Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 138 εγγραφές  [0-20]


  • in medias res (πρόφ. ιν μέντιας ρες): ΛΟΓΟΤ. στη μέση της πλοκής ή της υπόθεσης. ΑΝΤ. ab ovo [< λατ.]
  • άβυσσος [ἄβυσσος] ά-βυσ-σος ουσ. (θηλ.) {αβύσσ-ου} 1. αμέτρητο θαλάσσιο ή γήινο βάθος: απύθμενη/αχανής ~. Βλ. βάραθρο.|| (ΩΚΕΑΝ.) Η ζώνη της ~ου.|| (μτφ.) Τον κατάπιε η ~ (= χάθηκε).|| (ΛΟΓΟΤ.) Η μαύρη ~ (= ο Άδης, η κόλαση). 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστη, μυστηριώδης, χαοτική κατάσταση ή αχανής και χαώδης χώρος: σκοτεινή/ψυχική ~. Η ~ του ασυνείδητου/του έρωτα/του χρόνου.|| Η ~ του Διαστήματος. Πβ. χάος. 3. (μτφ.) μεγάλη διαφορά, αγεφύρωτο χάσμα: ιδεολογική/πολιτική ~. ~ απόψεων. ~ μεταξύ των γενεών/των (κοινωνικών) τάξεων. Μας χωρίζει ~. ● ΦΡ.: άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)!: για ανεξήγητες, μη αναμενόμενες συμπεριφορές ή ενέργειες., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< 1: μτγν. ἄβυσσος, γαλλ. abysse, αγγλ. abyss]
  • αισθητισμός [αἰσθητισμός] αι-σθη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. -ΛΟΓΟΤ. τάση που πρεσβεύει ότι κύριος σκοπός της τέχνης είναι η αισθητική απόλαυση (αυτονομία της τέχνης), θεωρώντας την ομορφιά ως το υπέρτατο αγαθό. Βλ. η τέχνη για την τέχνη, -ισμός. [< γαλλ. esthétisme, αγγλ. aestheticism]
  • αναγνωστικός , ή, ό [ἀναγνωστικός] α-να-γνω-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανάγνωση: ~ή: δεξιότητα/δυσκολία/ετοιμότητα (βλ. αναδυόμενος γραμματισμός)/ευχέρεια/ικανότητα/συμπεριφορά. ~ό: βιβλίο (= αναγνωστικό). ~ά: μοντέλα. (ΛΟΓΟΤ.) ~ές θεωρίες (: δίνουν έμφαση στην ~ή διαδικασία και στον ρόλο που διαδραματίζει ο αναγνώστης στην ερμηνεία του κειμένου. Βλ. πρόσληψη)/προτάσεις.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ά: μηχανήματα (= αναγνώστες). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνωστικό κοινό (περιληπτ.): το σύνολο των αναγνωστών: τo ~ ~ μιας εφημερίδας. Βλ. βιβλιόφιλος. [< αρχ. ἀναγνωστικός, αγγλ. reading]
  • αναδρομή [ἀναδρομή ] α-να-δρο-μή ουσ. (θηλ.) 1. παρουσίαση, εξέταση ή αναπόληση γεγονότων του παρελθόντος· (ΛΟΓΟΤ.) αφηγηματική τεχνική κατά την οποία η ροή της αφήγησης διακόπτεται και μεταφέρεται σε προγενέστερα γεγονότα: ιστορική/μουσική/σύντομη ~. Βιβλίο που επιχειρεί/κάνει (μια) ~ στην ιστορία του .../στο παρελθόν. Πβ. ανασκόπηση, φλας μπακ.|| Βλ. αναχρονία, προοικονομία. 2. κίνηση, συνήθ. υγρών, προς τα πάνω ή προς τα πίσω: ~ του νερού. 3. ΦΙΛΟΣ. συλλογιστική πορεία από τα συμπεράσματα στις αρχές, από τα αποτελέσματα στις αιτίες, από το σύνθετο στο απλό. [< 1: γαλλ. rétrospection 2: αρχ. ἀναδρομή 3: γαλλ. régression]
  • αναχρονία [ἀναχρονία] α-να-χρο-νί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΛΟΓΟΤ. χρονική µετατόπιση της αφήγησης είτε σε παρελθοντικό συμβάν (αναδρομή) είτε σε μελλοντικό γεγονός (πρόληψη, προοικονομία). Βλ. φλας-μπακ. [< αγγλ. anachrony]
