Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 139 εγγραφές  [0-20]


  • -θήρας (λόγ.): λεξικό επίθημα κυρ. αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στο άτομο που επιδιώκει κάτι με επιμονή ή με συγκεκριμένο τρόπο και σπανιότ. στον κυνηγό: (με αρνητ. συνυποδ.) βαθμο~/θεσι~/λεξι~/προικο~/χρυσο~/ψηφο~.|| Λαθρο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -θηρία (λόγ.): λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών∙ αναφέρεται στην επίμονη, σταθερή επιδίωξη ή σπανιότ. στο κυνήγι θηράματος: βαθμο~/λεξι~/σκανδαλο~/τελειο~ (πβ. -μανία)/χρησιμο~/χρυσο~/ψηφο~.|| (κυριολ.) Φαλαινο~.
  • -τραφής , ής, ές {-τραφούς | -τραφείς· σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει μεγαλώσει ή εκπαιδευτεί σε συγκεκριμένη χώρα: αγγλο~/αμερικανο~/γαλλο~/γερμανο~/δυτικο~ (πβ. -θρεμμένος). Βλ. -μαθής. || (κυριολ.) ευ-~.
  • άγριος , α, ο [ἄγριος] ά-γρι-ος επίθ. {άγρι-ου κ. -ίου, (θηλ.) -ας κ. -ίας} 1. που βρίσκεται στη φυσική του κατάσταση, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, (για ζώο) που δεν έχει εξημερωθεί ή (για φυτό) που δεν καλλιεργείται και κατ' επέκτ. που σχετίζεται με ή προέρχεται από άγριο είδος: ~ος: χοίρος (= αγριόχοιρος). ~α: γάτα. ~ο: άλογο/θήραμα (π.χ. μπεκάτσα)/θηρίο (λ.χ. λιοντάρι). ~οι: πληθυσμοί (όπως: ταράνδων). ~α: είδη/ζώα. ΣΥΝ. αδάμαστος, ανήμερος, ατίθασος. ΑΝΤ. εξημερωμένος, ήμερος.|| ~α: τριανταφυλλιά/φράουλα. ~α: βότανα/λουλούδια/ραδίκια/χόρτα. Πβ. αυτοφυής. Βλ. φυτευτός.|| ~α: βλάστηση/πανίδα/φύση. ~ο: παρθένο δάσος (πβ. άβατο, απάτητο).|| (μειωτ.) ~α φυλή (πβ. απολίτιστη, βάρβαρη, πρωτόγονη). Βλ. ημι~. 2. επιθετικός, ατίθασος, σκληρός, αγενής: ~ος: λαός (πβ. πολεμικός, πολεμοχαρής)/σκύλος. ~α: νεολαία (πβ. χούλιγκαν)/όψη. ~ο: βλέμμα (= αγριωπό, βλοσυρό)/ύφος. ~ες: διαθέσεις. ~α: ένστικτα/ήθη. Μας κοίταζε με ~ο μάτι.|| (ως ουσ.) Φυλή ~ίων. Βλ. πρωτόγονος. 3. (μτφ.) έντονος, οξύς, ορμητικός, σφοδρός: ~ος: αγώνας (πβ. σκληρός)/άνεμος/ανταγωνισμός (πβ. αμείλικτος)/θάνατος (πβ. μαρτυρικός, τραγικός, φριχτός)/καιρός/καβγάς (πβ. χοντρός)/ξυλοδαρμός (πβ. βάναυσος, βίαιος)/πόλεμος. ~α: δολοφονία (πβ. αποτρόπαια, ειδεχθής, στυγνή)/θάλασσα (πβ. τρικυμιώδης, φουρτουνιασμένη)/νύχτα/χαρά (πβ. μεγάλη). ~ο: γλέντι (πβ. ξέφρενο)/θέαμα (πβ. απάνθρωπο)/κυνηγητό/μεθύσι (πβ. άσχημο, τρελό). ~α: βασανιστήρια/κύματα (= μανιασμένα)/νερά (ποταμού, πβ. ορμητικά). Έρχονται/ξημερώνουν ~ες μέρες (πβ. δύσκολες). 4. (μτφ.) απόκρημνος, άγονος, αφιλόξενος, δύσβατος: ~α: ακρογιαλιά (πβ. βραχώδης). ~ο: βουνό/τοπίο. ~α: βράχια (πβ. απότομα). 5. σκληρός, τραχύς: ~α: επιδερμίδα/επιφάνεια (ΑΝΤ. λεία)/υφή/φωνή. ~ο: δέρμα (ΑΝΤ. απαλό)/μουστάκι (=αρειμάνιο). ~α: γένια (πβ. αξύριστα)/μαλλιά (πβ. ξηρά)/χέρια (ΑΝΤ. μαλακά). ● Υποκ.: αγριούτσικος , η, ο ● επίρρ.: άγρια & (λόγ.) αγρίως 1. (κυριολ.) με αγριότητα ή και βαρβαρότητα, βαναυσότητα, ωμότητα: Βασανίστηκε/ξυλοκοπήθηκε ~. Με κοιτάζει/τσακώθηκαν άγρια. 2. (μτφ.) με μεγάλη ένταση ή σε μεγάλο βαθμό (συχνά για κάτι που γίνεται συστηματικά, προκλητικά ή απροκάλυπτα): Αποδοκιμάστηκε/φορολογούνται ~. Μας δουλεύουν αγρίως/την πάτησα ~.|| (αργκό) Σπάστηκα ~. Τα έχω πάρει ~. Του τα έχωσα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ζωή: το σύνολο των ζώων κυρ. και των φυτών που αναπτύσσονται σε φυσικές συνθήκες: καταφύγια/παράνομο εμπόριο/πάρκα/προστασία της ~ας ~ής. Κλιματικές αλλαγές και ~ ~. Δάσος/υγρότοπος με πλούσια ~ ~. Βλ. οικοσύστημα. [< αγγλ. wildlife] , Άγρια Δύση βλ. δύση, άγρια ομορφιά βλ. ομορφιά, άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα βλ. χάραμα, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα ● ΦΡ.: ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα (παροιμ.): για κάποιον που επιδιώκει να οικειοποιηθεί τα δικαιώματα άλλου ή να επιβάλει τις απόψεις του: Ε, δεν θα μας πουν και οι νέοι υπάλληλοι πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας! ~ ~!, ιστορίες για αγρίους (μειωτ.): για βάρβαρες, αλλόκοτες, απίστευτες ή φανταστικές καταστάσεις., κάνει τον άγριο: παριστάνει τον σκληρό, τον ευέξαπτο., έγινε άγρια θάλασσα βλ. θάλασσα, με το κακό/με το άγριο βλ. κακό [< αρχ. ἄγριος, γαλλ. sauvage]
  • αεροβατώ [ἀεροβατῶ] α-ε-ρο-βα-τώ ρ. (αμτβ.) {αεροβατ-είς ... | μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} 1. (μτφ.) ζω στον κόσμο μου, είμαι εκτός πραγματικότητας: Μην ~είς, δεν θ' αλλάξουν όλα από αύριο το πρωί! Πβ. αιθερο-, ονειρο-βατώ. 2. (σπάν.-κυριολ.) περπατώ στον αέρα: Σε συνθήκες έλλειψης βαρύτητας οι αστροναύτες ~ούν. [< 2: αρχ. ἀεροβατῶ]
