Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18520-18540]


  • επικαθήμενος , η, ο [ἐπικαθήμενος] ε-πι-κα-θή-με-νος επίθ.: (για κατασκευή, μηχανισμό) που κάθεται, πατά πάνω σε κάτι: ~ος: νιπτήρας. ~η: βάση/καρότσα. ~ο: όχημα/φορτηγό. ● Ουσ.: επικαθήμενο (το): ημιρυμουλκούμενο: ρυμουλκό/φορτηγό με ~. Πβ. νταλίκα. [< αρχ. ἐπικαθήμενος]
  • επικάθιση [ἐπικάθιση] ε-πι-κά-θι-ση ουσ. (θηλ.) & επικάθηση: εναπόθεση υλικού σε επιφάνεια· (συνεκδ. στον πληθ.) το ίδιο το υλικό: ~ αλάτων σε πλυντήρια (βλ. καθαλάτωση). ~ ρύπων και σκόνης σε μνημεία.|| Στερεά υπολείμματα και ~ίσεις. ~ίσεις και κατάλοιπα καύσεως. Απομάκρυνση/σχηματισμός ~ίσεων. Πβ. ίζημα.
  • επικαιρικός , ή, ό [ἐπικαιρικός] ε-πι-και-ρι-κός επίθ.: που ανταποκρίνεται στην επικαιρότητα: ~ή: εκπομπή. Άρθρο με ~ό χαρακτήρα. Πβ. επίκαιρος. Βλ. διαχρονικός.
  • επικαιροποίηση [ἐπικαιροποίηση] ε-πι-και-ρο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επικαιροποιώ: ~ της γνώσης/του θέματος/του μητρώου .../των προτάσεων για .../της στατικής μελέτης/των στόχων/της στρατηγικής μας. ~ της διδακτέας ύλης/του εκπαιδευτικού υλικού/των προγραμμάτων σπουδών (πβ. εκσυγχρονισμός). Επιμέλεια και ~ ιστοσελίδων. Προθεσμία ~ης στοιχείων. Συνεχείς ~ήσεις. Βλ. επαν~, -ποίηση. [< γαλλ. actualisation]
  • επικαιροποιώ [ἐπικαιροποιῶ] ε-πι-και-ρο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {επικαιροποι-εί ... | επικαιροποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, -ώντας}: εκσυγχρονίζω, προσαρμόζω στα νέα δεδομένα: ~ήθηκε η μελέτη/το πρόγραμμα/το σχέδιο δράσης ... ~ημένη: έκδοση (= αναθεωρημένη). ~ο: μνημόνιο. ~ες: οδηγίες. ~ημένα: κείμενα/(στατιστικά) στοιχεία. Βλ. -ποιώ. [< γαλλ. actualiser]
  • επίκαιρος , η, ο [ἐπίκαιρος] ε-πί-και-ρος επίθ. 1. που ανήκει στην παρούσα εποχή, συμβαδίζει με αυτή· που είναι κατάλληλος για την περίσταση: ~η: ιστορία. ~ο: βιβλίο/έργο/σχόλιο. ~α: γεγονότα/ζητήματα/προβλήματα. Το θέμα είναι/παραμένει ~ο. Παλιό, αλλά ~ο άρθρο. Συγγραφέας διαχρονικός και πάντα ~. Πβ. σύγχρονος.|| ~η: παρέμβαση/συζήτηση. Πβ. εύστοχος, καίριος. Βλ. -καιρος, -η, -ο. ΑΝΤ. άκαιρος, ανεπίκαιρος, παράκαιρος 2. (για τόπο) που είναι εξαιρετικά σημαντικός για την επίτευξη κάποιου στόχου: Πυροφυλάκια/σκοπιές που έχουν τοποθετηθεί σε ~α σημεία. Κατέλαβαν ~ες θέσεις. Πβ. στρατηγικός. ● Ουσ.: επίκαιρα (τα) (παλαιότ.): ειδήσεις, νέα, επικαιρότητα: κινηματογραφικά ~ (: παρουσιάζονταν στον κινηματογράφο πριν από την έναρξη της ταινίας). [< γαλλ. Les actualités] ● επίρρ.: επίκαιρα ● ΣΥΜΠΛ.: επίκαιρη ερώτηση: ΠΟΛΙΤ. που υποβάλλεται από βουλευτή για θέμα της άμεσης επικαιρότητας και απευθύνεται στον Πρωθυπουργό ή σε κάποιον από τους Υπουργούς, οι οποίοι απαντούν προφορικά, σε μία από τις τρεις κάθε εβδομάδα, ειδικά για τη συζήτησή τους, συνεδριάσεις της Ολομέλειας της Βουλής: ~ ~ του ... (προς τον ...) για τα εθνικά θέματα/την οικονομία/την παιδεία. Κατέθεσε ~ ~. Βλ. κοινοβουλευτικός έλεγχος, η ώρα του πρωθυπουργού. [< γαλλ. question d’actualité] , επίκαιρη επερώτηση βλ. επερώτηση [< αρχ. ἐπίκαιρος, γαλλ. actuel]