  • αναχρονικός , ή, ό [ἀναχρονικός] α-να-χρο-νι-κός επίθ. 1. αναχρονιστικός: ~ό: πλαίσιο. ~ά: στοιχεία. 2. ΛΟΓΟΤ. που σχετίζεται με την αναχρονία: ~ή: εξιστόρηση. Ασυνεχής και ~ή αφήγηση. ● επίρρ.: αναχρονικά [< γαλλ. anachronique , αγγλ. anachronic]
  • ανέλιξη [ἀνέλιξη] α-νέ-λι-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) σταδιακή και συνεχής μετάβαση σε μία ανώτερη (από πλευράς αξίας ή ισχύος) κατάσταση: επιστημονική/οικονομική/πνευματική/τεχνολογική ~. Η ~ της κοινωνίας. (ΛΟΓΟΤ.) Αφηγηματική ~. Η ~ των γεγονότων. Πβ. ανάπτυξη, εξέλιξη.|| Ακαδημαϊκή/αξιοκρατική/επαγγελματική/ιεραρχική/υπηρεσιακή ~. Δυνατότητες/ευκαιρίες/περιθώρια/προοπτικές ~ης. ~ στην εξουσία. Κοιτάζει μόνο την προσωπική του ~. Πβ. αναρρίχηση, άνοδος, προαγωγή. Βλ. αναγνώριση. 2. ΜΑΘ. μαθηματικό μοντέλο που περιγράφει καταστάσεις της καθημερινής ζωής: στοχαστικές ~ίξεις. ~ίξεις διαχύσεως/συνεχούς χρόνου. 3. (σπάν.) ελικοειδής κίνηση. [< μτγν. ἀνέλιξις ‘ξετύλιγμα, ανάπτυξη’, γαλλ. évolution 2: αγγλ. evolution]
  • ανελίσσομαι [ἀνελίσσομαι] α-νε-λίσ-σο-μαι ρ. {ανελί-χθηκε, ανελισσ-όμενος} (λόγ.) 1. αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι βαθμιαία και διαρκώς: Η κοινωνία/η τεχνολογία ~εται. Οι πιο γρήγορα ~όμενες εταιρείες. (ΛΟΓΟΤ.) Ιστορίες που ~ονται γραμμικά/παράλληλα.|| ~ επαγγελματικά/ιεραρχικά/κοινωνικά/μισθολογικά/οικονομικά. Κατάφερε να ~χθεί στα αξιώματα/στην εξουσία/στη θέση του διευθυντή. Πβ. αναρριχώμαι, ανεβαίνω, προάγομαι. 2. (σπάν.) κινούμαι ελικοειδώς: Η σπείρα ~εται. [< αρχ. ἀνελίσσομαι ‘ξετυλίγομαι, διευκρινίζομαι, αντιπαραβάλλομαι’, γαλλ. évoluer]
  • ανοικείωση [ἀνοικείωση] α-νοι-κεί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΟΤ. (στον ρωσικό φορμαλισμό) γνώρισμα λογοτεχνικού κειμένου που βασίζεται στη μη οικεία χρήση λέξεων, κυρ. μέσω νέων συνδυασμών, αλλά και πρωτότυπων αφηγηματικών τεχνικών· κατ' επέκτ. βασική ιδιότητα κάθε μορφής τέχνης που ανατρέπει τη συνήθη αντίληψη της πραγματικότητας, απομακρύνοντας την εμπειρία αναγνωστών ή θεατών από καθιερωμένες συμβάσεις. Βλ. αποστασιοποίηση, λογοτεχνικότητα. 2. (σπάν.) ανοικειότητα. [< αγγλ. defamiliarization, 1971]
  • αντιμυθιστόρημα [ἀντιμυθιστόρημα] α-ντι-μυ-θι-στό-ρη-μα ουσ. (ουδ.): ΛΟΓΟΤ. μυθιστόρημα που ακυρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του παραδοσιακού. Πβ. νέο μυθιστόρημα. [< γαλλ. antiroman]
  • αποδόμηση [ἀποδόμηση] α-πο-δό-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. -ΒΙΟΧ. αποικοδόμηση: αερόβια ~. ~ αποβλήτων/οργανικών ουσιών/(βιομηχανικών) υπολειμμάτων. Πβ. χουμοποίηση. Βλ. βιο~.|| ~ γλυκογόνου/λιπιδίων/πρωτεϊνών. ~ των οστών. ~ στους ιστούς. Βλ. σύνθεση. 2. (μτφ.) διάλυση, διάσπαση της δομής ενός συστήματος: κοινωνική ~. ~ και αποσάθρωση των ελεγκτικών μηχανισμών (πβ. παράλυση). Πβ. αποσύνθεση. ΑΝΤ. αναδόμηση, δόμηση (2) 3. ΛΟΓΟΤ. θεωρία και πρακτική ανάγνωσης, σύμφωνα με την οποία σε ένα κείμενο λειτουργούν αντικρουόμενες δυνάμεις που υπονομεύουν την υποτιθέμενη οριστικότητα της δομής και του νοήματός του, με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται η αοριστία των πολλαπλών και ασύμβατων δυνατοτήτων νοηματοδότησής του. Βλ. μεταδομισμός. [< 2,3: γαλλ. déconstruction, περ. 1965]