  • αθέατος , η, ο [ἀθέατος] α-θέ-α-τος επίθ.: που δεν είναι ορατός ή συχνότ. φανερός: ~ος: αστέρας/κόσμος (= αόρατος). ~η: ακτή/απειλή/βία. ~ο: έγκλημα/μικρόβιο. ~α: δεινά/κέντρα (λήψης αποφάσεων). ~ και απαρατήρητος. Χωριό (σε νησί) ~ο από τη θάλασσα. ΑΝΤ. θεατός ● επίρρ.: αθέατα ● ΣΥΜΠΛ.: η αθέατη πλευρά (των πραγμάτων): για καθετί κρυφό και ανεξιχνίαστο, άγνωστο ή σκοτεινό: Φωτίστηκε ~ ~ των εξελίξεων/της ζωής του.|| (κυριολ.) ~ ~ της σελήνης. [< μτγν. ἀθέατος]
  • ακανθώδης , ης, ες [ἀκανθώδης] α-καν-θώ-δης επίθ. {ακανθώδ-ους | -εις (ουδ. -η) -ών} (λόγ.) 1. (κυρ. για φυτό) που έχει αγκάθια: ~ης: θάμνος/κάκτος.|| ~ες: μονοπάτι. Το φραγκόσυκο είναι ~ες φρούτο. Πβ. αγκαθωτός. Βλ. -ώδης. 2. (μτφ.) που παρουσιάζει δυσκολίες, εμπόδια, που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί, να επιλυθεί: ~ης: δρόμος (& κυριολ.). ~ης: υπόθεση. ~ες: ερώτημα/ζήτημα/θέμα/πρόβλημα/σημείο. ΣΥΝ. δυσχερής, περίπλοκος ● ΣΥΜΠΛ.: ακανθώδης απόφυση: ΙΑΤΡ. προεξοχή στο πίσω μέρος σπονδύλου: ~ ~ της σπονδυλικής στήλης. [< γαλλ. apophyse épineu se] [< 1: αρχ. ἀκανθώδης 2: γαλλ. épineux]
  • ακήρυχτος & ακήρυκτος , η, ο [ἀκήρυχτος] α-κή-ρυ-χτος επίθ.: που δεν έχει επίσημα ανακοινωθεί: ~η: (δια)μάχη/έχθρα/προεκλογική περίοδος. ~ο: εμπάργκο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακήρυχτος πόλεμος 1. (μτφ.) σύνολο από υπονομευτικές ενέργειες που γίνονται παρασκηνιακά και σε εχθρικό κλίμα: εμπορικός ~ ~. Εμπλοκή σε ~ο ~ο συμφερόντων. Εξελίσσεται/κλιμακώνεται/ξεσπάει ~ ~ εναντίον κάποιου. ~ ~ ιδιοκτητών και ενοικιαστών. ~ ~ ανάμεσα στις δύο πόλεις. Στους κόλπους της αντιπολίτευσης μαίνεται ένας ~ ~. 2. (κυριολ.) πόλεμος που δεν έχει κηρυχθεί επίσημα. [< αγγλ. undeclared war] [< αρχ. ἀκήρυκτος]
  • ακίβδηλος , η, ο [ἀκίβδηλος] α-κί-βδη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλογ.) ΣΥΝ. αυθεντικός, γνήσιος. ΑΝΤ. κίβδηλος 1. (μτφ.) ακέραιος: ~η: πίστη. Ο λόγος του είναι αγνός και ~. 2. (κυριολ.) (για νόμισμα) που δεν είναι παραχαραγμένο. [< αρχ. ἀκίβδηλος]
  • ακριβός , ή, ό [ἀκριβός] α-κρι-βός επίθ. 1. που έχει υψηλή τιμή, κοστίζει πολύ: ~ός: εξοπλισμός/λογαριασμός (πβ. αλμυρός, τσουχτερός). ~ό: αυτοκίνητο/εισιτήριο/ενοίκιο/νόμισμα/πετρέλαιο/(κυριολ. κ. μτφ.) τίμημα. Πολύ ~ό δώρο (: απαγορευτικά ~ό, πανάκριβο). ~ές: τιμές (ΑΝΤ. προσιτές). ~ά: αρώματα (= πολυτελείας)/κοσμήματα (βλ. πολύτιμα)/υλικά. Βλ. παν-, χιλι-άκριβος. ΑΝΤ. οικονομικός (2), φτηνός (1) 2. που έχει ή απαιτεί πολλά έξοδα, πολυέξοδος: ~ός: γάμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπορ/ταξίδι. ~ές: διακοπές. Πβ. δαπανηρός, πολυδάπανος. ΑΝΤ. φτηνός (2) 3. που προσφέρει προϊόντα, υπηρεσίες σε υψηλή τιμή: ~ός: τεχνίτης. ~ό: εστιατόριο/μαγαζί/νησί/ξενοδοχείο/(ιδιωτικό) σχολείο. ~ή περιοχή (: απλησίαστη, με υψηλό κόστος ζωής ή με ακίνητα σε υψηλές τιμές). ΑΝΤ. φτηνός (3) 4. (μτφ.) πολύτιμος, λατρευτός, πολυαγαπημένος: ~ό: προνόμιο.|| (κυρ. ως προσφών.-παλαιότ.) ~έ μου φίλε, ~ή μου αγάπη! ● Υποκ.: ακριβούτσικος , η/ια, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος είναι σπάταλος σε ευτελή πράγματα και φειδωλός σε σημαντικά., έχει ακριβά τα λόγια του: είναι ολιγόλογος., πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι ● βλ. ακριβά [< μεσν. ακριβός, γαλλ. cher]
  • ακροβατικός , ή, ό [ἀκροβατικός] α-κρο-βα-τι-κός επίθ.: (κυριολ. κ. μτφ.) που σχετίζεται με την ακροβασία ή/και τον ακροβάτη: ~ός: θίασος. ~ή: βουτιά/επίδειξη/παράσταση/ποδηλασία/πτήση (: επικίνδυνοι ελιγμοί με αεροπλάνο). ~ό: θέαμα/σμήνος/σόου. ~ές: ασκήσεις/φιγούρες. ~ά: κόλπα/νούμερα.|| (μτφ.) ~ή: πολιτική. ~οί: συλλογισμοί. ● Ουσ.: ακροβατικά (τα): η ακροβασία και γενικότ. κάθε παράτολμη ή επικίνδυνη ενέργεια που γίνεται για εντυπωσιασμό ή επίδειξη: εναέρια/εντυπωσιακά/περίτεχνα ~. Έκανε/εκτελούσε με επιδεξιότητα ~ ακριβείας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακροβατική γυμναστική: ΑΘΛ. ομαδικό μη ολυμπιακό άθλημα της γυμναστικής, το οποίο περιλαμβάνει ακροβατικές ασκήσεις (ασκήσεις ισορροπίας ή/και πετάγματα στον αέρα) που εκτελούνται με τη συνοδεία μουσικής. [< γαλλ. gymnastique acrobatique] [< μτγν. ἀκροβατικός 'για ανυψωτικό μηχάνημα', γαλλ. acrobatique, αγγλ. acrobatic]