  • επικαιρότητα [ἐπικαιρότητα] ε-πι-και-ρό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. οι τελευταίες, τρέχουσες εξελίξεις σε κάποιον τομέα, οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ειδησεογραφικού ενδιαφέροντος και ενημέρωσης της κοινής γνώμης: η αθλητική/διεθνής/εγχώρια/καλλιτεχνική/οικονομική/παγκόσμια/πολιτική/πολιτιστική/τρέχουσα ~. Η ~ σε τίτλους/φωτογραφίες. Στήλη με νέα από την ~. Η ~ της εβδομάδας (που πέρασε/φεύγει). Ανασκόπηση/θέματα/πρόσωπα/σχολιασμός της ~ας. Εκτός ~ας. Υποθέσεις που απασχόλησαν την ~. Ζήτημα που επανήλθε στην ~. Πρόβλημα που βρίσκεται στο επίκεντρο/κέντρο της ~ας. Πβ. ειδησεογραφία. 2. (λόγ.) η ιδιότητα του επίκαιρου: η ~ του μηνύματος. (για πνευματικό άνθρωπο) Η ~ της σκέψης και του έργου του. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. ανεπικαιρότητα [< γαλλ. actualité]
  • επικαλαμίδα [ἐπικαλαμίδα] ε-πι-κα-λα-μί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα της κνήμης που φορούν κυρ. αθλητές. Βλ. επιαγκωνίδα, επιγονατίδα, επιστραγαλίδα, σπασουάρ.
  • επικαλούμαι [ἐπικαλοῦμαι] ε-πι-κα-λού-μαι ρ. (μτβ.) {επικαλείσαι ..., μτχ. επικαλ-ούμενος | επικαλέ-στηκα κ. -σθηκα, -στεί κ. -σθεί, επικλή-θηκε, -θεί} 1. αναφέρω κάτι και το προβάλλω ως επιχείρημα ή δικαιολογία: ~ ως απόδειξη των λεγομένων μου/ως ελαφρυντικό ότι ... (ΝΟΜ.) ~ τα ακόλουθα (= επάγομαι). ~ τη μαρτυρία σας. Δημοσίευμα που ~είται αξιόπιστες πηγές. ~ούνται το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης/τον νόμο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. ~στηκε φόρτο εργασίας. Θα ~στώ την κοινή λογική. Υπέβαλε παραίτηση ~ούμενος προσωπικούς λόγους.|| Η ισχύς των νόμων, οι οποίοι έχουν ~θεί, αμφισβητείται. 2. λέω κάτι και το χρησιμοποιώ για να ζητήσω βοήθεια· κάνω έκκληση: ~ την επιείκειά/την κατανόησή/την υπομονή σας. ~ τη φιλία μας τόσων χρόνων, για να ... ~ούμαστε τα ανθρωπιστικά σας συναισθήματα.|| ~ τα θεία/τον Θεό (στις δύσκολες στιγμές). Πβ. καταφεύγω, προστρέχω, προσφεύγω. ● Μτχ.: επικαλούμενος , η, ο (λόγ.): επονομαζόμενος, επιλεγόμενος: ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο ~ και Ναζιανζηνός. [< αρχ. ἐπικαλοῦμαι, γαλλ. invoquer, appeler]
  • επικάλυμμα [ἐπικάλυμμα] ε-πι-κά-λυμ-μα ουσ. (ουδ.): επίστρωση, επένδυση: προστατευτικό ~. ~ πλαστικού. Εικόνα με ασημένιο ~. Σκληρά ~ατα δαπέδων. ΣΥΝ. επικάλυψη (1) [< αρχ. ἐπικάλυμμα ‘περίβλημα’]
  • επικαλυπτικός , ή, ό [ἐπικαλυπτικός] ε-πι-κα-λυ-πτι-κός επίθ. (λόγ.): καλυπτικός: ~ή: κρέμα/στρώση. ~ό: υλικό.
  • επικαλυπτικότητα [ἐπικαλυπτικότητα] ε-πι- κα-λυ-πτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): καλυπτικότητα.