  • αποδομητικός , ή, ό [ἀποδομητικός] α-πο-δο-μη-τι-κός επίθ. 1. που λειτουργεί διαλυτικά, διασπαστικά. ΑΝΤ. εποικοδομητικός 2. ΛΟΓΟΤ. που σχετίζεται με τη θεωρία της αποδόμησης: ~ός: λόγος. ~ή: ανάγνωση/κριτική. ● επίρρ.: αποδομητικά [< γαλλ. déconstructif]
  • αποδομώ [ἀποδομῶ] α-πο-δο-μώ ρ. (μτβ.) {αποδομείς ... | αποδόμ-ησα, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} 1. διαλύω την οργάνωση ενός συστήματος, καταστρέφω τη δομή του: ~ημένος και κατακερματισμένος κοινωνικός ιστός.|| Τον ~ησε πλήρως (: τον ξεγύμνωσε, τον αποτέλειωσε). Πβ. αποδιαρθρώνω. ΑΝΤ. ανασυνθέτω, δομώ (1) 2. ΒΙΟΛ.-ΒΙΟΧ. προκαλώ αποικοδόμηση: Οργανικά συστατικά που δύσκολα ~ούνται (από το/στο περιβάλλον). Πβ. χουμοποιώ. 3. ΛΟΓΟΤ. εφαρμόζω τη θεωρία της αποδόμησης: ~ το κείμενο. [< γαλλ. déconstruire, 1970]
  • αποστασιοποίηση [ἀποστασιοποίηση] α-πο-στα-σι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκούσια τήρηση ουδέτερης στάσης ή αποχή από υπόθεση ή κατάσταση: πλήρης ~ του κόσμου από ... Κρατά στάση διακριτικής ~ης απέναντι στην αντιπαράθεση. || Κοινωνική ~ (λόγω κορονοϊού)/σωματική/φυσική. Βλ. αποξένωση. 2. ΘΕΑΤΡ. -ΛΟΓΟΤ. αποφυγή ταύτισης, ιδ. συναισθηματικής, του ηθοποιού με τον ρόλο του ή του θεατή-αναγνώστη με τον ήρωα. Βλ. ανοικείωση, -ποίηση. [< 1: γερμ. Distanzierung, γαλλ. distanciation, 1959 2: γερμ. Verfremdung]
  • αρκαδικός , ή, ό [ἀρκαδικός] αρ-κα-δι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την Αρκαδία ή/και τους Αρκάδες. 2. ΛΟΓΟΤ. -ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. που αναφέρεται στον αρκαδισμό: το ~ό ιδεώδες. [< 1: μτγν. Ἀρκαδικός 2: γαλλ. arcadien, αγγλ. arcadian]
  • αρκαδισμός [ἀρκαδισμός] αρ-κα-δι-σμός ουσ. (αρσ.): ΛΟΓΟΤ. -ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που πρόβαλλε το ιδεώδες της ειδυλλιακής βουκολικής ζωής. Βλ. φυσιολατρία, -ισμός. [< αγγλ. arcadianism]
  • αφήγημα [ἀφήγημα] α-φή-γη-μα ουσ. (ουδ.): ΛΟΓΟΤ. το αποτέλεσμα της αφηγηματικής πράξης, συνήθ. πεζό λογοτεχνικό έργο που αφηγείται φανταστική ή πραγματική ιστορία: αστυνομικό/(αυτο)βιογραφικό/έμμετρο/ιστορικό/ποιητικό ~. Βλ. διήγημα, πεζογράφημα. [< αρχ. ἀφήγημα ‘διήγηση, λεπτομερής έκθεση’, γαλλ. récit]
  • αφηγηματικός , ή, ό [ἀφηγηματικός] α-φη-γη-μα-τι-κός επίθ.: ΛΟΓΟΤ. που χαρακτηρίζει την αφήγηση ή ανήκει σε αυτή: ~ός: ρυθμός/χρόνος. ~ή: γλώσσα/δομή/φόρμα. ~ό: ύφος. ~οί: τρόποι (: τα συστατικά στοιχεία της αφήγησης, βλ. εσωτερικός μονόλογος, περιγραφή, διάλογος, σχόλιο). ~ές: τεχνικές (: χρόνος, απόσταση, εστίαση, φωνή). Ο ~ ιστός του βιβλίου.|| (ειδικότ., που αφηγείται μια ιστορία) ~ό: έργο/ποίημα. ~ά: μέρη κειμένου. Πβ. διηγηματικός. [< μτγν. ἀφηγηματικός ‘σχετικός με τη διήγηση’, γαλλ. narratif]
  • αφηγηματικότητα [ἀφηγηματικότητα] α-φη-γη-μα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΟΤ. το σύνολο των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν την αφήγηση, η ικανότητα της αφήγησης. Βλ. -ότητα.

