Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [18480-18500]


  • επιδράσει βλ. επιδρώ
  • επίδραση [ἐπίδραση] ε-πί-δρα-ση ουσ. (θηλ.): δράση, ενέργεια που ασκείται σε κάποιον ή κάτι με τις επακόλουθες μεταβολές που επιφέρει· (συνηθέστ. στον πληθ.) επιρροή: ανεπιθύμητη/αποφασιστική/αρνητική/βλαβερή/δυσμενής/έντονη/επιζήμια/ευεργετική/ευνοϊκή/θετική/ισχυρή/καθοριστική/καταστροφική/οικονομική/σημαντική/τεράστια ~. Υπό την ~ /(σπανιότ.) κατ’ ~ (+ γεν.). Η ~ της ηλιακής ακτινοβολίας στο ανθρώπινο δέρμα/του καφέ στην υγεία/της τεχνολογίας στην επικοινωνία (πβ. επίπτωση). Η ~ των καιρικών συνθηκών/του κλίματος στη διάθεση. Το αλκοόλ έχει αρνητική ~ στην οδήγηση. Πβ. επενέργεια. Βλ. συν~.|| Μεγάλη προσωπικότητα που άσκησε ~ στους μεταγενέστερους. Πολιτισμικές σχέσεις και αμοιβαίες ~άσεις (πβ. αλληλ~). Δέχτηκε ~άσεις και με τη σειρά του επηρέασε άλλους. Πβ. επηρεασμός. [< γερμ. Einwirkung, Auswirkung]
  • επιδραστικός , ή, ό [ἐπιδραστικός] ε-πι-δρα-στι-κός επίθ.: που ασκεί επιρροή στον χώρο του ή τον κόσμο: ~ός: συγγραφέας/φιλόσοφος. ~ή: δύναμη/ικανότητα/λειτουργία. ~ό: περιβάλλον/(μουσικό) ρεύμα. Δημιουργικός/δημοφιλής/πρωτοποριακός και (εξαιρετικά/ιδιαίτερα) ~ καλλιτέχνης. Θεωρείται η πιο ~ή μορφή της σύγχρονης μουσικής.|| Πρόσωπα με ~ό ρόλο στις εξελίξεις (πβ. ηγετ-, καθοριστ-, καταλυτ-, σημαντ-ικός). Βλ. αλληλ~. [< γαλλ. influent, αγγλ. influential]
  • επιδραστικότητα [ἐπιδραστικότητα] ε-πι-δρα-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): επιρροή, δυνατότητα επηρεασμού: θετική ~ (: επίδραση). H ~ ενός έργου (βλ. αξία, αποδοχή, σημασία)/μιας μουσικής (βλ. διαχρονικότητα)/ενός μπλογκ (βλ. απήχηση)/της τέχνης. Βλ. -ότητα.
  • επιδρομέας [ἐπιδρομέας] ε-πι-δρο-μέ-ας ουσ. (αρσ.) (λόγ.-περιληπτ.): σύνολο συνήθ. προσώπων (στρατός) που κάνει επιδρομή: Ο ~ είχε αριθμητική υπεροχή. (κ. στον πληθ.) Άμυνα εναντίον των ~έων. Πβ. εισβολέας. [< μτγν. ἐπιδρομεύς]
  • επιδρομή [ἐπιδρομή] ε-πι-δρο-μή ουσ. (θηλ.) 1. αιφνιδιαστική και σφοδρή ένοπλη επίθεση: αεροπορική/βάρβαρη/καταστροφική/ληστρική/πειρατική/πολεμική/στρατιωτική ~. ~ των ανταρτών. Εξαπέλυσαν ~. Πβ. εισβολή, επέλαση. Βλ. κατάκτηση, λεηλασία.|| (κατ΄ επέκτ.) Η αστυνομία έκανε ~ (: έφοδο) στο κρησφύγετο των ληστών. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ξαφνική και μαζική εμφάνιση, είσοδος, άφιξη: ~ ακρίδων/ιώσεων/κουνουπιών. ~ της Εφορίας στους οφειλέτες (βλ. φορο~) και σε τραπεζικούς λογαριασμούς/των καταναλωτών στα σούπερ μάρκετ/τουριστών. [< 1: αρχ. ἐπιδρομή]
