Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 133 εγγραφές  [0-20]


  • τσα επιφών. & τζα (οικ.): για δήλωση ξαφνικής εμφάνισης ή επανεμφάνισης: ~! Να 'μαστε κι εμείς/πάλι! ΣΥΝ. κούκου (2) [< λ. νηπιακή]
  • τσα τσα (τσα) ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: λατινοαμερικάνικος ζευγαρωτός χορός που προήλθε από τη ρούμπα και το μάμπο και χαρακτηρίζεται από μικρά γρήγορα βήματα· συνεκδ. η αντίστοιχη μουσική: Οι χορεύτριες λικνίζονταν στον ρυθμό του ~. Βλ. λάτιν, σάλσα, σάμπα, τάνγκο. [< αμερικ. cha-cha (-cha), 1954, γαλλ. cha-cha-cha, περ. 1955]
  • τσαγαλί τσα-γα-λί επίθ./ουσ. {άκλ.} (διαλεκτ.): που έχει την πρασινωπή απόχρωση του τσάγαλου: ~ φύλλα.|| (ως ουσ.) Σκούρο ~ (ενν. χρώμα). Πβ. βεραμάν, φιστικί.
  • τσάγαλο τσά-γα-λο ουσ. (ουδ.) (διαλεκτ.): άγουρο αμύγδαλο: κρέας με ~α. Φάγαμε γλυκό (του κουταλιού) ~. [< τουρκ. çağala]
  • τσαγανό τσα-γα-νό ουσ. (ουδ.) (λαϊκό): δύναμη, σθένος: Δεν έχει (το) ~ να τα βάλει με τους εχθρούς του. Έχει πολύ ~. Πβ. θάρρος, πυγμή.
  • τσαγερία τσα-γε-ρί-α ουσ. (θηλ.) & τσαγερί: κατάστημα όπου σερβίρεται κυρ. τσάι και άλλα ροφήματα.
  • τσαγιέρα τσα-γιέ-ρα ουσ. (θηλ.) & τσαγ(ι)ερό & (σπάν.) τσαγέρα: σκεύος με καπάκι και χερούλι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή και το σερβίρισμα τσαγιού ή το ζέσταμα νερού: ηλεκτρική ~. ~ με έμβολο. Γυάλινο/πορσελάνινο τσαγερό. Βλ. -ιέρα, -ερό. [< γαλλ. théière]
  • τσαγκαράδικο τσα-γκα-ρά-δι-κο ουσ. (ουδ.) & τσαγκάρικο (λαϊκό): το μαγαζί του τσαγκάρη. Πβ. παπουτσάδικο, υποδηματοποιείο. Βλ. -άδικο.
  • τσαγκάρης τσα-γκά-ρης ουσ. (αρσ.) {τσαγκάρ-ηδες κ. -άδες} (λαϊκό): επαγγελματίας τεχνίτης που συνήθ. επιδιορθώνει παπούτσια: Πήγε στον ~η να φτιάξει τη σόλα/τα τακούνια. Πβ. υποδηματοποιός. [< μεσν. τσαγκάρης]
  • τσαγκαροδευτέρα τσα-γκα-ρο-δευ-τέ-ρα ουσ. (θηλ.) (ειρων.): εργάσιμη ημέρα, συνήθ. ύστερα από αργία, κατά την οποία αποφεύγει κάποιος να εργαστεί ή δυσανασχετεί που πρέπει να δουλέψει, επειδή βαριέται ή τεμπελιάζει.
  • τσαγκός , ή, ό βλ. ταγγός
  • τσάι τσά-ι ουσ. (ουδ.) {τσαγ-ιού} 1. αφέψημα που παρασκευάζεται από τα αποξηραμένα φύλλα του τεϊόδεντρου και τα ίδια τα φύλλα ή το φυτό: αρωματικό/άσπρο/δυνατό/ελαφρύ/ζεστό/ινδικό/κινέζικο/κόκκινο/κρύο/λευκό/παγωμένο/στιγμιαίο ~. ~ σκέτο. ~ αδυνατίσματος. ~ σε σκόνη/φακελάκια. ~ με γάλα/ζάχαρη/κανέλα/λεμόνι/μέλι. ~ με κονιάκ/ρούμι. ~ γιασεμί/περγαμόντο/ροδάκινο. Κατανάλωση/παρασκευή/σετ ~ιού. Κουταλάκι/σερβίτσιο/φλιτζάνι (του) ~ιού. Προσφέρω/σερβίρω/φτιάχνω ~. Ήπιαν/πήραν το ~ τους στη βεράντα. Πβ. τέιο.|| Επεξεργασία/καλλιέργεια/παραγωγή/ποικιλίες ~ιού. ~ χύμα. 2. (γενικότ.) κάθε ρόφημα από βότανα: ~ από χαμομήλι. 