αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]
ανενεργός, ή/ός, ό [ἀνενεργός] α-νε-νερ-γός επίθ. 1. που δεν έχει ενεργοποιηθεί ή δεν ισχύει, δεν λειτουργεί, δεν χρησιμοποιείται: ~ός: λογαριασμός/νόμος. ~ή: γραμμή (τηλεφώνου). ~ές: συνδέσεις. (Κάτι) καθίσταται/(παρα)μένει ~ό (πβ. αναποτελεσματικό, ανίσχυρο. ΑΝΤ. αποτελεσματικό, δραστικό).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: ιστοσελίδα. ~ό: παράθυρο. ΑΝΤ. ενεργοποιημένος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ιός. ~ή/ός: νόσος (: που δεν παρουσιάζει συμπτώματα). ΑΝΤ. ενεργός (2) 2. (για πρόσ.) που δεν δραστηριοποιείται, δεν κάνει ή δεν χρησιμοποιεί κάτι, αδρανής: ~ός: σύλλογος. ~οί: συνδρομητές. ~ά: μέλη (ΑΝΤ. ενεργά). ● ΣΥΜΠΛ.: ανενεργός χρόνος: ΟΙΚΟΝ. κατά τον οποίο ένας εργαζόμενος ή ένα μηχάνημα δεν δουλεύει ή δεν μπορεί να δουλέψει: μέγιστος επιτρεπόμενος ~ ~. [< αγγλ. ineffective time] , ανενεργό ηφαίστειο βλ. ηφαίστειο [< γαλλ. inactif, αγγλ. inactive, πβ. μτγν. ἀνενεργής]
άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]
βίβλος βί-βλος ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. το αρχικό Β) η Αγία Γραφή: τα βιβλία/χωρία της ~ου. Πβ. Ιερά Γράμματα, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Βλ. Ιερές Γραφές, Κοράνι, Ταλμούδ. 2. σύγγραμμα, εγχειρίδιο που θεωρείται το πιο έγκυρο σε κάποιον τομέα: η ~ του καλού/σύγχρονου επιχειρηματία. ● ΣΥΜΠΛ.: Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν προτάσεις κοινοτικής δράσης σε συγκεκριμένους τομείς: ~ ~ για την ανάπτυξη/την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. [< αγγλ. White Paper] , Μαύρη Βίβλος: βιβλίο ή σύνολο κειμένων που αναφέρονται σε αρνητικά και κατακριτέα στοιχεία (καθεστώτος, κράτους, προσώπου): η ~ ~ του καπιταλισμού/του φασισμού. [< γαλλ. Livre Noir] , Μπλε Βίβλος & Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν τους στρατηγικούς στόχους και τις συστάσεις της Επιτροπής για κοινοτική δράση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. [< αγγλ. Blue Paper] , Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπούν στην προώθηση του προβληματισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συγκεκριμένο θέμα: ~ ~ για την ενέργεια/την επιχειρηματικότητα. [< αγγλ. Green Paper, 1967] , χαρτί βίβλου: ΤΥΠΟΓΡ. λεπτό αδιαφανές χαρτί εκτύπωσης [< αγγλ. Bibel paper, 1903, γαλλ. Papier bible] , χρυσή βίβλος 1. (μτφ., συνήθ. στον αθλητισμό) καταγραφή των πιο λαμπρών ονομάτων, στιγμών ή περιστατικών που αφορούν έναν χώρο: η ~ ~ του κυπέλλου/των μεταλλίων/των πρωταθλητών/των τελικών. 2. ΙΣΤ. κατάλογος με τα ονόματα των ευγενών την περίοδο της Ενετοκρατίας, κυρ. στα Επτάνησα. ΣΥΝ. λίμπρο ντ' όρο [< ιταλ. libro d'oro] [< 1: μτγν. Βίβλος 2: γαλλ.-αγγλ. bible]
γεράματα γε-ρά-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): γηρατειά: Είχε καλά ~. Έζησε μέχρι/ως τα βαθιά ~. ΣΥΝ. γήρας ● ΦΡ.: (τον) πήραν τα γεράματα: άρχισε να γερνά: Δεν σε πήραν και τα ~!, (τώρα στα γεράματα), μάθε γέρο γράμματα (παροιμ.): είναι δύσκολο σε μεγάλη ηλικία να αποκτήσει κάποιος γνώσεις ή δεξιότητες ή γενικότ. να αλλάξει τρόπο ζωής. [< μεσν. γηράματα]