αναγνώριση

αναγνώριση [ἀναγνώριση] α-να-γνώ-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιβεβαίωση, εξακρίβωση, διαπίστωση της ταυτότητας: Δεν ήταν εύκολη η ~ή του (: είχε αλλάξει).|| ~ πτώματος (: από συγγενή). Πβ. ταυτοποίηση.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατασκοπεία και ~ εδάφους. Πβ. ανίχνευση, διερεύνηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σφάλματος/χρήστη. Σύνθεση και ~ φωνής. Οπτική ~ χαρακτήρων.|| Κάνω γραμματική/συντακτική ~ (λέξεων).|| (ΦΙΛΟΛ., κυρ. στην αρχαία τραγωδία, μετάβαση από την άγνοια στη γνώση της ταυτότητας ενός προσώπου:) Η σκηνή της ~ης. 2. αποδοχή, παραδοχή της ύπαρξης θετικού ή αρνητικού στοιχείου: ~ του ήθους/της θυσίας/της προσφοράς (βλ. δικαίωση, επιβράβευση). ~ του ταλέντου της από τον κόσμο. Χαίρει ~ης. Καλλιτέχνης με πανελλήνια και διεθνή/καθολική ~ (= καταξίωση). Πβ. απήχηση.|| ~ του προβλήματος. ~ του σφάλματος κάποιου (= ομολογία). 3. επίσημη αποδοχή της νομιμότητας, της εγκυρότητας ή της ύπαρξης: ~ συνταξιοδοτικού δικαιώματος/χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. ~ τίτλων σπουδών της αλλοδαπής (/ακαδημαϊκή ~). Βλ. ΔΟΑΤΑΠ). ~ κράτους (: από τον ΟΗΕ). ~ ενός επαγγέλματος ως επικίνδυνου και ανθυγιεινού.|| (για παιδιά γεννημένα εκτός γάμου:) Δικαστική/εκούσια ~ της πατρότητας (τέκνου). ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνώριση κλήσεων: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που παρέχεται από τηλεφωνικές εταιρείες η οποία επιτρέπει στον χρήστη που δέχεται την κλήση να βλέπει στην οθόνη τον αριθμό τηλεφώνου του προσώπου που τον καλεί. [< αγγλ. call identification (service), 1969] [< 1: αρχ. ἀναγνώρισις, γαλλ. reconnaisance]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

αναχρονία

αναχρονία [ἀναχρονία] α-να-χρο-νί-α ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΛΟΓΟΤ. χρονική µετατόπιση της αφήγησης είτε σε παρελθοντικό συμβάν (αναδρομή) είτε σε μελλοντικό γεγονός (πρόληψη, προοικονομία). Βλ. φλας-μπακ. [< αγγλ. anachrony]

ανοικείωση

ανοικείωση [ἀνοικείωση] α-νοι-κεί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΟΤ. (στον ρωσικό φορμαλισμό) γνώρισμα λογοτεχνικού κειμένου που βασίζεται στη μη οικεία χρήση λέξεων, κυρ. μέσω νέων συνδυασμών, αλλά και πρωτότυπων αφηγηματικών τεχνικών· κατ' επέκτ. βασική ιδιότητα κάθε μορφής τέχνης που ανατρέπει τη συνήθη αντίληψη της πραγματικότητας, απομακρύνοντας την εμπειρία αναγνωστών ή θεατών από καθιερωμένες συμβάσεις. Βλ. αποστασιοποίηση, λογοτεχνικότητα. 2. (σπάν.) ανοικειότητα. [< αγγλ. defamiliarization, 1971]

αποξένωση

αποξένωση [ἀποξένωση] α-πο-ξέ-νω-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξενώνω: κοινωνική/πλήρης ~. ~ του σύγχρονου ανθρώπου από το περιβάλλον. ~ και μοναξιά. ~ που προκαλείται από τον καταναλωτισμό/τη μαζοποίηση/την τεχνολογική εξέλιξη.|| (ΨΥΧΟΛ.) Σύνδρομο γονικής ~ης. Πβ. αλλοτρίωση, απομάκρυνση, αποξένωση, αποστασιοποίηση. 2. ΝΟΜ. μεταβίβαση: ~ ιδιοκτησίας/περιουσίας. [< μτγν. ἀποξένωσις ‘διαμονή στο εξωτερικό, εξορία’ 1: γερμ. Entfremdung, γαλλ. aliénation 2: γαλλ. ~]

αποστασιοποίηση

αποστασιοποίηση [ἀποστασιοποίηση] α-πο-στα-σι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκούσια τήρηση ουδέτερης στάσης ή αποχή από υπόθεση ή κατάσταση: πλήρης ~ του κόσμου από ... Κρατά στάση διακριτικής ~ης απέναντι στην αντιπαράθεση. || Κοινωνική ~ (λόγω κορονοϊού)/σωματική/φυσική. Βλ. αποξένωση. 2. ΘΕΑΤΡ. -ΛΟΓΟΤ. αποφυγή ταύτισης, ιδ. συναισθηματικής, του ηθοποιού με τον ρόλο του ή του θεατή-αναγνώστη με τον ήρωα. Βλ. ανοικείωση, -ποίηση. [< 1: γερμ. Distanzierung, γαλλ. distanciation, 1959 2: γερμ. Verfremdung]