  • άκρος , α, ο [ἄκρος] ά-κρος επίθ. {υπερθ. ακρότ-ατος} 1. που είναι απόλυτος ή υπερβολικός: ~α: απελπισία (= ακραία)/γαλήνη/ευχαρίστηση/σιγή (= πλήρης)/ταπείνωση (= ολοκληρωτική)/φιλοδοξία. Χαίρει ~ας υγείας. 2. (κυριολ.) που είναι απομακρυσμένος από το κέντρο, ακραίος, ακριανός: ~ο: όριο. Το ~ατο σημείο/τμήμα της επικράτειας/του νησιού.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ος: αριστερός/δεξιός (= ακρο-αριστερός, -δεξιός). ● ΣΥΜΠΛ.: άκρες τιμές: ΜΕΤΕΩΡ. οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες τιμές των μετεωρολογικών στοιχείων: Στα δελτία καιρού τα φαινόμενα δίνονται συνήθως σε ~ ~. [< αγγλ. extreme values] , άκρα Αριστερά βλ. Αριστερά, άκρα Δεξιά βλ. Δεξιά, άκρο πόδι βλ. πόδι, άκρο χέρι βλ. χέρι ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή βλ. σιωπή, το άκρον άωτον βλ. άωτον ● βλ. άκρως [< αρχ. ἄκρος, γαλλ. extrême]
  • αλληλένδετος , η, ο [ἀλληλένδετος] αλ-λη-λέν-δε-τος επίθ. {συνήθ. στον πληθ.} (λόγ.): που εξαρτάται, συνδέεται αμοιβαία, στενά με κάποιον ή κάτι άλλο, συνδεδεμένος: (μτφ.) ~ες: σχέσεις. ~α: ερωτήματα/φαινόμενα. Έννοιες ~ες μεταξύ τους. Η κατάσταση της υγείας είναι ~η με τον τρόπο διατροφής. Ποιότητα ζωής και προστασία του περιβάλλοντος είναι δύο ~οι στόχοι.|| (κυριολ.) ~οι: κρίκοι. ΑΝΤ. ανεξάρτητος (3) ● επίρρ.: αλληλένδετα [< μτγν. ἀλληλένδετος]
  • ανάδελφος , η, ο [ἀνάδελφος] α-νά-δελ-φος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) απομονωμένος, μοναχικός· ειδικότ. για λαούς που δεν είναι ή δεν νιώθουν ομοεθνείς με άλλους: ~ο: έθνος. 2. (κυριολ.-παρωχ.) που δεν έχει αδέλφια. [< 2: αρχ. ἀνάδελφος]
  • αναθέρμανση [ἀναθέρμανση] α-να-θέρ-μαν-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναθερμαίνω: (μτφ.) ~ της αγοράς/του διαλόγου/της ειρηνευτικής διαδικασίας/της οικονομίας/των σχέσεων των δύο κρατών. ~ της κρίσης (= αναζωπύρωση, ανάφλεξη). Πβ. αναζωογόνηση, τόνωση.|| (κυριολ.) Απόψυξη και ~ (= ξαναζέσταμα). [< μτγν. ἀναθέρμανσις, γαλλ. réchauffage]
  • αναμόχλευση [ἀναμόχλευση] α-να-μό-χλευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμοχλεύω: (μτφ.) ~ των παθών και των προκαταλήψεων/των προβλημάτων/της υπόθεσης. Πβ. ανα-ζωπύρωση, -θέρμανση, -κίνηση, υποδαύλιση.|| (σπάν. κυριολ.) ~ του εδάφους (π.χ. με γεωργικό μηχάνημα, τσουγκράνα, φρέζα). [< μτγν. ἀναμόχλευσις]
  • αναμοχλεύω [ἀναμοχλεύω] α-να-μο-χλεύ-ω ρ. (μτβ.) {αναμόχλευ-σα, -τηκε κ. -θηκε, -τεί κ. -θεί, -μένος, -οντας} (λόγ.) 1. (μτφ.) επαναφέρω στην επιφάνεια, στο προσκήνιο κάτι, συνήθ. δυσάρεστο, που είχε ατονήσει ή ξεχαστεί, ανακινώ: ~ονται γεγονότα του παρελθόντος/παλιές έριδες και μίση. Μην ~εις ζητήματα που έχουν κλείσει οριστικά. Πβ. αναζωπυρώνω, ανασκαλεύω, ξεσκαλίζω, υποδαυλίζω. 2. (σπάν. κυριολ.) ανακατεύω: ~εται το χώμα (: με αγροτικό μηχάνημα). [< αρχ. ἀναμοχλεύω]
  • ανέγγιχτος , η, ο [ἀνέγγιχτος] α-νέγ-γι-χτος επίθ. 1. (μτφ.) που δεν τον έχουν αλλοιώσει, μεταβάλει, φθείρει: ~ος: φυσικός παράδεισος. ~α: μνημεία/τοπία. Το χωριό παραμένει ~ο από τον τουρισμό.|| ~η από τον χρόνο. Πβ. αναλλοίωτος, ανέπαφος, ανόθευτος, άφθαρτος. 2. (κυριολ.) που δεν τον έχουν αγγίξει ή χρησιμοποιήσει: ~ο: φαγητό. ΣΥΝ. άθικτος (1), απείραχτος (1) [< μεσν. ανέγγιχτος]
  • ανερμάτιστος , η, ο [ἀνερμάτιστος] α-νερ-μά-τι-στος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) που γίνεται, δημιουργείται ή εκδηλώνεται χωρίς σκέψη και πρόγραμμα: ~ος: τρόπος διοίκησης. ~η: δημοσιονομική διαχείριση/(οικονομική) πολιτική. ~ο: κείμενο. ~οι: ισχυρισμοί. ~ες: απόψεις/δηλώσεις/θέσεις/κινήσεις. Ο λόγος του ήταν τελείως αδόμητος, αντιφατικός και ~. Πβ. αβάσιμος, αθεμελίωτος, αστήρικτος. 2. (μτφ.) ευμετάβολος: (για πρόσ.) ηθικά/πολιτικά/συναισθηματικά/ψυχικά ~.|| ~η: συμπεριφορά. Πβ. ασταθής, άστατος. 3. (σπάν.-κυριολ.) που δεν έχει πρόσθετο βάρος (έρμα), ρυθμιστικό της ευστάθειάς του: ~ο: πλοίο. ● επίρρ.: ανερμάτιστα [< 1,2: μτγν. σημ. 3: αρχ. ἀνερμάτιστος]
  • ανθηρός , ή, ό [ἀνθηρός] αν-θη-ρός επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που βρίσκεται σε περίοδο ακμής, κυρ. οικονομικής: ~ή: επιχείρηση/(τοπική) οικονομία. ~ό: εμπόριο. Πβ. ακμαίος, εύρωστος.|| Τα πράγματα δεν είναι τόσο ~ά (= αισιόδοξα, ευχάριστα). 2. (κυριολ.) ανθισμένος. Πβ. θαλερός. Βλ. -ηρός. ● επίρρ.: ανθηρά ● ΦΡ.: όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά (μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι βρίσκεται σε καλό δρόμο. [< 1: γαλλ. florissant 2: αρχ. ἀνθηρός]