γκοφρέ γκο-φρέ επίθ. {άκλ.}: ανάγλυφος, που έχει ανώμαλη επιφάνεια: ~ ρολό (υγείας)/ύφασμα/χαρτόνι. ΑΝΤ. λείος, στιλπνός ● Ουσ.: γκοφρέ (το): το αντίστοιχο είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται συνήθ. στη χειροτεχνία: κολάζ με πολύχρωμα ~. Πβ. οντουλέ. Βλ. γλασέ, ιλουστρασιόν. [< γαλλ. gaufré]
γοτθικός, ή, ό γοτ-θι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους Γότθους: ~ός: ναός (: με χαρακτηριστικά οξυκόρυφα τόξα και θόλο με νευρώσεις)/ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/τέχνη. ~ά: γράμματα. Βλ. νεο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γοτθική γραφή: τύπος γραφής του λατινικού αλφαβήτου με όρθιους χαρακτήρες που σχηματίζουν γωνίες., γοτθικό μυθιστόρημα: ΛΟΓΟΤ. λογοτεχνικό έργο στο οποίο κυριαρχεί ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου. Βλ. γκόθικ. [< μτγν. Γοτθικός, γαλλ. gothique]
γραμμικός, ή, ό γραμ-μι-κός επίθ. 1. που αποτελείται από γραμμές ή έχει μορφή γραμμής: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ή: διακόσμηση/παράσταση/σύνθεση. ~ό: στοιχείο. ~ά: κοσμήματα/μοτίβα/σχήματα. 2. (μτφ.) που αναπτύσσεται ευθύγραμμα, σε ακολουθία, διαδοχή: ~ός: χρόνος. ~ή: ανάγνωση/αντίληψη (για την ιστορία)/διαδικασία/εξέλιξη/μορφή/πλοκή/πορεία/σκέψη/σχέση (βλ. μητρο~, πατρο~). Πβ. σειριακός. Βλ. διακλαδωτός, πολυεπίπεδος. || (ΚΙΝΗΜ.) ~ό μοντάζ (: που γίνεται πλάνο προς πλάνο, από την αρχή προς το τέλος). 3. (επιστ.) που έχει μορφή ή διάταξη ευθείας γραμμής: (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ., που αναφέρεται σε ανάλογη μεταβολή μεγεθών, παραμέτρων:) ~ός: κινητήρας/ταλαντωτής. ~ή: ανίχνευση (θερμοκρασίας)/πυκνότητα/ταχύτητα. ~ό: κύκλωμα/φάσμα/φορτίο. (Μη) ~ές: ιδιότητες/ταλαντώσεις. (Μη) ~ά: κύματα/φαινόμενα. Βλ. μονο~.|| (ΜΑΘ., που μπορεί να αναπαρασταθεί με ευθεία γραφική παράσταση:) ~ός: μετασχηματισμός/συνδυασμός (διανυσμάτων)/χώρος. ~ή: ανάλυση/απεικόνιση/διάταξη/εξάρτηση (διανυσμάτων)/συνάρτηση. ~ό: μοντέλο/πρόβλημα/σύστημα/υπόδειγμα. ~οί: περιορισμοί. ~ές: εξισώσεις (: α' βαθμού). ● επίρρ.: γραμμικά: Η ιστορία δεν εξελίσσεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική (γραφή) Α: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε κυρ. στη μινωική Κρήτη (περ. 1750 - 1450 π.Χ.). [< αγγλ. Linear A, 1948] , γραμμική (γραφή) Β: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε στη μυκηναϊκή Eλλάδα (περ. 1450 - 1200 π.Χ.) και αποδίδει την ελληνική γλώσσα: πινακίδες με/σε ~ ~. Η αποκρυπτογράφηση της ~ής ~ής Β έγινε από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952. [< αγγλ. Linear Β, 1950] , γραμμική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. παραδοσιακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο γίνεται παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και απόρριψη σκουπιδιών χωρίς καμιά πρόνοια για το περιβάλλον. ΑΝΤ. κυκλική οικονομία., γραμμικό σχέδιο: που δημιουργείται με κανόνα και διαβήτη. Βλ. ελεύθερο σχέδιο., γραμμικός προγραμματισμός: ΜΑΘ. μέθοδος επίλυσης πρακτικών προβλημάτων (π.χ. κατανομή πόρων) με γραμμικές εξισώσεις, των οποίων οι μεταβλητές υπόκεινται σε περιορισμούς: ακέραιος ~ ~. ~ ~ και αριστοποίηση (σε δίκτυα)/βελτιστοποίηση/μοντελοποίηση. Βλ. παραμετρικός. [< αγγλ. linear programming, 1949] , γραμμική άλγεβρα βλ. άλγεβρα, γραμμική αφήγηση βλ. αφήγηση, γραμμικός επιταχυντής βλ. επιταχυντής, γραμμωτός/γραμμικός κώδικας βλ. γραμμωτός [< μτγν. γραμμικός, γαλλ. linéaire, αγγλ. linear]Σ
