διαχρονικός, ή, ό δι-α-χρο-νι-κός επίθ. 1. που αντέχει στον χρόνο: ~ός: θεσμός/συγγραφέας. ~ή: αξία/μόδα/συνέχεια. ~ό: αίτημα/έργο/ερώτημα/μήνυμα/πρόβλημα. Πβ. αιώνιος, ακατάλυτος, υπερχρονικός. 2. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη διαχρονία: ~ή: προσέγγιση/σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. Πβ. ιστορικοσυγκριτικός. Βλ. συγχρονικός. ● επίρρ.: διαχρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 2: γαλλ. diachronique, 1908, αγγλ. diachronic, 1922]
ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-
επερώτηση [ἐπερώτηση] ε-πε-ρώ-τη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο που κατατίθεται στη Βουλή από έναν ή περισσότερους βουλευτές, όταν κρίνουν ότι η απάντηση Υπουργού σε προηγούμενη ερώτησή τους, που αφορούσε πράξη ή παράλειψή του, δεν ήταν επαρκής: ~ (της αξιωματικής αντιπολίτευσης) για εκπαιδευτικά θέματα/την κοινωνική ασφάλιση. Κατάθεση ~ης. ~ (που απευθύνεται) προς τον/στον Υπουργό Εξωτερικών. Βλ. κοινοβουλευτικός έλεγχος.|| (κατ' επέκτ.) ~ δημοτικού συμβούλου. ● ΣΥΜΠΛ.: επίκαιρη επερώτηση: που αφορά θέματα της επικαιρότητας και συζητάται κάθε Δευτέρα στην Ολομέλεια της Βουλής. Βλ. επίκαιρη ερώτηση. [< γαλλ. interpellation d’actualité] [< πβ. μτγν. ἐπερώτησις ‘αναζήτηση συμβουλής, καθοδήγησης’, γαλλ. interpellation]
επιαγκωνίδα [ἐπιαγκωνίδα] ε-πι-α-γκω-νί-δα ουσ. (θηλ.): προστατευτικό κάλυμμα του αγκώνα που φορούν κυρ. αθλητές: ~ με δέστρα. Βλ. επιγονατίδα, επικαλαμίδα, επιστραγαλίδα.
επιμεταλλωμένος, η, ο [ἐπιμεταλλωμένος] ε-πι-με-ταλ-λω-μέ-νος επίθ.: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. που έχει υποστεί επιμετάλλωση: ~ο: νήμα/χαρτί. ~ες: λαμαρίνες. ~α: ανταλλακτικά (αυτοκινήτων). Φυσίγγια με ~α σκάγια. Βλ. επικασσιτερ-, επινικελ-, επιχρυσ-, επιχρωμι-, επιψευδαργυρ-ωμένος. [< γαλλ. métallisé, αγγλ. metallized, plated]
-καιρος (προφ.): β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που αναφέρονται συνήθ. σε κακοκαιρία: βρομό~/παλιό~.
κοινοβουλευτικός, ή, ό κοι-νο-βου-λευ-τι-κός επίθ. (κ. με κεφαλ. Κ): ΠΟΛΙΤ. που σχετίζεται με το Κοινοβούλιο: ~ός: συντάκτης (εφημερίδας)/υπουργός. ~ή: δραστηριότητα/περίοδος. (Μικτή) ~ή αντιπροσωπεία. ~ό: Δίκαιο/έργο/Συμβούλιο/σύστημα. ~οί: θεσμοί. ~ές: εκλογές. ~ά: έδρανα/μέλη/όργανα (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Δηλώσεις του ~ού Εκπροσώπου (του κόμματος). Συνεδρίαση της ~ής Ομάδας του κόμματος. Βλ. αντι~, δια~, εξω~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινοβουλευτικός έλεγχος: ΠΟΛΙΤ. που ασκείται κυρ. από την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση για να ελεγχθεί η πολιτική της σε ορισμένο τομέα: μέσα ~ού ~ου (: πρόταση μομφής/δυσπιστίας, αναφορές, επερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων, συζητήσεις με πρωτοβουλία βουλευτών, σύσταση εξεταστικών επιτροπών, έλεγχος της Βουλής επί των ανεξαρτήτων Αρχών)., κοινοβουλευτική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, κοινοβουλευτική επιτροπή βλ. επιτροπή [< μτγν. κοινοβουλευτικός, γαλλ. parlementaire]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