-άρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών 1. (κυρ. προφ.) με μεγεθυντική λειτουργία: σπιτ~ (πβ. -αρόνα)/στοματ~. Τακουν-άρες (= τακούνες).|| (επιτατ., ως έκφρ. θαυμασμού:) Γυναικ~ (βλ. αρσ. -αράς)/εργ~/Κατεριν~ (βλ. αρσ. -άρας, -αρος). Ματ-άρες. 2. (αφηρ.) με εμφατική σημασία, για ιδιότητα ή κατάσταση που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό: βαρεμ~/σιχαμ~/τρομ~ (πβ. -αμάρα). Φαγωμ-άρα (πβ. φαγω-μός). ● βλ. -άρης, -άρα, -άρι, -άρης, -άρα, -άρικο
εργατιά [ἐργατιά] ερ-γα-τιά ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): οι εργάτες ως σύνολο· η εργατική τάξη: οι αγώνες/ο κόσμος της ~ιάς. Βλ. αγροτιά.
-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.
-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).
-ικος, η, ο {(σπανιότ.-προφ.) θηλ. -ικια} επίθημα 1. για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ιδιότητα: γέρ~/τεμπέλ~/τσιφούτ~. 2. για την προσαρμογή κυρ. λόγιων επιθέτων σε -ης: αυθάδ~ (κ. αυθάδης).
-λογώ {παθ. -ούμαι κ. (προφ.) -ιέμαι} επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. μιλώ, εκφράζομαι, κρίνω: δευτερο-λογώ/μελλοντο~/μονο~.|| Ακριβο-λογώ/αοριστο~/γενικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αισχρο-λογώ/θριαμβο~/κακο~/πολυ~.|| Aξιο-λογώ/πιθανο~. 2. αποδίδω, (καθ)ορίζω: χρησμο-λογώ (πβ. -δοτώ).|| Bαθμο-λογώ/δασμο~/κοστο~/τιμο~/φορο~. 3. μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω: κορφο-λογώ.|| Ανθο-λογώ/σταχυο~.|| Ναυτο-λογώ/στρατο~. 4. (προφ.) κάνω κάτι με ένταση ή διάρκεια, έχω μια συνήθεια: τραβο-λογώ/χαζο~/χαϊδο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Μπεκρο-λογώ.
-τοπος β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. τόπο γεμάτο από ό,τι δηλώνει το α' συνθετικό: δασό~/θαμνό~/ψαρό~.|| Σκουπιδό~. 2. περιοχή με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: αγριό~/βιό~/γεώ~/κυνηγό~/ξερό~/χερσό~. 3. χώρο κατάλληλο για ορισμένη δραστηριότητα: παιδό~/παιχνιδό~.
-ύτητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