δείγμα [δεῖγμα] δείγ-μα ουσ. (ουδ.) {δείγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μικρό μέρος ενός συνόλου που δίνει αντιπροσωπευτική εικόνα του: (επιστ.) εργαστηριακό/κλινικό ~. ~ αίματος/νερού/ούρων. Λήψη ~ατος (= δειγματοληψία). ~ προς ανάλυση/υπό εξέταση. Βρέθηκε θετικό ~ σε έλεγχο ντόπινγκ. Πβ. δοκίμιο.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Πληθυσμιακό/σταθμισμένο ~. ~ ατόμων/εργαζομένων/καταναλωτών/ψηφοφόρων. Κατανομή ~ατος. Το ~ περιλαμβάνει … || ~ατα υφασμάτων/χρωμάτων. Βλ. δειγματολόγιο.|| ~ δωρεάν (: για μικρή ποσότητα προϊόντος που προσφέρεται για διαφημιστικούς λόγους).|| Παρουσίασε ~ της τελευταίας δισκογραφικής του δουλειάς. Βλ. παράδειγμα. 2. {κυρ. στον εν.} ένδειξη, σημάδι: ~ αδιαφορίας/ευγνωμοσύνης/καλής θέλησης/κοινωνικής ευαισθησίας/παρακμής. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπροσωπευτικό δείγμα: ΣΤΑΤΙΣΤ. που λαμβάνεται τυχαία από το υπό εξέταση πλήθος μιας στατιστικής έρευνας. [< αγγλ. representative sample, 1979] , δείγμα γραφής: απόσπασμα γραπτού λόγου που επιτρέπει την αξιολόγησή του· (συνήθ. κατ' επέκτ.) τεκμήριο χαρακτήρα, συμπεριφοράς, ικανοτήτων: ~ ~ από το νέο βιβλίο.|| Αρνητικό/θετικό/πρώτο ~ ~. Η συνέντευξή του αποτελεί ~ ~ ενός ανθρώπου με ισχυρή προσωπικότητα. Πβ. διαπιστευτήρια. ● ΦΡ.: δείγματος χάριν/χάρη (λόγ.): παραδείγματος χάριν., ούτε για δείγμα (εμφατ.): για δήλωση της έλλειψης ενός πράγματος: Λεφτά δεν υπάρχουν ~ ~. ΣΥΝ. ούτε για σημάδι. [< αρχ. δεῖγμα, γαλλ. échantillon]
εγκύκλιος [ἐγκύκλιος] ε-γκύ-κλι-ος ουσ. (θηλ.) {εγκυκλί-ου}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. επίσημο έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει οδηγίες για την ερμηνεία και εφαρμογή διαταγμάτων, κανονισμών, νόμων και την αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων και κοινοποιείται από μία ανώτερη Αρχή ή υπηρεσία στις υφιστάμενές της: διευκρινιστική/εκλογική/ενημερωτική/επείγουσα/ερμηνευτική/πρόσφατη/συμπληρωματική/σχετική/υπουργική ~. ~ αποσπάσεων/διορισμών/μεταθέσεων. Δημοσίευση/τροποποίηση της ~ου. Έχει εκδοθεί ~. Η ~ (απ)εστάλη προς όλα τα υπουργεία.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πατριαρχική/ποιμαντορική ~. ~ της (Διαρκούς) Ιεράς Συνόδου.|| (ως επίθ.) ~ος: διαταγή. ~ες: οδηγίες. (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ος: επιστολή. ~α: σημειώματα. [< μτγν. ἐγκύκλιος (ἐπιστολή), γαλλ. circulaire (administrative)]
εικονο- & εικονό-: α' συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων ή ρημάτων που αναφέρονται στο εικόνισμα ή την εικόνα: εικονο-στάσιο. Εικονό-γραμμα.|| Εικονο-λατρικός.|| Εικονο-γραφώ.