ακριβά

ακριβά [ἀκριβά] α-κρι-βά επίρρ.: με υψηλό κόστος: Αγοράζω/πουλώ κάτι ~. Κοστίζει/στοιχίζει ~.|| Πλήρωσα ~ τα λάθη μου. ΑΝΤ. φτηνά ● Υποκ.: ακριβούτσικα ● ΦΡ.: πληρώνω ακριβά (μτφ.): υφίσταμαι αυστηρές συνέπειες: Αν τον αγνοήσεις, θα το πληρώσεις ~! Πλήρωσε ~ την επιπολαιότητα/το λάθος του. ● βλ. ακριβός [< μεσν. ακριβά]

άκρως

άκρως [ἄκρως] ά-κρως επίρρ. (λόγ.): (+ επίθ.) στον υπέρτατο βαθμό, εντελώς, απολύτως: ~ απαραίτητος/απόρρητο έγγραφο/αποτελεσματική μέθοδος/εμπιστευτικό. ~ (= πάρα πολύ) επικίνδυνη οδήγηση. Πβ. εξαιρετικά. ● ΦΡ.: το άκρως αντίθετο (επίσ.): το εντελώς αντίθετο, ακριβώς το αντίθετο: Δεν χαίρομαι με αυτό που έπαθε· ~ ~ (μάλιστα). Πέτυχε ~ ~ από το επιθυμητό αποτέλεσμα. ● βλ. άκρος [< αρχ. ἄκρως]

Αριστερά

Αριστερά [Ἀριστερά] Α-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το αρχικό α): ΠΟΛΙΤ. πολιτικός χώρος στον οποίο εντάσσονται οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού: ανανεωτική/αντικαπιταλιστική/επαναστατική/ρεφορμιστική/ριζοσπαστική/φοιτητική ~. Η ελληνική/ευρωπαϊκή ~. Ανήκει/πρόσκειται στην ~. Ψηφίζει ~. Κοινό μέτωπο της ~άς (= των αριστερών κομμάτων). Βλ. ευρω~, κεντρο~. ΑΝΤ. Δεξιά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Αριστερά: εξωκοινοβουλευτική τάση στην Αριστερά, οι οπαδοί της οποίας υποστηρίζουν την προώθηση ριζοσπαστικών ή επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία· Ακροαριστερά. Βλ. αναρχοκομμουν-, λενιν-, μαρξ-, τροτσκ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Δεξιά [< γαλλ. extrême gauche] , εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: αριστερές πολιτικές οργανώσεις, συνήθ. ακραίες, που δεν κατέχουν έδρα στο κοινοβούλιο. Πβ. άκρα Αριστερά. [< γαλλ. (la) gauche, 1791]

άωτον

άωτον [ἄωτον] ά-ω-τον ουσ. (ουδ.): μόνο στη ● ΦΡ.: το άκρον άωτον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): το ανώτατο όριο: ~ ~ της αναισχυντίας/βλακείας/υποκρισίας. Πβ. αποθέωση, αποκορύφωμα. [< αρχ. (ἄκρον) ἄωτον]

Δεξιά

Δεξιά Δε-ξι-ά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το δ): ΠΟΛΙΤ. ο συντηρητικός πολιτικός και ιδεολογικός χώρος: κοινωνική/λαϊκή/ριζοσπαστική/(νεο)φιλελεύθερη ~. Βουλευτές/δυνάμεις/κόμματα της ~άς. Βλ. ευρω~, Κεντρο~, Νεο~. ΑΝΤ. Αριστερά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Δεξιά: το ακραίο, εξτρεμιστικό τμήμα της Δεξιάς· ακροδεξιά. Βλ. ναζ-, φασ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Αριστερά [< γαλλ. la droite]

δύση

δύση δύ-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ανατολή 1. κάθοδος ουράνιου σώματος, κυρ. του ήλιου, κάτω από τη νοητή γραμμή του ορίζοντα και συνεκδ. η συγκεκριμένη χρονική περίοδος: ~ της σελήνης. Το ρόδινο χρώμα της ~ης. Πβ. (ηλιο)βασίλεμα.|| Οι κάλπες θα κλείσουν με τη ~ του ήλιου. 2. (συνεκδ. με κεφαλ. Δ, συντομ. Δ) το ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, απ' όπου δύει ο ήλιος. Βλ. βορράς, νότος. 3. (με κεφαλ. Δ) οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής· οι λαοί και ο πολιτισμός τους: οι ηγέτες/η πολιτική της ~ης. Η ~ και ο Τρίτος Κόσμος. 4. (μτφ.) πτώση, παρακμή: η ~ του αρχαίου κόσμου/της βυζαντινής αυτοκρατορίας.|| (λογοτ.) Στη ~ της ζωής του (= στο τέλος). Βλ. ανάδυση. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγρια Δύση: η δυτική περιοχή των ΗΠΑ την εποχή του αποικισμού, όπου κυριαρχούσε η βία και η ανομία και κατ' επέκτ. κάθε περιοχή ή κοινωνικός χώρος σε ανάλογη κατάσταση. ΣΥΝ. Φαρ Ουέστ [< αμερικ. Wild West] [< 1,2,4: αρχ. δύσις, μεσν. δύση 3: γαλλ. ouest, αγγλ. west]

-ηρός

-ηρός, ή, ό (λόγ.): επίθημα για την εμφατική δήλωση γνωρίσματος: αιματ~/αιχμ~/ανθ~/δαπαν~/ζω~/μελετ~/μοχθ~/νοσ~/οκν~/ολισθ~/σιωπ~/τολμ~. Πβ. -αρός, -ερός.