  • επικαλύπτω [ἐπικαλύπτω] ε-πι-κα-λύ-πτω ρ. (μτβ.) {επικάλυ-ψα, επικαλύ-φθηκε, -φθεί, -μμένος, επικαλυπτ-όμενος, -οντας, συνήθ. μεσοπαθ.}: καλύπτω επιφάνεια με ένα υλικό: Τα πατώματα έχουν ~φθεί με μάρμαρο. Πλάκα ~μμένη με βερνίκι. Πβ. επενδύω, επιστρώνω, σκεπάζω. ● Παθ.: επικαλύπτεται: (μτφ.) συμπίπτει ή έχει κοινό πεδίο αναφοράς με κάτι άλλο: Μαθήματα που ~ονται μεταξύ τους. ~όμενες: αρμοδιότητες. Πβ. αλληλοκαλύπτονται. [< αγγλ. overlap] [< αρχ. ἐπικαλύπτω]
  • επικάλυψη [ἐπικάλυψη] ε-πι-κά-λυ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. κάλυψη επιφάνειας με υλικό· το ίδιο το υλικό: ~ μετάλλων/τοίχων. ~ από ... Πβ. στρώσιμο.|| Αντιδιαβρωτική/κεραμική/προστατευτική/τελική ~. Καλώδιο με πλαστική ~. Πβ. επένδυση, κάλυμμα, στρώση.|| (ΖΑΧΑΡ.) Κέικ/κρουασάν/μπισκότα με ~ σοκολάτας. ~ τούρτας (με σαντιγί, αμύγδαλα). Πβ. γαρνίρισμα, γαρνιτούρα. ΣΥΝ. επίστρωση 2. (μτφ.) σύμπτωση τομέων ή δράσεων: ~ αρμοδιοτήτων (= αλληλοκάλυψη). (Χρονική) ~ μαθημάτων και εξετάσεων. ~ύψεις μεταξύ (θεσμικών) οργάνων/υπουργείων/φορέων. [< 1: μτγν. ἐπικάλυψις 2: αγγλ. overlap]
  • επικαρπία [ἐπικαρπία] ε-πι-καρ-πί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα κάποιου να χρησιμοποιεί ή να εκμεταλλεύεται ξένη ιδιοκτησία, χωρίς να μπορεί να θίξει την ουσία της (να το τροποποιήσει, να το διαθέσει): ισόβια ~. ~ αορίστου/ορισμένου χρόνου. ~ ακινήτου. Ενάσκηση/λήξη/μεταβίβαση/σύσταση ~ας. Αποκτώ/έχω/παραχωρώ την ~. Παραιτήθηκε από την ~. Ο πατέρας μάς έδωσε την ψιλή κυριότητα με γονική παροχή και κράτησε την ~. Πβ. δουλεία. [< μτγν. ἐπικαρπία, γαλλ. usufruit]
  • επικάρπιο [ἐπικάρπιο] ε-πι-κάρ-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. προστατευτικό περίβλημα του καρπού του χεριού που τον συγκρατεί και τον στηρίζει: αυτοκόλλητο/ελαστικό ~. ~ με τρύπα (στον αντίχειρα). Πβ. νάρθηκας. 2. ΒΟΤ. μεμβράνη γύρω από τον καρπό, η οποία αποτελεί την εξωτερική επιφάνεια του περικαρπίου. Πβ. φλοιός, φλούδα. Βλ. ενδο-, μεσο-κάρπιο. [< μτγν. ἐπικάρπιον ‘φλούδα (του πεπονιού)’, αυτό που υπάρχει πάνω στον καρπό του χεριού’]
  • επικαρπωτής [ἐπικαρπωτής] ε-πι-καρ-πω-τής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. επικαρπώ-τρια}: ΝΟΜ. κάτοχος επικαρπίας: ιδιοκτήτες ~ές (γεωργικής γης). Είναι μόνο ~ και όχι κύριος του διαμερίσματος.|| (ως επίθ.) Η ~τρια επιχείρηση. [< γαλλ. usufruitier]
  • επικασσιτερωμένος , η, ο [ἐπικασσιτερωμένος] ε-πι-κασ-σι-τε-ρω-μέ-νος επίθ.: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. που έχει υποστεί επικασσιτέρωση: ~ος: σίδηρος/χαλκός/χάλυβας. ~ο: καλώδιο. Βλ. επιμεταλλωμένος.
  • επικασσιτέρωση [ἐπικασσιτέρωση] ε-πι-κασ-σι-τέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. επιμετάλλωση με κασσίτερο με σκοπό την προστασία από την οξείδωση· συνεκδ. η ίδια η επίστρωση: ~ σκευών. ΣΥΝ. γάνωμα [< γαλλ. étamage]
  • επικείμενος , η, ο [ἐπικείμενος] ε-πι-κεί-με-νος επίθ. (λόγ.): που επίκειται: ~ος: γάμος/πόλεμος/σεισμός. ~η: δίκη/επίθεση/επίσκεψη/καταιγίδα/καταστροφή/συνάντηση. ~ο: συνέδριο/ταξίδι. ~ες: αλλαγές/εκλογές. ~α: γεγονότα. Πβ. επερχόμενος, προσεχής. Βλ. επαπειλ-, κυοφορ-ούμενος. [< αρχ. ἐπικείμενος]