βάραθρο

βάραθρο βά-ρα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} (λόγ.) 1. απότομο, βαθύ ρήγμα του εδάφους· γκρεμός, χαράδρα: εξερεύνηση ~ου. ~α και σπήλαια.|| (μτφ.) Το ~ των ανισοτήτων (= μεγάλο χάσμα). Βλ. -θρο. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Οδηγείται στο ~ (= στην κατάρρευση, στον όλεθρο). Τους έριξαν/πέταξαν στο ~ (πβ. στον Καιάδα). Βλ. βάθρο.|| Γκρεμίστηκε/έπεσε/καταποντίστηκε/(κατρα)κύλησε/χάθηκε στο ~ (= στον βούρκο). [< αρχ. βάραθρον]

βιβλιόφιλος

βιβλιόφιλος, η, ο βι-βλι-ό-φι-λος επίθ./ουσ. {γεν. αρσ. ουσ. -ων (λόγ.) -ίλων}: πρόσωπο που του αρέσει το διάβασμα και συνήθ. συλλέγει πολύτιμες και σπάνιες εκδόσεις βιβλίων: το ~ο κοινό. Βλ. φιλαναγνώστης, -φιλος. [< ιταλ. bibliofilo, γαλλ. bibliophile, γερμ. bibliophil]

γκρεμός

γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]

διήγημα

διήγημα δι-ή-γη-μα ουσ. (ουδ.) {διηγήμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΛΟΓΟΤ. πεζογράφημα περιορισμένης έκτασης: αστυνομικό/ερωτικό/ηθογραφικό/ιστορικό/κοινωνικό/παιδικό/φανταστικό ~. Συλλογή ~άτων. Βλ. αφήγημα, μυθιστόρημα, νουβέλα. ● Υποκ.: διηγηματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο [< μτγν. διήγημα ‘διήγηση, αφήγηση’, γαλλ. conte]

