-γραφος , η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
-γράφος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά: 1. στον ειδικό επιστήμονα ή δημιουργό: γεω~/λαο~/λεξικο~/τοπο~/ωκεανο~.|| Αγιο~/γελοιο~/θαλασσο~/λιθο~/σκιτσο~/σκηνο~. Χορο~.2. στον συγγραφέα ή συντάκτη μίας κατηγορίας κειμένων: βιο~/διηγηματο~/δοκιμιο~/ηθο~/μυθιστοριο~/πεζο~/σεναριο~.|| Αρθρο~/δημοσιο~/επιφυλλιδο~.3. σε αυτόν που γράφει με συγκεκριμένο τρόπο· στον επαγγελματία που χρησιμοποιεί ορισμένη εκτυπωτική μέθοδο: κακο~/καλλι~/ορθο~. Δακτυλο~/στενο~.|| Τυπο~/φωτο~.4. σε συσκευή, συνήθ. καταγραφής, ή όργανο σχεδίασης: ηλιο~/σεισμο~/φασματο~. (ΙΑΤΡ.) Καρδιο~/παλμο~.|| Ραπιδο~/στιλο~.
αγγειογράφος [ἀγγειογράφος] αγ-γει-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. τεχνίτης, καλλιτέχνης που διακοσμεί αγγεία: Οι ~οι της αρχαϊκής/κλασικής εποχής. Βλ. αγγειοπλάστης, κεραμοποιός.2. ΙΑΤΡ. συσκευή για την εξέταση, απεικόνιση των αγγείων. Πβ. τομογράφος. Βλ. -γράφος. [< 2: γαλλ. angiographe]
αγιογράφος [ἁγιογράφος] α-γι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ζωγράφος εικόνων ή διακοσμητικών παραστάσεων με πρόσωπα ή σκηνές από τη χριστιανική παράδοση: συντηρητής-~. (Μετα)βυζαντινοί/σύγχρονοι ~οι. Έκθεση ~ων.|| (ως επίθ.) ~οι: μοναχοί. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. hagiographe]
άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος.4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος.5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
αερογράφος [ἀερογράφος] α-ε-ρο-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. ειδικό εργαλείο για ομοιόμορφο ψεκασμό επιφανειών με χρώμα ή μελάνι: ~ για ζωγραφική/μοντελισμό/υφάσματα. Βλ. -γράφος, πιστολέτο, σπρέι. [< αγγλ. aerograph, γαλλ. aérographe, 1923]
αθλητικογράφος [ἀθλητικογράφος] α-θλη-τι-κο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): δημοσιογράφος που περιγράφει, σχολιάζει και αναλύει αθλητικά γεγονότα και θέματα, αθλητικός συντάκτης. Βλ. -γράφος, σπορτκάστερ. [< αγγλ. sportswriter, 1927]
αλληλογράφος [ἀλληλογράφος] αλ-λη-λο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) πρόσωπο που 1. αλληλογραφεί: ανώνυμος/τακτικός ~. Βλ. -γράφος.2. (σπανιότ.) ασχολείται με τη διαχείριση της αλληλογραφίας ενός γραφείου, μιας επιχείρησης: ~οι-γραμματείς. ~οι και στενογράφοι πρακτικών. [< γαλλ. correspondancier, 1900]
ανεπίγραφος , η, ο [ἀνεπίγραφος] α-νε-πί-γρα-φος επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ. που δεν φέρει επιγραφή: ~η: πλάκα/(επιτύμβια) στήλη. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. ενεπίγραφος [< μτγν. ἀνεπίγραφος]
ανθρωπογεωγράφος [ἀνθρωπογεωγράφος] αν-θρω-πο-γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμονας που ειδικεύεται στην ανθρωπογεωγραφία: αρχιτέκτονας-~.
ανορθόγραφος , η, ο [ἀνορθόγραφος] α-νορ-θό-γρα-φος επίθ.: που κάνει ή περιέχει (πολλά) ορθογραφικά σφάλματα: ~ος: συντάκτης. ~οι: μαθητές. || & ως (ουσ.): Είναι ~.ΑΝΤ. ορθογράφος.|| ~η: επιγραφή. ~ο και ασύντακτο κείμενο (ΑΝΤ. ορθογραφημένο). Βλ. -γραφος. ● επίρρ.: ανορθόγραφα [< γερμ. unorthographisch]
ανυπόγραφος , η, ο [ἀνυπόγραφος] α-νυ-πό-γρα-φος επίθ.: για κείμενο, έγγραφο ή δημιούργημα που δεν φέρει την υπογραφή, το ονοματεπώνυμο του συντάκτη, του αρμόδιου προσώπου ή του δημιουργού του: ~η: ανακοίνωση/επιστολή. ~ο: άρθρο/δημοσίευμα/κείμενο (= ανώνυμο)/σημείωμα/σχόλιο. Έργο ~ο και αχρονολόγητο.|| (κατ' επέκτ. για ενέργεια) ~η: καταγγελία. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. ενυπόγραφος, υπογεγραμμένος ● επίρρ.: ανυπόγραφα [< μτγν. ἀνυπόγραφος]
αστροφωτογράφος [ἀστροφωτογράφος] α-στρο-φω-το-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): αυτός που φωτογραφίζει ουράνια σώματα με τη χρήση τηλεσκοπίου: επαγγελματίας/ερασιτέχνης ~. [< αγγλ. astrophotographer]
αυτόγραφος , η, ο [αὐτόγραφος] αυ-τό-γρα-φος επίθ. (λόγ.): που έχει γραφεί από τον ίδιο τον συγγραφέα ή τον δημιουργό: ~η: αφιέρωση/επιστολή. ~ο: σημείωμα. ~α: έργα. Πβ. ιδιόγραφος, ιδιόχειρος. Βλ. -γραφος. [< μτγν. αὐτόγραφος]
βιβλιογράφος βι-βλι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τη σύνταξη βιβλιογραφικών καταλόγων: ~-βιβλιοθηκονόμος. [< μτγν. βιβλιογράφος 'αντιγραφέας βιβλίων', γαλλ. bibliographe, αγγλ. bibliographer]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.