3. (συνεκδ.) συνάντηση, συνήθ. το απόγευμα, στην οποία προσφέρεται τσάι με βουτήματα, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για φιλανθρωπικούς σκοπούς: πρόσκληση για/σε ~. ~ κυριών. Ο σύλλογος διοργανώνει χριστουγεννιάτικο ~. ● Υποκ.: τσαγάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρο τσάι: τα φύλλα του οποίου έχουν υποστεί ζύμωση., πράσινο τσάι: που τα φύλλα του δεν έχουν υποστεί ζύμωση και διατηρούν το φυσικό τους χρώμα: ~ ~ με μέντα. Βλ. μάτσα., τσάι του βουνού: αφέψημα που παρασκευάζεται από τα άνθη και τα φύλλα αρωματικών φυτών και τα ίδια τα αυτοφυή φυτά. Πβ. σιδερίτης. ● ΦΡ.: τον έστειλε για τσάι (προφ.): τον έδιωξε με ταπεινωτικό τρόπο: Ο πρόεδρος την ~ ~ τελικά (: για χωρισμό ή αποπομπή από αξίωμα). Πβ. στέλνω κάποιον σπίτι του.|| (στο ποδόσφαιρο) Με κεφαλιά στο τελευταίο λεπτό τους ~ ~ (: έδωσε τη νίκη στην ομάδα του, δεν τους άφησε περιθώρια αντίδρασης). [< τουρκ. çay]
  • τσάιβ τσά-ιβ ουσ. (ουδ.) {άκλ. | συνηθέστ. στον πληθ. τσάιβ-ς}: ΒΟΤ. σχοινόπρασο: σάλτσα/φυλλαράκια ~. [< αγγλ. chive]
  • τσακ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} (προφ.): για να δηλωθεί απρόσμενος ήχος ή στιγμιαίος θόρυβος: Έκανε ένα ~ κι η οθόνη έκλεισε. Με ένα ~ (: με μια κίνηση) πέρασε απέναντι. Πβ. τσουπ. ● ΦΡ.: στο τσακ μπαμ & τσακ μπαμ: χωρίς χρονοτριβή: Έλυσε την άσκηση ~ ~. Πβ. αμέσως., στο τσακ/στο τσαφ & πάνω στο τσακ: την τελευταία και κρίσιμη ώρα: Έφτασαν/ήρθαν/πρόλαβαν ~ ~. ~ ~ τη γλιτώσαμε (= παρά τρίχα)! Είμαι ~ ~ (: έτοιμος) να φύγω! ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, την τελευταία στιγμή [< λ. ηχομιμητ.]
  • τσάκα τσά-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): τσάκιση ρούχου και ιδ. παντελονιού.
  • τσάκα τσούκα τσά-κα τσού-κα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & τσακ τσουκ: επαναλαμβανόμενος και ενοχλητικός ήχος: Ακούγεται ένα ~ στο τιμόνι. ΣΥΝ. τσικ τσικ [< λ. ηχομιμητ.]
  • τσάκα-τσάκα τσά-κα επίρρ. & τσάκα τσάκα (προφ.): με μεγάλη ταχύτητα ή γρήγορα, σβέλτα: Θα σας μαγειρέψω κάτι ~. Ήρθε ~. ΣΥΝ. τάκα-τάκα (1) ΑΝΤ. τσούκου-τσούκου ● ΦΡ.: στο τσάκα-τσάκα: αμέσως: Έφτιαξε τη βλάβη ~ ~. ΣΥΝ. στο άψε σβήσε, στο πιτς-φιτίλι
  • τσακάλι τσα-κά-λι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. άγριο νυκτόβιο σαρκοβόρο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis aureus), συγγενές με τον λύκο και το κογιότ, που έχει γκριζοκίτρινο τρίχωμα με μελανές αποχρώσεις κατά μήκος της ράχης, λεπτά και ψηλά πόδια, μυτερά και όρθια αυτιά, φουντωτή κοκκινωπή ουρά και τρέφεται κυρ. με ποντικούς και ψοφίμια. 2. (μτφ.-προφ., για πρόσ.) πανέξυπνος και ικανός: Πού το είδες/κατάλαβες, ρε ~; Είναι ~ (= αστέρι, ατσίδας, κορυφή, ξεφτέρι) στα κομπιούτερ. Πβ. επιτήδειος, καπάτσος, τζιμάνι. ΣΥΝ. γάτα (2), τσάκαλος ● Υποκ.: τσακαλάκι (το): κυρ. στη σημ. 2. [< τουρκ. çakal]
  • τσάκαλος τσά-κα-λος ουσ. (αρσ.) (προφ., για πρόσ.): τσακάλι: Μπράβο ~οι, τα καταφέρατε!
  • τσακίδια τσα-κί-δια ουσ. (ουδ.) (τα): μόνο στη ● ΦΡ.: στα τσακίδια (υβριστ.): ως έκφραση αναθεματισμού, αγανάκτησης, οργής ή όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον: (ως κατάρα:) Άι/άντε ~ ~ (= γκρεμοτσακίσου, ξεκουμπίδια, χάσου)! Να πάει ~ ~ (= στον αγύριστο, στον διάολο) και να μη με ενοχλήσει ξανά!

