Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 140 εγγραφές  [0-20]


  • -γραφος , η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
  • -γράφος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά: 1. στον ειδικό επιστήμονα ή δημιουργό: γεω~/λαο~/λεξικο~/τοπο~/ωκεανο~.|| Αγιο~/γελοιο~/θαλασσο~/λιθο~/σκιτσο~/σκηνο~. Χορο~. 2. στον συγγραφέα ή συντάκτη μίας κατηγορίας κειμένων: βιο~/διηγηματο~/δοκιμιο~/ηθο~/μυθιστοριο~/πεζο~/σεναριο~.|| Αρθρο~/δημοσιο~/επιφυλλιδο~. 3. σε αυτόν που γράφει με συγκεκριμένο τρόπο· στον επαγγελματία που χρησιμοποιεί ορισμένη εκτυπωτική μέθοδο: κακο~/καλλι~/ορθο~. Δακτυλο~/στενο~.|| Τυπο~/φωτο~. 4. σε συσκευή, συνήθ. καταγραφής, ή όργανο σχεδίασης: ηλιο~/σεισμο~/φασματο~. (ΙΑΤΡ.) Καρδιο~/παλμο~.|| Ραπιδο~/στιλο~.
  • αγγειογράφος [ἀγγειογράφος] αγ-γει-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. τεχνίτης, καλλιτέχνης που διακοσμεί αγγεία: Οι ~οι της αρχαϊκής/κλασικής εποχής. Βλ. αγγειοπλάστης, κεραμοποιός. 2. ΙΑΤΡ. συσκευή για την εξέταση, απεικόνιση των αγγείων. Πβ. τομογράφος. Βλ. -γράφος. [< 2: γαλλ. angiographe]
  • αγιογράφος [ἁγιογράφος] α-γι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ζωγράφος εικόνων ή διακοσμητικών παραστάσεων με πρόσωπα ή σκηνές από τη χριστιανική παράδοση: συντηρητής-~. (Μετα)βυζαντινοί/σύγχρονοι ~οι. Έκθεση ~ων.|| (ως επίθ.) ~οι: μοναχοί. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. hagiographe]
  • άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
  • αερογράφος [ἀερογράφος] α-ε-ρο-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό εργαλείο για ομοιόμορφο ψεκασμό επιφανειών με χρώμα ή μελάνι: ~ για ζωγραφική/μοντελισμό/υφάσματα. Βλ. -γράφος, πιστολέτο, σπρέι. [< αγγλ. aerograph, γαλλ. aérographe, 1923]
  • αθλητικογράφος [ἀθλητικογράφος] α-θλη-τι-κο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): δημοσιογράφος που περιγράφει, σχολιάζει και αναλύει αθλητικά γεγονότα και θέματα, αθλητικός συντάκτης. Βλ. -γράφος, σπορτκάστερ. [< αγγλ. sportswriter, 1927]
  • αλληλογράφος [ἀλληλογράφος] αλ-λη-λο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) πρόσωπο που 1. αλληλογραφεί: ανώνυμος/τακτικός ~. Βλ. -γράφος. 2. (σπανιότ.) ασχολείται με τη διαχείριση της αλληλογραφίας ενός γραφείου, μιας επιχείρησης: ~οι-γραμματείς. ~οι και στενογράφοι πρακτικών. [< γαλλ. correspondancier, 1900]
  • ανεμογράφος [ἀνεμογράφος] α-νε-μο-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΕΩΡ. ανεμόμετρο. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. anémographe, αγγλ. anemograph]
  • ανεπίγραφος , η, ο [ἀνεπίγραφος] α-νε-πί-γρα-φος επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ. που δεν φέρει επιγραφή: ~η: πλάκα/(επιτύμβια) στήλη. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. ενεπίγραφος [< μτγν. ἀνεπίγραφος]