  • επιδρώ [ἐπιδρῶ] ε-πι-δρώ ρ. (αμτβ.) {επιδρ-άς ... | επέδρα-σε, επιδρά-σει, λόγ. μτχ. επιδρ-ών, -ώσα, -ών, -ώντας} : ασκώ επίδραση: Παράγοντας που ~σε αποφασιστικά/αρνητικά/δυσμενώς/ευνοϊκά/θετικά/καθοριστικά/καταλυτικά/σημαντικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας/στις εξελίξεις/στην έκβαση του πολέμου. Το φάρμακο που πήρε δεν έχει ~σει ακόμη. Πβ. δρα, επενεργεί, επηρεάζω. Βλ. αλληλ~, συν~. [< μτγν. ἐπιδρῶ 'κάνω, εκτελώ', γερμ. einwirken, auswirken, γαλλ. influer, influencer]
  • επιείκεια [ἐπιείκεια] ε-πι-εί-κει-α ουσ. (θηλ.): αντιμετώπιση, αξιολόγηση προσώπου, κατάστασης με ανεκτικότητα και χωρίς αυστηρότητα: πνεύμα ~ας (προς τους ανηλίκους). Θα δείξω ~ απέναντί του/στα λάθη (πβ. ελαφρυντικό). Εξάντλησα κάθε ~. (για καθηγητή:) Βαθμολόγησε με μεγάλη ~. Ζήτησε από το δικαστήριο να τον κρίνει με ~. (ΝΟΜ.) Η αρχή της ~ας. Πβ. ελαστικότητα. Βλ. κατανόηση, μεγαλοθυμία, συγκατάβαση, συμπόνια. [< μτγν. ἐπιείκεια]
  • επιεικής , ής, ές [ἐπιεικής] ε-πι-ει-κής επίθ. {επιεικ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· επιεικέστ-ερος, -ατος}: που τον χαρακτηρίζει επιείκεια: Είμαι ~ με τους ανθρώπους/στις κρίσεις μου για τους άλλους. Η δικαιοσύνη στάθηκε ~ απέναντί του. Βλ. μεγαλόψυχος, συγκαταβατ-, συμπονετ-ικός.|| ~ής: χαρακτηρισμός. ~ής: βαθμολόγηση/μεταχείριση/ποινή/στάση. Πβ. ελαστικός. ΑΝΤ. ανεπιεικής, αυστηρός (1) ● επίρρ.: επιεικώς [-ῶς] 1. με επιείκεια. 2. (+ επίθ., επιτατ.) για αρνητική κρίση: συμπεριφορά ~ απαράδεκτη. Ταινία ~ μέτρια. Πβ. τουλάχιστον. [< αρχ. ἐπιεικής]
  • επίζηλος , η, ο [ἐπίζηλος] ε-πί-ζη-λος επίθ. (λόγ.): αξιοζήλευτος, ζηλευτός: ο ~ τίτλος του ολυμπιονίκη. Η ~η θέση του διευθυντή/του προέδρου. [< αρχ. ἐπίζηλος]
  • επιζήμιος , α, ο [ἐπιζήμιος] ε-πι-ζή-μι-ος επίθ. (λόγ.): που προκαλεί ζημιά, βλάβη: ~ες: επιπτώσεις/συνέπειες. ~α: αποτελέσματα. Δίαιτα ~α για τον οργανισμό. Πολιτική οικονομικά και κοινωνικά ~α. Ενέργειες που μπορεί να αποβούν/αποδειχθούν ~ες για τα συμφέροντά μας. Πβ. ζημιογόνος. ΣΥΝ. βλαβερός, επιβλαβής ΑΝΤ. επικερδής, επωφελής ● επίρρ.: επιζήμια [< αρχ. ἐπιζήμιος]
  • επιζήσας , ασα, αν [ἐπιζήσας] ε-πι-ζή-σας επίθ./ουσ. (λόγ.): αυτός που επέζησε: ο μόνος ~ από το ναυάγιο. Οι τελευταίοι ~αντες από τους διωγμούς. (λογιότ., + γεν.) Οι ~αντες του βομβαρδισμού/της μοιραίας πτήσης/των στρατοπέδων συγκέντρωσης.|| (ως επίθ.) ~αντες: στρατιώτες. Πβ. επιζών. Βλ. -ας, -ασα, -αν. [< αρχ. ἐπιζήσας, αγγλ. survivor, γαλλ. survivant]
  • επιζήτηση [ἐπιζήτηση] ε-πι-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): αναζήτηση, επιδίωξη: ~ λύσεων/συμφωνίας. ~ της αλήθειας/της δόξας/της ευτυχίας/του κέρδους (= κυνήγι)/της τελειότητας. [< αρχ. ἐπιζήτησις]