επιστολή [ἐπιστολή] ε-πι-στο-λή ουσ. (θηλ.) 1. γραπτό κείμενο που απευθύνεται σε παραλήπτη (πρόσωπο ή οργανισμό) και συνήθ. αποστέλλεται τοποθετημένο μέσα σε φάκελο: ανώνυμη/απαντητική/απειλητική/ενυπόγραφη/επίσημη/ερωτική/ευχαριστήρια/ομαδική/πολυσέλιδη/προειδοποιητική/προσωπική/συγχαρητήρια/συλλυπητήρια/τυπική ~. Απλή/(κατ)επείγουσα/συστημένη ~ (: μέσω ταχυδρομείου). ~ διαμαρτυρίας/παραίτησης. ~ πωλήσεων (: σε πιθανούς αγοραστές). ~-καταγγελία. Σύνταξη/σχέδιο/υπόδειγμα ~ής. Κοινοποίηση ~ής. ~ές αναγνωστών (: συνήθ. σε εφημερίδες και περιοδικά). Το απόρρητο των ~ών. Πβ. γράμμα. 2. πραγματεία με συμβουλευτικό, παραινετικό χαρακτήρα: οι ~ές του αποστόλου Παύλου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή επιστολή & ανοιχτό γράμμα: κείμενο που δημοσιεύεται στον Τύπο, απευθύνεται κυρ. σε δημόσιο πρόσωπο ή επίσημο φορέα και συνήθ. ασκεί κριτική ενώπιον της κοινής γνώμης: ~ ~ πολιτών. ~ ~ προς τον Πρωθυπουργό., εγκύκλιος επιστολή: ΕΚΚΛΗΣ. που αποστέλλεται από συνόδους ή επισκόπους προς τον κλήρο., συνοδευτική επιστολή: που συνοδεύει βιογραφικό σημείωμα: πρότυπο ~ής ~ής. [< αγγλ. cover/covering letter] , συστατική επιστολή: που αποστέλλεται σε πανεπιστήμιο ή εργοδότη, για να επιβεβαιωθεί η αξία, η ικανότητα και γενικότ. τα προσόντα υποψηφίου: ~ ~ (καθηγητή) για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό. [< αρχ. συστατική ἐπιστολή, γαλλ. lettre de recommandation] , εγγυητική επιστολή βλ. εγγυητικός [< αρχ. ἐπιστολή, γαλλ. lettre, αγγλ. letter]
ιερατικός, ή, ό [ἱερατικός] ι-ε-ρα-τι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τους ιερείς ή το ιερατείο: ~ός: βαθμός/προϊστάμενος. ~ή: σχολή (βλ. ιεροδιδασκαλείο). ~ό: αξίωμα (= ιεροσύνη)/λειτούργημα/σχήμα (: η ενδυμασία ή κυρ. η ιδιότητα του ιερέα). ~ά: άμφια (βλ. λ.)/καθήκοντα. Βλ. αρχ~.|| (κατ' επέκτ.) Σεβάσμια ~ή μορφή. ● επίρρ.: ιερατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιερατική γραφή: ΓΛΩΣΣ. ιερογλυφικά. [< αρχ. ἱερατικός, γαλλ. hiératique, αγγλ. hieratic]
ιερός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]
κατοπτρικός, ή, ό κα-το-πτρι-κός επίθ. 1. ΟΠΤ. που σχετίζεται με το κάτοπτρο: ~ός: φακός. ~ό: τηλεσκόπιο (: χρησιμοποιεί κοίλο παραβολικό κάτοπτρο). Βλ. διαθλαστ-, διοπτρ-ικός.|| (ΦΥΣ.) ~ή: ανάκλαση. 2. που κατοπτρίζει ή κατοπτρίζεται: ~ή: επιφάνεια.|| ~ή: εικόνα. ~ό: είδωλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κατοπτρική γραφή: στην οποία τα γράμματα έχουν αντίθετη φορά, ώστε να αναγνωρίζονται μόνο μέσω καθρέφτη: η ~ ~ ως κρυπτογραφική μέθοδος/σύμπτωμα δυσλεξίας (π.χ. ε αντί 3). Χρήση της ~ής ~ής στα ασθενοφόρα (: ώστε η λ. ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ να μπορεί να διαβαστεί από τους οδηγούς των προπορευόμενων οχημάτων, κοιτάζοντάς την μέσα από τον καθρέφτη τους)., κατοπτρικοί νευρώνες βλ. νευρώνες [< μτγν. κατοπτρικός ‘σχετικός με τον καθρέπτη’, γαλλ. catoptrique, αγγλ. catoptric]
κάτω κά-τω επίρρ. & (λαϊκό) κάτου 1. στο έδαφος ή σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Με έριξε ~. Κοιμήθηκαν ~ (στο πάτωμα). Πβ. καταγής, κατάχαμα, χάμω.|| Καθίστε ~ (: στις θέσεις σας)! Κατέβα ~ (απ' την καρέκλα)! Σκύψε ~ (= χαμηλά)! Πήγε ~ δεξιά/προς τα ~. Τι γίνεται εδώ/εκεί ~; Λίγο πιο ~/παρα~ βρίσκεται ... (πβ. μακριά, παραπέρα). Φεύγει για ~ (: περιοχή στον νότο).|| ~ απ' το κρεβάτι/τη σκάλα. ~ στο υπόγειο. Από τη μέση και ~. Πόνος ~ απ' το γόνατο. Πέρασα ~ από το σπίτι σου.|| (μτφ.) ~ από τη βάση/το μηδέν/το όριο της φτώχειας. ~ από αυτές τις συνθήκες. ~ από την επίδραση/την επιρροή ... ΣΥΝ. υπό.