εσωτερικός

εσωτερικός, ή, ό [ἐσωτερικός] ε-σω-τε-ρι-κός επίθ. ΑΝΤ. εξωτερικός 1. που βρίσκεται ή συμβαίνει μέσα σε κάτι άλλο, σε έναν κλειστό χώρο, προς τα μέσα: ~ός: εξοπλισμός (κτιρίου/οχήματος)/κήπος/φωτισμός. ~ή: αυλή/διακόσμηση/θερμοκρασία/καμπίνα πλοίου/πλευρά/σκάλα/συσκευή (υπολογιστή, βλ. επεξεργαστής)/τσέπη (μπουφάν). ~ό: διαμέρισμα (: που βλέπει στον ακάλυπτο χώρο πολυκατοικίας)/καλώδιο/μόντεμ. ~ά: κουφώματα/μέρη/συστήματα/τοιχώματα/χαρακτηριστικά. Έπιπλα/παιδότοποι/φυτά ~ού χώρου. ~ή (τηλεφωνική) γραμμή/~ό τηλέφωνο (: που συνδέει τους χώρους κτιρίου). ~ή εργασία γραφείου/θέση. ~ά γυρίσματα μιας ταινίας (: στο στούντιο). Στις ~ές σελίδες η εφημερίδα γράφει ... (βλ. εξώ-, οπισθό-φυλλο, πρωτοσέλιδο).|| (ΙΑΤΡ., για οργανισμούς) ~ός: πόνος. ~ή: αιμορραγία/χρήση φαρμάκου (= από το στόμα). ~ό: τραύμα. ~ά: όργανα.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ή αύξηση (ρήματος) (π.χ. εκφράζω-εξέφρασα).|| (ΓΕΩΜ.) ~ή διχοτόμος γωνίας.|| (ΦΥΣ.) ~ή ενέργεια συστήματος (βλ. έργο).|| (ΜΑΘ.) ~ό (ή βαθμωτό) γινόμενο δύο διανυσμάτων (βλ. διανυσματικός). 2. που σχετίζεται με την οργάνωση και λειτουργία ενός μόνο οργανισμού, κράτους, επιχείρησης, ομάδας, σε αντιδιαστολή προς τα υπόλοιπα: ~ός: ανταγωνισμός/κανονισμός/κίνδυνος/συνεργάτης/τουρισμός. ~ή: αγορά (πβ. εγχώρια)/απόφαση/διαδικασία/διαμάχη (σε ένα κόμμα)/δράση/επικαιρότητα (βλ. διεθνής)/επικοινωνία/μετανάστευση/πολιτική. ~ό: έγγραφο/εμπόριο/θέμα/μέτωπο/σημείωμα. ~ές: δυσκολίες/ειδήσεις/σχέσεις. ~ά: αίτια/θέματα/προβλήματα. Συνεχίζονται οι μεταρρυθμίσεις στην ~ή ζωή της χώρας.|| ~ές: πτήσεις (= πτήσεις εσωτερικού). 3. που αναφέρεται στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο του ανθρώπου: ~ός: αγώνας/πλούτος/φόβος. ~ή: ανάγκη/γαλήνη/ελευθερία/ένταση/ισορροπία/ομορφιά/πειθαρχία. ~ό: κίνητρο/χάρισμα. ~ διάλογος (: του ανθρώπου με τον εαυτό του). Πβ. ενδό-, εσώ-τερος.|| (ΘΡΗΣΚ., στον μυστικισμό) ~ή: διδασκαλία/φιλοσοφία (πβ. εσωτεριστικός). 4. (για πρόσ.) που διαμένει και σιτίζεται σε κάποιον χώρο, όπου συνήθ. σπουδάζει ή εργάζεται: ~ός: μαθητής (πβ. οικότροφος). ~ή: οικιακή βοηθός. Νοσηλεύτηκε ως ~ ασθενής (πβ. τρόφιμος).|| (ως ουσ.) Πήγε ~ή στις καλόγριες. Ζητείται κυρία ως ~ή σε σπίτι για φροντίδα ηλικιωμένου ατόμου (= γηροκόμος). ● Ουσ.: εσωτερικά (τα): οι εσωτερικές υποθέσεις (οργανωμένου συνόλου ατόμων): τα ~ μιας επιχείρησης/ενός κόμματος/ενός κράτους. Τα ~ μιας οικογένειας (πβ. τα του οίκου). Υπουργείο Εσωτερικών. ΑΝΤ. εξωτερικά (τα), εσωτερικό (το) 1. ενν. μέρος, τμήμα: το ~ του αυτοκινήτου/του θεάτρου. Στο ~ του σπιτιού/της χώρας (= ενδοχώρα, πβ. στα ενδότερα).|| ~ του αυτιού/της μήτρας.|| Το ~ της Μικράς Ασίας. ΣΥΝ. μεσόγεια. ΑΝΤ. παράλια.|| (μτφ.) Στο ~ του κόμματος/της κυβέρνησης συντελούνται αθόρυβες διεργασίες. 2. η περιοχή εντός των ορίων ενός κράτους: αποστολές/δρομολόγια ~ού. Πβ. ημεδαπή. ΑΝΤ. αλλοδαπή, εξωτερικό. ● επίρρ.: εσωτερικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εσωτερικά σύνορα βλ. σύνορο, εσωτερικά ύδατα βλ. ύδωρ, εσωτερική αξιολόγηση βλ. αξιολόγηση, εσωτερική θάλασσα βλ. θάλασσα, εσωτερικό/σύστοιχο αντικείμενο βλ. αντικείμενο, εσωτερικός κόσμος βλ. κόσμος, εσωτερικός μονόλογος βλ. μονόλογος, μηχανή/κινητήρας εσωτερικής καύσης/καύσεως βλ. κινητήρας ● ΦΡ.: για εσωτερική κατανάλωση βλ. κατανάλωση [< αρχ. ἐσωτερικός, γαλλ. interne, intérieur, αγγλ. internal]