θάλασσα

θάλασσα θά-λασ-σα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -άσσης | -ών} 1. υδάτινη μάζα που περιβάλλει την ξηρά και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της γήινης επιφάνειας: αγριεμένη/απέραντη/αφρισμένη/βαθιά/βρόμικη/ήρεμη/καθαρή/μανιασμένη/ταραγμένη/τρικυμισμένη/φουρτουνιασμένη ~. Τα πλάσματα της ~ας. Στον βυθό/πάτο της ~ας. Είδη/καρέκλα/μάσκα/μπάλα/ξαπλώστρα/ομπρέλα/πετσέτα/στρώμα ~άσσης. Θερμές/πολικές/τροπικές ~ες. Ρύπανση των ~ών. Βουτώ/βυθίζομαι/επιπλέω/κάνω μπάνιο/κολυμπώ/πέφτω/ταξιδεύω/ψαρεύω στη ~. Ήλιος και ~. Σπίτι δίπλα/κοντά/με θέα στη ~. Η περιοχή περιβάλλεται/περιβρέχεται από ~. Η ~ έχει κύμα.|| (ΓΕΩΓΡ.) Αδριατική/Βαλτική/Ερυθρά/Μαύρη/Μεσόγειος ~. Bλ. λίμνη, λιμνο~, πέλαγος, πόντος, ποταμός, ωκεανός.|| Το καΐκι (ξ)ανοίχτηκε/βγήκε στη ~ (= στ' ανοιχτά).|| Κατέβηκε στη ~ (: στην παραλία).|| Χωριό χτισμένο … μέτρα πάνω από τη ~ (βλ. επιφάνεια). Η ~ ανέβηκε (βλ. στάθμη).|| Διακοπές στη ~ (: σε παραθαλάσσιο μέρος). Προτιμάς βουνό ή ~;||(συνεκδ.) Η ~ είναι ζεστή/κρύα (: τα νερά της).|| Οι ψαράδες ζουν από τη ~ (: την αλιεία).|| (μτφ.) Έχει ~ σήμερα (= θαλασσοταραχή). Τον πειράζει η ~ (βλ. ναυτία). Πάλευε με τη ~ (πβ. τα κύματα). Τα ψάρια μυρίζουν ~ (: είναι πολύ φρέσκα). 2. (μτφ.-εμφατ.) (+ γεν./από + αιτ.) πλήθος: ~ πιστών. Βλ. ανθρωπο~, λαο~, κοσμοσυρροή.|| ~ από λουλούδια. ~ από εικόνες (πβ. καταιγισμός)/λέξεις (πβ. χείμαρρος)/φως. ~ από δάκρυα/δακρύων (πβ. βροχή, ποτάμι). (σπανιότ.) ~ τα προβλήματα/τα χρέη του (πβ. βουνό). ● Υποκ.: θαλασσάκι (το), θαλασσίτσα (η), θαλασσούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι της θάλασσας: κυρ. ναυτικοί και ψαράδες. Πβ. θαλασσινός. Βλ. βουνίσιος., ανοιχτή θάλασσα 1. & ανοιχτό νερό: θαλάσσιο τμήμα που δεν περιβάλλεται από ξηρά ή δεν περνάει από στενά περάσματα: αγώνες/ιστιοπλοΐα/σκάφος/ψάρεμα ~ής ~ας/ανοικτής ~άσσης. Κολύμβηση σε ανοιχτό νερό. Πβ. πόντος2. 2. ΝΟΜ. που δεν ανήκει στα χωρικά ή εσωτερικά ύδατα ενός κράτους και χρησιμοποιείται από όλους, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών: αλιεία/ναυσιπλοΐα/στρατιωτικές ασκήσεις στην ~ ~. ΣΥΝ. διεθνή ύδατα [< αγγλ. open sea] , από θαλάσσης (λόγ.): από τη θάλασσα: επίθεση/πρόκληση ~ ~ (: από εχθρικά πλοία). Βλ. από αέρος., εσωτερική θάλασσα: που επικοινωνεί με μια ανοιχτή θάλασσα μέσω άλλης., κλειστή θάλασσα & (σπάν.) ημίκλειστη: ΝΟΜ. (για κόλπο, πέλαγος, λεκάνη) που περιβάλλεται από περισσότερα του ενός κράτη ή γεωγραφικά τμήματα και συνδέεται με θάλασσα ή ωκεανό με στενό πέρασμα: αλιεία ~ής ~ας. Μεσόγειος: μια ~ ~. Η κλειστή ~ του Κορινθιακού., νεκρή θάλασσα: στην οποία δεν μπορεί να επιβιώσει κανένας ζωντανός οργανισμός εξαιτίας της ύπαρξης μεγάλων ποσοτήτων ανόργανων στερεών ουσιών, π.χ. αλατιού, ή λόγω της μόλυνσης., αγγούρι της θάλασσας βλ. αγγούρι, αλογάκι της θάλασσας βλ. αλογάκι, αυτί της θάλασσας βλ. αυτί, επτά θάλασσες βλ. επτά, θαλάσσια ανεμώνη βλ. ανεμώνη, θαλάσσιο ποδήλατο βλ. ποδήλατο, θαλάσσιο σκι βλ. σκι, θαλάσσιο ταξί βλ. ταξί, φρούτα της θάλασσας βλ. φρούτο, χωρικά ύδατα βλ. χωρικός2 ● ΦΡ.: διά θαλάσσης & μέσω θαλάσσης (λόγ.): με πλοίο: ~ ~ συγκοινωνία. Εμπόριο/επικοινωνία/μεταφορά εμπορευμάτων/πρόσβαση ~ ~. Ταξιδεύω ~ ~. Βλ. διά ξηράς, οδικώς., έγινε άγρια θάλασσα (μτφ.): θύμωσε πάρα πολύ: Μόλις την είδε, ~ ~! Πβ. έξω φρενών, πυρ και μανία., έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι (προφ.): έχω περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα, ταξιδεύοντας στη θάλασσα. Βλ. θαλασσόλυκος., η θάλασσα είναι λάδι: είναι πολύ ήρεμη., τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κάνω πολλά λάθη και γενικότ. αποτυγχάνω: Από το άγχος της τα έκανε ~ στις εξετάσεις. ΣΥΝ. τα θαλασσώνω, τα κάνει μούτι, τα σκατώνω/τα σκάτωσε, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, πυρ, γυνή και θάλασσα βλ. γυνή, σαν την άμμο της θάλασσας βλ. άμμος [< αρχ. θάλασσα, γαλλ. mer, αγγλ. sea]