|| (λιγότερο:) ~ από ... λεπτά το λίτρο. Πενήντα τοις εκατό ~ οι τιμές! (+ γεν.) Ακατάλληλο ~ των δεκαεπτά. Οικισμός ~ των πεντακοσίων κατοίκων. Αγορές ~ των ... ευρώ.|| (ως επίθ.) Η ~ γειτονιά. Στο ~ μέρος/τμήμα της σελίδας. Εξαιρούνται οι πιο ~ (= εξής, κάτωθι) περιπτώσεις. (ΑΝΑΤ.) Η ~ γνάθος. Τα ~ άκρα/μέλη (= πόδια). (σε τοπωνύμια) ~ Μηλιά/Παναγιά/Πατήσια. ΑΝΤ. άνω.|| (ως ουσ., προφ.) Οι από ~ (: αυτοί που μένουν στον ~ όροφο). ΑΝΤ. πάνω & επάνω (1) 2. {επιφών.} ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απειλής: ~ οι κλέφτες/ο φασισμός! ΑΝΤ. ζήτω.|| ~ τα ξερά σου! Πβ. μακριά τα χέρια σου. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, Κάτω Βουλή βλ. βουλή, οι Κάτω Χώρες βλ. χώρα ● ΦΡ.: δεν το βάζω κάτω (προφ.): δεν σταματώ να αγωνίζομαι, να προσπαθώ: ~ ~ (= δεν απογοητεύομαι) εύκολα/με τίποτα/στις δυσκολίες. Κουράστηκα, αλλά δεν θα το βάλω ~ (= δεν θα υποκύψω). Μην το ~εις ~ (= μην κάνεις πίσω, μην υποχωρείς)!, είμαι στα κάτω μου (προφ.): έχω κακή διάθεση, είμαι πεσμένος ψυχολογικά. Πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως. ΣΥΝ. είμαι (στα) ντάουν (μου) ΑΝΤ. είμαι στα πάνω μου, είμαι/βρίσκομαι από κάτω (προφ.): σε μειονεκτική θέση: Κουράστηκα να ~ ~/να με έχουν συνέχεια από κάτω!, κάτω κάτω (επιτατ.): στο πιο χαμηλό σημείο: Τι διακρίνεις ~ ~;, με παίρνει από κάτω/αποκάτω (προφ.): πέφτω ψυχολογικά, απελπίζομαι, απογοητεύομαι: Χάσαμε, αλλά δεν θα μας πάρει ~ (= δεν θα χάσουμε το κουράγιο μας)! ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μια και κάτω (προφ.): με μια κίνηση: Άδειασε το ποτήρι ~ ~ (= μια/μία κι έξω, μονορούφι)., ο κάτω κόσμος (λαϊκό-λογοτ.): ο κόσμος των νεκρών. ΣΥΝ. Άδης (1) ΑΝΤ. ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος, πέφτω κάτω 1. σωριάζομαι: Έπεσε ~ και χτύπησε. Πέστε ~.|| (μτφ.-εμφατ.) ~ ~ από τα γέλια (= ξεκαρδίζομαι). 2. (μτφ.-προφ.) αρρωσταίνω, καταρρέω: Έπεσα ~ με σαράντα πυρετό., στο κάτω κάτω (της γραφής) (προφ.): άλλωστε, εξάλλου: ~ ~ δεν χάθηκε κι ο κόσμος! Πβ. εν τέλει, έπειτα, και στην τελική, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση, στο φινάλε., τα βάζω κάτω (προφ.): σκέφτομαι προσεκτικά, υπολογίζω την κατάσταση: Τα έβαλα ~ και τα λογάριασα. Βάλτα ~, σκέψου τα ήρεμα κι έπειτα αποφάσισε., τον βάζει κάτω (προφ.) 1. τον φέρνει σε τέτοια θέση, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Με ~ (= καθίζει) ~, που λες, και αρχίζει να μου τα ψέλνει.|| (κυριολ.) Τον έβαλε (= έριξε) ~ κι άρχισε να τον χτυπά. 2. υπερτερεί έναντι κάποιου: ~ ~ στην πονηριά., ως/μέχρι/ίσαμε κάτω: ως την άκρη, το τέλος: Το μονοπάτι κατεβαίνει ~ ~., άνω-κάτω βλ. άνω, από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, κάτω απ' τ' αυλάκι βλ. αυλάκι, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, κάτω από τη/υπό (τη) σημαία βλ. σημαία, κάτω από το τραπέζι βλ. τραπέζι, κάτω τα χέρια από ... βλ. χέρι, κάτω του μετρίου βλ. μέτριος, μια πάνω (και) μια κάτω βλ. πάνω & επάνω, μπαμ και κάτω βλ. μπαμ, πάει κάτω βλ. πηγαίνω & πάω, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω βλ. κώλος, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. κάτω]
κωδικοσελίδα κω-δι-κο-σε-λί-δα ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. πίνακας που αντιστοιχεί τους δυαδικούς κώδικες χαρακτήρων τους οποίους χρησιμοποιεί ένα πρόγραμμα, με αυτούς μιας συγκεκριμένης γλώσσας: ελληνική ~. Αλλαγή/επιλογή/μετατροπή ~ας. Βλ. γραμματοσειρά. [< αγγλ. code page]
παλαίτυπο πα-λαί-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΠΑΛΑΙΟΓΡ. κάθε βιβλίο που έχει τυπωθεί από το 1501 έως το 1600. Βλ. αρχέτυπο, -τυπος2.
