Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 131 εγγραφές  [0-20]


  • -αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.
  • -ητα (διαλεκτ.-λογοτ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παραγόμενων από άλλα: έχθρ~/μάν~.
  • -θεν (λόγ.) & (διαλεκτ.-λαϊκό) -θε: επίθημα τοπικών επιρρημάτων που δηλώνουν 1. θέση ή προέλευση: εκατέρω-θεν/έμπροσ-θεν. Πανταχό-θεν (πβ. ολού-θε). Μητρό-/πατρό-θεν.|| (σε έκφρ.) Έν-θεν κακεί-θεν.|| Άλλο-θεν (κ. αλλού-θε). Πάνω-θε/πού~ (πβ. πό-θεν). 2. χρονική αφετηρία: ανέκα-θεν/εντεύ~. Παιδιό-θεν/παλαιό~. 3. (σπάν.) κατεύθυνση: (έκφρ.) Δώ-θε και κεί-θε.
  • -ίνα1 επίθημα θηλυκών ουσιαστικών, παράγωγων από αντίστοιχα αρσενικά για τη δήλωση: 1. (κυρ. διαλεκτ.-λαϊκό) κύριου ονόματος: Αγγελ~. Τζωρτζ~. 2. επαγγελματικής δραστηριότητας: βουλευτ~/γιατρ~ (βλ. -έσα)/δικηγορ~.|| (με διαφοροποίηση στη σημ.) Σοφερ~ (βλ. σοφέρ).|| (παλαιότ.-λαϊκό, για τη γυναίκα αξιωματούχου ή επαγγελματία:) Προεδρ~/στρατηγ~. Πβ. -ισσα. 3. ζώου: ελαφ~/ελεφαντ~/λιονταρ~. Βλ. -αινα. 4. χαρακτηριστικού γνωρίσματος, ιδιότητας: λησταρχ~.|| (μτφ.) Τσαρ~.
  • -ίτσα υποκοριστικό επίθημα σε θηλυκά 1. ουσιαστικά: γατ~ (πβ. -ούλα, βλ. -άκι)/κοπελ~ (βλ. -ούδα)/μαν-ουλ~/μπαλ~/φωλ~.|| (κύριο όν.) Ελεν~.|| (διαλεκτ.) Μηλ~. 2. τοπωνύμια: Καρδ~.
  • -ού1 {-ούδες} (λαϊκό) θηλυκό επίθημα 1. ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό: κοπτοραπτ~ (= κοπτοράπτ-ρια)/προπατζ~/ψιλικατζ~.|| (προφ.) Καμωματ~.|| (μειωτ.) Σουρλουλ~. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) κύριων ονομάτων, παράγωγων από το βαφτιστικό του ανδρός: Μιχαλ~. Βλ. -αινα.|| Μυλων~ (: η γυναίκα του μυλωνά). Βλ. -ίνα, -ισσα.
  • -ούδα : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών: κοπελ~. Πβ. -ίτσα.
  • -ουδέλι : (σπάν.) (διαλεκτ.-λαϊκό) υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών: μωρ~.
  • -ούδι1 : υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών ουδετέρου γένους: (χαϊδευτ.) αγγελ~ (= -ουδάκι).|| Kαλ-ούδια.|| (διαλεκτ.-οικ.) Μαθητ~/σκολιαρ~.
  • αίγα [αἶγα] αί-γα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): ΖΩΟΛ. κατσίκα. [< μεσν. αίγα]
  • αλιάδα [ἀλιάδα] α-λιά-δα ουσ. (θηλ.) (διαλεκτ.): σκορδαλιά. [< μεσν. αλιάδα]
  • αλισφακιά [ἀλισφακιά] α-λι-σφα-κιά ουσ. (θηλ.) & αλιφασκιά (λαϊκό-διαλεκτ.): ΒΟΤ. φασκομηλιά. ΣΥΝ. ελελίφασκος, σάλβια [< μεσν. αλισφακιά]
  • άμε [ἄμε] ά-με επιφών. {άμετε κ. αμέτε} (διαλεκτ.): πήγαινε, φύγε: ~ να πεις του κύρη σου ... ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Αμέτε, φίλοι, στο καλό. Πβ. άντε. [< μεσν. άμε]
