άμε [ἄμε] ά-με επιφών. {άμετε κ. αμέτε} (διαλεκτ.): πήγαινε, φύγε: ~ να πεις του κύρη σου ... ~ στην ευχή του Θεού και της Παναγίας. Αμέτε, φίλοι, στο καλό. Πβ. άντε. [< μεσν. άμε]
αμέ [ἀμέ] α-μέ μόρ. & (διαλεκτ.) αμή (προφ.) 1. (εμφατ. σε καταφατική απάντηση, συχνά με το ναι) ασφαλώς, βέβαια, σίγουρα: Θα μείνεις για φαγητό; - (Ναι), ~! Πβ. αλλά;2. (αντιθετ.) όμως, μα: - ~ τι νομίζατε; Ότι θα ξεμπερδεύατε έτσι εύκολα; Πβ. αμ. [< μεσν. αμέ]
απέ [ἀπέ] α-πέ επίρρ. (διαλεκτ., συνήθ. με το "κι"): έπειτα, ύστερα, μετά: Σταμάτησε για κάμποσο κι ~ συνέχισε. [< μεσν. απέ] ΑΠΕ
αστοιβή [ἀστοιβή] α-στοι-βή ουσ. (θηλ.) & (διαλεκτ.) αστοιβίδα: ΒΟΤ. είδος χαμηλού αγκαθωτού πολύκλαδου θάμνου (επιστ. ονομασ. Sarcopoterium spinosum), με σύνθετα φύλλα και κόκκινο σαρκώδη καρπό. [< αρχ. στοιβή]
ατσίδα [ἀτσίδα] α-τσί-δα ουσ. (θηλ.) 1. & ατσίδας (ο): (μτφ.) πρόσωπο πολύ έξυπνο ή πονηρό, καπάτσο: Είναι ~ στις κατασκευές/στα νομικά (= αετός, ξεφτέρι, ξουράφι, σαΐνι, σπίρτο, τσακάλι, φισέκι). (προφ.-ενίοτε ειρων.) ~ είσαι! ~ μου εσύ, με την πρώτη τα πιάνεις!|| (ειρων.) Οι ~ες της «αρπαχτής»/της πολιτικής.|| (ως επίθ.) ~ δημοσιογράφος. ~ες: έμποροι. Πβ. καπάτσος, μάρκα.2. (διαλεκτ.) νυφίτσα. [< μεσν. ατσίδα]
αυτού [αὐτοῦ] αυ-τού επίρρ. (προφ.-διαλεκτ.): εκεί: (τοπ.) Κάτσε ~ και μην το κουνήσεις! Άστο ~!|| (χρον.-σπάν.) ~ που (= ενώ, τη στιγμή που) έλεγα πως γλίτωσα, να σου πάλι μπροστά μου! [< αρχ. αὐτοῦ]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.