωμένες/έγκυρες/εμπιστευτικές/επίσημες ~ες ... (πβ. είδηση). (Ανα)μεταδίδω/αξιοποιώ μια ~. Είμαστε στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε ~. Στο βιβλίο/στην ιστοσελίδα περιέχονται ~ες για/γύρω από/πάνω σε/σχετικά με ... Ανταλλάσσω/βρίσκω/δίνω (πβ. ενημερώνω)/παίρνω/συλλέγω ~ες. Βλ. ΕΥΠ.|| (στη θεωρία της επικοινωνίας:) Διάδοση/διάχυση της ~ας. Διαχείριση της ~ας (: μεταφορά, επεξεργασία, αποθήκευση).|| (ΤΗΛΕΠ.) Ακουστικές/ηχητικές/οπτικές ~ες. Βλ. τηλεπληροφορίες. 2. ΠΛΗΡΟΦ. οποιοδήποτε γνωσιακό στοιχείο προέρχεται από την επεξεργασία δεδομένων: ανάκληση/ανάσυρση ~ών. Αναπαράσταση/θεωρία ~ας.πληροφορίες (οι) (σε Υπηρεσία ή επιχείρηση): Γραφείο Πληροφοριών (για την ενημέρωση του κοινού). [< αγγλ. information] ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική πληροφορία: ΒΙΟΛ. πληροφορία που περιέχεται στις νουκλεοτιδικές αλληλουχίες της αλυσίδας του DNA και καθορίζει τη σύνθεση των πρωτεϊνών. Πβ. γενετικός κώδικας. [< γαλλ. information génétique ] , Κοινωνία της Πληροφορίας (ακρ. ΚτΠ): στην οποία παίζει σημαντικό ρόλο η διαχείριση και αξιοποίηση των πληροφοριών μέσω της τεχνολογίας και της Πληροφορικής. Βλ. τηλεδημοκρατία. [< αγγλ. information society] , πληροφορίες (τηλεφωνικού) καταλόγου: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική ή διαδικτυακή υπηρεσία που παρέχει πληροφορίες για αριθμούς τηλεφώνων που έχουν καταχωρηθεί σε τηλεφωνικούς καταλόγους., Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνίας/Επικοινωνιών (ακρ. ΤΠΕ): οι τεχνολογίες των υπολογιστών και των επικοινωνιών, των οποίων η ανάπτυξη επιτυγχάνεται με τη γενίκευση της ηλεκτρονικής ανταλλαγής πληροφοριών, τη χρήση ψηφιακών συσκευών και τη ραγδαία εξάπλωση του διαδικτύου και των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Πβ. τεχνολογία (της) πληροφορίας/(των) πληροφοριών. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. Information and Communication Technologies, information technology, 1978] , ανάκτηση πληροφοριών/πληροφορίας βλ. ανάκτηση, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, εξαγωγή/εξόρυξη πληροφορίας βλ. εξαγωγή, εξόρυξη δεδομένων βλ. εξόρυξη, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, πληροφορίες ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών βλ. τράπεζα, υπερλεωφόρος (των) πληροφοριών βλ. υπερλεωφόρος [< 1: μτγν. πληροφορία ‘ικανοποίηση, διαβεβαίωση’, γαλλ. information, renseignement 2: αγγλ. information]