  • επιζητώ [ἐπιζητῶ] ε-πι-ζη-τώ ρ. (μτβ.) {επιζητ-είς (σπανιότ.) επιζητ-άς ...| επιζήτ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ώντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): προσπαθώ να καταφέρω ή να αποκτήσω κάτι: ~ούμε τη βοήθειά σας! Δεν ~ επαίνους! ~εί (να προκαλεί) την προσοχή των άλλων. Πβ. γυρεύω, επιδιώκω.|| (στο γ΄πρόσ.) Προβλήματα που ~ούν (= χρειάζονται) λύση. ~είται δράση/ενεργοποίηση/ενότητα/ομοψυχία (= υπάρχει ανάγκη). [< αρχ. ἐπιζητῶ]
  • επιζώ [ἐπιζῶ] ε-πι-ζώ ρ. (αμτβ.) {επιζείς... | επέζ-ησα, επιζ-ήσει, λόγ. μτχ. επιζ-ών, μτχ. αορ. επιζ-ήσας, -ήσασα, -ήσαν} 1. καταφέρνω να παραμείνω ζωντανός, συνήθ. ύστερα από περιστατικό που έθεσε τη ζωή μου σε κίνδυνο: ~ησε από το ναυάγιο. (λόγ., +γεν.) ~ησαν του δυστυχήματος. Πβ. σώζομαι.|| Πόσο ~εί ο άνθρωπος χωρίς νερό/τροφή; ΣΥΝ. επιβιώνω (1) 2. (σπάν.-μτφ.) συνεχίζω να λειτουργώ παρόλες τις δυσκολίες: Η εταιρεία κατάφερε να ~ήσει κάνοντας περικοπές.επιζεί (μτφ.): εξακολουθεί να υπάρχει: Έθιμα που ~ησαν ως τις μέρες μας. [< αρχ. ἐπιζῶ, γαλλ. survivre, αγγλ. survive]
  • επιζών , ώσα, ών [ἐπιζῶν] ε-πι-ζών επίθ./ουσ. {επιζ-ώντος (σπάν. θηλ. -ώσας κ. λογιότ. -ώσης) | -ώντες (ουδ. -ώντα) -ώντων} (λόγ.): αυτός που έχει επιζήσει: Κανένας ~ από τη συντριβή του αεροσκάφους. Διασώστες αναζητούν/εντόπισαν ~ώντες στα ερείπια/συντρίμμια (των κτιρίων). Μαρτυρίες ~ώντων. (λογιότ., + γεν.) ~ του Ολοκαυτώματος. Πβ. επιζήσας.|| (ως επίθ.) ~ώσες (γραπτές) πηγές. Τα ~ώντα θύματα.|| (επίσ.) Τα ~ώντα μέλη οικογένειας θανόντος (πβ. εν ζωή). Σύνταξη ~ώντος/ώσης συζύγου (= σύνταξη χηρείας). [< αρχ. ἐπιζῶν, γαλλ. survivant, αγγλ. survivor]
  • επιζωοτία [ἐπιζωοτία] ε-πι-ζω-ο-τί-α ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. επιδημία που προσβάλλει ζώα: η ~ του αφθώδους πυρετού/της γρίπης των πτηνών/της πανώλης των χοίρων. Βλ. ζωονόσος. [< γαλλ. épizootie, αγγλ. epizooty]
  • επιθαλάμιος , α, ο [ἐπιθαλάμιος] ε-πι-θα-λά-μι-ος επίθ.: ΦΙΛΟΛ. που σχετίζεται με το γαμήλιο άσμα: ~ος: ύμνος. ~α: επιγράμματα/ποιήματα. Βλ. υμέναιος. ● Ουσ.: επιθαλάμιο (το) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΡΧ. τραγούδι του γάμου, που τραγουδιόταν έξω από το νυφικό δωμάτιο. [< μτγν. ἐπιθαλάμιος]
  • επιθαλάσσιος , α, ο [ἐπιθαλάσσιος] ε-πι-θα-λάσ-σι-ος επίθ. (λόγ.): που βρίσκεται (πάνω) στη θάλασσα, θαλάσσιος: ~ο: οχυρό/τείχος/φρούριο. ~ες: κατασκευές. Βλ. παρα-, υπο-θαλάσσιος, παράκτιος. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσια/επιθαλάσσια αρωγή βλ. αρωγή [< αρχ. ἐπιθαλάσσιος]
  • επιθανάτιος , α, ο [ἐπιθανάτιος] ε-πι-θα-νά-τι-ος επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με (ή γίνεται) την ώρα του θανάτου: ~α: αγωνία/(λογοτ.) κλίνη. ~οι: σπασμοί. ~ες: εμπειρίες. ● ΣΥΜΠΛ.: επιθανάτιος ρόγχος βλ. ρόγχος [< μτγν. ἐπιθανάτιος]

