Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58767 εγγραφές  [120-140]


  • -γράφος επίθημα ουσιαστικών με αναφορά: 1. στον ειδικό επιστήμονα ή δημιουργό: γεω~/λαο~/λεξικο~/τοπο~/ωκεανο~.|| Αγιο~/γελοιο~/θαλασσο~/λιθο~/σκιτσο~/σκηνο~. Χορο~. 2. στον συγγραφέα ή συντάκτη μίας κατηγορίας κειμένων: βιο~/διηγηματο~/δοκιμιο~/ηθο~/μυθιστοριο~/πεζο~/σεναριο~.|| Αρθρο~/δημοσιο~/επιφυλλιδο~. 3. σε αυτόν που γράφει με συγκεκριμένο τρόπο· στον επαγγελματία που χρησιμοποιεί ορισμένη εκτυπωτική μέθοδο: κακο~/καλλι~/ορθο~. Δακτυλο~/στενο~.|| Τυπο~/φωτο~. 4. σε συσκευή, συνήθ. καταγραφής, ή όργανο σχεδίασης: ηλιο~/σεισμο~/φασματο~. (ΙΑΤΡ.) Καρδιο~/παλμο~.|| Ραπιδο~/στιλο~.
  • -γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.
  • -γύναικο : β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως μειωτικοί χαρακτηρισμοί γυναίκας: παλιο~ (ΣΥΝ. -θήλυκο). Βλ. -παιδο.
  • -γωνικός , ή, ό βλ. -γωνος
  • -γώνιος , α, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά στο είδος των γωνιών του προσδιοριζόμενου: αμβλυ~/ευρυ~/οξυ~/ορθο~.|| (ουσιαστικοπ.) Δια-γώνιος.
  • -γωνος , η, ο & -γωνικός: λεξικό επίθημα για τη δήλωση ορισμένου αριθμού γωνιών: (με απόλυτα αριθμητικά) εξά-γωνος/οκτά~/δωδεκά~. Βλ. -εδρος, -πλευρος.|| Παρά-γωνος. Πολυ-γωνικός.|| (ουσιαστικοπ., το αντίστοιχο γεωμετρικό σχήμα:) Το τρί-γωνο/τετρά~/πεντά~/εξά~.
  • -δάκτυλος & -δάχτυλος: β' συνθετικό ουσιαστικών ή επιθέτων που δηλώνουν αριθμό δαχτύλων, ο οποίος προσδιορίζεται από το α΄ συνθετικό: εξα~/πεντα-δάκτυλος.
  • -δασος & -δάσος: β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος δάσους: ελατό-/κεδρό-/κυπαρισσό-/πευκό-/πλατανό-/πευκό-/φοινικό-~. Δρυο-/λεμονο-δάσος. Βροχο-δάσος.
  • -δείκτης & (προφ.) -δείχτης: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά στο όργανο ή γενικότ. στο αντικείμενο που μετρά ή προσδιορίζει ό,τι εκφράζεται από το α' συνθετικό: ανεμο~/ημερο~/λεπτο~/οδο~/σελιδο~/ωρο~.
  • -δέλφινο : β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν είδος δελφινιού: ζωνο~/μαυρο~/ρινο~/σταχτο~.
  • -δερμα β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρονται 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΑΤ. στις εμβρυϊκές βλαστικές στιβάδες: ενδό~/εξώ~/μεσό~/υπό~. 2. στο κατεργασμένο ή μη δέρμα ζώου: χοιρό~.
  • -δερμος , η, ο λεξικό επίθημα που δηλώνει 1. (σε επίθ.) ότι το προσδιοριζόμενο έχει δέρμα με το χαρακτηριστικό (υφή, χρώμα) που εκφράζει το α' συνθετικό: ερυθρό-/παχύ-δερμος. 2. ΖΩΟΛ. (σε ουσ. στον πληθ. -δερμα) οικογένεια θαλάσσιων ζώων με κοινό χαρακτηριστικό τον τύπο δέρματος που εκφράζει το α΄συνθετικό: εχινό-, οστρακό-δερμα.
  • -δην (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων που δηλώνουν τρόπο: άρ~/διαρρή~/καταλογά~/συλλήβ~/συστά~/τροχά~. Βλ. -ηδόν. ΔΗΝ
  • -δήποτε {άκλ.} (συνήθ. επιτατ.): επίθημα αντωνυμιών και επιρρημάτων με αοριστολογική σημασία ή/και γενικευτική αναφορά: οποιοσ~/οποτε~/οπου~/οπωσ~/οσοσ~/οτι~. Βλ. αναφορικές αντωνυμίες.
  • -διάστατος , η, ο: λεξικό επίθημα για τη δήλωση του αριθμού των διαστάσεων: μονο~/δι(σ)~/τρι(σ)~.|| (μτφ.) Πολυ~.
  • -δικείο : λεξικό επίθημα παραγωγής ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει δικαστήριο: ειρηνο~/εμπορο~/εργατο~/ιερο~/κακουργ(ι)ο~/πλημμελειο~/πρωτο~/πταισματο~.
  • -δίκης {-δίκη (λόγ.) -δίκου | -δικών} (λόγ.): επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει κυρ. δικαστή: αερο~/ειρηνο~/ιερο~/πλημμελειο~/πρωτο~/πταισματο~/στρατο~.|| Αγωνο~. Χασο~.
  • -διπλος , η, ο (συνήθ. εμφατ.) : (με απόλ. αριθμητ.) β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει πόσες φορές το προσδιοριζόμενο είναι διπλωμένο ή μεγαλύτερο από κάτι άλλο: τρί~/τετρά~/πεντά~. Πβ. -πλάσιος.
  • -δόμος : λεξικό επίθημα αρσενικών και σπανιότ. θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει τον επαγγελματία στην κατασκευή ή τον σχεδιασμό αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: οικο~/πολεο~.
  • -δόρος λεξικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επαγγελματική ιδιότητα: γυψα~/λουστρα~/πρεσα~. 2. {κ. σπάν. θηλ. -δόρισσα} αυτόν που επιδίδεται με ιδιαίτερη ικανότητα σε κάτι, συνήθ. με αρνητική συνυποδήλωση: αβαντα~/ατακα~/σουλατσα~/τζογα~/τριπλα~/τσιλια~. 3. μηχάνημα ή ειδική συσκευή: αλοιφα~/γρασα~/πριτσινα~.

-εδρος

-εδρος, η, ο: λεξικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ συνδυάζεται με απόλυτο αριθμητικό, προσδιορίζοντας τον αριθμό των εδρών γεωμετρικού σώματος: πεντά~.|| (ουσιαστικοπ.) Το εξά~ο. Βλ. -πλευρος.

-ηδόν

-ηδόν (λόγ.): επίθημα για τον σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων: βαθμ~/βροχ~/κρουν~/πρην~/σωρ~.|| (κυρ. χιουμορ.) Κλοτσ~. Βλ. -δην.

-παιδο

-παιδο (προφ.): β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ιδιότητα παιδιού ή νεαρού ενηλίκου, κυρ. άνδρα: διαβολό~/τρελό~.|| (μειωτ.) Aλητό~/βουτυρό~ (= βουτυρομπεμπές)/βρομό~/(υβριστ.) κωλό~/παλιό~. Bλ. -γύναικο, -θήλυκο.|| Εργατό~/πλουσιό~/φτωχό~/χωριατό~. Λεβεντό~/νοικοκυρό~/ομορφό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.