  • ανθρωπογεωγράφος [ἀνθρωπογεωγράφος] αν-θρω-πο-γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμονας που ειδικεύεται στην ανθρωπογεωγραφία: αρχιτέκτονας-~.
  • ανορθόγραφος , η, ο [ἀνορθόγραφος] α-νορ-θό-γρα-φος επίθ.: που κάνει ή περιέχει (πολλά) ορθογραφικά σφάλματα: ~ος: συντάκτης. ~οι: μαθητές. || & ως (ουσ.): Είναι ~. ΑΝΤ. ορθογράφος.|| ~η: επιγραφή. ~ο και ασύντακτο κείμενο (ΑΝΤ. ορθογραφημένο). Βλ. -γραφος. ● επίρρ.: ανορθόγραφα [< γερμ. unorthographisch]
  • ανυπόγραφος , η, ο [ἀνυπόγραφος] α-νυ-πό-γρα-φος επίθ.: για κείμενο, έγγραφο ή δημιούργημα που δεν φέρει την υπογραφή, το ονοματεπώνυμο του συντάκτη, του αρμόδιου προσώπου ή του δημιουργού του: ~η: ανακοίνωση/επιστολή. ~ο: άρθρο/δημοσίευμα/κείμενο (= ανώνυμο)/σημείωμα/σχόλιο. Έργο ~ο και αχρονολόγητο.|| (κατ' επέκτ. για ενέργεια) ~η: καταγγελία. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. ενυπόγραφος, υπογεγραμμένος ● επίρρ.: ανυπόγραφα [< μτγν. ἀνυπόγραφος]
  • αρθρογράφος [ἀρθρογράφος] αρ-θρο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): συντάκτης άρθρων για τον Τύπο: ανώνυμος/έγκριτος/κύριος/οικονομικός/πολιτικός ~. Δημοσιογράφος-~. Τακτικοί ~οι. Βλ. -γράφος. [< γερμ. Artikelschreiber]
  • αστροφωτογράφος [ἀστροφωτογράφος] α-στρο-φω-το-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): αυτός που φωτογραφίζει ουράνια σώματα με τη χρήση τηλεσκοπίου: επαγγελματίας/ερασιτέχνης ~. [< αγγλ. astrophotographer]
  • αυτόγραφος , η, ο [αὐτόγραφος] αυ-τό-γρα-φος επίθ. (λόγ.): που έχει γραφεί από τον ίδιο τον συγγραφέα ή τον δημιουργό: ~η: αφιέρωση/επιστολή. ~ο: σημείωμα. ~α: έργα. Πβ. ιδιόγραφος, ιδιόχειρος. Βλ. -γραφος. [< μτγν. αὐτόγραφος]
  • βιβλιογράφος βι-βλι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη σύνταξη βιβλιογραφικών καταλόγων: ~-βιβλιοθηκονόμος. [< μτγν. βιβλιογράφος 'αντιγραφέας βιβλίων', γαλλ. bibliographe, αγγλ. bibliographer]
  • βιογράφος βι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): συγγραφέας βιογραφίας. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. biographe, αγγλ. biographer, γερμ. Biograph]
  • γελοιογράφος γε-λοι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τη σχεδίαση γελοιογραφιών. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. caricaturiste]
  • γεωγράφος γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη γεωγραφία: κοινωνικός ~. Βλ. -γράφος. 2. (παλαιότ.) πρόσωπο που ασχολήθηκε συστηματικά με γεωγραφικές μελέτες: Αρχαίοι Έλληνες ~οι και περιηγητές. ~οι και εξερευνητές. [< 2: μτγν. γεωγράφος, γαλλ. géographe, αγγλ. geographer]

αγγειοπλάστης

αγγειοπλάστης [ἀγγειοπλάστης] αγ-γει-ο-πλά-στης ουσ. (αρσ.): τεχνίτης που κατασκευάζει διακοσμητικά ή χρηστικά, συνήθ. πήλινα, δοχεία και άλλα αντικείμενα: ~ και αγγειογράφος. ~ες καλλιτεχνικής κεραμικής/τροχού. Πβ. τσουκαλάς. Βλ. κανατάς, σταμνάς.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.