αξία

αξία [ἀξία] α-ξί-α ουσ. (θηλ.) {αξι-ών} 1. σύνολο θετικών στοιχείων ή ιδιοτήτων που καθιστούν κάποιον ή κάτι σημαντικό, σπουδαίο, ικανό· (μεγάλη) σημασία, ικανότητα, χρησιμότητα: διατροφική/θρεπτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/λογοτεχνική/χρηστική ~. Ανακάλυψη/έργο με μεγάλη (επιστημονική) ~. Ενθύμιο/φωτογραφία με συναισθηματική ~. Έγγραφο/εύρημα ιστορικής ~ας. Άνθρωπος ~ας (= επιπέδου, κλάσης, ποιότητας). Όταν αρρώστησε, κατάλαβε την ~ της υγείας. Η ~ της δημοκρατίας/ελευθερίας/φιλίας. Μετάλλιο στρατιωτικής ~ας Α'/Β'/Γ' τάξεως (: που απονέμεται σε όσους διακρίθηκαν σε πόλεμο ή προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα). Θα αποδείξω την ~ μου. Πβ. σπουδαιότητα. Βλ. απ~, αυτ~.|| Αυτό που έχει ~ να θυμόμαστε ... (= αξίζει, έχει σημασία). 2. ΟΙΚΟΝ. χρηματική συνήθ. αποτίμηση πράγματος, τιμή: αρχική/μεγάλη/μηδαμινή/μικρή/περιορισμένη/σημαντική/συνολική/υπολειμματική ~. ~ αντικατάστασης. Ανεβάζω/διπλασιάζω/εκτιμώ/ελαττώνω/καθορίζω/κατεβάζω/κοστολογώ/μειώνω/υπολογίζω την ~ ενός εμπορεύματος (πβ. κόστος). Αποκτά ~. Η ~ κυμαίνεται από ... έως/μέχρι ... ευρώ. Κόσμημα ~ας ... ευρώ. Ανάλυση (: για τον καθορισμό της τιμής προϊόντος βάσει των χαρακτηριστικών και του κόστους παραγωγής του)/μείωση (= υποτίμηση) ~ας. Αυξήθηκε η ~ της γης/των οικοπέδων (= ακρίβυναν). Η ~ του νομίσματος/του χρυσού. ~ της εργασίας (πβ. αμοιβή). Δείγμα/προϊόν χωρίς ~ (: που δίνεται ή αποστέλλεται δωρεάν για διαφημιστικούς λόγους). Αγαθά υψηλής/χαμηλής ~ας. Στο μουσείο εκτίθενται ευρήματα ανεκτίμητης/ανυπολόγιστης ~ας (= πολύτιμα). Βλ. υπερ~, υπο~. 3. ΓΛΩΣΣ. η λειτουργία ενός γλωσσικού στοιχείου σε συνάρτηση με τις συνταγματικές και παραδειγματικές σχέσεις με άλλα στοιχεία του συστήματος· ειδικότ. η σημασία που λαμβάνει μια λέξη σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. 4. ΜΟΥΣ. διάρκεια ενός φθόγγου και το σχετικό σύμβολο (φθογγόσημο). 5. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. βαθμός διαύγειας ενός χρωματικού τόνου στη ζωγραφική και συνεκδ. ο ίδιος ο χρωματικός τόνος. ● αξίες (οι): αρχές και γενικότ. ό,τι αναγνωρίζεται από τον άνθρωπο ή/και την κοινωνία ως αληθές, ωραίο, ωφέλιμο ή σημαντικό: αιώνιες/ακατάλυτες/ανθρωπιστικές/διαχρονικές/ηθικές/θρησκευτικές/κοινωνικές/παναθρώπινες/παραδοσιακές/πνευματικές (ΑΝΤ. υλικές)/πολιτιστικές ~. Αμφισβήτηση/απουσία/άρνηση/έλλειψη/ιεράρχηση/κλίμακα/κρίση ~ών. Οι ~ ενός λαού. ~ και ιδανικά. (ΦΙΛΟΣ.) Θεωρία των ~ών (= αξιολογία). Σύστημα ~ών (= αξιακό σύστημα). Έχουμε τις ίδιες/κοινές ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αξία επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η συνολική της αξία (εγκαταστάσεις, ενσώματες και ασώματες ακινητοποιήσεις, ανθρώπινο δυναμικό, μετοχικό κεφάλαιο)., κινητές αξίες: ΟΙΚΟΝ. τίτλοι (μετοχές, ομόλογα, γραμμάτια) που αποδίδουν μεταβλητό ή σταθερό εισόδημα: ονομαστικές/ανώνυμες ~ ~. Επένδυση σε ~ ~. Εισηγμένες (στο χρηματιστήριο) ~ ~. [< γαλλ. valeurs mobilières ] , πραγματική/τρέχουσα αξία: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός περιουσιακού στοιχείου που προσαρμόζεται στις αλλαγές των τιμών (κυρ. του πληθωρισμού): ~ ~ ακινήτου/εταιρείας/μετοχών/πώλησης., Χρηματιστήριο Αξιών: ΟΙΚΟΝ. στο οποίο οι συναλλαγές έχουν ως αντικείμενο κινητές αξίες: Ο δείκτης/η τιμή των μετοχών στο ~ ~ Αθηνών ανέρχεται/κυμαίνεται ... [< αγγλ. stock exchange] , αγοραία αξία/τιμή βλ. αγοραίος, αγοραστική αξία βλ. αγοραστικός, ακαθάριστη αξία παραγωγής βλ. ακαθάριστος, αλυσίδα αξίας βλ. αλυσίδα, αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία βλ. τιμή, ανταλλακτική αξία βλ. ανταλλακτικός, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, θερμιδική/ενεργειακή αξία βλ. θερμιδικός, ονομαστική αξία βλ. ονομαστικός, προστιθέμενη αξία βλ. προστιθέμενος ● ΦΡ.: δίνω αξία: θεωρώ κάποιον ή κάτι σημαντικό, ασχολούμαι μαζί του, υπολογίζω (τη γνώμη του): Μη ~εις ~ στα λόγια της. Εγώ φταίω που σου έδωσα ~., με την αξία (μου/σου/του ...): επάξια, όχι χαριστικά: Ανέβηκε ψηλά χωρίς καμία βοήθεια, ~ ~ της., παρ' αξίαν (λόγ.): χωρίς να το αξίζει: ~ ~ ευνοημένοι., εγνωσμένης αξίας/εγνωσμένου κύρους βλ. εγνωσμένος [< αρχ. ἀξία, γαλλ. valeur, αγγλ. value]