κακό

κακό κα-κό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. καλό 1. (προφ.) συμφορά, δυστυχία: κοινωνικά ~ά (= δεινά). Ο πόλεμος είναι μεγάλο/τρομερό ~. Τι ~ κι αυτό! Μια λάθος κίνηση και το ~ δεν αργεί να συμβεί! Το ένα ~ φέρνει το άλλο. (για ατύχημα:) Πώς έγινε το ~; Θέλησε να προλάβει το ~. Μην εύχεσαι το ~ του! Πολλά ~ά τον χτύπησαν τελευταία.|| Έγινε μεγάλο ~ (πβ. βαβούρα, σαματάς, φασαρία). 2. (προφ.) αρνητικό στοιχείο, μειονέκτημα: Έχει ένα ~· με διακόπτει συνέχεια, όταν μιλάω. Κάθε εποχή έχει και τα ~ά της.|| Πού είναι/το βλέπεις το ~; Μια χαρά μου φαίνεται το ντύσιμό του! Τι το ~ βρίσκεις, δηλαδή; 3. οτιδήποτε αντιτίθεται στον κώδικα ηθικής και στους θρησκευτικούς κανόνες· το βλαβερό και επιζήμιο για τον άνθρωπο: (ΦΙΛΟΣ.) η ύπαρξη του ~ού.|| (ΘΕΟΛ.) Οι δυνάμεις/το πνεύμα του ~ού (βλ. διάβολος). Λύτρωση από το ~. Βλ. το δέντρο της γνώσης.|| Παντού βλέπει το ~ (: είναι καχύποπτος). Είναι ~ να βασανίζεις τα ζώα.|| Είπε κάτι ~ για μένα. Πβ. κακία. ● ΣΥΜΠΛ.: οικεία κακά (λόγ.): παθήματα του παρελθόντος: Μη μας θυμίζεις ~ ~!, αναγκαίο κακό βλ. αναγκαίος ● ΦΡ.: ... και κακό! (προφ.-επιτατ.): για κάτι που συμβαίνει ή υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και προκαλεί αναστάτωση: Γέλια/κόσμος/φωνές ~ ~! Τι φασαρία ~ ~ είν' αυτή;, απ' το κακό στο χειρότερο: για συνεχή επιδείνωση μιας κατάστασης: Τα πράγματα βαίνουν/εξελίσσονται/οδηγούνται/πάνε ~ ~., βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου (προφ.): έχω κακό προαίσθημα, φοβάμαι ότι κάτι δυσάρεστο έχει συμβεί: Μη ~εις ~ ~ σου!|| Μην βάζεις στο μυαλό σου συνέχεια το κακό!, η αρχή του κακού: το πρώτο από μία σειρά δυσάρεστων συμβάντων: ~ ~ έγινε με τη διακοπή των διαπραγματεύσεων. Οι πλημμύρες δεν ήταν παρά ~ ~., η πηγή/η ρίζα του κακού: η αιτία μιας αρνητικής κατάστασης: Προσπαθεί να εντοπίσει την ~ ~. ~ ~ πρέπει ν' αναζητηθεί αλλού. Αυτός έχει την ευθύνη, είναι ~ ~/η πηγή όλων των κακών. Βλ. σημείο μηδέν., κακό να σου 'ρθει/να σ' εύρει!: ως κατάρα., κακό που με βρήκε/έπαθα! (προφ.): ως αναφώνηση για κάτι πολύ άσχημο που έτυχε σε κάποιον: Τι ~ είν' αυτό που μας βρήκε/που πάθαμε! Βρε, ~ ~ (τώρα)!, κακό του κεφαλιού μου/σου/του (προφ.): επικριτικό σχόλιο ή προειδοποίηση για απερίσκεπτη πράξη που είχε ή θα έχει αρνητικά αποτελέσματα: Επιμένεις; Ε, τότε ~ ~ σου! ~ ~ του που πήγε και ..., κάνω κακό: βλάπτω: Ξεχνάς το ~ που σου 'κανε;|| Άσ' τον! Κακό στον εαυτό του κάνει!|| Το στρες ~ει ~ στην καρδιά. Δεν θα σου ~ει ~ μια ασπιρίνη!|| (ειρων.) Δεν σου έκανε ~ που ζορίστηκες λίγο!|| Το χαλάζι έκανε μεγάλο ~ (: προκάλεσε πολλές καταστροφές) στις σοδειές., κιτρίνισε/πρασίνισε απ' το κακό/τη ζήλια του & έγινε κίτρινος/πράσινος απ' το κακό/τη ζήλια του (προφ.): ζήλεψε πάρα πολύ., με το κακό/με το άγριο (προφ.): με απότομο τρόπο: Μην τον πάρεις ~ ~ και φοβηθεί! ΑΝΤ. με το καλό/μαλακό, μικρό/λίγο το κακό! (προφ.): για να δηλωθεί ότι η ζημιά είναι αμελητέα· δεν πειράζει: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~!, μου βγήκε σε κακό (προφ.): για κάτι που είχε (ή έχει) δυσάρεστες συνέπειες: Καλύτερα να μην πήγαινα· ~ ~! Θα σου βγει σε ~ που δεν προσέχεις!|| (ως κατάρα) Σε κακό να σου βγει! ΑΝΤ. μου βγήκε σε καλό, παράγινε/έχει παραγίνει το κακό & (σπάν.) απόγινε το κακό (προφ.): η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~ με σένα/με την κίνηση!, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό: ανησυχώ, φοβάμαι ότι κάτι κακό θα συμβεί: Μην πάει ο νους σου ~!, σκάω/αφρίζω/λυσσάω απ' το κακό μου (προφ.): ζηλεύω πάρα πολύ: Έσκασε/άφρισε/λύσσαξε ~ της, όταν το έμαθε., το κακό έγινε: για ανεπανόρθωτο γεγονός: Δεν έχει νόημα να το συζητάμε, τώρα ~ ~, δυστυχώς! Πβ. ό,τι έγινε έγινε., το κακό είναι ... (προφ.): για να επισημάνουμε κάτι αρνητικό: ~ ~ πως δεν ξέρω τον δρόμο. Το ~ (μαζί) του είναι πως είναι εγωιστής. Το ~ με τους ανθρώπους είναι ότι … ΑΝΤ. το καλό είναι ότι ..., άνθη/άνθος του κακού βλ. άνθος, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, για καλό και για κακό βλ. καλό, για καλό/για κακό βλ. καλό, εκ/μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον βλ. βέλτιστος, ενός κακού μύρια έπονται βλ. έπομαι, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, Ιησούς Χριστός νικά (κι όλα τα κακά σκορπά)! βλ. Ιησούς, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, πολύ κακό για το τίποτα βλ. τίποτα, πράσινος από τη ζήλια/από το κακό του βλ. πράσινος, τα τρία κακά της μοίρας του βλ. τρεις, τρεις, τρία, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω, τρίτωσε το κακό βλ. τριτώνει [< αρχ. τὸ κακὸν]

-μαθής

-μαθής, ής, ές {-μαθούς | -μαθείς (ουδ. -μαθή)} (λόγ.) επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων (και ουσιαστικών)∙ αναφέρεται 1. στον γνώστη μιας γλώσσας ή/και της φιλολογίας της, τον ειδήμονα σε έναν τομέα: γλωσσο-μαθής. Eλληνο~/λατινο~. Βλ. -τραφής.|| Αρχαιο~/νομο~.|| Φιλο~. 2. σε άτομο με συγκεκριμένο επίπεδο γνώσεων ή μόρφωσης: α-μαθής/ευρυ~/ημι~/ολιγο~/πολυ~. ΜΑΘΗΣ