περιθώριο πε-ρι-θώ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {περιθωρί-ου | -ων} 1. κενό διάστημα που δημιουργείται σε κάθε σελίδα γύρω από κείμενο ή εικόνα: αριστερό/δεξί/λευκό ~. Ζωγραφιές/σημειώσεις/σχόλια στο ~. Πβ. άκρη. Βλ. μπορντούρα.|| Το ~ του χάρτη. 2. (κατ' επέκτ.) ελεύθερος χώρος σε μία ή περισσότερες πλευρές ενός αντικειμένου (ή επιφάνειας), η άδεια περιοχή γύρω από αυτές: Άφησε λίγο/μερικά εκατοστά ~. 3. (μτφ.) όριο πέρα από το οποίο κάτι δεν είναι πλέον αποδεκτό ή δυνατό: Έχει ~ μιας εβδομάδας/τριών ημερών (για) να τελειώσει (πβ. προθεσμία). Τα χρονικά ~α είναι περιορισμένα/έχουν εξαντληθεί/στενεύουν. Πβ. τράτο.|| Δεν υπάρχει (κανένα) ~ αμφιβολίας/αντίδρασης/βελτίωσης/εφησυχασμού. Κείμενο που αφήνει ~ για πολλές ερμηνείες. Δεν του έδωσαν πολλά ~α αισιοδοξίας/ελιγμών/επιλογών (πβ. δυνατότητα, ευχέρεια). 4. ΟΙΚΟΝ. η διαφορά ανάμεσα στην τιμή πώλησης και κόστους, στην τιμή αγοράς και παραγωγής ενός προϊόντος: εμπορικό ~. ~ ασφαλείας/κέρδους. ● ΣΥΜΠΛ.: (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας: κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού: Βρίσκονται/έχουν τεθεί/ζουν στο ~ ~ για οικονομικούς λόγους/εξαιτίας της ανεργίας., ηπειρωτικό περιθώριο: ΓΕΩΓΡ. η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα μαζί με την ηπειρωτική κατωφέρεια. [< γαλλ. marge continentale] , περιθώριο σφάλματος/λάθους: ΣΤΑΤΙΣΤ. αριθμός που εκφράζει το ποσοστό λάθους με απόκλιςση στα αποτελέσματα μιας έρευνας ή μέτρησης. Βλ. συν-πλην. [< αγγλ. margin of error] ● ΦΡ.: βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο: παραμερίζω, παραγκωνίζω κάποιον ή παραγκωνίζομαι: Έχει εξωθηθεί/τέθηκε στο (πολιτικό και κομματικό) ~ από τους αντιπάλους του.|| Η νεολαία δεν μπαίνει ~ ~., στο περιθώριο 1. για κάτι που γίνεται ανεπίσημα ή κρυφά στο πλαίσιο επίσημης εκδήλωσης: συζητήσεις ~ ~ της συνάντησης/συνόδου κορυφής. Βλ. παρασκήνιο. 2. για κάτι που βρίσκεται εκούσια ή έχει τεθεί ακούσια εκτός ενός νόμιμου ή κοινά αποδεκτού συνόλου: Κινούνται ~ ~ του νόμου (= παράνομα).|| Προβλήματα που βρίσκονται/έχουν στριμωχθεί/έχουν περάσει ~ ~ της πολιτικής (ατζέντας) (= που έχουν παραγκωνισθεί, υποσκελιστεί). [< γαλλ. en marge de] , του περιθωρίου: περιθωριακός: άνθρωποι/γλώσσα (πβ. αργκό) ~ ~. [< μεσν. *περιθεώριον, γαλλ. marge]
-σέλιδος, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση του αριθμού σελίδων ενός έντυπου συνήθ. κειμένου: (συνήθ. με αριθμητ.) τρι~/τετρα~/δεκαεξα~. Βλ. -φυλλος.|| (ουσιαστικοπ.) Το δισέλιδο.|| Πολυ~.|| Oλοσέλιδη καταχώρηση.