αρωγή

αρωγή [ἀρωγή] α-ρω-γή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): βοήθεια: παροχή (οικονομικής/χρηματικής) ~ής στους πληγέντες. Πβ. ενίσχυση.|| Άμεση/διεθνής/δικαστική/κοινωνική/κρατική/νομική ~. Με την ~ του ... Προσφέρει ~ σε ... Πβ. συνδρομή, υποστήριξη. ● ΣΥΜΠΛ.: γραφείο αρωγής (συνήθ. με κεφαλ. Γ, Α): υπηρεσία που παρέχει στους πολίτες συμβουλές, βοήθεια και υποστήριξη, κυρ. με ηλεκτρονικά μέσα: ~ ~ χρηστών. ΣΥΝ. χελπ ντεσκ [< αγγλ. help desk, 1980] , θαλάσσια/επιθαλάσσια αρωγή: ΝΟΜ. παροχή βοήθειας σε πλοίο ή πρόσωπο που κινδυνεύει στη θάλασσα: ~ ~ και διάσωση. Πβ. ναυαγιαίρεση. Βλ. ναυαγοσωστικό. [< γαλλ. assistance maritime] , Ταμείο Αρωγής βλ. ταμείο [< αρχ. ἀρωγή]

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

επιδρώ

επιδρώ [ἐπιδρῶ] ε-πι-δρώ ρ. (αμτβ.) {επιδρ-άς ... | επέδρα-σε, επιδρά-σει, λόγ. μτχ. επιδρ-ών, -ώσα, -ών, -ώντας} : ασκώ επίδραση: Παράγοντας που ~σε αποφασιστικά/αρνητικά/δυσμενώς/ευνοϊκά/θετικά/καθοριστικά/καταλυτικά/σημαντικά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας/στις εξελίξεις/στην έκβαση του πολέμου. Το φάρμακο που πήρε δεν έχει ~σει ακόμη. Πβ. δρα, επενεργεί, επηρεάζω. Βλ. αλληλ~, συν~. [< μτγν. ἐπιδρῶ 'κάνω, εκτελώ', γερμ. einwirken, auswirken, γαλλ. influer, influencer]

ζωονόσος

ζωονόσος ζω-ο-νό-σος ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε ασθένεια ή λοιμώδης νόσος που προσβάλλει τα ζώα και μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Πβ. ανθρωποζωο-, ζωοανθρωπο-νόσος. Βλ. επιζωοτία, λεπτοσπείρωση, λιστερίωση, μελιταίος πυρετός, τοξοπλάσμωση, τουλαραιμία. [< γαλλ. zoonose, 1953, αγγλ. zoonosis]

κατάκτηση

κατάκτηση κα-τά-κτη-ση ουσ. (θηλ.) & (προφ.) κατάχτηση 1. απόκτηση κυρ. πνευματικού αγαθού με κόπο και προσπάθεια: ~ της αλήθειας/της ανεξαρτησίας/της αρετής/της γνώσης/ενός δικαιώματος (πβ. κατοχύρωση)/της ελευθερίας/της εξουσίας/της επιτυχίας/της ευτυχίας. Αγωνίζονται για την ~ (= επίτευξη, πραγματοποίηση) των στόχων τους.|| Βαθμιαία/σταδιακή ~ της γλώσσας/της γραφής/δεξιοτήτων/του λεξιλογίου/των (μαθηματικών) εννοιών από το παιδί. Πβ. εκμάθηση. Βλ. πρόσληψη.|| (ΑΘΛ.) ~ του κυπέλλου/της νίκης/του πρωταθλήματος/του τίτλου/του χρυσού μεταλλίου.|| ~ της αγάπης/της εμπιστοσύνης/της συμπάθειας (κάποιου). 2. (συνεκδ.) (για πράγμα) απόκτημα· (για πρόσ.) ερωτικός σύντροφος, συνήθ. όχι μόνιμος: Η τελευταία του ~ είναι ένα σπορ αμάξι.|| Η καινούργια/νέα του ~. Πβ. γκόμενα, φιλενάδα. 3. διαδικασία κατά την οποία εδαφική έκταση τίθεται υπό τον έλεγχο, την κατοχή εχθρικών δυνάμεων με χρήση όπλων: στρατιωτικές ~ήσεις. ~ της πόλης/του φρουρίου. Εκστρατεία ~ης της χώρας. ΣΥΝ. κατάληψη, κυρίευση. Πβ. άλωση, καθυπόταξη, υποδούλωση. Βλ. ανα~, εισβολή, επιδρομή.|| (μτφ., για χώρο που δεν είχε μέχρι πρότινος εξερευνηθεί) ~ του Διαστήματος/ενός πλανήτη/της Σελήνης. ~ του αέρα/των θαλασσών/του κόσμου/της ψηλότερης κορυφής (ενός βουνού).κατακτήσεις (οι) 1. επιτεύγματα, κατορθώματα, επιτυχίες: δημοκρατικές/εργασιακές/θεσμικές/πνευματικές/πολιτιστικές ~. Οι επιστημονικές και τεχνολογικές ~ της ανθρωπότητας.|| Ερωτικές ~. 2. κατεχόμενες περιοχές: Έχασαν τις ~ (= κτήσεις) τους. ● ΦΡ.: έχει πολλές κατακτήσεις: έχει πολλές επιτυχίες στο αντίθετο φύλο. Βλ. γυναικο-, καρδιο-κατακτητής. [< μτγν. κατάκτησις, γαλλ. conquête]