διαχρονικός

διαχρονικός, ή, ό δι-α-χρο-νι-κός επίθ. 1. που αντέχει στον χρόνο: ~ός: θεσμός/συγγραφέας. ~ή: αξία/μόδα/συνέχεια. ~ό: αίτημα/έργο/ερώτημα/μήνυμα/πρόβλημα. Πβ. αιώνιος, ακατάλυτος, υπερχρονικός. 2. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη διαχρονία: ~ή: προσέγγιση/σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. Πβ. ιστορικοσυγκριτικός. Βλ. συγχρονικός. ● επίρρ.: διαχρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 2: γαλλ. diachronique, 1908, αγγλ. diachronic, 1922]

ενδο- & ενδ-

ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-

επερώτηση

επερώτηση [ἐπερώτηση] ε-πε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο που κατατίθεται στη Βουλή από έναν ή περισσότερους βουλευτές, όταν κρίνουν ότι η απάντηση Υπουργού σε προηγούμενη ερώτησή τους, που αφορούσε πράξη ή παράλειψή του, δεν ήταν επαρκής: ~ (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) για εκπαιδευτικά θέματα/την κοινωνική ασφάλιση. Κατάθεση ~ης. ~ (που απευθύνεται) προς τον/στον Υπουργό Εξωτερικών. Βλ. κοινοβουλευτικός έλεγχος.|| (κατ' επέκτ.) ~ δημοτικού συμβούλου. ● ΣΥΜΠΛ.: επίκαιρη επερώτηση: που αφορά θέματα της επικαιρότητας και συζητάται κάθε Δευτέρα στην Ολομέλεια της Βουλής. Βλ. επίκαιρη ερώτηση. [< γαλλ. interpellation d’actualité] [< πβ. μτγν. ἐπερώτησις ‘αναζήτηση συμβουλής, καθοδήγησης’, γαλλ. interpellation]

επιαγκωνίδα

επιαγκωνίδα [ἐπιαγκωνίδα] ε-πι-α-γκω-νί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα του αγκώνα που φορούν κυρ. αθλητές: ~ με δέστρα. Βλ. επιγονατίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα.

επιμεταλλωμένος

επιμεταλλωμένος, η, ο [ἐπιμεταλλωμένος] ε-πι-με-ταλ-λω-μέ-νος επίθ.: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. που έχει υποστεί επιμετάλλωση: ~ο: νήμα/χαρτί. ~ες: λαμαρίνες. ~α: ανταλλακτικά (αυτοκινήτων). Φυσίγγια με ~α σκάγια. Βλ. επικασσιτερ-, επινικελ-, επιχρυσ-, επιχρωμι-, επιψευδαργυρ-ωμένος. [< γαλλ. métallisé, αγγλ. metallized, plated]

-καιρος

-καιρος (προφ.): β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που αναφέρονται συνήθ. σε κακοκαιρία: βρομό~/παλιό~.

κοινοβουλευτικός

κοινοβουλευτικός, ή, ό κοι-νο-βου-λευ-τι-κός επίθ. (κ. με κεφαλ. Κ): ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με το Κοινοβούλιο: ~ός: συντάκτης (εφημερίδας)/υπουργός. ~ή: δραστηριότητα/περίοδος. (Μικτή) ~ή αντιπροσωπεία. ~ό: Δίκαιο/έργο/Συμβούλιο/σύστημα. ~οί: θεσμοί. ~ές: εκλογές. ~ά: έδρανα/μέλη/όργανα (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δηλώσεις του ~ού Εκπροσώπου (του κόμματος). Συνεδρίαση της ~ής Ομάδας του κόμματος. Βλ. αντι~, δια~, εξω~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινοβουλευτικός έλεγχος: ΠΟΛΙΤ. που ασκείται κυρ. από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για να ελεγχθεί η πολιτική της σε ορισμένο τομέα: μέσα ~ού ~ου (: πρόταση μομφής/δυσπιστίας, αναφορές, επερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών, σύσταση εξεταστικών επιτροπών, έλεγχος της Βουλής επί των ανεξαρτήτων Αρχών)., κοινοβουλευτική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, κοινοβουλευτική επιτροπή βλ. επιτροπή [< μτγν. κοινοβουλευτικός, γαλλ. parlementaire]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.