  • αμέ [ἀμέ] α-μέ μόρ. & (διαλεκτ.) αμή (προφ.) 1. (εμφατ. σε καταφατική απάντηση, συχνά με το ναι) ασφαλώς, βέβαια, σίγουρα: Θα μείνεις για φαγητό; - (Ναι), ~! Πβ. αλλά; 2. (αντιθετ.) όμως, μα: - ~ τι νομίζατε; Ότι θα ξεμπερδεύατε έτσι εύκολα; Πβ. αμ. [< μεσν. αμέ]
  • απέ [ἀπέ] α-πέ επίρρ. (διαλεκτ., συνήθ. με το "κι"): έπειτα, ύστερα, μετά: Σταμάτησε για κάμποσο κι ~ συνέχισε. [< μεσν. απέ] ΑΠΕ
  • αστοιβή [ἀστοιβή] α-στοι-βή ουσ. (θηλ.) & (διαλεκτ.) αστοιβίδα: ΒΟΤ. είδος χαμηλού αγκαθωτού πολύκλαδου θάμνου (επιστ. ονομασ. Sarcopoterium spinosum), με σύνθετα φύλλα και κόκκινο σαρκώδη καρπό. [< αρχ. στοιβή]
  • ατσίδα [ἀτσίδα] α-τσί-δα ουσ. (θηλ.) 1. & ατσίδας (ο): (μτφ.) πρόσωπο πολύ έξυπνο ή πονηρό, καπάτσο: Είναι ~ στις κατασκευές/στα νομικά (= αετός, ξεφτέρι, ξουράφι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι, φισέκι). (προφ.-ενίοτε ειρων.) ~ είσαι! ~ μου εσύ, με την πρώτη τα πιάνεις!|| (ειρων.) Οι ~ες της «αρπαχτής»/της πολιτικής.|| (ως επίθ.) ~ δημοσιογράφος. ~ες: έμποροι. Πβ. καπάτσος, μάρκα. 2. (διαλεκτ.) νυφίτσα. [< μεσν. ατσίδα]
  • αυτού [αὐτοῦ] αυ-τού επίρρ. (προφ.-διαλεκτ.): εκεί: (τοπ.) Κάτσε ~ και μην το κουνήσεις! Άστο ~!|| (χρον.-σπάν.) ~ που (= ενώ, τη στιγμή που) έλεγα πως γλίτωσα, να σου πάλι μπροστά μου! [< αρχ. αὐτοῦ]
  • αυτούνος , η, ο [αὐτοῦνος] αυ-τού-νος δεικτ. αντων. (διαλεκτ.): αυτός: ~ εδώ τό 'φερε. Ποιος είν' ~ καλέ; Τι είν' ~ο που κρατάς; [< μεσν. αυτούνος]
  • αφουγκράζομαι [ἀφουγκράζομαι] α-φου-γκρά-ζο-μαι ρ. (αμτβ κ. μτβ.) {αφουγκρά-στηκα, αφουγκραζ-όμενος} (διαλεκτ.-λογοτ.) 1. ακούω με προσοχή κάτι, στήνω αυτί: ~ τους ψιθύρους. Πβ. ενωτίζομαι. Βλ. ακροώμαι, κρυφακούω. 2. (μτφ.) προσηλώνομαι για να αντιληφθώ, να κατανοήσω κάτι: ~ονται τις ανάγκες και τα προβλήματα των πολιτών. Πβ. συναισθάνομαι, συνειδητοποιώ. [< μεσν. αφουγκράζομαι]

-αινα

-αινα επίθημα 1. θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από αρσενικά και δηλώνουν ζώο: δράκ~ (δράκος)/λύκ~ (λύκος). Βλ. ινα1. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) ανδρωνυμικών: Γιώργ~/Κώστ~. Βλ. -ού.

ακροώμαι

ακροώμαι [ἀκροῶμαι] α-κρο-ώ-μαι ρ. (μτβ.) {ακρο-άσαι ...| ακροάστηκε} (επίσ.) 1. ακούω προσεκτικά: Το δικαστήριο ~άται τον μάρτυρα. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (για υψηλά ιστάμενα πρόσωπα) δέχομαι κάποιον σε ακρόαση: Η Αρχή ~άται διοικήσεις/νόµιµους εκπροσώπους υπηρεσιών ή οργανισµών. 3. ΙΑΤΡ. (σπάν.) (για ήχο του σώματος) ακροάζομαι: Ο γιατρός ~άται συστολικό φύσημα. [< 1: αρχ. ἀκροῶμαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.