-άδικο

-άδικο (προφ.): επίθημα για την παραγωγή ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει κατάστημα ή γενικότ. τόπο: βενζιν~/δισκ~/κλειδαρ~/μπουγατσ~/ξενυχτ~/ποτ~/ρακ~/ραφτ~/ρολογ~/τσαγκαρ~/τσιπουρ~/τυροπιτ~/φαγ~/φαστφουντ~. Πβ. -ικο1.|| (μειωτ.) Tρελ~.|| (σπανιότ.) Γκαζ~ (= πετρελαιοφόρο).

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

λάτιν

λάτιν λά-τιν επίθ. {άκλ.}: που σχετίζεται κυρ. με τη λατινοαμερικάνικη μουσική: ~ ρυθμοί/τραγούδια.|| (ως ουσ.) Χορεύω ~ (ενν. χορούς). Βλ. λαμπάντα, μάμπο, μπολερό, ρούμπα, σάλσα, σάμπα, τάνγκο, τσα τσα (τσα). [< αμερικ. Latin, 1983]

μάτσα

μάτσα μά-τσα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: γιαπωνέζικο πράσινο τσάι σε σκόνη, πλούσιο σε αντιοξειδωτικά, κινεζικής προέλευσης, το οποίο χρησιμοποιείται και ως άρτυμα. [< αγγλ. matcha, 1881, γαλλ. ~, 1992]

ταγγός & ταγκός

ταγγός & ταγκός, ή, ό ταγ-γός επίθ. & τσαγκός: (κυρ. για έλαια και στερεά λίπη) που είναι αλλοιωμένος και έχει δυσάρεστη γεύση και οσμή: ~ό: βούτυρο/λάδι.|| ~οί: (ξηροί) καρποί (= μπαγιάτικοι, χαλασμένοι). Bλ. μουχλιασμένος. [< μτγν. ταγγός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.