σημαίνον [σημαῖνον] ση-μαί-νον ουσ. (ουδ.) {σημαίν-οντος, -οντα | -όντων}: ΓΛΩΣΣ. η μορφή του γλωσσικού σημείου, σε αντιδιαστολή με το σημαινόμενο· η ακουστική του εικόνα: Στο γλωσσικό σημείο "νερό", ~ είναι το ακουστικό ίνδαλμα [nero].|| (κατ' επέκτ.) Τα ~οντα ενός κειμένου (: τα εκφραστικά μέσα). Βλ. σημαίνει. [< μτγν. τό σημαῖνον, γαλλ. signifiant, 1910]
σύμφωνο σύμ-φω-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ώνου} 1. ΓΛΩΣΣ. φθόγγος που δημιουργείται από φραγμό ή στένεμα στη φωνητική οδό, έτσι ώστε η ροή του αέρα να εμποδίζεται ολικώς ή μερικώς· συνεκδ. το αντίστοιχο γράμμα του αλφαβήτου: (διάκριση ως προς τον τρόπο άρθρωσης:) άηχα (π, τ, κ, φ ...)/ηχηρά (μπ, ντ, γκ, γ ...)/κλειστά (π, τ, κ ...) (πβ. στιγμιαία)/παλλόμενα (ρ)/πλευρικά (λ) (πβ. υγρά)/ρινικά (μ, ν) (πβ. έρρινα)/τριβόμενα (β, χ, ζ ...) (πβ. διαρκή, εξακολουθητικά) ~α.|| (Διάκριση ως προς τον τόπο άρθρωσης:) Διχειλικά/μεσοδοντικά/ουρανικά/συριστικά/χειλοδοντικά/υπερωικά ~α. Τελικά ~α (ς, ν). 2. ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών, διεθνών οργανισμών: άτυπο/διακρατικό/διεθνές/εμπορικό/ιδιωτικό (πβ. συμβόλαιο) ~. ~ ειρήνης (πβ. συνθήκη)/μη επιθέσεως/σταθερότητας (βλ. ΣΣΑ)/συνεργασίας/τιμής/φιλίας. Αναθεώρηση/εφαρμογή/παραβίαση/σύναψη ~ώνου.|| Σχέδιο/υπογραφή ~ώνου. Βλ. προ~, προικο~, συμφωνητικό. ● ΣΥΜΠΛ.: οικουμενικό σύμφωνο βλ. οικουμενικός, πάθη συμφώνων/φωνηέντων βλ. πάθος, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση [< 1: μτγν. σύμφωνον 2: γαλλ. accord]
συσπείρωση συ-σπεί-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) κινητοποίηση, συγκέντρωση και συνεργασία προσώπων για την επίτευξη ενός στόχου: μαζική/υψηλή/χαμηλή ~. Αγωνιστική/δημοκρατική/εθνική/κοινωνική/κομματική/λαϊκή/πολιτική/συνδικαλιστική/ταξική ~. ~ κλάδου/νεολαίας. ~ δυνάμεων/εργαζομένων/καλλιτεχνών/οργανώσεων/σωματείων/φιλάθλων/φοιτητών/φορέων. ~ πολιτών για τη διάσωση του περιβάλλοντος. Πόλος ~ης. Κάλεσμα/μήνυμα ~ης των ψηφοφόρων του κόμματος. Βλ. συστράτευση. ΑΝΤ. αποσυσπείρωση 2. ΓΥΜΝ. θέση του κορμού στο έδαφος, με στήριξη στα χέρια και στα δάχτυλα των ποδιών: Κατά τη ~ τα γόνατα λυγίζουν προς το στήθος. 3. (λόγ.-κυριολ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσπειρώνω, συμπίεση: ~ ελατηρίου.
τετραχρωμία τε-τρα-χρω-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΤΥΠΟΓΡ. τεχνική εκτύπωσης εικόνων με τέσσερα χρώματα (κόκκινο, μαύρο, μπλε και κίτρινο)· συνεκδ. κάθε έντυπο το οποίο έχει εκτυπωθεί με τη συγκεκριμένη τεχνική: ~ όφσετ. ~ δύο όψεων. Μελάνια ~ας.|| Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι ~. Βλ. διχρωμία. 2. συνδυασμός τεσσάρων χρωμάτων: η ~ στη βυζαντινή αγιογραφία. Βλ. -χρωμία. [< 1: γερμ. Vierfarbendruck]
-τυπία {-τυπιών} (λόγ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. ειδική εκτυπωτική μέθοδο: βαθυ~/λινο~/μονο~/φωτο~. 2. αποτύπωση, χάραξη σχεδίου πάνω σε συγκεκριμένο υλικό: ασημο~/μεταξο~/χρυσο~.
-τυπος1, η, ο: β' συνθετικό επιθέτων για δήλωση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: ιδιό~/νομό~/πρωτό~.|| (ουσιαστικοπ.) Φαινό~.
-τυπος2, η, ο: επίθημα για δήλωση τυπωμένου κειμένου ή εικόνας με ορισμένα χαρακτηριστικά: κακέκ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) κλεψί~o/λογό~ο.