ή

ή [ἤ] διαζευκτικός σύνδ. δηλωτικός 1. αντιδιαστολής δύο ή περισσότερων αντίθετων εννοιών, αυστηρής επιλογής της μιας από τις δύο, καθώς και οι δύο μαζί δεν μπορούν να συνυπάρξουν: αριστερά ~ δεξιά; Κρύο ~ ζέστη; Πρωί ~ βράδυ; Όμορφη ~ άσχημη; Χαρά ~ λύπη; Άσπρο ~ μαύρο;|| (με επανάληψη, για να δοθεί έμφαση στον α' όρο) ~ τώρα ~ ποτέ! ~ εγώ ~ κανένας!|| (προφ., με δυνατότητα παράλειψης ή αντικατάστασής του με το "και") Νέοι (~) γέροι, πλούσιοι (~) φτωχοί, όλοι ήταν μαζεμένοι!|| (δυσαρέσκεια, αγανάκτηση για τη συμπεριφορά κάποιου ή για μια κατάσταση) Φίλος είσαι (εσύ) ~ εχθρός; Άνθρωπος είναι (αυτός) ~ (κανένα) τέρας; Ζωή είναι αυτή ~ μαρτύριο; Δωμάτιο είναι αυτό ~ στάβλος;|| (σε ερωτήσεις) Θα έρθεις ~ δεν θα έρθεις/όχι; (διερεύνηση άποψης) Θα τα καταφέρουμε ~ το θεωρείς απίθανο; 2. διάκρισης δύο ή περισσότερων στοιχείων που παρουσιάζονται ως εναλλακτικές εκδοχές: Τι θα ήθελες; Φαγητό ~ γλυκό; Θα με εξυπηρετήσετε εσείς ~ κάποιος άλλος; Παίρνω ~ το λεωφορείο ~ το μετρό ~ το τραμ (: άλλες φορές, άλλοτε).|| (με επανάληψη) (εμφατ.) ~ θα κοιμάται ~ θα βλέπει τηλεόραση. (αδιαφορία ή αβεβαιότητα) Θα έρθω ~ αύριο ~ (: μπορεί και) μεθαύριο. (ο α' όρος είναι ανυπόστατος και έτσι δηλώνεται εμφατ. ότι ισχύει στην ουσία ο β') ~ είμαστε όλοι τρελοί ~ (πράγματι) κάτι δεν πάει καλά! ΣΥΝ. είτε.|| (σε ερώτηση, προς εξακρίβωση του λόγου για τον οποίο γίνεται κάτι) Γιατί δεν του μιλάς; Ντρέπεσαι ~ φοβάσαι; Τι έχεις; Είσαι άρρωστος ~ απλά κακοδιάθετος; 3. διαφορετικότητας· αλλιώς, σε αντίθετη περίπτωση: Μάθε να συζητάς ~ μην ασχολείσαι μαζί μου!|| (απειλητ.) ~ φεύγεις αυτή τη στιγμή ~ καλώ την Αστυνομία (= αν δεν φύγεις ..., θα καλέσω ...)! Πβ. διαφορετικά, ειδάλλως. 4. εναλλακτικής διατύπωσης, διόρθωσης, τροποποίησης (συνήθ. ακολουθούν οι λ. "μάλλον" ή "καλύτερα"): το ίντερνετ ~ διαδίκτυο (στα Ελληνικά). Δεν καταλαβαίνει ~ μάλλον δεν θέλει να καταλάβει. Πήγαινε να δεις τι κάνει! ~ άσε καλύτερα· πάω εγώ! 5. (προφ.) μεγέθους κατά προσέγγιση, αβεβαιότητας: (κάπου) δεκαπέντε ~ είκοσι κιλά. ● ΦΡ.: ή μήπως δηλώνει 1. ευγενική διατύπωση ερώτησης: Να σου ζητήσω κάτι ~ ~ σε βάζω σε κόπο; 2. πιθανή εκδοχή: Κοιμήθηκες καλά ~ ~ νυστάζεις ακόμα; Προτιμάς σινεμά ~ ~ (καλύτερα) θέατρο;|| (προς έκφρ. ενδιαφέροντος) Χόρτασες ~ ~ να σου φέρω και κάτι άλλο;|| (αβεβαιότητα) Ήταν πριν από δύο ~ ~ τρία χρόνια; 3. αγανάκτηση, δυσαρέσκεια· προκειμένου να εκφραστεί ότι δεν είναι δυνατόν να ισχύει σε καμία περίπτωση ο β΄όρος: Τι κάθεσαι και τεμπελιάζεις; ~ ~ περιμένεις από εμένα να κάνω τις δουλειές; (: δεν πρόκειται να τις κάνω).|| Είναι λογικό να φέρεται έτσι· ~ ~ ξέχασες τι πέρασε; (: θυμάσαι φυσικά)., ή ταν ή επί τας: ΙΣΤ. "ή αυτή ή πάνω σε αυτή", δηλ. "ή να επιστρέψεις με την ασπίδα ως νικητής ή να σε φέρουν επάνω της νεκρό", φρ. που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στους γιους τους, όταν τους παρέδιδαν την ασπίδα, πριν αναχωρήσουν για τον πόλεμο· (μτφ.-λόγ.) προτροπή σε κάποιον να φέρει σε πέρας την αποστολή που του έχει ανατεθεί, χωρίς να δειλιάσει και να σκεφτεί το προσωπικό κόστος., αργά ή γρήγορα βλ. αργά, ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου βλ. καλογερεύω, ή όπως αλλιώς βλ. όπως, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, να ζει κανείς ή να μη ζει; βλ. ζω1, ναι ή ου; βλ. ου [< αρχ. ἤ]

μεταδομισμός

μεταδομισμός με-τα-δο-μι-σμός ουσ. (αρσ.): ΛΟΓΟΤ.-ΦΙΛΟΣ. φιλοσοφικό ρεύμα και ερμηνευτική θεωρία ή μέθοδος που προάγει, καθ' υπέρβαση του δομισμού, μια υποκειμενικού τύπου ερμηνεία των γεγονότων. Βλ. αποδόμηση, διακειμενικότητα, -ισμός, στρουκτουραλισμός. ΣΥΝ. μεταστρουκτουραλισμός [< αγγλ. post–structuralism, 1975]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