συγκέντρωση

συγκέντρωση συ-γκέ-ντρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. συλλαλητήριο ή γενικότ. συνάθροιση σημαντικού συνήθ. αριθμού ατόμων σε καθορισμένο χώρο και με συγκεκριμένο σκοπό: ανεξάρτητη/αντιιμπεριαλιστική/αντιφασιστική/πανελλήνια/φοιτητική ~. ~ αλληλεγγύης. ~ ενός κόμματος (πβ. συνέδριο). Απεργιακές ~ώσεις σ' όλη τη χώρα. Επεισόδια στη ~. (ως κάλεσμα) Όλοι στη ~-πορεία στην πλατεία ... Η ~ διαλύθηκε/ματαιώθηκε. Διοργάνωσαν ~ εναντίον ... Οι εργαζόμενοι θα πραγματοποιήσουν ~ στις ... του μηνός. Πολύς κόσμος ήρθε/συμμετείχε στη ~.|| Ενημερωτική (βλ. συνάντηση)/οικογενειακή/πνευματιστική/πολιτική/προεκλογική ~. ~ γονέων (και κηδεμόνων)/στρατιωτικών δυνάμεων/φίλων. Αίθουσα ~ώσεων. Το δικαίωμα στις δημόσιες ~ώσεις (= του συνέρχεσθαι). Το βράδυ θα κάνω μια φιλική ~ στο σπίτι μου (πβ. μάζωξη). Η πόλη έχει τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ~ στην Ευρώπη (πβ. υπερ~). Βλ. προ~. 2. συλλογή, μάζεμα: ~ βιβλιογραφίας/δεδομένων/πληροφοριών/πόντων (σε αθλητικούς αγώνες)/προσφορών/στοιχείων/τροφίμων/υπογραφών/χρημάτων. Πρόγραμμα ~ης και ανακύκλωσης χαρτιού.|| ~ της εξουσίας/του πλούτου (= συσσώρευση) στα χέρια λίγων (βλ. ολιγαρχία, συγκεντρωτισμός).|| ~ λίπους στην κοιλιά. 3. κατεύθυνση της σκέψης προς συγκεκριμένο αντικείμενο, σκοπό: αδυναμία ~ης: Βλ. ΔΕΠ-Υ. Ανικανότητα/δυσκολία ~ης της προσοχής. Το παιδί έχει πρόβλημα ~ης (= αυτοσυγκέντρωσης). Πρέπει να δείξουμε μεγάλη ~ στο παιχνίδι. Η συγκεκριμένη άσκηση απαιτεί πλήρη ~. 4. ΧΗΜ. ποσότητα ουσίας που περιέχεται σε διάλυμα: μέση/υψηλή/χαμηλή ~. ~ της γλυκόζης στο αίμα/του όζοντος στον αέρα. Αύξηση/μείωση/μέτρηση/όρια της ~ης ρύπων. Βλ. περιεκτικότητα. 5. ΟΙΚΟΝ. τάση αύξησης του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων και ειδικότ. το αποτέλεσμα της συγχώνευσης δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή της ανάληψης του ελέγχου εταιρείας: κάθετη/οριζόντια ~ (= κάθετη/οριζόντια ολοκλήρωση). Ο κλάδος χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ~ης.|| Δημόσια ανακοίνωση ~ης. 6. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται στον ίδιο χώρο, συνήθ. σε μεγάλα αστικά κέντρα, παρόμοιες υπηρεσίες και ειδικότ. αρμοδιότητες, εξουσίες. ΑΝΤ. αποκέντρωση, αποσυγκέντρωση ● Υποκ.: συγκεντρωσούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συγκέντρωση κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κάθε είδους αύξηση του όγκου ενός κεφαλαίου: φόρος ~ης ~., συγκέντρωση παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία κατά την οποία, για συγκεκριμένο ύψος παραγωγής, το μέγεθος των επιχειρήσεων αυξάνεται, ενώ ο αριθμός τους μειώνεται., στρατόπεδα συγκέντρωσης βλ. στρατόπεδο, συγκέντρωση διαμαρτυρίας βλ. διαμαρτυρία, συγκέντρωση ιόντων βλ. ιόν [< πβ. μτγν. συγκέντρωσις 'ταυτόχρονος συσχετισμός των κέντρων', γαλλ.-αγγλ. concentration]