τυπωθήτω τυ-πω-θή-τω ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΥΠΟΓΡ. οριστική έγκριση για την εκτύπωση εντύπου (γράφεται συνήθ. στο τελικό διορθωμένο δοκίμιο): Έδωσε το ~. [< νεολατ. imprimatur]
υψιτυπία [ὑψιτυπία] υ-ψι-τυ-πί-α ουσ. (θηλ.): ΤΥΠΟΓΡ. μέθοδος εκτύπωσης, κατά την οποία το μελάνι απλώνεται στα ανάγλυφα τμήματα της εκτυπωτικής πλάκας και στη συνέχεια το σχέδιο μεταφέρεται στο χαρτί με πίεση της πλάκας πάνω σε αυτό· συνεκδ. το εκτυπωμένο σχέδιο. Βλ. -τυπία. ΑΝΤ. βαθυτυπία [< γερμ. Hochdruck]
-χρωμία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν σύνθεση χρωμάτων: δι~/τρι~/τετρα~.|| Πολυ~.
ψιλός, ή, ό ψι-λός επίθ. 1. (για πράγμα) που έχει ελάχιστο πάχος, που είναι εξαιρετικά λεπτός: ~ή: βέργα/γραμμή/κλωστή/λαμαρίνα/λίμα/μαρίδα/πετονιά/σίτα (: με πολύ μικρές τρύπες). ~ό: γυαλόχαρτο/καλώδιο/κατσαβίδι/παραγάδι/σύρμα/ύφασμα/χαρτί. ~ές: φέτες. (εμφατ.) Κόβω το κρεμμύδι ~ό-~ό (= ψιλοκόβω).|| (μτφ.) ~ό: βότσαλο (= πολύ μικρό). ΑΝΤ. χοντρός. 2. που αποτελείται από λεπτούς κόκκους: ~ή: σκόνη. ~ό: αλεύρι/σιμιγδάλι (= ψιλοαλεσμένο). Ζάχαρη ~ή. Αλάτι ~ό. Παραλία με ~ή άμμο. Πβ. λεπτόκοκκος. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. (για φωνή) λεπτή, διαπεραστική. ● Ουσ.: ψιλές (οι) (αργκό): χτυπήματα με το χέρι, όχι πολύ δυνατά: Έφαγε/πέσανε κάτι ~. Του 'ριξε μερικές ~., ψιλό (το) (προφ.) 1. μικρό χρηματικό ποσό (που δεν προσδιορίζεται): Πάρε και κανένα ~ μαζί σου! 2. ούρηση, ούρα. Πβ. τσίσα. Βλ. χοντρό. ● Υποκ.: ψιλούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ψιλά (σύμφωνα): ΓΡΑΜΜ. (στην Αρχαία Ελληνική) τα κ, π, τ. Βλ. δασέα (σύμφωνα)., ψιλά γράμματα 1. (μτφ.) για κάτι που θεωρείται ασήμαντο, επουσιώδες: Μην ασχολείσαι με τέτοια πράγματα, είναι ~ ~!|| (ειρων.) Περίμενα να δείξουν λίγη ευγένεια, αλλά, θα μου πεις, αυτά είναι ~ ~ (γι' αυτούς)! 2. υποσημειώσεις συμβολαίου οι οποίες συνήθ. δεν διαβάζονται πριν από την υπογραφή του, επειδή θεωρούνται ασήμαντες, αλλά, στην πραγματικότητα, μπορεί να κρύβουν κάποια παγίδα: Προσοχή στα ~ ~!, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα (προφ.): ψιλοκουβέντα., ψιλή κυριότητα: ΝΟΜ. το εμπράγματο δικαίωμα που απομένει όταν η πλήρης κυριότητα (περιουσιακού στοιχείου) έχει στερηθεί του δικαιώματος της επικαρπίας και έχει περιοριστεί μόνο στην εξουσία διάθεσής του: μεταβίβαση της ~ής ~ας (οικοπέδου). Ο γιος τους έχει την ~ ~ του διαμερίσματος. Το ακίνητο ανήκει κατά ~ ~ στην κόρη τους. [< γαλλ. nue-propriété] , ψιλός κύριος: ΝΟΜ. ο κάτοχος της ψιλής κυριότητας. ● ΦΡ.: με την ψιλή (μηχανή) (προφ.): (για κόψιμο μαλλιών) σύρριζα: κούρεμα ~ ~., ψιλώ ονόματι (σπάν.-αρχαιοπρ.): κατ' όνομα., κάτι περνάει στα ψιλά (γράμματα) βλ. ψιλά, μας δουλεύει ψιλό γαζί βλ. γαζί, παίρνω κάποιον στο ψιλό βλ. παίρνω, περνάω από (ψιλή) κρησάρα βλ. κρησάρα, περνώ από (ψιλό) κόσκινο βλ. κόσκινο ● βλ. ψιλά [< αρχ. ψιλός]
ψυχανεμίζομαι ψυ-χα-νε-μί-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ψυχανεμί-στηκα, -στεί} (προφ.): υποψιάζομαι κάτι διαισθητικά, προαισθάνομαι: ~στηκε το αρνητικό κλίμα και αποχώρησε. Πβ. διαισθάνομαι, μαντεύω.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