μεσάνυχτα

μεσάνυχτα με-σά-νυ-χτα ουσ. (ουδ.) (τα): δώδεκα η ώρα το βράδυ και κατ' επέκτ. το διάστημα της νύχτας από τις δώδεκα ως τα χαράματα: Έφτασε ~. Είναι περασμένα ~. Ακριβώς τα ~/λίγο μετά τα ~ άγνωστοι πυρπόλησαν ... Το έγκλημα έγινε γύρω στα/κατά τα/κοντά στα ~. ΣΥΝ. μεσονύκτιο, μεσονύχτι ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα & άγρια νύχτα (προφ.): πολύ αργά το βράδυ: Πού πας μέσα στα ~ ~; Πβ. άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα. ● ΦΡ.: έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα (προφ.): αγνοώ παντελώς: ~ ~ για το θέμα. Από υπολογιστές έχει ~! [< μεσν. μεσάνυκτον]

οικοσύστημα

οικοσύστημα [οἰκοσύστημα] οι-κο-σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.) {οικοσυστήμ-ατος | -ατα}: ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. ενότητα που αποτελείται από το σύνολο των οργανισμών μιας φυσικής κοινότητας (βιοτικοί παράγοντες), τα στοιχεία του περιβάλλοντος (αβιοτικοί παράγοντες) καθώς και τις σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο παραγόντων: αγροτικό/ανθρωπογενές/ευαίσθητο/εύθραυστο/ευπαθές/θαλάσσιο/λιμναίο/μεσογειακό/ορεινό/παράκτιο/πλούσιο/σπάνιο/υδάτινο/φυσικό/χερσαίο ~. Βλάβες/διαταραχές/καταστροφή/παρεμβάσεις στο ~ των νησιών/της περιοχής/του πλανήτη/του ποταμού. Αναβάθμιση/ανάπτυξη/αποκατάσταση/βελτίωση/βιοποικιλότητα/διατάραξη (της ισορροπίας)/διατήρηση/διαχείριση/κατάρρευση/προστασία/υποβάθμιση του ~ατος. Το ~ απαρτίζεται από τη βιοκοινότητα και τον βιότοπο. Φέρουσα ικανότητα του ~ατος (: η μέγιστη ποσότητα βιομάζας που μπορεί να υποστηρίξει ένα ~). Ροή της ενέργειας στα ~ατα. ● ΣΥΜΠΛ.: δασικό οικοσύστημα: οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό μαζί με τη συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, το νερό, τα στοιχεία του περιβάλλοντός τους (κλίμα, έδαφος) και οι σχέσεις αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Πβ. δάσος. [< γαλλ. écosystème, περ. 1950, αγγλ. ecosystem, 1935]

ομορφιά

ομορφιά [ὀμορφιά] ο-μορ-φιά ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό-λογοτ.) εμορφιά, ομορφάδα: η ιδιότητα του όμορφου: αγγελική/ανεξάντλητη/αξεπέραστη/απίστευτη/απόλυτη/ασύγκριτη/διακριτική/θεϊκή/θεσπέσια/εκθαμβωτική/εκρηκτική/εντυπωσιακή/εξαιρετική/εξωτική/κλασική/λιτή/μαγευτική/μαγική/μοναδική/μυστηριακή/μυστηριώδης/ξεχωριστή/παρθενική/τεχνητή/υπνωτιστική ~. Ανδρική/γυναικεία/εξωτερική/εσωτερική/πνευματική/σωματική/ψυχική ~. Ασύλληπτης ~ιάς. Υγεία και ~. Η απαράμιλλη ~ και συμμετρία της φύσης. Η ~ του ποδοσφαίρου. Διαγωνισμός (= καλλιστεία)/είδη/κούρα/μάσκα/μυστικά/προϊόντα/πρότυπα/συμβουλές ~ιάς. Βιομηχανία της ~ιάς. || (στον πληθ., κυρ. για τόπο:) Νησί γεμάτο φυσικές ~ιές. Οι κρυφές ~ιές του ωκεανού.|| (προφ.-για πρόσ.) Τι ~ιές είναι αυτές; ΣΥΝ. καλλονή (2), κάλλος, ωραιότητα ΑΝΤ. ασχήμια (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια ομορφιά: που δεν έχει αλλοιωθεί από ανθρώπινες παρεμβάσεις: Η ~ ~ του ορεινού τοπίου., ινστιτούτο ομορφιάς & (σπάν.-παλαιότ.) καλλονής: κέντρο περιποίησης και φροντίδας προσώπου και σώματος, συνήθ. για γυναίκες: ~α ~ και αισθητικής. Πβ. σαλόνι ομορφιάς. ● ΦΡ.: κάποιος είναι στις ομορφιές του: είναι ιδιαίτερα όμορφος ή ευπαρουσίαστος, συνήθ. μια συγκεκριμένη ημέρα: (επιτατ.) Στις ~ σου είσαι σήμερα. [< μεσν. ομορφιά < αρχ. εὐμορφία]

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ-

παν- & πάν- & παγ- & πάγ- & παλ- & πάλ- & παμ- & πάμ- (λόγ.) α' συνθετικό που δηλώνει 1. επίταση ιδιότητας: παν-άρχαιος/~εύκολος. Πάλ-λευκος (πβ. κατά-, ολό-). Πάμ-φθηνος. 2. όλα τα μέρη ενός συνόλου: παν-ελλήνιος/~εργατικός. Παγ-κόσμιος. Παλ-λαϊκός. Παμ-ψηφεί.

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

πρωτόγονος

πρωτόγονος, η, ο πρω-τό-γο-νος επίθ.: που αναφέρεται σε πρώιμο πολιτισμικό ή εξελικτικό στάδιο· κατ' επέκτ. απαρχαιωμένος ή απολίτιστος, ακαλλιέργητος: ~ος: εξοπλισμός. ~η: θρησκεία/κοινωνία/σκέψη/τέχνη. ~οι: λαοί. ~α: εργαλεία.|| (ΒΙΟΛ.) ~α: θηλαστικά.|| (μειωτ.) ~ες: αντιλήψεις (πβ. παλαιολιθικός)/συνθήκες. ~α: ένστικτα (πβ. αρχέγονος). Ζει σε ~η κατάσταση.|| (ως ουσ.) Οι ~οι (ενν. άνθρωποι). Βλ. -γονος. ● επίρρ.: πρωτόγονα [< αρχ. πρωτόγονος 'πρωτότοκος', γαλλ. primitif]