σύγχρονος

σύγχρονος, η, ο σύγ-χρο-νος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. σύγχρονος} 1. που εκφράζει τη σημερινή ή σχετικά πρόσφατη εποχή, ανήκει σε αυτή ή αποτελεί προϊόν της: ~ος: κινηματογράφος/κόσμος/πολιτισμός/ρόλος (του εκπαιδευτικού, βλ. παραδοσιακός)/τρόπος ζωής. ~η: αισθητική/αρχιτεκτονική/έκδοση (ΑΝΤ. παλιά, παλιότερη)/ιστορία (βλ. αρχαία, μεσαιωνική, νεότερη)/λογοτεχνία (βλ. κλασική)/μουσική/προσέγγιση (ενός έργου)/σκέψη. ~ο: θέατρο/κράτος/μοντέλο. ~οι: Ολυμπιακοί αγώνες/προβληματισμοί/συγγραφείς. ~ες: ανάγκες/γλώσσες (πβ. ζωντανές. Βλ. νεκρές). ~α: θέματα/προβλήματα. Ιστορία της ~ης Ελλάδας. Η θέση της γυναίκας στη ~η εποχή/πραγματικότητα (ΑΝΤ. παρελθόν). Ο ~ άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από τη φύση. Έχει ~ες αντιλήψεις/ιδέες (ΣΥΝ. καινοτόμες, μοντέρνες, νεωτεριστικές, πρωτοποριακές, ΑΝΤ. απαρχαιωμένες, (ξε)περασμένες, παρωχημένες, αναχρονιστικές, συντηρητικές, ντεμοντέ). Βλ. αλλοτινός.|| ~ος: εξοπλισμός. ~ο: ντιζάιν/σπίτι/σχολείο. ~ες: απαιτήσεις/εγκαταστάσεις/εφαρμογές/λύσεις/πρακτικές/τάσεις/τεχνικές/υποδομές. ~α: συστήματα (καθαρισμού του νερού). Η εταιρεία προσφέρει ~ο περιβάλλον εργασίας. Τα δωμάτια είναι εξοπλισμένα με όλες τις ~ες ανέσεις. Βλ. υπερ~. ΣΥΝ. σημερινός (1), συγκαιρινός, τωρινός 2. που ζει, υπάρχει, αναπτύσσεται κατά την ίδια χρονική περίοδο με κάποιον ή κάτι άλλο ή συμβαίνει την ίδια στιγμή με κάτι άλλο: ο ... και οι ~οί του ποιητές. Τοιχογραφίες ~ες με την ανέγερση του ναού. ΑΝΤ. νεότερος, παλ(α)ιότερος.|| Αναπήδηση στο αριστερό πόδι με ~η (= ταυτόχρονη) άρση του δεξιού. ΣΥΝ. ομόχρονος.|| (ΗΛΕΚΤΡ.-ΤΕΧΝΟΛ.) ~ες: (ηλεκτρικές) μηχανές (: ηλεκτροκινητήρες ή γεννήτριες εναλλασσόμενου ρεύματος, η ταχύτητα περιστροφής των οποίων βρίσκεται σε συγχρονισμό με τη συχνότητα του ρεύματος). ΑΝΤ. α~, επαγωγικός. Βλ. -χρονος. ● Ουσ.: σύγχρονο (το): ΓΡΑΜΜ. χρονική σχέση που δηλώνει ότι δύο ή περισσότερες ενέργειες γίνονται ταυτόχρονα. Βλ. προτερό-, υστερό-χρονο., σύγχρονος (ο) {κυρ. στον πληθ.}: πρόσωπο που έζησε ή ζει την ίδια χρονική περίοδο με κάποιο άλλο: Διαφοροποιήθηκε από τις απόψεις των ~όνων του. ● επίρρ.: συγχρόνως: ταυτόχρονα: Εργαζόμαστε ~ πολλοί στο ίδιο γραφείο. ΣΥΝ. συνάμα ● ΣΥΜΠΛ.: σύγχρονη επικοινωνία: ΔΙΑΔΙΚΤ. που γίνεται σε πραγματικό χρόνο, κατά την οποία δηλ. οι συνομιλητές είναι ταυτόχρονα συνδεδεμένοι στο διαδίκτυο. Βλ. εμ ες εν, σκάιπ, τηλεδιάσκεψη, τσατ. ΑΝΤ. ασύγχρονη επικοινωνία [< αγγλ. synchronous communication] , σύγχρονος χορός & σύγχρονο (το): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ομάδα χορευτικών ειδών που αναπτύχθηκαν τον 20ό αιώνα, προορίζονται για παράσταση και συνδυάζουν διαφορετικά συστήματα και τεχνικές του μοντέρνου και του μεταμοντέρνου χορού. Βλ. μπαλέτο, τζαζ. [< αγγλ. contemporary dance] , σύγχρονη τέχνη βλ. τέχνη, σύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση [< 1: γαλλ. contemporain, moderne 2: μτγν. σύγχρονος 'ταυτόχρονος', γαλλ. simultané, synchrone, αγγλ. synchronous]