κατανόηση

κατανόηση κα-τα-νό-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατανοώ: ανθρώπινη ~. Πλήρης/σωστή ~ των αναγκών/του εαυτού μας/των λόγων (παραίτησης)/της σημασίας (της προστασίας του περιβάλλοντος)/του τρόπου (λειτουργίας του ...)/ενός φαινομένου. ~ σε βάθος μιας θεωρίας. Αδυναμία/βαθμός/ικανότητα ~ης εννοιών. Διευκολύνεται/δυσχεραίνεται/εμποδίζεται η ~. Η (ακουστική) ~ του κειμένου. Πβ. αφομοίωση, εμπέδωση. Βλ. αλληλο~. 2. (ειδικότ.) αντίληψη, συνειδητοποίηση της (δύσκολης) θέσης, κατάστασης κάποιου: ανθρώπινη ~. Ανάγκη/έλλειψη ~ης. Απαιτείται παγκόσμια ~ και ειρήνη. Σύντροφος με αληθινή/μεγάλη ~. Δεν έχει/δεν υπάρχει καθόλου ~. Δείξε λίγη ~! Έδειξε ~ στο θέμα …/για το θέμα … Ευχαριστούμε για την ~. Αντιμετωπίζει/βλέπει με ~ το πρόβλημα. Πβ. ενσυναίσθηση, συμπάθεια, συμπόνια. ● ΣΥΜΠΛ.: μνημόνιο συνεργασίας/συμφωνίας/κατανόησης βλ. μνημόνιο [< 1: μτγν. κατανόησις 2: γαλλ. compréhension, entendement, αγγλ. understanding]

μεγαλόψυχος

μεγαλόψυχος, η, ο με-γα-λό-ψυ-χος επίθ.: που έχει ή φανερώνει καλή ψυχή, ανωτερότητα, επιείκεια, ανεκτικότητα απέναντι στα λάθη ή τις αδυναμίες των άλλων: (για πρόσ.) Στάθηκε ~η και τον συγχώρησε. Πβ. μακρό-, μεγά-θυμος.|| ~η: πράξη/στάση/συμπεριφορά. Βλ. -ψυχος. ΣΥΝ. γενναιόφρων, γενναιόψυχος (2), μεγαλόκαρδος ΑΝΤ. μικρόψυχος ● επίρρ.: μεγαλόψυχα [< αρχ. μεγαλόψυχος]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παρα-

παρα- & παρ- & παρά- & πάρ-: α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει υπερβολή: παρα-τρώω.|| (Το) παρα-κάνω/(τα) ~λέω.

ρόγχος

ρόγχος ρόγ-χος ουσ. (αρσ.) 1. βαριά και θορυβώδης αναπνοή λόγω αναπνευστικής δυσχέρειας, συνήθ. κατά τον ύπνο. Πβ. ροχαλητό, ροχάλισμα. 2. ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} παθολογικός ήχος που ακούγεται κατά την ακρόαση των πνευμόνων: δύσπνοια και ~οι. Πβ. βράσιμο. Βλ. τρίζοντες. ● ΣΥΜΠΛ.: επιθανάτιος ρόγχος: δύσκολη και ηχηρή αναπνοή ανθρώπου που πεθαίνει· συνεκδ. ο θάνατος: ο ~ ~ του μελλοθάνατου.|| Τον έπιασαν οι τύψεις λίγο πριν από τον ~ο ~ο. (μτφ.) Κοινωνία σε ~ο ~ο (πβ. πνέει τα λοίσθια). [< μεσν. ρόγχος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.