σιωπή

σιωπή σι-ω-πή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι· (στον πληθ.) τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα: απέραντη/ατέλειωτη/βαθιά ~. Η ~ του βυθού/της νύχτας/της φύσης (πβ. ησυχία, σιγαλιά). Στιγμές/ώρες ~ής. Έγινε/έπεσε ~. Επικρατεί απόλυτη ~. Μέσα στη ~. Πβ. σιγή.|| Οι παύσεις και οι ~ές της ταινίας. Φιλμ διαλόγων και ~ών. 2. (κατ' επέκτ.) η στάση του ανθρώπου που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εκφράσει την άποψή του, να απαντήσει ή να αντιδράσει σε κάτι: αδικαιολόγητη/αμήχανη/απρόσμενη/ένοχη/ενοχλητική/επιβεβλημένη/ηχηρή/θλιβερή/θλιμμένη/περίεργη/συνειδητή/υποκριτική ~. Η ~ της ντροπής/του τρόμου. Κύκλος/πέπλο/στάση/τείχος ~ής. Το δικαίωμα/σπάσιμο της ~ής. Τηρεί ~ για το θέμα/την υπόθεση. Επέλεξε τη ~. Καταδικάστηκε/κρύβεται στη ~. Προτίμησα την εύγλωττη ~. Μετά την παρέμβασή του, ακολούθησε ~ αμηχανίας. Αντιμετώπισε το ζήτημα με παγερή ~. Εξαγόρασαν τη ~ μας (: για μάρτυρες ή θύματα). Η ~ είναι συνενοχή.|| Ύστερα από μακρά ~ (= αδράνεια, αποχή) ... ● ΣΥΜΠΛ.: (η) συνωμοσία (της) σιωπής: συμφωνία ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας προσώπων να συγκαλύψουν κάτι, αποσιωπώντας το: Εξυφαίνεται μια ~ ~. ~ ~ καλύπτει το φιάσκο. [< γαλλ. la conspiration du silence] , ο νόμος της σιωπής (μτφ.): όταν συγκαλύπτεται κάτι μεμπτό, παράνομο: ο άγραφος ~ ~ και της εκδίκησης. Επικρατεί/σπάει ~ ~. Έχει επιβληθεί ~ ~ για ορισμένα θέματα-ταμπού. Πβ. ομερτά. [< γαλλ. la loi du silence] , εκκωφαντική σιωπή βλ. εκκωφαντικός, η γλώσσα της σιωπής βλ. γλώσσα, νεκρική σιγή/σιωπή βλ. νεκρικός ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή (μτφ.): απόλυτη ησυχία: ~ ~ βασιλεύει στην περιοχή. Στην αίθουσα επικρατούσε ~ ~. Τηρείται ~ ~ (για κάτι)., η σιωπή είναι χρυσός (παροιμ.): (σε ορισμένες περιπτώσεις) η σιωπή είναι πολύτιμη: ~ ~, ιδίως όταν δεν έχεις τίποτα καινούργιο να πεις. ΣΥΝ. τα πολλά λόγια είναι φτώχεια [< γαλλ. le silence est d'or] , η σιωπή μου προς απάντησή σου (προφ.): απαξιώ, δεν καταδέχομαι να σου απαντήσω., λύνω τη σιωπή μου: αποφασίζω να μιλήσω έπειτα από αρκετό χρονικό διάστημα, συνήθ. για να αποκαλύψω κάτι: Έλυσε ~ του και απάντησε στις κατηγορίες., σιωπή! (ως προσταγή): μη μιλάς, πάψε: ~ εσύ/παρακαλώ! ~, τώρα μιλάω εγώ. Πβ. σουτ, τσιμουδιά. , (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων [< αρχ. σιωπή, αγγλ.-γαλλ. silence]

τομάρι

τομάρι το-μά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) 1. (μτφ.-μειωτ.) ο εαυτός, η ζωή του ανθρώπου: Μόνο για το ~ του νοιάζεται/κοιτάει μόνο το ~ του (: είναι ατομιστής, εαυτούλης, φιλοτομαριστής). Πάνω απ' όλους βάζει το ~ του. 2. (υβριστ.) παλιάνθρωπος, κάθαρμα: πουλημένο ~. ΣΥΝ. αλήτης (1), απόβρασμα, καθίκι (1), μούτρο (2), παλιοτόμαρο, τσογλάνι 3. δέρμα ζώου: ~ αρκούδας/λύκου. ~ από αρνί/κατσίκι. Γδέρνω το ~. Πβ. δορά, πετσί. Βλ. γούνα, προβιά. ● ΦΡ.: πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου: αντιστέκομαι σθεναρά στους αντιπάλους μου, προτού υποκύψω: Δεν θα μας πιάσουν έτσι εύκολα, θα πουλήσουμε ~ ~ μας., σώζω/γλιτώνω το τομάρι μου (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): ξεφεύγω από μεγάλο κίνδυνο, ιδ. θανάσιμο, με κάθε τρόπο. [< 3: μεσν. τομάρι < πβ. τομάριον ΄μικρός τόμος’]

φυτευτός

φυτευτός, ή, ό φυ-τευ-τός επίθ. 1. που έχει φυτευτεί, που βρίσκεται εν μέρει χωμένος στο έδαφος: ~ό: φως κήπου (βλ. χωνευτός). ~ές: πέτρες. ~ά: υποστυλώματα (δοκού).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: κοχλίας (= μπουζόνι). 2. που τοποθετείται ή εμφυτεύεται σε μέρος του ανθρώπινου σώματος: ~ές: βλεφαρίδες (: ψεύτικες). ~ά: δόντια (= οδοντικά εμφυτεύματα). Βλ. πρόσθετος, τεχνητός. 3. (μτφ.-προφ., για πρόσ.) που έχει τοποθετηθεί αυθαίρετα σε θέση ή αξίωμα κυρ. στο Δημόσιο, για να υπηρετεί τα συμφέροντα εκείνων που τον διόρισαν: Ήρθε ~ στη θέση του προέδρου. Πβ. βαλτός, εγκάθετος. ● επίρρ.: φυτευτά [< αρχ. φυτευτός ‘φυτεμενος’, γαλλ. planté]

χάραμα

χάραμα χά-ρα-μα ουσ. (ουδ.) {χαράμ-ατα} 1. (προφ.) ξημέρωμα: το ~ της μέρας. Τους βρήκε το ~ (: ξενύχτησαν μέχρι το πρωί). Έφυγαν πριν το ~. Κοντεύουν ~ατα. Το ~ του ήλιου (= η ανατολή). Πβ. λυκαυγές, όρθρος, χαραυγή. Βλ. γλυκο~, ροδο~.|| (ως επίρρ.) Το ~ πήρε το δρόμο της επιστροφής. Γύρισε σπίτι ~ατα. 2. (μτφ.) ξεκίνημα, απαρχή, τα πρώτα σημεία εμφάνισης: στο ~ της νέας χιλιετίας ... Το ~ της ελπίδας. ● ΣΥΜΠΛ.: άγρια/βαθιά/μαύρα χαράματα: πολύ πριν ξημερώσει: Μου τηλεφώνησε μες στα ~ ~. Ξυπνά/σηκώνεται απ' τα ~ ~. Πβ. μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα.

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.