φατικός

φατικός, ή, ό φα-τι-κός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: φατική επικοινωνία/επαφή: ΓΛΩΣΣ. λειτουργία της γλώσσας που αποσκοπεί στη δημιουργία κυρ. της κατάλληλης επικοινωνιακής ατμόσφαιρας για την έναρξη της συνομιλίας: Χαρακτηριστικά παραδείγματα ~ής ~ας είναι οι τυπικοί χαιρετισμοί. [< πβ. μτγν. φατικός ‘που έχει βεβαιωθεί χωρίς αποδείξεις’, αγγλ. phatic, 1923 < αρχ. φατὸς ‘λεκτός’, γαλλ. phatique, περ. 1950]

χορηγός

χορηγός χο-ρη-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. ΝΟΜ. πρόσωπο, συνήθ. νομικό, που αναλαμβάνει χορηγία: ο επίσημος/κύριος ~ της εκπομπής/του διαγωνισμού. Εθνικός/μέγας ~. Εταιρεία-~. ~οί διαφημίσεων/εξοπλισμού/προϊόντων/υπηρεσιών. Πρόσκληση ενδιαφέροντος ~ών. Παροχές/προνόμια ~ών. Οργανισμός/τράπεζα που συμμετέχει ως αποκλειστικός ~ του συνεδρίου. Φιλανθρωπική εκδήλωση την οποία στηρίζει ηθικά και χρηματικά ως ~ ο ... Βλ. διοργανωτής, δωρητής, ευεργέτης, υποστηρικτής.|| Ο ~ του αθλητή/της εθνικής ομάδας. Πβ. σπόνσορας. Βλ. μαικήνας. 2. ΝΟΜ. κρατικός ή ιδιωτικός φορέας ή οργανισμός, ο οποίος δίνει χορηγία: ~ του προγράμματος. Ο Δήμος/το Ίδρυμα υπήρξε ο ~ του έργου. Πβ. χρηματοδότης. 3. (μτφ.) αυτός που προσφέρει κάποιο ανεκτίμητο αγαθό: ~ αγάπης/ζωής/χαράς. 4. ΑΡΧ. εύπορος πολίτης της Αθήνας ο οποίος αναλάμβανε τη χορηγία: το βραβείο/έπαθλο του ~ού. ● ΣΥΜΠΛ.: χορηγός επικοινωνίας: ΝΟΜ. νομικό πρόσωπο, συνήθ. μέσο μαζικής ενημέρωσης, με ευρεία απήχηση στο κοινό, το οποίο αναλαμβάνει τη διαφήμιση εκδήλωσης ή προγράμματος με φιλανθρωπικό ή επιστημονικό περιεχόμενο ή σπανιότ. της προσπάθειας ατόμου που αγωνίζεται για ευγενή σκοπό: ραδιοφωνικός/τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ της παράστασης. Συναυλία που πραγματοποιήθηκε με ~ό ~ το/την ... (: όνομα καναλιού ή εφημερίδας). , χρυσός χορηγός: που προσφέρει συνήθ. την πιο μεγάλη οικονομική στήριξη σε μια διοργάνωση: oι ~οί ~οί των Ολυμπιακών Αγώνων. ~ ~ της βραδιάς ήταν ο όμιλος ...|| Aργυρός και χάλκινος ~ (: ο δεύτερος και ο τρίτος κατά σειρά). [< 4: αρχ. χορηγός, γαλλ. chorège, αγγλ. choragus, αγγλ.-γαλλ. sponsor]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.