-γράφος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά: 1. στον ειδικό επιστήμονα ή δημιουργό: γεω~/λαο~/λεξικο~/τοπο~/ωκεανο~.|| Αγιο~/γελοιο~/θαλασσο~/λιθο~/σκιτσο~/σκηνο~. Χορο~.2. στον συγγραφέα ή συντάκτη μίας κατηγορίας κειμένων: βιο~/διηγηματο~/δοκιμιο~/ηθο~/μυθιστοριο~/πεζο~/σεναριο~.|| Αρθρο~/δημοσιο~/επιφυλλιδο~.3. σε αυτόν που γράφει με συγκεκριμένο τρόπο· στον επαγγελματία που χρησιμοποιεί ορισμένη εκτυπωτική μέθοδο: κακο~/καλλι~/ορθο~. Δακτυλο~/στενο~.|| Τυπο~/φωτο~.4. σε συσκευή, συνήθ. καταγραφής, ή όργανο σχεδίασης: ηλιο~/σεισμο~/φασματο~. (ΙΑΤΡ.) Καρδιο~/παλμο~.|| Ραπιδο~/στιλο~.
-γύναικο: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί γυναίκας: παλιο~ (ΣΥΝ. -θήλυκο). Βλ. -παιδο.
-γωνικός , ή, ό βλ. -γωνος
-γώνιος , α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
-γωνος , η, ο & -γωνικός: λεξικό επίθημα για τη δήλωση ορισμένου αριθμού γωνιών: (με απόλυτα αριθμητικά) εξά-γωνος/οκτά~/δωδεκά~. Βλ. -εδρος, -πλευρος.|| Παρά-γωνος. Πολυ-γωνικός.|| (ουσιαστικοπ., το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα:) Το τρί-γωνο/τετρά~/πεντά~/εξά~.
-δάκτυλος & -δάχτυλος: β' συνθετικό ουσιαστικών ή επιθέτων που δηλώνουν αριθμό δαχτύλων, ο οποίος προσδιορίζεται από το α΄ συνθετικό: εξα~/πεντα-δάκτυλος.
-δασος & -δάσος: β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος δάσους: ελατό-/κεδρό-/κυπαρισσό-/πευκό-/πλατανό-/πευκό-/φοινικό-~. Δρυο-/λεμονο-δάσος. Βροχο-δάσος.
-δείκτης & (προφ.) -δείχτης: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά στο όργανο ή γενικότ. στο αντικείμενο που μετρά ή προσδιορίζει ό,τι εκφράζεται από το α' συνθετικό: ανεμο~/ημερο~/λεπτο~/οδο~/σελιδο~/ωρο~.
-δέλφινο: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν είδος δελφινιού: ζωνο~/μαυρο~/ρινο~/σταχτο~.
-δερμα β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρονται 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΑΤ. στις εμβρυϊκές βλαστικές στιβάδες: ενδό~/εξώ~/μεσό~/υπό~.2. στο κατεργασμένο ή μη δέρμα ζώου: χοιρό~.
-δερμος , η, ο λεξικό επίθημα που δηλώνει 1. (σε επίθ.) ότι το προσδιοριζόμενο έχει δέρμα με το χαρακτηριστικό (υφή, χρώμα) που εκφράζει το α' συνθετικό: ερυθρό-/παχύ-δερμος.2. ΖΩΟΛ. (σε ουσ. στον πληθ. -δερμα) οικογένεια θαλάσσιων ζώων με κοινό χαρακτηριστικό τον τύπο δέρματος που εκφράζει το α΄συνθετικό: εχινό-, οστρακό-δερμα.
-δήποτε {άκλ.} (συνήθ. επιτατ.): επίθημα αντωνυμιών και επιρρημάτων με αοριστολογική σημασία ή/και γενικευτική αναφορά: οποιοσ~/οποτε~/οπου~/οπωσ~/οσοσ~/οτι~. Βλ. αναφορικές αντωνυμίες.
-διάστατος , η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.
-δικείο: λεξικό επίθημα παραγωγής ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει δικαστήριο: ειρηνο~/εμπορο~/εργατο~/ιερο~/κακουργ(ι)ο~/πλημμελειο~/πρωτο~/πταισματο~.
-δίκης {-δίκη (λόγ.) -δίκου | -δικών} (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κυρ. δικαστή: αερο~/ειρηνο~/ιερο~/πλημμελειο~/πρωτο~/πταισματο~/στρατο~.|| Αγωνο~. Χασο~.
-διπλος , η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
-δόμος: λεξικό επίθημα αρσενικών και σπανιότ. θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει τον επαγγελματία στην κατασκευή ή τον σχεδιασμό αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: οικο~/πολεο~.
-δόρος λεξικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγελματική ιδιότητα: γυψα~/λουστρα~/πρεσα~.2. {κ. σπάν. θηλ. -δόρισσα} αυτόν που επιδίδεται με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι, συνήθ. με αρνητική συνυποδήλωση: αβαντα~/ατακα~/σουλατσα~/τζογα~/τριπλα~/τσιλια~. 3. μηχάνημα ή ειδική συσκευή: αλοιφα~/γρασα~/πριτσινα~.
-εδρος
-εδρος, η, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό, προσδιορίζοντας τον αριθμό των εδρών γεωμετρικού σώματος: πεντά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το εξά~ο. Βλ. -πλευρος.
-ηδόν
-ηδόν (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.
-παιδο
-παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.