σύνθεση

σύνθεση σύν-θε-ση 1. συνδυασμός ή συνένωση στοιχείων ή μερών σε σύνολο ή/και το προϊόν που παράγεται· συνεκδ. το σύνολο των προσώπων ή στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι: ~ εικόνας και μουσικής/ήχου/ομιλίας/φωνής. ~ με λουλούδια. ~ κρεβατοκάμαρας/σαλονιού (ενν. επίπλων). (Διακοσμητική) ~ για βαφτίσια/γάμο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αρχιτεκτονική/εικαστική/ζωγραφική/καλλιτεχνική/ποιητική/χορογραφική ~.|| ~ πληθυσμού/φαρμάκου/χρωμάτων. Ηλικιακή/ποσοστιαία ~ (ομάδας ατόμων).|| ~ Βουλής/επιτροπής/εταιρείας/οργανισμού/πληρώματος/προσωπικού/συνέλευσης/τμήματος/τομέα/υπηρεσίας. Η ~ της νέας κυβέρνησης. Μετοχική ~. Αλλαγή/μέλος ~ης. Πβ. σύσταση.|| (ΑΘΛ.) ~ ανάγκης (: από αναπληρωματικούς κυρ. παίκτες). Με ποια ~ θα παίξει η ομάδα;|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ του στόλου/των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΧΗΜ.) Αέριο ~ης (: το καύσιμο προϊόν της αεριοποίησης βιομάζας). 2. ΜΟΥΣ. σύλληψη και δημιουργία πρωτότυπου μουσικού έργου, το ίδιο το έργο και ο σχετικός κλάδος της μουσικής: ~ κομματιού/κύκλου/μελωδίας/όπερας/συμφωνίας/τραγουδιού.|| Έντεχνη/κλασική/λαϊκή/ξένη ~. ~ για κιθάρα/πιάνο. ~ για σόλο και ορχήστρα/για πέντε όργανα και φωνή. ~ σε ρυθμό .../χρόνο ... Γράφω/παίζω μια ~.|| Σπουδάζει ~. 3. ΓΛΩΣΣ. ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων για τον σχηματισμό μιας νέας (σύνθετη λέξη): παραγωγή και ~. 4. ΒΙΟΛ. διαδικασία κατά την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν και επεξεργάζονται τις απαραίτητες ουσίες για τις βασικές λειτουργίες τους. Βλ. πρωτεϊνο~, φωτο~. ΣΥΝ. βιοσύνθεση 5. ΦΥΣ. διαδικασία καθορισμού της συνισταμένης μεγεθών: ~ δυνάμεων/κινήσεων/ταχυτήτων. 6. ΦΙΛΟΣ. το τρίτο στάδιο στη διαλεκτική φιλοσοφία του Χέγκελ (θέση-αντίθεση-σύνθεση), στο οποίο επιτυγχάνεται η υπέρβαση των αντιτιθέμενων απόψεων και η συναρμογή τους σε ένα ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα. 7. ΤΥΠΟΓΡ. στοιχειοθεσία ή κατάλληλη τοποθέτηση των έτοιμων τυπογραφικών φύλλων για τον σχηματισμό ενός βιβλίου: ~ δεκαεξασέλιδου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΦΩΤΟΓΡ.) Αφαιρετική/προσθετική τρίχρωμη μέθοδος ~ης (: μέθοδοι αναπαραγωγής χρωμάτων σε τυπογραφία, φωτογραφία και οπτικοακουστικά μέσα). ● ΣΥΜΠΛ.: γνήσια σύνθεση: ΓΛΩΣΣ. κατά την οποία παθαίνει μεταβολές το α' ή β' συνθετικό και συνήθ. παρεμβάλλεται το συνδετικό φωνήεν -ο-: π.χ. ανεμ-ό-μυλος., καταχρηστική σύνθεση: ΓΛΩΣΣ. όταν τα συνθετικά δεν παρουσιάζουν αλλαγές κατά τη διαδικασία της σύνθεσης, εκτός από πιθανή μετακίνηση του τόνου: π.χ. Κηπούπολη., σύνθεση φωνής: ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή ψηφιακών δεδομένων ή μαγνητοφωνημένων φθόγγων σε κυματομορφή ανθρώπινης φωνής.[< αγγλ. speech synthesis, 1961] , χαλαρή σύνθεση βλ. χαλαρός , [< αρχ. σύνθεσις ‘συνένωση, συνδυασμός, συμφωνία’, γαλλ. constitution, synthèse, αγγλ. synthesis 2: γαλλ. composition 6: γερμ. Synthese]

φυσιολατρία

φυσιολατρία φυ-σι-ο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.): αγάπη και σεβασμός για τη φύση, που εκδηλώνεται κυρ. με την απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος: τουρισμός ~ας. Βλ. -λατρία. [< γερμ. Liebe zur Natur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.